Περι εκκλησιαστικής περιουσίας και μισθοδοσίας των κληρικών
Δημοσιεύτηκε: 09 Αύγ 2012, 15:26
Επειδη πολλά λέγονται για την εκκλησιαστική περιουσια,την φορολόγηση και την μισθοδοσία των κληρικών θα ήθελα να σας παρουσιάσω κάποια απο τα στοιχεία που βρήκα.
Πότε και με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες ανάλαβε η Πολιτεία την μισθοδοσία των κληρικών; (όχι των μοναχών οι οποίοι παραμένουν άμισθοι μέχρι σήμερα). Ιστορικό που ξεκινά από το 1833 και φθάνει μέχρι σήμερα.
I. Όταν υποψιάσθηκαν οι Οθωμανοί την έκρηξη της επαναστάσεως «προσεκάλεσαν ευσχήμως εις Τρίπολιν και ως ενέχυρα καθείρξαν εις σκοτεινήν φυλακήν» τους οκτώ αρχιερείς. Και τούτων οι μεν πέντε του μακαρίου έτυχον τέλους εν τη ειρκτή τελευτήσαντες των δε λοιπών δύο μεν είδον πάλιν του ηλίου ημιθνήτες και σκελετώδεις».
II. Τη μεν 5ην Απριλίου 1822 υπεγράφη νόμος «περί συνάξεως των χρυσών και αργυρών σκευών των Μοναστηρίων και Εκκλησιών προς διατροφήν των αγωνιζομένων πενήτων, και τας ανάγκας του πολέμου. Συνήχθησαν δε περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ή 800 οκάδες) αργύρου, και νόμισμα από τούτων ήθελεν κόπτεσθαι »
III. Στις 8 Οκτωβρίου 1829 ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας έγραφε προς τους ιερωτάτους Μητροπολίτας, θεοφιλεστάτους Επισκόπους: «ότι η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν, είναι δύο υπηρεσίες αχώριστες ως μίαν εχούσας αρχήν, τον Πατέρα των Φώτων, και προς ένα συντρεχούσας σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν».
IV. Σε γράμμα του Όθωνα προς τον πατέρα του Λουδοβίκο της Βαυαρίας διαβάζουμε: « η πνευματική αρχή του κλήρου της χώρας θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον κοσμικό άρχοντα και θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος καθυποτάξεώς του».
V. Γάλλος υπουργός σχολιάζει το γεγονός του χωρισμού της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο ως εξής: «Έτσι συνέβηκε χωρίς δυσκολία και με την συναίνεση του ανώτερου κλήρου ο χωρισμός της Ελληνικής Εκκλησίας από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα στο οποίο η Αντιβασιλεία είχε προσδώσει τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ο πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι εμφανώς να μετακινήσει τούς μελλοντικούς ισχυρούς τρόπους επιρροής της Ρωσσίας».
VI. Ο αντιβασιλεύς Μάουερ θα ομολογήσει «Κι όσο για μένα, πείστηκα ότι αυτό το παγκόσμιας σημασίας ιστορικό κείμενο (του χωρισμού δηλ. της Εκκλησίας μας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο) θα σφραγίσει την αρχή μίας νέας εποχής και όχι μόνο για την ελληνική εκκλησία».
Τα τρία πρώτα περιστατικά συγκρούονται με τα υπόλοιπα τρία. Στα πρώτα απεικονίζεται η περιέχουσα το Γένος Εκκλησία και στα άλλα η μετάλλαξή της σε μία κρατική υπηρεσία, εξάρτημα μιας Γραμματείας.
Σ\\\' αυτή την εποχή ανάγεται και το συζητούμενο θέμα της Εκκλησιαστικής περιουσίας και του μισθολογίου των κληρικών μας.
Στην Δ\\\' Εθνική συνέλευση των Ελλήνων στο Aργος στις 11 Ιουλίου 1829 αποφασίσθηκε: «Η κυβέρνησις θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον (Ταμείον) υπό την ιδίαν της άμεσον διεύθυνσιν, εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι τα συλλεγόμενα χρήματα, προσδιωρισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του Ιερατείου, εις ... υποστήριξιν των αλληλοδιδακτικών σχολείων, ... δια ...τους αφιερωθησομένους εις την σπουδήν των τε επιστημών, των τεχνών...»
Στην απόφαση αυτή της συνελεύσεως στηρίζει την υλοποίηση του σχεδίου του ο Κυβερνήτης Καποδίστριας καλώντας σε συνεργασία τους Επισκόπους « σκοπός του έθνους και της κυβερνήσεως, όστις είναι η βελτίωσις του κλήρου, .. ίνα σχολάζοντες των βιωτικών μεριμνών ενασχολώνται επιμελέστερον περί την υπηρεσίαν των θείων και την των ψυχών παιδαγωγίαν και προστασίαν».
Η αντιβασιλεία του Όθωνος που έφθασε στην Ελλάδα στις 18 Ιανουαρίου 1833 θέλησε να δώσει συνέχεια χωρίς όμως να έχει γεύση της Ελληνικής πραγματικότητος.
Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το \\\"Εκκλησιαστικό Ταμείο\\\". Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση - εκ μέρους επιτηδείων - ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία \\\"χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων\\\". Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
Καταργήθηκαν τετρακόσια περίπου Μοναστήρια η περιουσία αυτών περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα επλήρωναν φόρον, Ομοίως η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους. Διαβάζουμε στα πρακτικά της Επιτροπής: «Εκρίθ? επάναγκες, οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ ευθε?αν παρά της Κυβερνήσεως.., οι δε πρεσβύτεροι διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών, κυρίως μεν παρά των Κοινοτήτων. όταν δε οι πόροι της Κοινότητος δεν εξαρκο?ν, η Κυβέρνησις να αναπληροί το ελλείπον από των προειρημένων πόρων». (Πρακτικά 26 Απριλίου 1833)
«Ελήφθη υπ όψιν το περί μισθοδοσίας του κλήρου και απεφασίσθη, ότι πρέπει να συσταθή εις εκάστην κοινότητα Εκκλησιαστικόν Ταμείον εις το οποίον θέλουν σύγκεισθαι τα εκ των ανηκόντων εις τας Εκκλησίας κτημάτων εισοδήματα. Από το ταμείον τούτο .., θέλουν μισθοδοτείσθαι οι εν αυτώ υπηρετούντες. και ... ει ελλείπουσι, θέλουσι αναπληρούσθαι παρά της Κυβερνήσεως (δηλ. από τους προγραμματισμένους πόρους των μοναστηριακών κτημάτων)» (Πρακτικά 27 Απριλίου 1833).
Το Ταμείο αυτό γρήγορα κατέρρευσε διότι η περιελθούσα στους Δήμους ενοριακή περιουσία κατασπαταλήθηκε ή αφομοιώθηκε με την δημοτική.
Δημιουργήθηκε όμως Ειδικόν Ταμείον εκ της περιουσίας των Μοναστηριών. Διαβάζουμε: «Ελήφθησαν εις σκέψιν και εθεωρήθη επάναγκες το να συστηθή ιδιαίτερον ταμείον υπό την άμεσον διαχείρισιν της Κυβερνήσεως και την επιστασίαν επιτροπής επί τούτω διοριζομένης τούτο θέλει επαρκεί προς μισθοδοσίαν των Επισκόπων, ... προς εκπαίδευσιν του Κλήρου, προς οικοδομήν Εκκλησιών,» (Πρακτικά 28 Απριλίου 1833).
«Εν τη σημερινή συνεδριάσει ενεκρίθη το Ταμείον τούτο να σύγκειται κυρίως από τα εισοδήματα των υπαρχόντων μοναστηρίων και των εις τας επισκοπικάς ανηκόντων κτημάτων Η Διοίκησις των κτημάτων τούτων ανατίθεται εις την Κυβέρνησιν δια την προσδιορισθείσαν χρήσιν». (Πρακτικά 29 Απριλίου 1833)
Στο εισηγητικό κείμενο της Επιτροπής προς την Κυβέρνηση διαβάζουμε: «Η Ελλάς έχει πόρον πλουσιώτατον εις διατροφήν του κλήρου, τα κτήματα των μοναστηρίων... Ταύτα, καλώς διοικούμενα και οικονομούμενα, θέλουσι παρέχει άφθονα εισοδήματα. Αλλ εκτός των μοναστηριών υπάρχουν και άλλα των Επισκοπών? , και μόνον τα εις Εκκλησίας ανήκοντα ως μικρά, αφίνονται εις τας κοινότητας προς χρήσιν των Εκκλησιών και του κλήρου αυτών, δι επιτρόπων κατ έτος εκλεγομένων και υπευθύνων καθισταμένων Εύλογον προσέτι κρίνομεν να διοικώνται και οικονομώνται τα μοναστηριακά και επισκοπικά κτήματα παρ επιτροπής επίτηδες προς τούτο διωρισμένης, και όχι αμέσως παρά της επί των οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, ούτε να συνάγωνται τα εισοδήματα αυτών εις το Ταμείον της Επικρατείας, ? η κυβέρνησις θέλει διαγράψει και τον τρόπον και τον κανονισμόν της οικονομίας και διοικήσεως των περί ων ο λόγος κτημάτων».
Το υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησιν της επιτροπής κατά τις συνεδρίες των 27 και 28 Ιουνίου (9 και 10 Ιουλίου) 1833 και αποστέλλει την γνωμοδότησή του προς την Ιεράν Σύνοδο ζητώντας την όσο το δυνατόν ταχύτερον εγκριτική της απόφαση. Γράφει ο επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεύς Σ. Τρικούπης: «Περιμένοντες (λέγει),ό τάχιον, την απόφασιν της ιεράς Συνόδου...κρίνομεν ουσιωδέστατον το περί συστάσεως του Εκκλησιαστικού Ταμείου, καθ όσον αφορά τα Εκκλησιαστικά κτήματα, συμφώνως με τα εις το α΄ ψήφισμα της εν ʼργει Δ Εθνικής Συνελεύσεως διαλαμβανόμενα. Η απάντηση κρίνεται κατεπείγουσα, καθ όσον, εκτός της μισθοδοσίας του ιερού Κλήρου, τα σχολεία του Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ήδη μήνας δι έλλειψιν χορηγίας διαρκούς, κινδυνεύουν να παραλύσουν».
Στην απάντησή της η Ιερά Σύνοδος υπογραμμίζει: «τα εισοδήματα εκ της περιουσίας των μοναστηρίων προορίζονται για την διατήρησιν του κλήρου, εις την ευκοσμίαν των ναών και εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν».
Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου»
Σε τέσσερα χρόνια είχε δοθεί ήδη η εικόνα, ότι το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς καμία οικονομική συμπαράσταση του κλήρου.
Η Πολιτεία για να καλύψει τα ακάλυπτα προέβη σε δήθεν μεταρρύθμιση και εξέδωκε στις 13 Ιανουαρίου 1838 διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».
Αλλά και πάλι στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται εις το Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».
Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (\\\"αγροτικός νόμος\\\") και άλλους μεταγενέστερους απαλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους \\\"προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας\\\". Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ καη η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
Με τον κωδ. νόμο 4684/1931 περί \\\"Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας\\\" αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).
Μετά 85 χρόνια ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μελέτιος Μεταξάκης θα εκφράσει την απορία του για την κατασπατάληση αυτή και θα ζητήσει εξηγήσεις για την περιουσία. Πρότεινε εφ όσον το Κράτος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του «να επιστραφή η περιουσία αυτή στην Εκκλησία».
Ο ίδιος θα γράψει ότι η απάντησις του Υπουργείου επί του τεθέντος θέματος ήταν: « τα βιβλία του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα κτηματολόγια και τα λογιστικά της περιουσίας ταύτης δεν υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις γραφείοις του Υπουργείου Πυρκαϊάν».
Με την από 18/9/1952 \\\"Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων\\\", η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της.
Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η \\\"μισθοδοσία\\\" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 - ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο - όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 - συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ\\\' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ\\\' αυτού. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε \\\"δημόσιους υπαλλήλους\\\". Όταν η άγνοια συναντά τη θρασύτητα, το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο \\\"ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα\\\" (περιοδικό \\\"Εκκλησία\\\" 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.
ΔΗΜΟΣΙΟ
43.598.000 στρέμματα
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
15.553.200 στρέμματα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1.282.300 στρέμματα
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
1.098.400 στρέμματα
Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!
(Για περισσότερα βλέπε Δαμιανού Στρουμπούλη, «Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951», Καθημερινή, Κυριακή – Δευτέρα 12–13 Απριλίου 1987, σελίδα 4).
Kάντε κλικ στην εικόνα για να μεγαλώσει.
Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί:
η Ριζάρειος Σχολή,
η Ακαδημία Αθνών,
το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
το Σκοπευτήριο,
το Πτωχοκομείο,
η Μαράσλειος Ακαδημία,
το Θεραπευτήριο \\\"Ευαγγελισμός\\\",
το Αρεταίειο νοσοκομείο,
η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
το Νοσοκομείο Παίδων,
το Νοσοκομείο Συγγρού,
το Λαικό Νοσοκομείο \\\"Σωτηρία\\\",
το Ασκληπείο Βούλας,
η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
το ΠΙΠΚΑ Βούλας
Ιπποκράτειο Νοσοκομείο,
Γηροκομείο,
Εθνική Βιβλιοθήκη,
Πανεπιστήμιο Αθηνών
142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής
και πολλά άλλα...
Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτιρίων.
Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια.
Πότε και με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες ανάλαβε η Πολιτεία την μισθοδοσία των κληρικών; (όχι των μοναχών οι οποίοι παραμένουν άμισθοι μέχρι σήμερα). Ιστορικό που ξεκινά από το 1833 και φθάνει μέχρι σήμερα.
I. Όταν υποψιάσθηκαν οι Οθωμανοί την έκρηξη της επαναστάσεως «προσεκάλεσαν ευσχήμως εις Τρίπολιν και ως ενέχυρα καθείρξαν εις σκοτεινήν φυλακήν» τους οκτώ αρχιερείς. Και τούτων οι μεν πέντε του μακαρίου έτυχον τέλους εν τη ειρκτή τελευτήσαντες των δε λοιπών δύο μεν είδον πάλιν του ηλίου ημιθνήτες και σκελετώδεις».
II. Τη μεν 5ην Απριλίου 1822 υπεγράφη νόμος «περί συνάξεως των χρυσών και αργυρών σκευών των Μοναστηρίων και Εκκλησιών προς διατροφήν των αγωνιζομένων πενήτων, και τας ανάγκας του πολέμου. Συνήχθησαν δε περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ή 800 οκάδες) αργύρου, και νόμισμα από τούτων ήθελεν κόπτεσθαι »
III. Στις 8 Οκτωβρίου 1829 ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Καποδίστριας έγραφε προς τους ιερωτάτους Μητροπολίτας, θεοφιλεστάτους Επισκόπους: «ότι η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείαν, είναι δύο υπηρεσίες αχώριστες ως μίαν εχούσας αρχήν, τον Πατέρα των Φώτων, και προς ένα συντρεχούσας σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών διαμόρφωσιν».
IV. Σε γράμμα του Όθωνα προς τον πατέρα του Λουδοβίκο της Βαυαρίας διαβάζουμε: « η πνευματική αρχή του κλήρου της χώρας θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη για τον κοσμικό άρχοντα και θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος καθυποτάξεώς του».
V. Γάλλος υπουργός σχολιάζει το γεγονός του χωρισμού της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο ως εξής: «Έτσι συνέβηκε χωρίς δυσκολία και με την συναίνεση του ανώτερου κλήρου ο χωρισμός της Ελληνικής Εκκλησίας από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα στο οποίο η Αντιβασιλεία είχε προσδώσει τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ο πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι εμφανώς να μετακινήσει τούς μελλοντικούς ισχυρούς τρόπους επιρροής της Ρωσσίας».
VI. Ο αντιβασιλεύς Μάουερ θα ομολογήσει «Κι όσο για μένα, πείστηκα ότι αυτό το παγκόσμιας σημασίας ιστορικό κείμενο (του χωρισμού δηλ. της Εκκλησίας μας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο) θα σφραγίσει την αρχή μίας νέας εποχής και όχι μόνο για την ελληνική εκκλησία».
Τα τρία πρώτα περιστατικά συγκρούονται με τα υπόλοιπα τρία. Στα πρώτα απεικονίζεται η περιέχουσα το Γένος Εκκλησία και στα άλλα η μετάλλαξή της σε μία κρατική υπηρεσία, εξάρτημα μιας Γραμματείας.
Σ\\\' αυτή την εποχή ανάγεται και το συζητούμενο θέμα της Εκκλησιαστικής περιουσίας και του μισθολογίου των κληρικών μας.
Στην Δ\\\' Εθνική συνέλευση των Ελλήνων στο Aργος στις 11 Ιουλίου 1829 αποφασίσθηκε: «Η κυβέρνησις θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον (Ταμείον) υπό την ιδίαν της άμεσον διεύθυνσιν, εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι τα συλλεγόμενα χρήματα, προσδιωρισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του Ιερατείου, εις ... υποστήριξιν των αλληλοδιδακτικών σχολείων, ... δια ...τους αφιερωθησομένους εις την σπουδήν των τε επιστημών, των τεχνών...»
Στην απόφαση αυτή της συνελεύσεως στηρίζει την υλοποίηση του σχεδίου του ο Κυβερνήτης Καποδίστριας καλώντας σε συνεργασία τους Επισκόπους « σκοπός του έθνους και της κυβερνήσεως, όστις είναι η βελτίωσις του κλήρου, .. ίνα σχολάζοντες των βιωτικών μεριμνών ενασχολώνται επιμελέστερον περί την υπηρεσίαν των θείων και την των ψυχών παιδαγωγίαν και προστασίαν».
Η αντιβασιλεία του Όθωνος που έφθασε στην Ελλάδα στις 18 Ιανουαρίου 1833 θέλησε να δώσει συνέχεια χωρίς όμως να έχει γεύση της Ελληνικής πραγματικότητος.
Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το \\\"Εκκλησιαστικό Ταμείο\\\". Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση - εκ μέρους επιτηδείων - ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία \\\"χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων\\\". Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
Καταργήθηκαν τετρακόσια περίπου Μοναστήρια η περιουσία αυτών περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα επλήρωναν φόρον, Ομοίως η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους. Διαβάζουμε στα πρακτικά της Επιτροπής: «Εκρίθ? επάναγκες, οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ ευθε?αν παρά της Κυβερνήσεως.., οι δε πρεσβύτεροι διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών, κυρίως μεν παρά των Κοινοτήτων. όταν δε οι πόροι της Κοινότητος δεν εξαρκο?ν, η Κυβέρνησις να αναπληροί το ελλείπον από των προειρημένων πόρων». (Πρακτικά 26 Απριλίου 1833)
«Ελήφθη υπ όψιν το περί μισθοδοσίας του κλήρου και απεφασίσθη, ότι πρέπει να συσταθή εις εκάστην κοινότητα Εκκλησιαστικόν Ταμείον εις το οποίον θέλουν σύγκεισθαι τα εκ των ανηκόντων εις τας Εκκλησίας κτημάτων εισοδήματα. Από το ταμείον τούτο .., θέλουν μισθοδοτείσθαι οι εν αυτώ υπηρετούντες. και ... ει ελλείπουσι, θέλουσι αναπληρούσθαι παρά της Κυβερνήσεως (δηλ. από τους προγραμματισμένους πόρους των μοναστηριακών κτημάτων)» (Πρακτικά 27 Απριλίου 1833).
Το Ταμείο αυτό γρήγορα κατέρρευσε διότι η περιελθούσα στους Δήμους ενοριακή περιουσία κατασπαταλήθηκε ή αφομοιώθηκε με την δημοτική.
Δημιουργήθηκε όμως Ειδικόν Ταμείον εκ της περιουσίας των Μοναστηριών. Διαβάζουμε: «Ελήφθησαν εις σκέψιν και εθεωρήθη επάναγκες το να συστηθή ιδιαίτερον ταμείον υπό την άμεσον διαχείρισιν της Κυβερνήσεως και την επιστασίαν επιτροπής επί τούτω διοριζομένης τούτο θέλει επαρκεί προς μισθοδοσίαν των Επισκόπων, ... προς εκπαίδευσιν του Κλήρου, προς οικοδομήν Εκκλησιών,» (Πρακτικά 28 Απριλίου 1833).
«Εν τη σημερινή συνεδριάσει ενεκρίθη το Ταμείον τούτο να σύγκειται κυρίως από τα εισοδήματα των υπαρχόντων μοναστηρίων και των εις τας επισκοπικάς ανηκόντων κτημάτων Η Διοίκησις των κτημάτων τούτων ανατίθεται εις την Κυβέρνησιν δια την προσδιορισθείσαν χρήσιν». (Πρακτικά 29 Απριλίου 1833)
Στο εισηγητικό κείμενο της Επιτροπής προς την Κυβέρνηση διαβάζουμε: «Η Ελλάς έχει πόρον πλουσιώτατον εις διατροφήν του κλήρου, τα κτήματα των μοναστηρίων... Ταύτα, καλώς διοικούμενα και οικονομούμενα, θέλουσι παρέχει άφθονα εισοδήματα. Αλλ εκτός των μοναστηριών υπάρχουν και άλλα των Επισκοπών? , και μόνον τα εις Εκκλησίας ανήκοντα ως μικρά, αφίνονται εις τας κοινότητας προς χρήσιν των Εκκλησιών και του κλήρου αυτών, δι επιτρόπων κατ έτος εκλεγομένων και υπευθύνων καθισταμένων Εύλογον προσέτι κρίνομεν να διοικώνται και οικονομώνται τα μοναστηριακά και επισκοπικά κτήματα παρ επιτροπής επίτηδες προς τούτο διωρισμένης, και όχι αμέσως παρά της επί των οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, ούτε να συνάγωνται τα εισοδήματα αυτών εις το Ταμείον της Επικρατείας, ? η κυβέρνησις θέλει διαγράψει και τον τρόπον και τον κανονισμόν της οικονομίας και διοικήσεως των περί ων ο λόγος κτημάτων».
Το υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησιν της επιτροπής κατά τις συνεδρίες των 27 και 28 Ιουνίου (9 και 10 Ιουλίου) 1833 και αποστέλλει την γνωμοδότησή του προς την Ιεράν Σύνοδο ζητώντας την όσο το δυνατόν ταχύτερον εγκριτική της απόφαση. Γράφει ο επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεύς Σ. Τρικούπης: «Περιμένοντες (λέγει),ό τάχιον, την απόφασιν της ιεράς Συνόδου...κρίνομεν ουσιωδέστατον το περί συστάσεως του Εκκλησιαστικού Ταμείου, καθ όσον αφορά τα Εκκλησιαστικά κτήματα, συμφώνως με τα εις το α΄ ψήφισμα της εν ʼργει Δ Εθνικής Συνελεύσεως διαλαμβανόμενα. Η απάντηση κρίνεται κατεπείγουσα, καθ όσον, εκτός της μισθοδοσίας του ιερού Κλήρου, τα σχολεία του Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ήδη μήνας δι έλλειψιν χορηγίας διαρκούς, κινδυνεύουν να παραλύσουν».
Στην απάντησή της η Ιερά Σύνοδος υπογραμμίζει: «τα εισοδήματα εκ της περιουσίας των μοναστηρίων προορίζονται για την διατήρησιν του κλήρου, εις την ευκοσμίαν των ναών και εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν».
Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου»
Σε τέσσερα χρόνια είχε δοθεί ήδη η εικόνα, ότι το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς καμία οικονομική συμπαράσταση του κλήρου.
Η Πολιτεία για να καλύψει τα ακάλυπτα προέβη σε δήθεν μεταρρύθμιση και εξέδωκε στις 13 Ιανουαρίου 1838 διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».
Αλλά και πάλι στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται εις το Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».
Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (\\\"αγροτικός νόμος\\\") και άλλους μεταγενέστερους απαλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους \\\"προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας\\\". Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ καη η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
Με τον κωδ. νόμο 4684/1931 περί \\\"Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας\\\" αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).
Μετά 85 χρόνια ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μελέτιος Μεταξάκης θα εκφράσει την απορία του για την κατασπατάληση αυτή και θα ζητήσει εξηγήσεις για την περιουσία. Πρότεινε εφ όσον το Κράτος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του «να επιστραφή η περιουσία αυτή στην Εκκλησία».
Ο ίδιος θα γράψει ότι η απάντησις του Υπουργείου επί του τεθέντος θέματος ήταν: « τα βιβλία του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα κτηματολόγια και τα λογιστικά της περιουσίας ταύτης δεν υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις γραφείοις του Υπουργείου Πυρκαϊάν».
Με την από 18/9/1952 \\\"Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων\\\", η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της.
Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η \\\"μισθοδοσία\\\" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 - ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο - όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 - συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ\\\' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ\\\' αυτού. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε \\\"δημόσιους υπαλλήλους\\\". Όταν η άγνοια συναντά τη θρασύτητα, το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο \\\"ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα\\\" (περιοδικό \\\"Εκκλησία\\\" 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.
ΔΗΜΟΣΙΟ
43.598.000 στρέμματα
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
15.553.200 στρέμματα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1.282.300 στρέμματα
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
1.098.400 στρέμματα
Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!
(Για περισσότερα βλέπε Δαμιανού Στρουμπούλη, «Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951», Καθημερινή, Κυριακή – Δευτέρα 12–13 Απριλίου 1987, σελίδα 4).
Kάντε κλικ στην εικόνα για να μεγαλώσει.
Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί:
η Ριζάρειος Σχολή,
η Ακαδημία Αθνών,
το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
το Σκοπευτήριο,
το Πτωχοκομείο,
η Μαράσλειος Ακαδημία,
το Θεραπευτήριο \\\"Ευαγγελισμός\\\",
το Αρεταίειο νοσοκομείο,
η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
το Νοσοκομείο Παίδων,
το Νοσοκομείο Συγγρού,
το Λαικό Νοσοκομείο \\\"Σωτηρία\\\",
το Ασκληπείο Βούλας,
η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
το ΠΙΠΚΑ Βούλας
Ιπποκράτειο Νοσοκομείο,
Γηροκομείο,
Εθνική Βιβλιοθήκη,
Πανεπιστήμιο Αθηνών
142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής
και πολλά άλλα...
Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτιρίων.
Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια.