Η αυθεντικότητα στο βίωμα του σύγχρονου Χριστιανού
Του Μητροπολίτου Λαυρεωτικής Νικολάου Χατζηνικολάου
Πηγή: Η δράσις μας, τ. 416-7 ΑΝΘΡΩΠΟΣ & ΜΕΘΟΡΙΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΠΛΩ. Ιούνιος 2005.
Α. Εισαγωγή
Η αποψινή ομιλία πρέπει να εκφράσει κάτι που δύσκολα λέγεται και να δώσει χαρακτηριστικά και παραμέτρους για κάτι που από τη φύση του είναι λιγότερο περιγραπτό και περισσότερο έμμεσα αντιληπτό, για κάτι πιο πολύ κεκρυμμένο, που το υποψιάζεσαι, παρά φανερό που μπορείς να το σχολιάσεις. Οι στόχοι προσδιορίζονται, τα βιώματα όμως δύσκολα περιορίζονται σε λεκτικά πλαίσια. Πολύ δε περισσότερο η αυθεντικότητα του βιώματος της πίστεως και της χάριτος, που έχει να κάνει με το βαθύτερο είναι της ανθρώπινης φύσεως, την αλήθεια του ανθρώπου, κάτι που αποτελεί μυστήριο που διαρκώς μας αποκαλύπτεται και λιγότερο εκδήλωση, έκφραση ή τρόπο και συμπεριφορά προς τα όποια κανείς προσαρμόζεται.
Ένα βίωμα, όταν είναι πνευματικά αυθεντικό, φανερώνει τη θεϊκότητα του ανθρώπου, ενώ, όταν είναι μη αυθεντικό, εμποδίζει τη χάρη του Θεού να ενεργεί στη ζωή του. Γι’ αυτό και η αυθεντικότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση πνευματικής ζωής.
Πώς λοιπόν να προσεγγίσουμε την αυθεντικότητα του βιώματος; Πώς να την προσδιορίσουμε; πώς να την ψηλαφήσουμε; Το θέμα σίγουρα δεν είναι διανοητικό. Γι’ αυτό, ας μην επικεντρώσουμε την προσπάθειά μας στο να καταλάβουμε όλα αυτά που θα ακουσθούν ούτε πάλι να κρατήσουμε σημειώσεις για να μην ξεχάσουμε κάτι· ούτε ακόμη να υποτάξουμε την αθωότητα του αυθορμητισμού μας στη διαδικασία ενός σχολαστικού ελέγχου μήπως κάτι δεν είναι απόλυτα σωστό. Η ομιλία αυτή δεν θέλει να είναι στοχαστική για να γεννήσει καλές σκέψεις ή ορθές κριτικές απόψεις· ούτε πειστική για να μας βάλει με το ζόρι στον μονότονο μονόδρομο μιας ανακουφιστικής και εφησυχαστικής συμφωνίας. Η ομιλία προτιμά να είναι απλή, καρδιακή, για να προκαλέσει εξομολογητικά και προσωπικά αισθήματα στον καθένα μας. Γι’ αυτό και ό,τι θα ακουσθεί δεν προσφέρεται από τον ομιλητή ως γνώση η άποψη, αλλά κατατίθεται ως αφορμή κοινωνίας.
Στην πορεία λοιπόν αυτής της ομιλίας, ας προσπαθεί ο καθένας μας να δει ποιος πράγματι είναι. Όχι τι από τα λεγόμενα είναι σωστό και τι λάθος, αλλά τι σχέση έχουμε εμείς με την αλήθεια. Όχι σε ποια εποχή ζούμε, αλλά πώς εμείς ζούμε τι θέση έχει ο Χριστός στην καρδιά μας και πώς προσδιορίζεται η απόσταση μας από τη χάρη Του στη δική μας περίπτωση. Αλλά και πώς λειτουργούν οι πόθοι μας, πώς περιγράφονται οι στόχοι μας, πώς διαγράφεται η κλήση μας ως τέκνων του Θεού 1, ως αδελφών του Χριστού, ως πολιτών της βασιλείας Του, ως κεκλημένων στο δείπνο Του 2.
Ο ευαγγελικός λόγος του Κυρίου είναι αρκετά απόλυτος. ο μη ων μετ' εμού κατ’ εμού εστίν 3 και ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν 4 και όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι 5 και εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών 6. Ο Κύριος αρνείται το ανθρώπινο δικαίωμα σε κάποιον μαθητή Του να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα του 7, προλέγει μαρτύρια και δοκιμασίες σε όσους τον ακολουθήσουν 8, ελέγχει τη χλιαρότητα 9, απαιτεί το εν που λείπει, προτείνει την τελειότητα· ει θέλεις τέλειος είναι 10.
Ο Θεός είναι απόλυτος, εμπερικλείει και προσφέρει κάθε τι που έχει πληρότητα και αυτό το είναι στην τελεία του μορφή. Είναι ο ίδιος ο Ων, είναι το Παν. Η αλήθεια του Θεού πληροί μεν τον άνθρωπο, αλλά του αφήνει την αίσθηση ότι υπερβαίνει την πληρότητά του. Είναι κάτι ακόμη παραπάνω, που δεν προσλαμβάνεται από τον άνθρωπο. Υπό αυτήν την έννοια, ο Θεός, από όποιον θέλει να Τον ακολουθήσει, δεν ζητεί το υπερβάλλον σε δύναμη και δυσκολία — αυτό το αναπληρώνει η χάρις Του—, αλλά την αυθεντικότητα στη συναίνεση, την αλήθεια στην προαίρεση, τη συνέπεια στην απόφαση. Μόνον έτσι ο άνθρωπος γίνεται συμβατός με τον Θεό μόνον έτσι μπορεί να παρακολουθήσει τον βηματισμό Του, να αναγνωρίζει τα ίχνη Του.
Η αυθεντικότητα στο βίωμα του σύγχρονου Χριστιανού
1«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»