Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη

10
Σε ένα καθαρά επιστημονικό χωρίο της διατριβής του «περί ζώων γενέσεως» συμπεραίνει πράγματι ότι ο λόγος, από όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, «μόνος αυτός προέρχεται απέξω και είναι θείος»*8, επειδή όλες οι άλλες μπορεί να αποδειχτούν ότι είναι αξεχώριστες από κάποια σωματική δραστηριότητα. Μπορούμε επίσης να λάβουμε υπόψη μας τις προτροπές του στο τέλος των «Ηθικών» για μια ζωή καθαρής σκέψης, γιατί αυτή αποτελεί όχι μόνο εξάσκηση της πιο υψηλής μας ικανό­τητας, αλλά και καλλιέργεια αυτού του μέρους ως προς το οποίο μοιάζουμε με τον Θεό. Πίστευε αναμφίβολα ότι με την κατοχή του «νου» ο άνθρωπος διαθέτει κάτι που δεν έχουν οι άλλες μορφές της ζωής, και αυτό το κάτι το μοιράζεται με την αιώνια ακίνητη αιτία του Σύμπαντος. Ίσως λοιπόν η αμοιβή του φιλοσόφου μετά το θάνατο να ήταν η απορρόφηση του νου του από τον ένα αιώνιο ασώματο Νου. Δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα εκεί που ο ίδιος δεν είπε τίποτα. Το νόημα της φράσης του φαίνεται καλύτερα σε αυτά τα πράγματα που αποκλείει η φιλοσοφία του. Η περιγραφή του μέρους μας εκείνου που σκέπτεται, στο τρίτο βιβλίο «περί ψυχής», δείχνει καθαρά ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιβίωση της ατομικής προσωπικότητας, δεν υπάρχει χώρος για ορφική ή πλατωνική εσχατολογία περί αμοιβών και ποινών, ούτε για κύκλο ενσαρ­κώσεων. Η θεωρία του περί μορφής και ύλης έχει την τελευ­ταία λέξη.

Καθεαυτήν κρινόμενη η θεωρία περί της ψυχής ως μορφής του σώματος ηχεί κάπως αφηρημένη και μη πραγματική. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης όμως μας προειδοποιεί επανειλημμένα ότι ο γενικός ορισμός δεν μπορεί να μας πάει πολύ μακρυά και ότι το νόημα αναφαίνεται κατά την επεξεργασία των λεπτομε­ρειών. Όντας πρώτιστα βιολόγος ο Αριστοτέλης, βυθίζεται με ζέση σε αυτές τις λεπτομέρειες. Δεν μπορούμε να τον ακολου­θήσουμε τώρα, αλλά μπορούμε, εξακολουθώντας να μένουμε προσκολλημένοι περισσότερο στις γενικότητες, να δούμε τις θεωρίες του περί αισθήσεως με βάση παραδείγματα.

Οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τελείως απομο­νωμένες, αλλ’ απλώς ως διαφορετικές «δυνάμεις» ή ικανότη­τες της «ψυχής», που εκδηλώνονται μέσω των ποικίλων μερών του σώματος. Για να τις εννοήσουμε, λέει, θα πρέπει να συλ­λάβουμε το γεγονός ότι η σχέση της ικανότητας, π.χ., της όρασης, με το όργανο της, το μάτι, είναι η ίδια με τη σχέση της ψυχής ως συνόλου προς το σώμα ως σύνολο. Αυτή η θεωρία δίνει στην περί αισθήσεως θεωρία του δύο πλεονεκτήματα απέναντι σε εκείνους από τους προδρόμους του, που γίνονται εμφανή στις λεπτομέρειες του έργου του.

α) Ξέρουμε ότι μία από τις συνέπειες της γενικής του θεω­ρίας ήταν να διαγράψει τους δεσμούς ψυχής και σώματος πο­λύ στενότερους απ’ όσο οι προηγούμενες θεωρίες. Δεν μπο­ρούμε να κατανοήσουμε την ψυχή, αν περιφρονήσουμε το σώ­μα μέσω του οποίου αυτή εκδηλώνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε συγκεκριμένη αίσθηση· δεν μπορούμε να εννοήσουμε την όραση, αν δεν εξετάσουμε τη δομή και τις λειτουργίες του ματιού. Όραση και μάτι δεν είναι το ίδιο - διακρίνονται λο­γικά - αλλά μαζί αποτελούν ένα ζωντανό, ενεργό όργανο και έτσι πρέπει να μελετηθούν. Αυτό δίνει στο έργο του Αριστοτέ­λη σχετικά με την αίσθηση πολύ πιο σύγχρονη χροιά απ' όση έχει οτιδήποτε είχαν πει οι πρόδρομοι του. Βρίσκεται πιο κον­τά στη βιολογία και μακρύτερα από τη μεταφυσική ή τις εικα­σίες.

β) Ταυτόχρονα οι γενικές του υποθέσεις τον έσωσαν από το να βαδίσει πολύ μακριά προς την άλλη κατεύθυνση. Οι προη­γούμενες απόψεις για την αίσθηση, αν και - όπως είπα - στη­ρίζονταν σε εικασίες ή αυθαίρετες μεταφυσικές υποθέσεις, ήταν ομοιόμορφα υλιστικές στη χροιά. Ακόμη και ο Πλάτων, εκτός από μία μεμονωμένη νύξη*9, δεν ήταν σε θέση να προσ­φέρει κάποια καλύτερη ερμηνεία μιας ενέργειας άμεσης αί­σθησης από την επενέργεια ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαμε να δε­χτούμε ότι η αίσθηση μας πρόσφερε τη γνώση της πραγματικό­τητας. Ο Εμπεδοκλής και οι Ατομικοί φιλόσοφοι, με τις μάλ­λον ευφάνταστες υποθέσεις τους για λεπτές ταινίες που προέρχονται από τα σώματα και πόρους στο δικό μας σώμα που τις δέχονται, ήταν απολύτως υλιστές. Ο Αριστοτέλης, εξάλλου με την πίστη του για την πραγματική και ουσιαστική μορφή - όσο πραγματική ήταν και για τον Πλάτωνα η μορφή, αλλά μέσα στο αντικείμενο, όχι πάνω και έξω απ' αυτό - μπο­ρεί για πρώτη φορά να κάμει τη διάκριση, στο επίπεδο της αίσθησης, μεταξύ των φυσικών και των ψυχικών γεγονότων.

Ό,τι και να συλλογιζόμαστε για την καταγωγή των δεύτερων γεγονότων, θα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει διαφορά μετα­ξύ της υλικής ενέργειας ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο -όπως όταν το φως πέφτει πάνω στο φωτογραφικό χαρτί και το μαυρίζει - και του είδους του αποτελέσματος που επισυμβαί­νει, όταν το φως πέφτει πάνω στο μάτι μας, και το οποίο ονο­μάζουμε αίσθηση του φωτός. Και εδώ συμβαίνει μια φυσική μεταβολή - η συστολή της ίριδας τουλάχιστον - και αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι διακρίνονται οι δύο τάξεις γεγονότων: η καθαρά φυσική επίδραση του φωτός πάνω στο υλικό όργανο και το ψυχικό φαινόμενο της αίσθησης που επι­συμβαίνει στην περίπτωση των έμψυχων όντων.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη

11
Πρώτος ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε αυτή τη διάκριση. Ο Δημόκριτος είχε με τρόπο ωμό ερμηνεύσει την όραση, μιλών­τας για την εικόνα που παρουσιάζεται στην κόρη σαν να επρόκειτο απλώς για μια αντανακλαστική ενέργεια, όπως αυ­τή που σχηματίζεται στο νερό ή πάνω σε οποιαδήποτε γυαλι­στερή επιφάνεια. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε, ρωτάει ο Αριστοτέλης, ότι τα κύπελλα με νερό και οι καθρέφτες έχουν τη ικανότητα της όρασης; Η διαφορά ακριβώς ανάμεσα στα δύο γεγονότα συνιστά την αίσθηση. Η ερμηνεία η δική του σε γενικές γραμμές, είναι ότι το αισθητήριο έχει αυτή την ικανό­τητα, γιατί αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε έμψυχης ύλης (ύλη + «ψυχή»), να δέχεται δηλ., τη μορφή των αισθητών αν­τικειμένων χωρίς την ύλη τους. Υπάρχει υλική επίδραση: το δέρμα μας θερμαίνεται, όταν νιώθουμε τη θερμότητα, το μάτι (έτσι πίστευε) χρωματίζεται, όταν βλέπουμε το χρώμα. Η ψυ­χή λειτουργεί μέσω του σωματικού οργάνου. Αλλά και άλλα σώματα εκτός από τα έμψυχα μπορούν να αποκτήσουν αυτές τις ιδιότητες της θερμότητας και του χρώματος. Η ιδιαιτερό­τητα της ζωής είναι ότι, όταν το σωματικό όργανο μεταβάλλε­ται υλικά από κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, τότε κάποιο άλ­λο, τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα επισυμβαίνει, και αυτό ονομάζουμε αίσθηση. Η διάκριση αυτή δύσκολα θα μπορούσε να διατυπωθεί με περισσότερη σαφήνεια.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν ονομάζει αίσθηση μια κρίση, που την τοποθετεί πιο κοντά στο νου, ανάμεσα στις ικανότητες και πιο μακριά από το απλώς σωματικό, όπως ο Πλάτων. Παραμένει όμως, η διάκριση αυτή μεταξύ αίσθησης και σκέψης, ότι δηλ., η αίσθηση εξαρτάται άμεσα, όσον αφορά τα δεδομένα της, από τα σωματικά όργανα και έτσι υπόκειται περισσότερο στον κίνδυνο να διακοπούν ή να παραμορφωθούν οι επικοινωνίες της. Και αυτό γιατί τα ερεθίσματα μπορεί να είναι πολύ έντο­να· ένα ζωηρό φως μπορεί προσωρινά να τυφλώσει, ένας δυ­νατός ήχος να κουφάνει. Αυτά είναι πάρα πολύ ισχυρά όχι για την αντιληπτικότητα της ψυχής, αλλά για την ικανότητα του φυσικού οργάνου να τα δεχτεί. Το πρόβλημα δεν αντιμε­τωπίζεται στο πεδίο της καθαρής σκέψης, όταν τα σωματικά όργανα έχουν αχρηστευτεί.

Κλείνω με κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με τις ηθικές από­ψεις του Αριστοτέλη. Πώς αντιμετώπιζε, ας ρωτήσουμε, το κύριο ερώτημα (που έθεταν ο Πλάτων και πριν από αυτόν, ο Σωκράτης) για το «έργον» ή τη λειτουργία του ανθρώπου; Το κλειδί για τη θέση της ηθικής στη φιλοσοφία του έγκειται στο γεγονός ότι απαρνήθηκε τις Πλατωνικές Ιδέες. Το κρίσιμο αυ­τό για τη φιλοσοφική του ζωή σημείο είχε ακόμη πιο επανα­στατικές συνέπειες για τις θεωρίες του σχετικά με την ανθρώ­πινη πράξη παρά για τις μεταφυσικές του θεωρίες, πράγμα που μας φαίνεται πολύ φυσικό, όταν θυμηθούμε ότι η θεωρία των Ιδεών προήλθε αρχικά από ηθικές συζητήσεις και ότι ηθι­κές έννοιες όπως αρετή, δικαιοσύνη και αγαθό υπήρξαν πάν­τοτε πρώτες στον κατάλογο των υπερβατικών μορφών.

Εδώ έγκειται η διαφορά. Όσο πιστεύετε ότι η κατανόηση του ορθού και του λάθους εξαρτάται από την αναγνώριση ενός και μόνου καθεαυτό αγαθού, που είναι ουσία υπερβατι­κή με ύπαρξη μη επηρεαζόμενη από τους περιορισμούς (τοπι­κούς και χρονικούς) των γεγονότων, δεν μπορείτε να θεωρείτε την ηθική ως κάτι άλλο παρά μόνο ως κλάδο της μεταφυσικής. Μόνο ο αληθινός φιλόσοφος μπορεί να ξέρει τις αιτίες και τους λόγους της ορθής συμπεριφοράς. Η πείρα δεν μπορεί να μας το διδάξει, εφόσον τα εμπειρικά γεγονότα δεν περιέχουν την αλήθεια καθεαυτήν, αλλά μόνο μια παραμορφωμένη εικό­να της. Σε αυτή την πίστη είχε οδηγηθεί ο Πλάτων, είπε ο Αριστοτέλης, λόγω της έμφασης που έδωσε ο Σωκράτης στη σημασία του ορισμού στο πεδίο των ηθικών εννοιών. Επιθυ­μούσε (ο Πλάτων) να πιστέψει στην πραγματικότητα του αντι­κειμένου των ορισμών, αλλά δεν είδε τίποτε αρκετά σταθερό στον κόσμο της δράσης και της αίσθησης, και έτσι παρακινή­θηκε να πιστέψει στην ύπαρξη αμετάβλητων ουσιών που υπάρχουν χωριστά από αυτόν τον κόσμο.

Και έτσι με τον Αριστοτέλη η ηθική βγήκε από τα σύννεφα και έρριξε άγκυρα στα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών» πολεμά τις Πλατωνικές Ιδέες (αν και λέει, «είναι δύσκολη δουλειά αυτή, γιατί οι ιδρυτές της θεωρίας είναι φίλοι μας»*10). Δεν υπάρχει μόνο ένα πράγμα, «το αγαθό». Υπάρχει άλλο αγαθό για κάθε τάξη, διαφορετι­κός σκοπός για διαφορετικούς τύπους δράσης. Επιπλέον ο σκοπός της ηθικής έρευνας είναι πρακτικός, όχι επιστημονι­κός και αν σκοπός μας είναι σχετικά να βελτιώσουμε τους αν­θρώπους και τις πράξεις τους, τότε "εξ υποθέσεως" υλικό της ερευνάς μας είναι ό,τι μπορεί να αλλάξει. Αλλ’ όπου το αντι­κείμενο της έρευνας δεν είναι αμετάβλητο, δεν επιτυγχάνεται ο φιλοσοφικός στόχος της αλήθειας ή γνώσεως. Η αλήθεια και η γνώση είναι ξένες προς το βασίλειο του τυχαίου. Επανειλημ­μένα κοπιάζει να μας δείξει ότι η ηθική δεν είναι πράγματι μέρος της καθόλου φιλοσοφίας. Το πολύ που μπορεί να κάνει είναι να προσφέρει κάποιους πρακτικούς κανόνες που, μιας και είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, προφανώς θα λειτουργήσουν. «Η παρούσα έρευνα δεν έχει στόχο τη γνώση, όπως οι άλλες μας. Σκοπός μας δεν είναι να μάθουμε τι είναι αρετή, αλλά το να γίνουμε ενάρετοι»*11. Οι λέξεις μοιάζουν κατάλληλα δια­λεγμένες για να κάνουν τον Σωκράτη να πεταχτεί από τον τά­φο του. Δεν θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε ότι τα αποτελέ­σματα των ηθικών μας ερωτημάτων θα έχουν την ίδια βεβαιό­τητα, ούτε να ζητούμε την ίδια αποδεικτική αυστηρότητα που ζητάμε στα επιστημονικά θέματα. «Είναι καθήκον του μορ­φωμένου να αναζητεί την ακρίβεια σε κάθε είδος έρευνας μό­νο ως το σημείο που η φύση του αντικειμένου το επιτρέπει· το να ζητάς π.χ., λογική απόδειξη από τον ρήτορα θα ήταν τόσο άτοπο, όσο και το να επιτρέπεις σε ένα μαθηματικό να χρησι­μοποιεί τις τέχνες της πειθούς»*12.

Αφού έτσι, με την εγκατάλειψη της πίστης στις γενικές Ιδέες, οι σκοποί και οι μέθοδοι της ηθικής διαχωρίστηκαν από της επιστημονικής φιλοσοφίας, υπήρχε προφανής κίνδυνος να συμβεί ένα από τα δύο. Όσο η μεταφυσική και η ηθική απο­τελούσαν μέρη του ίδιου πεδίου της γνώσης, καμιά τους δεν μπορούσε δικαιολογημένα να εξυψωθεί, τουλάχιστον συνειδη­τά, σε βάρος της άλλης. Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε ο Αρι­στοτέλης ήταν ή η πρακτική ζωή να φτάσει να σημαίνει το παν γι’ αυτόν, ή διαφορετικά, πηγαίνοντας με το μέρος της καθα­ρός φιλοσοφίας, να θεωρήσει έργο του να αποκοπεί οριστικά από την πρακτική πλευρά και να περιπλανηθεί στη θεωρητική μελέτη*13 ή στην άκαρπη - καθότι αμερόληπτη - επιστημονι­κή έρευνα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη

12
Τα «Ηθικά» είναι η μαρτυρία που έχουμε ότι κανένα από τα δύο δεν συνέβη. Κατά πρώτο, σαφώς δεν αρνήθηκε τη ση­μασία της αμερόληπτης φιλοσοφικής και επιστημονικής μελέ­της, αν και είχε αποβεί λιγότερο άμεσα χρήσιμη στην κατώτε­ρη σφαίρα. Πράγματι, ό,τι έχασε σε απλώς πρακτική χρησιμό­τητα το κέρδισε σε αξιοπρέπεια και τα τελευταία λίγα κεφά­λαια του βιβλίου, που αφιερώνονται στη δόξα της νοητικής ενέργειας ως της ύψιστης από όλες και ως κορύφωσης της αν­θρώπινης ευτυχίας, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι, αν η ιδεώδης ζωή ήταν δυνατή, θα απετελείτο ολοκληρωτικά από αυτό το είδος ενέργειας.

Εξάλλου δεν νομίζει δικαιολογημένο να εγκαταλείψει οτι­δήποτε άλλο και να ακολουθήσει αυτό και μόνο το φιλοσοφι­κό ιδεώδες, γιατί στην πράξη μια τέτοια ζωή δεν είναι δυνατή για τον άνθρωπο. Αν ήταν, θα ήταν θεός. Στην πραγματικότη­τα, ο άνθρωπος είναι κάτι συγκεκριμένο, αποτελούμενο από σώμα όσο και από νου, και αυτό το γεγονός έχει άμεσες επι­πλοκές. Έστω και μόνο για χάρη των υλικών αναγκών τους οι άνθρωποι δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς τη βοήθεια ο ένας του άλλου. Είναι απαραίτητο κάποιο είδος κοινωνικής οργάνωσης, και αυτό το γεγονός συνεπάγεται άμεσα τις ηθι­κές αρετές. «Ο άνθρωπος», λέει, «είναι από τη φύση του πο­λιτικό ζώο»*14. Η «αυτάρκεια» είναι στόχος μόνο ως το σημείο που είναι επιτεύξιμη, αλλ’ η πρακτική ορθή αντίληψη του Αριστοτέλη αναφαίνεται όταν μιλά γι’ αυτό: «Με την αυτάρ­κεια δεν εννοούμε ό,τι είναι αρκετό για το μεμονωμένο άτομο που ζει μόνο του. Συμπεριλαμβάνουμε τους γονείς, τα παιδιά, τη σύζυγο και γενικά τους φίλους και τους συμπολίτες, εφό­σον ο άνθρωπος γεννήθηκε για τη συμβίωση»*15.

Ο Αριστοτέλης επομένως ξεκίνησε να γράψει τα «Ηθικά» (και το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα «Πολιτικά»), από αίσθημα καθήκοντος. Η επιστήμη ήταν το πάθος του και δεν φορούσε να υπάρξει επιστήμη, στην καθαυτό έννοια της, της ανθρώπινης πράξης. Και όμως ο φιλόσοφος βρίσκει δύσκολο να εξακολουθήσει τις μελέτες του, αν η σωματική του ύπαρξη ζει σε μια κοινωνία κακώς κυβερνώμενη, αποτελούμενη από δυσάγωγα άτομα. Για το γενικό καλό, πρέπει να αφήσει κατά μέρος για λίγο τις χαρές του σπουδαστηρίου ή του εργαστη­ρίου και να δείξει πως ο λόγος μπορεί να προσαρμοστεί σε πρακτικά θέματα. Ο Αριστοτέλης λοιπόν, διαιρεί την «αρετή» στα δύο, διανοητική και ηθική*16, και αφιερώνει το μεγαλύτε­ρο μέρος της πραγματείας του σε λεπτομερή συζήτηση για τη δεύτερη.

Κάθε άνθρωπος, λέει, αναζητεί την ευδαιμονία. Είναι αυτή ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής. Αν την ορίσουμε σωστά -βλέπουμε πόσο πλατωνιστής παραμένει ο Αριστοτέλης - είναι «ενέργεια*17 σύμφωνη με την αρετή». Αν επαρκούμε ως αν­θρώπινα όντα, αν κατέχουμε την «αρετήν» του ανθρώπου, τό­τε η ενέργεια που θα ασκήσουμε χάρη σε αυτή την «αρετή» θα είναι η ευδαιμονία. Έχουμε κιόλας παρατηρήσει ότι υπάρχει αυτή η λεπτή μα καθορισμένη διαφορά μεταξύ μορφής («εί­δους») και «ενέργειας»: όταν ένα πλάσμα φτάσει στη σωστή του μορφή ή στην ολοκληρωμένη του κατάσταση, επακολουθεί φυσικά η άσκηση της ενέργειας του. Αυτή είναι η αποκορύ­φωση της ανάπτυξης, για την οποία η επίτευξη της μορφής ή της κατάστασης αποτελούσε την προετοιμασία. Τη στιγμή που ξέρουμε τη σταθερότητα με την οποία εφαρμόζει ο Αριστοτέ­λης τις θεμελιώδεις του αρχές σε όλα τα θέματα το ίδιο, δεν θα εκπλαγούμε, αν μάθουμε ότι η «αρετή» θεωρείται ως η σω­στή και ταιριαστή κατάσταση για έναν ώριμο άνθρωπο. Είναι η αιτούμενη προϋπόθεση της ευτυχίας, που είναι η «ενέργεια» ενός ανθρώπου ως ανθρώπου.


Σε αυτήν τη συζήτηση για την αρετή ως τη σωστή κατάστα­ση της ψυχής, περίπου μπορούμε να ακροαστούμε τον Πλάτω­να. Αλλ’ όταν ζητήσουμε τον ορισμό αυτής της κατάστασης, οι δρόμοι τους χωρίζονται. Δεν μπορεί να υπάρξει πια πλήρης και οριστικός ορισμός με την πλατωνική έννοια του όρου. Πρέπει όμως να επιχειρήσουμε έναν ορισμό-οδηγό, αν είναι να προχωρήσουμε πιο πέρα από πρακτική άποψη. Παρατη­ρούμε, όταν τον διαβάζουμε, πως - σε ομοφωνία με την αρι­στοτελική αντίληψη για το αντικείμενο της ηθικής - δεν απο­τελεί ο ορισμός αυτός επιστημονική κρίση, αλλά μόνο ένα εί­δος προνοητικού, πρόχειρου κανόνα. Μόνο αν τον λεπτολογή­σουμε μπορούν να διασαφηνιστούν τα συνεπακόλουθα του. Ο ορισμός είναι ο εξής:
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη

13
«Η αρετή είναι ικανότητα, που αποκτούμε με ορισμένη προσπάθεια και προτίμηση, και σε σχέση μ’ εμάς βρίσκεται στη μεσότητα, που καθορίζεται με μέτρο τον άνθρωπο το μυαλωμένο»*18. Η «αρετή» είναι κατάσταση. Είδαμε τι σημαίνει αυτό. Η σφαίρα την οποία αφορά είναι η σφαίρα της έλλογης εκλογής ανάμεσα σε δύο πράξεις. Η λέξη «προαίρεσις» που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης σημαίνει την εκλογή που κάνουν τα λογικά όντα σε αντίθεση με την άλογη, ζωική επιθυμία. Βρίσκεται στο μέσο, ανάμεσα σε δύο άκρα. Εδώ έχουμε, πε­ριορισμένη στην περιοχή του ορισμού, την περίφημη θεωρία για την ανθρώπινη αρετή ως μεσότητα, η οποία θεωρία σε άλ­λους φαίνεται πολύ πεζή, για άλλους αποτελεί συναρπαστική ανακάλυψη. Στην Jane Harrison π.χ., που είχε ανατραφεί στο κάπως αποπνικτικό περιβάλλον του Βικτωριανού ευαγγελικανισμού*19, όπου το κάθε τι που είχε σχέση με την ενάρετη ζωή φαινόταν ακραίο, η θεωρία παρουσιάστηκε με τη δύναμη μιας αποκάλυψης, και περιγράφει στα απομνημονεύματα της πως περπατούσε πέρα-δώθε στον κήπο του κολλεγίου στο Newnham , απορώντας αν αυτή μπορούσε να αληθεύει. Κατά τη θεωρία αυτή, όλα τα ελαττώματα συνίστανται σε υπερβολή ή έλλειψη μιας ιδιότητας, η οποία, αν υπάρχει στον σωστό -δηλαδή στον μέτριο - βαθμό, αποτελεί αρετή. Έτσι η ανδρεία είναι το μέσο ανάμεσα στη δειλία και το θράσος, η σωφροσύ­νη το μέσο μεταξύ αποχής και ακολασίας, η γενναιοδωρία βρίσκεται μεταξύ φιλαργυρίας και ασωτείας, η σωστή περηφάνεια*20 μεταξύ μικροψυχίας και αλαζονείας.

Αλλ’ αυτό το μέσον δεν είναι ο άκαμπτος αριθμητικός μέσος όρος. «Είναι το μέσο*21 το σχετικό με μας», διαφορετικό για ανθρώπους διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ή που ζουν κάτω από διαφορετικούς όρους. Η αρετή είναι δύσκολη, γιατί δεν μπορεί να αρκεστεί σε κάποια χοντρική γνώση. Μπορούμε όμως να την ορίσουμε με τη λογική και υπάρχουν κάποιοι άν­θρωποι προικισμένοι με πρακτική σοφία που αποτελούν φυσι­κούς νομοθέτες και που τους κανόνες τους θα κάνει καλά να ακολουθεί ο πιο αδύνατος – «που καθορίζεται με μέτρο τον άνθρωπο το μυαλωμένο».

Ένας άνθρωπος δεν είναι ενάρετος, επειδή συμβαίνει να κάνει κάποιες μεμονωμένες ενάρετες πράξεις. Η αρετή είναι κατάσταση και οι πράξεις πρέπει να απορρέουν από αυτή την κατάσταση ή - όπως θα μπορούσαμε να πούμε - πρέπει να του έρχονται φυσικές. Ο δρόμος για να φτάσει κανείς σε αυτή την κατάσταση είναι να διαμορφώσει έξεις. Εμείς πρώτα πρώτα πειθαρχούμε τον εαυτό μας να πράττει σωστά ακολουθώντας τη συμβουλή «του ανθρώπου του μυαλωμένου», και στο τέλος γινόμαστε ενάρετοι, γιατί η επανειλημμένη εκτέλεση των σω­στών πράξεων θα φέρει στην ψυχή μας την έξη (=συνήθεια) ή την ενάρετη κατάσταση. Το αποτέλεσμα του ότι ζούμε σωστά θα φέρει την ευτυχία - με τον όρο, προσθέτει, ότι δεν είμαστε επιβαρημένοι με κάποιο αξιοσημείωτο σωματικό ελάττωμα ή δεν αντιμετωπίζουμε παντελή έλλειψη αγαθών του κόσμου· γιατί σε αυτά τα θέματα τον χαρακτηρίζει ωμός ρεαλισμός, σε έντονη αντίθεση με την ασκητικότερη παράδοση του Σωκράτη και του Πλάτωνα.

Έτσι έχουμε την αριστοτελική απάντηση στο αν η αρετή εί ναι φυσική ή αντίθετη προς τη φύση, στο παλιό ερώτημα του 5ου αι. Για το φαινομενικό παράδοξο, ότι με την εκτέλεση ενάρετων πράξεων αποκτούμε την αρετή (γιατί βέβαια, μπο­ρεί να πει κανείς, η εκτέλεση ενάρετων πράξεων είναι το απο­τέλεσμα του ότι είμαστε ενάρετοι, όχι η αιτία: πώς μπορούμε να πράττουμε ενάρετα, χωρίς να έχουμε κιόλας την αρετή στις ψυχές μας - γι' αυτό το παράδοξο βρίσκει απάντηση σε μια άλλη από τις θεμελιώδεις του έννοιες ο Αριστοτέλης, την έν­νοια του «δυνάμει είναι». Είναι η αρετή φυσική ή αντίθετη προς τη φύση; Καμιά πλευρά δεν έχει απόλυτο δίκιο. Όπως λέει: «Ούτε λοιπόν από τη φύση ούτε αντίθετα προς τη φύση γεννώνται οι αρετές, αλλά από τη φύση είμαστε σε θέση να τις δεχτούμε και τελειοποιούμαστε*22 με το έθος». Είμαστε «δυ­νάμει» αγαθοί, με την «δύναμιν» της αρετής μέσα μας, την οποία μπορούμε να αναπτύξουμε σε μορφή («είδος»), αν απο­κτήσουμε ορθές έξεις. Αλλά το κάθε τι που υπάρχει μόνο δυ­νάμει είναι δυνατόν να εξελιχτεί και προς την αντίθετη κατεύ­θυνση. Η ύλη του (το «ύποκείμενον») μπορεί να δεχτεί τη μορφή ή το αντίθετο της. Όντας δυνάμει αγαθοί είμαστε και δυνάμει κακοί. Αλλ’ ως άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να διαλέξουμε έλλογα και εξαρτάται από εμάς να διαλέξουμε ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε.

Η αρετή, που με τόση συντομία αντιμετωπίσαμε, είναι η ηθική αρετή, η άριστη κατάσταση των συνηθισμένων ανθρώ­πων που ζουν τη συνηθισμένη ζωή ως «πολιτικά ζώα». Αλλ’ ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε, αναγνώριζε επιπλέον, αλλά και πράγματι εξύψωνε πάνω από τις πρακτικές αρετές της κοινω­νικής συμβίωσης, τη διανοητική αρετή του φιλοσόφου, θα επιθυμούσα να τελειώσω με μια προσπάθεια να ερμηνεύσω τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο και να δείξω τι ήταν στη φιλοσοφι­κή στάση του Αριστοτέλη εκείνο που τον οδήγησε να δεχτεί αυτό το διπλό πράγματι πρότυπο και τη διπλή έννοια της αν­θρώπινης αρετής.

Είδαμε πως η εγκατάλειψη της πίστης στις πλατωνικές υπερβατικές μορφές σήμαινε την εγκατάλειψη του απολύτου στο ηθικό πεδίο και διαχωρισμό της αμερόληπτης θεωρητικής μελέτης και της ηθικής έρευνας. Στον Πλάτωνα ο πολιτικός πρέπει να μελετήσει καθαρή φιλοσοφία, γιατί από εκεί θα συ­ναγάγει τους κανόνες που θα τον βοηθήσουν στην πολιτική ζωή. Στα «Ηθικά» του Αριστοτέλη, η φιλοσοφία έχει γι’ αυ­τόν καταστεί άχρηστη. Αναπόφευκτα λοιπόν παρουσιάζεται το δίλημμα: ποιο από τα δύο να ακολουθήσουμε; Θα ήταν το καλύτερο να αποτραβηχτούμε σε φιλοσοφική απομόνωση ή να βυθιστούμε στα πρακτικά θέματα και να μάθουμε από την εμ­πειρία (που τώρα πια έγινε ο μόνος μας οδηγός) πώς να συμ­περιφερθούμε στους συνανθρώπους μας;
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη

14
Η απάντηση καθορίζεται, όπως και καθετί άλλο γι’ αυτόν τον πιο συνεπή από τους φιλοσόφους, με αναφορά στα θεμε­λιώδη της περί φύσεως θεωρίας του και θα αναπτυχθεί με όρους με τους οποίους είμαστε εξοικειωμένοι. Γιατί η απάντη­ση είναι αυτή, ότι ο άνθρωπος, όπως και κάθε αυθύπαρκτο φυσικό πλάσμα, είναι συγκεκριμένος, αποτελείται από ύλη και μορφή και το «έργον» του είναι παρόμοια σύνθετο. Έχει καθήκον να ζει σύμφωνα με ό,τι υψηλότερο υπάρχει μέσα του, και αυτό είναι η δύναμη της σκέψης. Αλλά δεν είναι θεός και δεν μπορεί να πράττει αυτό χωρίς διακοπή. Εξαυτού, όπως είδαμε, η ανάγκη και για κατώτερες αρετές. Αυτή η δυαδική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση οδηγεί πότε πότε τον Αρι­στοτέλη σε μια φανερή, ή λεκτική, ασυνέπεια. Π.χ., όταν συγ­κρίνει τον άνθρωπο με τις κατώτερες τάξεις της φύσης, αποτε­λεί βέβαια ο «νους» την ειδοποιό διαφορά· και έτσι η σωστή, καθότι ιδιάζουσα, λειτουργία του ανθρώπου φαίνεται να έγ­κειται στην άσκηση του «νου». Όταν εξάλλου ο άνθρωπος συγκρίνεται προς ανώτερα όντα, συγκεκριμένα με τον Θεό, τότε είναι οι ατέλειες του και οι δεσμοί του με την ύλη που έρχονται σε πρώτη μοίρα. Και έτσι ακόμη και η τελική και σχεδόν λυρική παρουσίαση από τον Αριστοτέλη της αληθινής ανθρώπινης ευτυχίας, στο τελευταίο βιβλίο του έργου του (των «Ηθικών» δηλ.), δεν καταφέρνει να μη μας δώσει την εντύπωση κάποιας, έστω επιφανειακής, αντιφάσεως. Αυτή η αληθινή και ύψιστη ευτυχία βρίσκεται για τον Αριστοτέλη στη θεωρητική επιστήμη και τη φιλοσοφία, στην αδέσμευτη άσκη­ση της νοήσεως για δικό της λογαριασμό. Εφόσον ο «νους» διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα, η άσκηση του «νου» πρέ­πει σαφώς να είναι η δραστηριότητα που του ταιριάζει ως αν­θρώπου. Όμως αμέσως μετά εξηγώντας όλα αυτά συνεχίζει: «Αλλά μια παρόμοια ζωή θα ήταν υπεράνθρωπη*23. Γιατί ένας άνθρωπος θα ζήσει έτσι όχι επειδή είναι άνθρωπος, αλλά από το κατά πόσο υπάρχει μέσα του κάτι θεϊκό" και ακριβώς όσο αυτό το θεϊκό στοιχείο διαφέρει από το σύνθετο όλο (= μορφή + ύλη), άλλο τόσο θα διαφέρει η ενέργεια του από την ενέργεια της συνηθισμένης αρετής. Αν ο νους είναι θεός σε σχέση με τον άνθρωπο, και η ζωή η σύμφωνη με το νου θα είναι θεία σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή».

Ταυτόχρονα επιμένει σε αυτό και προτρέπει να αδιαφορού­με για τη συμβουλή των συνετών ποιητών (αυτό αποτελούσε κοινό τόπο της ελληνικής λογοτεχνίας), ότι δήθεν είναι τρέλα να αμιλλώμαστε προς τους θεούς. Θα πρέπει να προσπαθούμε να τους φτάσουμε, όσο μπορούμε. Και λίγο παρακάτω λέει: «Αυτό το κομμάτι μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει στον καθέ­να μας, εφόσον είναι το ύψιστο και άριστο. Θα ήταν λοιπόν άτοπο για έναν άνθρωπο να διαλέξει όχι τη δική του ζωή αλ­λά τη ζωή κάποιου άλλου»*24.

Έτσι είναι αυτό. Με την ίδια σχεδόν πνοή μπορεί και να μιλεί για τη ζωή του νου ως πάρα πολύ υψηλή για τους θνη­τούς, και να μας προτρέπει να την ακολουθούμε, επειδή είναι η κατ’ εξοχήν αληθινή για μας ζωή.

Ένα τώρα βέβαιο αποτέλεσμα αυτών των εμφανών αντιφά­σεων είναι, όπως νομίζω, ότι ο άνθρωπος, όπως και κάθε άλ­λο πλάσμα της φύσης, αποτελείται από ύλη και μορφή, όμως αποτελεί μοναδική περίπτωση μιας τέτοιας σύνθεσης. Δεν θα εννοήσουμε ποτέ τις πλήρεις συνέπειες των σκέψεων του Αρι­στοτέλη για τη φύση του «νου», γιατί φαίνεται ότι σε αυτό το θέμα υπήρξε συνεσταλμένος. Πολλές φορές, σε διάφορα έργα, αναφέρει τη δυνατότητα να είναι ο νους κάτι χωριστό από τις λοιπές ανθρώπινες ικανότητες και να αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο η ψυχή, ως μορφή του σώματος, πρέπει να χάνεται μαζί με το σώμα. Αλλά πάντοτε αναβάλλει την πλήρη συζήτηση που ένα τόσο ζωτικό θέμα φαίνεται να αξίζει. Ίσως είχε τη συναίσθηση ότι αποτελούσε γι’ αυτόν κά­τι σαν θρησκευτική αντίληψη, και ήταν δύσκολο να το κρατή­σει στα όρια μιας φιλοσοφίας που σκόπευε να είναι καθαρά λογική. Αλλά νομίζω ότι θα τον παρεξηγούσαμε περισσότερο απ' ό,τι είναι ανάγκη, αν δεν καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στη σύνθετη φύση του ανθρώπου και τη σύνθετη φύση των κατώτερων τάξεων του όντος. Η διαφορά έγκειται σε αυτό, ότι το καλύτερο στον άνθρωπο -αυτό που αποτελεί στην πιο πλήρη έννοια, την αληθινή του φύση - ταυτίζεται με τη φύση αυτού που βρίσκεται πάνω του, με τη φύση του Θεού. Είδαμε πως η μόνη ικανοποιητική περι­γραφή που ο Αριστοτέλης μπόρεσε να βρει για την αιώνια και μακάρια ζωή, αυτή που πρέπει να υποθέσουμε ότι ζει η ύψι­στη θεότητα, ήταν ότι συνίσταται σε αδιατάρακτη νόηση. «Γιατί ζωή είναι η ενέργεια του νου».

Το να αρνηθούμε όσα είπα για την ανθρώπινη φύση θα ήταν σαν να αρνιόμασταν και το γράμμα και το πνεύμα των λόγων του Αριστοτέλη. Το «έργον» κάθε πλάσματος είναι να φτάσει στη μορφή του και να εκτελέσει τη δική του λειτουρ­γία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσπαθήσει για κάτι πα­ραπάνω. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε για ένα άλογο, όπως λέει για τον άνθρωπο, ότι «έργον» του είναι να ζει σύμφωνα με ό,τι πιο υψηλό υπάρχει μέσα του. Αλλά δεν λέει, ούτε θα πε­ριμέναμε να πει, «να έχει στόχο την ανθρώπινη κατάσταση, όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του» - να προσπαθεί δηλ., να φτάσει σε μια τάξη παραπάνω από τον εαυτό του. Έχει κοι­νές λειτουργίες με τον άνθρωπο - αύξηση, αναπαραγωγή, αί­σθηση - όμως του λείπει η καλύτερη και χαρακτηριστικότερη ανθρώπινη λειτουργία. Η πιο υψηλή του ενέργεια εξακολου­θεί να βρίσκεται σε έναν κόσμο διαφορετικό από την πιο υψη­λή ενέργεια του ανθρώπου. Οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και Θεού είναι διαφορετικές. Ο άνθρωπος αναμφίβολα παρεμπο­δίζεται από την ύλη του4 έχει ατέλειες και αντιμετωπίζει εμ­πόδια που δεν του επιτρέπουν να φτάσει την αβασάνιστη τε­λειότητα του Θεού. Δεν μπορεί λοιπόν να εξασκήσει παρά με συνεχείς διακοπές ό,τι πιο υψηλό κλείνει μέσα του. Αλλ’ ούτε το ανώτατο Ον κατέχει μια ικανότητα που λείπει στον άνθρω­πο, όπως ο άνθρωπος κατέχει μιαν ικανότητα που λείπει από τα άλλα πλάσματα. Έχουμε ένα προνόμιο και μια ευθύνη. Δεν θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε σχετικά, αν προσ­παθήσουμε να αγνοήσουμε το σώμα και τις ανάγκες του, ούτε τη ζωή της κοινότητας προς την οποία λογικά μας κατευθύνει. Γιατί το σώμα αποτελεί μέρος μας, όσο και το πνεύμα. Ο κα­θένας μας αποτελεί ενότητα, όπως μας δίδαξε η μελέτη της «ψυχής», η επιστήμη της ζωής. Επομένως σε μια ολοκληρωμέ­νη ζωή οι ηθικές αρετές πρέπει να έχουν τη θέση τους. Αλλ’ οι ηθικές αρετές (και εδώ αναφέρομαι στα ίδια τα λόγια του Αριστοτέλη) είναι δευτερεύουσες*25. «Γιατί ζωή είναι η ενέργεια του νου».

Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη αντιπροσωπεύει το τελικό άν­θισμα της ελληνικής σκέψης στο φυσικό της περιβάλλον, την πόλη-κράτος. Ήταν ο δάσκαλος του Αλεξάνδρου, του ανθρώ­που που τελικά σάρωσε αυτή τη συμπαγή ενότητα, στην οποία ο καθένας μπορούσε να παίξει ενεργό ρόλο και υποκατέστησε στη θέση της την ιδέα ενός μεγάλου βασιλείου που θα αγκά­λιαζε τον κόσμο. Ο Αλέξανδρος πέθανε, πριν πραγματωθεί το ιδανικό του, και οι διάδοχοι του, χώρισαν τον γνωστό κόσμο σε τρεις ή τέσσερις αυτοκρατορίες αυταρχικά κυβερνώμενες. Δεν αρκούσε πια να είσαι πολίτης της Αθήνας ή της Κορίν­θου, γιατί η αυτονομία των πόλεων είχε χαθεί για πάντα. Αν κοιτάξουμε πίσω, θα μας φανεί ότι η πόλη-κράτος είχε χάσει κιόλας την πραγματικότητα της πριν από τον Αλέξανδρο, αλλ’ όταν διαβάζουμε τα «Πολιτικά», βλέπουμε ότι εξακολουθούσε να αποτελεί το πλαίσιο του αριστοτελικού πνεύματος. Μετά απ’ αυτόν αυτό δεν ήταν πια δυνατό. Η αδυναμία του ανθρώ­που μπροστά σε μεγάλες δυνάμεις δημιούργησε φιλοσοφίες διαφορετικού τύπου. Δημιούργησε έντονο ατομικισμό και την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι διανοητικό ιδανικό, αλλά καταφύγιο της αδυναμίας και της απελπισίας. Θα μπορούσε να είναι ο ησυχασμός*26 του Επικούρου ή η μοιρολατρία της Στοάς. Το παλιό ελληνικό πνεύμα της ελεύθερης και άφοβης έρευνας είχε παρέλθει και η τάξη του Αριστοτέλη είχε ανα­τραπεί. Κάποιες θεωρίες ηθικές, πώς να ζουν οι άνθρωποι, πήραν την πρώτη θέση και η ικανοποίηση του πνεύματος ήταν δευτερεύουσα φροντίδα. Ο ελληνιστικός κόσμος είχε τα δικά του επιτεύγματα, αλλ’ αυτά αποτελούν το προϊόν μιας αύξουσας ανάμειξης του ελληνικού με τα ξένα, και ιδιαίτερα με τα ανατολικά στοιχεία. Αν επιθυμία μας είναι να ανακαλύψουμε το πνεύμα της Ελλάδας, ίσως είμαστε δικαιολογημένοι να σταματήσουμε εδώ.




ΤΕΛΟΣ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Ο Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης (γεννήθηκε το 384 π.Χ.)

15
ΠΕΡΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ












Ο φιλόσοφος της επιστημονικής μεθόδου. Ηθική θεωρία, Μεσότητα και Εντελέχεια.





Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της Χαλκιδικής και πέθανε το 322 π.Χ. στη Χαλκίδα. Ο πατέρας του ο Νικόμαχος ήταν γιατρός και προόριζε τον Αριστοτέλη για διάδοχο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Αυτό δικαιολογείται καθώς επρόκειτο για εποχή που οι ιατρικές γνώσεις και μέθοδοι κρατούνταν μυστικές και κληροδοτούνταν από τον πατέρα στο γιο. Ο πατέρας του όμως πέθανε όταν ο Αριστοτέλης ήταν περίπου δέκα ετών κι έτσι δεν ακολούθησε τον επαγγελματικό χώρο της ιατρικής. Στη συνέχεια ανατράφηκε από το θείο του τον Πρόξενο, ο οποίος τον δίδαξε ελληνικά, ρητορική και ποίηση. Στα 367 ο Αριστοτέλης μαθήτευσε στην Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα. Έπειτα δίδαξε στη σχολή -σύμφωνα με το Διογένη το Λαέρτιο- ρητορική και διαλεκτική.
Ο Ηθική θεωρία του Αριστοτέλη έτυχε ευρύτατης απήχησης και ανάλυσης ανά τους αιώνες. Ο χαρακτήρας της ηθικής του φιλοσοφίας είναι τελολογικός: Όλη η φύση απαρτίζεται από όντα και πράγματα που έχουν τέλος (σκοπό). Ο σπόρος για να γίνει δένδρο, η πέτρα για να γίνει οίκος, ο άνθρωπος για να γίνει ευτυχισμένος. Ο φιλοσοφικός όρος που χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε ότι τα όντα κατά τον Αριστοτέλη έχουν μέσα τους κάποιο σκοπό που αναμένει δυναμικά την εκδήλωσή του είναι η Εντελέχεια .
Ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου λοιπόν είναι η ευδαιμονία, η ευτυχία. Για να γίνει ο άνθρωπος ευδαίμων οφείλει να ακολουθεί έναν ορισμένο (ενάρετο) τρόπο ζωής. Αυτός ο ενάρετος τρόπος ζωής συνίσταται στην τήρηση της Μεσότητας . Μεσότητα ο Αριστοτέλης αποκαλεί τη μέση οδό που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις. Για παράδειγμα το μέσον μεταξύ της παρόρμησης και της αδράνειας είναι η σύνεση, μεταξύ της έκστασης και της απάθειας είναι η νηφαλιότητα.
Οι πολιτικές του αντιλήψεις διέφεραν σε πολλά σημεία από τις πολιτικές θεωρήσεις του Πλάτωνος. Σε αντιπαράθεση με την άποψη του Πλάτωνος ότι οι φιλόσοφοι πρέπει να είναι οι βασιλείς, ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Δεν είναι απλώς περιττό για ένα βασιλιά να είναι φιλόσοφος, αλλά αποτελεί μειονέκτημα. Καλύτερα ένας βασιλιάς να συμβουλεύεται τους αληθινούς φιλοσόφους. Έτσι θα μπορούσε να γεμίσει τη βασιλική του εξουσία με καλές πράξεις και όχι με καλά λόγια.».





Μεγάλη είναι η συνεισφορά του στη φυσική φιλοσοφία . Μελέτησε την ύλη, τις μεταβολές, την κίνηση, το χώρο, το χρόνο και το διάστημα. Συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της αστρονομίας -δίνοντας έμφαση στους κομήτες-, της χημείας -δίνοντας έμφαση σε ορισμένες διαδικασίες όπως η καύση-, της μετεωρολογίας -καθώς επιδόθηκε στη σπουδή των συννεφών-, και αναμφισβήτητα της μαθηματικής επιστήμης με τη συστηματοποίηση του αφαιρετικού - συμπερασματικού τρόπου σκέψης.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

16
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ











Η αρχή της Αθηναίων πολιτείας έχει χαθεί αλλά υπάρχουν μερικά αποσπάσματα είτε αυτολεξεί είτε περιγραφικά σε μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως στον Ηρακλείδη, στον λεξικογράφο Αρποκρατίωνα, στον Πλούταρχο, στον ανώνυμο του Πατμιακού λεξικού, σε ένα από τους σχολιαστές του Πλάτωνα και σε έναν από τους σχολιαστές του Ευριπίδη. Και δεν αποκαθίσταται μεν από αυτά τα αποσπάσματα αλλά με τον συνδυασμό τους σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, από τους οποίους ο Αριστοτέλης πήρε στοιχεία, και ο Πλούταρχος, ο οποίος πήρε στοιχεία από τον Αριστοτέλη, καταρτίζεται μια πιθανή περίληψη των περιεχομένων του. Για τον λόγο αυτό πρώτα παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα δηλώνοντας τις πηγές τους και μετά θα μπούμε στο κείμενο του παπύρου.





ΑΠΟ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΤΟΜΗΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ



1)Οι Αθηναίοι αρχικά μεν κυβερνώνταν από βασιλεία όταν δε ο Ίων κατοίκησε (με αυτούς) τότε κατά πρώτον ονομάσθηκαν Ίωνες.
Ο δε Πανδίων, που βασίλευσε μετά τον Ερεχθέα, μοίρασε την βασιλική εξουσία στους γιους του. Και αυτοί (οι Αθηναίοι) συνεχώς ευρίσκονταν σε στασιαστικές διενέξεις μεταξύ τους.
Ο Θησέας δε τους συγκάλεσε με προκήρυξή του και τους συνένωσε θέτοντας ισονομία και όμοια δικαιώματα.
Αυτός αφού μετέβη στην Σκύρο πέθανε εκεί αφού τον έριξε πάνω σε βράχους ο Λυκομήδης, επειδή φοβήθηκε μην σφετερισθεί (ο Θησέας) το νησί. Οι δε Αθηναίοι ύστερα μετά τους Περσικούς πολέμους μετέφεραν τα οστά του στην Αθήνα.
Από δε τους Κοδρίδες (τους απογόνους του Κόδρου) δεν εκλέγονταν πια βασιλείς γιατί θεωρούνταν ότι ήταν τρυφηλοί (αγαπούσαν την καλοπέραση) και είχαν γίνει μαλθακοί. Ο δε Ιππομένης, ένας από τους απογόνους του Κόδρου, θέλοντας να καταρρίψει την κατηγορία αυτή, όταν συνέλαβε με την κόρη του την Λειμώνη κάποιον μοιχό, εκείνον μεν τον εφόνευσε αφού τον έδεσε μαζί με την κόρη του και τον έσυρε πίσω από το άρμα του, αυτήν δε (την κόρη του) την έκλεισε μαζί με ένα άλογο έως ότου πέθανε.



2) ΟΜΟΙΩΣ
Αυτούς που συνέπραξαν μαζί με τον Κύλωνα για εγκατάσταση της απολυταρχίας (τυραννίδας) αφού κατέφυγαν στον βωμό της θεάς, τους εφόνευσαν εκεί, οι οπαδοί του Μεγακλέους. Και τους δράστες της πράξης αυτής εξόρισαν (οι Αθηναίοι) σαν ιερόσυλους.

3) ΟΜΟΙΩΣ
Ο Σόλων δίνοντας νομοθεσία στους Αθηναίους έκανε και αποκοπές των χρεών, δηλαδή την λεγόμενη σεισάχθεια.
Επειδή παρενοχλούσαν αυτόν μερικοί σχετικά με τους νόμους (του), ταξίδεψε στην Αίγυπτο.

4) ΟΜΟΙΩΣ
Ο Πεισίστρατος διατελέσας (απολυταρχικός κυβερνήτης) τύραννος τριάντα και τρία έτη, γέρων πλέον απέθανε.
Ο Ίππαρχος, ο γιος του Πεισιστράτου, ήταν φίλος των διασκεδάσεων και επιρρεπής σε έρωτες και φιλόμουσος, ο δε Θέσσαλος νεώτερος (γιος του Πεισίστρατου) και αυθάδης.
Αυτόν, μετέχοντα της απολυταρχικής εξουσίας, μη μπορώντας να φονεύσουν, εφόνευσαν τον Ίππαρχο, τον αδελφό του.
Ο δε Ιππίας έκτοτε σκληρότατα απολυταρχικά κυβερνούσε.
Και εισηγητής έγινε του νόμου περί εξοστρακισμού, ο οποίος τέθηκε (θεσπίστηκε) για τους επιδιώκοντες να γίνουν απολυταρχικοί κυβερνήτες. Και άλλοι δε πολλοί εξοστρακίσθηκαν και ο Ξάνθιππος και ο Αριστείδης.

5) ΟΜΟΙΩΣ
Ο Θεμιστοκλής και Αριστείδης
Και η βουλή του Αρείου Πάγου είχε μεγάλη (τότε) δύναμη.

6) ΟΜΟΙΩΣ
Ο Εφιάλτης...(Ο Κίμων) άφηνε ελεύθερους στα κτήματά του να συλλέγουν καρπούς όσοι ήθελαν, εκ των οποίων (μάλιστα) πολλούς κρατούσε να δειπνούν (μαζί του).

7) ΟΜΟΙΩΣ
Ο Κλέων όταν ανέλαβε την αρχή, επέφερε την διαφθορά της πολιτικής ζωής.
Και ακόμη περισσότερο οι κατόπιν αυτού, οι οποίοι όλα τα γέμισαν με παρανομία και σκότωσαν όχι λιγότερους από χίλιους πεντακόσιους.
Όταν δε αυτοί εξεδιώχθηκαν από την εξουσία, ανέλαβαν την αρχή ο Θρασύβουλος και ο Ρίνων, ο οποίος ήταν άνθρωπος αγαθών διαθέσεων και ενάρετος...

ΟΜΟΙΩΣ
Και έχουν την επίβλεψη των οδών, για να μην κτίζουν μερικοί επ’ αυτών ή εκτείνουν πολύ πάνω από αυτές τους εξώστες.
Ομοίως δε διορίζουν και τους ένδεκα τους άρχοντες την επιστασία αυτών που ήταν στο δεσμωτήριο.
Είναι δε και εννέα άρχοντες, (εκ των οποίων) θεσμοθέτες έξι, οι οποίοι αφού εξετασθούν, ορκίζονται ότι με δικαιοσύνη θα διαχειρισθούν την αρχή και δεν θα λάβουν δώρα, ούτε θα αναθέσουν υπέρ αυτών χρυσό ανδριάντα.
Ο δε (άρχων) βασιλιάς διαχειρίζεται αυτά που αφορούν τις θυσίες και ο (πολέμαρχος) τα πολεμικά.


9) ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝΑ (στην λέξη ΑΠΟΛΛΩΝ ΠΑΤΡΩΟΣ)
Απόλλων πατρώος ο Πύθιος. Είναι ένα από τα επώνυμα του θεού, ο οποίος έχει και άλλα πολλά. Τον δε Απόλλωνα οι Αθηναίοι γενικά τιμούν σαν πατρογονικό θεό (πατρώον) από τον καιρό του Ίωνα. Διότι αφ’ ότου αυτός κατοίκησε μαζί (με τους Αθηναίους) στην Αττική, όπως λέγει ο Αριστοτέλης, ονομάσθηκαν οι Αθηναίοι Ίωνες και ο Απόλλων επωνομάσθηκε σε αυτούς πατρογονικός.




ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ (ΒΙΟΣ ΘΗΣΕΩΣ, 25)

Θέλοντας δε ακόμη περισσότερο να αυξήσει την πόλη (ο Θησέας) προσκάλεσε όλους παρέχοντας ισονομία. και η δια του κηρύκου πρόσκληση ‘εδώ ελάτε όλος ο λαός’ λέγουν ότι έγινε από τον Θησέα όταν κάποτε έκανε συνέλευση όλου του λαού. Όμως δεν άφησε να γίνει η δημοκρατία άτακτη ούτε ανάμεικτη από το ανεξέλεγκτα συγκεντρωθέν πλήθος αλλά πρώτος αφού διαχώρισε σε ευπατρίδες και γεωργούς κτηματίες, και τεχνίτες, στους ευπατρίδες δε, αναγνωρίσας το δικαίωμα να έχουν την γνώση (την επιστασία) των θείων (των ιερών) και να παρέχουν από την τάξη αυτών τους άρχοντες και να είναι δάσκαλοι (ερμηνευτές και κριτές) των νόμων και εξηγητές των οσίων και των ιερών, κατέστησε αυτούς τρόπον τινά σε ίση μοίρα με τους άλλους πολίτες, γιατί οι μεν ευπατρίδες θωρούνταν έτσι υπέρτεροι κατά την δόξα, οι δε κτηματίες γεωργοί κατά την χρησιμότητα, και οι τεχνίτες κατά το πλήθος. Ότι δε πρώτος απέκλινε προς την κατωτέρα του λαού τάξη (τον όχλο) όπως λέγει ο Αριστοτέλης και παράτησε την μοναρχική εξουσία, φαίνεται να το μαρτυρεί και ο Όμηρος, στην απαρίθμηση των πλοίων (καταλόγων νεών), μόνους τους Αθηναίους επονόμασε δήμον.

11) ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΜΙΑΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ (ανωνύμου)

Γεννήται. Παλαιά το πλήθος των Αθηναίων, πριν ο Κλεισθένης φέρει την τακτοποίηση κατά φυλάς, ήταν διαιρεμένο σε γεωργούς και τεχνίτες. Και φυλές αυτών ήταν τέσσερις, κάθε μία δε των φυλών είχε τρεις τάξεις (μοίρας), τις οποίες ονόμαζαν φατρίες και τριττύες. Κάθε μια δε τούτων αποτελείτο από τριάντα γένη και κάθε ένα γένος είχε τριάντα άνδρες συντεταγμένους σε οικογένειες (οικογενειάρχες), οι οποίοι λέγονταν γεννήται, από τους οποίους τα αρμόζοντα (τα αναλογούντα) σε κάθε έναν ιερατικά λειτουργήματα δια κλήρου προσδιορίζονταν, ώστε οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες και οι Ετεοβουτάδαι, καθώς εξιστορεί στην Αθηναίων πολιτεία ο Αριστοτέλης, λέγοντας ως εξής: «ότι δε κατενεμήθησαν όλοι αυτοί ομού εις τέσσαρας φυλάς απομιμηθέντες τις εποχές (ώρες) του έτους, ότι δε κάθε μία των φυλών ήταν διηρημένη σε τρία μέρη, ώστε να γίνουν όλα τα μέρη δώδεκα, όπως οι μήνες στον χρόνο, ότι δε αυτά ονομάζοναν τριττύες και φατρίες. Σε δε την φατρία ήταν κανονισμένα τριάντα γένη, όπως οι ημέρες στον μήνα, το δε γένος αποτελούνταν από τριάντα άνδρες»
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

17
12) ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΑΞΙΟΧΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Αριστοτέλης λέγει ότι το όλον πλήθος χωρισμένο στην Αθήνα σε γεωργούς και σε τεχνίτες αποτελείτο από τέσσερις φυλές, ότι δε κάθε μία των φυλών είχε τρεις τάξεις (μοίρες), τις οποίας ονομάζουν τριττύς και φατρίας. Και ότι σε καθεμία τους ήσαν τριάντα γένη. Ότι δε το γένος συνίστατο καθένα από τριάντα άνδρες. Τούτους λοιπόν τους άνδρες τους προσδιορισμένους στα γένη ονομάζουν γεννήτας.

13) ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝΑ (στην λέξη τριττύς)
Τριττύς είναι το τρίτον μέρος της φυλής. Διότι αυτή είναι διαιρεμένη σε τρία μέρη, (ονομαζόμενα) τριττύς και έθνη και φατρίας, όπως λέγει ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτείαν.

14) ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΛΥΤΟ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ (κώδ. Βατικανού)
Ο Αριστοτέλης ιστορεί ότι ο Θησέας αφού ήλθε στην Σκύρο για να επισκεφθεί λεπτομερώς αυτήν, πιθανώς λόγω της συγγενείας του Αιγέα (με τον Λυκομήδη), βρήκε τον θάνατο κρημνισθείς από των βράχων από τον Λυκομήδη, ο οποίος βασιλεύοντας εκεί φοβήθηκε (μη του σφετερισθεί το νησί). Οι δε Αθηναίοι μετά τους Μηδικούς πολέμους συμμορφούμενοι με χρησμό, λαβόντες από εκεί τα οστά του τα έθαψαν στην Αθήνα.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

του χαμένου στην αρχή τμήματος, μετά από συνδυασμό των αποσπασμάτων που παραθέσαμε και την ιστορία του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και του Πλουτάρχου.

Τα αρχαία χρόνια οι Αθηναίοι κυβερνώντο από βασιλεία. Αφού ήλθε στην Αθήνα ο Ίων, και κατοίκησε μαζί με τους Αθηναίους, έδωσε το όνομά του στους αυτόχθονες, οι οποίοι έκτοτε επωνομάσθηκαν Ίωνες. Επιφανής μυθολογούμενος βασιλιάς υπήρξε ο Ερεχθέας, και ο μετά από αυτόν Πανδίων μοίρασε την βασιλική εξουσία στους γιους του. Λόγω αυτής της διανομής και διαίρεσης η χώρα βρισκόταν σε επαναστάσεις μέχρι την εποχή του Θησέα. Αυτός συνένωσε τους δήμους της Αττικής, έκανε δε πυκνότερο τον οικισμό των Αθηνών και τροποποίησε την κοινωνική και πολιτική οργάνωση ώστε να γίνει πιο δημοκρατική, απονέμοντας ίσα δικαιώματα και όμοια ισχύ στις τρεις τάξεις των πολιτών, τις οποίες διέκρινε σε ευπατρίδες, γεωργούς και τεχνίτες.
Σε μεταγενέστερους χρόνους επιφανής και φιλόπατρις βασιλιάς των Αθηνών υπήρξε ο Κόδρος, ο οποίος έπεσε στον πόλεμο. Μετά τον θάνατό του ορίσθηκε να μην είναι πλέον μονάρχης στην Αθήνα αλλά ισόβιος άρχων κυβερνήτης. Πρώτος ισόβιος άρχων έγινε ο γιος του Κόδρου Μέδων, και μετά από αυτόν οι απόγονοί του, οι οποίοι περιορίσθηκαν να άρχουν για δεκαετία.
Η επελθούσα μετά από αυτόν ηθική κατάπτωση πολλών από του βασιλικού οίκου των Κοδριδών και η ανάπτυξη των δήμων επέφεραν την κατάλυση του δικαιώματος αρχοντίας (βασιλικής εξουσίας), το οποίο είχε αποκλειστικά αυτός ο οίκος. Τότε δε η Αθήνα κυβερνήθηκε από παλαιές ευγενείς οικογένειες (ευπατρίδες). Αλλά οι μεταξύ αυτών αντιζηλίες και έριδες προκαλούσαν συνεχείς στάσεις.
Έως ότου κάποιος νέος ευπατρίδης, ο Κύλων, Ολυμπιονίκης, γαμπρός του Θεαγένους, τυράννου των Μεγάρων, επιχείρησε να αρπάξει την εξουσία. Πέτυχε να καταλάβει την Ακρόπολη, αλλά έσπευσαν από τους αγρούς πλήθος πολιτών και τον πολιόρκησαν εκεί. Χωρίς τρόφιμα όσοι ήσαν μέσα στην Ακρόπολη έγινε δύσκολο να συνεχίσουν. Και ο μεν Κύλων μπόρεσε κρυφά να διαφύγει, οι δε οπαδοί του κατέφυγαν ικέτες στον ναό της Αθηνάς. Εκεί συνθηκολόγησαν με τον άρχοντα Μεγακλέα, από τον οίκο των Αλκμεωνιδών, αρχηγό των πολιορκητών. Αλλά όταν βγήκαν από τον ναό, κατασφάγησαν, μερικοί μάλιστα κοντά στον βωμό των Ερινύων, όπου είχαν καταφύγει.
Αυτή η πράξη κατέστησε στον λαό μισητό τον οίκο των Αλκμεωνιδών, η δε φατρία του Κύλωνα, ενισχυθείσα έτσι, στασίαζε εναντίον τους. Για να δοθεί τέλος στους εμφύλιους σπαραγμούς αποφάσισε ο δήμος να υποβληθούν σε δίκη οι δράστες της εναγούς πράξης ενώπιον δικαστηρίου τριακοσίων ανδρών που είχαν εκλεγεί από τις επιφανείς πολίτες και ορκίσθηκαν στους βωμούς, για να κρίνουν την καταγγελία που είχε υποβληθεί από τον Μύρωνα...
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

18
Το πρώτο πολίτευμα

1.Έγιναν δε δικασταί τριακόσιοι ενώπιον των οποίων υπέβαλε την κατηγορία ο Μύρων, ορκισθέντες προ του βωμού επί των ιερείων, (οι οποίοι είχαν εκλεγεί) εκ των ευγενών την καταγωγήν. Απαγγελθείσης δε καταδίκης (εναντίον εκείνων) δια το ανοσιούργημα, αυτοί μεν (οι ανουσιουργήσαντες) εξεχώθησαν από τους τάφους τους, η δε γενεά των καταδικάσθηκε σε παντοτεινή εξορία. Ο Επιμενίδης δε ο Κρης ευθύς μετά ταύτα έκαμε θρησκευτικό εξαγνισμό της πόλεως.

2. Ύστερα δε από αυτά, επακολούθησε οξεία διάσταση μεταξύ των ευγενών και του λαού για πολύ χρόνο. Διότι το πολίτευμα αυτών ήταν και καθ’ όλα τα άλλα ολιγαρχικό και επί πλέον μάλιστα οι πτωχοί ήσαν υποδουλωμένοι εις τους πλούσιους και αυτοί και τα παιδιά τους και οι γυναίκες τους. Και ονομάζονταν πελάται και εκτήμοροι διότι κατ’ αυτήν την αναλογία μισθώσεως καλλιεργούσαν τους αγρούς των πλουσίων. Όλη δε η γη (όλα τα κτήματα) ανήκε σε ολίγους. Και αν δεν έδιδαν όλο το μίσθωμα, ήσαν εκ του νόμου υποκείμενοι σε δουλεία αυτοί και τα τέκνα τους. Και τα χρέη από οποιανδήποτε αιτία επέφεραν υποχρέωση σωματικής δουλείας (του χρεώστου) έως τον καιρόν του Σόλωνος. Αυτός δε πρώτος έγινε προστάτης της λαϊκής τάξεως. Το σκληρότατο λοιπόν και πικρότατο (απ’ όλα) σε εκείνη την πολιτική κατάσταση ήταν για τους πολλούς αυτός ο θεσμός της δουλείας, αλλά όμως και για τα άλλα πολιτικά πράγματα επίσης ήταν δυσαρεστημένοι. Διότι δεν είχαν καμίαν, να το πούμε έτσι, συμμετοχή στην διοίκηση της πολιτείας.

ΙΙΙ. Η δε οργάνωση του αρχαίου πολιτεύματος, εκείνου που υπήρχε προ του Δράκοντος, ήταν ως εξής: Οι μεν άρχοντες προήρχοντο από την αριστοκρατική και από την πλουτοκρατική τάξη. Και κατ’ αρχάς μεν ισοβίως, έπειτα δε για μια δεκαετία. Τα πλέον μεγάλα δε και πρώτα αξιώματα ήταν ο βασιλεύς, ο πολέμαρχος και ο άρχων. Από αυτά δε πρώτο αξίωμα ήταν το του βασιλέως, διότι αυτό υπήρξε ανέκαθεν, δεύτερον δε αξίωμα ιδρύθηκε η πολεμαρχία, ένεκα του ότι υπήρξαν μερικοί από τους βασιλείς ανίκανοι στα πολεμικά πράγματα. Εξ αιτίας αυτού και είχαν προσκαλέσει τον Ίωνα (ως στρατηγό), όταν βρέθηκαν σε κρίσιμη περίσταση. Τελευταίο δε αξίωμα συνέστη αυτό του άρχοντος, διότι, όπως μεν λέγουν οι περισσότεροι, επί της αρχοντίας του Μέδοντος, όπως δε λέγουν μερικοί, επί της αρχοντίας του Ακάστου ιδρύθη το αξίωμα αυτό. Αυτοί δε προβάλλουν ως τεκμήριο του ισχυρισμού τους το ότι οι εννέα άρχοντες ορκίζονται και τώρα να τηρούν τις ενόρκους τους υποχρεώσεις, όπως αυτές ισχύουν από την εποχή του Ακάστου, ώστε επί της βασιλείας τούτου (συμπεραίνουν) παραχώρησαν οι απόγονοι του Κόδρου μέρος του βασιλικού αξιώματος σε αντάλλαγμα των δοθεισών εις τον τότε άρχοντα (εκ του γένους των) δωρεών. Το πράγμα λοιπόν, κατά ποια εκ των δύο υποθέσεων συνέβη, μικρή διαφορά παρουσιάζει ως προς την εποχή που συνέβη. Απόδειξη δε ης μεταγενέστερης ίδρυσης του αξιώματος του άρχοντος είναι το ότι αυτός δεν διοικεί καμία από τις πατροπαράδοτες τελετές, όπως ο βασιλιάς και ο πολέμαρχος, αλλά όλες οι τελετές, τις οποίες διευθύνει, είναι μεταγενέστερες. Γι’ αυτό και το αξίωμα τούτο έχει μεγαλυνθεί σε νεώτερους χρόνους, αυξανόμενο βαθμηδόν με πρόσθετες δικαιοδοσίες. Οι θεσμοθέτες δε άρχοντες εξελέγησαν ύστερα από πολλά έτη, όταν πλέον γινόταν εκλογή των αρχόντων ετησίως, για τον σκοπό, καταγράφοντες τους ψηφιζόμενους νόμους να τους διαφυλάττουν, για να δικάζονται σύμφωνα με αυτούς οι παρανομούντες. Έτσι και είναι το μόνο αξίωμα τούτο που δεν είχε ποτέ διάρκεια περισσότερο του ενός έτους. Ως προς μεν λοιπόν τον χρόνο της ιδρύσεώς τους έχουν τα αξιώματα τέτοια διαφορά μεταξύ τους. Δεν ήταν δε όλοι εγκατεστημένοι σε ένα μέρος οι εννέα άρχοντες. Αλλά ο μεν βασιλιάς έμενε στο ονομαζόμενο τώρα Βουκαλείο, πλησίον του πρυτανείου. Απόδειξη δε αυτού είναι ότι ακόμη και τώρα εκεί γίνεται η σύμμειξη της γυναίκας του βασιλέως με τον Διόνυσο. Ο δε άρχων έμενε στο πρυτανείο, ο δε πολέμαρχος στο Επιλύκειο - το οποίο προηγούμενα μεν λεγόταν πολεμαρχείο, αφού δε ο Επίλυκος γενόμενος πολέμαρχος το ανοικοδόμησε και το καλλώπισε, ονομάσθηκε Επιλύκειο -, οι δε θεσμοθέτες έμεναν στο θεσμοθετείο. Στον καιρό δε του Σόλωνος όλοι μαζί οι άρχοντες συνήλθαν στο θεσμοθετείο. είχαν δε εξουσία να δικάζουν κατ’ ουσίαν και απ’ ευθείας τις δίκες και όχι όπως τώρα να ενεργούν μόνο προανάκριση. Ο οργανισμός λοιπόν της διοικήσεως έτσι ήταν.
Η δε βουλή των Αρεοπαγιτών είχε αποστολή το να επιβλέπει στην τήρηση των νόμων, διηύθυνε δε τα περισσότερα κυβερνητικά πράγματα της πόλης και τα μεγαλύτερα, έχουσα συγχρόνως εξουσία και να τιμωρεί και να επιβάλλει πρόστιμο σε όλους, ιδίως τους παραβαίνοντες τους κοινωνικούς θεσμούς. (Αυτό δε) διότι η εκλογή των αρχόντων γινόταν από την αριστοκρατική τάξη και πλουτοκρατική, από εκείνους δε όσοι είχαν διατελέσει άρχοντες γίνονταν οι Αρεοπαγίτες. Γι’ αυτό και από όλα τα αξιώματα μόνο αυτό διατηρήθηκε ισόβιο μέχρι τώρα.





Οι νόμοι του Δράκοντος

IV. Η οργάνωση λοιπόν του πρώτου πολιτεύματος τέτοια ήταν στις γενικές γραμμές. Μετά δε αυτά, ύστερα από την πάροδο όχι πολλού καιρού, επί του άρχοντος Αρισταίχμου, ο Δράκων έθεσε τους πολιτικούς νόμους του. Το δε σύστημα των νόμων αυτό ήταν κατά τον εξής τρόπο. Τα πολιτικά δικαιώματα απενεμήθησαν στους έχοντες να εισφέρουν έναν πολεμικό οπλισμό στρατιώτου. Για δε τα αξιώματα των εννέα αρχόντων και των ταμιών ήταν εκλέξιμοι όσοι είχαν περιουσία όχι μικρότερη των δέκα μνων, ελεύθερη από κάθε βάρος, για δε τα άλλα αξιώματα τα μικρότερα, εκλέξιμοι ήταν όλοι οι εισφέροντες έναν πολεμικό οπλισμό στρατιώτη. Για δε τα αξιώματα των εννέα αρχόντων και των ταμιών ήταν εκλέξιμοι όσοι είχαν περιουσία όχι μικρότερη των δέκα μνων, ελεύθερη (από κάθε βάρος), για δε τα άλλα αξιώματα τα μικρότερα εκλέξιμοι ήταν όλοι οι εισφέροντες έναν πολεμικό οπλισμό. Στρατηγοί δε και ίππαρχοι γίνονταν από αυτούς που είχαν περιουσία όχι λιγότερη από εκατό μνες, ελεύθερη (από βάρη) και ήταν γνήσια τέκνα από νόμιμο γυναίκα και μεγαλύτερα των δέκα ετών. Αυτούς δε έπρεπε να κρατούν υπό εγγύηση οι πρυτάνεις και οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι, από το περασμένο χρόνο, μέχρις ότου θα λογοδοτούσαν, ως εγγυητές δε ήταν δεκτοί τέσσερις από την ίδια τάξη των στρατηγών και των ιππάρχων.
Συστήθηκε δε Βουλή από τετρακόσιους και έναν, οριζόμενους δια κληρώσεως από αυτούς που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Για την κλήρωση αυτή, καθώς και για τα άλλα αξιώματα, λαμβάνονταν οι άνω των τριάντα ετών, και ορίσθηκε να μη γίνεται δυο φορές άρχοντας ο ίδιος μέχρις ότου όλοι οι πολίτες να γίνονταν άρχοντες. Τότε δε πάλι να γίνεται εξ αρχής νέα κλήρωση (προς εκλογήν αρχόντων). Και αν κανείς από τους βουλευτές απουσίαζε από την συνέλευση όταν συνεδρίαζε η βουλή ή συνήρχετο ο δήμος, αυτός πλήρωνε πρόστιμο τρεις μεν δραχμές αν ήταν πεντακοσιομέδιμνος, δυο δε ο ιππεύς και μία ο ζευγίτης.

Η δε Βουλή του Αρείου Πάγου ήταν φύλακας των νόμων και επέβλεπε τους άρχοντες, όπως κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους. Είχε δε δικαίωμα κάθε αδικούμενος να καταγγέλει ενώπιον της βουλής των Αρεοπαγιτών, ορίζοντας τον νόμο, κατά παράβαση του οποίου αυτός (ο καταγγέλων) αδικείτο.
Τα χρέη όμως επέφεραν (και τότε) υποχρέωση σωματικής δουλείας, όπως έχει προαναφερθεί. Και η ιδιοκτησία της γης βρισκόταν στα χέρια ολίγων.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαίοι Ελληνες που άφησαν εποχή”

cron