Οι μεταφράσεις της Α. Γ. και η χρήση τους στη λατρεία
Δημοσιεύτηκε: 01 Νοέμ 2010, 19:12
1. Εισαγωγή
Όπως επισημαίνει ο Γ.Μπαμπινιώτης στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας[1], μετάφραση είναι η ‘μετάβαση’, η ‘μεταφορά’ ενός κειμένου (προφορικού ή γραπτού) σε γλώσσα ή μορφή γλώσσας διαφορετική από αυτήν της παραγωγής του. στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν υπήρχε ειδικός όρος για να αποδώσει την έννοια της μετάφρασης. Αυτή αποδιδόταν με το ρήμα ερμηνεύω, το οποίο σήμαινε ταυτόχρονα α/ αποφαίνομαι (=άγω στο φως), δηλ. εκφράζω, αποκαλύπτω και β/ εξηγώ (<πλοηγούμαι)[2]. Προφανώς η απόδοση τριών διαφορετικών εννοιών με τον ίδιο όρο δεν οφείλεται στην πενία της Ελληνικής Γλώσσας, αλλά στην πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι κάθε μετάφραση προϋποθέτει την αποκάλυψη και την ερμηνεία. Και οι τρεις αυτές ουσιαστικές για την επιβίωση και την κοινωνικοποίηση του ανθρώπου λειτουργίες συνδέονται ετυμολογικά με τον ευαγγελιστή-αγγελιοφόρο θεό τη γνώσης και του λόγου, τον τρισμέγιστο Ερμή και το θεϊκό χρησμό-τη θεία αποκάλυψη που αυτός κομίζει στη γη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η κατανόηση της μετάφρασης ως μετα-φοράς διασώθηκε στην αγγλική γλώσσα, όπου χρησιμοποιείται το ρ. translate, το οποίο σημαίνει μεταφέρω κάτι από ένα τόπο στον άλλο (πρβλ. transfer), και στη Γερμανική, όπου το ρ. über-setzen σημαίνει διαπορθμεύω, μεταφέρω κάτι από την όχθη ενός ποταμού στην άλλη[3].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μετάφραση δεν ταυτίζεται απλά με τη μηχανική αντιστοίχηση λέξεων μιας γλώσσας σε μια άλλη, αλλά συνδέεται με την μεταφορά μέσω των λέξεων ενός νοήματος από ένα γλωσσικό κόσμο σε έναν άλλο[4]. κατά τη μεταφορά αυτή, όμως, σπάνια παραμένει ακέραιο το μεταφερόμενο μήνυμα, καθώς πρώτον το μέσον της μεταφοράς, οι λέξεις που επιλέγονται κατά τη μετάφραση δεν είναι πάντα φορτισμένες με το ίδιο νόημα που έχουν οι μεταφραζόμενες και δεύτερον ο αποδέκτης της μετάφρασης τις συλλαμβάνει και τελικά τις κατανοεί ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του (πρβλ. Θωμάς Ακινάτης: Quid quid recipitur, semper ad modum recipientis recipitur)[5].
Εάν τα παραπάνω ισχύουν για την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους, πολύ περισσότερο δυσκολότερη είναι η μεταφορά του υπερκόσμιου λόγου του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου-προφήτη και κατόπιν η ένωση / ένδυσή του με τον ανθρώπινο λόγο, προκειμένου αυτός να γίνει κατανοητός από τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Εξ.20,1, κατά την περιγραφή της κορυφαίας αποκάλυψης του Γιαχβέ στο φλεγόμενο Σινά, γίνεται λόγος για τη (μια) φωνή του Θεού, στο 20,18 (σύμφωνα με το Μασοριτικό) σημειώνεται ότι ο ισραηλιτικός λαός έβλεπε φωνές (πολλές) στην κορυφή του Σινά. Οι ραβίνοι, προκειμένου να λύσουν το ερμηνευτικό αυτό αίνιγμα, αποφάνθηκαν ότι η μια φωνή διαμερίστηκε σε 600.000 πύρινες γλώσσες προκειμένου ο κάθε ισραηλίτης να κατανοήσει το ρήμα του Κυρίου ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή του, ακριβώς όπως διακηρύσσει ο Ψ.69(68),12: ~O Ku,rioj e;dwke lo,gon\ oi` euvaggelizo,menoi hv|san stra,teuma me,ga (σύμφωνα με το Μασ.). Σύμφωνα με άλλη ραβινική παράδοση, στο Σινά ακούσθηκαν 70 φωνές οι οποίες έβγαιναν από σπίθες διαχωρισμένες η μια από την άλλη για να γίνουν κατανοητές και στα 70 έθνη της γης. Για το λόγο αυτό ο Μωυσής συνέγραψε το Νόμο στις 70 γλώσσες του κόσμου, εξήγγειλε δε αυτόν κατά το αλφάβητο του Ακίβα στις 70 μορφές των 70 γλωσσών της γης (πρβλ. Εβρ. 12, 24)[6].
Η επίτευξη, συνεπώς, της μετάφρασης-της μεταφοράς των λόγων του άκτιστου Θεού στην κτιστή γλώσσα του ανθρώπου ‘ασυγχύτως και ατρέπτως’ αποτελεί πράξη θεία, που προϋποθέτει έναν προφήτη - μεταφραστή και ακροατές κεκαθαρμένους στην καρδιά και το νου. Ο Θεός, άλλωστε, σύμφωνα με το Ευχολόγιο του Σεραπίωνα είναι ο διερμηνευόμενος τοῖς ἁγίοις (13.4).
Επί τη βάσει της σημασίας της μετάφρασης ως μεταφοράς, θα εξετάσουμε πρώτον την καθοριστική σημασία, που είχε η μετάφραση των Ο’ για τη λατρεία της Συναγωγής και της Εκκλησίας, δεύτερον τη σημασία που είχε η μετάφραση των λόγων του Κυρίου από το αγ.Πνεύμα και τους Ευαγγελιστές και τρίτον τη δυνατότητα χρήσης μετάφρασης της Κ.Δ. στη λατρεία της Εκκλησίας μας.
2. Η μετάφραση της Π.Δ. στην Ελληνική
Για τη γένεση της μετάφρασης των Ο’[7] ως πρωταρχική πηγή χρησιμοποιείται η επιστολή του Αριστέα προς τον αδελφό του Φιλοκράτη (2ου αι. π.Χ.). Ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας Δημήτριος Φαληρεύς εισηγήθηκε στον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλάδελφο (285-247π.χ) να στείλει επιστολές στον αρχιερέα Ελεάζαρο προκειμένου 72 λόγιοι (6 από κάθε ισραηλιτική φυλή) να μεταφράσουν την Τορά στην Ελληνική. Ως αντάλλαγμα προτάθηκε η απελευθέρωση όλων των αιχμαλωτισθέντων Ιουδαίων υπό του Πτολεμαίου Λάγου/ Σωτήρος κατά τον πόλεμο της Γάζας, πράγμα το οποίο και έγινε.
Αυτή η μετάφραση αποτελούσε γεγονός που εορταζόταν κάθε χρόνο από τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας, όχι μόνον γιατί αποτέλεσε την πρώτη παγκόσμια μετάφραση ενός έργου και μάλιστα τόσο εκτεταμένου στην επίσης αρχαιότερη lingua franka (παγκόσμια γλώσσα), την ελληνική, ούτε διότι τα ειλητάρια καταρχήν μόνον της Τορά, βρήκαν τη θέση που τους αρμόζει δίπλα στους 500.000 τόμους της ελληνικής Σοφίας, που φιλοξενούνταν στο Μουσείο της πολιτιστικής πρωτεύουσας του Κόσμου, της Αλεξάνδρειας, αλλά γιατί με το επίτευγμά τους οι 72 αυτοί μεταφραστές κατάφεραν να επιτύχουν τρεις βασικότατους στόχους:
α) Για τους ιουδαίους της διασποράς, οι οποίοι ζούσαν σε ένα συγκρητιστικό πολυπολιτισμικό περιβάλλον, η ακρόαση των Γραφής των πατέρων τους στην Κοινή καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής τους σήμανε την ανακάλυψη των οικουμενικών και των άλλων μηνυμάτων αυτής. Σημειωτέον ότι το εβραϊκό κείμενο ήταν ‘γράμμα νεκρό’ όχι μόνο για τους κοσμοπολίτες ιουδαίους, αλλά ακόμα και για αυτούς που κατοικούσαν στη μητέρα γη και οι οποίοι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους αραμαϊκές μεταφράσεις (ταργκου- μείμ). Ιδίως για τους νέους Εβραίους, οι οποίοι είχαν γοητευτεί τόσο πολύ από την ελληνική κουλτούρα ώστε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φίλωνα (Νόμων Ιερών Αλληγ. ΙΙΙ,7 κ.ε.), αναζητούσαν λατρευτικά τη σωτηρία και τη θέωση στα ειδωλολατρικά Μυστήρια, η ακρόαση και η ανάγνωση των Γραφών και του κηρύγματος στην καθημερινή γλώσσα των ιδίων προφανώς σήμανε τη ‘λειτουργική αναγέννησή τους’. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ακόμη μέχρι σήμερα σε ελληνικές ορθόδοξες ενορίες του εξωτερικού.
β) Ταυτόχρονα με την ανακάλυψη αυτή, η μετάφραση σήμανε και μια συγκλονιστική για το μέλλον της οικουμένης όλης αποκάλυψη. Με τη μετάφραση των ιερών κειμένων και την επιλογή των κατάλληλων όρων και εκφράσεων, οι Ο’ λόγιοι επέτυχαν να αποκαλύψουν στον ελληνιστικό περίγυρο τη μοναδική στην ιστορία του ανθρώπου θρησκεία που βασίζεται στην αποκάλυψη και τη διαθήκη ενός προσωπικού Θεού[8]. η απόδοση ιδίως του ‘ακοινώνητου’ προσωπικού ονόματος του Θεού Γιαχβέ (Σοφ.Σολομ.14,21) με το όνομα Κύριος είναι κατά τον J.Ziegler[9], η σημαντικότερη παράφραση στην ιστορία όλων των μεταφράσεων και μια πράξις μεγαλειώδης, αφού με αυτόν τον τρόπο παρουσιάστηκε ο Θεός του μικρού και παρεξηγημένου για αθεΐα και μισανθρωπία ισραηλιτικού γκέτο της Αλεξάνδρειας, ως ο κυρίαρχος Θεός της Ιστορίας και του Κόσμου. με την ανάγνωση της Τορά και το κήρυγμα επίσης στην Κοινή (δημοτική δηλ. γλώσσα της εποχής), η λατρεία της Συναγωγής δε γίνεται ελκυστική μόνο για τους νέους Εβραίους, αλλά και για τους Έλληνες, οι οποίοι ως φοβούμενοι τον Θεό ή προσήλυτοι συμμετέχουν σε αυτή. Με τη μετάφραση λοιπόν αυτή η μοναδική εξ αποκαλύψεως θρησκεία αποκαλύπτεται εκ νέου σε ολόκληρη την Οικουμένη. συντελείται η απεθνοποίηση ή, όπως αλλιώς έχει χαρακτηριστεί, η ελληνοποίηση ή επανοικουμενικοποίηση των ιουδαϊκών γραφών.
γ) Ο ίδιος Ιουδαϊσμός από μια τυπική θρησκεία με κέντρο το Ναό, τις θυσίες και το ιερατείο, παγιώνει πλέον ως πυρήνα του τη ‘λογική’ λατρεία της Προσευχής, όπως ονομαζόταν αρχικά το κτήριο της Συναγωγής, κάτι το οποίο αποτελεί ρηξικέλευθη καινοτομία στην λατρευτική ιστορία όλων των θρησκευμάτων. Μέσα σε αυτό το λατρευτικό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η ανάγνωση του Νόμου και η διδαχή των Εντολών γαλουχήθηκαν ο Παύλος και ο Στέφανος, οι οποίοι συνέλαβαν πρώτοι και μαρτύρησαν το οικουμενικό μήνυμα της διδαχής του Ιησού.
Η μετάφραση, λοιπόν, των εβδομήκοντα αποτέλεσε για τους κοσμοπολίτες ιουδαίους την κατεξοχήν εξήγηση του κηρύγματος των προφητών και ταυτόχρονα για τους Έλληνες την εισήγηση του μηνύματος αυτού σε έναν κόσμο ενοποιημένο μεν πολιτικά και γλωσσικά, αλλά διασπασμένο ψυχικά-υπαρξιακά. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να αιτιολογηθεί η άποψη του Φίλωνα ότι οι μεταφραστές ήταν ιεροφάντες και προφήτες (Βίος Μωυσέως ΙΙ, 37), που εργάσθηκαν με τη θεία επιφροσύνη, ή η άποψη περί θεοπνευστίας αυτών στον Ειρηναίο (Κατά Αιρ. 3.22.1) και σε άλλους χριστιανούς συγγραφείς και Πατέρες (Ευσ. Ε.Ι. 5.3,11)[10]. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο και το κείμενο των Ο’ χρησιμοποιείται κατά κανόνα από τους συγγραφείς των βιβλίων των Κ.Δ.[11], οι οποίοι, βιώνοντας υπό το φως της καινούργιας αποκάλυψης του Θεού Πατέρα εν Χριστώ την παγκοσμιότητα των συνεπειών της θυσίας και της ανάστασης του Μεσσία, προσπάθησαν και επέτυχαν να κάνουν την καινή διαθήκη του Θεού κτήμα της οικουμένης.
Επί τη βάσει των παραπάνω, δεν είναι πιστεύω εντελώς τυχαίο ότι οι 72 ιεροσολυμίτες λόγιοι εργάσθηκαν επί 72 ημέρες στο νησάκι Φάρο, όπου υψωνόταν επιβλητικά το Σήμα, το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου και ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, ο περίφημος Φάρος που ήταν ορατός από απόσταση 60 χλμ.. Στο σημείο όπου ετάφη ο στρατηλάτης εκείνος, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια για να ενοποιηθεί η πολιτισμένη ελληνική Δύση με τη βάρβαρη Ανατολή, γκρεμίζοντας τις προκαταλήψεις που δημιουργούσε κατεξοχήν η διαφορετική γλώσσα και παιδεία, με τη μετάφραση των εβραϊκών Γραφών εις την Ελλάδα διάλεκτον (Κλημ. Στρωμ. 1,22 P.G. 8,892α), στην Κοινή Ελληνική Λαλιά κατά τον Σεφέρη, τοποθετούνται οι ρίζες, οι σπερματικοί λόγοι μιας θρησκείας που θα δώσει ψυχή και πνεύμα στη σάρκα αυτής της Οικουμένης. Επιτυγχάνεται έτσι μέσω της Αλεξάνδρειας η ολοκλήρωση της πνευματικής γέφυρας που ενώνει την Ιερουσαλήμ με την Αθήνα. Ορθά λοιπόν σημειώνει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός: θεοῦ γὰρ ἦν βούλημα μεμελετημένον εἰς Ἑλληνικὰς ἀκοάς. οὐ δὴ ξένον ἐπιπνοίᾳ θεοῦ τοῦ τὴν προφητείαν δεδωκότος καὶ τὴν ἑρμηνείαν οἱονεὶ Ἑλληνικὴν προφητείαν ἐνεργεῖσθαι͵ ἐπεὶ κἀν τῇ ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ αἰχμαλωσίᾳ διαφθαρεισῶν τῶν γραφῶν κατὰ τοὺς Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως χρόνους ἐπίπνους Ἔσδρας ὁ Λευίτης ὁ ἱερεὺς γενόμενος πάσας τὰς παλαιὰς αὖθις ἀνανεούμενος προεφήτευσε γραφάς (Στρωματείς 1.22).
Τις παραπάνω συνέπειες προφανώς δεν συνειδητοποίησε ο Ιερώνυμος (400 μ.Χ.)[12], ο οποίος στην Εισαγωγή του στην Πεντάτευχο αφού διαχώρισε το αξίωμα του μεταφραστή από αυτό του προφήτη, αμφισβήτησε το κύρος της μετάφρασης αυτής, επειδή ακριβώς δεν αντιπροσωπεύει την αλήθεια του αρχικού κειμένου[13].
Είναι βέβαια γεγονός ότι κάποιοι χριστιανοί συγγραφείς στην αντιρρητική έναντι των Ιουδαίων προσπάθεια τόνισαν υπερβολικά τα θαυμαστά στοιχεία και τη θεϊκή συνδρομή στην ολοκλήρωση της μετάφρασης αυτής, η οποία έγινε με τον καιρό θρύλος. Οι μεγάλοι Πατέρες παρότι έδωσαν μεγάλο βάρος στην αξιοπιστία αυτής της μετάφρασης[14], καθόσον είναι η μόνη που προέρχεται πριν την ενσάρκωση του Ιησού και οι μεταφραστές δεν είχαν λόγο να παραποιήσουν τις μεσσιακές επαγγελίες, εντούτοις συχνά ανατρέχουν στο πρωτότυπο και μεταφράζουν στην ελληνική εβραϊκές λέξεις, κάνοντας χρήση της διαδεδομένης βίβλου της των εβραϊκών ονομάτων ερμηνείας, το οποίο ήταν ένα είδος ετυμολογικού Λεξικού εβραϊκών όρων γνωστό στον Ωριγένη (Ομιλ. Αριθμ. 20,3 PG 29,400) που συντάχθηκε με βάση τις ερμηνείες του Φίλωνα. Καταφεύγουν, επίσης στον Σύρο, στη συριακή μετάφραση της Π.Δ. την Πεσιτώ, που συγγενεύει με την εβραϊκή, και στις άλλες μεταφράσεις, διασταυρώνοντας μάλιστα τις μαρτυρίες των χειρογράφων[15].
Η σημασία της μετάφρασης αλλά και του ευρύτερου κανόνα της ελληνικής Βίβλου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εάν τη θεωρήσει ως προπαρασκευαστικό στάδιο τόσο γλωσσικά όσο και θεολογικά της Κ.Δ.
Όπως επισημαίνει ο Γ.Μπαμπινιώτης στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας[1], μετάφραση είναι η ‘μετάβαση’, η ‘μεταφορά’ ενός κειμένου (προφορικού ή γραπτού) σε γλώσσα ή μορφή γλώσσας διαφορετική από αυτήν της παραγωγής του. στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν υπήρχε ειδικός όρος για να αποδώσει την έννοια της μετάφρασης. Αυτή αποδιδόταν με το ρήμα ερμηνεύω, το οποίο σήμαινε ταυτόχρονα α/ αποφαίνομαι (=άγω στο φως), δηλ. εκφράζω, αποκαλύπτω και β/ εξηγώ (<πλοηγούμαι)[2]. Προφανώς η απόδοση τριών διαφορετικών εννοιών με τον ίδιο όρο δεν οφείλεται στην πενία της Ελληνικής Γλώσσας, αλλά στην πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι κάθε μετάφραση προϋποθέτει την αποκάλυψη και την ερμηνεία. Και οι τρεις αυτές ουσιαστικές για την επιβίωση και την κοινωνικοποίηση του ανθρώπου λειτουργίες συνδέονται ετυμολογικά με τον ευαγγελιστή-αγγελιοφόρο θεό τη γνώσης και του λόγου, τον τρισμέγιστο Ερμή και το θεϊκό χρησμό-τη θεία αποκάλυψη που αυτός κομίζει στη γη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η κατανόηση της μετάφρασης ως μετα-φοράς διασώθηκε στην αγγλική γλώσσα, όπου χρησιμοποιείται το ρ. translate, το οποίο σημαίνει μεταφέρω κάτι από ένα τόπο στον άλλο (πρβλ. transfer), και στη Γερμανική, όπου το ρ. über-setzen σημαίνει διαπορθμεύω, μεταφέρω κάτι από την όχθη ενός ποταμού στην άλλη[3].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μετάφραση δεν ταυτίζεται απλά με τη μηχανική αντιστοίχηση λέξεων μιας γλώσσας σε μια άλλη, αλλά συνδέεται με την μεταφορά μέσω των λέξεων ενός νοήματος από ένα γλωσσικό κόσμο σε έναν άλλο[4]. κατά τη μεταφορά αυτή, όμως, σπάνια παραμένει ακέραιο το μεταφερόμενο μήνυμα, καθώς πρώτον το μέσον της μεταφοράς, οι λέξεις που επιλέγονται κατά τη μετάφραση δεν είναι πάντα φορτισμένες με το ίδιο νόημα που έχουν οι μεταφραζόμενες και δεύτερον ο αποδέκτης της μετάφρασης τις συλλαμβάνει και τελικά τις κατανοεί ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του (πρβλ. Θωμάς Ακινάτης: Quid quid recipitur, semper ad modum recipientis recipitur)[5].
Εάν τα παραπάνω ισχύουν για την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους, πολύ περισσότερο δυσκολότερη είναι η μεταφορά του υπερκόσμιου λόγου του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου-προφήτη και κατόπιν η ένωση / ένδυσή του με τον ανθρώπινο λόγο, προκειμένου αυτός να γίνει κατανοητός από τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Εξ.20,1, κατά την περιγραφή της κορυφαίας αποκάλυψης του Γιαχβέ στο φλεγόμενο Σινά, γίνεται λόγος για τη (μια) φωνή του Θεού, στο 20,18 (σύμφωνα με το Μασοριτικό) σημειώνεται ότι ο ισραηλιτικός λαός έβλεπε φωνές (πολλές) στην κορυφή του Σινά. Οι ραβίνοι, προκειμένου να λύσουν το ερμηνευτικό αυτό αίνιγμα, αποφάνθηκαν ότι η μια φωνή διαμερίστηκε σε 600.000 πύρινες γλώσσες προκειμένου ο κάθε ισραηλίτης να κατανοήσει το ρήμα του Κυρίου ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή του, ακριβώς όπως διακηρύσσει ο Ψ.69(68),12: ~O Ku,rioj e;dwke lo,gon\ oi` euvaggelizo,menoi hv|san stra,teuma me,ga (σύμφωνα με το Μασ.). Σύμφωνα με άλλη ραβινική παράδοση, στο Σινά ακούσθηκαν 70 φωνές οι οποίες έβγαιναν από σπίθες διαχωρισμένες η μια από την άλλη για να γίνουν κατανοητές και στα 70 έθνη της γης. Για το λόγο αυτό ο Μωυσής συνέγραψε το Νόμο στις 70 γλώσσες του κόσμου, εξήγγειλε δε αυτόν κατά το αλφάβητο του Ακίβα στις 70 μορφές των 70 γλωσσών της γης (πρβλ. Εβρ. 12, 24)[6].
Η επίτευξη, συνεπώς, της μετάφρασης-της μεταφοράς των λόγων του άκτιστου Θεού στην κτιστή γλώσσα του ανθρώπου ‘ασυγχύτως και ατρέπτως’ αποτελεί πράξη θεία, που προϋποθέτει έναν προφήτη - μεταφραστή και ακροατές κεκαθαρμένους στην καρδιά και το νου. Ο Θεός, άλλωστε, σύμφωνα με το Ευχολόγιο του Σεραπίωνα είναι ο διερμηνευόμενος τοῖς ἁγίοις (13.4).
Επί τη βάσει της σημασίας της μετάφρασης ως μεταφοράς, θα εξετάσουμε πρώτον την καθοριστική σημασία, που είχε η μετάφραση των Ο’ για τη λατρεία της Συναγωγής και της Εκκλησίας, δεύτερον τη σημασία που είχε η μετάφραση των λόγων του Κυρίου από το αγ.Πνεύμα και τους Ευαγγελιστές και τρίτον τη δυνατότητα χρήσης μετάφρασης της Κ.Δ. στη λατρεία της Εκκλησίας μας.
2. Η μετάφραση της Π.Δ. στην Ελληνική
Για τη γένεση της μετάφρασης των Ο’[7] ως πρωταρχική πηγή χρησιμοποιείται η επιστολή του Αριστέα προς τον αδελφό του Φιλοκράτη (2ου αι. π.Χ.). Ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας Δημήτριος Φαληρεύς εισηγήθηκε στον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλάδελφο (285-247π.χ) να στείλει επιστολές στον αρχιερέα Ελεάζαρο προκειμένου 72 λόγιοι (6 από κάθε ισραηλιτική φυλή) να μεταφράσουν την Τορά στην Ελληνική. Ως αντάλλαγμα προτάθηκε η απελευθέρωση όλων των αιχμαλωτισθέντων Ιουδαίων υπό του Πτολεμαίου Λάγου/ Σωτήρος κατά τον πόλεμο της Γάζας, πράγμα το οποίο και έγινε.
Αυτή η μετάφραση αποτελούσε γεγονός που εορταζόταν κάθε χρόνο από τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας, όχι μόνον γιατί αποτέλεσε την πρώτη παγκόσμια μετάφραση ενός έργου και μάλιστα τόσο εκτεταμένου στην επίσης αρχαιότερη lingua franka (παγκόσμια γλώσσα), την ελληνική, ούτε διότι τα ειλητάρια καταρχήν μόνον της Τορά, βρήκαν τη θέση που τους αρμόζει δίπλα στους 500.000 τόμους της ελληνικής Σοφίας, που φιλοξενούνταν στο Μουσείο της πολιτιστικής πρωτεύουσας του Κόσμου, της Αλεξάνδρειας, αλλά γιατί με το επίτευγμά τους οι 72 αυτοί μεταφραστές κατάφεραν να επιτύχουν τρεις βασικότατους στόχους:
α) Για τους ιουδαίους της διασποράς, οι οποίοι ζούσαν σε ένα συγκρητιστικό πολυπολιτισμικό περιβάλλον, η ακρόαση των Γραφής των πατέρων τους στην Κοινή καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής τους σήμανε την ανακάλυψη των οικουμενικών και των άλλων μηνυμάτων αυτής. Σημειωτέον ότι το εβραϊκό κείμενο ήταν ‘γράμμα νεκρό’ όχι μόνο για τους κοσμοπολίτες ιουδαίους, αλλά ακόμα και για αυτούς που κατοικούσαν στη μητέρα γη και οι οποίοι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους αραμαϊκές μεταφράσεις (ταργκου- μείμ). Ιδίως για τους νέους Εβραίους, οι οποίοι είχαν γοητευτεί τόσο πολύ από την ελληνική κουλτούρα ώστε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φίλωνα (Νόμων Ιερών Αλληγ. ΙΙΙ,7 κ.ε.), αναζητούσαν λατρευτικά τη σωτηρία και τη θέωση στα ειδωλολατρικά Μυστήρια, η ακρόαση και η ανάγνωση των Γραφών και του κηρύγματος στην καθημερινή γλώσσα των ιδίων προφανώς σήμανε τη ‘λειτουργική αναγέννησή τους’. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ακόμη μέχρι σήμερα σε ελληνικές ορθόδοξες ενορίες του εξωτερικού.
β) Ταυτόχρονα με την ανακάλυψη αυτή, η μετάφραση σήμανε και μια συγκλονιστική για το μέλλον της οικουμένης όλης αποκάλυψη. Με τη μετάφραση των ιερών κειμένων και την επιλογή των κατάλληλων όρων και εκφράσεων, οι Ο’ λόγιοι επέτυχαν να αποκαλύψουν στον ελληνιστικό περίγυρο τη μοναδική στην ιστορία του ανθρώπου θρησκεία που βασίζεται στην αποκάλυψη και τη διαθήκη ενός προσωπικού Θεού[8]. η απόδοση ιδίως του ‘ακοινώνητου’ προσωπικού ονόματος του Θεού Γιαχβέ (Σοφ.Σολομ.14,21) με το όνομα Κύριος είναι κατά τον J.Ziegler[9], η σημαντικότερη παράφραση στην ιστορία όλων των μεταφράσεων και μια πράξις μεγαλειώδης, αφού με αυτόν τον τρόπο παρουσιάστηκε ο Θεός του μικρού και παρεξηγημένου για αθεΐα και μισανθρωπία ισραηλιτικού γκέτο της Αλεξάνδρειας, ως ο κυρίαρχος Θεός της Ιστορίας και του Κόσμου. με την ανάγνωση της Τορά και το κήρυγμα επίσης στην Κοινή (δημοτική δηλ. γλώσσα της εποχής), η λατρεία της Συναγωγής δε γίνεται ελκυστική μόνο για τους νέους Εβραίους, αλλά και για τους Έλληνες, οι οποίοι ως φοβούμενοι τον Θεό ή προσήλυτοι συμμετέχουν σε αυτή. Με τη μετάφραση λοιπόν αυτή η μοναδική εξ αποκαλύψεως θρησκεία αποκαλύπτεται εκ νέου σε ολόκληρη την Οικουμένη. συντελείται η απεθνοποίηση ή, όπως αλλιώς έχει χαρακτηριστεί, η ελληνοποίηση ή επανοικουμενικοποίηση των ιουδαϊκών γραφών.
γ) Ο ίδιος Ιουδαϊσμός από μια τυπική θρησκεία με κέντρο το Ναό, τις θυσίες και το ιερατείο, παγιώνει πλέον ως πυρήνα του τη ‘λογική’ λατρεία της Προσευχής, όπως ονομαζόταν αρχικά το κτήριο της Συναγωγής, κάτι το οποίο αποτελεί ρηξικέλευθη καινοτομία στην λατρευτική ιστορία όλων των θρησκευμάτων. Μέσα σε αυτό το λατρευτικό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η ανάγνωση του Νόμου και η διδαχή των Εντολών γαλουχήθηκαν ο Παύλος και ο Στέφανος, οι οποίοι συνέλαβαν πρώτοι και μαρτύρησαν το οικουμενικό μήνυμα της διδαχής του Ιησού.
Η μετάφραση, λοιπόν, των εβδομήκοντα αποτέλεσε για τους κοσμοπολίτες ιουδαίους την κατεξοχήν εξήγηση του κηρύγματος των προφητών και ταυτόχρονα για τους Έλληνες την εισήγηση του μηνύματος αυτού σε έναν κόσμο ενοποιημένο μεν πολιτικά και γλωσσικά, αλλά διασπασμένο ψυχικά-υπαρξιακά. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να αιτιολογηθεί η άποψη του Φίλωνα ότι οι μεταφραστές ήταν ιεροφάντες και προφήτες (Βίος Μωυσέως ΙΙ, 37), που εργάσθηκαν με τη θεία επιφροσύνη, ή η άποψη περί θεοπνευστίας αυτών στον Ειρηναίο (Κατά Αιρ. 3.22.1) και σε άλλους χριστιανούς συγγραφείς και Πατέρες (Ευσ. Ε.Ι. 5.3,11)[10]. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο και το κείμενο των Ο’ χρησιμοποιείται κατά κανόνα από τους συγγραφείς των βιβλίων των Κ.Δ.[11], οι οποίοι, βιώνοντας υπό το φως της καινούργιας αποκάλυψης του Θεού Πατέρα εν Χριστώ την παγκοσμιότητα των συνεπειών της θυσίας και της ανάστασης του Μεσσία, προσπάθησαν και επέτυχαν να κάνουν την καινή διαθήκη του Θεού κτήμα της οικουμένης.
Επί τη βάσει των παραπάνω, δεν είναι πιστεύω εντελώς τυχαίο ότι οι 72 ιεροσολυμίτες λόγιοι εργάσθηκαν επί 72 ημέρες στο νησάκι Φάρο, όπου υψωνόταν επιβλητικά το Σήμα, το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου και ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, ο περίφημος Φάρος που ήταν ορατός από απόσταση 60 χλμ.. Στο σημείο όπου ετάφη ο στρατηλάτης εκείνος, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια για να ενοποιηθεί η πολιτισμένη ελληνική Δύση με τη βάρβαρη Ανατολή, γκρεμίζοντας τις προκαταλήψεις που δημιουργούσε κατεξοχήν η διαφορετική γλώσσα και παιδεία, με τη μετάφραση των εβραϊκών Γραφών εις την Ελλάδα διάλεκτον (Κλημ. Στρωμ. 1,22 P.G. 8,892α), στην Κοινή Ελληνική Λαλιά κατά τον Σεφέρη, τοποθετούνται οι ρίζες, οι σπερματικοί λόγοι μιας θρησκείας που θα δώσει ψυχή και πνεύμα στη σάρκα αυτής της Οικουμένης. Επιτυγχάνεται έτσι μέσω της Αλεξάνδρειας η ολοκλήρωση της πνευματικής γέφυρας που ενώνει την Ιερουσαλήμ με την Αθήνα. Ορθά λοιπόν σημειώνει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός: θεοῦ γὰρ ἦν βούλημα μεμελετημένον εἰς Ἑλληνικὰς ἀκοάς. οὐ δὴ ξένον ἐπιπνοίᾳ θεοῦ τοῦ τὴν προφητείαν δεδωκότος καὶ τὴν ἑρμηνείαν οἱονεὶ Ἑλληνικὴν προφητείαν ἐνεργεῖσθαι͵ ἐπεὶ κἀν τῇ ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ αἰχμαλωσίᾳ διαφθαρεισῶν τῶν γραφῶν κατὰ τοὺς Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως χρόνους ἐπίπνους Ἔσδρας ὁ Λευίτης ὁ ἱερεὺς γενόμενος πάσας τὰς παλαιὰς αὖθις ἀνανεούμενος προεφήτευσε γραφάς (Στρωματείς 1.22).
Τις παραπάνω συνέπειες προφανώς δεν συνειδητοποίησε ο Ιερώνυμος (400 μ.Χ.)[12], ο οποίος στην Εισαγωγή του στην Πεντάτευχο αφού διαχώρισε το αξίωμα του μεταφραστή από αυτό του προφήτη, αμφισβήτησε το κύρος της μετάφρασης αυτής, επειδή ακριβώς δεν αντιπροσωπεύει την αλήθεια του αρχικού κειμένου[13].
Είναι βέβαια γεγονός ότι κάποιοι χριστιανοί συγγραφείς στην αντιρρητική έναντι των Ιουδαίων προσπάθεια τόνισαν υπερβολικά τα θαυμαστά στοιχεία και τη θεϊκή συνδρομή στην ολοκλήρωση της μετάφρασης αυτής, η οποία έγινε με τον καιρό θρύλος. Οι μεγάλοι Πατέρες παρότι έδωσαν μεγάλο βάρος στην αξιοπιστία αυτής της μετάφρασης[14], καθόσον είναι η μόνη που προέρχεται πριν την ενσάρκωση του Ιησού και οι μεταφραστές δεν είχαν λόγο να παραποιήσουν τις μεσσιακές επαγγελίες, εντούτοις συχνά ανατρέχουν στο πρωτότυπο και μεταφράζουν στην ελληνική εβραϊκές λέξεις, κάνοντας χρήση της διαδεδομένης βίβλου της των εβραϊκών ονομάτων ερμηνείας, το οποίο ήταν ένα είδος ετυμολογικού Λεξικού εβραϊκών όρων γνωστό στον Ωριγένη (Ομιλ. Αριθμ. 20,3 PG 29,400) που συντάχθηκε με βάση τις ερμηνείες του Φίλωνα. Καταφεύγουν, επίσης στον Σύρο, στη συριακή μετάφραση της Π.Δ. την Πεσιτώ, που συγγενεύει με την εβραϊκή, και στις άλλες μεταφράσεις, διασταυρώνοντας μάλιστα τις μαρτυρίες των χειρογράφων[15].
Η σημασία της μετάφρασης αλλά και του ευρύτερου κανόνα της ελληνικής Βίβλου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εάν τη θεωρήσει ως προπαρασκευαστικό στάδιο τόσο γλωσσικά όσο και θεολογικά της Κ.Δ.