2
από dominique
Στρατηγικές απέναντι στις Κλιματικές Αλλαγές
Το σημερινό αδιέξοδο ανάμεσα στις Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις που προειδοποιούν για τους κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη, από τη μια πλευρά, και στην κυβέρνηση των ΗΠΑ από την άλλη, παρουσιάζει πολλές εμφανείς ομοιότητες με την αδιέξοδη αδράνεια που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο τη δεκαετία του ’70 (όπως την ανέλυσαν οι θεωρητικοί των αδέσμευτων κινημάτων ειρήνης της δεκαετίας του 80).
Με τον ίδιο τρόπο που τη δεκαετία του 70 οι συμφωνίες START για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών πυραύλων αντιμετώπιζαν αντίσταση από τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία των ΗΠΑ, έτσι και το Πρωτόκολλο του Κυότο του 1997 – ένα εξαιρετικά ανεπαρκές πρώτο βήμα προς τη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα – εμποδίζεται τώρα από τους αντίστοιχους πολιτικούς της σημερινής εποχής.
Το κίνημα ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς που αναδύθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 80 αποτέλεσε μια απόπειρα άρσης του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει το ψυχροπολεμικό σύστημα. Η προσέγγιση βρήκε την κατεξοχήν εκφρασή της στις ομιλίες και στα γραπτά του Εdward Thompson, ο οποίος στην ερώτηση: «Ποιος είναι ο σκοπός του Ψυχρού Πολέμου;» απαντούσε: «Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι αυτοσκοπός. Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ένα σόου που το έστησαν, το 1946 ή 1947, δύο αντίζηλοι ιμπρεσάριοι.»
Το κυνήγι των πυρηνικών εξοπλισμών, που θα έπρεπε να είχε τελειώσει το 1991, υπήρξε προϊόν του ψυχροπολεμικού αδιεξόδου. Το σημερινό αδιέξοδο γύρω από την υπερθέρμανση του πλανήτη έχει δημιουργήσει και αυτό ένα δικό του «προϊόν», το οποίο βλέπουμε να διαφαίνεται στις συζητήσεις που διεξάγονταν πάνω στο θέμα του φαινομένου του θερμοκηπίου στα μέσα της δεκαετίας του 90. Το ονομά του στα αγγλικά είναι «geoengineering» που στα ελληνικά αποδίδουμε «γεωμηχανική».
Μία από τις αγαπημένες θέσεις της ‘γεωμηχανικής’ ήταν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη αποτελεί πρόβλημα τεχνικής όχι ηθικής φύσης, κι’έτσι δεν θα έπρεπε να αφεθεί στις οικολογικές μη κυβερνητικές οργανώσεις αντι-αναπτυξιακού προσανατολισμού. Οι οικολογικές οργανώσεις υποτίθεται ότι είχαν την ευθύνη για την απόφαση του Κυότο να επιβληθεί μείωση κατά 15% στις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου στη επόμενη δεκαετία, μία απόφαση απαράδεκτη από οικονομική άποψη, σύμφωνα με τους ‘γεωμηχανικούς’, αφού θα κόστιζε περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απώλειες σε προϊόντα και υπηρεσίες που η παραγωγή τους θα τερματιζόταν ή θα ανατρεπόταν.
Έτσι η πρόταση της ‘γεωμηχανικής’, δηλαδή η συνειδητή αλλοίωση της χημείας και των συνθηκών της ατμόσφαιρας, η εξισορρόπηση των επιδράσεων των αερίων του θερμοκηπίου, διατυπώθηκε ως εναλλακτική λύση στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και οξειδίου του αζώτου.
Η ‘γεωμηχανική’ συμπεριλάμβανε θαλασσινές και επίγειες συνιστώσες. Ορισμένα από τα μέτρα που πρότεινε, δεν έδειχναν να έχουν τίποτα το επίμαχο, ίσα ίσα έμοιαζαν ωφέλιμα, όπως η φύτευση δένδρων σε μεγάλη κλίμακα. Αλλά, όπως το σχέδιο «Geritol» που αφορούσε τη ρίψη σκόνης σιδήρου στους ωκεανούς για να προκαλέσει την ανάπτυξη των φυτοπλαγκτόν που απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα, δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα. αλλά, πάλι, όπως η πρόταση της «ηλιακής ασπίδας», που βασιζόταν στη διασπορά εκατομμυρίων τόνων μεταλλικών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα με σκοπό την ανάκλαση των ακτίνων του ήλιου πίσω στο διάστημα, κρίθηκαν από τους ‘γεωμηχανικούς’ ως ακατάλληλα για να προταθούν με επιτυχία στο κοινό.
Ωστόσο στα μέσα της δεκαετίας του 90 σημειώθηκαν ηρωικές προσπάθειες για να δοθεί καλό όνομα στη ‘γεωμηχανική’. Ο Gregory Benford, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας εκτίμησε ότι με κόστος ανάμεσα σε 10 εκατομύρια και 1 δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο θα μπορούσε να καλύψει με σκόνη σιδήρου τον Αρκτικό και Ανταρκτικό Ωκεανό. Το εγχείρημα θα εκτελούσαν 15 πλοία που θα ταξίδευαν μονίμως στους πολικούς ωκεανούς σκορπίζοντας τη σκόνη σε λουρίδες. Αυτό, σύμφωνα με τον Benford, «θα απορροφούσε περίπου το ένα τρίτου των συνολικών μας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως κάθε χρόνο».
Ακόμα καλύτερα από σκόνη θα ήταν μικροσκοπικά σταγονίδια από θειικό οξύ. Τα θειούχα αεροζόλ έχουν επίσης τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των σταγονιδίων που συγκεντρώνονται στα σύννεφα αυξάνοντας ακόμα πιο πολύ τη συνολική αντανακλαστικότητα. Φορτηγά πλοία που καίνε κάρβουνο και απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα θειούχες ενώσεις θα μπορούσαν επίσης να ρίχνουν σκόνη από σίδηρο στη θάλασσα συνδυάζοντας με αυτόν τον τρόπο τους δύο στόχους και εξασφαλίζοντας οικονομία.
Η πιο γνωστή πρόταση ‘γεωμηχανικής’ υπήρξε εκείνη που διατύπωσε το 1997 ο Edward Teller, με τίτλο «Ή Παγκόσμια Υπερθέρμανση και η Εποχή των Παγετώνων: Η Προοπτική Επιρροής της Πλανητικής Αλλαγής με Βάση τη Φύσικη», η οποία στη συνέχεια δημοσιεύθηκε σε πιο εκλαϊκευμένη μορφή ως «Ο Πλανήτης χρειάζεται Ηλιακή Ασπίδα» στο Wall Street Journal.
O Teller πρότεινε μεγάλης κλίμακος τοποθέτηση αντανακλαστικών σωματιδίων στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, κάτι που, όπως ισχυρίστηκε, θα ήταν εφικτό με κόστος λιγώτερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, δηλαδή ανάμεσα σε 0,1 και 1,0 τοις εκατό των εκατό δισεκατομυρίων δολαρίων που σύμφωνο με την εκτιμισή του θα χρειαζόταν για να μειωθεί η χρήση των ορυκτών καυσίμων στις Ηνωμένες Πολιτείες στα επίπεδα του 1990, οπώς ζητούσε η Συνθήκη του Κυότο.
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής του Teller είναι το γεγονός ότι ενώ ήταν επιφυλακτικός απέναντι στη θεωρία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης συγχρόνως υπέβαλε πρόταση την οποία παρουσίασε ως λύση στο πρόβλημα αυτό. «Γιά κάποιο λόγο», έκανε το σαρκαστικό σχόλιο ο Teller, «αυτή η πρόταση δεν είναι τόσο πολύ της μόδας όσο ο μετωπικός πόλεμος ενάντια στα ορυκτά καύσιμα και στούς ανθρώπους που τα χρησιμοποιούν.»
Ο Teller, ο οποίος είναι ιστορικά γνωστός ως ο «πατέρας» της βόμβας υδρογόνου και του αντιπυραυλικού συστήματος του «Πολέμου των Άστρων», δεν πέτυχε πάντα να κάνει δεκτά τα προφιλή του σχέδια. Η φιλόδοξη ιδέα του, για παράδειγμα, να κατασκευάζουν λιμάνια στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιώντας βόμβες υδρογόνου, ποτέ δεν μεταφέρθηκε από το σχεδιαστήριο στην πραγματικότητα. Ο σαρκασμός του εξέφραζε ένα γνήσιο πρόβλημα, εκείνο του να πειστεί το κοινό ότι η μόνη λύση είναι η συνεχής κινητοποίηση χιλιάδων αεροπλάνων που θα πέταγαν πάνω από τη στεριά και τη θάλασσα, μέρα-νύχτα, 365 μέρες το χρόνο, ψεκάζοντας με τοξικά μέταλλα κάθε μορφή ζωής ανθρώπινη, ζωϊκη ή φυτική, που κατοικεί στον πλανήτη.
Ο Gregory Benford αντιλαμβανόταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο πεδίο των δημοσίων σχέσεων. «Αν οι ‘γεωμηχανικοί’,» έλεγε, «παρουσιάζονται από την αρχή και συχνά ως τρελλοεπιστήμονες, θα αποτύχουν. Αν όμως παρουσιαζονται με τον σωστό τρόπο ως σύμμαχοι της επιστήμης και του γνήσιου οικολογικού πνέυματος – τότε θα μπορέσουν να γίνουν ήρωες. Θα είναι εξαιρετικά σημαντικό να μην αφήσουμε στους ριζοσπάστες πράσινους να θέσουν τους όρους της συζήτησης.»
Σχέδιο Μανχάταν
Ένας θεωρητικός που βοήθησε να κρατηθούν οι ριζοσπάστες πράσινοι έξω από το διάλογο και μπορεί ακόμα να είχε προσηλυτίσει στις δικές του θέσεις κάποιους απ’ αυτούς, υπήρξε ο τότε φοιτητής περιβαλλοντικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Stanford o Jay Michaelson που η εισήγηση του: «Η Γεωμηχανική: Σχέδιο Μανχάταν της Κλιματικής Αλλαγής» δημοσιεύθηκε το 1998 στο περιοδικό περιβαλλοντικού δικαίου του πανεπιστημίου. Ο τίτλος της εισήγησης του Michaelson, όπως και το όνομα Edward Teller, αποτελεί μόνιμη υπενθύμιση της συνέχειας ανάμεσα στη πλανητική μηχανική και στην κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών. Το κείμενο αποτελεί αριστουργηματική απόπειρα υπεράσπισης του απαράδεκτου. Ο Michaelson, ισχυριζόμενος ότι η ‘γεωμηχανική’ προσφέρει ελπίδα για την επίλυση των κλιματικών αλλαγών πέρα από το «πάρα πολύ λίγο και πάρα πολύ αργά» του Κυότο, προβάλλει ως κύρια του θέση ότι «σ΄ ένα κόσμο που η μείωση των αερίων θερμοκηπίου είναι πολύ δαπανηρή, θα έπρεπε εκείνοι που νοιάζονται για το πρόβλημα να υποστηρίζουν μιά πολιτική που θα είναι αποτελεσματική ακόμα και για όσους αδιαφορούν.»
Ο Michaelson σκιαγραφεί τρεις πιθανές αντιδράσεις στις κλιματικές αλλαγές:
1. να καταπιαστούμε με τις ριζικές αιτίες
2. να μη γίνει τίποτα και να ασχοληθούμε με τις κλιματικές αλλαγές καθώς συμβαίνουν
3. να επιχειρηθεί μία άμεση λύση στο πρόβλημα δια μέσου της ‘γεωμηχανικής’.
Τα εμπόδια στο να καταπιαστούμε με τις ριζικές αιτίες είναι: οι οικονομικές επιπτώσεις εξ αιτίας της μειωμένης χρήσης των ορυκτών καυσίμων, τα κοινωνικά κόστη της απαγγίστρωσης από τα πετρέλαια με δεδομένη τη γενικευμένη εξάρτηση από τα αυτοκίνητα, η αδικία απέναντι στις χώρες του Νότου από μια ενδεχόμενη απαίτηση, να αναλάβουν το κόστος επίλυσης προβλημάτων που δημιούργησαν οι χώρες του Βορρά, το γεγονός ότι ένα αυστηρό καθεστώς κανονισμών θα υποχρέωνε τα περισσότερα κράτη να πηγαίνουν κόντρα στα άμεσα τους συμφέροντα.
Τα μειονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης - εκείνης του να μη γίνει τίποτα - είναι ότι αν οι κλιματικές αλλαγές είναι μια πραγματικότητα, τότε θα πάψουν σε λίγο να αποτελούν αυτό που ο Michaelson ονομάζει «πρόβλημα που απουσιάζει» . «Οι όλο και περισσότερες αποδείξεις καταστροφής, ενδεχομένως θα διευκολύνουν την επίτευξη συναίνεσης για προληπτικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Αλλά μέχρι τότε το πρόβλημα θα έχει μετατραπεί σε επιλογή προτεραιοτήτων. Τι και ποιος πρέπει να σωθεί; Τι και ποιος πρέπει να θυσιαστεί;»
Αυτά τα μειονεκτήματα οδήγησαν τον Michaelson, όπως λέει, στην τρίτη λύση, εκείνη της ‘γεωμηχανικής’.
«Η ‘γεωμηχανική’ θα μετέφερε τις προτεραιότητες από την έρευνα (για το εάν ζεσταίνεται ο πλανήτης) σε πρακτικές λύσεις οι οποίες μπορούν αμέσως ν’αρχίζουν να εφαρμόζονται. Δεν θα καθιστούσε αναγκαία την επιβολή μεγαλύτερων απαιτήσεων στις υπό ανάπτυξη χώρες απ’ο τι στις αναπτυγμένες. Θα έδινε μάλιστα τη δυνατότητα στις υπό ανάπτυξη χώρες να γίνουν «δωρεάν επιβάτες» σένα πρόγραμμα που θα χρηματοδοτείτο κυρίως από τις βιομηχανικές χώρες. Επειδή θα επέβαλε λιγότερους περιορισμούς στην οικονομική ανάπτυξη των φτωχών χωρών από ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις, θα άφηνε τις υπό ανάπτυξη χώρες να απομακρυνθούν πιο γρήγορα από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές απειλές όπως το μολυσμένο νερό, ο βλαβερός για την υγεία αέρας, η εξαφάνιση των εδαφών λόγω διάβρωσης, με σωστά μέτρα όπως η επεξεργασία λυμάτων, η ανάπτυξη καινούργιων – πιο καθαρών – αυτοκινήτων και εργοστασίων, οι σύγχρονες γεωργικές μέθοδοι.» Βασιζόμενη στις τεχνολογικές καινοτομίες και στην οικονομική ανάπτυξη, η ‘γεωμηχανική’ «θα αύξαινε το ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στις κρατικές παρεμβάσεις. Αντί να χρειάζεται μια μεγάλης κλίμακας επιβολή περίπλοκων και αντί-αναπτυξιακών κανονισμών, η ‘γεωμηχανική’ θα έδινε στις ιδιωτικές εταιρείες ένα οικονομικό κίνητρο για να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος των κλιματικών αλλαγών.»
Ο Michaelson παρ’όλη τη φαινομενική του αφοσίωση στη ‘γεωμηχανική’ παραδέχθηκε ότι σε τελική ανάλυση «πηγαίνει κόντρα σε σχεδόν όλες τις σημαντικές τάσεις του σύγχρονου περιβαλλοντισμού»…. «Οι ‘θεραπείες Geritol’ και οι ‘ηλιακές ασπίδες’ περιθάλπουν τα επιφανειακά συμπτώματα, όχι τις βαθιές αιτίες.’ Δεν ρίχνουν ‘με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια’ όπως θα έκανε ένα αξιοπρεπές πρόγραμμα καταπολέμησης της αποδάσωσης ή μείωσης των εκπομπών θερμοκηπίου.» Ενδεχομένως ο Michaelson θα προτιμούσε, ο ακραίος χαρακτήρας των δικών του προτάσεων να συμβάλει στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος το οποίο θα καθιστούσε εφικτή μια αληθινή λύση στο πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών. «Αν προέκυπτε σοβαρή συζήτησή», έγραψε, «το σοκ που θα προκαλούσαν οι λύσεις της ‘γεωμηχανικής’ ίσως θα εξέλειπε στο πλαίσιο ορθολογικού συλλογισμού για τα κόστη των κλιματικών αλλαγών.» Αλλά για να προκύψει μια τέτοια σοβαρή συζήτηση σαν αποτέλεσμα του σοκ των αποκαλύψεων, χρειάζεται να αναγνωριστεί δημόσια η ‘γεωμηχανική’, δηλαδή να είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, όπως τα μεταλλαγμένα, η κλωνοποίηση, η πυρηνική ενέργεια, για τα οποία υπάρχουν ομάδες πίεσης που τοποθετούνται υπέρ ή κατά στο φως της δημοσιότητας.
Η ανεπιφύλακτη δημόσια παραδοχή της ‘γεωμηχανικής’ για την οποία συνηγορούσαν οι Benford, Michaelson και άλλοι τη δεκαετία του 90 δεν έχει γίνει. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν προσπάθησαν να κάνουν ήρωες τους ‘γεωμηχανικούς’ και να τους παρουσιάσουν σαν συμμάχους της επιστήμης και του γνήσιου περιβαλλοντισμού. Πολλοί απ’αυτούς που αμφισβητούν την παγκόσμια υπερθέρμανση δηλώνουν ότι οι αναφορές για δραστηριότητες ‘γεωμηχανικής’, όπως αεροπλάνα που πραγματοποιούν μεγάλης κλίμακας αεροψεκασμούς στην ανώτερη ατμόσφαιρα, δεν θα μπορούσε να είναι γνήσιες επειδή δεν χρειάζονται τέτοιοι ψεκασμοί και θα αποτελούσαν έγκλημα.
Οι μεγάλες οικολογικές οργανώσεις όπως η Greenpeace, οι Φίλοι της Γης, η WWF δεν προσπαθούν να εξωραΐσουν ή με άλλο τρόπο να προωθήσουν την ‘γεωμηχανική’. Απλώς κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτα - ή αν στριμωχτούν ίσως μουρμουρίσουν κάποια σχόλια για τις «θεωρίες της συνωμοσίας». Η σιωπή τους, για να τη δούμε από τη θετική της όψη, ενδεχομένως αντικατοπτρίζει μια άρνηση να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την επιχείρηση εξωραϊσμού της ‘γεωμηχανικής’.
Η μυστικότητα όσον αφορά την εφαρμογή της ‘γεωμηχανικής’ διαιωνίζεται από το κλίμα επίσημης άρνησης. Η αεροπορία των ΗΠΑ, που τα tankers της KC-135R και KC-10 έχουν γίνει πλέον γνωστό θέαμα σε πολλά μέρη του κόσμου καθώς εκτελούν τις καθημερινές τους πτήσεις διασποράς σωματιδίων του προγράμματος «Ηλιακή Ασπίδα», στην επίσημη της ιστοσελίδα περιγράφει τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων σαν «μία απάτη που ξεκίνησε το 1996». «Η Αεροπορία των ΗΠΑ,» συνεχίζει, «δεν διεξάγει επιχειρήσεις τροποποίησης του καιρού και δεν σχεδιάζει να το κάνει στο μέλλον.» Η κατηγορία για απάτη επαναλαμβάνεται επίμονα από τους φαινομενικά πολυάριθμους ‘debunkers’ (χλευαστές) που συχνάζουν στα φόρουμ συζήτησης γεωμηχανικής/chemtrails και προκαλούν αρκετή σύγχυση με το χαρακτηρισμό ως «chemmies» (μια παραλλαγή των«commies» ή «κομμουνιστών») όλων όσων επιχειρούν να τραβήξουν την προσοχή του κοινού στις μυστηριώδεις γραμμές του ουρανού. ΄Ολοι οι εκλεγμένοι πολιτικοί του κόσμου - πάνω από το επίπεδο του δημοτικού – ή αγνοούν την όλη υπόθεση ή υιοθετούν την γραμμή της Αεροπορίας των ΗΠΑ.
Νομικές Πτυχές
Δεν αποκλείεται η «αποσιώπηση» να οφείλεται ανάμεσα στα άλλα και στην ακόμα αμφίβολη - σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο - θέση της ‘γεωμηχανικής’, με όλα τα πολιτικα προβλήματα που συνεπάγεται αυτή η αμφιβολία. Το ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας (πάλι στα μέσα της δεκαετίας του 90) από τον ειδικό στο περιβαλλοντικό δίκαιο δικηγόρο Bodansky.
Ανάμεσα στα ζητήματα που έθιξε είναι: ποιος θα έπρεπε να παίρνει της αποφάσεις σε σχέση με τη ‘γεωμηχανική’; Θα έπρεπε όλες οι χώρες να έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων (αφού όλες θα επηρεάζονταν και θα είχαν και θετικές και αρνητικές επιπτώσεις); Πως θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της νομικής ευθύνης και της αποζημίωσης; Από νομική άποψη, τα σχέδια να εισβάλλουν σωματίδια στην ατμόσφαιρα είναι από τις πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις της ‘γεωμηχανικής’ αφού η ατμόσφαιρα πάνω από κάθε κράτος αποτελεί τμήμα του εναέριου του χώρου. Τα κράτη διεκδικούν την κυριαρχία πάνω από αυτόν τον εναέριο χώρο και δικαιούνται να εφαρμόζουν αυτές τις διεκδικήσεις π.χ. καταρρίπτοντας αεροσκάφη. Η δραστηριότητα ‘γεωμηχανικής’ στην ατμόσφαιρα θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Προφανώς ο πιο απλός τρόπος επίλυσης τέτοιων προβλημάτων – έως ότου πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες τροποποιήσεις του διεθνούς δικαίου - είναι η άρνηση ότι συμβαίνει οτιδήποτε καινούριο.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !