Η "ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΘΕΙΑΣ" ΩΣ ΔΙΑΝΝΟΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ

1
Η "ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΘΕΙΑΣ" ΩΣ ΔΙΑΝΝΟΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ


Το κίνημα που, εδώ και τριάντα χρόνια, μετασχηματίζει το Σχολείο προς μια πανομοιότυπη πάντοτε κατεύθυνση, τώρα μπορεί να γίνει κατανοητό στη θλιβερή ιστορική του αλήθεια. Κάτω από τη διπλή επίκληση "εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης" (πρόκειται για απόλυτο ψεύδος) και την "αναγκαία προσαρμογή στον σύγχρονο κόσμο" (εδώ έχουμε μισή αλήθεια), αυτό που καθιερώνεται, μέσα από όλες αυτές τις εξίσου άθλιες μεταρρυθμίσεις, είναι το Σχολείο του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού, δηλαδή το Σχολείο ως μια από τις αποφασιστικές λογισμικές βάσεις, αφετηρία για τις πολυεθνικές εταιρίες -από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε σε γενικές γραμμές η διαδικασία αναδιάρθωσης τους -ώστε να διεξάγουν με όλη την επιθυμητή αποτελεσματικότητα τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα.


Το 1979, ο Κρίστοφερ Λας, ένα από τα οξύτερα πνεύματα του αιώνα μας, περιέγραφε ως εξής την παρακμή του αμερικάνικου εκπαιδευτικού συστήματος:


"Η μαζική εκπαίδευση, υποσχόμενη να εκδημοκρατίσει την κουλτούρα που παλαιότερα επιχωρίαζε στις προνομιούχες τάξεις, κατέληξε να αποβλακώνει τους ίδιους τους προνομιούχους. Η σύγχρονη κοινωνία, αν και κατάφερε να δημιουργήσει ένα χωρίς προηγούμενο επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης, παρήγαγε ταυτόχρονα νέες μορφές αμάθειας. Ολοένα και πιο δύσκολα οι άνθρωποι χειρίζονται την γλώσσα τους με άνεση και ακρίβεια, ολοένα και λιγότερο θυμούνται βασικά γεγονότα της ιστορίας της χώρας τους, ολοένα και πιο δύσκολα είναι σε θέση να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη"


Είκοσι χρόνια μετά πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις κριτικές μπορούν θαυμάσια να εφαρμοσθούν και στη δική μας κατάσταση. Εννοείται ότι δεν πρόκειται για σύμπτωση.
Η κρίση του ονομαζόμενου σε παλαιότερες εποχές "δημοκρατικού Σχολείου" είναι αξεχώριστη από την κρίση που προσβάλλει έκτοτε τη σύγχρονη κοινωνία στο σύνολο της.
Η κρίση αυτή, προφανώς, προφανέστατα, είναι στοιχείο του ίδιου ιστορικού κινήματος που, εξάλλου, αποδιοργανώνει τις οικογένειες, αποσυνθέτει την υλική και την κοινωνική ύπαρξη των χωριών και των συνοικιών και, γενικά, συμπαρασύρει βαθμιαία όλες τις μορφές πολιτοφροσύνης [civilité] πού πρίν μερικές δεκαετίες ακόμη εσφράγιζαν σημαντικό μέρος των ανθρώπινων σχέσεων. Η διαπίστωση, εντελώς κοινότοπη καθεαυτή, κινδυνεύει να παραμείνει χωρίς συνέπειες (ή να οδηγήσει σε διφορούμενα) αν συνάμα δεν καταφέρουμε να συλλάβουμε τη φύση της μοντέρνας κοινωνιας, να κατανοήσουμε δηλαδή ποιά είναι η λογική που πρυτανεύει στην κίνηση της. Τότε μόνο θα καταστεί δυνατό να μετρήσουμε σε ποιό σημείο η παρούσα πρόοδος της αμάθειας, ενώ δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ατυχούς δυσλειτουργίας της κοινωνίας μας, έχει, αντίθετα, αποβεί αναγκαία συνθήκη της ίδιας της ανάπτυξης της.

(...)

Το θεωρητικό δυναμικό της Πολιτικής Οικονομίας βασίζεται σε μια ιδέα απλή και συνάμα έξυπνη: για να εξασφαλιστεί αυτομάτως η Ειρήνη, η Ευημερία και η Ευτυχία -τρία πανάρχαια όνειρα της ανθρωπότητας- θα αρκούσε να καταργηθεί καθετί που, στα ήθη, στα έθιμα και στους νόμους των υπαρχουσών κοινωνιών, ορθώνεται εμπόδιο στο "φυσικό" παιχνίδι της Αγορας˙ να λειτουργήσει δηλαδή η Αγορά χωρίς προσκόμματα και νεκρούς χρόνους. Για να εξετασθεί αυτή η υπόθεση και για να διατυπωθούν οι "νόμοι" που έχουν την φαινομενική αυστηρότητα των νευτώνειων προτάσεων, ο οικονομολόγος οδηγείται αναπόφευκτα να περιγράψει τους ανθρώπους ως "κοινωνικά άτομα" (ή ως "μονάδες"), με απεριόριστη κινητικότητα, ωθούμενα από έναν και μόνον υπολογισμο: του καλώς εννοούμενου συμφέροντος. Η θεωρητική, λοιπόν, και πρακτική εγκυρότητα αυτής της κατασκευής εξαρτάται από την πραγματική ροπή των ατόμων να λειτουργούν όπως απαιτεί η θεωρία, δηλαδή με τρόπο νομαδικό και ατομικό.
Γι' αυτό η εφαρμογή στην πράξη της φιλελεύθερης οικονομίας (πρόκειται για πλεονασμό) δεν προϋποθέτει μόνο τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως θεσμό μιας πολιτικής αυθεντίας, αρκούντως ισχυρής, ικανής να συντρίψει ανελέητα όλα τα εμπόδια που ορθώνουν το δίκαιο, η θρησκεία και τα έθιμα, ώστε να "έρθει στο φως" η Αγορά και να ενοποιηθεί χωρίς σύνορα. Απαιτείται επιπλέον να δοθεί μια πρακτική ύπαρξη στην αντίστοιχη ανθρωπολογική μορφή: τη μορφή του απολύτως "ορθολογικού" ανθρώπου, δηλαδή του εγωιστή και υπολογιστή, και μ' αυτή την έννοια απαλλαγμένου από τις "προκαταλήψεις", τις "δεισιδαιμονίες" ή τις "αρχαϊκότητες" που δημιουργούν αναγκαστικά -σύμφωνα με την φιλελεύθερη υπόθεση- όλα τα εμπειρικώς υπάρχοντα είδη συγγένειας, ένταξης και ριζώματος.

(...)

Για λόγους δομικούς δεν υπάρχει, και δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει, "καπιταλιστική κοινωνία" με τη αυστηρή έννοια του όρου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά ανθρωπολογική αδυνατότητα. Διότι, ένα σύστημα του οποίου οι ιδανικές συνθήκες λειτουργίας, εξ ορισμού δεν επικαλούνται παρά μόνο τη λογική του καλώς εννοούμενου συμφέροντος, στην πραγματικότητα βρίσκεται σε καταστατική αδυνατότητα να επεξεργαστεί εκείνα τα καθοδηγητικά σημαίνοντα στα οποία κάθε ανθρώπινη κοινωνία προσφεύγει για να διαφυλάξει το είναι της. Εκ των πραγμάτων, το καπιταλιστικό σύστημα δεν κατέστη δυνατόν ιστορικά να τεθεί σε εφαρμογή στο πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών και στην συνέχεια να αναπτυχθεί με τον τρόπο που ξέρουμε, παρά μόνο όταν σε κάθε φάση της ιστορίας του αντλούσε αξίες και habitus, που του ήταν αναγκαίες, από την αποθησαυρισμένη πολιτοφροσύνη -τόσο από τους αρχαίους όσο και από νεότερους θησαυρούς-, διότι το ίδιο από μόνο του και από την φύση του ήταν ανίκανο να δημιουργήσει. Όπως ορθά υπενθυμίζει ο Καστοριάδης:


"Ο καπιταλισμός κατάφερε να λειτουργήσει διότι κληρονόμησε μια σειρά ανθρωπολογικούς τύπους που δεν δημιούγησε και δεν μπορούσε να δημιουργήσει ο ίδιος: δικαστές αδιάφθορους, ακέραιους λειτουργούς βεμπεριανού τύπου, εκπαιδευτές που αφιερώνονται στην κλίση τους, εργάτες που έχουν ένα ελάχιστο επαγγελματικής συνείδησης κλπ. Οι τύποι αυτοί δεν ξεπηδούν και δεν μπορούν να ξεπηδήσουν από μόνοι τους. Έχουν δημιουργηθεί σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους".


(...)

Επί του παρόντος, παρ' όλο που σβήνει από τη ζωή μας (σε λίγο θα χαθεί και από τη μνήμη μας), καταλαβαίνουμε κάπως καλύτερα τι ήταν πραγματικά ο σύγχρονος κόσμος μέχρι μια ορισμένη χρονολογία. Την ουσιαστική του πολυπλοκότητα, πέρα από τις τελετουργικές απλουστεύσεις της ιδεολογίας, την συνιστούσε ακριβώς αυτή η συνεχής αντίφαση μεταξύ των οικουμενικών κανόνων του καπιταλιστικού συστήματος και της προσίδιας πολιτοφροσύνης στις διάφορες κοινωνίες στις οποίες εφαρμόζονταν. (...)

Μια αποφασιστικής σημασίας λεπτομέρεια του Σχολείου ήταν, ήδη εξαρχής, η υποταγή της νεότητας στις επιταγές της Νέας Τάξης, δηλαδή στην αναδυόμενη κυριαρχία της εμπορευματικής οικουμενικότητας και στις συνακόλουθες τεχνικές και επιστημονικές συνθήκες.συνάμα, το δημοκρατικό σχολείο φρόντιζε πραματικά -και αναμφίβολα με μεγάλη ειλικρίνεια-, να μεταδίδει έναν ορισμένον αριθμό γνώσεων, αρετών και συμπεριφορών που, ως τέτοιες, ήταν τελείως ανεξάρτητες από την καπιταλιστική τάξη. Κοντά στα χίλια παραδείγματα για το φαινόμενο αυτό μαρτυρεί ο επίμονος αγώνας που διεξήγαγε το δημόσιο Σχολείο ενάντια στα "πατουά" και ενάντια στις διάφορες λαϊκές ή τοπικές παραδόσεις, οι οποίες, από την άποψη του καπιταλισμού, είναι πάντοτε και εξ ορισμού αρχαϊκές και ιρρασιοναλιστικές. (...) Αλλά, Πολύ δύσκολα, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να συναγάγουμε ότι η απόφαση για την διδασκαλία των λατινικών, των ελληνικών, της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας απέρρεε από τις ιδιαίτερες επιταγές της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, ο καθένας μπορεί να δεί ότι η κλασσική παιδεία, κυριαρχούμενη και τροφοδοτούμενη από τα πρότυπα του θάρρους των αρχαίων ή από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας κριτικής διάνοιας, είχε περισσότερες πιθανότητες να διαμορφώσει κάποιον Ζαν Καβαγιές ή Μαρκ Μπλόκ, παρά θεατές χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα, ή καταναλωτές διατεθειμένους να συνεργαστούν με κάθε τρόπο για τη γοητευτική βασιλεία του εμπορεύματος.

Πρόκειται για τον εύθραστο ιστορικό συμβιβασμό στον οποίο στηρίχθηκαν οι διάφορες σύγχρονες κοινωνίες, που ωστόσο, στη διάρκεια της αξέχαστης δεκαετίας του '60 προοδευτικά συντρίφτηκε.

(...)

Στην περίπτωση των συνθηκών της Γαλλίας, τα γεγονότα του Μαη του '68 -αν βέβαια τα εξετάσουμε από την πλευρά που έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης, δηλαδή από την κυρίαρχη πλευρά τους-, αντιπροσωπεύουν την προνομιακή και εμβληματική στιγμή των σύγχρονων κοινωνιών. Υπήρξε η Μεγάλη Φιλελευθερο-Ελευθεριακή Επανάσταση (σύμφωνα με την έξοχη έκφραση του Σερζ Ζυλί, αλλά, στο στόμα του, εγκωμιαστική) που είχε αποτέλεσμα να απονομιμοποιήσει, με ένα σμπάρο και συλλήβδην, τις διάφορες μορφές της προκαπιταλιστικής κοινωνιακότητας. Στην πραγματικότητα, οι μορφές αυτές ήταν εξαιρετικά διαφορετικές ως προς την προέλευση και τη φύση τους, άνισης σπουδαιότητας, και για τους λόγους αυτούς σχημάτιζαν ένα ιστορικό και πολιτιστικό σύνολο που είναι αδύνατον να απλουστευτεί. Διακηρρύσοντας προς πάσα κατεύθυνση τον εξισωτικό αρχαϊσμό τους, έδωσαν τα αναγκαία πνευματικά όπλα για την ισομερή εξαφάνιση τους εδώ και τώρα. Έτσι, χάρη σε μια απο εκείνες τις πανουργίες που απλόχερα χαρακτηρίζουν τον εμπορευματικό λόγο, η κατάλυση όλων των επικρατούντων πολιτιστικών προσκομμάτων στην αναντίρρητη εξουσία της Οικονομίας παρουσιάστηκε παραδόξως ως το πρώτο καθήκον της αντικαπιταλιστικής επανάστασης.

Αποδεχόμενη ευλαβώς να υποταχθεί στις προσταγές των πιο καθαγιασμένων σύγχρονων Ιερών Δέλτων -όπως: απαγορεύεται το απαγορεύειν- η νεολαία των νέων μεσαίων τάξεων, δηλαδή εκείνη που, κυρίως, κατείχε το προσκήνιο, (και που δεν το εγκατέλειψε καθώς μεγάλωνε στα χρόνια) ανακάλυπτε μια ελευθερία επιτέλους στα μέτρα της: την ελευθερία να ξεκόβει κανείς ριζικά -το λιγότερο, να αλλάζει συνειδητοποίηση για τα πράγματα-, απ' όλες τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η συγγένεια, η ένταξη και μ' έναν γενικό τρόπο μια γλωσσική, ηθική ή πολιτισμική κληρονομιά. (...) Σ' αυτές τις ριζικά νέες συνθήκες, και στη βάση της αντίστοιχης μεταφυσικής της επιθυμίας και της ευτυχίας, η Κατανάλωση, που ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν παρά μια ιδιαίτερη στιγμή της ανθρώπινης δραστηριότητας, έγινε επιτέλους αυτό που είναι στις μέρες μας παντού: ένας καθ' ολοκληρίαν τρόπος ζωής -η ιδεοληπτική και παθιασμένη αναζήτηση της αέναα αναστελλόμενης απόλαυσης του ελλείποντος Αντικειμένου-, διεκδικούμενος ως τέτοιος στην πράξη και δοξολογούμενος φαντασματικά σαν μια αντικουλτούρα χειραφέτησης. Τα πάντα και αμέσως! Πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα! Απολαύστε χωρίς αναστολές, ζήστε χωρίς νεκρούς χρόνους! Και χίλιες άλλες οιδιπόδειες χαζομάρες που ταχύτατα έγιναν το βασικό υλικό των στελεχών του εμπορικού μάρκετινγκ.

(...)

Το κίνημα που, εδώ και τριάντα χρόνια, μετασχηματίζει το Σχολείο προς μια πανομοιότυπη πάντοτε κατεύθυνση, τώρα μπορεί να γίνει κατανοητό στη θλιβερή ιστορική του αλήθεια. Κάτω από τη διπλή επίκληση "εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης" (πρόκειται για απόλυτο ψεύδος) και την "αναγκαία προσαρμογή στον σύγχρονο κόσμο" (εδώ έχουμε μισή αλήθεια), αυτό που καθιερώνεται, μέσα από όλες αυτές τις εξίσου άθλιες μεταρρυθμίσεις, είναι το Σχολείο του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού, δηλαδή το Σχολείο ως μια από τις αποφασιστικές λογισμικές βάσεις, αφετηρία για τις πολυεθνικές εταιρίες -από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε σε γενικές γραμμές η διαδικασία αναδιάρθωσης τους -ώστε να διεξάγουν με όλη την επιθυμητή αποτελεσματικότητα τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα.

(Συνεχίζεται...)

[Ζαν Κλωντ Μισεά, "Η εκπαίδευση της Αμάθειας", εκδόσεις Βιβλιόραμα.
http://www.bigfatopinion.net/2007/03/blog-post_14.html
Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη ! 
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διαφορες συζητήσεις και θέματα.”