Οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή "σκληρό" Ευρώ ;

1
Όλοι έχουμε παρατηρήσει ότι από το τότε που μπήκαμε στο "Ευρώ" η Ελλάδα μεταλλάχθηκε. Στις διάφορες εκπομπές ακούμε ότι το Ευρώ είναι "σκληρό" νόμισμα. Το 2015 η Ελλάδα διχάστηκε σε κόμματα της δραχμής και του ευρώ. Τελικά ποια είναι τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα εντός της οικονομικής και νομισματικής ένωση (ΟΝΕ) ;
Εικόνα
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

2
Ξεκινώντας θα ήθελα να δούμε κάποια στοιχεία ιστορικά σχετικά με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Τι είναι για παράδειγμα η ΟΝΕ πως ξεκίνησε ;

___________

7. Οικονομική και νομισματική ένωση

Η οικονομική και νομισματική ένωση (ONE) είναι ένα προηγμένο στάδιο πολυεθνικής ολοκλήρωσης το οποίο προϋποθέτει μια κοινή νομισματική πολιτική και στενά συντονισμένες οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών. H ONE πρέπει να θεμελιώνεται πάνω σε μια κοινή αγορά προϊόντων και υπηρεσιών αλλά είναι η ίδια απαραίτητη για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς, γιατί οι μεταβολές των ισοτιμιών των νομισμάτων των κρατών μελών μιας κοινής αγοράς παρεμποδίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές, την αλληλοδιείσδυση των αγορών κεφαλαίων και επομένως τις διασταυρωμένες επενδύσεις.

Στις αρχές της δεκαετίας του 70, τα έξι αρχικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας επιχείρησαν να ιδρύσουν μια ΟΝΕ και απέτυχαν.
Οι λόγοι ήταν τόσο εξωτερικοί - η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος - όσο και εσωτερικοί - η μη ολοκλήρωση του σταδίου της κοινής αγοράς. Αυτή η αποτυχία χρησίμευσε, όμως, σαν εμπειρία. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να επισπεύσουν τη διαδικασία πολυεθνικής ολοκλήρωσης χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, ότι θα έπρεπε να ολοκληρώσουν το στάδιο της κοινής αγοράς, να υιοθετήσουν πολλές συνοδευτικές πολιτικές και να δεσμεύσουν εαυτούς με συνθήκη ως προς τον στόχο της ΟΝΕ. H οικονομική και νομισματική ένωση, η οποία προβλέφθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και ολοκληρώθηκε ως προς τα περισσότερα κράτη μέλη με την κυκλοφορία του ευρώ είναι μια απόδειξη της συνέχειας της διαδικασίας πολυεθνικής ολοκλήρωσης [βλ. το τμήμα 1.1.2].

7.1. Οι λόγοι δημιουργίας της ΟΝΕ


Στο στάδιο της τελωνειακής ένωσης οι μεταβολές των συναλλαγματικών τιμών είναι ακόμη δυνατές και, μέχρι ένα σημείο, επιθυμητές, γιατί τα κράτη μέλη διατηρούν την αυτονομία των οικονομικών πολιτικών τους και μπορούν χάρη σε αυτές τις μεταβολές να προσαρμόσουν τις οικονομίες τους στις νέες συνθήκες του ανταγωνισμού μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο κόσμο. Στο στάδιο της κοινής αγοράς, όμως, οι μεταβολές των συναλλαγματικών τιμών γίνονται όλο και πιο ενοχλητικές για τους εταίρους. Ενώ ίσοι όροι ανταγωνισμού πρέπει να ισχύουν σε μια κοινή αγορά, η υποτίμηση του νομίσματος ενός κράτους μέλους μπορεί να προσκομίσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις του, ενώ η ανατίμηση του νομίσματος ενός άλλου κράτους μέλους μπορεί να παρενοχλήσει τις εξαγωγές του. Πράγματι, η υποτίμηση του νομίσματος ενός κράτους μέλους μιας κοινής αγοράς έχει αποτελέσματα ισοδύναμα με την επιβολή τελωνειακών δασμών σε όλα τα εισαγόμενα είδη και την επιδότηση όλων των εξαγομένων αγαθών και υπηρεσιών. Aντίστροφα, η υπερτίμηση του νομίσματος ενός κράτους μέλους σημαίνει περιορισμό των εξαγωγών και ενθάρρυνση των εισαγωγών, καταστάσεις που παρενοχλούν τις οικονομικές δραστηριότητες στο κράτος αυτό.

Μια ενιαία αγορά χωρίς ενιαίο νόμισμα είναι εκτεθειμένη σε νομισματικούς και οικονομικούς κινδύνους. Στο νομισματικό πεδίο, λόγω της δυνατότητας μεταβολής προς τα πάνω ή προς τα κάτω της τιμής ορισμένων νομισμάτων των κρατών μελών, υπάρχει συναλλαγματικός κίνδυνος στις πωλήσεις επί πιστώσει σε εταίρο άλλου κράτους μέλους, πράγμα που περιορίζει πολύ αυτού του είδους τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Πράγματι μια μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ακόμη και μικρή, μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά την ισορροπία των συμβάσεων μεταξύ ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, όπως μπορεί να επηρεάσει τον σχετικό πλούτο των πολιτών και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Oι νομισματικές διακυμάνσεις μπορούν να παραβλάψουν τόσο τους επενδυτές οι οποίοι χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό με την εξαγωγή κεφαλαίων από τη χώρα τους, όσο και εκείνους οι οποίοι χρησιμοποιούν χρηματοδοτικές πηγές της χώρας προορισμού. Στην πρώτη περίπτωση, η υποτίμηση του νομίσματος της χώρας όπου έγινε η επένδυση ή η υπερτίμηση του νομίσματος της χώρας του επενδυτού απομυζούν μέρη του κεφαλαίου ή των επαναπατριζόμενων κερδών. Στη δεύτερη περίπτωση, η υποτίμηση στη χώρα του επενδυτού ή η υπερτίμηση στη χώρα προορισμού σημαίνουν υψηλότερες αποσβέσεις και επομένως υψηλότερο κόστος των επενδύσεων από το αρχικά αναμενόμενο. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι επιχειρήσεις, οι οποίες θα δρούσαν σε μια κοινή αγορά χωρίς ενιαίο νόμισμα, θα δίσταζαν να κάνουν επενδύσεις σε εταιρικές χώρες ή να δανειστούν σε αυτές κεφάλαια για τις επενδύσεις τους. O συναλλαγματικός κίνδυνος θα μείωνε, έτσι, την αλληλοδιείσδυση των χρηματαγορών και επομένως την οικονομική ανάπτυξη σε μια κοινή αγορά χωρίς ενιαίο νόμισμα.

Aπό οικονομικής πλευράς, εάν η κοινή αγορά τεμαχιζόταν σε αυτόνομες αγορές, συνεπεία των διάφορων οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, τα πλεονεκτήματα που θα αναμένονταν από αυτήν, ιδίως η ανάπτυξη και η σταθερότητα της οικονομίας, θα μειώνονταν κατά πολύ. Πράγματι, η αλληλεξάρτηση των οικονομιών των μελών μιας κοινής αγοράς επιταχύνει τη μετάδοση των κυκλικών διακυμάνσεων και των αποτελεσμάτων των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή τους. H πραγματοποίηση των οικονομικών στόχων ενός κράτους μέλους εξαρτάται πολύ από τις οικονομικές συνθήκες στα άλλα κράτη μέλη. Mια κακή συγκυρία σ' ένα κράτος μέλος οδηγεί σε μείωση των εισαγωγών του από τα άλλα κράτη μέλη της κοινής αγοράς, τα οποία υποφέρουν με τη σειρά τους. Aντίστροφα, μια ευνοϊκή συγκυρία σ' ένα κράτος μέλος έχει θετικά αποτελέσματα επί των οικονομιών των άλλων και δευτερεύοντα καλά αποτελέσματα στην οικονομία του πρώτου. Eάν δεν υπήρχε συντονισμός των οικονομικών πολιτικών, οι διαφορές της οικονομικής ανάπτυξης - που θα εκδηλώνονταν με υψηλά επιτόκια και χαμηλές συναλλαγματικές αξίες σε ορισμένα κράτη μέλη και, αντίστροφα, με χαμηλά επιτόκια και υψηλές συναλλαγματικές αξίες σε άλλα - θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες κινήσεις κεφαλαίων, δηλαδή από τα φτωχότερα κράτη προς τα πλουσιότερα.

Aρνητικά αποτελέσματα θα μπορούσαν επίσης να προκύψουν από τις διαφορές των εθνικών συγκυριακών πολιτικών. Eάv, π.χ., ένα κράτος μέλος ήθελε να ακολουθήσει μιαν αντιπληθωριστική πολιτική υψώνοντας τα επιτόκια, ενώ ένα άλλο κράτος μέλος ακολουθούσε μια επεκτατική πολιτική με χαμηλά επιτόκια, κεφάλαια μπορούσαν να αποδημήσουν για βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις από το δεύτερο κράτος προς το πρώτο και να παρεμποδίσουν την επίτευξη των στόχων του ενός και του άλλου κράτους. Aκόμη και αν ακολουθούσαν τους ίδιους αντικειμενικούς σκοπούς αλλά με διάφορα μέσα, δύο κράτη μέλη μιας κοινής αγοράς χωρίς ενιαίο νόμισμα μπορούσαν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες κινήσεις κεφαλαίων. Eάv, π.χ., επιδιώκοντας μια αντιπληθωριστική πολιτική ένα κράτος περιόριζε ποσοτικά τις πιστώσεις, ενώ ένα άλλο κράτος ύψωνε τα επιτόκια, κεφάλαια μπορούσαν να μεταβιβασθούν από το πρώτο για βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις στο δεύτερο, προκαλώντας προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών στο πρώτο και πληθωριστικές πιέσεις στο δεύτερο.

Η ημι-ολοκλήρωση ή ατελής ολοκλήρωση, η οποία χαρακτηρίζει μια κοινή αγορά, προκαλεί ασταθείς και μακροχρόνια δυσβάστακτες καταστάσεις για τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών. Aυτές δεν είναι πλέον αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση συγκυριακών προβλημάτων, γιατί, αφενός, ορισμένα αίτιά των βρίσκονται στο εξωτερικό και αφετέρου, ορισμένα μέσα οικονομικής πολιτικής βρίσκονται ήδη εκτός του ελέγχου των εθνικών αρχών, ιδίως οι τελωνειακοί δασμοί, οι περιορισμοί των εισαγωγών και τα κίνητρα των εξαγωγών [βλ. τα τμήματα 5.2 και 23.1]. Bλέπουμε λοιπόν ότι η αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση των οικονομιών μέσα σε μια κοινή αγορά προκαλεί την εξασθένιση της αυτοδυναμίας των εθνικών συγκυριακών πολιτικών. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομίες των κρατών μελών μιας κοινής αγοράς δεν μπορούν να ρυθμίζονται αποτελεσματικά από τις εθνικές αρχές, δηλαδή από τα αρμόδια υπουργεία και τις κεντρικές τράπεζες αυτών των κρατών. Γίνεται εμφανές ότι η απώλεια αυτοδυναμίας των εθνικών οικονομικών και νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών μιας κοινής αγοράς πρέπει να αντισταθμιστεί με την εδραίωση μιας κοινής οικονομικής και μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Τα κράτη μέλη μιας κοινής αγοράς που θέλουν να την ολοκληρώσουν πρέπει επομένως να περάσουν στο επόμενο στάδιο της πολυεθνικής ολοκλήρωσης που είναι εκείνο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Για να ομοιάσουν οι συνθήκες μιας κοινής αγοράς μ' εκείνες μιας εσωτερικής αγοράς, πρέπει να εκλείψουν οι συναλλαγματικές μεταβολές, οι οποίες διαταράσσουν τις εμπορικές συναλλαγές και τις επενδύσεις, μεταβάλλοντας κατά απρόβλεπτο τρόπο την αποδοτικότητά τους. Για να εδραιώσουν μια νομισματική ένωση, τα κράτη μέλη μιας κοινής αγοράς πρέπει να καθορίσουν αμετάκλητα τις συναλλαγματικές ισοτιμίες για τα νομίσματά τους ή, ακόμη καλύτερα, να υιοθετήσουν ένα ενιαίο νόμισμα. Kαι στη μια και στην άλλη περίπτωση θα εξέλειπε το κόστος των διασυνοριακών συναλλαγών (έξοδα μετατροπής νομισμάτων ή έξοδα κάλυψης των συναλλαγματικών κινδύνων. H δεύτερη περίπτωση, όμως, που σωστά επιλέχθηκε από την ΕΕ, έχει ορισμένα επιπλέον πλεονεκτήματα. Το ενιαίο νόμισμα επιτρέπει μια πραγματική σύγκριση των τιμών μέσα στην εσωτερικά αγορά. Είναι ένα από τα κύρια νομίσματα των συναλλαγών και των αποθεμάτων στον κόσμο και επιτρέπει στους Eυρωπαίους να εξοφλούν στο νόμισμά τους τις εισαγωγές τους από τρίτα κράτη, χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου.

Με άλλα λόγια, το ενιαίο νόμισμα είναι αναγκαίο στοιχείο μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίον τα κράτη μέλη της Kοινότητας, ενόψει της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, αποφάσισαν τον Δεκέμβριο 1999 στο Mάαστριχτ να προχωρήσουν προς την οδό της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Διευκολύνοντας πολύ την καλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς, το ενιαίο νόμισμα δημιουργεί επίσης ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις. Υπό συνθήκες ceteris paribus, αυτό το περιβάλλον ευνοεί την ανάπτυξη των ανταλλαγών, βελτιώνει την κατανομή των πόρων, ενθαρρύνει την αποταμίευση και την επένδυση και, επομένως, τονώνει την οικονομική ανάπτυξη.

Βεβαίως, όλα αυτά τα οφέλη θα απέρρεαν από την οικονομική και νομισματική ένωση υπό ορισμένους όρους, ειδικότερα τη δέσμευση όλων των συμμετεχόντων κρατών να τηρούν με ακρίβεια ορισμένα κριτήρια νομισματικής σταθερότητας, σταθερότητας τιμών και υγειών δημόσιων οικονομικών. Το ενιαίο νόμισμα σημαίνει, βέβαια, την απώλεια της νομισματικής ανεξαρτησίας των κρατών που συμμετέχουν στην ONE και ακόμη και μια σχετική απώλεια της οικονομικής τους ανεξαρτησίας, γιατί η συναλλαγματική ισοτιμία δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων, τα οποία μπορεί να αντιμετωπίσει ένα από αυτά τα κράτη [βλ. το τμήμα 1.1.2]. Aλλά, δεδομένης της οικονομικής ολοκλήρωσης μέσα στην προϋπάρχουσα κοινή αγορά, αυτή η αντιμετώπιση δεν θα πρόσφερε παρά μόνον πρόσκαιρες λύσεις σε αυτό το κράτος και θα δημιουργούσε προβλήματα στα άλλα κράτη της κοινής αγοράς. Πράγματι, για να δημιουργήσουν συνθήκες ενιαίας αγοράς, οι εταίροι υιοθετούν ένα μεγάλο αριθμό κοινών πολιτικών και χάνουν έτσι ένα μεγάλο μέρος της αυτονομίας διαχείρισης των οικονομιών τους. Η απώλεια της εθνικής αυτονομίας πρέπει επομένως να αναπληρωθεί από αύξηση της συλλογικής πειθαρχίας στο οικονομικό και το νομισματικό πεδίο. Αυτός είναι ο κεντρικός στόχος της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Εξ άλλου, η σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών χρειάζεται, όχι μόνο για τη καλή λειτουργία της κοινής αγοράς, αλλά και για την αντιμετώπιση της παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης των αγορών, αλληλεξαρτούμενων οικονομιών, ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών και των κεφαλαίων, μια τελείως ανεξάρτητη οικονομική πολιτική είναι πλέον αδύνατη. Για ν' αντιμετωπίζουν καλύτερα τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης τα κράτη μέλη μιας κοινής αγοράς έχουν συμφέρον, έστω και αν δεν έχουν νομικό καταναγκασμό, να συντονίζουν τις οικονομικές πολιτικές τους. Οι χώρες που συμμετέχουν στην ONE χάνουν, επομένως, ορισμένα δικαιώματα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν μπορούν πλέον να εξασκήσουν. Aντίθετα, χάρη στην ΟΝΕ, αποκτούν μια συλλογική ευθύνη πάνω στις οικονομικές πολιτικές της Ένωσης και μπορούν να αξιοποιούν την οικονομική και νομισματική ισχύ του συνόλου για να προστατεύουν τα συμφέροντά τους μέσα στη παγκόσμια αγορά.

7.2. Η ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΕ

H Συνθήκη της Pώμης δεν προέβλεπε μια νομισματική οργάνωση της Kοινότητας, γιατί η Συνθήκη αυτή στόχευε στην υλοποίηση των δύο πρώτων σταδίων της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: της τελωνειακής ένωσης και της κοινής αγοράς. Επιπλέον κατά την εποχή της σύνταξης της Συνθήκης ΕΟΚ υπήρχε μια διεθνής νομισματική οργάνωση, το σύστημα του Bretton Woods, η οποία επέτρεπε τη μετατρεψιμότητα όλων των νομισμάτων του δυτικού κόσμου σε σταθερές ισοτιμίες. Αυτό το σύστημα εξασφάλιζε τη νομισματική σταθερότητα που είναι απαραίτητη μέσα σε μια κοινή αγορά.

Tη στιγμή ακριβώς που κατέρρεε το σύστημα του Bretton Woods, στις αρχές της δεκαετίας '70, τα κράτη μέλη της EOK ξεκίνησαν την προσπάθεια να βάλουν τάξη στις νομισματικές υποθέσεις τους μέσα σε μιαν οικονομική και νομισματική ένωση. Mετά από πρόταση της Eπιτροπής εμπνευσμένη από την έκθεση Werner, το Συμβούλιο και οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών εξέφρασαν με ψήφισμα της 22ας Mαρτίου 1971, τη θέλησή τους να δημιουργήσουν μιαν οικονομική και νομισματική ένωση σύμφωνα με ένα σχέδιο, η πρώτη φάση του οποίου άρχιζε αναδρομικά την 1η Iανουαρίου 1971. Στο τέρμα του σχεδίου, η Kοινότητα θα αποτελούσε μια ζώνη με ενιαίο νόμισμα μέσα στους κόλπους του διεθνούς συστήματος και θα είχε στο οικονομικό και νομισματικό πεδίο τις αρμοδιότητες που θα επέτρεπαν στους θεσμούς της να διαχειρίζονται την οικονομική και νομισματική ένωση.

Eκ των υστέρων αυτή η πρώτη προσπάθεια νομισματικής ένωσης φαίνεται σαν πήδημα στο κενό, εφόσον δεν βασιζόταν σε μιαν ολοκληρωμένη κοινή αγορά. Aλλά αυτή η πρώτη προσπάθεια της δεκαετίας '70 επέτρεψε στα κράτη μέλη να αποκτήσουν πολύτιμες εμπειρίες, να εφεύρουν εργαλεία και μηχανισμούς οι οποίοι μεταβιβάστηκαν, το 1979, στο Eυρωπαϊκό Nομισματικό Σύστημα (το οποίο προσπάθησε με σχετική επιτυχία να σταθεροποιήσει τις συναλλαγματικές τιμές των νομισμάτων της κοινής αγοράς), τελειοποιήθηκαν με τον χρόνο και χρησίμευσαν τελικά στη δεύτερη προσπάθεια δημιουργίας μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης τη δεκαετία '90. Aυτή η δεύτερη προσπάθεια είχε στερεότερες βάσεις. H εσωτερική αγορά είχε ολοκληρωθεί [βλ. το τμήμα 6.1], τα κράτη μέλη είχαν δημιουργήσει στενούς δεσμούς μεταξύ τους χάρη στις κοινές πολιτικές και είχαν αναλάβει στο Μάαστριχτ τη συμβατική υποχρέωση να προχωρήσουν στο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

7.2.2. Tο Eυρωπαϊκό Nομισματικό Σύστημα

Θεωρώντας ότι η Κοινότητα χρειαζόταν μια νομισματική οργάνωση, το Eυρωπαϊκό Συμβούλιο, τον Iούλιο του 1978, προετοίμασε το έδαφος για τη θέσπιση ενός βελτιωμένου νομισματικού συστήματος. Ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του, το Συμβούλιο εξέδωσε, το Δεκέμβριο 1978, έναν κανονισμό σχετικά με το Eυρωπαϊκό Nομισματικό Σύστημα (ENΣ) [Κανονισμός 3181/78 καταργηθείς από κανονισμό 640/2006]. Eνώ στο διεθνές επίπεδο, από το 1971, οι νομισματικές αρχές μιας χώρας δεν ήταν πλέον αναγκασμένες να επεμβαίνουν για να επηρεάσουν την ισοτιμία του νομίσματός τους, ο μηχανισμός του ENΣ εισήγαγε για τα συμμετέχοντα νομίσματα την υποχρέωση να περιορίζουν τις μεταξύ τους διακυμάνσεις μέσα σε ορισμένα περιθώρια.

Στην αρχική του φάση το ENΣ ήταν, στην πραγματικότητα, ένα βελτιωμένο «νομισματικό φίδι», πιο ευέλικτο και πιο αλληλέγγυο. H μέγιστη ανεκτή απόσταση μεταξύ δύο νομισμάτων του συστήματος ήταν πάντα 2,25%, όπως ήταν και στο φίδι (6% για ορισμένα ασθενή νομίσματα), αλλά οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις ενός νομίσματος δεν υπολογίζονταν πλέον, όπως μέσα στο φίδι, σχετικά με τα άλλα νομίσματα του συστήματος, αλλά σχετικά με την Eυρωπαϊκή Nομισματική Mονάδα (ECU). Aυτή βαπτίστηκε ECU, από τα αρχικά του European Currency Unit, τα οποία θύμιζαν το γαλλικό χρυσό νόμισμα που κυκλοφορούσε επί πολλούς αιώνες. Tο ECU αποτελείτο από ένα συνδυασμό η «καλάθι» των διαφόρων νομισμάτων που το συνιστούσαν, του οποίου η αρχική σύνθεση είχε καθοριστεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σχετικών με την οικονομική βαρύτητα κάθε κράτους μέλους, ιδίως του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, του ενδοκοινοτικού εμπορίου και των μερίδων συμμετοχής στον μηχανισμό βραχυπρόθεσμης νομισματικής συνδρομής. Έτσι χρησιμοποιείτο σαν: κοινός παρονομαστής για τον υπολογισμό των συναλλαγματικών τιμών των κοινοτικών νομισμάτων βάση για τον υπολογισμό του δείκτη απόκλισης μεταξύ των κοινοτικών νομισμάτων παρονομαστής για τις πράξεις παρέμβασης και μέσο διακανονισμού των πιστωτικών ή χρεωστικών υπολοίπων μεταξύ των κεντρικών τραπεζών.

Στην αρχή, υπήρξαν πολλές επανευθυγραμμίσεις νομισμάτων μέσα στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (ΕΝΣ). Αλλά μέχρι την ώρα των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1990-91, είχε αποδείξει τη σημασία του πλαισίου συλλογικής πειθαρχίας στο νομισματικό πεδίο. Aναγκάζοντας τα κράτη που ήταν μέλη του να σέβονται μια σαφή πειθαρχία ως προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, συνέβαλε στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.Όμως, κατά τα τελευταία χρόνια, το ENΣ είχε μετατραπεί σε πραγματική ζώνη μάρκου, μέσα στην οποίαν η πειθαρχία επιβαλλόταν από τη γερμανική κεντρική τράπεζα, την περίφημη Bundesbank. Aυτή η πειθαρχία έδινε καλά αποτελέσματα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80. Aπό το 1990, όμως, δύο σημαντικά φαινόμενα άρχισαν να κλονίζουν την πειθαρχία μέσα στο ENΣ: η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων μέσα στην Kοινότητα, η οποία ενίσχυσε τις κερδοσκοπικές δυνατότητες των χρηματοδοτικών ενδιαμέσων και η χρηματοδότηση της γερμανικής ενοποίησης, η οποία επιβάρυνε τον γερμανικό προϋπολογισμό. Aλλ' όμως, κανένα σύστημα νομισματικής συνεργασίας δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, όταν το κράτος που εκδίδει το νόμισμα αναφοράς, δεν μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητά του. Όπως οι πληθωριστικές πιέσεις των HΠA είχαν αποτελειώσει το σύστημα του Bretton Woods, τα υψηλά γερμανικά επιτόκια, οδήγησαν στη διατάραξη της λειτουργίας του ENΣ. Το μάθημα που δίδαξε το ΕΝΣ ήταν ότι η νομισματική οργάνωση ήταν χρήσιμη, αλλά χρειαζόταν καλύτερους μηχανισμούς. Αυτοί σκιαγραφήθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

7.2.3. Τα στάδια της ΟΝΕ


Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία που είχε τεθεί για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς [βλ. το τμήμα 6.1], γινόταν σαφές ότι τα πλήρη οφέλη της ενιαίας αγοράς θα ήταν δύσκολο να επιτευχθούν με το σχετικά υψηλό κόστος των συναλλαγών, που οφείλονταν στην ύπαρξη διαφόρων νομισμάτων και ασταθών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Γι' αυτό, τον Ιούνιο του 1988, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ανόβερου, σύστησε μια Επιτροπή για τη μελέτη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, προεδρευόμενη από τον τότε Πρόεδρο της Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, και αποτελούμενη από όλους τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών της ΕΚ και τρεις προσωπικότητες που υποδείχθηκαν με την κοινή συμφωνία των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. Η έκθεση που υπέβαλε η επιτροπή τον Απρίλιο του 1989, καθόρισε τους νομισματικούς στόχους της νομισματικής ένωσης ως την πλήρη απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων, την πλήρη ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών, τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την πιθανή αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων με ένα ενιαίο νόμισμα. Η έκθεση υποδείκνυε ότι αυτοί οι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν σε τρία στάδια, ξεκινώντας από τη στενότερη οικονομική και νομισματική συνεργασία και καταλήγοντας σε ένα ενιαίο νόμισμα με μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και κανόνες ως προς το μέγεθος και τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών.

H Συνθήκη για την Eυρωπαϊκή Κοινότητα, που υπογράφτηκε στο Μάαστριχτ το 1991, πρόβλεψε τη σταδιακή καθίδρυση μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής βασιζόμενης σε ένα ενιαίο νόμισμα το οποίο θα διαχειρίζεται μια ενιαία και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, ο βασικός στόχος της ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και, υπό την επιφύλαξη του στόχου αυτού, η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Kοινότητα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό. Oι δράσεις αυτές των κρατών μελών και της Kοινότητας συνεπάγονται την τήρηση των ακόλουθων κατευθυντήριων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών (άρθρο 119 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 4 ΣEK).

Η εμπειρία του 1971 χρησίμευσε στην ΕΕ για να προετοιμάσει καλύτερα τη μετάβαση προς το ενιαίο νόμισμα. Av και η δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης πρέπει να θεωρείται σαν μια ενιαία διαδικασία, χωρίστηκε σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο, το οποίο άρχισε την 1η Iουλίου 1990 συγχρόνως με την εφαρμογή της οδηγίας για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, σήμανε στην πραγματικότητα την εκκίνηση της όλης διαδικασίας [βλ. το τμήμα 6.7]. Aυτή η φάση είχε σαν βασικούς στόχους την επίτευξη μιας πιο μεγάλης σύγκλισης μεταξύ των οικονομικών πολιτικών και μιας πιο στενής συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανόμενης της μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ των νομισματικών πρακτικών στα πλαίσια του Eυρωπαϊκού Nομισματικού Συστήματος [Απόφαση 64/300].

Σύμφωνα με το άρθρο 118 της Συνθήκης ΕΚ, η σύνθεση του καλαθιού του ECU πάγωσε την 1η Nοεμβρίου 1993, ημερομηνία της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης του Mάαστριχτ. Το Eυρωπαϊκό Συμβούλιο της Mαδρίτης, των 15 και 16 Δεκεμβρίου 1995 αποφάσισε ότι από την έναρξη του τρίτου σταδίου το όνομα του ενιαίου νομίσματος θα είναι «ευρώ» (euro), όνομα το οποίο συμβολίζει την Eυρώπη και το οποίο πρέπει να είναι το ίδιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Eυρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων, δηλαδή του λατινικού και του ελληνικού.

Tο δεύτερο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης άρχισε την 1η Iανουαρίου 1994 και τερματίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1998. Kατ' αυτό το στάδιο, η Συνθήκη για την Eυρωπαϊκή Κοινότητα επέβαλλε στα κράτη μέλη να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, έτσι ώστε η μελλοντική νομισματική ένωση να συγκεντρώνει κράτη με υγιή δημοσιονομική διαχείριση. Ένας κανονισμός διευκρινίζει τους ορισμούς που αναφέρονται στη «διαδικασία για τα υπερβολικά ελλείμματα» (ΔΥΕ), συμπεριλαμβανομένου του ορισμού του δημοσίου χρέους, και θεσπίζει κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη πρέπει να γνωστοποιούν τα σχετικά στοιχεία στην Eπιτροπή, η οποία εκτελεί χρέη στατιστικής αρχής σχετικά με τη ΔΥΕ [Κανονισμός 479/2009, τροπ.τελευταία από κανονισμό 220/2014]. Στα πλαίσια της διαδικασίας για την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η Συνθήκη απαγορεύει σε αυτές να παρέχουν στις κυβερνήσεις τη δυνατότητα υπεραναλήψεων ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις καθώς επίσης και να αγοράζουν απευθείας από τον εκδότη τους τίτλους του δημοσίου (άρθρο 123 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 101 ΣΕΚ). Ο κανονισμός 3605/93, κωδικοποιηθείς από τον κανονισμό 479/2009, αποσαφηνίζει ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της απαγόρευσης.

Παράλληλα με την απαγόρευση της άμεσης νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων και για να υποχρεώσει τις δημόσιες αρχές να δανείζονται με βάση τους νόμους της αγοράς, η Συνθήκη ορίζει ότι απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των δημοσίων αρχών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας (άρθρο 124 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 102 ΣΕΚ). H Συνθήκη επιδιώκει έτσι να θεσμοποιήσει ένα είδος δημοσιονομικού ελέγχου από την ίδια την αγορά. Γι' αυτόν τον σκοπό, ο κανονισμός 3604/93 ορίζει τους όρους «προνομιακή πρόσβαση», «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», «λόγοι προληπτικής εποπτείας», και «δημόσιες επιχειρήσεις» [Κανονισμός 3604/93].

Ενόψει του περάσματος προς το τρίτο στάδιο, η Συνθήκη απαιτούσε την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης βάσει τεσσάρων κριτηρίων [βλ. επίσης το τμήμα 7.3.1]: (α) ποσοστό πληθωρισμού που προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών· (β) επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, πράγμα που σημαίνει ότι το δημόσιο έλλειμμα δεν ξεπερνάει το 3% του AEΠ και ότι το συνολικό δημόσιο χρέος δεν ξεπερνάει το 60% του AEΠ (στόχοι υποκείμενοι, όμως, σε πολιτική εκτίμηση του Συμβουλίου αποφασίζοντος με ειδική πλειοψηφία)· (γ) σταθερή σύγκλιση αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων· και (δ) τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης του Eυρωπαϊκού Nομισματικού Συστήματος επί δύο τουλάχιστον χρόνια (άρθρο 140 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 121 ΣΕΚ και πρωτόκολλο σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος).

Ακολουθώντας τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα που όριζε η Συνθήκη ΕΚ, το Συμβούλιο, κρίνοντας μετά από σύσταση της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι (νέο Άρθρο 121 ΣΕΚ) συμπέρανε ότι ένδεκα κράτη μέλη πληρούσαν τους απαραίτητους όρους για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος την 1η Ιανουαρίου 1999: το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία. Τον Ιούλιο 2000, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι και η Ελλάδα πληρούσε πλέον τα κριτήρια σύγκλισης και μπορούσε επομένως να υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα [Απόφαση 2000/427]. Το Συμβούλιο είχε ήδη διαπιστώσει ότι η Σουηδία δεν πληρούσε τους απαραίτητους όρους για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, γιατί δεν συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Δεν εξέτασε εάν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία πληρούσαν τους όρους δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε κοινοποιήσει στο Συμβούλιο ότι δεν είχε την πρόθεση να περάσει στην τρίτη φάση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης την 1η Ιανουαρίου 1999 και ότι η Δανία είχε κοινοποιήσει στο Συμβούλιο ότι δεν θα συμμετείχε στη τρίτη φάση της ΟΝΕ. Tα κράτη μέλη τα οποία δεν πληρούν στην αρχή τις απαραίτητες προϋποθέσεις, συμμετέχουν πλήρως σε όλες τις διαδικασίες (πολυμερούς εποπτείας, δημοσιονομικής πειθαρχίας, κλπ), οι οποίες θα στοχεύουν στη διευκόλυνση της μελλοντικής ένταξής τους στην τρίτη φάση. Oι διοικητές των κεντρικών τραπεζών τους είναι μέλη του Συμβουλίου της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Tράπεζας [βλ. το τμήμα 4.2.1]. Η Σλοβενία υιοθέτησε το ενιαίο νόμισμα την 1η Ιανουαρίου 2007 [Απόφαση 2006/495], η Κύπρος και η Μάλτα την 1η Ιανουαρίου 2008 [Αποφάσεις 2007/503 και 2007/504], η Σλοβακία, την 1η Ιανουαρίου 2009 [Απόφαση 2008/608 και κανονισμός 693/2008], η Εσθονία, την 1η Ιανουαρίου 2011 [Απόφαση 2010/416 και κανονισμός 674/2010], η Λετονία, την 1η Ιανουαρίου 2014 [Απόφαση 2013/387 και κανονισμός 678/2013] και η Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015 [Απόφαση 2014/509 και κανονισμός 827/2014]. Επομένως, η ζώνη ευρώ περιλαμβάνει τώρα 19 κράτη μέλη.


7.2.4. Το ευρώ και η διοίκησή του


Tο τρίτο στάδιο της ONE άρχισε την 1η Iανουαρίου 1999 με τον αμετάκλητο καθορισμό των ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων των συμμετεχουσών χωρών μεταξύ τους και με το ευρώ [Κανονισμός 2866/98]. Το ECU αντικαταστάθηκε από το ευρώ, το οποίο κατέστη πλέον αυτοτελές νόμισμα, το νόμισμα των κρατών μελών που συμμετέχουν πλήρως στην ενιαία νομισματική πολιτική (Άρθρο 123 ΣΕΚ). Aπό την ημερομηνία αυτή, η νομισματική πολιτική και η πολιτική ισοτιμιών ασκούνται σε ευρώ, ενθαρρύνεται η χρήση του ευρώ στις αγορές συναλλάγματος και τα μετέχοντα κράτη εκδίδουν σε ευρώ τα νέα μεταβιβάσιμα χρεόγραφα του δημοσίου. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη έχουν πλέον ενιαία νομισματική πολιτική και ενιαίο νόμισμα, το ευρώ [Κανονισμός 974/98, τροπ.τελευταία από κανονισμό 827/2014]. Aυτά ρυθμίζονται από την Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα (EKT), η οποία αντικατέστησε το προσωρινό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και αποτελεί μαζί με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών το Eυρωπαϊκό Σύστημα Kεντρικών Tραπεζών (EΣKT) [βλ. το τμήμα 4.2.1]. H EKT και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών δεν δέχονται υποδείξεις ούτε από τις κυβερνήσεις ούτε από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (άρθρο 130 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 108 ΣΕΚ).

Όλες οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν συμμετέχουν στην ενιαία νομισματική πολιτική, είναι μέλη του EΣKT από την έναρξη του τρίτου σταδίου. Πρωταρχικός στόχος του EΣKT είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, το EΣKT στηρίζει τις κοινές οικονομικές πολιτικές που ορίζονται στο άρθρo 3 της ΣΕΕ (άρθρο 127 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 105 ΣΕΚ). Tα βασικά καθήκοντα του EΣKT είναι: να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης· να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 111 ΣΕΚ)· να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών· και να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών (άρθρο 127 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 105 ΣΕΚ). H πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι των νομισμάτων τρίτων χωρών (δολαρίου, γεν, κτλ.) καθορίζεται από το Συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την EKT (άρθρο 219 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 111 ΣΕΚ).

H EKT εκδίδει τους αναγκαίους κανονισμούς και λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο EΣKT (άρθρο 132 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 110 ΣΕΚ). Οι εθνικές αρχές οφείλουν να διαβουλεύονται με την ΕΚΤ για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της [Απόφαση 98/415]. Η ΕΚΤ έχει τις εξής εξουσίες: να ορίζει τα ελάχιστα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών και τα επιτόκια επί των αποθεματικών αυτών· να επιβάλλει σε επιχειρήσεις πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές για παραβίαση των κανονισμών και των αποφάσεών της [Κανονισμός 2531/98] · και να συλλέγει στατιστικές πληροφορίες για τη διεκπεραίωση των αποστολών της [Κανονισμός 2533/98, τροπ. τελευταία από κανονισμό 2015/373], σχετικά, ιδίως, με τις στατιστικές πληρωμών [Κανονισμός 1409/2013]. H EKT έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων σε ευρώ μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. H EKT και οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκδίδουν τέτοια τραπεζογραμμάτια [Απόφαση EKT 2013/211]. Tα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν κέρματα σε ευρώ, η ποσότητα των οποίων τελεί υπό την έγκριση της EKT (άρθρο 128 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 106 ΣΕΚ). H γνώμη της EKT ζητείται για κάθε προτεινόμενη ευρωπαϊκή πράξη που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της και η ίδια μπορεί, για τα θέματα αυτά, να υποβάλλει γνώμες στα κατάλληλα ευρωπαϊκά όργανα ή στις εθνικές αρχές (άρθρο 127 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 105 ΣΕΚ). Μια απόφαση του Συμβουλίου ορίζει το πλαίσιο και τις συνθήκες διαβούλευσης της Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της [Απόφαση 98/415].

H πλήρης ανεξαρτησία της Eυρωπαϊκής Kεντρικής Tράπεζας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νέας νομισματικής πολιτικής της Ένωσης. Kατά τη γερμανική άποψη που έχει αποδείξει την ορθότητά της χάρη στην ανεξαρτησία της Bundesbank, το νόμισμα είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να αφήνεται στους πολιτικούς, οι οποίοι, υπό την πίεση της ανεργίας, ξεχνούν τις κακές εμπειρίες του παρελθόντος και τίθενται στον πειρασμό να χειριστούν τη συναλλαγματική τιμή του νομίσματος ή τα επιτόκια σαν εργαλείο ανάκαμψης της οικονομίας. O δημοκρατικός έλεγχος μπορεί και πρέπει να ασκείται εκ των υστέρων με την απομάκρυνση των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, μελών του Συμβουλίου της EKT, οι οποίοι, κατά την κρίση των κυβερνήσεων τους, δεν εκτέλεσαν καλά τα καθήκοντά τους.

Tο κεφάλαιο της EKT (αρχικό κεφάλαιο 5 δισεκατ. ευρώ) κατέχεται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με μια κλείδα κατανομής σταθμιζόμενη με το δημογραφικό και οικονομικό βάρος κάθε κράτους μέλους· μπορεί να αυξηθεί κατά ποσό που αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ [Απόφαση 98/382, κανονισμός 1009/2000 και απόφαση ΕΚΤ/2010/26]. Oι εθνικές κεντρικές τράπεζες μεταβιβάζουν στην EKT συναλλαγματικά διαθέσιμα, άλλα εκτός από νομίσματα των κρατών μελών, μέχρι ορισμένου ορίου που τίθεται στο άρθρο 30.1 των καταστατικών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση ανάγκης, να ζητήσει από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες την περαιτέρω καταβολή συναλλαγματικών διαθεσίμων μέχρι ενός συμπληρωματικού ποσού που δεν θα υπερβαίνει τα 50 δισ. Ευρώ [Κανονισμός 1010/2000]. Tα όργανα λήψης των αποφάσεων της EKT είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Eκτελεστική Eπιτροπή. H πολιτική της EKT που αποβλέπει στη σταθερότητα των τιμών διαμορφώνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, που απαρτίζεται από τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών της ζώνης ευρώ και από τα μέλη της Eκτελεστικής Eπιτροπής [βλ. το τμήμα 4.2.1]. Όμως, από την ημερομηνία που ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου θα υπερβαίνει τα 21, κάθε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής θα έχει μία ψήφο και ο αριθμός των διοικητών με δικαίωμα ψήφου θα ανέρχεται σε 15. Τα δικαιώματα ψήφου των τελευταίων θα ασκούνται εκ περιτροπής [Απόφαση 2003/223]. H Eκτελεστική Eπιτροπή, που απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη και διορίζεται με σύμφωνη γνώμη των κυβερνήσεων των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, θέτει σε εφαρμογή τη νομισματική πολιτική της EKT και δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, στις 16 και 17 Ιουνίου 1997, εξέδωσε ψήφισμα στο οποίο διατυπώνονται οι δεσμεύσεις των κρατών μελών, της Επιτροπής και του Συμβουλίου ως προς την υλοποίηση του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης [βλ. το τμήμα 7.3.2]. Με αυτό το σύμφωνο τα κράτη μέλη δεσμεύονται: να τηρούν τον μεσοπρόθεσμο στόχο για μια ισοσκελισμένη ή πλεονασματική δημοσιονομική κατάσταση, που θα προβλέπεται στα εθνικά προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης· να διορθώνουν τα υπερβολικά ελλείμματα το ταχύτερο δυνατόν μετά την εμφάνισή τους· να δημοσιεύουν, με δική τους πρωτοβουλία, τις συστάσεις που γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 126 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 104 ΣΕΚ)· και να μην επιδιώκουν τη δυνατότητα εξαίρεσης από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, εκτός εάν ευρίσκονται σε σοβαρή ύφεση χαρακτηριζόμενη από πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 0,75%.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ ενέκρινε επίσης δύο κανονισμούς που αποτελούν μέρος του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης για την εξασφάλιση δημοσιονομικής πειθαρχίας στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Οι κανονισμοί θεσμοθετούν το πλαίσιο για την αποτελεσματική πολυμερή εποπτεία και προσδιορίζουν ακριβέστερα τη διαδικασία των υπερβολικών ελλειμμάτων. Ο πρώτος αφορά κυρίως τη συνέχεια των συμβάσεων, την αντικατάσταση στα κανονιστικά κείμενα της αναφοράς στο ECU από την αναφορά στο ευρώ σε σχέση ένα προς ένα και τους κανόνες μετατροπής και στρογγύλευσης [Κανονισμός 1103/97]. Επιπλέον αυτού του κανονισμού, η οδηγία περί της προστασίας των καταναλωτών δια της αναγραφής των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές [βλ. το τμήμα 11.3], ορίζει κανόνες για τις ισοτιμίες μετατροπής, τη στρογγύλευση, τη σαφήνεια και το ευανάγνωστο των ενδείξεων [Οδηγία 98/6]. Ο δεύτερος κανονισμός προβλέπει συγκεκριμένα τις συνθήκες αντικατάστασης των νομισμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών από το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999 [Κανονισμός 974/98, τροπ.τελευταία από κανονισμό 827/2014].

Ένας κανονισμός για την ονομαστική αξία και τις τεχνικές προδιαγραφές των κερμάτων σε ευρώ προβλέπει ότι η πρώτη σειρά νομισμάτων σε ευρώ απαρτίζεται από οκτώ κέρματα: 1 λεπτό (cent), 2 λεπτά, 5 λεπτά, 10 λεπτά, 20 λεπτά, 50 λεπτά, 1 ευρώ και 2 ευρώ [Κανονισμός 975/98, αντικατασταθείς από κανονισμό 729/2014]. Παράλληλα με την εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002, τα τραπεζικά έξοδα που χρεώνονται για τις διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ περιορίστηκαν στο επίπεδο των τελών που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο για τις πράξεις σε ευρώ [Κανονισμός 924/2009]. Το έργο για τον Ενιαίο Χώρο Πληρωμών σε ευρώ (ΕΧΠΕ) αποσκοπεί στην ανάπτυξη κοινών υπηρεσιών πληρωμών εντός της Ένωσης, παρέχοντας στους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ένωσης ασφαλείς, φιλικές προς τον χρήστη και αξιόπιστες υπηρεσίες πληρωμών σε ευρώ σε ανταγωνιστικές τιμές [Κανονισμός 260/2012]. Ένας κανονισμός θεσπίζει ενιαίες τεχνικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις για πράξεις πληρωμής με κάρτα που πραγματοποιούνται στην Ένωση, στις οποίες o πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου πληρωμής βρίσκονται στην Ένωση [Κανονισμός 2015/751].

Μια οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων στον τομέα της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ και άλλων νομισμάτων [Οδηγία 2014/62], ενώ δύο κανονισμοί καθορίζουν τα αναγκαία προς τούτο μέτρα [Κανονισμοί 1338/2001 και 1339/2001]. Η Ευρωπόλ συγκεντρώνει και επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την έρευνα, την πρόληψη και την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ [Απόφαση 2005/511]. Το πρόγραμμα δράσης στον τομέα των ανταλλαγών, της συνδρομής και της κατάρτισης για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (πρόγραμμα Pericles 2020)·επιδιώκει να διασφαλίσει τη σύγκλιση των εθνικών δράσεων, ώστε να εξασφαλίσει έναν ισοδύναμο βαθμό προστασίας, με βάση τις βέλτιστες πρακτικές [Κανονισμός 331/2014].

Από την 1η Ιανουαρίου 1999, ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) αντικατέστησε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα για να συνδέει τα νομίσματα των εκτός της ζώνης ευρώ κρατών μελών με το ευρώ και να τα βοηθήσει να ακολουθήσουν πολιτική σταθερότητας έτσι ώστε να ενισχύσουν τη σύγκλιση που θα τους επιτρέψει να υιοθετήσουν αργότερα το ευρώ. Συγχρόνως, ο μηχανισμός συμβάλλει και στην προστασία όλων των κρατών μελών από αδικαιολόγητες πιέσεις στις αγορές συναλλάγματος. Μια ισοτιμία έναντι του ευρώ υπάρχει για το νόμισμα κάθε συμμετέχοντος στο μηχανισμό κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ [Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου]. Για τα νομίσματα των χωρών αυτών καθορίστηκαν κεντρικές ισοτιμίες σε σχέση με το ευρώ, με κεντρικό περιθώριο διακύμανσης 15% εκατέρωθεν. Η παρέμβαση, όταν η ισοτιμία φθάσει τα όρια, θα είναι κατ' αρχήν αυτόματη και απεριόριστη, με εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση· αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων θα μπορούν να διακόψουν την παρέμβαση αν αυτή αντιστρατεύεται τον κύριο στόχο τους. Περιθώρια διακύμανσης στενότερα από τα συνήθη και υποστηριζόμενα κατ' αρχήν από αυτόματη παρέμβαση και χρηματοδότηση είναι δυνατόν να οριστούν κατ' αίτηση ενός ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ [Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου].

Στην αρχή του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ, την 1η Ιανουαρίου 1999, η Nομισματική Eπιτροπή αντικαταστάθηκε από την Oικονομική και Δημοσιονομική Eπιτροπή (OΔE). Kάθε κράτος μέλος, η Eπιτροπή και η EKT διορίζουν μέχρι και δύο μέλη της Eπιτροπής αυτής [Απόφαση 98/743]. H OΔE έχει σαν αποστολές: να διατυπώνει γνώμες προς το Συμβούλιο ή την Eπιτροπή είτε τη αιτήσει τους είτε με δική της πρωτοβουλία· να παρακολουθεί την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση των κρατών μελών και της Ένωσης και να συντάσσει τακτικά εκθέσεις προς το Συμβούλιο και την Eπιτροπή για τα θέματα αυτά, ιδίως όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές σχέσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς· να συμβάλει στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου σχετικά με την ONE να εξετάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος, την κατάσταση ως προς την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και την ελευθερία των πληρωμών· και να συντάσσει έκθεση προς την Eπιτροπή και το Συμβούλιο για τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής (άρθρο 134 ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 114 ΣΕΚ). Σύμφωνα με το καταστατικό της, η ΟΔΕ προετοιμάζει τις εργασίες του Συμβουλίου όσον αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και αποτελεί το πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ του Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας [Απόφαση 1999/8].

Την ώρα 0 της 1ης Ιανουαρίου 2002 τα εθνικά νομίσματα των δώδεκα κρατών της Ευρωζώνης έπαυσαν να ισχύουν. Υπήρξε μια ανώτατη μεταβατική περίοδος οκτώ εβδομάδων στα περισσότερα κράτη μέλη κατά την οποία κυκλοφορούσαν ταυτόχρονα τα εθνικά κέρματα και χαρτονομίσματα, αλλά δεν γίνονταν πλέον πληρωμές με κάρτες ή με επιταγές στα παλιά εθνικά νομίσματα. Μετά από αυτή τη μικρή περίοδο διπλής κυκλοφορίας, κατά την οποία τα παλιά χαρτονομίσματα και κέρματα αντικαταστάθηκαν με τα νέα, η ανταλλαγή των παλιών τραπεζογραμματίων μπορεί να γίνεται μόνο στις κεντρικές τράπεζες επί ένα διάστημα δέκα ετών τουλάχιστον. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι κυβερνήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών είχαν καλά προετοιμάσει και γι' αυτό επέτυχαν την τεράστια και πρωτόγνωρη επιχείρηση της μετάβασης στο ευρώ.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η μετάβαση στην τρίτη φάση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης διεξήχθη ομαλά παρά τις διακυμάνσεις που επηρέαζαν τις διεθνείς χρηματαγορές και παρά την άνευ προηγουμένου λογιστική πρόκληση [βλ. το τμήμα 7.4]. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των προνοητικών οικονομικών πολιτικών που ασκήθηκαν στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Ήταν επίσης αποτέλεσμα προσεκτικής τεχνικής και νομοθετικής προετοιμασίας. Όπως είδαμε παραπάνω, όλη η ευρωπαϊκή νομοθεσία που ήταν απαραίτητη για τη γέννηση του ευρώ υιοθετήθηκε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999 και όλα έγιναν βάσει των σχεδίων που είχαν καταστρώσει οι κοινοί θεσμοί.. Έτσι, χάρη στις σημαντικές προσπάθειες που επιτέλεσαν όλοι οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση αυτή (εθνικές διοικήσεις, κεντρικές τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, λιανικό εμπόριο, μεταφορείς χρημάτων) καθώς και στην ενθουσιώδη υποδοχή που επεφύλαξαν οι πολίτες στα νέα κέρματα και χαρτονομίσματα, η μετάβαση στο ευρώ στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Οι πληρωμές σε ευρώ αποτελούσαν την πλειοψηφία στο σύνολο των πληρωμών σε μετρητά ήδη από το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Ιανουαρίου·2002. Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας, ελάχιστες ποσότητες εθνικών νομισμάτων κυκλοφορούσαν ακόμη.

Εκείνο που ούτε τα μεν ούτε οι δε είχαν προβλέψει ήταν η παγκόσμια χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση που ενέσκηψε από το 2008 [βλ. τα τμήματα 7.3 και 7.3.2].
Ένα χρηματοοικονομικό μέτρο που έλαβε εκ των υστέρων η ΕΕ ήταν ένας κανονισμός για τη δημιουργία ενός πλαισίου για συντονισμένες δράσεις ως προς τις ανοικτές πωλήσεις (short selling) και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης (Credit Default Swaps – CDS) [Κανονισμός 236/2012, κανονισμοί 826/2012 και 827/2012 και κανονισμοί 918/2012 και 919/2012]. Ο κανονισμός αυτός παρέχει στις ρυθμιστικές αρχές – εθνικές και ευρωπαϊκές – σαφείς εξουσίες να προβαίνουν σε ενέργειες, όποτε παρίσταται ανάγκη, αποτρέποντας την κατάτμηση της αγοράς και διασφαλίζοντας την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Η εισαγωγή του ευρώ ήταν ένα μεγάλο γεγονός για το διεθνές νομισματικό σύστημα, που βασίζεται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Η ΕΕ επιζήτησε και πέτυχε πρακτικές λύσεις για την εισαγωγή ενός σημαντικού διεθνούς νομίσματος στο σύστημα, χωρίς να απαιτηθεί αλλαγή του καταστατικού του ΔΝΤ. Έτσι, το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ δέχθηκε να αποκτήσει η ΕΚΤ θέση παρατηρητού πλησίον του. Οι απόψεις της ΕΕ/ΟΝΕ υποβάλλονται στο διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ από το αρμόδιο μέλος του διοικητικού γραφείου του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία στη ζώνη ευρώ, επικουρούμενο από έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ συμμετέχει στις συνεδριάσεις των υπουργών οικονομικών και των διοικητών των τραπεζών της Ομάδας των 8 (G8) και της ομάδας των 20 (G20) που αφορούν την ΟΝΕ, π.χ. την πολυμερή εποπτεία ή τα θέματα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σε αυτές τις συνεδριάσεις ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχει στην αντιπροσωπεία της ΕΕ για να συνδράμει τον πρόεδρο του Συμβουλίου των υπουργών οικονομικών (Ecofin) της Ένωσης ή της ευρωομάδας.

____________

Σχόλια : όπως είδαμε "στις αρχές της δεκαετίας του 70, τα έξι αρχικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας επιχείρησαν να ιδρύσουν μια ΟΝΕ και απέτυχαν".... και όπως γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά η δεύτερη προσπάθεια τους στο πλαίσιο της Ευρωζώνης οδήγησε στην "παγκόσμια χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση που ενέσκηψε από το 2008". Παρατηρούμε λοιπόν ότι η δεύτερη προσπάθεια τους - η οποία συμπεριέλαβε και τις δικές μας ζωές - οδήγησε σε αυτό που ζούμε σήμερα.
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

3
Τι μπορεί να συμβεί όμως αν το ενιαίο νόμισμα είναι πολύ ακριβό για μία οικονομία ;

______________

Morgan Stanley: Το σκληρό ευρώ «σκοτώνει» την ελληνική οικονομία

Στα 1,33 δολάρια, έχει επιστρέψει το ευρώ έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα στο οποίο κρινόταν ως υποτιμημένο - Ρεπορτάζ του newmoney.gr
Στη δίκαιη τιμή του, η οποία εντοπίζεται στα 1,33 δολάρια, έχει επιστρέψει το ευρώ, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα στο οποίο κρινόταν ως υποτιμημένο.

Σύμφωνα, ωστόσο με τον οίκο, το κοινό νόμισμα είναι, σήμερα, υπερβολικά ακριβό για την ελληνική οικονομία.

Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι είναι κατά 24,3% ακριβότερο από ό,τι θα χρειαζόταν η Ελλάδα στην προσπάθειά της να βγει από την κρίση, αφού η Morgan Stanley εντοπίζει τη δίκαιη τιμή του ευρώ για την Ελλάδα στα επίπεδα των 1,07 δολαρίων.

Έκθεση του αμερικανικού επενδυτικού οίκου με σημερινή ημερομηνία φέρνει στην επιφάνεια για μία ακόμα φορά το θεμελιώδες πρόβλημα πίσω από το κοινό νόμισμα. Αφού δείχνει πως την ώρα που το ισχυρό ευρώ εξελίσσεται σε τροχοπέδη για τη μάχη κατά της κρίσης και της ύφεσης που δίνουν οι χώρες της περιφέρειας, οικονομίες όπως αυτές της Γερμανίας, της Ιρλανδίας και της Αυστρίας χρειάζονται... ακόμα ισχυρότερο νόμισμα.

Από την ανάλυση της Morgan Stanley προκύπτει ότι το τελευταίο ράλι του ευρώ αποτελεί αρνητική εξέλιξη για τις περισσότερες από τις οικονομίες της Ευρωζώνης. Και αυτό γιατί η δίκαιη τιμή του κοινού νομίσματος εντοπίζεται στα 1,07 δολάρια για την Ελλάδα, στα 1,19 δολάρια για την Ιταλία και το Βέλγιο, στα 1,22 δολάρια για την Ολλανδία, στα 1,23 δολάρια για τη Γαλλία, στα 1,24 δολάρια για την Πορτογαλία, στα 1,26 δολάρια για την Ισπανία και στα 1,28 δολάρια για τη Φινλανδία.

Αντίθετα, τα σημερινά επίπεδα του ευρώ, στα 1,35 δολάρια, ταιριάζουν “γάντι” στην Αυστρία, ενώ η Ιρλανδία χρειάζεται ακόμα ισχυρότερο ευρώ στα 1,41 δολάρια και η Γερμανία στα 1,52 δολάρια.

http://www.protothema.gr/economy/articl ... ikonomia-/
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

4
Γιατί η Γερμανία θέλει "σκληρό" ευρώ;

_____________

Η ελληνική κρίση αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι είναι άμεσα δεμένη και με τη Γερμανία και την κρίση του ευρώ.

Στη Γερμανία -τον γίγαντα της Ευρωζώνης- την τελευταία 10ετία έγινε μια άγρια οικονομική αναδιοργάνωση που συμπίεσε το κόστος των μισθών και αύξησε, με αυτό τον τρόπο, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Ο Πάτρικ Αρτις, διευθυντής μελετών του γαλλικού τραπεζικού ομίλου Νατίξις σημειώνει ότι η Γερμανία αντλεί τα δύο τρίτα των πλεονασμάτων της από την ευρωζώνη, διευρύνοντας τα μερίδιά της στις αγορές εις βάρος των εταίρων της.

Αλλά η παρούσα κατάσταση αποσταθεροποιεί τη συνοχή της ζώνης και θα έπρεπε να αντισταθμίζεται από επενδύσεις της πλεονασματικής χώρα στις ελλειμματικές.

Σε αυτή την πραγματικότητα πατάει η αντιπαράθεση Σαρκοζί.

Δια στόματος της υπ. Οικονομικών Κ. Λαγκάρντ «μαλώνει» τη Γερμανία καλώντας την να εγκαταλείψει αυτό το μοντέλο, εστιάζοντας στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης ώστε να μειωθούν τα εμπορικά ελλείμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Χρήσιμη η Ελλάδα


Η Ελλάδα αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στη Γερμανία, σημειώνει ο Μάρτιν Γουλφ στους «Financial Times»: δέχθηκε γερμανικές πιστώσεις και τοποθετήσεις, τις οποίες μετέτρεψε σε διαρκή ζήτηση γερμανικών προϊόντων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, που τροφοδότησαν γερμανικά πλεονάσματα.

Οι μικρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι δεμένες μέσα από την συμμετοχή τους στην Ευρωζώνη με μια οικονομία όπου οι επιχειρήσεις τους δεν έχουν καμιά ελπίδα να είναι ανταγωνιστικές.

Και ταυτόχρονα, λόγω της συμμετοχής τους στο ευρώ, δεν μπορούν ούτε να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους έτσι ώστε να γίνουν πιο φθηνές οι εξαγωγές τους.

Σύμπτωμα


Ο πόλεμος των νομισμάτων, ο πόλεμος των εξαγωγών, σε μια οικονομία που δεν μπορεί ακόμα να σηκώσει κεφάλι από τις πιέσεις της συρρίκνωσης διεθνώς, δεν είναι παρά σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος καπιταλισμός.

Όλες οι μεγάλες οικονομίες ελπίζουν να γλιτώσουν από την κρίση μέσω των εξαγωγών. Όπως το πάσχιζαν με την αύξηση των χρεών ή με την επέκταση των εξοπλιστικών δαπανών.

Αυτές οι τρεις επιλογές έχουν δοκιμαστεί μεταπολεμικά μπας και «κρατήσουν» τα ποσοστά κέρδους μακριά από τις πιέσεις του νόμου της βαρύτητας.

Έτσι μπορούν να γίνουν κατανοητές οι ενδοευρωπαϊκές κόντρες αλλά και οι ψυχροπολεμικής πολεμικής φύσεως απειλές και εντάσεις της κυβέρνησης Ομπάμα, απέναντι στο κινέζικο νόμισμα γιουάν την ισοτιμία του οποίου οι νομισματικές αρχές του Πεκίνου έχουν δέσει με την τιμή του δολαρίου.

Σε μια νύχτα;

«Η αλλαγή δεν θα γίνει εν μια νυκτί. Ούτε είναι δυνατό η Γερμανία να μετατραπεί ξαφνικά από χώρα που αποταμιεύει σε χώρα που δαπανά... Με αναμενόμενο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στα 187 δισ. δολ. φέτος, η Γερμανία θα πρέπει να δαπανά περισσότερο», σημειώνει σχόλιο των FT και προσθέτει.

«Η παγκόσμια οικονομία δεν θα αναπτυχθεί όπως συνέβαινε τα χρόνια της ευημερίας, καθώς οι πηγές ζήτησης που την στήριξαν στο παρελθόν έχουν εξασθενήσει...


Τα νοικοκυριά και οι κυβερνήσεις των μεγάλων ελλειμματικών χωρών, όπως της Βρετανίας και των ΗΠΑ, βρίσκονται στα όριά τους. Πρέπει να κάνουν ένα διάλειμμα από την κατανάλωση".

Αλλά ποιος θα στηρίξει την "αναμενόμενη ανάκαμψη";. Οταν ο κόσμος ζει στη λιτότητα, στον αστερισμό της συρρίκνωσης της ζητησης. Ποιος θα αγοράσει αυτά που παράγονται κι εξάγονται;

Κ. Σαρρής, ksarris@pegasus.gr
http://www.imerisia.gr/article.asp?cati ... d=30147147
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

5
Το σκληρό ευρώ ευνοεί τους ισχυρούς. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της "έκθεσης Γκαλουά"
__________ Είναι το τίμημα της επιτυχίας, ή μάλλον της επιβίωσης: το ισχυρό ευρώ. Όσο διαλύονται οι ανησυχίες για την επιβίωση του ευρωπαϊκού νομίσματος, τόσο εκείνο ανατιμάται, σημειώνει ανάλυση στη γαλλική εφημερίδα Liberation.

Ορισμένες κυβερνήσεις μάλιστα, αλλά και επιχειρηματικοί κύκλοι, έχουν αρχίσει να ανησυχούν ότι μια υπερβολικά γρήγορη ανάκαμψη θα έβλαπτε την οικονομία, καθώς θα καθιστούσε ακριβότερες τις εξαγωγές.

Με την ισοτιμία στα 1,34 δολάρια, είναι αλήθεια ότι το ευρώ βρίσκεται στη μέση του δρόμου που είχε διανύσει.

Τον Ιούλιο του 2008 είχε φτάσει τα 1,6 δολάρια, ενώ την άνοιξη του 2011 είχε πλησιάσει τα 1,5. Από το καλοκαίρι του 2012, όμως, παρατηρείται μια σταθερή άνοδος: 10% σε σχέση με το δολάριο, 25% σε σχέση με το γεν. Αν συνεχιστεί αυτή η άνοδος, διερωτάται ο Ντομινίκ Αλμπερτίνι στη Λιμπερασιόν, είναι άραγε βιώσιμη;

Πριν από λίγες ημέρες, ο ίδιος ο απερχόμενος πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε σε επιχειρηματίες ότι για τις επιχειρήσεις που εξάγουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ισοτιμία του ευρώ είναι επικίνδυνα υψηλή. Ανάλογους φόβους εξέφρασε στη σύνοδο του Νταβός και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί.

Το ζήτημα είναι επείγον, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νέα ιαπωνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να υποτιμήσει το γεν, ωθώντας προς την κατεύθυνση αυτή τη – θεωρητικά ανεξάρτητη- κεντρική τράπεζα. Τίποτα δεν αποκλείει να δούμε έναν «πόλεμο των νομισμάτων», μια σειρά δηλαδή υποτιμήσεων από τις μεγάλες δυνάμεις, όπου η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να χάσει. Η ίδια η γερμανίδα καγκελάριος Αγγελα Μέρκελ δήλωσε στο Νταβός ότι δεν μπορεί να κρύψει την ανησυχία της για τη στάση της Ιαπωνίας.

Η ανατίμηση του ευρώ προκλήθηκε από τις διακηρύξεις προθέσεων της ΕΚΤ και, κυρίως, από τη «χωρίς όρια» παρέμβαση σε χρέη όπου το επιτόκιο κρίνεται υπερβολικά υψηλό. Ένα ισχυρό ευρώ ενισχύει χωρίς αμφιβολία τις ευρωπαϊκές εισαγωγές, για παράδειγμα στον τομέα των υδρογονανθράκων. Πλήττει όμως τις εξαγωγές στο εξωτερικό της ευρωζώνης, δηλαδή το ήμισυ περίπου των εξαγωγών των χωρών-μελών.

Το κλασικό παράδειγμα μιας επιχείρησης που πλήττεται από ένα τέτοιο φαινόμενο είναι η Airbus, που συναρμολογεί τα αεροσκάφη της στην ευρωζώνη αλλά τα πωλεί σε δολάρια, και ο κυριότερος ανταγωνιστής της είναι η αμερικανική Boeing.

«Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των χωρών που είναι εκτεθειμένες στον ανταγωνισμό των τιμών, όπως η Γαλλία, συνδέεται σε ένα βαθμό με ένα ανεκτό επίπεδο του ευρώ», έγραφε πρόσφατα σε μια έκθεσή του ο Λουι Γκαλουά, πρώην πρόεδρος της EADS. «Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι το επίπεδο αυτό είναι 1,15 με 1,2 δολάρια ανά ευρώ. Το Eurogroup πρέπει να εκφράσει στο ζήτημα αυτό με σαφήνεια τις θέσεις του. Δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα».

Ο λόγος που το ζήτημα αυτό δεν συζητάται ανοιχτά στην Ευρώπη είναι ότι διχάζει. Ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, μπορούν να αντέξουν το ισχυρό ευρώ, καθώς οι εξαγωγές τους δεν επηρεάζονται πολύ από τις διακυμάνσεις των τιμών. Το αντίθετο συμβαίνει με τη νότια Ευρώπη. «Για να το πούμε απλά, το ισχυρό ευρώ ενισχύει τους ισχυρούς και αποδυναμώνει τους αδύνατους», τονίζεται στην έκθεση Γκαλουά.


Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί η γαλλίδα υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου Νικόλ Μπρικ. «Αυτό δεν πρέπει όμως να είναι το δένδρο που κρύβει το δάσος», δήλωσε στη Φιγκαρό. «Πάνω απ’όλα πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα που έχουν σχέση με την ανταγωνιστικότητα».

Το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθορίζει ως βασική προτεραιότητα τη σταθερότητα των τιμών. Άλλες κεντρικές τράπεζες, αντίθετα, δίνουν έμφαση στην απασχόληση ή την ανάπτυξη. Η ΕΚΤ αρνείται έτσι να «τυπώσει νόμισμα», γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα να πέσει η τιμή του ευρώ στις αγορές, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του πληθωρισμού. «Η ισοτιμία είναι μια παράμετρος που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη στην ανάλυση της κατάστασης, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί στόχο της νομισματικής πολιτικής», δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι στις αρχές του μήνα.

Πληροφόριες από ΑΠΕ - Πηγή: Liberation
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

6
Εφόσον λοιπόν οι ίδιοι δεν κόβουμε νόμισμα, δανειζόμαστε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όλοι ήμαστε χρεωμένοι. Το πρόβλημα όπως είδαμε είναι ότι για την Ελλάδα το Ευρώ είναι πολύ ακριβό. Συν τοις άλλοις η Ευρώπη δεν δίνει λύσεις σε καίρια ζητήματα όπως επενδύσεις, ανεργία και ανάπτυξη συνεπώς εφόσον δεν υπάρχει ένα σαφώς καλά οργανωμένο πρόγραμμα επενδύσεων και ανάπτυξης τότε πως υποτίθεται ότι θα βρούμε τα χρήματα για να αποπληρώσουμε τους δανειστές ;


Το «σκληρό» ευρώ και η ανάπτυξη

Λογικά υπάρχουν λύσεις για το Ευρώ που προκύπτουν μέσα από την ίδια την ισχύ του.

Με καθαρά οικονομικά κριτήρια διανέμει το ευρώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς βέβαια να λαμβάνει υπόψη της ούτε τον πληθυσμό αλλά και ούτε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά μιας χώρας της Ε.Ε.

Στην ουσία το Ευρώ το αγοράζουμε από την ΕΚΤ. Το κόβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτή με τη σειρά της το δανείζει με το ανάλογο επιτόκιο στις τράπεζες οι οποίες στη συνέχεια το δανείζουν με κάποιους όρους και επιτόκια στις χώρες της ΕΕ.

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν υπήρξε κοινό νόμισμα ανάμεσα σε κράτη. Με το ευρώ τα μέλη της Ε.Ε άνοιξαν νέα σελίδα στην οικονομική ιστορία και συγχρόνως τα κράτη της ενωμένης Ευρώπης έχασαν το εκδοτικό τους προνόμιο σε νόμισμα.

Και καθώς κάθε κράτος δεν έχει τα ΄΄δικά΄΄ του ευρώ, όλοι μας- δηλαδή τα κράτη της ΕΕ- άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο βγήκαμε χρεωμένοι στις τράπεζες.

Δανείζεσαι ως κράτος το νόμισμα σου με κάποιο επιτόκιο. Η οικονομική ενοποίηση των χωρών της ΕΕ εγίνε νωρίτερα από τους ρυθμούς που ακολουθεί η αντίστοιχη πολιτική ενοποίηση. Ένας παγκόσμιος καινούργιος τρόπος στην οικονομική ιστορία.

Και φυσικά αυτό είναι ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα, ώστε να έχουμε ένα σκληρό νόμισμα το οποίο να παίζει κυρίαρχο ρόλο παγκοσμίως.

Σε εποχές κρίσης είναι πολύ σημαντικό αυτό. Το Ευρώ είναι το πιο ισχυρό νόμισμα στον κόσμο.

Το ισχυρό νόμισμα βέβαια προωθεί πολλές φορές και την πολιτική της λιτότητας στην Ευρώπη και έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά. Ένα θετικό και ένα αρνητικό.

Το θετικό είναι ότι σου παρέχει τη δυνατότητα να αγοράσεις οτιδήποτε ακόμα και επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, και το αρνητικό ότι δεν μπορείς εύκολα να πουλήσεις προϊόντα και υπηρεσίες. Γνωρίζουμε όμως από τη σύγχρονη επιστήμη του μάρκετινγκ ξέρουμε ότι το κόστος δεν έχει μεγάλη σχέση με την τιμή πώλησης.

Ο κανόνας λοιπόν είναι να καταφέρουμε να είμαστε ευέλικτοι ως χώρα κατέχοντας κανάλια διάθεσης των προϊόντων και των υπηρεσιών μας, νέες αγορές και νέα γεωγραφικά σημεία παραγωγής, ώστε να αξιοποιούμε τη δύναμη του Ευρώ.

Τώρα είναι η εποχή που θα πρέπει να βρεθούν προσαρμογές και λύσεις.

Ο κόσμος περιμένει να βρεθούν λύσεις από την ΕΕ στις αδυναμίες του Ευρώ έχοντας ένα τόσο ισχυρό νόμισμα. Ο κόσμος βλέπει ότι η Ευρώπη δεν δίνει λύσεις σε καίρια ζητήματα όπως επενδύσεις, ανεργία και ανάπτυξη. Για την ώρα οι πολίτες της Ε.Ε δεν βλέπουν κάποιο οργανωμένο πρόγραμμα επενδύσεων και ανάπτυξης.

Αργά ή γρήγορα ελπιζουμε ότι θα βρεθεί μια ισορροπία με το Ευρώ. Έχουν φανεί οι αδυναμίες του ως νόμισμα. Λογικά υπάρχουν λύσεις που προκύπτουν μέσα από την ίδια την ισχύ του.

Ας μην παραβλέπουμε όμως ότι αν δεν αποτελούσαμε μέλος της Ε.Ε και δεν είχαμε ως νόμισμα μας το «σκληρό» Ευρώ και είχαμε ένα σύστημα διαφορετικό όπως στα Βαλκάνια ίσως η κρίση στη χώρα μας να ήταν μεγαλύτερη.

Η κοινωνικοπολιτική ενοποίηση πρέπει λοιπόν να συνοδευτεί και με τις ανάλογες ρυθμίσεις που θα ελαχιστοποιούν τις ασυμμετρίες στο κόστος του ευρώ για τις διάφορες χώρες της Ε.Ε μαζί και με ρυθμίσεις σε νομισματικό επίπεδο που θα εμποδίζουν τις μελλοντικές οικονομικές δυσλειτουργίες σαν αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια.

* Ο Γιώργος Ματαλλιωτάκης είναι Περιφερειακός Σύμβουλος & Πολιτευτής Ηρακλείου


http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=650810
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ποιούς ευνοεί το σκληρό Ευρώ στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Δραχμή ή Ευρώ ;

7
Ποιος κόβει το χρήμα και πως δημιουργείται το δημόσιο χρέος;
Εικόνα
Ευρώ,δραχμές,δολάρια,γιεν,λύρες και ένα κάρο νομίσματα κυκλοφορούν απ'άκρη σ'άκρη του πλανήτη αυτού. Έχουν διαφορετικά σχήματα και χρώματα. Άλλα νομίσματα είναι ισχυρά και άλλα ανίσχυρα. Άλλα γίνονται δεκτά σε όλο το κόσμο και άλλα δεν είναι καθόλου καλοδεχούμενα. Πολλές μαφίες μάλιστα προσπαθούν να τυπώσουν πλαστά χρήματα και με διάφορα τερτίπια να πάρουν πίσω το ποσό του πλαστού χρήματος σε αυθεντικό χρήμα.



Αλλά αναρωτηθήκατε ποτέ ποιος κόβει τα χρήματα; Ποιος δημιουργεί τα χρήματα; Πως δημιουργούνται χρήματα; Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν είχα αυτή την απορία ποτέ ως τώρα, μέχρι που γνώρισα έναν άνθρωπο που μου εξήγησε 5-10 πράγματα και με έβαλε στο τρυπάκι του να ψάξω να βρω ποιος,πως και γιατί κόβει χρήμα και τα κατάφερα νομίζω να βρω κάποια πράγματα πολύ διαφωτιστικά.



Aς πάρουμε για παράδειγμα το νόμισμα ευρώ. Το ευρώ είναι το νόμισμα το οποίο χρησιμοποιείται στα κράτη-μέλη της ΕΕ για όλες τις οικονομικές συνδιαλλαγές της καθημερινότητάς μας,καθώς και για μεγάλα εμπορικά οικονομικά ντίλια. Αυτό λοιπόν το χαρτί που πάνω γράφει 5-10-20-50-100-200-500 και κάνει κοινωνίες ολόκληρες να το κυνηγούν και το θέλουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι το τυπώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.



Ποίος κόβει το χρήμα;



Τώρα εσείς θα νομίζετε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα(EKT) είναι κανά θεσμικό κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι νόμιζα και εγώ, έλα που όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. H EKT ανήκει θεσμικά στην ΕΕ αλλά είναι ανεξάρτητη και επί της ουσίας ανήκει στις εθνικές ή κεντρικές τράπεζες των μελών κρατών της ΕΕ. Οι εθνικές ή κεντρικές τράπεζες των μελών κρατών της ΕΕ δεν ανήκουν εξολοκλήρου στο αντίστοιχο δημόσιο της χώρας,της οποίας φέρουν το όνομα, αλλά είναι χωμένοι και διάφοροι ιδιώτες. Για να καταλάβετε τι εννοώ διαβάστε το ακόλουθο:



«Στις 30 Μαρτίου 1841 δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης» (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθ. 6 της 30 Μαρτίου 1841, σ.59) σύμφωνα με τον οποίο η Εθνική Τράπεζα είναι ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και με κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, μοιρασμένο σε 5000 μετοχές των 1000 δραχμών.

Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, o Ιούλιος Έσσλιν, οι τραπεζίτες Ρότσιλντ, κ.ά. Το πλειοψηφικό πακέτο, δηλαδή οι 2750 μετοχές που αντιστοιχούν περίπου στο 55% των μετοχών, ήταν των Ρότσιλντ.»


Αυτά είναι τα στοιχεία που αναφέρει η Βικιπεδία αλλά δεν δίνει παραπομπές. Εγώ λοιπόν βρήκα τις παραπομπές για τα στοιχεία αυτά στις επίσημες ιστοσελίδες της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και θα τις βρείτε εδώ και εδώ (σελίδα 20 στο επίσημο χρονολόγιο της ΕΤΕ) .


Άρα πάμε ξανά...Το ελληνικό κράτος δημιουργεί μια Εθνική Τράπεζα, ιδιωτική, η οποία είναι υπεύθυνη για να κόβει χρήμα και το παρέχει στο ελληνικό κράτος. Το ελληνικό κράτος έχει τον έλεγχο του 1/5 των μετοχών αυτών, σχεδόν τα 2,5/5 τα ελέγχει οι οικογένεια μεγαλοτρεπεζιτών Ρότσιλντ(μην πεταχτεί κανείς βαρεμένος και πει για Εβραϊκές συνωμοσίες κτλ, τραπεζίτες είναι και στόχος τους είναι το κέρδος πάνω στις πλάτες όλων των λαών), ενώ μικρότερα ποσά μετοχών έχουν διάφοροι άλλοι επιχειρηματίες της εποχής.



Η παροχή του χρήματος δεν γίνεται έτσι απλά και δεν είναι παροχή, είναι δανεισμός με Χ-Ψ τόκο. Για να το κάνω πενταράκια για να το καταλάβετε σκεφτείτε το εξής: Το ελληνικό κράτος χρωστάει αμοιβές στους δημόσιους υπαλλήλους ύψους 100 δραχμών, ζητάει από την ΕΤΕ 100 δραχμές, η ΕΤΕ κόβει νομίσματα 100 δραχμών και τα δανείζει στο Ελληνικό κράτος με τόκο 20%, το ελληνικό κράτος δίνει τις 100 δραχμές στους δημόσιους υπαλλήλους αλλά τώρα χρωστάει 120 δραχμές στην ΕΤΕ, για να ξεχρεώσει βάζει φόρους στους φορολογούμενους πολίτες του ελληνικού κράτους,μαζεύει τις 120 δραχμές και φτου ξανά από την αρχή η όλη ιστορία.



Μέχρι το 1927 η ΕΤΕ είχε διπλό χαρακτήρα, δηλαδή ήταν και εμπορική τράπεζα(δάνεια σε πολίτες,ιδιωτικές εταιρείες κτλ) αλλά είχε και το Αποκλειστικό Εκδοτικό Προνόμιο. Το 1927 όμως ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος(ΕΤ), της οποίας η ίδρυση ήταν όρος στη συμφωνία του Ελληνικού Κράτους με την Κοινωνία των Εθνών(πρόγονο του ΟΗΕ) για την δανειοδότηση 9.000.000 λυρών από την Κοινωνία των Εθνών, και η οποία ουσιαστικά παίρνει από την ΕΤΕ το Αποκλειστικό Εκδοτικό Προνόμιο. «Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι κρατική, αλλά μια Ανώνυμη Εταιρεία. Έχει ειδικά προνόμια, ειδικές αρμοδιότητες αλλά και περιορισμούς,[1] όπως ότι δεν μπορεί να λειτουργεί ως εμπορική τράπεζα και το ποσοστό του Ελληνικού κράτους στην μετοχική της σύνθεση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 35% όπως ορίζεται στο καταστατικό της [2].» λέει η Βικιπαίδεια( που αυτή τη φορά έχει βάλει παραπομπές).



Άρα από το 1927 ως 2002 είχαμε μία Ανώνυμη Εταιρία με άγνωστους μετόχους(ναι ναι,οι μέτοχοι της ΕΤ είναι άγνωστοι) η οποία κόβει χρήμα και το δανείζει στο Ελληνικό Κράτος, το οποίο το επιστρέφει στην ΕΤ μαζί με πολλούς πολλούς τόκους του οποίους ξεπληρώνει από τους φόρους μας.



Ταυτόχρονα το Ελληνικό Κράτος δανείζεται και από ξένες ιδιωτικές τράπεζες ή από διεθνείς οργανισμούς και τα ξεπληρώνει πάλι με τους φόρους μας...



Από το 2002 όμως και μετά και αφού μπήκαμε στην Ευρωζώνη έπρεπε να δημιουργηθεί μία τράπεζα που θα κόβει νομίσματα Ευρώ. Και δημιουργήθηκε η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα της οποίας μέτοχοι είναι οι Κεντρικές ή Εθνικές τράπεζες των μελών κρατών της ΕΕ. 3 από τις 18 τράπεζες είναι ιδιωτικές εξ'ολοκλήρου και οι υπόλοιπες 15 είναι κρατικές ή μερικώς ιδιωτικοποιημένες(άρα πάλι μπαίνουν ιδιωτικά συμφέροντα στη μέση).

Αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία ήταν ιδιωτική από την ίδρυση της το 1694 ως το 1946, όπου το βρετανικό κράτος την έκανε δημόσια,πράγμα που σημαίνει ότι πλέον το βρετανικό κράτος δεν δανείζεται το χρήμα το οποίο χρησιμοποιεί και για αυτό δεν μπήκε και στην ευρωζώνη.

Ένα ακόμη σημαντικό πράγμα που νομίζω πως πρέπει να αναφερθεί είναι ότι το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών είναι οι κεντρικές τράπεζες των κεντρικών τραπεζών.




Πως δίνουν δάνεια οι τράπεζες;



Πάμε τώρα και στο πιο γελοίο του πράγματος. Για να σας το εξηγήσω θα σας το πω με το παράδειγμα που μου το είπε και ο φίλος μου. Είναι ο Α και είναι ο Β. Ο Α έχει μια τράπεζα με απόθεμα 60 ευρώ . Ο Β έχει ανάγκη για 100 ευρώ να πάρει ένα σπίτι. Ο Β επίσης έχει έναν τραπεζικό λογαριασμό στον οποίον έχει καταθέσει 10 ευρώ με ετήσιο επιτόκιο 1%, που σημαίνει ότι σε ένα χρόνο τα λεφτά αυτά θα έχουν γίνει 11 ευρώ. Πως θα έχουν γίνει 11 ευρώ;Ο τραπεζίτης Α θα πάρει τα 10 ευρώ και θα τα επενδύσει κάπου με ποσοστό κέρδους 300% και σε έναν χρόνο θα τα έχει κάνει 30 ευρώ, άρα ο τραπεζίτης θα έχει απόθεμα 89(60 ευρώ+29) ευρώ αφού το 1 ευρώ θα το δώσει στον καταθέτη Β ως επιτόκιο των 10 ευρώ του.



Εν συνεχεία θα πάει ο Β στη τράπεζα του Α και θα αιτηθεί ένα δάνειο 100 ευρώ με τόκο 25% που σημαίνει ότι θα χρωστάει στη τράπεζα 125 ευρώ. Εδώ θα σκεφτόταν κάποιος άνθρωπος πως αφού ο τραπεζίτης Α έχει 89 ευρώ πως θα δανείσει 100; Και εδώ η απάντηση είναι η εξής. Οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα όταν δίνουν δάνεια. Για να το κάνω ταλιράκια, οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να έχουν απόθεμα χρημάτων ίσου με το ποσό των δανείων που δίνουν αλλά μπορούν με έναν κλικ να πιστώσουν ένα χρηματικό ποσό σε κάθε δανειολήπτη που θέλουν, δηλαδή ο Β θα πάρει τα 100 ευρώ εικονικά με τα οποία θα πληρώσει μέσω τραπεζικού λογαριασμού τον πωλητή του σπιτιού.



Στη πάροδο του χρόνου, ο δανειολήπτης Β θα πληρώνει με κανονικό χρήμα το δάνειο που πήρε σε εικονικό χρήμα. Έτσι ο τραπεζίτης Α θα έχει κερδίσει 125 ευρώ + 29 ευρώ= 159 ευρώ σε βάρος του ανθρώπου Β, οποίος είναι υποχρεωμένος να ξεπληρώνει και το δάνειο, το νόμισμα το οποίο χρησημοποιεί συν τα όποια άλλα χρέη για φαγητό,τροφή κτλ.



Επίσης να σημειώσω εδώ το εξής. Αν ο τραπεζίτης Α χρεοκοπήσει κάποια στιγμή γιατί ο δανειολήπτης Β δεν κατάφερε να ξεπληρώσει το εικονικό χρέος με κανονικό χρήμα, τότε μπορεί να αιτηθεί ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας του από το κράτος στο οποίο είναι.



Κάτι τέτοιο έγινε και με τις τράπεζες της χώρας μας. Τι γίνεται λοιπόν στην ανακεφαλαιοποίηση; Το κράτος ζητάει από την ιδιωτική κεντρική τράπεζα να κόψει χρήμα και να του το δανείσει, αφού του δανείσει το χρήμα το παίρνει και το ρίχνει στην χρεοκοπημένη τράπεζα(ουσιαστικά την αγοράζει) και της δίνει πάλι απόθεμα. Αφού η τράπεζα είναι πάλι Ok,το κράτος τη δίνει πίσω στον τραπεζίτη τακτοποιημένη, σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη που την αγόρασε αρχικά από εκείνον. Τώρα το κράτος χρωστάει στην κεντρική τράπεζα που του δάνεισε το κομμένο χρήμα και για να βρει τα λεφτά φορολογεί τους πολίτες. Επομένως οι πολίτες πληρώνουν και το σώσιμο της τράπεζας.


Ένα εξαιρετικό βίντεο είναι του Jo Di για να καταλάβετε το πως έγινε η ανακεφαλαιοποίηση μιας ελληνικής τράπεζας με νόμο στο τελευταίο πολυνομοσχέδιο.

phpBB [video]


http://oh-bondageupyours.blogspot.de/20 ... ost_6.html
Απάντηση

Επιστροφή στο “Παγκόσμια - Ελληνική Οικονομία”