Η Θεωρία της Αξίας στην Κλασσική Πολιτική Οικονομία

1
«Η Θεωρία της Αξίας στην Κλασσική Πολιτική Οικονομία» Δεμερτζή Αγγελική, Οικονομολόγος MSc
Εικόνα


Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ :

3 Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η Π ΟΛΙΤΙΚΗ Ο ΙΚΟΝΟΜΙΑ : Το τέλος των φεουδαρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη και η ανάπτυξη της βιομηχανικής και συστηματοποιημένης παραγωγής στα τέλη του 18 ου αιώνα, αυτό που σύγχρονα ορίζουμε ως «βιομηχανική επανάσταση» δημιούργησε νέα πεδία διερεύνησης της πραγματικότητας, σχετικά με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Το δοκίμιο του Σκωτζέζου αστού οικονομολόγου και φιλόσοφου, Άνταμ Σμιθ (1723 - 1790), με τίτλο: «Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών» ή σε συντομία «Ο Πλούτος των Εθνών» (1776) , θεωρείται ως η καταστατική πράξη ίδρυσης της Πολιτικής Οικονομίας ως αυτοτελούς κλάδου θεωρητικής γνώσης (Μηλιός, 2000). Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε ο επίσης αστός οικονομολόγος Ντ. Ρικάρντο (1772- 1823)με το έργο του «Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» (1817) που αφοσιώθηκε στην εμβάθυνση αλλά και την αμφισβήτηση των θεωριών του Σμιθ. Βέβαια, τα πρώτα οικονομικά κείμενα είχαν κάνει την εμφάνισή τους δυόμιση αιώνες πριν τον Σμιθ, εκείνα της «μερκαντιλιστικής» ή «φυσιοκρατικής» 1 περιόδου. Ωστόσο, αποτελούσαν περισσότερο πρακτικά εγχειρίδια που πρότειναν κανονιστικά μοντέλα, με αποσπασματικές θεωρητικές αναφορές. Ήταν δηλαδή κάποια ακόμη όπλα στην φαρέτρα των κυρίαρχων τάξεων της εκάστοτε περιόδου (έμποροι ή γαιοκτήμονες)έτσι ώστε να πείσουν την κοινή γνώμη για την λήψη κάποιων μέτρων ή την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών (Μηλιός, 1997). Με το τέλος της εμποροκρατίας και της φεουδαρχίας γεννήθηκαν νέα ερεθίσματα που οδήγησαν τον Σμιθ αρχικά να καταγράψει και να αναλύσει τα νέα δεδομένα για την εποχή του, δημιουργώντας ένα νέο διακριτό πεδίο της επιστήμης που δεν θα συμβάδιζε με πρακτικές συνταγές (όπως είχαν κάνει οι μερκαντιλιστές) ή με τον «φυσικό νόμο» (όπως οι Φυσιοκράτες) ( Rubin, 1994). Η άνοδος του καπιταλιστικού συστήματος βασίσθηκε αφενός στην αποξένωση των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και την συνακόλουθη μετατροπή της ικανότητας τους προς εργασία (εργασιακής δύναμης) σε εμπόρευμα και αφετέρου στην απελευθέρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις φεουδαλικές ρυθμίσεις και περιορισμούς. Η εμπορευματοποίηση των βασικών όρων παραγωγής συνοδεύθηκε με την γενίκευση της εμπορευματικής ανταλλαγής ως της βασικής διαδικασίας κυκλοφορίας των παραγόμενων προϊόντων. (Μαυρουδέας, 1998). Οι μετασχηματισμοί αυτοί δημιούργησαν έναν χώρο ελευθερίας για τα άτομα (όχι φυσικά ισότητας) και ένα νέο πεδίο κοινωνικών σχέσεων - εκείνο των ελεύθερα συναλλασσόμενων ατόμων. Οι ελεύθερες συναλλαγές των ατόμων σε οικονομικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την προαγωγή της ισότητας μεταξύ των πολιτών - σε πολιτικό επίπεδο οδηγεί στην δημιουργία ενός νέου διακριτού πεδίου - την Πολιτική Οικονομία. Η Πολιτική Οικονομία συνεπώς, αναζητά τις οικονομικές σχέσεις ως διακριτό πεδίο των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα, αναζητεί τις βαθύτερες σχέσεις που εξασφαλίζουν την ενότητα και τον συντονισμό μιας καπιταλιστικής (εμπορευματικής) οικονομίας που η κοινωνική παραγωγή διενεργείται από ανεξάρτητες ιδιωτικές επιχειρήσεις με σκοπό τον κέρδος (Μαυρουδέας, 1998). Στην καπιταλιστική οικονομία ακόμα και στα πρώτα στάδια της, εγκαθιδρύεται ο καταμερισμός της εργασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ τον συντονισμό των επιμέρους παραγωγικών διαδικασιών και προϊόντων «αναλαμβάνει» η σφαίρα της ανταλλαγής και ο επιτελικός της ρόλος στον καπιταλισμό. Ο στόχος λοιπόν των κλασικών οικονομολόγων (Σμιθ, Ρικάρντο, Μαρξ, Τζ. Στ. Μιλ κ.ά.) ήταν η ερμηνεία του οικονομικού συστήματος με κριτήριο την παραγωγή, δηλαδή την παραγωγική διαδικασία. Αναζητούν λοιπόν τον προσδιοριστικό παράγοντα της αξίας των εμπορευμάτων , στην σφαίρα της παραγωγής ή της παραγωγικής διαδικασίας . Υποστήριξαν ότι ο κρίσιμος παράγοντας της παραγωγής – αυτός που αποτελεί sine qua non στοιχείο για την δημιουργία του κοινωνικού πλούτου - είναι η ανθρώπινη εργασία (Μαυρουδέας, 1998). Ο πρώτος διαχωρισμός της αξίας σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία προκύπτει στον Αριστοτέλη και αναπτύσσεται στα Ηθικά Νικομάχεια 2 . Από τα αρχαία χρόνια αναζητείται το μέτρο εκείνο που κάνει τα αγαθά ισοδύναμα κατά την διαδικασία της ανταλλαγής. Η κλασσική πολιτική οικονομία, αναζητεί αυτό το μέτρο στην ανθρώπινη εργασία και στον ρόλο της στην παραγωγική διαδικασία Η θεωρία της αξίας , αποτέλεσε για αιώνες πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των οικονομολόγων. Η βιβλιογραφία είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητη. Στην παρούσα εργασία, θα επιχειρήσουμε μια επισκόπηση των βασικών εννοιών και θεωριών των εκπροσώπων της.

Η ΣΜΙΘΙΑΝΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ : Για τον Σμιθ και τους υπόλοιπους οικονομολόγους της εποχής του, η κινητήριος δύναμη της οικονομίας είναι το ατομικό συμφέρον που συνθέτει το οικονομικό σύστημα που διατηρεί μια αυτοτέλεια και διέπεται από δικούς τους, οικονομικούς, νόμους (Dobb, 1976). Αναμφισβήτητα, η έννοια του ατομικού συμφέροντος που δρα ελεύθερα στο πλαίσιο μιας ελεύθερης οικονομίας χωρίς καμία παρέμβαση από τους άρχοντες ή τους πολιτικούς άνδρες, αποτέλεσε μια καινοτόμα ιδέα για την ανθρώπινη σκέψη της εποχής. Στον Πλούτο των Εθνών , απασχολεί την σκέψη του Σμιθ η προέλευση του πλούτου ή του εισοδήματος και κατ’ επέκταση οι νόμοι της κατανομής του στις κοινωνικές τάξεις. Για να αναλύσει την έννοια της αξίας προβαίνει κατ’ αρχάς στην διάκριση μεταξύ της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας 3 . Έχοντας την συνείδηση της εποχής στην οποία γράφει, τον απασχολεί η γενικευμένη εμπορευματική ανταλλαγή και υπό αυτήν την έννοια εστιάζει την προσοχή του στην ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων αναγνωρίζοντας ως περιεχόμενό της την εργασία 4 Θέτει δύο προβληματικές : Από την μια θέλει να ανακαλύψει τις αιτίες που καθορίζουν πόση εργασία διαθέτει ένα εμπόρευμα και τις όποιες αλλαγές αυτού του μεγέθους. Από την άλλη θέλει να ανακαλύψει ένα σταθερό και αμετάβλητο μέτρο στάθμισης (standard ή numeraire)(Rubin, 1994). Στο πώς θα μπορούσε να μετρήσει την αξία του προϊόντος ο Σμιθ καταφεύγει στην θεωρία του για τον καταμερισμό της εργασίας, μέσω του οποίου οι άνθρωποι ανταλλάσσουν έμμεσα την εργασία τους. Ισχυρίζεται ότι, η ενσωματωμένη εργασία , δηλαδή η ποσότητα της ανθρώπινης εργασίας που δαπανήθηκε σε ένα εμπόρευμα ορίζει μια «φυσική τιμή» γύρω από την οποία κυμαίνονται οι τιμές όλων των εμπορευμάτων ( M αυρουδέας, 1998). Βρίσκει αρχικά λοιπόν το μέτρο της αξίας των προϊόντων στην ποσότητα της δαπανημένης ή ξοδευμένης εργασίας που χρειάστηκε για την παραγωγή τους. Από την άλλη, εισάγει την έννοια της εξουσιαζόμενης εργασίας , σύμφωνα με την οποία, η αξία ενός αγαθού που το κατέχει κάποιος όχι για ίδια κατανάλωση αλλά για να το ανταλλάξει , ισούται με την ποσότητα της εργασίας που του επιτρέπει να αγοράσει ή να εξουσιάσει (Τσουλφίδης, 2005). Φαίνεται πως εδώ ο Σμιθ υποπίπτει στο πρώτο μεθοδολογικό σφάλμα του , συγχύζοντας την ανθρώπινη εργασία ως κοινωνική λειτουργία (ξοδευμένη ή δαπανημένη εργασία) με την εργασία ως εμπόρευμα (αγοραζόμενη ή εξουσιαζόμενη εργασία) που είναι αποτέλεσμα δεδομένων κοινωνικών και ιστορικών σχέσεων. Ταυτίζοντας λαθεμένα την κοινωνική λειτουργία της εργασίας με την εργασία ως εμπόρευμα εξέλαβε την αγοραζόμενη ή εξουσιαζόμενη εργασία ως αμετάβλητο μέτρο της αξίας ( Rubin, 1994). Έχοντας επίγνωση των διαρκών και σύμφυτων με την ανταλλακτική διαδικασία μεταβολών της αξίας των εμπορευμάτων, επιχείρησε να αναζητήσει τα αίτια των αλλαγών αυτών . Η απάντηση που έδωσε στηριζόταν στις μεταβολές της ποσότητας της δαπανημένης εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του εμπορεύματος. Και πάλι συγχέει τις δύο έννοιες της εργασίας . Η εξουσιαζόμενη εργασία αποτελεί το μέτρο της αξίας ενώ η δαπανημένη είναι το αίτιο των ποσοτικών μεταβολών της αξίας του. Η εκδοχή όμως της δαπανημένης εργασίας ως μέτρο της αξίας του εμπορεύματος (που εν προκειμένω ταυτίζεται με την εξουσιαζόμενη εργασία) μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια απλή εμπορευματική ανταλλαγή στην οποία τα προϊόντα ανταλλάσσονται μεταξύ των παραγωγών τους. Γιατί στην περίπτωση της συσσώρευσης του αποθέματος από έναν καπιταλιστή, η αξία που παράγει ο εργάτης διακρίνεται στους μισθούς - ως αντίτιμο της εργασίας τους - και στον καπιταλιστή - ως αντίτιμο του αποθέματος (μέσων παραγωγής) - χωρίς τα οποία δεν θα ήταν δυνατή η παραγωγή του εμπορεύματος 5 . Ο Σμιθ λοιπόν, μερικές φορές καθορίζει σωστά την αξία ενός εμπορεύματος, μέσω της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του, ενώ άλλες φορές την καθορίζει λανθασμένα, μέσω της εργασίας που το εν λόγω εμπόρευμα θα αγοράσει κατά την ανταλλαγή. Στα όρια της απλής εμπορευματικής οικονομίας, η εννοιολογική σύγχυση αυτή έχει μικρές επιπτώσεις γιατί οι δύο ποσότητες εργασίας, συμπίπτουν ( Rubin, 1994). Προσπαθώντας να υπερβεί αυτόν τον σκόπελο και επειδή η αφετηρία της σκέψης του βρίσκεται στον ανερχόμενο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ( κι όχι στον φθίνοντα χειρωνακτικό ) , καταφεύγει τελικά στην θεωρία των κοστών της παραγωγής ή της προσθετικής θεωρίας της αξίας . Στην περίπτωση της γενικευμένης καπιταλιστικής παραγωγής δηλαδή , η αξία ενός αγαθού προσδιορίζεται από το άθροισμα των τριών εισοδημάτων , μισθών, κερδών και προσόδου και αποκτούν τις «φυσικές» τιμές τους μέσω των «φυσικών» νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Συμπεραίνει λανθασμένα ότι στην καπιταλιστική οικονομία η αξία του προϊόντος είναι μεγαλύτερη από την αξία της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του και είναι ίση με το ποσό που δαπανά ο καπιταλιστής για να μισθώσει εργάτες συν το κέρδος (ή συν την πρόσοδο). Αρνείται λοιπόν ότι λειτουργεί ο νόμος της εργασιακής θεωρίας της αξίας ( Rubin, 1994).

Η ΡΙΚΑΡΔΙΑΝΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Αν ο Σμιθ χαρακτηρίστηκε ως οικονομολόγος της «μανουφακτουρικής παραγωγής», ο Ρικάρντο (1772-1823) είναι ο πρώτος κλασικός οικονομολόγος που καταπιάνεται με την διευρυμένη (πλέον στην εποχή που γράφει) καπιταλιστική , βιομηχανική παραγωγή. Αναζητώντας τους γενικούς νόμους της κίνησης του καπιταλισμού (Μαυρουδέας, 1998/ Rubin, 1994) αναζήτησε τον προσδιορισμό της αξίας στην ενσωματωμένη εργασία. Ειδικότερα, αναμετρήθηκε με τον προσδιορισμό των ποσοτικών μεταβολών της αξίας των προϊόντων θέλοντας να διατυπώσει περαιτέρω τους αιτιακούς νόμους γύρω από αυτές . Στο πιο γνωστό του δοκίμιο «Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» που ολοκλήρωσε το 1817, επιδίωξε να καταδείξει την πηγή του κοινωνικού πλούτου από την εργασία και όχι από την ποσοτική αντιστοιχία και του καθορισμού των τιμών από τις αξίες (Μαυρουδέας, 1998), επιλύοντας τα μεθοδολογικά προβλήματα του Σμιθ. Δηλαδή, να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την κατανομή του συνολικού εισοδήματος σε μισθούς, κέρδη και προσόδους. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό υποχρεώνεται να διαλεχτεί με την διαδικασία της παραγωγής και τους νόμους που προσδιορίζουν πρώτα την αξία του προϊόντος. Σ’ αυτό το σημείο αποδέχεται την θεωρία της ενσωματωμένης εργασίας, δηλαδή της ποσότητας εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή ενός Αν ο Σμιθ χαρακτηρίστηκε ως οικονομολόγος της «μανουφακτουρικής παραγωγής», ο Ρικάρντο (1772-1823) είναι ο πρώτος κλασικός οικονομολόγος που καταπιάνεται με την διευρυμένη (πλέον στην εποχή που γράφει) καπιταλιστική , βιομηχανική παραγωγή. Αναζητώντας τους γενικούς νόμους της κίνησης του καπιταλισμού (Μαυρουδέας, 1998/ Rubin, 1994) αναζήτησε τον προσδιορισμό της αξίας στην ενσωματωμένη εργασία. Ειδικότερα, αναμετρήθηκε με τον προσδιορισμό των ποσοτικών μεταβολών της αξίας των προϊόντων θέλοντας να διατυπώσει περαιτέρω τους αιτιακούς νόμους γύρω από αυτές . Στο πιο γνωστό του δοκίμιο «Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» που ολοκλήρωσε το 1817, επιδίωξε να καταδείξει την πηγή του κοινωνικού πλούτου από την εργασία και όχι από την ποσοτική αντιστοιχία και του καθορισμού των τιμών από τις αξίες (Μαυρουδέας, 1998), επιλύοντας τα μεθοδολογικά προβλήματα του Σμιθ. Δηλαδή, να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την κατανομή του συνολικού εισοδήματος σε μισθούς, κέρδη και προσόδους. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό υποχρεώνεται να διαλεχτεί με την διαδικασία της παραγωγής και τους νόμους που προσδιορίζουν πρώτα την αξία του προϊόντος. Σ’ αυτό το σημείο αποδέχεται την θεωρία της ενσωματωμένης εργασίας, δηλαδή της ποσότητας εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή ενός 8 εμπορεύματος. Επιλύει λοιπόν σε πρώτο βαθμό, την μεθοδολογική σύγχυση του Σμιθ. Διατυπώνει λοιπόν την άποψη ότι, οι σχετικές ποσότητες της δαπανημένης εργασίας είναι εκείνες που ρυθμίζουν την αξία του προϊόντος , αναζητώντας , όπως ειπώθηκε , τις ποσοτικές μεταβολές της. Επιχείρησε επίσης, να βρει ένα αμετάβλητο μέτρο της αξίας είτε με την μορφή ενός εμπορεύματος, είτε μέσω ενός συνόλου εμπορευμάτων. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο ήταν ότι η τιμή του δεν θα απέκλινε από την αξία του λόγω διανεμητικών επιδράσεων (Μαυρουδέας, 1998). Θέλησε δηλαδή, να προσδιορίσει τις τιμές παραγωγής ως τις εργασιακές αξίες εκφρασμένες σε χρήμα. Κάτι τέτοιο όμως κατέστη αδύνατο καθώς οι τιμές παραγωγής εξαρτώνται ποσοτικά από τις μεταβλητές της κατανομής (πραγματικό ωρομίσθιο και ποσοστό κέρδους) του εισοδήματος (Μαριόλης, 2010). Το αναγνώρισε κι ο ίδιος ο Ρικάρντο: «ένα τέτοιο μέτρο είναι αδύνατον να αποκτηθεί, επειδή δεν υπάρχει κανένα εμπόρευμα το οποίο δεν είναι εκτεθειμένο στις ίδιες διακυμάνσεις όπως τα πράγματα των οποίων την αξία πρέπει να επιβεβαιώσει δηλαδή, δεν υπάρχει κανένα το οποίο δεν υπόκειται στο να απαιτήσει περισσότερη ή λιγότερη εργασία για την παραγωγή του» . Παρότι ο Ρικάρντο έκανε πολλά βήματα σε σχέση με τα ανυπέρβλητα προβλήματα του Σμιθ, και παρά το ότι ο βασικός τους στόχος υπήρξε η ποσοτική ανάλυση της αξίας και η αντιστοίχιση της με τις τιμές παραγωγής, δεν κατάφερε να επιλύσει αυτό το ζήτημα. Φαίνεται, πως αυτό που λείπει από την Ρικαρδιανή θεωρία βρίσκεται στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα . Δεν βρίσκει καμία αναγκαιότητα να προσδιορίσει κοινωνικά τα μεγέθη που τον απασχολούν, τον αφορά μόνο η υλική τους διάσταση( Rubin, 1994). Αυτό συμβαίνει διότι, όπως και ο Σμιθ, έτσι και ο Ρικάρντο, πίστεψαν ότι ο ερχομός της βιομηχανικής επανάστασης και της καπιταλιστικής παραγωγής αποτελούσε την φυσική τάξη των πραγμάτων που εντασσόταν σε ένα υπερ - ιστορικό στάδιο (Μαυρουδέας, 1998).

Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ : Ο Μαρξ εισάγεται στην συζήτηση για την πολιτική οικονομία, αυτή την φορά κάνοντας κριτική στις θέσεις της. Σε αντίθεση με τους Σμιθ και Ρικάρντο που θεωρούσαν την μετάβαση από την φεουδαρχία στην αστική κοινωνία ως μια φυσική εξέλιξη που επαναφέρει την φυσική τάξη των πραγμάτων ή αλλιώς το τέλος της 9 ιστορίας, ο Μαρξ θέτει εκ νέου των ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων και το ζήτημα της «ανοικτής ιστορίας». Αυτό που τον καθιστά πρωτοπόρο της εποχής τους είναι ότι κάνει την θεωρητική τομή , αποκαλύπτοντας ότι η τάξη των πραγμάτων όχι μόνο δεν είναι φυσική , αντιθέτως η κυρίαρχη κοινωνική σχέση, αυτή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας , είναι σχέση πρωτίστως εκμεταλλευτική . Η βασική αντίθεση είναι το κεφάλαιο το οποίο κυριαρχεί (εξουσιάζει και εκμεταλλεύεται) την εργασία. Ο κεντρικός του στόχος λοιπόν, γράφοντας το Κεφάλαιο με υπότιτλο Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, ήταν ακριβώς να αναδείξει αυτήν την εκμεταλλευτική σχέση με στόχο την υπέρβασή της (Μηλιός, 2000) . Ο Μαρξ, στην θέση της Αξιακής Θεωρίας της Ενσωματωμένης Εργασίας (που περιοριζόταν στην θεώρηση των τεχνικών όρων της εργασίας) διατυπώνει την έννοια της Αφηρημένης Εργασίας (Μαυρουδέας, 1998). Η εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι διφυής: από τη μια μεριά είναι συγκεκριμένη εργασία (εργασία που παράγει μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, όπως και σε κάθε άλλο τρόπο παραγωγής) και από την άλλη είναι ταυτόχρονα αφηρημένη εργασία (ή εργασία εν γένει), εργασία όμοια από κοινωνική άποψη (Μηλιός, 2000) . Και οι παραγωγικές διαδικασίες είναι αυτές στις οποίες ομογενοποιείται κοινωνικά η ατομική εργασία (και εργασιακή δύναμη ως εμπόρευμα. «Κάθε εργασία είναι από τη μια ξόδεμα ανθρώπινη εργατικής δύναμης με τη φυσιολογικής έννοια, και μ' αυτή την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι από την άλλη ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένα σκόπιμη μορφή, και με την ιδιότητα αυτή της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας παράγει αξίες χρήσης» 6 . Στο πλαίσιο της γενικευμένης παραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής «ο πλούτος των κοινωνιών […] εμφανίζεται ένας «τεράστιος σωρός» από εμπορεύματα» και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδης μορφή του». Επεκτείνοντας την σκέψη του, συλλαμβάνει την αξία ως μια ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση : Αξία είναι η «ιδιότητα» που αποκτούν τα προϊόντα της εργασίας στον καπιταλισμό, μια «ιδιότητα» η οποία αποκτά υλική υπόσταση, πραγματοποιείται, στην αγορά, μέσω της ανταλλαξιμότητας του οποιουδήποτε προϊόντος εργασίας με κάθε άλλο προϊόν εργασίας, δηλαδή μέσω του χαρακτήρα τους ως εμπορευμάτων τα οποία φέρουν μια συγκεκριμένη (χρηματική) τιμή στην αγορά (Μηλιός, 2000) . Με βάση την υπόθεση ότι τα πράγματα ανταλλάσσονται στις αξίες τους (δηλαδή ανάλογα με την εργασίας), τον οδήγησε να διατυπώσει και την θεωρία για την υπεραξία στην γενική της μορφή ( Dobb, 1976).

Για τον Μαρξ, η αξία αποτελεί έκφραση των δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κι όχι εκδήλωση της εργασίας γενικά. Με αυτόν τον τρόπο διατύπωσε και την έννοια της υπεραξίας δηλαδή την έννοια της απλήρωτης εργασίας την οποία καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης και εκφράζεται στην μορφή του κέρδους. Έτσι, επέλυσε το κεντρικό ερώτημα του Ρικάρντο για την πηγή και την προέλευση του πλεονάσματος . Στην γενική της μορφή και στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η αξία δεν καθορίζεται μονάχα από την ξοδευμένη εργασία αλλά από την κοινωνικά αναγκαία εργασία. Εντούτοις, η δαπάνη της κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά (να μετρηθεί), και η αξία «μετράται» μόνο στο επίπεδο των στρεβλών μορφών εμφάνισης, ως χρηματική τιμή (μετράται δηλαδή σε χρηματικές μονάδες)(Μηλιός, 2000) . Συνοψίζοντας, ο Μαρξ αντιλαμβάνεται με ενιαίο τρόπο την εργασία, την αξία και το χρήμα. Την μεν εργασία ως περιεχόμενο της αξίας το δε χρήμα ως την εξωτερική έκφραση - μορφή που λαμβάνει η αξία κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες . Για τον λόγο αυτό, δεν πιστεύει ότι οι τιμές παραγωγής καθορίζονται από τις αξίες, αντίθετα οι αξίες μετασχηματίζονται σε αρκετά στάδια και το αποτέλεσμα διαφέρει από την αιτία της δημιουργία τους . Η διαδικασία αυτή ξεκινά από τις εργασιακές αξίες (δηλαδή την ξοδευμένη κοινωνικά αναγκαία εργασία), περνά στις τιμές παραγωγής (δηλαδή σε «μετασχηματισμένες αξίες» που εξασφαλίζουν την εξίσωση των ποσοστών κέρδους) και καταλήγει στις τιμές αγοράς (που είναι οι τελικές παρατηρήσιμες εγχρήματες τιμές) (Μαυρουδέας, 1998) .

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Οι θεωρίες της αξίας από τους Σμιθ, Ρικάρντο και Μαρξ, είχαν στο κέντρο τους την εργασία για την ανάλυση της οικονομίας και επομένως των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων που συμπεριλάμβαναν τις οικονομικές. Ακόμη κι αν ο Μαρξ άσκησε σκληρή κριτική στους προηγούμενους κλασσικούς, τους αναγνώρισε αρκετά σημεία και σίγουρα επηρέασαν την σκέψη του έστω και σε κάποιο βαθμό. Σκοπός του βέβαια ήταν η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας , η ανάλυσή της με σκοπό την ανάδειξη των αντιφάσεων της και τελικά της υπέρβασής της. Η διπλή διάσταση του θεωρητικού παραδείγματος της Εργασιακής Θεωρίας της Αξίας, ως υπεράσπισης του συστήματος σε κάποιες εκδοχές της και ως ριζικής κριτικής του σε άλλες, αποτέλεσε την λυδία λίθο της . Αφενός τεκμηρίωσε την ερμηνευτική ισχύ του αναλυτικού πλαισίου της. Αφετέρου, όμως οδήγησε στη γρήγορη 11 αμφισβήτηση της στα πλαίσια της ορθόδοξης θεωρίας και στην υποκατάσταση της αρχικά από τις Υποκειμενικές Θεωρίες της Αξίας, που οδήγησαν στην συγκρότηση της Οριακής (ή Μαρτζιναλιστικής) θεωρίας και αργότερα στην πλήρη εκτόπιση κάθε Αξιακής Θεωρίας – ακόμη και υποκειμενικής - και στην επικράτηση των Οικονομικών ως του σύγχρονου κυρίαρχου επιστημονικού παραδείγματος στα πλαίσια της επιστήμης των οικονομικών σχέσεων (Ουτοπία, 1998). Τα ανυπέρβλητα προβλήματα της αξιακής θεωρίας (και της σχέσης αξίας - τιμής) του Ρικάρντο δημιούργησαν μια νέα «σχολή» σκέψης που απέρριψε συνολικά τις βάσεις των θεωριών για την αξία. Οι Warlas, Jevons κ.ά. επικεντρώθηκαν στην μελέτη των δρώντων υποκειμένων ορίζοντας εκ νέου τις οικονομικές σχέσεις ως σχέσεις μεταξύ ατόμων, απαλλαγμένες από τις κοινωνικές σχέσεις. Ο όρος «πολιτική» ήταν πλέον περιττός, ο ρόλος της εργασίας στην παραγωγή έχασε την βαρύτητά του και εκλήφθηκε ως ένας συντελεστής παραγωγής που αμείβεται για την συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία όπως αντίστοιχα η γη και το κεφάλαιο. Η μεταβολή στον προσανατολισμό της οικονομικής σκέψης από την εργασία στους παραγωγικούς συντελεστές κι από την παραγωγή στην σφαίρα της διανομής είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα : συνδέθηκε με την χάραξη διαφορετικών ορίων στο οικονομικό σύστημα, αντιμετωπίζοντάς το σαν ένα απομονωμένο σύστημα . Τα προβλήματα της ιδιοκτησίας ή των ταξικών σχέσεων θεωρούνται πως βρίσκονται έξω από το πεδίο έρευνας του οικονομολόγου , αφού δεν επηρεάζουν άμεσα τα φαινόμενα και τις σχέσεις για τις οποίες δικαιούται να αναφερθεί η οικονομική ανάλυση αλλά ανήκουν στην δικαιοδοσία της οικονομικής ιστορίας ή της κοινωνιολογίας ( Dobb, 1976).

ΠΗΓΕΣ :

Dobb M., (1976), Θεωρίες της Αξίας και της Διανομής. Από τον Άνταμ Σμιθ μέχρι σήμερα. Ιδεολογία και Οικονομική Θεωρία, Αθήνα: Gutenberg Μαριόλης Θ ., (2010), Δοκίμια στη Λογική Ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας, Αθήνα: Matura Μαυρουδέας Στ., ( 1998), «Η Εργασιακή Θεωρία της Αξίας: μια επισκόπηση», Ουτοπία, 28, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα Μηλιος Γ., (2000) «Η Σμιθιανή Θεωρία της Αξίας και οι αντιφάσεις της», περιοδικό Θέσεις , 70 , Αθήνα Μηλιος Γ., Οικονομάκης Γ., Λαπατσιώρας Σπ., (2000) «Η Μαρξική Θεωρία της Αξίας», περιοδικό Θέσεις , 73, Αθήνα Μηλιος Γ. , (1997), «Φιλοσοφικές αφετηρίες και θεωρητικό πεδίο της “οικονομικής επιστήμης”», περιοδικό Θέσεις , 59 , Αθήνα Rubin I., (1994), Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα: Κριτική Σταμάτης Γ.(επιμ), (1996), Η παραγωγή και η κατανομή του εισοδήματος, Αθήνα: Κριτική Συλλογικό Κείμενο , (1998), «Σημείωμα της Σύνταξης», περιοδικό Ουτοπία, 28, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα Τσουλφίδης Λ., (2005), Ιστορία οικονομικής θεωρίας και πολιτικής , Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας

http://www.academia.edu/5896210/%CE%97_ ... E%AF%CE%B1
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Παγκόσμια - Ελληνική Οικονομία”