Ιραν: ροζ επανάσταση - εκστρατεία αλλαγής...
Η ροζ επανάσταση στο Ιράν, η «Αριστερά» και η εκστρατεία αλλαγής καθεστώτος*
Του Τάκη Φωτόπουλου
Εισαγωγή
Είναι φανερό σήμερα ότι η τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία που εξαπολύθηκε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια από την υπερεθνική ελίτ[1]
(χονδρικά, τα μέλη της «G7») και τους Σιωνιστές, όπως και από τα ελεγχόμενα από αυτούς διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, με στόχο την δυσφήμηση και αποσταθεροποίηση του Ιρανικού Ισλαμικού καθεστώτος, ως ένα πρώτο βήμα για αλλαγή καθεστώτος, είτε από τα μέσα είτε απ' έξω, έχει εισέλθει σε μια νέα κρίσιμη φάση.
* Η μετάφραση του άρθρου, την οποία επιμελήθηκε ο συγγραφέας, ο οποίος έκανε και εκτεταμένες προσθήκες στο αρχικό δοκίμιο, είναι του Τρύφωνα Φαρμακάκη.
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Για τον ορισμό της υπερεθνικής ελίτ βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1.
Όπως θα προσπαθήσω να δείξω σε αυτό το δοκίμιο, η εκστρατεία αυτή έχει τεράστια σημασία για τις ελίτ και το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» στο σύνολό τους, δεδομένου ότι η εγκατάσταση ενός πελατειακού καθεστώτος στο Ιράν όχι μόνο θα αλλάξει ολόκληρο το χάρτη της Μέσης Ανατολής και ακόμη πιο πέρα, αλλά και θα ανοίξει τον δρόμο για την επιβολή της Νέας Τάξης Πραγμάτων, από τη Λατινική Αμερική (η υποδομή γι' αυτό ήδη στήνεται στην Κολομβία) έως τη Βόρειο Κορέα. Είναι, επομένως, εξαιρετικά σημαντικό να εξετάσουμε συστηματικά τα πρόσφατα γεγονότα στο Ιράν, καθώς και να δείξουμε το ρόλο που παίζει η ρεφορμιστική Αριστερά στην υποστήριξη - άμεση ή έμμεση - αυτής της εκστρατείας.
Όμως, το ότι σήμερα το καθήκον της αντισυστημικής Αριστεράς (για να την διαφοροποιήσουμε από την «αντικαπιταλιστική» Αριστερά, η οποία σήμερα είναι συνήθως αντικαπιταλιστική μόνο στην ρητορική της αφού, στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν αμφισβητεί ρητά το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») είναι να υποστηρίξει τους φονταμενταλιστές της Ιρανικής επανάστασης στον αγώνα τους εναντίον της υπερεθνικής ελίτ και των συνοδοιπόρων της, δεν συνεπάγεται ότι οφείλουμε να υποστηρίξουμε άκριτα αυτό το καθεστώς. Δεν έχουμε αμφιβολίες ότι πρόκειται για ένα ανορθολογικό θεοκρατικό καθεστώς και ότι ο αγώνας του εναντίον της υπερεθνικής ελίτ και της Νέας Παγκόσμιας Τάξης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτισμικές όψεις της παγκοσμιοποίησης, χωρίς βέβαια ν' αγνοεί τις πολιτικές και οικονομικές. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με την ασυνεπή αντισυστημική στάση του καθεστώτος απέναντι στις εισβολές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, καθώς επίσης και με τις αντιφατικές οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζει στη χώρα, πέραν - βεβαίως - των (αναπόφευκτων για ένα θεοκρατικό καθεστώς) ανορθολογικοτήτων του στο πολιτισμικό επίπεδο.
Ο στόχος, επομένως αυτού του δοκιμίου είναι να χαράξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή, τόσο σε σχέση με αυτή της υπερεθνικής ελίτ και των συνοδοιπόρων της στη ρεφορμιστική Αριστερά (που, ουσιαστικά, υιοθετούν την ίδια γραμμή σχετικά με την ανορθολογική φύση του καθεστώτος και τις παραβιάσεις του στα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ.), όσο και σε σχέση με τη γραμμή μερικών στην Αριστερά, που υποστηρίζουν άκριτα το καθεστώς, με βάση την προβληματική της σημαντικότερης (από τις παραβιάσεις δικαιωμάτων κ.λπ.) σύγκρουσης του με την υπερεθνική ελίτ. Με άλλα λόγια, από την σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), παρόλο που οποιοσδήποτε ισχυρίζεται ότι ανήκει στην αντισυστημική Αριστερά οφείλει να υποστηρίξει το Ισλαμικό καθεστώς - εν όψει των σχεδόν κατακλυσμικών κοινωνικών και πολιτικών επιπτώσεων σε παγκόσμιο επίπεδο που θα ακολουθήσουν μια αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν που θα επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ μαζί με τους Σιωνιστές, - έχουμε πλήρη συνείδηση ότι η υποστήριξη αυτή είναι απλώς μια συμμαχία τακτικού χαρακτήρα με ένα καθεστώς το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα ιδανικά της Περιεκτικής Δημοκρατίας και της αυτονομίας που υποστηρίζουμε. Όμως, η αναγκαία προϋπόθεση για το άνοιγμα του δρόμου προς μια γνήσια δημοκρατία είναι η πολιτική (και αν είναι δυνατόν και η οικονομική) ανεξαρτησία μιας χώρας από την υπερεθνική ελίτ. Και είναι αυτή ακριβώς η πολιτική ανεξαρτησία του Ιράν που διακυβεύεται αυτή τη στιγμή και όχι η παραβίαση κάποιων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ισλαμικό καθεστώς, όπως ισχυρίζεται η προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ και των Σιωνιστών, και των συνοδοιπόρων τους στην ρεφορμιστική Αριστερά και την - μόνο κατ' όνομα - αντικαπιταλιστική Αριστερά, οι οποίοι αποπροσανατολίζουν, μπερδεύουν και εν τέλει, αδρανοποιούν χιλιάδες προβληματιζόμενους ανθρώπους στον χώρο της Αριστεράς σε ολόκληρο τον κόσμο!
1. Η κλιμάκωση της εκστρατείας αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν
Η ανάπτυξη της εκστρατείας για την αλλαγή καθεστώτος
Η δυσφημιστική εκστρατεία αποσταθεροποίησης του Ιράν δεν ξεκίνησε μόνο με αφορμή τις πρόσφατες διαδηλώσεις για την υποτιθέμενη «κλοπή» 11 εκατομμυρίων ψήφων από τη ρεφορμιστική αντιπολίτευση. Στη πραγματικότητα, οι αντιδράσεις αυτές είναι απλώς η κλιμάκωση μιας εκστρατείας που ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την ήττα των Ισλαμιστών ρεφορμιστών στις προεδρικές εκλογές του 2005, μετά από μια μακρά περίοδο ρεφορμιστικών κυβερνήσεων που ακολούθησε τον θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί, του πατέρα της Ισλαμικής επανάστασης.
Η εκστρατεία ξεκίνησε με τη δημιουργία ενός νέου «μπαμπούλα», (όχι και πολύ διαφορετικού από τον «μπαμπούλα» των όπλων μαζικής καταστροφής που υποτίθεται ότι κατείχε το Ιρακινό καθεστώς!): την απειλή ενός πυρηνικού Ισλαμικού καθεστώτος το οποίο θα μπορούσε πιθανόν να εμπλακεί σε μια εκστρατεία «εξολόθρευσης» του Ισραήλ. Φυσικά, το γεγονός ότι το Ιρανικό καθεστώς δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί σε θέση να απειλήσει πραγματικά το Ισραήλ και ότι η μοναδική στρατιωτική μηχανή που έχει τη δυνατότητα σήμερα να εξολοθρεύσει μια άλλη χώρα είναι η τρομερή στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ/Ισραήλ, αγνοείται βολικότατα. Παρομοίως, σε ένα είδος μαύρης προπαγάνδας, το Ιρανικό καθεστώς παρουσιάστηκε σαν να καλεί «Να πεταχτούν οι Ισραηλινοί στη θάλασσα», ενώ το Ιράν όχι μόνο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη Ισραηλινή κοινότητα από κάθε άλλη χώρα της Μέσης Ανατολής, εκτός από το Ισραήλ[1] αλλά επίσης, όλη η ρητορική του (ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη μερικές μη «πολιτικώς ορθές» εκφράσεις του Αχμαντινετζάντ) απλώς εξήρε την ανάγκη να καταπολεμηθεί μια ρατσιστική ιδεολογία, ο Σιωνισμός[2], και ένα καθεστώς που βασίζεται σε αυτήν. Όμως, ο αγώνας εναντίον του Σιωνισμού ήταν για πάρα πολλά χρόνια ένας παλιός στόχος της αντισυστημικής Αριστεράς (Εβραϊκής και μη), πριν η Σιωνιστική και η φίλο-Σιωνιστική Αριστερά γίνουν ηγεμονικές μέσα στην Αριστερά γενικά και καταφέρουν να εξαφανίσουν το ζήτημα του Σιωνισμού από την ατζέντα της Αριστεράς. Περαιτέρω, το ίδιο το γεγονός ότι το Σιωνιστικό Ισραήλ είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που κατέχει πυρηνικά όπλα (όταν οι Ιρανοί απέχουν ακόμη παρασάγγες από το στάδιο παραγωγής έστω και ενός τέτοιου όπλου!)[3] αγνοείται βολικά, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να έχει λυθεί εύκολα με την υιοθέτηση της πρότασης καταστροφής των πυρηνικών όπλων και της πυρηνικής υποδομής κάθε χώρας στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του Ισραήλ. Περιττό να λεχθεί ότι η πρόταση αυτή ούτε καν συζητείται από την υπερεθνική ελίτ και τους Σιωνιστές!
Έτσι, τα τελευταία χρόνια, έχουμε μια θεατρική επανάληψη της εκστρατείας που οδήγησε στην εισβολή στο Ιράκ. Το απόλυτα ελεγχόμενο σήμερα από την υπερεθνική ελίτ Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών πέρασε επανειλημμένα ψηφίσματα καταδικάζοντας το Ιρανικό καθεστώς για τις πυρηνικές δραστηριότητές του (παρόλο που ποτέ δεν προέκυψε οποιαδήποτε επαρκής απόδειξη ότι οι δραστηριότητες αυτές πράγματι στοχεύουν σε οτιδήποτε πέρα από την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας)[4], χάρη στην επιμονή της υπερεθνικής ελίτ και την πίεση που αυτή μπορεί και ασκεί στην Κίνα και την Ρωσία. Στην Κίνα, επειδή βρίσκεται σε μια διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και - ως εκ τούτου- είναι πλήρως εξαρτημένη από τις Δυτικές πολυεθνικές εταιρίες για το «θαύμα» της οικονομικής της ανάπτυξης[5]. Και στην Ρωσία, επειδή η ελίτ της έχει βασικό της στόχο την ενσωμάτωση της στο κλειστό «κλαμπ» των πιο σημαντικών παγκοσμίων δυνάμεων, ενώ - ταυτόχρονα- η Αμερικανική ελίτ με πανουργία προσφέρει στη Ρωσική ελίτ ένα πακέτο που περιλαμβάνει την απόσυρση της αντιπυραυλικής ασπίδας των Η.Π.Α. από την Πολωνία, Ουκρανία κ.λπ., με αντάλλαγμα την Ρωσική υποστήριξη στην κλιμακούμενη εκστρατεία για αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν[6]. Έτσι, οι μεν κυρώσεις ενάντια στο Ιράν (που βασικά βέβαια πλήττουν τα κατώτερα στρώματα και όχι τις ελίτ!) γίνονται όλο και πιο σκληρές, ενώ η προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον του για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά γυναικών, ομοφυλόφιλων, φυλακισμένων κ.λπ., εντείνεται.
Στη συνέχεια, ήλθαν οι προεδρικές εκλογές του 2009, με τους αστούς εκσυγχρονιστές στο Ιράν και τους υποστηρικτές τους στην υπερεθνική ελίτ να κάνουν οτιδήποτε ήταν δυνατό για να εκλεγεί ο Μουσαβί, ο υποψήφιος των ρεφορμιστών Ισλαμιστών, για τους λόγους που θα εξετάσουμε παρακάτω. Η ίδια η προεκλογική εκστρατεία εξελίχθηκε ομαλά, αφού ακόμα και καυτά τηλεοπτικά ντιμπέιτ επιτράπηκαν μεταξύ των υποψηφίων, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτοξεύθηκαν και ορισμένες πολύ σοβαρές κατηγορίες εκατέρωθεν. Παρόλα αυτά, τη στιγμή ακριβώς που η υπερεθνική ελίτ περίμενε ότι το «φαινόμενο Ομπάμα» θα επηρέαζε τους Ιρανούς ψηφοφόρους, όπως είχε επηρεάσει και τους Λιβανέζους ψηφοφόρους που στις τελευταίες εκλογές έδειξαν τάση μιας κάποιας απομάκρυνσης από την Χεζμπολάχ (ένα από τα απελευθερωτικά κινήματα που υποστηρίζονται από το Ιρανικό καθεστώς) ο Αχμαντινετζάντ πέτυχε μια άνετη νίκη απέναντι στον Μουσαβί. Αυτό ήταν το σημείο «απογείωσης» για την εκστρατεία παραπληροφόρησης εναντίον του καθεστώτος.
Έτσι, ο «προοδευτικός» πρόεδρος Ομπάμα, ακολουθούμενος από ολόκληρη την «παγκόσμια δημοκρατική κοινότητα» (δηλ. την υπερεθνική ελίτ), με την κρίσιμη υποστήριξη της ρεφορμιστικής Αριστεράς (δηλ. την Αριστερά που δεν αμφισβητεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»), εξεγέρθηκε για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν σε σχέση με τις «κλεμμένες εκλογές», την καταστολή των διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης και την αιματοχυσία από το θεοκρατικό καθεστώς. Όμως, οι ηγέτες μας στην υπερεθνική ελίτ, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που οι ίδιοι ελέγχουν, θα πρέπει να πάσχουν απο σοβαρή αχρωματοψία όταν την ίδια στιγμή:
- Είναι μεν ικανοί να δουν «κλεμμένες εκλογές» στο Ιράν, αλλά είναι τυφλοί στα αποτελέσματα των Παλαιστινιακών εκλογών του Ιανουαρίου του 2006, οι οποίες αναγνωρίστηκαν από όλους ως δίκαιες αλλά, παρόλα αυτά, απορρίφθηκαν με γελοία προσχήματα από την υπερεθνική ελίτ και, στη συνέχεια, οι πολίτες της Γάζας καταδικάστηκαν σε λιμό, απλώς και μόνο επειδή έκαναν τις «λάθος» επιλογές[7].
- Είναι ικανοί ν' αντιληφθούν τη βίαιη καταστολή διαδηλώσεων μόνον στην Τεχεράνη, αλλά όχι στο Λονδίνο στη σύσκεψη των G20, ή στο Στρασβούργο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ μερικούς μήνες νωρίτερα.
- Είναι ικανοί να συνειδητοποιήσουν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων μόνο στο Ιράν, αλλά όχι και στα δικά τους πελατειακά τυραννικά καθεστώτα στην Αίγυπτο ή τη Σαουδική Αραβία -για να μην αναφέρουμε τις συστηματικές σφαγές στην Παλαιστίνη από τους Σιωνιστές- η τελευταία μόλις τον Ιανουάριο αυτής της χρονιάς στη Γαζα[8].
- Είναι ικανοί να ακούσουν τους δολοφονικούς πυροβολισμούς εναντίον λίγων πολιτών στο Ιράν, που δεν παύουν βέβαια να είναι καταδικαστέες, αλλά δεν συγκρίνονται με τις μαζικές δολοφονίες πολιτών στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν, συνήθως ως «παράπλευρες απώλειες»!
Ακόμη, μολονότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον μαζικό χαρακτήρα κάποιων αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων (κάτι που ήταν αναμενόμενο, δεδομένου του ευρέως φάσματος ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτές, από ρεφορμιστές Ισλαμιστές μέχρι αστούς εκσυγχρονιστές -βλέπε παρακάτω) οι διαδηλώσεις αυτές ήταν περιορισμένες κυρίως στην περιοχή της Τεχεράνης και σε καμία περίπτωση δεν ήταν συγκρίσιμες σε μαζικότητα με αυτές των υποστηρικτών του καθεστώτος. Ήταν ακριβώς αυτό το γεγονός που προφανώς οδήγησε το BBC στο να «πιαστεί στα πράσα» (πάλι!) σε υπόθεση μαζικής εξαπάτησης του κοινού, παρουσιάζοντας φωτογραφίες από συγκεντρώσεις υπέρ του Αχμαντινετζάντ ως δήθεν φωτογραφίες από αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες υπέρ του Μουσαβί! Έτσι, μια φωτογραφία που δημοσιεύτηκε από τους Times του Λος Άντζελες στο πρωτοσέλιδο της ιστοσελίδας του, που έδειχνε τον Αχμαντινετζάντ να χαιρετά το πλήθος των υποστηρικτών του σε μια δημόσια εκδήλωση, χρησιμοποιήθηκε από την ιστοσελίδα του BBC News σε ρεπορτάζ που κάλυπτε τις διαμαρτυρίες για τις εκλογές, αλλά με τον Αχμαντινετζάντ κομμένο από τη φωτογραφία και τη λεζάντα «υποστηρικτές του κ. Χοσεΐν Μουσαβί αψηφούν ξανά την απαγόρευση διαδηλώσεων».[9] Φυσικά, μόλις η αλήθεια σχετικά με τις παραπειστικές φωτογραφίες ήρθε στην επιφάνεια, το BBC άλλαξε τη λεζάντα της φωτογραφίας στο αρχικό του άρθρο αλλά, δεδομένου ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που πιάστηκε να αλλοιώνει την αλήθεια, προφανώς δεν επρόκειτο περί λάθους! Η μεροληπτική, άλλωστε, στάση του BBC υπέρ των Σιωνιστικών θέσεων στο Παλαιστινιακό ζήτημα, για παράδειγμα, είναι πασίγνωστη αφού ακόμα και μια ανεξάρτητη έρευνα, που ανέθεσε σε ειδική επιτροπή το διοικητικό συμβούλιο του ίδιου του BBC, υποχρεώθηκε πριν από μερικά χρόνια να καταλήξει στο (επιεικές!) συμπέρασμα ότι η κάλυψη του BBC ήταν «παραπλανητική».[10] Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο μέσο έχει πιαστεί πολλές φορές επ' αυτοφόρω να χρησιμοποιεί παραπλανητικές τεχνικές λήψης εικόνων και βίντεο για να προωθήσει τη συστημική άποψη. Έτσι, στην διάρκεια της πτώσης της Βαγδάτης τον Απρίλιο του 2003, το BBC και άλλα συστημικά ΜΜΕ, μετέδιδαν εικόνες κοντινής λήψης από τον «μαζικό ξεσηκωμό», όπου Ιρακινοί, βοηθούμενοι από Αμερικανούς στρατιώτες γκρεμιζαν το άγαλμα του Σαντάμ Χουσεΐν στην Πλατεία Φαρντούς. Οι εικόνες κοντινής λήψης χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι εκατοντάδες, ή χιλιάδες, Ιρακινών συμμετείχαν σε μια «ιστορική» απελευθέρωση, αλλά όταν αργότερα δημοσιοποιήθηκαν στο διαδίκτυο φωτογραφίες μακρινής λήψης (οι οποίες ποτέ δεν μεταδόθηκαν ζωντανά στην τηλεόραση), έγινε φανερή η πραγματικότητα του «μαζικού ξεσηκωμού»: το πλήθος γύρω από το άγαλμα ήταν αραιό και αποτελούνταν κατά το πλείστον από Αμερικανούς στρατιώτες και δημοσιογράφους των Η.Π.Α. -με (ακόμη και) το BBC να παραδέχεται ότι μόνον μερικές «δεκάδες» Ιρακινών είχαν συμμετάσχει στο γκρέμισμα του αγάλματος!
Το πρότυπο όμως, που ακολουθείται από την υπερεθνική ελίτ για να επιτύχει αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν δεν είναι το ίδιο με αυτό που υιοθετήθηκε για το Ιράκ, δεδομένου ότι μια εισβολή στο Ιράν είναι πρακτικά αδιανόητη, ακόμη και για τις ΗΠΑ, πέραν του ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μπούμερανγκ πολιτικά, στρέφοντας τους αστούς ρεφορμιστές και τους ρεφορμιστές Ισλαμιστές εναντίον των ΗΠΑ. Έτσι, φαίνεται ότι η τακτική που επιλέχθηκε αυτή τη φορά είναι αυτή που εφαρμόστηκε επιτυχώς για την αλλαγή καθεστώτος στη Σερβία[11]. Δηλαδή, στη Σερβία, η διαίρεση μεταξύ Δυτικόφιλων εκσυγχρονιστών από τη μία, και εθνικιστών και σοσιαλιστών από την άλλη, έγινε επιτυχώς αντικείμενο εκμετάλλευσης από την υπερεθνική ελίτ η οποία, με τη βοήθεια των μαζικών ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών που είχαν στόχο την ενίσχυση των πρώτων και την τρομοκράτηση των τελευταίων, πέτυχε τον στόχο της για αλλαγή καθεστώτος. Ο προπαγανδιστικός πόλεμος που προηγήθηκε αυτής της αλλαγής και που αναπαράχθηκε πιστά από ΜΚΟ που «υπερασπίζονται» τα ανθρώπινα δικαιώματα και ολόκληρη την ρεφορμιστική Αριστερά και τους αναλυτές της (συμπεριλαμβανομένων των νέων συνοδοιπόρων της Αριστεράς, δηλ. τους μεταμοντέρνους «αναρχικούς»), τόνιζε, όπως και τώρα, τις υποτιθέμενες τεράστιες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα τυραννικό καθεστώς -ένα γεγονός που, σύμφωνα με την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δικαιολογούσε τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας του και, εμμέσως, την ανάγκη για αλλαγή καθεστώτος. Αντίστοιχα, το Ιρανικό καθεστώς σήμερα κατηγορείται ότι καταπνίγει μια ειρηνική επανάσταση του Ιρανικού λαού για να διατηρήσει τη δύναμή του μέσω της βίας.
Η ροζ «επανάσταση» στο Ιράν
Τι είδους επανάσταση ήταν η πρόσφατη στο Ιράν; Για ν απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξετάσει πρώτα τα παρακάτω:
Πρώτον, θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί, εάν το κίνημα εναντίον της παρούσας Ισλαμικής ηγεσίας ήταν ηγεμονικό - όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του στην Δύση - και επομένως περιελάμβανε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, συνετρίβη τόσο εύκολα από το καθεστώς, χωρίς τη χρήση κανενός από τα πειστικά όπλα του στρατού, των τανκς συμπεριλαμβανομένων. Όπως ένας έγκυρος αναλυτής περιέγραψε την καταστολή των διαδηλώσεων:[12]
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους πυροβολισμούς με αληθινά πυρά από τις δυνάμεις ασφαλείας φαίνεται να ρίχτηκαν στον αέρα. Αυτό εξηγεί γιατί οι θάνατοι στις μαζικές και επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις στους δρόμους της Τεχεράνης παρέμειναν σχετικά χαμηλοί, συνολικά 15, σύμφωνα με επίσημες πηγές, οι οποίες ισχυρίζονται επίσης ότι οχτώ Basij εθνοφρουροί έχουν σκοτωθεί. Οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης γενικά ανέφεραν 17 θανάτους διαδηλωτών, αν και αφθονούν οι φήμες για μεγαλύτερο αριθμό νεκρών.
Δεύτερον, η σύγκριση μεταξύ μιας γνήσιας επανάστασης, όπως η επανάσταση του 1979 που ανέτρεψε το τυραννικό καθεστώς του Σάχη, και της σημερινής «επανάστασης» είναι πολύ διδακτική. Η επαναστατική διαδικασία κατά του καθεστώτος του Σάχη, το οποίο προστατευόταν από έναν πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενο στρατό και υπηρεσίες ασφαλείας (με τη μαζική υποστήριξη των Δυτικών φίλων του), ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1978. Μόλις ξέσπασαν οι πρώτες, σχετικά μικρές διαδηλώσεις, με μερικές εκατοντάδες Ισλαμιστών φοιτητών και θρησκευτικών ηγετών στην πόλη του Κουόμ που διαμαρτύρονταν για ένα ρεπορτάζ στα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης, εστάλη ο στρατός για να τις διαλύσει, σκοτώνοντας δεκάδες φοιτητών. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια όλης εκείνης της χρονιάς σε όλες τις μεγάλες πόλεις του Ιράν και κλιμακώθηκαν με τις εκδηλώσεις του Δεκεμβρίου του 1978, όπου στις 10 και 11 Δεκεμβρίου, «έξη με εννέα εκατομμύρια» διαδηλωτές κατά του Σάχη ξεχύθηκαν στους δρόμους σε όλο το Ιράν, -γεγονός που, σύμφωνα με έναν ιστορικό της επανάστασης, «ακόμη κι αν αφαιρούσαμε τις υπερβολές, μπορεί να είναι η μεγαλύτερη εξέγερση στην ιστορία».[13] Αν ληφθεί υπόψη ότι ακόμα και στις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην Ευρώπη, στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, δεν είχαν συμμετάσχει πολύ περισσότεροι από το 1% του πληθυσμού, και ότι στο Ιράν εκείνες τις δύο μέρες του Δεκέμβρη[14] πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας μετείχε στις διαδηλώσεις κατά του Σάχη -που λίγο αργότερα οδήγησαν στην ανατροπή του καθεστώτος- μπορεί κανείς να πάρει μια καλή ιδέα για το τι σημαίνει μια πραγματική Ιρανική επανάσταση!
Όμως, ας δούμε τώρα τι γινόταν με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό το καθεστώς του Σάχη, το οποιο ευλογούσαν οι Δυτικές ελίτ - οι ίδιες ελίτ και οι συνοδοιπόροι τους που σήμερα είναι λαλίστατοι στη καταδίκη των παραβιάσεων του Ισλαμικού καθεστώτος. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Ρόμπερτ Φίσκ The Great War for Civilisation: The Conquest of the Middle East,[15] δίνει μια καλή εικόνα για το είδος του καθεστώτος που υποστήριζε η Δύση, όσο αυτό ήταν πρόθυμο να υπηρετεί τους σκοπούς της -στην προκειμένη περίπτωση, να διαθέτει τους φυσικούς πόρους του με τρόπο που εξασφάλιζε ένα άνετο περιθώριο κέρδους για τις Δυτικές πετρελαϊκές εταιρίες:
Ανταποκριτές σαν τον Derek Ive του Associated Press κατάφεραν να δουν το εσωτερικό του σπιτιού ενός πράκτορα της Σαβάκ (της μυστικής αστυνομίας του Σάχη η οποία, σύμφωνα με τον Jesse J. Leaf, έναν πρώην αναλυτή της CIA για το Ιράν, ήταν εκπαιδευμένη σε τεχνικές βασανιστηρίων από την CIA) λίγο πριν την επιτυχία της επανάστασης: «Υπήρχε μια λιμνούλα για ψάρια απ' έξω,» μου είπε. «Υπήρχαν βάζα με λουλούδια στο μπροστινό χολ. Όμως στο υπόγειο υπήρχαν κελιά. Στο καθένα από αυτά υπήρχε ένα σιδερένιο κρεβάτι με ιμάντες και, από κάτω του, δύο εστίες μαγειρέματος. Στα κρεβάτια υπήρχαν προσαρμοσμένοι ειδικοί μηχανισμοί για να μπορούν να κατεβάζουν τους δεμένους ανθρώπους πλησιέστερα στις φλόγες. Σε ένα άλλο κελί, βρήκα μια μηχανή με ένα εργαλείο που κρατούσε ένα ανθρώπινο χέρι κάτω από ένα μαχαίρι και δίπλα του υπήρχε μια μεταλλική θήκη μέσα στην οποία μπορούσε να προσαρμοσθεί ένα ανθρώπινο χέρι. Στο ένα άκρο ήταν μια συσκευή κοπής μπέικον σε φέτες. Κόβανε χέρια». Ο Derek Ive βρήκε ένα σωρό από ανθρώπινα χέρια σε μια γωνία και, σε ένα άλλο κελί παραπέρα, ανακάλυψε κομμάτια από κάποιο πτώμα να επιπλέουν σε κάτι που έμοιαζε με οξύ. Μέσα σε αυτή την κτηνωδία γεννήθηκε η Ιρανική επανάσταση.
Εντούτοις, όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι το θεοκρατικό Ιρανικό καθεστώς δεν επέβαλε πράγματι ανόητους περιορισμούς στην ανθρώπινη συμπεριφορά (μολονότι, φυσικά, αν είχε αποκτήσει παρόμοια εξουσία ο Χριστιανικός, Ιουδαϊκός ή οποιοσδήποτε άλλος κλήρος στον κόσμο τα αποτελέσματα θα ήταν τα ίδια, αν όχι χειρότερα, όπως επαρκέστατα μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία!). Ούτε μπορεί ν' αρνηθεί κανείς ότι κάθε κρατική καταστολή διαδηλώσεων αναπόφευκτα περικλείει διάφορους βαθμούς αστυνομικής βαρβαρότητας, όπως οι πολιτικές ελίτ σε όλο τον κόσμο γνωρίζουν πολύ καλά! Το ίδιο ισχύει γενικά και για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς αυτό, παρόλο που αναρωτιέται κανείς πόσο θράσος πρέπει να έχει το Σιωνιστικό καθεστώς για να εξαπολύσει τέτοιες κατηγορίες εναντίον του Ιράν, όταν οι δικές του παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Παλαιστίνη, όπως επίσης και οι διακρίσεις του εναντίον των Αράβων ιθαγενών μέσα στο ίδιο το Ισραήλ, δεν αντέχουν σε καμία σύγκριση, ποσοτικά και ποιοτικά, με τις Ιρανικές!
Το θέμα, επομένως, δεν είναι οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ισλαμικό καθεστώς - όπως η προπαγάνδα της υπερεθνικής και της Σιωνιστικής ελίτ επιχειρεί να το παρουσιάσει - αλλά ποιος είναι ο ρόλος που παίζει αυτό το καθεστώς σε σχέση με το ρόλο που παίζουν οι ελίτ οι οποίες ελέγχουν την σημερινή Διεθνή Τάξη, πράγμα που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
2. Η διπλή σύγκρουση στο Ιράν
Για να εξηγήσει κανείς τα πρόσφατα γεγονότα στο Ιράν θα πρέπει να ανατρέξει στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, όταν ο εθνικιστής ηγέτης Μοσαντέκ ανετράπη από ένα Αγγλο-Αμερικανικό πραξικόπημα, το οποίο ξεκίνησε (όπως και σήμερα!) με μαζικές διαδηλώσεις στην Τεχεράνη, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από την CIA, όπως άλλωστε αποκάλυψε η ίδια![16] Το καθεστώς του Σάχη - το οποίο, με τη μαζική εξοπλιστική και εκπαιδευτική στήριξη των Δυτικών ελίτ και ιδιαίτερα της Αμερικάνικης διήρκεσε για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα - ήταν ένα από τα πιο τυραννικά καθεστώτα στην ιστορία, που απέναντί του συσπειρώθηκε ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα αποτελούμενο από Ισλαμιστές, εκσυγχρονιστές, καθώς επίσης και υποστηρικτές όλων των τμημάτων της Αριστεράς, από τη ρεφορμιστική Αριστερά μέχρι την επαναστατική Αριστερά και τους Γκεβαριστές. Όμως, δεδομένης της ισορροπίας δυνάμεων που επικρατούσε εκείνη την εποχή, το μαζικό αυτό κίνημα έδωσε την εξουσία στους Ισλαμιστές υπό τον Αγιατολάχ Χομεϊνί. Το γεγονός αυτό δεν ήταν έκπληξη, εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 το σοσιαλιστικό κίνημα γενικώς βρισκόταν σε υποχώρηση και ότι η καταπίεση του λυσσαλέα αντικομουνιστικού καθεστώτος του Σάχη κατευθυνόταν κυρίως εναντίον της κομμουνιστικής Αριστεράς, γεγονός που έκανε ευκολότερη τη μαζική έκφραση της λαϊκής οργής μέσω του τζαμιού.[17] Την ίδια ώρα, ο κλήρος είχε κάθε λόγο να στραφεί εναντίον του καθεστώτος του Σάχη, το οποίο κατηγορούσε για τη συστηματική του προσπάθεια να εκσυγχρονίσει τη χώρα μέσω μιας διαδικασίας Δυτικοποίησης και κοσμικοποίησης, που υιοθετούνταν πρόθυμα από τα ανθούντα μεσαία στρώματα της αστικής τάξης και απορρίπτονταν ολοσχερώς από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία είχαν ωφεληθεί ελάχιστα, αν όχι καθόλου, από την εκσυγχρονιστική διαδικασία και τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο που τα τσέπωναν οι πετρελαϊκές πολυεθνικές εταιρίες και η άρχουσα ελίτ στο Ιράν.
Έτσι, τα σημερινά γεγονότα στο Ιράν θα μπορούσαν να εξηγηθούν επιτυχώς με όρους μιας διπλής σύγκρουσης:
- η πρώτη σύγκρουση αφορά στην παλαιά διαμάχη μεταξύ των Δυτικόφιλων εκσυγχρονιστών (κυρίως από τα ανώτερα και μεσαία στρώματα της αστικής τάξης) και των Ισλαμιστών
- η δεύτερη σύγκρουση αφορά στη νέα διαμάχη -που αναπτύχθηκε μέσα στο ίδιο το καθεστώς, έπειτα από το θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί- μεταξύ φονταμενταλιστών της επανάστασης και «ρεφορμιστών» (ή, όπως το θέτουν η υπερεθνική ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτήν μέσα ενημέρωσης, μεταξύ «συντηρητικών» και «προοδευτικών»!)
Η παλαιά σύγκρουση μεταξύ Ισλαμιστών και αστών εκσυγχρονιστών
Η πρώτη σύγκρουση χαρακτήρισε ολόκληρη την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εντάθηκε μετά την εγκατάσταση του καθεστώτος του Σάχη, σε αναλογία με την παράλληλη ανάδυση της «Ισλαμικής αναβίωσης», δηλ. την αναβίωση της Ισλαμικής θρησκείας μέσα σε ολόκληρο το Μουσουλμανικό κόσμο, που ξεκίνησε χονδρικά μέσα στη δεκαετία του ‘70 ως τμήμα ενός γενικότερου κινήματος προς τον ανορθολογισμό, ο οποίος σε χώρες της περιφέρειας όπως το Ιράν, αλλά επίσης και της ημι-περιφέρειας όπως η Ελλάδα, και του κέντρου όπως οι ΗΠΑ, πήρε τη μορφή του θρησκευτικού ανορθολογισμού, για τους λόγους που έχω εξηγήσει αλλού.[18]
Είναι , επομένως φανερό ότι οι Ισλαμιστές που κατέκτησαν την εξουσία στο Ιράν δεν ήταν το συνηθισμένο είδος των (ανορθολογικών) συντηρητικών, που αποτελούν τους θρησκευτικούς ζηλωτές σε όλον τον κόσμο, αλλά στην πραγματικότητα έπαιζαν έναν ρόλο παρόμοιο με αυτόν της «απελευθερωτικής θεολογίας» στη Λατινική Αμερική, η οποία προσπάθησε να συνδυάσει τα ανθρωπιστικά κηρύγματα του Χριστιανισμού με τις σοσιαλιστικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης - προκαλώντας αναπόφευκτα την καταδίκη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η οποία, όπως πάντοτε έκανε, έπαιξε το ρόλο του υποστηρικτή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων νομιμοποιώντας την - με άμεσο ή έμμεσο τρόπο - στα μάτια του καταπιεσμένου λαού.
Έτσι, οι «πρώτης γενιάς» Ιρανοί Ισλαμιστές περί τον Χομεϊνί διακήρυξαν όχι μόνον την ανάγκη για ένα θεοκρατικό καθεστώς αλλά επίσης, και προ παντός, την ανάγκη να σταματήσει η εξάρτηση από τη Δύση, γεγονός που υποδήλωνε μια πολιτική υποστήριξης των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων εναντίον της υπερεθνικής ελίτ στον Αραβικό κόσμο και αλλού. Έτσι, ο Χομεϊνί έγινε ένας «πρόμαχος της Ισλαμικής αναβίωσης» και ενότητας, δίνοντας έμφαση σε ζητήματα που ένωναν τους Μουσουλμάνους π.χ. την πάλη εναντίον του Σιωνισμού και του ιμπεριαλισμού. Επί πλέον, ασπάστηκε τη διεθνή επανάσταση και την αλληλεγγύη στον Τρίτο Κόσμο, δίνοντάς της προτεραιότητα σε σχέση με την Μουσουλμανική αδελφότητα. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι από τον καιρό που οι υποστηρικτές του Χομεϊνί απέκτησαν τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης μέχρι και τον θάνατό του, τα Ιρανικά ΜΜΕ «αφιέρωσαν εκτεταμένη κάλυψη σε μη-Μουσουλμανικά επαναστατικά κινήματα (από τους Σαντινίστας μέχρι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και τον Ιρλανδικό Επαναστατικό Στρατό) και υποβάθμισαν το ρόλο των Ισλαμικών κινημάτων που θεωρούνταν συντηρητικά, όπως αυτό των Αφγανών μουτζαχεντίν».[19] Ταυτόχρονα, έγινε φανερό ότι ο στόχος του ήταν το Ιράν να παίξει το ρόλο ενός «τρίτου πόλου», ανεξάρτητου από τα δύο μπλοκ, Ανατολικά και Δυτικά.
Αλλά, ακόμη και στο οικονομικό μέτωπο, η Ισλαμική επανάσταση υπό τον Χομεϊνί προσπαθούσε συστηματικά, κυρίως μέσω κοινωνικών παροχών και κοινωνικού προστατευτισμού, αλλά επίσης και μέσω μεγάλων εθνικοποιήσεων, να επιτύχει μια ανακατανομή της οικονομικής δύναμης και του πλούτου από τη νέα αστική τάξη (η οποία δημιουργήθηκε από τον Σάχη και εμπνεόταν από τις Δυτικές αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.) προς τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι, αμέσως μετά την Επανάσταση του 1979 και το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Ιράν-Ιράκ (1980-1988) - που υποδαυλίστηκε από την υπερεθνική ελίτ σε μια πρώτη της προσπάθεια να συντρίψει το Ισλαμικό καθεστώς[20] - πάνω από το 80% της Ιρανικής οικονομίας περιήλθε υπό κρατικό έλεγχο, σε ένα είδος κοινωνικής οικονομίας της αγοράς που συνδύαζε κεντρικό σχεδιασμό με μια κοινωνικά ελεγχόμενη οικονομία αγοράς. Όπως δείχνει μια εκτενής ακαδημαϊκή μελέτη για την Ιρανική οικονομία:[21]
Ο ηγέτης της επανάστασης, Αγιατολάχ Χομεϊνί, επανειλημμένως διακήρυξε ότι η επανάσταση ανήκε στους απόκληρους (mostazafan) και στους ξυπόλητους (paberehnegan), και υποσχέθηκε μεγάλης κλίμακας αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Το Σύνταγμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν είναι εντελώς σαφές όσον αφορά στη δέσμευση της κυβέρνησης να παρέχει όλα όσα απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών. Το Άρθρο 29 θεωρεί ως δικαίωμα κάθε ατόμου την πρόσβαση στην «κοινωνική προστασία, την οποία η κυβέρνηση δεσμεύεται να παρέχει, σε σχέση με τα γηρατειά και τη σύνταξη, την ανεργία, την αναπηρία» (...) Ίσως το μεγαλύτερο όφελος που απέκτησαν οι φτωχοί στην ποιότητα ζωής ήταν η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα και το ασφαλές νερό. Αυτές οι βελτιώσεις στην κοινωνική πρόνοια σχετίζονται άμεσα με βελτιώσεις στην υγεία, στη γονιμότητα και στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα που έχουν τεκμηριωθεί αλλού. (...) Μεγάλης έκτασης απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις στο όνομα των φτωχών επίσης συνηγορούν στον χαρακτηρισμό της καθεστωτικής αλλαγής του 1979 ως κοινωνικής επανάστασης.
Τα συμπεράσματα αυτής της στατιστικής μελέτης - που βασίστηκαν σε εκτεταμένη έρευνα των στοιχείων των ατομικών και οικογενειακών δαπανών για μια περίοδο τριάντα ετών, που ξεκινά από πριν την Επανάσταση του 1979 και φτάνει μέχρι το 2004- είναι ότι «η σύγκριση της οικονομικής ευημερίας των φτωχών πριν και μετά την Επανάσταση δείχνει μια γενική βελτίωση με πολύ λιγότερη φτώχεια και καμία αύξηση της ανισότητας». Επιπλέον, η δημόσια παροχή υπηρεσιών, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα και το ασφαλές νερό, κατέστησαν εφικτό για τους φτωχούς να αποκτήσουν οικιακές συσκευές και για τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας και οικογενειακού προγραμματισμού να φτάσουν στις φτωχότερες αγροτικές και αστικές περιοχές, ενώ οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία απέφεραν σημαντικότατες μειώσεις στα ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας και χαμηλής γεννητικότητας. Η μελέτη δείχνει ότι η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά, συγκρινόμενη με τα χρόνια ακριβώς πριν την Επανάσταση, και ότι το ποσοστό φτώχειας (οριζόμενο ως το ποσοστό των ατόμων με εισόδημα κάτω από 2 δολάρια τη μέρα) έχει διαμορφωθεί σε μονοψήφιο αριθμό αυτή τη δεκαετία, που είναι πάρα πολύ χαμηλό σε σχέση με τα δεδομένα των αναπτυσσόμενων χωρών, και αποτελεί το ένα όγδοο του ποσοστού πριν από την Επανάσταση. Το ποσοστό των ατόμων με εισόδημα κάτω των 2 δολαρίων τη μέρα στο Ιράν είναι 7,2%, δηλαδή χαμηλότερο από το αντίστοιχο στη Μαλαισία, το Μεξικό και την Τουρκία, στις οποίες το μέσο εισόδημα είναι ίδιο ή και υψηλότερο από αυτό του Ιράν. Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, ότι το ποσοστό φτώχειας στο Ιράν είναι σημαντικά χαμηλότερο απ' ότι στις φτωχότερες χώρες Κίνα και Ινδία (που σήμερα θεωρούνται από την υπερεθνική ελίτ «θαύματα» της παγκοσμιοποίησης!).
Η οικονομία του Ιράν, σύμφωνα με το Άρθρο 44 του Συντάγματος, διαιρέθηκε σε τρεις τομείς - κρατικό, συνεταιριστικό και ιδιωτικό- και βασιζόταν σε συστηματικό και συνεπή σχεδιασμό. Ο κρατικός τομέας περιελάμβανε τους τομείς κάτω από δημόσιο έλεγχο ή ιδιοκτησία, οι οποίοι αποτελούνταν από όλες τις μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες, τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, το εξωτερικό εμπόριο, τον τραπεζικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες κ.λπ. Ο συνεταιριστικός τομέας περιελάμβανε τις συνεταιριστικές εταιρίες (Bonyads) και τις επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής, και ο ιδιωτικός τομέας αποτελούνταν από τις δραστηριότητες που αφορούσαν στις κατασκευές, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία, στη βιομηχανία, στο εμπόριο, και στις υπηρεσίες, οι οποίες συμπληρώνουν τις οικονομικές δραστηριότητες του κρατικού και του συνεταιριστικού τομέα. Εντούτοις, ο ιδιωτικός τομέας συνέχισε να επεκτείνεται όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ρεφορμιστικές κυβερνήσεις, σε βάρος κυρίως του κρατικού τομέα.
Το γεγονός, όμως, ότι η οικονομία δεν ήταν ούτε σοσιαλιστική ούτε ένα συνηθισμένο σύστημα οικονομίας της αγοράς, αναπόφευκτα οδήγησε σε σοβαρά προβλήματα, αρχικά με μια απότομη άνοδο της απόλυτης φτώχειας. Αυτό εντάθηκε με τη «φυγή του ανθρώπινου κεφαλαίου», δηλ. των προνομιούχων - υπό το προηγούμενο καθεστώς- κοινωνικών στρωμάτων των επιχειρηματιών, επαγγελματιών, τεχνικών και εξειδικευμένων ανθρώπων που μετανάστευσαν μαζικά μετά την επανάσταση και τον πόλεμο Ιράκ-Ιράν (μαζί με το κεφάλαιο τους!), και άρχισαν να επιστρέφουν μόνο όταν οι ρεφορμιστές πήραν τον έλεγχο της χώρας, μετά το τέλος και του πολέμου και της εποχής του Χομεϊνί. Επομένως, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι φοιτητές - συνήθως γόνοι των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων- και οι γυναίκες της αστικής τάξης που ζουν στα πολυτελή βόρεια προάστια της Τεχεράνης, έπαιξαν ηγετικό ρόλο στις πρόσφατες διαδηλώσεις, οι οποίες προβλήθηκαν μαζικά από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης. Όσον αφορά ειδικότερα στις γυναίκες, αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλη τη Δυτική μαύρη προπαγάνδα σχετικά με την υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, στην πραγματικότητα, οι Ιρανές γυναίκες έχουν μόνο μια κύρια ομοιότητα με τις Αφγανές γυναίκες υπό τους Ταλιμπάν: τους αυταρχικούς Ισλαμικούς περιορισμούς στην ένδυσή τους. Κατά τα άλλα, η κοινωνική θέση των Ιρανίδων έχει αναβαθμιστεί σε τεράστιο βαθμό μετά την επανάσταση, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι περισσότερο από το 62% των νεοεισερχόμενων στα πανεπιστήμια είναι γυναίκες και ότι το 62% των γυναικών στις αγροτικές κοινότητες μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν (σε σύγκριση με το 17% του 1976).[22] Το γενικό ποσοστό αλφαβητισμού εκτινάχθηκε από 58% στο 82%, με το ποσοστό για τις γυναίκες - 28% το 1979 - να τριπλασιάζεται, και με το σύνολο των απόφοιτων πανεπιστημίων, που ήταν 430.000 το 1979, να εννεαπλασιάζεται από τότε.[23] Παρόλα αυτά, η υπερεθνική ελίτ και οι συνοδοιπόροι της στη ρεφορμιστική Αριστερά τολμούν να μιλούν για την αυταρχική φύση του Ισλαμικού καθεστώτος, την ίδια στιγμή που ευλογούν (ή τηρούν «σιγή ιχθύος», αντίστοιχα) για καθεστώτα που είναι εξίσου (αν όχι και περισσότερο) αυταρχικά, όπως αυτό του φίλου τους Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, το οποίο ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να επιδείξει κάποια παρόμοια επίδοση σε κοινωνικές δαπάνες!
Η νέα «εσωτερική» σύγκρουση μεταξύ φονταμενταλιστών της επανάστασης και ρεφορμιστών
Η δεύτερη σύγκρουση είναι ενδο-καθεστωτική και ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Είναι μια σύγκρουση μεταξύ, από τη μία πλευρά, των φονταμενταλιστών της επανάστασης, οι οποίοι διακηρύσσουν την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν το καθεστώς στις προδιαγραφές που καθορίστηκαν από την επανάσταση τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο και, από την άλλη πλευρά, των «ρεφορμιστών».
Οι φονταμενταλιστές εκφράζονται σήμερα από την πλειοψηφία των πρεσβύτερων κληρικών, οι οποίοι με τη σειρά τους καθορίζουν την ακολουθητέα πολιτική (όχι μόνο από τον πρόεδρο Αχμαντινετζάντ, αλλά ακόμη και από τον ανώτατο ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενέι, τον διάδοχο του Χομεϊνί) στα εξωτερικά και εσωτερικά ζητήματα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι ο Αχμαντινετζάντ, από την πρώτη του ήδη εκλογή το 2005, κινήθηκε γρήγορα να σταθεροποιήσει την πολιτική βάση του μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα το οποίο περιγράφηκε ως «το δεύτερο κύμα» της Ισλαμικής Επανάστασης.
Οι ρεφορμιστές θέλουν μεν να διατηρήσουν το Ισλαμικό καθεστώς (από το οποίο αποκομίζουν πάρα πολλά οφέλη!), μεταλλάσσοντας το όμως σε ένα είδος Σιιτικής Σαουδικής Αραβίας, δηλαδή, σε ένα πλήρως ενσωματωμένο τμήμα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς - ουσιαστικά σε ένα πελατειακό καθεστώς της υπερεθνικής ελίτ. Οι «ρεφορμιστές» εκφράζονται από τον Αγιατολάχ Ραφσανζάνι (ο οποίος έγινε πολύ πλούσιος χάρη στην επανάσταση του ‘79), τον πρώην ρεφορμιστή πρόεδρο Χατάμι και μέρος του κλήρου, οι οποίοι -με την πλήρη υλική και ηθική υποστήριξη της υπερεθνικής ελίτ και των, ελεγχόμενων από αυτήν, διεθνών μέσων ενημέρωσης - στις εκλογές υποστήριξαν τον εκλεκτό τους Μουσαβί. Ο Μουσαβί είναι ένας καιροσκόπος ο οποίος, ως πρωθυπουργός από το 1981 έως το 1989, είχε τη φήμη του σκληροπυρηνικού ριζοσπάστη ο οποίος βρισκόταν κοντά στον Αγιατολάχ Χομεϊνί και υποστήριζε το σύστημα του εκτεταμένου κρατικού ελέγχου που ευνοούσε ο μέντοράς του[24], αλλά ο οποίος μεταστράφηκε σήμερα σε ρεφορμιστή, διαισθανόμενος προφανώς ότι προς τα εκεί φυσάει τώρα ο άνεμος! Ο γνωστός σκηνοθέτης Μοχσέν Μακχμαλμπάφ, και νυν εκπρόσωπος τύπου του Μουσαβί, το έθεσε (πιθανόν ακούσια), σωστά όταν είπε: «Προηγουμένως ήταν επαναστάτης, γιατί όλοι μέσα στο σύστημα ήταν επαναστάτες. Αλλά τώρα είναι ρεφορμιστής. Τώρα ξέρει τον Γκάντι -πρώτα ήξερε μόνον τον Τσε Γκεβάρα»[25].
Όσον αφορά στη στάση της υπερεθνικής ελίτ σχετικά με τη διπλή αυτή σύγκρουση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο απώτερος στόχος της για το Ιράν είναι ένα πελατειακό καθεστώς ελεγχόμενο από τους αστούς εκσυγχρονιστές, οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν το Ισλαμικό καθεστώς. Όμως, φαίνεται ότι πρόσφατα η ίδια ελίτ, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο το «φαινόμενο Ομπάμα», έχει υιοθετήσει μια στρατηγική «σταδιακής αλλαγής καθεστώτος» και μόνο αν αυτή η στρατηγική αποδειχθεί ατελέσφορη θα προχωρήσει σε ανάληψη στρατιωτικής δράσης (πιθανόν μέσω του Σιωνιστικού μπουλντόγκ της) με στόχο την άμεση αλλαγή καθεστώτος. Σύμφωνα με αυτή τη σταδιακή προσέγγιση, σε μια μεταβατική φάση, η υπερεθνική ελίτ θα βολευόταν με ένα ρεφορμιστικό Ισλαμικό καθεστώς, το οποίο θα υιοθετούσε μια πιο διαλλακτική στάση στο πυρηνικό ζήτημα και, ιδιαίτερα, θα έπαυε να υποστηρίζει τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα όπως η Χαμάς, η Χεζμπολάχ, η Τζιχάντ κ.λπ. (δεν ήταν επομένως περίεργο ότι η εκστρατεία του Μουσαβί άσκησε κριτική για το επίπεδο υποστήριξης που παρασχέθηκε στη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς!)[26], με την ελπίδα ότι η αναπόφευκτη φθορά τους θα άνοιγε διάπλατα τον δρόμο για τους αστούς εκσυγχρονιστές στην επόμενη φάση.
Έτσι, μετά το τέλος του πολέμου Ιράν-Ιράκ το 1988, βαθύτατες αλλαγές επήλθαν στους Ιρανικούς θεσμούς και αξίες, οι οποίες - αρχικά - συνδέθηκαν με την προεδρία του Ραφσανζάνι (1989-1997), ο οποίος υποστήριξε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς και ακολούθησε μια πολιτική οικονομικής φιλελευθεροποίησης και - ακολούθως - συνεχίστηκαν υπό την προεδρία ενός άλλου ρεφορμιστή, του Μοχάμαντ Χατάμι (1997-2005). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι παρόλο που ο Χατάμι παρουσιάστηκε στις εκλογές του 1997 ως ρεφορμιστής, κατάφερε να νικήσει τον υποψήφιο του Ανώτατου Ηγέτη - μια νίκη η οποία (όπως χαρακτηρίστηκε από έναν πρώην Ιρανό βουλευτή) «θα ήταν αδιανόητη στο μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής, όπου πάντοτε κερδίζει μόνον ο επίσημος υποψήφιος».[27]
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εισήχθησαν από τον Ραφσανζάνι (1989-1996) και συνεχίστηκαν από τον διάδοχό του Χατάμι (1997-2005) σημάδεψαν τη σταδιακή μετατόπιση της κοινωνικής ατζέντας από τη διανομή στην ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες περιλάμβαναν την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και τη φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου, ενθάρρυναν τους ανθρώπους «να πλουτίζουν και να χτίζουν την οικονομία, οδηγώντας σε μια περίεργη σύγχυση κρατικών και ιδιωτικών κλάδων που έκανε τους φτωχούς φτωχότερους»[28]. Έτσι, η πλειοψηφία των Ιρανών χτυπήθηκε από μια δεκαετία οικονομικών κρίσεων, που εξανέμιζε διαρκώς την αγοραστική δύναμη και όξυνε τα χρηματικά προβλήματα. Την ίδια στιγμή, οι ηθικές αξίες οι οποίες κάποτε κυριαρχούσαν, ιδιαίτερα οι θρησκευτικές, έχασαν έδαφος και αναδύθηκε μια μειοψηφία η οποία δεν φοβόταν να επιδείξει τον πλούτο της - μια συμπεριφορά που ενθαρρύνονταν από την κυβέρνηση του Προέδρου Ραφσανζάνι στις αρχές του ‘90, η οποία καλούσε τους Ιρανούς επιχειρηματίες που είχαν φύγει στο εξωτερικό να επιστρέψουν στην πατρίδα και να ξαναχτίσουν τη χώρα τους.[29] Όπως ο Rafi-Pour ένας Ιρανός συγγραφέας, καταλήγει: «οι αξίες που βασιζόντουσαν στον υλισμό και στον πλούτο θριάμβευσαν».[30]
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, παρόλο που ενθάρρυναν ειδικά την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, απέτυχαν να ιδιωτικοποιήσουν την οικονομία σε σημαντικό βαθμό, προφανώς κάτω από την πίεση των φονταμενταλιστών οι οποίοι απέτρεψαν οποιαδήποτε σημαντική μείωση του αξιοσημείωτου επιπέδου κοινωνικής προστασίας που παρείχαν οι επιχορηγήσεις και η φιλεργατική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, η συνολική επίδραση αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν, όπως ο Ramine Motamed-Nejad σημειώνει[31], ότι:
το κράτος αποσύρθηκε από πολλούς κλάδους της οικονομίας, συνεπώς δεν πρόκειται εδώ για μια μορφή κρατικού καπιταλισμού. Ούτε όμως είναι ένας καπιταλισμός της αγοράς. Μοιάζει περισσότερο με μονοπωλιακό καπιταλισμό, εφόσον αυτές οι ομάδες μπορούν να αποφεύγουν φορολογικούς, εμπορικούς και χρηματοοικονομικούς περιορισμούς ενώ ταυτόχρονα γίνεται δύσκολο για τους νεοεισερχόμενους να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά.
Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν επίσης μια νέα οικονομική ελίτ. Έτσι, μια κοινοβουλευτική Έκθεση του 1994 διαπίστωσε ότι η ιδιοκτησία περισσότερων από 50 εταιριών είχε μεταβιβαστεί στους διευθυντές τους έναντι αμελητέων ποσών, κατά παράβαση των περιορισμών του νόμου. Επί πλέον, αυτή η διαδικασία μεταβίβασης της ιδιοκτησίας πραγματοποιήθηκε με δάνεια από την Εταιρία Εθνικών Βιομηχανικών Επενδύσεων - με άλλα λόγια, οι πρώην διευθυντές κρατικών εταιριών έγιναν ντε φάκτο μέλη της νέας οικονομικής ελίτ με δημόσιο χρήμα. Παρομοίως, η φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου έγινε άλλη μια πηγή τεράστιων κερδών, με μια ελίτ εμπόρων η οποία δημιουργήθηκε από εισαγωγείς και εξαγωγείς, όπου οι πρώτοι ελέγχουν την εισαγωγή και τη διανομή τροφίμων, βιομηχανικών προϊόντων και φαρμακευτικών ειδών, και οι τελευταίοι εξάγουν μέρος της ενεργειακής παραγωγής της χώρας - η οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται ακόμη υπό το μονοπώλιο της Εθνικής Εταιρίας Πετρελαίου του Ιράν (National Iranian Oil Company - NIOC). Περιττό να προστεθεί ότι η νέα ελίτ που δημιουργήθηκε από το καθεστώς έχει σχηματίσει μεγάλη προσωπική περιουσία - βιομηχανική, εμπορική και χρηματοοικονομική - εκμεταλλευόμενη παράλληλα τα οικονομικά προνόμια τα οποία της παραχωρήθηκαν από διάφορους δημόσιους και ημι-δημόσιους οργανισμούς. Η νέα ελίτ, επομένως, είχε κάθε λόγο να προωθήσει τον Μουσαβί στις τελευταίες εκλογές και, εμφανώς, έπαιξε ένα ρόλο-κλειδί σε αυτή τη διαδικασία.
Στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν από τον Ραφσανζάνι και τον Χατάμι, και, ιδιαίτερα, οι ιδιωτικοποιήσεις οδήγησαν σε μια σημαντική αύξηση της «ανοιχτής» και της συγκεκαλυμμένης ανεργίας - όπως παντού στον κόσμο - και, στην Ιρανική περίπτωση, σε μια παράλληλη απότομη αύξηση του πληθωρισμού. Η ανεργία, ως συνήθως, ήταν το αποτέλεσμα των προσπαθειών των καπιταλιστών να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία σε βάρος της εργασίας (παρόλη τη φιλεργατική νομοθεσία που είχε εισάγει η Ισλαμική Επανάσταση). Έτσι, όπως αναφέρει η μνημονευθείσα παραπάνω ακαδημαϊκή μελέτη[32]:
Όταν ξεκίνησαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, περίπου το 60 τοις εκατό των μισθωτών εργαζόμενων απασχολούνταν στον δημόσιο τομέα, σε σύγκριση με το 40 τοις εκατό το 2004. Οι θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα προσέφεραν περισσότερη ασφάλεια και ήταν συνήθως πολύ πιο επιθυμητές, παρά τις χαμηλότερες αποδοχές. Οι έλεγχοι στην αγορά εργασίας που στόχευαν να κάνουν τις θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα πιο ασφαλείς απέτυχαν στην πράξη, καθώς οι εργοδότες στράφηκαν προς την προσφορά συμβάσεων περιορισμένου χρόνου και εργασίας μερικής απασχόλησης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης του Αχμαντινετζάντ ήταν να εμποδίσει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στις κρατικές εταιρίες. Η μεταρρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου στα πρόσφατα χρόνια, η οποία έθεσε τέλος στους μη-δασμολογικούς φραγμούς και μείωσε το μέσο όρο των δασμών, αύξησε τις ανταγωνιστικές πιέσεις από την Ανατολική Ασία σε κάποιους τομείς της Ιρανικής οικονομίας, κυρίως στην υφαντουργία, και μείωσε την εργασιακή ασφάλεια των λιγότερο ειδικευμένων εργατών. Αυτές οι ανταγωνιστικές πιέσεις χειροτέρευσαν με την αύξηση των πετρελαϊκών εσόδων που άνοιξαν τις πύλες για φθηνές εισαγωγές από την Ανατολική Ασία.
Από την άλλη, ο πληθωρισμός ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απόπειρας του καθεστώτος να συνδυάσει διάφορους διοικητικούς ελέγχους πάνω στις αγορές (οι οποίοι εισήχθησαν από τους φονταμενταλιστές για λόγους κοινωνικής πολιτικής, κυρίως, κατά την περίοδο της κυβέρνησης Αχμαντινετζάντ) με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις (οι οποίες εισήχθησαν, κυρίως, από τους ρεφορμιστές των περιόδων Ραφσαντζανί - Χατάμι, στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αγορών), παρόλη την εγγενή ασυμβατότητα μεταξύ διοικητικών ελέγχων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, οι οικονομικές κυρώσεις - οι οποίες επιβλήθηκαν αρχικά από το Αμερικανικό καθεστώς μετά την κρίση των ομήρων στην πρεσβεία της Τεχεράνης σχεδόν 30 χρόνια πριν, αλλά πρόσφατα επεκτάθηκαν και υιοθετήθηκαν από ολόκληρο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όταν η υπερεθνική ελίτ κατάφερε να υποχρεώσει τη Ρωσία και την Κίνα να αλλάξουν τη γραμμή τους για το πυρηνικό ζήτημα - έχουν μια ολοένα και αυξανόμενη επίπτωση στον πληθωρισμό.
Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που στις προεδρικές εκλογές του 2005 οι χαμηλότερες κοινωνικές ομάδες απομακρύνθηκαν από τους ρεφορμιστές. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τη διαδικασία ο Alexandre Leroi-Ponant στην Le Monde Diplomatique[33] - όχι ακριβώς μια ριζοσπαστική εφημερίδα, η οποία επιμένει να αποκαλεί τους φονταμενταλιστές της επανάστασης «συντηρητικούς»!:
Στις δύο προεδρίες του Μοχάμεντ Χατάμι (1997-2005), η ανώτερη και η μεσαία τάξη ευημερούσαν. Η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο, οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές των ακινήτων και οι αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, σε μια χώρα με διογκωμένο δημόσιο τομέα -όλα αυτά συνέδραμαν στην ευημερία τους. Όμως ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 20% περίπου και οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Την ώρα μάλιστα που η αγοραστική τους δύναμη εξατμιζόταν, τους έκαναν πλύση εγκεφάλου για τα πλεονεκτήματα ενός «διαλόγου των πολιτισμών». Μια ντε φάκτο συμμαχία μεταξύ των φτωχών και των συντηρητικών συνέπεσε με την επιστροφή στον σκληροπυρηνικό Ισλαμισμό και κατέληξε στην εκλογή του Αχμαντινετζάντ, ο οποίος είχε επιτεθεί στους πλούσιους και είχε υποσχεθεί μια καλύτερη ζωή για τους φτωχούς. Επίσης, οι φτωχοί και οι συντηρητικοί είχαν την υποστήριξη του Αγιατολάχ Χαμενέι, ο οποίος πιστεύει ότι οι ρεφορμιστές υποστηρίζουν κοσμικές πολιτικές και αντιτίθενται στο κατευθυντήριο Ιρανικό δόγμα velayat-e faqih.[34]
Είναι φανερό ότι η ανώτατη ηγεσία του Χαμενέι κάθε άλλο παρά συμβατή ήταν με τις προεδρίες των ρεφορμιστών Ραφσαζάνι και Χατάμι. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Χαμενέι, ως πρόεδρος κάτω από την ανώτατη ηγεσία του Χομεϊνί από το 1981 ως το 1989, ήταν γνωστός ως υποστηρικτής φιλελεύθερων οικονομικών απόψεων και υπέρμαχος ενός ισχυρότερου ιδιωτικού τομέα, αλλά ως διάδοχος στη θέση του ανώτατου ηγέτη έπειτα από τον θάνατο του Χομεϊνί το 1989, αναδείχθηκε ως ένας αρχι-φονταμενταλιστής με ισχυρές αντι-Δυτικές απόψεις[35]. Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, το γεγονός ότι ο Χαμενέι, εναντίον του οποίου είχαν ταχθεί οι ρεφορμιστές τόσο σε νομοθετικό όσο και σε εκτελεστικό επίπεδο, ήταν αποφασισμένος να πάρει τον έλεγχο και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, κάτι το οποίο πέτυχε με τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2004 και τις προεδρικές εκλογές του 2005 με την εκλογή του Αχμαντινετζάντ, οι οποίες τότε δεν αμφισβητήθηκαν, προφανώς επειδή η υπερεθνική ελίτ δεν είχε ακόμα παγιώσει τη θέση της στο Ιράκ, όπως έχει κάνει τώρα που σταδιακά απομακρύνει και τα στρατεύματα της από εκεί. Όταν, λοιπόν, ο Αχμαντινετζάντ ανέλαβε την προεδρία το 2005 ξεκίνησε μια ευρεία αναδιοργάνωση της εξουσίας στην κρατική μηχανή, ένα είδος εκκαθάρισης των ρεφορμιστών -γεγονός που θα μπορούσε εύκολα να εξηγήσει την τωρινή τους οργή, όταν οι πρόσφατες εκλογές δεν έβγαλαν το αποτέλεσμα που θα τους έφερνε ξανά στην εξουσία, όπως προσδοκούσαν.
Την ίδια ώρα, η νέα μεσαία τάξη, όσο ακόμα κέρδιζε από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου κατά την περίοδο της πρώτης προεδρίας του Αχμαντινετζάντ, σιωπούσε. Η κατάσταση όμως άλλαξε όταν, μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης και την συνακόλουθη κατρακύλα της τιμής του πετρελαίου, ένιωσαν ελεύθεροι να εκφράσουν την οργή τους εναντίον των φονταμενταλιστών, στους οποίους έριξαν την ευθύνη για την υποβάθμιση της οικονομικής τους θέσης.
Στο άλλο άκρο, μολονότι το επίπεδο ζωής των μη προνομιούχων έχει επίσης χειροτερεύσει, η φτώχεια τους δεν είναι συγκρίσιμη με αυτήν καμιάς άλλης χώρας της περιοχής, στην οποία περιλαμβάνονται η Ινδία, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Ένας σημαντικός συντελεστής που συμβάλλει σε αυτό είναι το κρατικό δίκτυο διανομής και τα κρατικά επιδόματα για την αγορά πετρελαίου, ψωμιού και άλλων ειδών πρώτης αναγκης.
3. Οι εκλογές του 2009
Οι δύο πλευρές στις εκλογές του Ιούνη 2009
Η σύγκρουση μεταξύ των φονταμενταλιστών της επανάστασης και των ρεφορμιστών εκφράστηκε στις προεδρικές εκλογές του 2009 ως εξής:
Από τη μια πλευρά, ο Αχμαντινετζάντ εξέφραζε τους φονταμενταλιστές της επανάστασης, δηλαδή τα αυθεντικά αντι-ιμπεριαλιστικά και αντι-Δυτικά ιδανικά της Ισλαμικής επανάστασης, τα οποία έγιναν ακόμα πιο επίκαιρα τα τελευταία χρόνια με την ουσιαστική περικύκλωση του Ιράν από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπου είναι συγκεντρωμένες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις της υπερεθνικής ελίτ και των πελατειακών της καθεστώτων (Πακιστάν, Τουρκία κ.λπ.). Επιπλέον, η κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης έχει οδηγήσει στη δημιουργία νέων κεντρο-Ασιατικών κρατών στα σύνορα με το Ιράν τα οποία είναι επίσης, σε διάφορους βαθμούς, πελατειακά καθεστώτα της υπερεθνικής ελίτ. Έτσι, το Ιράν βρίσκεται επίσης αντιμέτωπο, με μια σειρά Αμερικανικών βάσεων, με εν δυνάμει ή πραγματικά πυρηνικά αποθέματα στο Κατάρ, Ουζμπεκιστάν κ.α. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι το ιρανικό καθεστώς και οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι η Δύση στοχεύει στην εξολόθρευση του και ότι επομένως ο μόνος τρόπος για να αποφύγει την αλλαγή του καθεστώτος είναι να επενδύσει στην πυρηνική του ικανότητα. Ούτε είναι εκπληκτικό ότι ακόμα και οι μεταρρυθμιστές αναγκάζονται να κάνουν αναφορές στην ανάγκη για πυρηνική ενέργεια, παρόλο που τόσο ο Μουσαβί όσο και ο Ραφσαντζάνι έχουν εκφράσει την προθυμία τους να βρουν μία διαπραγματεύσιμη λύση με την υπερεθνική ελίτ και ο Μουσαβί, στην πρώτη του συνέντευξη τύπου από την έναρξη του Νέου Ιρανικού Έτους τον Μάρτιο του 2009, δήλωσε ότι «αν εκλεγεί, η πολιτική του θα είναι να εργασθεί για την παροχή "εγγυήσεων" ότι οι πυρηνικές δραστηριότητες της Τεχεράνης δεν θα εκτραπούν ποτέ προς μη ειρηνικούς σκοπούς». Παρόλη επομένως τη ρητορική του ότι δεν θα σταματήσει ποτέ τον εμπλουτισμό, ξεκαθάρισε ότι μια μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ το εμπλουτισμένο ουράνιο για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Ωστόσο, η θέση αυτή αποτελεί ουσιαστικά παραίτηση από το δικαίωμα του Ιράν στην κατοχή πυρηνικών όπλων, όταν αντιμετωπίζει όχι μόνο το Σιωνιστικό Ισραήλ, τον μεγαλύτερο εχθρό του, το οποίο έχει ήδη δημιουργήσει ένα σημαντικό πυρηνικό οπλοστάσιο, αλλά επίσης τα πελατειακά καθεστώτα στην περιοχή, το Πακιστάν και την Ινδία, για να μην αναφερθούμε στις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα! Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μεταρρυθμιστές Ισλαμιστές, και φυσικά και οι αστοί εκσυγχρονιστές οι οποίοι ακολουθούν γραμμή σύμπλευσης με την υπερεθνική ελίτ, θα ήταν πρόθυμοι ν' απεμπολήσουν το δικαίωμα του Ιράν σε αυτοδύναμη πυρηνική προστασία -πράγμα που δεν δέχονται οι φονταμενταλιστές της επανάστασης. Αυτή ακριβώς η εσωτερική αντίθεση φαίνεται υποχρεώνει τους φονταμενταλιστές της επανάστασης να μην θέτουν ανοικτά θέμα γενικού πυρηνικού αφοπλισμού σε όλη την περιοχή ή, εναλλακτικά, απόλυτου δικαιώματος αυτοπροστασίας του Ιράν με πυρηνικά όπλα. Αυτή η ίδια αντίθεση οδηγεί επίσης στις παλινωδίες της επίσημης πολιτικής που υποστηρίζει τη γραμμή ότι η πυρηνική ενέργεια επιδιώκεται μόνο για ενεργειακούς σκοπούς ενώ η «κρυφή ατζέντα» βλέπει την πυρηνική ενέργεια σαν αναγκαίο μέσο αυτοπροστασίας της Ισλαμικής επανάστασης. Αλλά ακριβώς αυτές τις αυτοκαταστροφικές παλινωδίες εκμεταλλεύεται δόλια η υπερεθνική ελίτ για να νομιμοποιήσει το επικείμενο κτύπημα της με στόχο την αλλαγή καθεστώτος.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκαλεί επομένως εντύπωση ότι η καταδίκη από τον Αχμαντινετζάντ της αμερικανικής πολιτικής και της ισραηλινής ηγεμονίας στον Λίβανο, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική και το Πακιστάν, όπως επίσης και η υποστήριξη προς τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, του έχει ήδη κερδίσει την επιδοκιμασία του μέσου Άραβα και Ιρανού. Επομένως, μόνο οι μεταρρυθμιστές της αστικής τάξης (συμπεριλαμβανομένης της ρεφορμιστικής Αριστεράς) επιθυμούν αλλαγή του καθεστώτος - δεν αναφέρομαι εδώ στις περιθωριοποιημένες κομμουνιστικές και αριστερίστικες ομάδες που είναι συνήθως πλήρως συγχυσμένες, αν δεν παίζουν ύποπτο ρόλο, (όπως οι Ιρακινοί κομμουνιστές, που καλωσόρισαν τους Αμερικανούς εισβολείς!) και δεν αποκλείεται αύριο να καλωσορίσουν και αυτοί μια αλλαγή καθεστώτος που θα επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ για να απαλλαγούν από το αυταρχικό Ισλαμικό καθεστώς...
Στην άλλη πλευρά, βρίσκονται οι ρεφορμιστές, με «τον βαθύπλουτο Ραφσαντζάνι, την οικογένεια και τους υποστηρικτές του στο ρεφορμιστικό Κόμμα Καργκοζαράν, που δεν κρύβουν καθόλου ότι συνδράμουν στη χρηματοδότηση και καθοδήγηση της εκστρατείας του Μουσαβί για την ανατροπή του Αχμαντινετζάντ.»[36] Οι ρεφορμιστές προωθούν το αίτημα για μεγαλύτερο πολιτικό και κοινωνικό «άνοιγμα», δηλ. περισσότερη πολιτιστική εκκοσμίκευση, περισσότερη ισότητα μεταξύ των φύλων, διάλυση της λεγόμενης αστυνομίας ηθών κ.α. Αυτή ήταν μια προφανής προσπάθεια να μεταφερθεί το επίκεντρο της συζήτησης μακριά από δύο κρίσιμα ζητήματα στα οποία οι φονταμενταλιστές είχαν ξεκάθαρο πλεονέκτημα: το ζήτημα της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και το ζήτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας του Ιράν. Όσο αφορά στο πρώτο, μολονότι και οι φονταμενταλιστές, όπως βέβαια και οι ρεφορμιστές, αποδέχτηκαν το στόχο της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και, από το 2006, ο Χαμενέι ξεκίνησε μια ανανεωμένη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της οικονομίας, ο Αχμαντινετζάντ αποπειράθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του (μέσω διοικητικών ελέγχων πάνω στις αγορές και επιχορηγήσεων) να βελτιώσει την τύχη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή να αναδιανείμει το εισόδημα από τους πλούσιους στους φτωχούς. Όσο αφορά στο δεύτερο, ο Αχμαντινετζάντ, αντίθετα με τους ρεφορμιστές, έχει επιδείξει απαρέγκλιτη στάση στην τήρηση των αυθεντικών αντι-Δυτικών ιδανικών της Ισλαμικής επανάστασης, που μόλις τα επανέφερε στην πρόσφατη περιοδεία τoυ στη Λατ. Αμερική όπου μιλούσε για άτυπο αντί- ιμπεριαλιστικό άξονα Ιράν, Βενεζουέλας, Κούβας και Βολιβίας.[37]
Φυσικά, ούτε οι φονταμενταλιστές αλλά ούτε και οι ρεφορμιστές κατάφεραν ποτέ να διαρρήξουν τη βαριά οικονομική εξάρτηση του Ιράν από τους φυσικούς πόρους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η οικονομία του Ιράν κυριαρχείται ακόμα από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι οποίες μέχρι και το 2008 συνιστούσαν το 50-70% των κυβερνητικών εσόδων και το 80% των εξαγωγικών κερδών. Αυτό - σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή βρίσκεται σε σταθερή πτώση από τη δεκαετία του '60 - για μια παραδοσιακά αγροτική κοινωνία όπως αυτή του Ιράν, σήμαινε ότι ήδη από τα τέλη του '90 το Ιράν είχε μετατραπεί σε έναν βασικό εισαγωγέα τροφίμων, ενώ η οικονομική δυσχέρεια στην ύπαιθρο είχε αυξήσει μαζικά την εσωτερικη μετανάστευση προς τις πόλεις.
................................
Ιραν: ροζ επανάσταση - εκστρατεία αλλαγής...
1Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη !