Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

28
Και πάλι, ευρίσκεται στο μέσον μεταξύ σοφίας και μωρίας. Τα πράγματα δηλαδή έχουν ως εξής: Θεός κανένας δεν φιλοσοφεί, ούτε ποθεί να γίνει σοφός, αφού είναι. Ομοίως και οποιοσδήποτε άλλος είναι σοφός, δεν φιλοσοφεί. Αφ' ετέρου ούτε οι μωροί φιλοσοφούν, ούτε ποθούν να γίνουν σοφοί. Διότι αυτό ακριβώς είναι το κακό της μωρίας, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος και καλός και φρόνιμος, είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Εκείνος επομένως, που δεν φαντάζεται ότι του λείπει τίποτε, δεν έχει τον πόθο εκείνου, το οποίο δεν φαντάζεται πως του χρειάζεται".
"Και ποιοί είναι τότε οι φιλοσοφούντες, Διοτίμα" ρώτησα εγώ "αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι μωροί;"
"Μα αυτό επιτέλους" είπε "είναι και σ' ένα παιδί φανερό: ακριβώς όσοι ευρίσκονται στο μέσον αυτών των δύο. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να είναι και ο Έρως. Γιατί η σοφία ανήκει φυσικά στα ωραιότερα πράγματα. Ο Έρως είναι έρως προς το ωραίο. Κατ' ανάγκην άρα ο Έρως είναι φιλόσοφος, και σαν φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας. Οφείλεται δε και τούτο στην καταγωγή του. Επειδή είναι από πατέρα μεν σοφό και πολυμήχανο, από μητέρα δε αμήχανο και όχι σοφή. Αυτή λοιπόν είναι, αγαπητέ Σωκράτη, η φύση του δαίμονος. Αυτό δε που συ εξέλαβες σαν Έρωτα - δεν είναι διόλου παράξενο αυτό που σου συνέβη. Εξέλαβες, υποθέτω (και το συμπεραίνω απ' όσα λες), το αντικείμενο του έρωτος ως Έρωτα, όχι το υποκείμενο. Έτσι λοιπόν, νομίζω, αντίκρυζες τον Έρωτα σαν κάτι πανέμορφο. Γιατί όντως το αντικείμενο του έρωτα είναι ωραίο, τρυφερό, τέλειο, αξιομακάριστο. Το υποκείμενο όμως του έρωτα έχει διαφορετική εμφάνιση, όπως εγώ σου την περιέγραψα".
24. Εγώ τότε είπα:
"Πολύ καλά, ξένη, έχεις δίκιο. Έτσι που είναι ο Έρως, ποια χρησιμότητα έχει για τους ανθρώπους;"
"Αυτό ακριβώς" είπε "Σωκράτη, θα προσπαθήσω τώρα να σου αναπτύξω. Ο Έρως λοιπόν, είπαμε, είναι τέτοιας φύσεως και τέτοιας καταγωγής, στρέφεται δε, κατά τον ισχυρισμό σου, προς τα ωραία. Αν μας ρωτούσε όμως κάποιος: Υπό ποίαν έννοια στρέφεται ο Έρως προς τα ωραία, Σωκράτη και Διοτίμα; - ή μάλλον με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως εξής: Αγαπά ο ερωτευμένος τα ωραία. Τι κυρίως αγαπά;"
"Να γίνουν δικά του" είπα τότε εγώ.
"Εντούτοις η απάντησή σου" είπε "χρειάζεται ακόμη ένα παρόμοιο ερώτημα: Τι θα κερδίσει εκείνος που θ' αποκτήσει τα ωραία;"
Της είπα ότι δεν είχα πλέον τόσο πρόχειρη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
"Καλά" είπε. "Υπόθεσε τώρα, ότι επιφέρει μία τροποποίηση και θέτει αντί του ωραίου το αγαθό, και σ' ερωτά: Απάντησέ μου, Σωκράτη: αγαπά ο ερωτευμένος τ' αγαθά. Τι κυρίως αγαπά;"
"Να γίνουν δικά του" είπα εγώ.
"Και τι έχει να κερδίσει εκείνος που θα γίνουν δικά του τ' αγαθά;"
"Σε αυτό μου είν' ευκολώτερο να βρω απάντηση είπα. "Θα γίνει ευτυχισμένος".
"Πράγματι" προσέθεσε "με την κατοχή των αγαθών είναι ευτυχισμένοι οι ευτυχισμένοι, ούτε είν' ανάγκη να ρωτήσουμε περαιτέρω: για ποιο σκοπό θέλει να είναι ευτυχισμένος όποιος το θέλει; Τουναντίον η απάντησή μας παρουσιάζεται σαν τελειωτική".
"Αλήθεια είναι" είπα εγώ.
"Αυτή τώρα τη θέληση και τον έρωτα τούτον θεωρείς πως είναι κοινά σε όλους, όλοι δηλαδή θέλουν να έχουν παντοτινά στην κατοχή τους τ' αγαθά; ή πως αλλιώς το φαντάζεσαι;"
"Έτσι ακριβώς" είπα εγώ. "Ότι είναι σε όλους κοινό".
"Γιατί τότε, Σωκράτη", είπε "δεν λέμε για όλους ότι έχουν έρωτα, αφού όλοι έχουν τον έρωτα των ίδιων πραγμάτων και παντοτινά, μόνον λέμε ορισμένα πρόσωπα πως έχουν έρωτα, και άλλα πάλι όχι;"
"Εκπλήσσομαι" είπα "και εγώ".
"Αλλά δεν πρέπει" είπε "να εκπλήσσεσαι. Απλούστατα έχουμε αποχωρίσει προφανώς από τον έρωτα ορισμένο είδος αυτού, και αυτό ονομάζουμε έρωτα, αποδίδοντες σ' αυτό την ονομασία του συνόλου ενώ για τα υπόλοιπα είδη μεταχειριζόμαστε άλλες ονομασίες".
"Κανένα παράδειγμα;" είπα εγώ.
"Να ένα. Γνωρίζεις ότι ποίησις είναι κάτι γενικό κάθε αιτία μεταβάσεως οποιουδήποτε πράγματος από την ανυπαρξία στην ύπαρξη είναι ποίησις, επομένως και οι εργασίες οι υπαγόμενες σε όλες τις τέχνες είναι είδη ποιήσεως, και οι ενεργούντες αυτές είναι όλοι ποιητές".
"Αληθινά".
"Μολαταύτα" είπε "δεν ονομάζονται, καθώς γνωρίζεις ποιητές, αλλά φέρουν διάφορα ονόματα, χώρισαν δε από την γενική έννοια ποίησις ένα μέρος, το ασχολούμενο με τη μουσική και τους στίχους, και τούτο αποκαλούν με τ' όνομα του συνόλου. Πράγματι ποίηση ονομάζεται αυτό και μόνον, και ποιητές οι καλλιεργούντες αυτό το τμήμα της ποίησης".
"Σωστά μιλάς" είπα.
"Το ίδιο λοιπόν και με τον έρωτα. Υπό την καθολική του σημασία, κάθε πόθος των αγαθών και της ευδαιμονίας είναι ο μεγαλώτατος και δολοπλόκος Έρωτας κάθε ανθρώπου. Αλλ' όμως για τα πρόσωπα μεν που επιδίδονται σ' αυτόν κατά διαφόρους άλλους τρόπους, είτε με οικονομικές ενασχολήσεις, είτε με το πάθος τους προς τον αθλητισμό ή προς την επιστήμη, για όλα αυτά δεν λέμε ούτε πως ερωτεύονται ούτε πως είν' εραστές. Αντιθέτως όσοι ακολουθούν και καλλιεργούν με ζήλο ορισμένο είδος αυτού, λαμβάνουν το όνομα του όλου, έρως και εράν και ερασταί
"Καταντά να είναι σωστά" είπα εγώ "όσα λέγεις".
"Βέβαια υποστηρίζουν ορισμένη άποψη" είπε "κατά την οποία ερωτευμένοι είναι όσοι ζητούν να βρουν το ήμισύ τους. Η γνώμη μου όμως είναι, φίλε μου, ότι του έρωτα το αντικείμενο ούτε το ήμισυ είναι ούτε το όλον, αν ίσως τούτο δεν είναι αγαθό. Απόδειξη, ότι οι άνθρωποι από τον ίδιο τον εαυτό τους και πόδια και χέρια δέχονται ν' αποκοπούν, αν τύχει και πεισθούν ότι τα μέλη τους είναι βλαβερά. Γιατί δεν προσκολλάται, νομίζω, στα μέρη του εγώ του ο καθένας, παρά μόνο εφ' όσον το αγαθό αποκαλεί δικό του και μέρος του εγώ του, ξένο δε το κακό. Γιατί εκείνο, προς το οποίο στρέφεται ο έρως των ανθρώπων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αγαθό. Μήπως έχεις αντίθετη γνώμη;"
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

29
"Μα τον θεό" είπα "εγώ όχι".
"Είναι όμως άραγε σωστό" είπε "να λέμε απλά έτσι, ότι ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τ' αγαθό;"
"Ναι" είπα.
"Καλά, και δεν πρέπει να προσθέσουμε" είπε "ότι και προς την κατοχή του αγαθού έχει έρωτα;"
"Να το προσθέσουμε".
"Αλλά μήπως όχι προς την κατοχή απλώς, αλλά και προς την παντοτινή κατοχή;"
"Και τούτο να προστεθεί".
"Είναι λοιπόν περιληπτικά" είπε "του έρωτα αντικείμενο η παντοτινή του αγαθού κατοχή".
"Έχεις απόλυτο δίκιο" είπα.
25. "Δεδομένου λοιπόν, ότι ο έρως στρέφεται πάντοτε προς αυτό" είπε "με ποιον τρόπο και με ποια ενέργεια πρέπει να το επιδιώκουν εκείνοι, των οποίων ο ζήλος και η επιμονή θα μπορούσε ν' αποκληθεί έρωτας; Τι να είναι το έργο αυτό; Μπορείς να μου απαντήσεις;"
"Μα δεν θα ήμουν τότε" είπα εγώ "θαυμαστής της σοφίας σου, Διοτίμα, ούτε θα φοιτούσα κοντά σου να πάρω μαθήματα σ' αυτό ακριβώς το κεφάλαιο".
"Θα σου πώ τότ' εγώ" είπε. "Είναι λοιπόν τούτο γέννηση εντός του ωραίου, και σωματική και ψυχική".
"Μάντεως δύναμη" απήντησα "χρειάζεται, για να καταλάβω τι να σημαίνουν τα λόγια σου. Δεν καταλαβαίνω".
"Θα εκφρασθώ λοιπόν" είπε "καθαρότερα: Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη" εξακολούθησε "εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Όταν δε φθάσουν σε ορισμένη ηλικία, η φύση μας τότε αισθάνεται την επιθυμία να γεννήσει. Τοκετός όμως εντός του ασχήμου δεν είναι δυνατός. Μόνο εντός του ωραίου. Διότι και η ένωση ανδρός και γυναικός τοκετός είναι. Το φαινόμενο δε αυτό είναι θείο, και είναι τούτο το αθάνατο στοιχείο μέσα στη ζωική μας φύση, που είναι θνητή: η κυοφορία και η γέννηση. Αλλ' αυτά δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν εντός του ανάρμοστου, και είναι ανάρμοστη η ασχήμια προς κάθε τι το θεϊκό. Μόνο η ωραιότητα ευρίσκεται σε αρμονία προς αυτό. Σαν Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια επιστατεί στην γένεση η Καλλονή. Γι' αυτό όποτε εκείνο που κυοφορεί πλησιάζει κάτι ωραίο, χαίρεται τότε και γίνεται από αγαλλίαση διαχυτικό και γεννά και γονιμοποιεί. Όποτε αντίθετα πλησιάζει κάτι άσχημο, σκυθρωπό και στενοχωρημένο ζαρώνει και απομακρύνεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά κρατεί τον γόνο του και υποφέρει πολύ. Έτσι προέρχεται ο μεγάλος εκείνος εναγώνιος πόθος προς την ωραιότητα, που αναπτύσσεται στον κυοφορούντα και κατεχόμενο ήδη από πλησμονή οργασμού. Απολυτρώνει από πόνους σφοδρούς εκείνον που θα την αποκτήσει. Άλλωστε δεν στρέφεται προς το ωραίο" είπε "ο έρως, όπως εσύ πιστεύεις, Σωκράτη".
"Αλλά προς τι;"
"Προς την γέννηση και τον τοκετό εντός του ωραίου".
"Έστω" είπα εγώ.
"Πολύ καλά" λέγει. "Αλλά γιατί προς την γέννηση; Γιατί η γέννηση είναι κάτι αιωνίως αναπαραγόμενο και αθάνατο, όσον ενδέχεται σε θνητό πλάσμα. Αθανασία δε (αυτό συνάγεται από όσα διαπιστώσαμε από κοινού) οφείλει να ποθεί ο έρωτας ταυτόχρονα με το αγαθό, εφ' όσον στρέφεται προς την παντοτινή κατοχή του αγαθού. Κατ' ανάγκη λοιπόν, επί τη βάσει της αρχής αυτής, και η αθανασία επίσης είναι του έρωτα αντικείμενο".
26. Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φορά που έκαμε λόγο περί των προβλημάτων του έρωτα, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα:
"Ποια φαντάζεσαι, Σωκράτη, είν' η αιτία του έρωτα τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρό ερεθισμό, στον οποίο υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβει η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πως αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτα μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δε για την ανατροφή του γεννηθέντος; Πως είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπιση τούτων, και πόλεμο να διεξάγουν, ακόμη και τ' ασθενέστερα προς τα δυνατότερα, και στον θάνατο να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να πεθάνουν από την πείνα αυτά τα ίδια για να εξασφαλίσουν σ' εκείνα την τροφή και το κάθε τι να πράξουν; Καλά" είπε "οι άνθρωποι. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμό. Αλλά τα ζώα ; Ποιος είναι ο λόγος αυτής της ερωτικής του συγκίνησης; Μπορείς να μου εξηγήσεις;"
Και εγώ τόνιζα και πάλι, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε:
"Έχεις λοιπόν την ιδέα, πως θα γίνεις ποτέ έμπειρος στα ζητήματα του έρωτα εφ' όσον δεν κατανοείς αυτά;"
"Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή κατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλία. Λέγε μου λοιπόν και αυτού του φαινομένου την εξήγηση και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα".
"Λοιπόν" είπε "εφ' όσον η πεποίθησή σου είναι ότι αντικείμενο φυσικό του έρωτα είν' εκείνο, το οποίο πολλές φορές από κοινού διαπιστώσαμε δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι. Διότι και στην περίπτωση αυτή, όπως και εκεί, για τον ίδιο λόγο επιδιώκει η φύση η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να είν' αιωνία και αθάνατη. Δυνατόν δε της είναι κατ' αυτόν μόνο τον τρόπο, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνει πάντοτε στου παλαιού την θέση ένα νέο παρόμοιο.
Άλλωστε και σε ό,τι ονομάζουμε ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως κάθε εμψύχου όντος - π.χ. ένας άνθρωπος από την παιδική του ηλικία μέχρις ότου γίνει γέροντας, θεωρείται πως είναι ο ίδιος μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά στον οργανισμό του, εν τούτοις λέμε πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά στις τρίχες, τη σάρκα, τα οστά, το αίμα σε ολόκληρο γενικά το σώμα. Και όχι μόνο στο σώμα. Αλλά και στην ψυχή, οι τρόποι, τα ήθη, οι αντιλήψεις, οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτο σε κάθε άτομο, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται. Πολύ δε περισσότερο παράδοξο είναι ακόμη, ότι και οι γνώσεις, όχι μόνο άλλες μας έρχονται και άλλες μας αφήνουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι ούτε ως προς τις γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώση έχει την ίδια τύχη. Γιατί αυτό που ονομάζουμε μελέτη, γίνεται με την προϋπόθεση ότι η γνώση εξαφανίζεται. Άλλωστε η λησμοσύνη είν' εξαφανισμός γνώσης, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, επειδή εισάγει νέα παράσταση στη θέση αυτής που αποχωρεί, διατηρεί τη γνώση, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ίδια. Πράγματι μ' αυτό μόνο το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξη, όχι με το να παραμένει αιωνίως αναλλοίωτη σε όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνει για κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέο στην θέση του, όμοιο όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα" είπε "Σωκράτη, έχει μέρος στην αθανασία η θνητή ύπαρξη, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα. Η αθάνατη πάλι με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενο, ότι κάθε ύπαρξη ενστικτωδώς αποδίδει σημασία στο αποβλάστημά της. Χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρωτας".
27. Και εγώ, έκπληκτος για όσα άκουσα, είπα:
"Λοιπόν" λέω "σοφώτατη Διοτίμα. Στα σοβαρά είναι τα πράγματα έτσι, όπως τα παριστάνεις;"
Και εκείνη με ύφος σωστού καθηγητού είπε:
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

30
"Μην έχεις καμιά αμφιβολία, Σωκράτη. Άλλωστε και των ανθρώπων αν θελήσεις να κοιτάξεις την φιλοδοξία, θα σε κατελάμβανε απορία με τον παραλογισμό, εφ' όσον δεν έχεις υπ' όψη σου όσα σου έχω αναπτύξει, όταν σκεφθείς πόσον ζωηρά τους συγκινεί ο πόθος να γενούν ονομαστοί κι αθάνατη μες στους αιώνες να θεμελιώσουν δόξα. Χάριν αυτού είν' αποφασισμένοι και σε κινδύνους πάσης φύσεως να εκτεθούν περισσότερο βέβαια για χάρη των παιδιών τους, και χρήματα να ξοδεύσουν και ταλαιπωρίες να υποστούν οποιεσδήποτε και την ζωή τους να θυσιάσουν. Ή μήπως φαντάζεσαι" είπε "ότι η Άλκηστη θα βάδιζε χάριν του Άδμητου στον θάνατο και ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο θ' ακολουθούσε στον θάνατο, και ο Κόδρος ο δικός σας χάριν της βασιλείας των παιδιών του θα δεχόταν πρόωρο θάνατο, αν δεν πίστευαν ότι αθάνατη θα έμενε η ανάμνηση του ηρωισμού τους, αυτή που σήμερα εμείς διατηρούμε; Κάθε άλλο" είπε. "Αντίθετα νομίζω, χάριν της αθανασίας και της αξίας της προσωπικής τους και χάριν μεγαλοδόξου υστεροφημίας οι πάντες τα πάντα ενεργούν, όσο ανώτεροι είναι, τόσο περισσότερο. Διότι προς την αθανασία είν' ο έρωτάς τους.
Όσοι λοιπόν" εξακολούθησε "εγκυμονούν κατά το σώμα, στρέφονται μάλλον προς τις γυναίκες και εξασκούν τον έρωτα κατ' αυτόν τον τρόπον, εξασφαλίζοντες με την απόκτηση παιδιών για το μέλλον όλο, όπως φαντάζονται, αθανασία του εαυτού τους και υστεροφημία και ευδαιμονία. Όσοι αφ' ετέρου εγκυμονούν στην ψυχή - γιατί υπάρχουν πράγματι άνθρωποι" είπε "οι οποίοι κυοφορούν στις ψυχές τους, πολύ περισσότερο παρά στο σώμα τους μέσα, όσα είναι πρέπον μια ψυχή και να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι είναι αυτό το πρέπον; Φρόνηση και τα άλλα προτερήματα. Αυτών ακριβώς οι γεννήτορες είναι και οι ποιητές ανεξαιρέτως και από τους τεχνίτες όσοι θεωρούνται δημιουργικοί. Ασυγκρίτως δε ανωτέρα" είπε "και ωραιοτέρα μορφή φρόνησης είναι αυτή που ασχολείται με τη διαρρύθμιση των πόλεων και των σπιτικών, της οποίας το όνομα, ως γνωστόν, είναι σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Αυτά λοιπόν όταν εγκυμονεί κανείς από νεότητας στην ψυχή του και έχει φύση θεία, όταν έλθει η κατάλληλη ηλικία, αισθάνεται πλέον την επιθυμία να γεννήσει και ν' αναπαραγάγει. Αναζητεί τότε και αυτός επίσης εδώ και εκεί το όμορφο, νομίζω, εντός του οποίου θα μπορούσε να γεννήσει. Ενθουσιάζεται λοιπόν με τα ωραία σώματα, περισσότερο παρά με τ' άσχημα, αφού κυοφορεί, και αν τύχει να βρει μέσα ψυχή ωραία και αρχοντική και καλοκαμωμένη, ενθουσιάζεται τότε ζωηρά με τον συνδυασμό των δύο. Ενώπιον αυτού του προσώπου αμέσως είναι πλούσιος σε λόγους περί αρετής και περί του ιδεώδους και των καθηκόντων ενός ανωτέρου ανθρώπου, και δοκιμάζει να το εξυψώσει. Διότι με την επαφή, φαντάζομαι, προς το ωραίο πρόσωπο και με την επικοινωνία προς αυτό, γεννά και γονιμοποιεί όσα προ πολλού εγκυμονούσε, είτε κατά την παρουσία του, είτε κατά την απουσία του δια της αναπολήσεως εκείνου. Και ό,τι γεννά, το ανατρέφει από κοινού με εκείνο. Κατ' αυτόν τον τρόπο φυλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι αυτού του είδους δεσμό πολύ στενώτερο από τον δεσμό των παιδιών και στοργή πολύ σταθερότερη. Γιατί και τα παιδιά τους τα κοινά είναι ωραιότερα και αθανατώτερα. Και κάθε άνθρωπος θα προτιμούσε ν' αποκτήσει παρόμοια τέκνα μάλλον παρά σωματικά, όταν λάβει τον Όμηρο υπ' όψη του και τον Ησίοδο και τους άλλους μεγάλους ποιητές: τους καμαρώνει, τι απογόνους αφήνουν πίσω τους, απογόνους που τους χαρίζουν αθάνατα και δόξα και όνομα, όπως και εκείνοι αθάνατοι είναι. Ή αν προτιμάς" είπε "ο Λυκούργος τι παιδιά αφήκε πίσω του στη Σπάρτη, της Σπάρτης σωτήρας και της Ελλάδας, θα έλεγα, όλης. Τιμές απολαμβάνει και ο Σόλων στην πόλη σας για την γέννηση της νομοθεσίας του, και ένα πλήθος άλλοι άνδρες σε πολλούς άλλους τόπους και του Ελληνισμού και των βαρβάρων, οι οποίοι παρουσίασαν πολλά ωραία κατορθώματα και γέννησαν κάθε είδος ανωτερότητας. Σε αυτούς και ιερά ήδη πολλά έχουν ιδρυθεί εξ αιτίας των απογόνων τους, ενώ για τα σωματικά τους παιδιά ποτέ σε κανέναν.



28. Σε αυτά μεν του Έρωτα τα μυστήρια θα ήταν ίσως δυνατόν και συ, Σωκράτη, να μυηθείς. Για την ανώτατη όμως μύηση και αποκάλυψη, χάριν της οποίας και αυτά γίνονται, εφ' όσον ακολουθεί κανείς την ορθή οδό, δεν είμαι βέβαιη, αν θα είχες τις δυνάμεις. Οπωσδήποτε" είπε "εγώ θα σου τα εκθέσω και δεν θα υστερήσω σε καλή θέληση. Προσπάθησε τώρα και συ να με παρακολουθήσεις, αν μπορείς.
Οφείλει λοιπόν" είπε "όποιος ακολουθεί την ορθή γι' αυτό το έργο οδό, ν' αρχίζει μεν από νέος να πλησιάζει τα ωραία σώματα. Και πρώτον μεν, εφ' όσον σωστά τον καθοδηγεί ο καθοδηγητής του, να ερωτεύεται ένα και μόνο σώμα, και εδώ να ζητά να γεννήσει σκέψεις ωραίες. Έπειτα ν' αντιληφθεί, ότι η ωραιότητα, που ενυπάρχει σε αυτό ή εκείνο το σώμα, έχει αδελφική συγγένεια προς την ωραιότητα του άλλου σώματος και ότι, εφ' όσον μέλλει να συλλάβει γενικά την ωραιότητα της εξωτερικής εμφάνισης, θα ήταν μεγάλη ανοησία να μην αναγνωρίζει σαν μία και την αυτή την καλλονή που υπάρχει σε όλα τα σώματα. Όταν δε το αντιληφθεί αυτό, θα γίνει εραστής όλων των ωραίων ανθρώπων και θα μετριάσει την σφοδρή εκείνη προσήλωση προς ένα πρόσωπο. Θα την θεωρήσει κατώτερή του και ανάξια λόγου. Μετά από αυτό θα μάθει να θεωρεί το κάλλος της ψυχής άξιο μεγαλύτερης τιμής παρά το σωματικό. Κατ' αυτόν τον τρόπο και αν βρει κάποιον, που έχει σωστή ψυχή, παρουσιάζει δε έστω και μέτρια θέλγητρα, να το θεωρεί αρκετό και να του χαρίζει τον έρωτα και την φροντίδα του, ώστε να γεννά και να ζητεί να βρει λόγους τέτοιους, που θα εξυψώσουν την νεολαία. Έτσι θα υποχρεωθεί πάλι ν' αντικρύσει το κάλλος, που υπάρχει στις πράξεις και στους θεσμούς, και να κάμει την παρατήρηση, ότι το συνέχει όλο συγγένεια εσωτερική, ώστε να θεωρήσει το σωματικά ωραίο σαν κάτι ευτελές. Μετά τις πράξεις θα τον οδηγήσουν προς τις γνώσεις, ώστε να ιδεί επίσης και το κάλλος των γνώσεων και να εκτείνει το βλέμμα προς την πιο πλατειά περιοχή του κάλλους - όχι πλέον προς το κάλλος ενός και μόνου, όπως ένας υπηρέτης του σπιτιού, ώστε ικανοποιούμενος με το κάλλος ενός παιδαρίου ή ορισμένου ανθρώπου ή ενός τρόπου ζωής και υποδουλωμένος σε αυτό, να είν' ευτελής και στενόκαρδος. Αλλ' αντίθετα, με το βλέμμα γυρισμένο προς το απέραντο πέλαγος της ωραιότητας και από το θέαμα εκείνου εμπνευσμένος, να γεννά πλήθος από ωραίους και υψηλούς λόγους και σκέψεις μέσα σ' έναν ανεξάντλητο πόθο πνευματικότητας, έως ότου, ενισχυμένος στο στάδιο αυτό και ωριμασμένος, αντικρύσει την επιστήμη εκείνη, την μία και μόνη, της μιας ωραιότητας, που είναι περίπου τέτοιου είδους.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

31
29. Προσπάθησε όμως" πρόσθεσε "να εντείνεις την προσοχή σου, όσο μπορείς περισσότερο. Όποιος λοιπόν κατά την σπουδή της τέχνης της ερωτικής οδηγηθεί σε τούτο το σημείο, βλέποντας σωστά, την μία μετά την άλλη, τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν προχωρήσει πλέον προς το τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θ' αντικρύσει ξαφνικά ένα κάλλος θαυμασίας φύσεως, εκείνο ακριβώς, Σωκράτη, το κάλλος, χάριν του οποίου καταβλήθηκαν και όλες οι προηγούμενες ταλαιπωρίες, το οποίο πρώτα μεν υπάρχει αιώνιο και δεν υπόκειται ούτε σε γένεση ούτε σε αφανισμό, ούτε σε αύξηση ούτε σε ελάττωση, έπειτα δεν είναι ωραίο από μια άποψη, άσχημο από την άλλη, ούτε ωραίο σήμερα, αύριο όχι, ούτε σχετικά με τούτο ωραίο, σχετικά μ' εκείνο άσχημο, ούτε εδώ ωραίο, εκεί άσχημο, σάν να ήταν για μερικούς ωραίο, ενώ γι' άλλους άσχημο. Ούτε αφ' ετέρου θα του παρουσιασθεί το ωραίο υπό την μορφήν ενός προσώπου ή χεριών ή κάτι άλλου σωματικού, και ούτε υπό την μορφή ενός λόγου ή μιας επιστήμης, ούτε πάντως σαν να υπάρχει σε ένα διαφορετικό ον, σε ένα έμψυχο π.χ ή σε ένα τοπίο ή στον ουρανό ή σε κάτι άλλο. Αλλά σαν κάτι που υπάρχει μόνο του, αυτοτελώς, με τον εαυτό του, ενιαίο στην μορφή, αιώνιο, όλα δε τ' άλλα τα ωραία μετέχουν εκείνου κατά κάποιον τέτοιο τρόπο, ώστε, με την γένεση και τον αφανισμό εκείνων, εκείνο μήτε αύξηση μήτε ελάττωση καμία να υφίσταται μήτε κανένα άλλον επηρεασμό. Όταν λοιπόν χάρις στην ορθή εφαρμογή της αγάπης των παιδιών, ανεβεί από τα φαινόμενα εδώ κάτω, και αρχίσει ν' αντικρύζει εκείνο το κάλλος, προσεγγίζει σχεδόν, θα έλεγα, το τέρμα. Διότι αυτό ακριβώς είναι η ορθή οδός προς τα ερωτικά, είτε αυτοβούλως βαδίζεις είτε οδηγείσαι από άλλον, ν' αρχίζεις από τα ωραία εδώ κάτω εν όψει εκείνης της ωραιότητας και ν' ανεβαίνεις διαρκώς, μεταχειριζόμενος, βαθμίδες, σα να λέμε, από το ένα προς τα δύο και από τα δύο προς όλα τα ωραία σώματα, και από τα σώματα τα ωραία προς τις ωραίες πράξεις και από τις πράξεις προς τις μαθήσεις τις ωραίες, έως ότου από τις μαθήσεις φθάσεις σε εκείνη τελικά την μάθηση, η οποία είναι μάθηση εκείνου του απολύτου κάλλους, όχι άλλου, και γνωρίσεις αυτό το ίδιο το κάλλος το απόλυτο.
Σε αυτό το στάδιο της ζωής, αγαπητέ Σωκράτη" είπε η ξένη από την Μαντίνεια "παρά οπουδήποτ' αλλού, αξίζει η ζωή του ανθρώπου, με την θέα του κάλλους του απολύτου. Αν τύχει κάποτε και το δεις, θα σου φανεί πως δεν συγκρίνεται με χρυσό ή φορέματα πολυτελή, με τα ωραία παιδιά και τους εφήβους, στων οποίων τη θέα χάνεις τώρα τα λογικά σου και πρόθυμος είσαι, και συ και πλήθος άλλοι, όταν βλέπετε τους αγαπημένους σας και βρίσκεσθε διαρκώς μαζί τους, αν ήταν τρόπος, μήτε να τρώγετε μήτε να πίνετε, και μόνο ν' απολαύετε την θέα και την συντροφιά τους. Φαντάσου" είπε "τώρα αν κανενός του δινόταν η χάρη ν' αντικρύσει το απόλυτο κάλλος, άδολο, καθαρό, αμιγές, όχι ανακατωμένο με γήινες σάρκες και χρώματα και κάθε άλλη ματαιότητα θνητή, αλλά αν μπορούσε ν' αντικρύσει το κάλλος το απόλυτο στην θεία μοναδικότητα της μορφής του! Θα ήταν, φαντάζεσαι, χωρίς αξία, η ζωή ενός ανθρώπου" είπε "που έχει το βλέμμα του προς τα εκεί και εκείνο βλέπει με το όργανο που πρέπει, και μ' εκείνο βρίσκεται μαζί; Ή ξεχνάς" πρόσθεσε "ότι εδώ, και μόνο εδώ, θα έχει το χάρισμα, βλέποντας με ό,τι είναι ορατή την ωραιότητα, να γεννά όχι φαντάσματ' αρετής, αφού δεν είναι φάντασμα αυτό που αγκαλιάζει, αλλά την αληθινή, αφού την αλήθεια αγκαλιάζει; Και όταν γεννήσει και αναθρέψει αρετή αληθινή, έχει την δυνατότητα να γίνει ο αγαπημένος των θεών και, όσο είναι θεμιτό σε έναν άνθρωπο, να γίνει κι εκείνος αθάνατος".
Αυτά λοιπόν, Φαίδρε και σεις οι άλλοι, έλεγε η Διοτίμα, και αυτά πιστεύω και εγώ. Και με την πίστην αυτή προσπαθώ και τους άλλους να πείσω, ότι προς απόκτηση τούτου καλύτερος συμπαραστάτης της ανθρώπινης φύσεως από τον Έρωτα δεν είναι δυνατόν να ευρεθεί. Γι' αυτό ακριβώς εγώ τονίζω, ότι οφείλει κάθε άνθρωπος να λατρεύει τον Έρωτα, και προσωπικά εγώ εκτιμώ του Έρωτα τα έργα και τα εξασκώ ιδιαιτέρως και στους άλλους τα συνιστώ, και εξυμνώ και τώρα και πάντοτε την σημασία και τον ανδρισμό του Έρωτα, όσο φθάνουν οι δυνάμεις μου. Αυτός ο λόγος, Φαίδρε, παραδέξου, αν θέλεις, ότι ελέχθη σαν εγκώμιο στον Έρωτα. Ει δ' άλλως, ό,τι και όπως σ' ευχαριστεί να τον ονομάσεις, ονόμασέ τον".
30. Όταν τελείωσε τον λόγο του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης δοκίμασε κάτι να προσθέσει περί του λόγου, επειδή τον είχε υπαινιχθεί ο Σωκράτης κατά την ομιλία του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος στην την εξώθυρα από κτυπήματα, σαν να ήταν συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν φωνή αυλητρίδας. Τότε ο Αγάθων είπε: "Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να δείτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους δικούς μας, τον προσκαλείτε. Αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνουμε πια, μόνον αναπαυόμαστε". Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσαν στην αυλή την φωνή του Αλκιβιάδη. Μεθυσμένος γερά και με φωνή θορυβώδη, ερωτούσε που είναι ο Αγάθων και ζητούσε να τον οδηγήσουν σ' εκείνον. Πράγματι τον οδήγησαν μέσα, η αυλητρίδα η οποία τον υποβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι πρόβαλε στη είσοδο στεφανωμένος μ' ένα στεφάνι πυκνό από κισσό και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίες στο κεφάλι και είπε:
"Παιδιά γεια σας. Έναν μεθυσμένο άνθρωπο, μα πολύ μεθυσμένο, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσουμε μόνο το κεφάλι του Αγάθωνα, αφού είν' αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμε εδώ, και ύστερα πάλι να φύγουμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, χθές δεν μου εστάθη δυνατό να έλθω. Έρχομαι τώρα με τις ταινίες στο κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου στην λογιότητα και στην ωραιότητα (για να το πω κι αυτό). Θα γελάτε ίσως σε βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθεια. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιείτε μαζί μου ή όχι;"
Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίες τον φώναζαν να μπει μέσα και να καθίσει. Και ο Αγάθων επίσης τον προσκαλούσε. Και εκείνος προχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του. Και εκεί που ζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξει τις ταινίες για να τον στολίσει, αυτές του έπεσαν στα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρατήρησε τον Σωκράτη, αλλά κάθισε κοντά στον Αγάθωνα μεταξύ του Σωκράτους και εκείνου. Είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως για να τον βάλουν να καθίσει. Όταν κάθισε κοντά στον Αγάθωνα, τον φίλησε και του έδενε τις ταινίες.
Είπε τότε ο Αγάθων:
"Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, για να πλαγιάσει μαζί μας σαν τρίτος".
"Ευχαρίστως" είπε ο Αλκιβιάδης. "Αλλά ποιός είν' αυτός ο τρίτος συμπότης;" και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, πήδησε από την θέση του και φώναξε: "Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που ξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλεις ξαφνικά εκεί που δεν περίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι πήγες και ξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνη ή μ' οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα κατάφερες να πάρεις θέση στο πλευρό του πρώτου εδώ μέσα στην ωραιότητα;"
Και ο Σωκράτης "Αγάθων" είπε "κοίταξε να με προστατεύσεις. Ο έρωτας του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει για μένα βάσανο όχι μικρό. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθηκα, δεν έχω πια το δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγο ν' απευθύνω σε κανέναν απολύτως, ωραίο νέο. Ει δ' άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπία και φθόνο απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να με δείρει. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμει και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσεις ει δε μη, αν ζητήσει να βιαιοπραγήσει, βοήθησέ με. Γιατί εγώ τρέμω πολύ την παραφορά αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσή του στον εραστή".
"Α όχι! συμφιλίωση μεταξύ μας" είπε ο Αλκιβιάδης "είναι αδύνατη. Ας είναι όμως! Για αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα" πρόσθεσε "δώσε μου, Αγάθωνα, ένα μέρος από τις ταινίες, για να στολίσω και αυτού το θαυμάσιο κεφάλι, για να μη μου παραπονιέται, πως στεφάνωσα εσένα, ενώ αυτόν που είν' εντούτοις νικητής σε όλους μέσα τους ανθρώπους ως προς το πνεύμα όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτο". Και συγχρόνως πήρε από τις ταινίες, έδεσε το κεφάλι του Σωκράτη και έπειτα εξάπλωσε.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

32
31. Όταν βρέθηκε ξαπλωμένος, είπε: "Και τώρα, παιδιά, μου φαίνεται, σα να μην είσθε μεθυσμένοι. Αυτό δεν πρέπει να σας το επιτρέψω. Να πιείτε πρέπει. Αυτή ήταν άλλωστε η συμφωνία μας. Λοιπόν! πρόεδρο της οινοποσίας εκλέγω, μέχρις ότου πιείτε σεις ικανοποιητικά τον … εαυτό μου. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθωνα αν υπάρχει κανένα μεγάλο ποτήρι. Ή μάλλον όχι, δεν χρειάζεται τίποτε. Φέρε μου εδώ" λέγει "εσυ παιδί, εκείνο εκεί το κρυωτήρι" το είχε παρατηρήσει που χωρούσε περισσότερο από δύο λίτρα. Έβαλε να του το γεμίσουν, το άδειασε πρώτα ο ίδιος, και ύστερα έδωσε διαταγή να το γεμίσουν και του Σωκράτους, προσθέτοντας "Με τον Σωκράτη βέβαια, κύριοι, δεν έχει πέραση το τέχνασμά μου. Όσο να του προστάξεις, θα τ' αδειάσει, χωρίς την πιθανότητα ποτέ να μεθύσει".
Και ο Σωκράτης, αφού τον κέρασε το παιδί, έπινε. Εν τω μεταξύ ο Ερυξίμαχος είπε: "Αλκιβιάδη, τι είν' αυτό που κάνουμε; Έτσι χωρίς ανάμεσα καμιά συνομιλία ή κανένα τραγούδι θα πίνουμε, κυριολεκτικά σαν τους διψασμένους;"
Ο Αλκιβιάδης τότε είπε: "Ερυξίμαχε, γιέ υπέροχε από υπέροχο και πολύ φρόνιμο πατέρα, σε χαιρετώ!"
"Ευχαριστώ, παρομοίως" απάντησεν ο Ερυξίμαχος. "Μα, λέγε, τι πρόκειται να κάνουμε;"
"Ό,τι ορίσεις εσύ. Πρέπει άλλωστε να σε υπακούμε".
ένας γιατρός αξίζει όσο χίλιοι ανθρωποι
Πρόσταξε λοιπόν ό,τι θέλεις".
"Τότε άκουσε" είπεν ο Ερυξίμαχος. "Εμείς, προτού να έλθεις είχαμε αποφασίσει να εκφωνήσει ο καθένας μας με τη σειρά του εξ αριστερών προς τα δεξιά ένα λόγο περί Έρωτος, τον ωραιότερο που μπορεί, και να του πλέξει το εγκώμιο. Έχουμε μιλήσει όλοι εμείς οι άλλοι. Συ μόνο δεν είπες. Το σωστό λοιπόν είναι, αφού έχεις αδειάσει το ποτήρι σου, να μιλήσεις και συ, και μετά την ομιλία σου να επιβάλεις στον Σωκράτη ό,τι θέλεις, και εκείνος πάλι στον γείτονά του προς τα δεξιά, και ούτω καθεξής".
"Ναι, καλά τα λές, Ερυξίμαχε" είπε ο Αλκιβιάδης. "Μα ίσα και ίσα είναι, μεθυσμένος άνθρωπος εγώ να συναγωνίζομαι τους λόγους νηφάλιων; Και έπειτα, καλότυχε, - μα πίστεψες αληθινά τίποτε απ' όσα είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; Δεν το ξέρεις ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι έλεγε; Αυτός, αν τύχει εγώ να εγκωμιάσω μπροστά του κανέναν, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος άλλος και όχι αυτός, θα με καταχερίσει εξάπαντος".
"Δεν κρατάς τη γλώσσα σου την βλάσφημη;" λέγει ο Σωκράτης.
"Α όχι, μα τον Ποσειδώνα" είπε ο Αλκιβιάδης "μήτε λέξη μην απαντήσεις σε αυτά που λεω. Εγώ κανέναν άλλο δεν θα δεχόμουν να εγκωμιάσω μπροστά σου".
"Αυτό τότε να κάνεις" λεει ο Ερυξίμαχος "αν το θέλεις: τον Σωκράτη να εγκωμιάσεις".
"Τι λες;" απαντά ο Αλκιβιάδης. "Το εγκρίνεις, λοιπόν, Ερυξίμαχε; Να τον παραλάβω λοιπόν τον κύριο και να τον τιμωρήσω ενώπιόν σας;
"Ε συ" λέγει ο Σωκράτης "τι έχεις στο νου σου; Προς γελοιοποίηση θα μ' εγκωμιάσεις; ή κάτι άλλο πρόκειται να κάνεις;"
"Την αλήθεια θα πω. Σκέψου, το επιτρέπεις;"
"Την αλήθεια; Χωρίς άλλο" λεει "σου επιτρέπω, και σε παρακαλώ μάλιστα να την πεις".
"Άρχισα ήδη" είπε ο Αλκιβιάδης. "Και συ, να τι να κάμεις: αν τύχει και πω καμία ανακρίβεια, σταμάτα με, αν θέλεις στη μέση, και λέγε ότι αυτό που λεω είναι ψεύδος. Με το θέλημά μου άλλωστε δεν πρόκειται να πω κανένα ψεύδος. Αν όμως διηγούμαι πότε το ένα πότε το άλλο, όπως τα επαναφέρω στην μνήμην μου, δεν πρέπει να σου φανεί παράδοξο. Δεν είναι διόλου εύκολο, στην κατάσταση που είμαι, ν' αναπτύξω μία μία με τρόπο και με την σειρά τους τις εκδηλώσεις του αλλόκοτου χαρακτήρα σου.

32. Του Σωκράτη το εγκώμιο, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάνω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύσει, προς γελοιοποίηση. Και όμως η παρομοίωση θα γίνει χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδηση. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι μοιάζει εξαιρετικά μ' αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχνες, καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς. Αν τους ανοίξεις στα δύο, αποκαλύπτονται πως κλείνουν μέσα αγάλματα θεών. Και πάλι ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύα τον Σάτυρο. Και όσο μεν αφορά την εξωτερική εμφάνιση, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ' αμφισβητούσες, ότι τους μοιάζεις. Ότι όμως και στα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Είσ' ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρες. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερο θαυμαστός παρ' όσον εκείνος. Εκείνος χρειαζόταν μουσικά όργανα, για να σαγηνεύει τους ανθρώπους με την δύναμη που είχε στο στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει στον αυλό τους σκοπούς του. Διότι τ' αυλητήματα του Ολύμπου στον Μαρσύα τ' αποδίδω. Εκείνος του τα δίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής είν' εκείνος που τους παίζει στον αυλό, είτε μία κοινή αυλητρίδα, και μόνοι τους έχουν τη δύναμη να φέρνουν τους ανθρώπους σε έκσταση και ν' αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θεία την προέλευση, πόσοι έχουν μέσα τους τον πόθο της θεότητας και της μυσταγωγίας. Ενώ εσύ σε τούτο μόνον διαφέρεις απ' εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνές τις λέξεις προκαλείς το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Εμείς έξαφνα, όποτε ακούμε έναν άλλον ν' αναπτύσσει λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιάφορους. Αντιθέτως, όταν ακούει κανείς εσένα να μιλάς ή τις ομιλίες σου να διηγείται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ' ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένουμε εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι.
Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν κινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγιόμουν με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Όποτε τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορο χορό των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδραση της ομιλίας του. Παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλή όποτε άκουγα και τους άλλους δεινούς ρήτορες, εύρισκα πως μιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθεί ποτέ ανάλογη συγκίνηση, ούτε είχε συνταραχθεί η ψυχή μου τόσο, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτηση με την σκέψη πως βρισκόμουν σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Ενώ υπό την επίδραση αυτού του Μαρσύου επανειλημμένα δοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστέψω, πως δεν άξιζε να ζω στη θέση που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθείς πως είν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν αποφάσιζα να δώσω ακρόαση, δεν θα μπορούσα ν'αντέξω. Τα ίδια θα πάθαινα. Μ' αναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικά έχω πολλές ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τις υποθέσεις. Βίαια λοιπόν, σαν να ήσαν οι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι. Ει δε μη, ολόκληρη την ζωή μου θα δαπανούσα στο πλευρό του καθισμένος, ως που να γεράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να ντρέπομαι οποιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον ντρέπομαι. Γιατί ξέρω μέσα μου, χωρίς όμως να μπορώ να διαφωνήσω μαζί του, πως δεν χρειάζεται να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά, και όταν απομακρυνθώ, πως υποκύπτω στις τιμές του πλήθους. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και όποτε τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από ντροπή για όσα είχα παραδεχθεί. Είναι περιστάσεις, που θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα στους ζωντανούς και εντούτοις, αν τυχόν γινόταν αυτό, θα ήμουν (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερο δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω κι εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

33
33. Και όσον αφορά μεν την επίδραση των αυλημάτων του, αυτά έχουμε δοκιμάσει και εγώ και άλλοι πολλοί ανάλογα, από τούτον εδώ τον Σάτυρο. Ακούστε όμως τώρα και άλλες ενδείξεις, πόσο μοιάζει με τα όντα, με τα οποία εγώ τον συνέκρινα, και πόσο απίστευτη είναι η δύναμη που έχει. Διότι (μην αμφιβάλλετε) κανείς από σας δεν γνωρίζει πραγματικά αυτόν τον άνθρωπο. Εγώ όμως, θα σας τον αποκαλύψω, αφού άπαξ έκαμα την αρχή. Παρατηρείτε λ.χ., πως ο Σωκράτης τρέφει αισθήματα έρωτα προς τους ωραίους νέους και πως τους τριγυρίζει διαρκώς και πως ενώπιόν τους τα χάνει, και αφ' ετέρου αγνοεί τα πάντα και τίποτε δεν ξέρει - έτσι είναι το ύφος του. Αυτό δεν είναι τρόποι Σιληνού; Και πολύ μάλιστα! Αυτό ακριβώς έχει ενδυθεί απ' έξω, σαν περίβλημα, όπως ο Σιληνός ο σκαλιστός. Από μέσα όμως, όταν ανοιχθεί, πόσον πλούτο σωφροσύνης, φαντάζεσθε, αγαπητοί μου σύντροφοι, είναι γεμάτος! Πιστεύσετέ με: ούτε όμορφος αν είναι κανείς του κάνει καμία εντύπωση (τουναντίον μάλιστα. Αδιαφορεί σε βαθμό, που κανείς δεν θα το πίστευε), ούτε πλούσιος αν είναι, ούτε άλλο τίποτ' αν κατέχει από τα χαρίσματα, που καλοτυχίζει ο κόσμος. Όλ' αυτά τα προσόντα τα θεωρεί τελείως ανάξια και εμάς ένα τίποτε, σας διαβεβαιώ και όλη του την ζωή εξακολουθεί να υποκρίνεται τον αφελή και ν' αστειεύεται συνεχώς με τους άλλους. Όταν όμως σοβαρευτεί και ανοίξει το εσωτερικό του, δεν ξέρω αν έχει κανείς αντικρύσει τ' αγάλματα μέσα του. Εγώ όμως τ' αντίκρυσα κάποτε, και μου φάνταξαν τόσο θεϊκά και χρυσά, τόσο πανέμορφα και εκπληκτικά, ώστ' έπρεπε χωρίς άλλο να εκτελέσω ο,τιδήποτε μου επέβαλε ο Σωκράτης.
Και επειδή είχα σχηματίσει την ιδέα, πως είχε ενδιαφερθεί σοβαρά για τα θέλγητρα της νεότητάς μου, το θεώρησα εύρημα απροσδόκητο και σύμπτωση ευτυχή, ότι είχα την δυνατότητα να χαρίσω την εύνοιά μου στον Σωκράτη και έτσι να μάθω όλα όσα γνώριζε εκείνος. Είχα άλλωστε εξαιρετική ιδέα για την δύναμη της ομορφιάς μου. Αυτό λοιπόν σκέφτηκα τότε, και ενώ προτού δεν συνήθιζα να τον συναντώ μόνος χωρίς συνοδό υπηρέτη, από τότε απομάκρυνα τον συνοδό μου και έμενα μαζί του μόνος. Οφείλω πράγματι ενώπιόν σας να ομολογήσω ολόκληρη την αλήθεια. Προσέχετε λοιπόν. Και συ, Σωκράτη, αν δεν λεω την αλήθεια, να με διαψεύσεις. Πήγαινα λοιπόν, κύριοι, ολομόναχος μαζί του, και περίμενα, ότι εκείνος δεν θ' αργούσε να φέρει τον λόγο στο ζήτημα για το οποίο ένας εραστής θα μιλούσε με τον αγαπημένο του μέσα στην απομόνωση, και είχα εκ των προτέρων μεγάλη χαρά. Ε λοιπόν! τίποτε απολύτως απ' όλα αυτά δεν συνέβαινε. Έκανε μαζί μου τις συνηθισμένες συζητήσεις, περνούσε τακτικά την ημέρα του μαζί, και έπειτα σηκωνόταν και έφευγε. Ύστερα τον προκάλεσα να γυμνασθεί μαζί μου. Και γυμναζόμαστε μαζί με την ελπίδα πως έτσι θα καταλήξω οπωσδήποτε σε ένα τέλος. Και πράγματι εγυμνάζετο και πάλευε μαζί μου συχνά, χωρίς να είναι κανείς παρών. Τι να σας τα λεω; Αποτέλεσμα κανένα δεν έφερα. Αφού λοιπόν μ' αυτά τα μέσα δεν κατόρθωνα διόλου τον σκοπό μου, αποφάσισα να του επιτεθώ εξ εφόδου και να μην υποχωρήσω στις προσπάθειες, που είχα ήδη αρχίσει, μόνο να μάθω επιτέλους, τι συμβαίνει. Τον προσκαλώ λοιπόν σε δείπνο, απαράλλακτα όπως ένας εραστής, που ζητεί να παραπλανήσει τον αγαπημένο του. Και αυτό ακόμη το θέλημα δεν μου το έκαμε αμέσως. Αλλ' όμως με τον καιρόν πείσθηκε οπωσδήποτε. Την πρώτη λοιπόν φορά που ήλθε, θέλησε μετά το δείπνο να φύγει. Εγώ τότε από ντροπή τον άφησα. Στη δεύτερη όμως παγίδευση που του έστησα, όταν τελείωσε το δείπνο μας, παρέτεινα την συζήτηση ως αργά τη νύκτα, και όταν εκείνος ζήτησε ν' αναχωρήσει, εγώ, με την πρόφαση πως ήταν η ώρα περασμένη, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν ν' αναπαυθεί στο διπλανό μου ντιβάνι, στο ίδιο που είχε επίσης δειπνήσει. Κανένας δεν κοιμόταν στο δωμάτιο άλλος, μόνο εμείς.
Ως εδώ μεν δεν θα ήταν απρεπές να διηγηθώ την ιστορία μου στον καθένα. Τα απ' εδώ και πέρα όμως δεν θα τα ακούγατε ποτέ από το στόμα μου, αν πρώτα μεν μέσα στο κρασί, όπως λέγει η παροιμία, με παιδιά ή και χωρίς παιδιά, δεν ήταν η ειλικρίνεια. Έπειτα θα ήταν αδικία, μου φαίνεται, να παραδώσω στην λήθη ένα κατόρθωμα υπερήφανο του Σωκράτη, αφού άρχισα τον έπαινό του. Εκτός αυτού δοκιμάζω και εγώ το πάθημα του ανθρώπου, που δάγκωσε η έχιδνα. Όποιος το πάθει, λένε, δεν δέχεται να το περιγράψει πως ήταν, παρά μόνο σε εκείνους, που έχουν κάποτε δαγκωθεί. Μόνο αυτοί, φαντάζεται, θα ήταν σε θέση να τον καταλάβουν και να τον συγχωρήσουν, αν υπό το κράτος του πόνου παρεφέρθει να πράξει και να εκστομίσει το κάθε τι. Έτσι και εγώ, δαγκωμένος από κάτι οδυνηρότερο και στο πιο ευαίσθητο σημείο, που μπορεί κανείς να δαγκωθεί - στην καρδιά μου δηλαδή ή την ψυχή ή οπωσδήποτε πρέπει να το ονομάσουμε, μ' εκτύπησαν και μ' εδάγκασαν της φιλοσοφίας οι λόγοι. Και τρυπούν αγριότερα από την έχιδνα, αν πέσουν πάνω σε ενός νέου όχι κοινού την ψυχή, και παρασύρουν σε κάθε παράφορη πράξη και λόγο - εξ άλλου έχοντας ενώπιόν μου ανθρώπους, όπως ο Φαίδρος, ο Αγάθων, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστόδημος και Αριστοφάνης (τον ίδιο τον Σωκράτη δεν χρειάζεται ν' αναφέρω) και τόσους άλλους - όλοι σας άλλωστε έχετε μεταλάβει από τον παράφορο ενθουσιασμό και τον διονυσιασμό της φιλοσοφίας, γι' αυτό και όλοι σας θα τ' ακούσετε. Έτσι θα με συγχωρήσετε για όσα τότε έπραξα και όσα τώρα λεω. Και σεις οι δούλοι και όποιος άλλος παρίσταται αμύητος και άξεστος, με θυρόφυλλα πολύ μεγάλα φράξετε τ' αυτιά σας.
34. Λοιπόν κύριοι. Ο λύχνος είχε σβήσει και οι δούλοι ήσαν έξω. Έκρινα τότε, πως έπρεπε ν' αφήσω τις περιστροφές απέναντί του και ελεύθερα να του πω τι είχα στο νου μου. Τον σκούντησα λοιπόν και του είπα: "Σωκράτη κοιμάσαι;"
"Καθόλου" μου λέγει.
"Ξέρεις λοιπόν, τι έχω σκεφθεί;"
"Σαν τι;" μου είπε.
"Νομίζω" του λεω "ότι είσαι εσύ ο μόνος εραστής, που απεδείχθη άξιός μου. Αλλά μου δημιουργείς την εντύπωση, ότι δειλιάζεις να μου κάμεις λόγο γι' αυτό. Εγώ όμως, να πως σκέπτομαι: Βρίσκω πως είναι πολύ ανόητο να μη σου κάμω και τούτο το θέλημα και ό,τι άλλο επίσης χρειάζεσαι τυχόν είτε από την δική μου είτ' από των φίλων μου την περιουσία. Άλλωστε δεν υπάρχει για μένα σημαντικώτερο πράγμα παρά να γίνω όσο είναι δυνατόν τελειότερος. Και προς τούτο κανένα συμπαραστάτη δεν έχω, νομίζω, αρμοδιότερο εκτός από σένα. Σε παρόμοιο λοιπόν άνθρωπο αν δεν χάριζα την εύνοιά μου, θα ντρεπόμουν πολύ περισσότερο τους ανθρώπους με κρίση, παρ' όσο, αν την χάριζα, θα ντρεπόμουν το πλήθος το άκριτο".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

34
Αυτός με άκουσε και μου απάντησε με πολλή ειρωνεία, μ' εκείνο το ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό και συνηθισμένο ύφος του.
"Αγαπητέ μου Αλκιβιάδη, φαίνεσαι, μα την αλήθεια, να μην είσαι κακός υπολογιστής, αν βέβαια είναι αληθινά όσα λες, για μένα, και αν υπάρχει μέσα μου κάποια δύναμη, με την βοήθεια της οποίας θα μπορούσες να γίνεις τελειότερος. Προφανώς ένα κάλλος απερίγραπτο θα διακρίνεις μέσα μου, ανώτερο πάρα πολύ από την ωραία σου μορφή. Αυτό λοιπόν βλέπεις και γι' αυτό θέλεις να συντροφεύσουμε και να κάνουμε ανταλλαγή καλλονής. Έτσι αποβλέπεις να πραγματοποιήσεις σε βάρος μου κέρδος όχι ασήμαντο. Ζητάς ν' αποκτήσεις σε αντάλλαγμα του φαινομενικού το κάλλος το αληθινό, και το σχέδιό σου είναι πράγματι χάλκινα να δώσεις και χρυσά να πάρεις. Μα καλότυχε. Συλλογίσου καλύτερα. Ίσως δεν αξίζω τίποτε, και συ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είναι γνωστό, του πνεύματος η όραση αρχίζει να βλέπει πιο καθαρά, όταν η όραση των οφθαλμών πλησιάζει να παρακμάσει, και συ απέχεις ακόμη απ' αυτό πολύ".
Και εγώ όταν τα άκουσα, του λεω:
"Ό,τι είχα εκ μέρους μου να πώ, αυτό είναι. Τίποτε δεν πρόφερε το στόμα μου διαφορετικά απ' ότι σκέπτομαι. Σκέψου τώρα και μόνος σου ό,τι θεωρείς και δια τον εαυτόν σου το καλύτερο και δι' εμέ".
"Αυτό μάλιστα, το είπες σωστά. Στο μέλλον θ' αποφασίσουμε και θα ενεργήσουμε, όπως θα φανεί και στους δύο μας συμφερότερο και ως προς αυτό το ζήτημα και ως προς τα άλλα".
Εγώ λοιπόν τότε υπέθετα, ότι τον είχαν ήδη πληγώσει τα λόγια που αντάλλαξα μαζί του και είχα εκτοξεύσει, περίπου, ως βέλη. Σηκώθηκα λοιπόν και χωρίς πλέον να του αφήσω καιρό να προσθέσει τίποτε, τον σκέπασα με τον μανδύα μου (ήταν χειμώνας τότε), ξάπλωσα κάτω από την κουβέρτα του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του αληθινά δαιμονίου και εξαιρετικού αυτού όντος και έμεινα πλαγιασμένος έτσι ολόκληρη την νύκτα. Και αυτή τη φορά, Σωκράτη, δεν θα ισχυρισθείς πως είναι ψεύδη αυτά που λέω. Ε λοιπόν! Μ' όλα που έκαμα εγώ, αυτός εδείχθη τόσο ανίκητος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσο τα περιφρόνησε και τα γελοιοποίησε, τόσο με ταπείνωσε - και όμως πίστευα πως κάποια αξία είχε αυτό το πράγμα, κύριοι δικασταί. Διότι δικασταί, ναι, είσθε της υπερηφάνειας του Σωκράτη. Μάθετε λοιπόν, σας ορκίζομαι στους θεούς, στις θεές, κοιμήθηκα και ξύπνησα στο πλευρό του Σωκράτη, χωρίς να συμβεί τίποτε περισσότερο παρ' ό,τι αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή μ' έναν αδελφό μεγαλύτερο.
35. Και τώρα ύστερ' από το επεισόδιο αυτό, πως φαντάζεσθε την ψυχική μου κατάσταση; Από το ένα μέρος πίστευα, πως είχα εξευτελισθεί. Από το άλλο μ' εθάμβωνε η προσωπικότητα τούτου, η αυτοκυριαρχία και η δύναμη της θελήσεώς του. Είχα ευρεθεί ενώπιον ανθρώπου, που όμοιό του στην φρόνηση και την ευστάθεια δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ούτε να θυμώσω επιτέλους είχα την δύναμη και να στερηθώ επομένως την συναναστροφή του, ούτε να τον παρασύρω εύρισκα κανένα μέσον. Διότι με χρήματα (αυτό το ήξερα καλά) ήταν απ' όλα τα μέρη άτρωτος, περισσότερο παρ' ό,τι ο Αίας με σίδηρο. Και αφ' ετέρου από το μέσον, με το οποίο και μόνο έκρινα πως θα μπορούσε να παγιδευτεί, μου είχε διαφύγει. Βρισκόμουν λοιπόν σε αδιέξοδο και γύριζα αιχμαλωτισμένος πέρα ως πέρα απ' αυτόν τον άνθρωπο, όσο κανείς από κανέναν στον κόσμο.
Είχαν προηγηθεί όλ' αυτά τα γεγονότα της ζωής μου, όταν κατόπιν μου έτυχε να υπηρετήσουμε μαζί στην εκστρατεία της Ποτείδαιας και να είμαστε εκεί ομοτράπεζοι. Λοιπόν εκεί στις κακουχίες πρώτον υπερτερούσε όχι μόνον από εμένα, αλλά και από όλους μαζί τους άλλους. Όποτε π.χ βρισκόμαστε στην ανάγκη λόγω αποκοπής των συγκοινωνιών, όπως συμβαίνει δα στο μέτωπο, να περάσουμε χωρίς τροφή, δεν ήσαν τίποτε οι άλλοι συγκρινόμενοι μ' αυτόν ως προς την αντοχή. Και πάλι όταν είχαμε καλοπέραση, μόνος αυτός ήταν σε θέση να την χαρεί. Προ πάντων στην οινοποσία. Δεν την επεδίωκε, αλλά όποτε τον υποχρέωναν να πίνει, τους έβαζε όλους κάτω, και το περισσότερο απίστευτο απ' όλα: μεθυσμένο τον Σωκράτη δεν έχει δει ποτέ του άνθρωπος. Γι' αυτό άλλωστε θα σας δοθεί, ελπίζω, και τώρα αμέσως η απόδειξη. Όσον αφορά πάλι την αντοχή του στο ψύχος (και οι χειμώνες εκεί πάνω είναι δριμύτατοι) έκανε θαύματα. Ιδίως κάποτε που ήταν παγωνιά όσο γίνεται διαπεραστική: κανένας δεν ξεμύτιζε από μέσα ή, όποτε έβγαινε κανείς, φορούσαν όλοι ένα πλήθος πρόσθετα ρούχα και παπούτσια και είχαν τυλιγμένα τα πόδια τους σε δέρματα προβάτων. Ε λοιπόν! αυτός υπ' αυτές τις συνθήκες φορούσε, όταν έβγαινε έξω, τα ίδια ρούχα, όπως και πρωτύτερα συνήθιζε να φοράει, και βάδιζε ανυπόδητος πάνω στον πάγο με μεγαλύτερη άνεση, παρ' όσο οι άλλοι με τα παπούτσια τους. Και οι στρατιώτες τον στραβοκοίταζαν, νομίζοντας πως ήθελε να τους εξευτελίσει.




36. Και αυτά μεν σχετικά με το ζήτημα αυτό. Αξίζει όμως ν' ακούσετε
το τι έκανε κι ετράβηξε αυτός ο αντρειωμένος
κάποτ' εκεί στο μέτωπο. Συγκεντρωμένος δηλαδή σε μία σκέψη του, στεκόταν από την αυγή εκεί και συλλογιζόταν. Και επειδή δεν προχωρούσε στην σκέψη, αντί να παραιτηθεί, εξακολουθούσε να στέκεται και να την ζητά. Και είχε μεσημεριάσει πλέον, και ο κόσμος το πήρε είδηση και με κατάπληξη ανακοίνωσε ο ένας στον άλλον, ότι ο Σωκράτης από το πρωί στέκεται εκεί και παρακολουθεί κάποια σκέψη του. Στο τέλος (είχε βραδιάσει εν τω μεταξύ) μετά το δείπνο μερικοί Ίωνες έσυραν έξω τα στρώματά τους (καλοκαίρι ήταν τότε). Αφ' ενός μεν για να κοιμηθούν στα δροσερά, αφ' ετέρου δε για να παραφυλάξουν, αν θα έστεκε έτσι ακίνητος και τη νύκτα. Και αυτός έμεινε πράγματι όρθιος, ως που χάραξε η αυγή και ανέτειλε ο ήλιος. Ύστερα έκαμε την προσευχή του στον ήλιο και απομακρύνθηκε.
Αν αγαπάτε τώρα, στις μάχες. Είναι δίκαιο άλλωστε να του αποδώσω εξάπαντος αυτό τον έπαινο. Κατά τη διάρκεια δηλαδή της μάχης, μετά την έκβαση της οποίας οι στρατηγοί μου απένειμαν το βραβείο της ανδρείας, αυτός με έσωσε, κανένας άλλος. Είχα πληγωθεί. Αυτός όμως δεν δέχθηκε να μ' εγκαταλείψει, αλλά έσωσε από την μάχη και τα όπλα μου και μαζί και εμένα τον ίδιο. Και εγώ μεν και τότε επέμενα, Σωκράτη, να δώσουν οι στρατηγοί το βραβείο της ανδρείας σε σένα. Ως προς αυτό τουλάχιστον δεν θα έχεις κανένα παράπονο εναντίον μου, ούτε θα πεις ότι ψεύδομαι. Εντούτοις οι στρατηγοί, από σεβασμό προς την κοινωνική μου θέση, ήθελαν ν' απονείμουν σε μένα το βραβείο. Και εσύ τότε έδειξες μεγαλύτερη προθυμία από τους στρατηγούς, εγώ να το λάβω και όχι εσύ. Εκτός από αυτά, κύριοι, θα άξιζε τον κόπο να παρακολουθήσετε τον Σωκράτη την εποχή που ο στρατός μας πανικόβλητος οπισθοχωρούσε από την μάχη του Δηλίου. Έτυχε πράγματι να βρεθώ εκεί υπηρετώντας στο ιππικό, αυτός δε στο πεζικό. Οπισθοχωρούσε λοιπόν, ενώ το πλήθος είχε ήδη διασκορπισθεί, αυτός και μαζί του ο Λάχης. Και εγώ τυχαίως τους συναντώ, και αμέσως τους φωνάζω, μόλις τους είδα, να μη φοβούνται και δε θα τους αφήσω, τους έλεγα. Σε αυτή λοιπόν, σας λέγω, την περίσταση αντίκρυσα ωραιότερο παρ' όσο στην Ποτείδαια το θέαμα του Σωκράτη. Γιατί σαν έφιππος δεν χρειαζόταν τόσο να φοβάμαι προσωπικά. Πρώτα πρώτα, πόσο ανώτερος ήταν από τον Λάχητα στο να διατηρεί την ψυχραιμία του. Έπειτα μου παρείχε την εντύπωση όπως αναφέρεις και συ, Αριστοφάνη, ότι και εκεί βάδιζε τον δρόμο του ακριβώς όπως και εδώ, κορδωμένος και με τα μάτια του ριγμένα ποτ' εκεί και ποτ' εδώ. Ατάραχος κοίταζε δεξιά και αριστερά φίλους και εχθρούς και φανέρωνε από πολύ μακριά στον καθένα, ότι αν άπλωνε κανείς επάνω του, θ' αντισταθεί ο άνθρωπος αυτός με σθένος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και υποχωρούσε με κάθε ασφάλεια και αυτός και ο άλλος. Γιατί στον πόλεμο, όσους τηρούν ανάλογη στάση, καταντά μήτε να τους αγγίζουν καν. Προτιμούν να κυνηγούν εκείνους, που το έχουν βάλει πανικόβλητοι στα πόδια.
Υπάρχουν ακόμη και άλλα πολλά και αξιοθαύμαστα, που θα είχε κανείς να προσθέσει σε έπαινο του Σωκράτη. Αλλά ως προς τις άλλες μεν ιδιότητες θα μπορούσε ίσως ν' αποδώσει κανείς παρόμοια και σε έναν άλλο. Το ότι όμως δεν μοιάζει με κανένα άνθρωπο ούτε από τους αρχαίους ούτε από τους σύγχρονους, αυτό επιβάλλει κάθε θαυμασμό. Τι ήταν π.χ. ο Αχιλλέας, θα μπορούσες να έχεις μία εικόνα από τον Βρασίδα και άλλους. Και πάλι τι ήταν ο Περικλής, από τον Νέστορα και τον Αντήνορα και δεν είναι αυτοί μόνοι. Και για τους άλλους επίσης θα μπορούσες να βρεις αναλογίες παρόμοιες. Άνθρωπο όμως, του είδους που υπήρξε αυτός, αλλόκοτος και ο ίδιος και οι λόγοι του, ούτε κατά προσέγγιση δεν θα βρεις, όσο και να ζητήσεις. Ούτε μεταξύ των αρχαίων ούτε μεταξύ των συγχρόνων - εκτός αν τον παραβάλλεις μ' αυτούς που λεω, όχι με άνθρωπο οποιονδήποτε, αλλά με τους Σιληνούς και τους Σατύρους, και τον ίδιο και τις ομιλίες του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

35
37. Διότι - και παρέλειψα ν' αναφέρω τούτο από την αρχή - και οι συνδιαλέξεις του έχουν καταπληκτική πράγματι ομοιότητα με τους Σιληνούς, που ανοιγοκλείνουν. Όποιος π.χ. θελήσει τυχόν να παρακολουθήσει τις συζητήσεις του Σωκράτη, θα του έκαναν κατ' αρχάς πολύ κωμική εντύπωση: Αυτή την εμφάνιση έχουν και οι λέξεις και οι εκφράσεις, με τις οποίες είν' επενδυμένες εξωτερικά, σαν με το δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους αναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους και χαλκωματάδες και πετσωτήδες και βυρσοδέψες, και παρουσιάζεται σαν να επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια με τις ίδιες λέξεις. Έτσι, οποιοσδήποτε άνθρωπος άπειρος και επιπόλαιος θα γελούσε με τις συζητήσεις του. Όταν όμως τις δεις ν' ανοίγωνται και όσο περισσότερο εισδύεις στο βάθος τους, θα βρεις τότε, πρώτα μεν ότι είναι οι μόνες συζητήσεις που έχουν νόημα, έπειτα ότι είναι θείες σε ύψιστο βαθμό και κρύβουν μέσα τους πλήθος αγάλματα αρετής, και πλήθος είναι τα ζητήματα που αγγίζουν, ή μάλλον όλα όσα οφείλει να έχει υπ' όψη του οποιοσδήποτε πρόκειται να γίνει τέλειος άνθρωπος.
Αυτά είναι, κύριοι, όσα έχω να επαινέσω εγώ στον Σωκράτη. Και όσα πάλι παράπονα έχω εναντίον του, τα έβαλα μέσα στην ομιλία μου, τις προσβολές που μου έκαμε. Και δεν είμαι ο μόνος, που έχει μεταχειρισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο. Και τον Χαρμίδη του Γλαύκωνος και τον Ευθύδημο του Διοκλέους και ένα μεγάλο αριθμό άλλων. Τους εξαπατά, πως είν' εραστής τους, και στο τέλος καταντά να γίνεται ο ίδιος ερώμενος αντί για εραστής. Το ίδιο επίσης λεω και προς σε, Αγάθωνα. Να μην αφήσεις να σ' εξαπατήσει αυτός εδώ, μόνο να πάρεις τα μέτρα σου, τώρα που έμαθες από τα παθήματα τα δικά μας, ώστε να μη σου γίνει μάθημα το πάθημα, όπως στον ανόητο της παροιμίας".
38. Αυτά είπε ο Αλκιβιάδης, και αμέσως αντήχησαν γέλια για την ελευθεροστομία του, επειδή φαινόταν να είν' ερωτευμένος ακόμη με τον Σωκράτη.
Τότε ο Σωκράτης "Αμέθυστο σε βρίσκω Αλκιβιάδη" του λεει. "Ειδεμή, δεν θα μεταχειριζόσουν τόσο επιδέξιες τεχνικές περιστροφές, προσπαθώντας ν' αποκρύψεις το ελατήριο, χάριν του οποίου ανάπτυξες όλ' αυτά, και δεν θα το τοποθετούσες στο τέλος, σαν να το ανέφερες δήθεν στη ροή του λόγου. Σά να μην ήταν η πρόθεση της όλης σου ομιλίας να μας βάλεις να μαλώσουμε εγώ και ο Αγάθωνας, με την πεποίθηση ότι έχουμε καθήκον, εγώ μεν κανέναν άλλον να μην αγαπώ εκτός από σένα, ο δε Αγάθων κανενός άλλου τον έρωτα να μη δέχεται παρά μόνο τον δικό σου. Αλλά δεν μας γελάς. Όλη σου αυτή η σκηνοθεσία με τους Σατύρους και τους Σιληνούς ξεσκεπάσθηκε τελείως. Καλέ μου Αγάθων, ας μη του περάσει, όχι. Μόνο έχε τον νου σου, κανείς να μη βάλει σκάνδαλα μεταξύ μας".
Και ο Αγάθων είπε: "Αλήθεια Σωκράτη, σαν να μου φαίνεται πως έχεις δίκιο. Το συμπεραίνω άλλωστε και από το ότι πήγε και πλάγιασε ανάμεσά μας, με την πρόθεση να μας χωρίσει. Ε, λοιπόν! δεν θα του περάσει. Θα έλθω και εγώ να πλαγιάσω κοντά σου".
Ναι!" λέγει ο Σωκράτης "εδώ έλα και πλάγιασε στα πόδια μου".
"Θεέ μου" φώναξε ο Αλκιβιάδης "τι υποφέρω πάλι απ' αυτόν τον άνθρωπο! Σε όλα εννοεί να με υπερτερεί. Επιτέλους, καημένε, αν όχι τίποτ' άλλο, άφησε τουλάχιστον τον Αγάθωνα να κάθεται ανάμεσά μας"
"Α όχι! αυτό δεν γίνεται" λεει ο Σωκράτης. "Εσύ έπλεξες το εγκώμιό μου. Πρέπει τώρα και εγώ να πλέξω το εγκώμιο του προς τα δεξιά. Αν λοιπόν καθίσει ο Αγάθων προς τα πόδια σου, θα πρέπει τότε (δεν είν' έτσι εμέ και πάλι να εγκωμιάσει, αντί να εγκωμιασθεί εκείνος από εμένα. Μα έλα άφησε, αδελφέ, και μη ζηλεύεις το παλληκάρι, αν θα το εγκωμιάσω. Εξ άλλου αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία να του πλέξω το εγκώμιο".
"Τι ωραία!" λεει ο Αγάθωνας. "Αλκιβιάδη, αδύνατον να μείνω αυτού. Οπουδήποτ' αλλού θα σηκωθώ και θα πλαγιάσω, για ν' ακούσω τον πανηγυρικό μου από τον Σωκράτη".
"Να τα πάλι" λεει ο Αλκιβιάδης "τα συνηθισμένα! Όπου είναι παρών ο Σωκράτης, είναι αδύνατο άλλος κανείς να έλθει σε επικοινωνία με τους ωραίους. Να και τώρα πάλι, τι εύκολα που βρήκε μία δικαιολογία πιστευτή, ώστε να πλαγιάσει κοντά του εκείνος!".
39. Ενώ λοιπόν ο Αγάθων σηκωνόταν για να καθίσει κοντά στον Σωκράτη, έξαφνα εμφανίσθηκαν πλήθος άνθρωποι στην πόρτα. Την βρήκαν ανοικτή, επειδή έβγαινε κάποιος εκείνη τη στιγμή, και τράβηξαν κατ' ευθείαν μέσα και πήραν θέση κοντά τους. Γέμισε τότε όλο το σπίτι θόρυβο, και χωρίς καμιά πλέον τάξη υποχρεώθηκαν να πίνουν πάρα πολύ κρασί.
Και ο μεν Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος με μερικούς άλλους, λέγει ο Αριστόδημος, έσπευσαν να φύγουν. Τον ίδιο, τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε πάρα πολύ (γιατί οι νύχτες ήταν μεγάλες), ξύπνησε δε προς τα ξημερώματα, όταν λάλησαν πλέον οι πετεινοί. Όταν ξύπνησε, είδε πως οι άλλοι όλοι είχαν αποκοιμηθεί ή είχαν φύγει, ο Αγάθωνας δε και ο Αριστοφάνης και ο Σωκράτης μόνοι ήταν ακόμη άγρυπνοι και έπιναν από ένα μεγάλο κύπελλο από αριστερά προς τα δεξιά. Ο Σωκράτης συζητούσε μαζί τους. Εντούτοις όλα όσα έλεγαν δεν τα συγκράτησε, λέγει ο Αριστόδημος, στη μνήμη του. Γιατί αφ' ενός μεν δεν τα είχε παρακολουθήσει εξ αρχής, αφ' ετέρου δε ήταν μισονυσταγμένος. Οι γενικές γραμμές όμως, ήταν, λεει, ότι ο Σωκράτης τους αποσπούσε την ομολογία, ότι είναι έργο του ίδιου προσώπου να γνωρίζει να συνθέτει και τραγωδία και κωμωδία και ότι, όποιος είναι τεχνίτης ποιητής τραγωδιών, είναι συγχρόνως και κωμωδιών ποιητής. Σε αυτά εκείνοι αναγκάζονταν να συμφωνήσουν, χωρίς να παρακολουθούν ενεργά, γιατί εν τω μεταξύ νύσταξαν. Πρώτος αποκοιμήθηκε ο Αριστοφάνης, κατόπιν, όταν είχε πια ξημερώσει, και ο Αγάθωνας.
Τότε ο Σωκράτης, αφού τους έβαλε να κοιμηθούν, σηκώθηκε και έφυγε. Αυτός τον ακολούθησε, όπως συνήθως. Όταν έφθασε στο Λύκειον, πλύθηκε και ασχολήθηκε το υπόλοιπο της ημέρας όπως πάντα. Κατ' αυτόν τον τρόπο πέρασε την ημέρα του, και ύστερα προς το βράδυ πήγε στο σπίτι του ν' αναπαυθεί.






ΤΕΛΟΣ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαίοι Ελληνες που άφησαν εποχή”