Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

1
Η γενοκτονία των Ποντίων





phpBB [video]




phpBB [video]
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

2
:good

Καποιοι άλλοι τα ξεχνάμε ,εμεις ας θυμίζουμε οτι πράγματι έγιναν αυτά τα εγκλήματα και πολλά άλλα που δεν θα γίνουν ποτέ γνωστά.

Διαβάστε περισσότερα για την γενοκτονία με αποσπάσματα απο εφημερίδες της εποχής εδω http://www.filoumenos.com/forum/viewtop ... 4777#p4777
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

3
Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από τις μαρτυρίες των θυμάτων.


επιμέλεια έρευνας :πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.



Α.Ο Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο ¨Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ¨ αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη.

«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.


Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»

Β.Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:

“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.


Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.


Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.


Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.


Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.


Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.


Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…


Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.


Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.


Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.


Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.

—————————————————————————-

Γ.Στο βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη ‘Η ΤΑΜΑΜΑ”, ξετυλίγεται η αληθινή ιστορία μιας μικρής Ελληνοπούλας, κόρης του Παπά-Γιάννη από το χωριό Εσπιε του Πόντου , από όπου και το παρακάτω απόσπασμα:

“Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε.

480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.

Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.

Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους:

Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.)

Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό….

Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές. “

——————————————

Δ.Ενας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων

Θυμάται όσα συνέβησαν σαν σήμερα πριν από 91 χρόνια

Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν. Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους. Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν… Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν… Την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.

Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα. Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης… Για τους τούρκους συγχωριανούς τους που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.

Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας. Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός. Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ανθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη. Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.

Αφηγείται σήμερα στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει, να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν…

«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει».

Εχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και είχε να φάει.

[Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν ]
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.

Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας.Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους,σπίτια,μαγαζιά,τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας,τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας». Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .

ΠΗΓΗ.ΒΗΜΑ

http://www.tovima.gr

Ε.Επιστολές θυμάτων.
Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας

Γλυκυτάτη μου Κλειώ

Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή.
Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.

Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου

ο υμέτερος

Αλ. Γ. Ακριτίδης

Επιστολή μελλοθάνατου Ματθαίου Κωφίδη, βουλευτή Τραπεζούντας

15/28 Σεπτεμβρίου 1921 φυλακαί Τιμαρχανέ – Αμασείας

Φιλτάτη Ουρανία

Χθες ημέραν της Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου, περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου.

Σας γλυκοφιλώ όλους

Ο Ματθαίος σου

Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται.

ο ίδιος
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

4
ΣΤ.Από το αρχείο του γιου του Κώστα Κωφίδη

“Όλες τις κοπέλες και τις γυναίκες που συνέλαβαν οι Tσέτεδες , τις οδήγησαν μέσα στη Μονή, τις βίασαν και τις διακόρευσαν κτηνωδώς. Μετά από επανειλημμένους βιασμούς και ενώ τα θύματα δεν ήταν σε θέση να κινηθούν, τα αποκεφάλισαν μέσα στη Μονή.
Έσφαξαν και άντρες, αφού τους ανάγκασαν να βλέπουν την κακοποίηση των γυναικών τους…
Μια εικοσάχρονη κοπέλα η Κυριακή Τσιρονίδου , βιάστηκε μπροστά στους δικούς της από εννέα βδελυρούς Τούρκους Τσέτεδες, από τους οποίους ο τελευταίος την αποτέλειωσε με το ξίφος του…”
Η νύκτα στην ιερά Μονή Βαζελώνος ήταν μια από τις πιο ανατριχιαστικές σελίδες της Ποντιακής Γενοκτονίας.

Ζ.Απόσπασμα από την “Μαύρη Βίβλο” του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ξεριζωμός ..Προσφυγιά.. έννοιες άρρηκτα δεμένες με την ιστορία της οικογένειάς μου.. Μικρογραφία της τραγικής πορείας των Ποντίων..

Το 1878 ξεκινά η μαρτυρική διαδρομή των προγόνων μου, μετά τον τελευταίο Ρωσοτουρκικό πόλεμο..
Oι διωγμοί, η ανασφάλεια, ο φόβος , ανάγκασαν τους γονείς μου και τις οικογένειές τους-μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμιούς της περιοχής-να εγκαταλείψουν την πατρική γη, την Αργυρούπολη. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου, Αλέξης Παλαπανίδης, μιλούσε με ιδιαίτερη νοσταλγία για το μικρό χωριό του, το Ντεμιρτσίκιοϊ της Αργυρούπολης, για τις τρέλες των παιδικών του χρόνων, τις ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς στο χωράφι, την αδυναμία του να κουμαντάρει τα ζώα της οικογένειας. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι ήταν οι γονείς του, οι περισσότεροι όμως συγχωριανοί του εργάζονταν σκληρά στα μεταλλεία και στα λατομεία της περιοχής, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα ή στην Ρωσία προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερο εισόδημα για τις οικογένειές τους. Σημείο ξενοιασιάς και γιορταστικής συνάντησης, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου, όπου αντάμωναν όλοι οι κάτοικοι και οι λιγοστοί μουσουλμάνοι που ζούσαν στο χωριό και γλεντούσαν, ξεχνώντας για λίγο τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής. Όλα όμως άλλαξαν… ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στις καρδιές των Ρωμιών. Μας πήρανε αρκετά χωράφια.. για να τα παραχωρήσουν στους Τούρκους που ήρθανε πρόσφυγες από τον Καύκασο…και το δικό μας.. δεν είχαμε τίποτε πλέον. Το κράτος ζητούσε περισσότερους φόρους από εμάς.. πολλοί συγγενείς μας έχασαν , με αυτόν τον τρόπο, τα ζώα τους, καθώς αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα δυσβάσταχτα χρέη τους. Και δεν έφτανε μόνο αυτό.. Άγριοι τσέτες λήστευαν, τρομοκρατούσαν-έτσι σκοτώσανε τον Κώτσο τη Χάρονος, όπως τον έλεγαν, επειδή αντιστάθηκε- όχι μόνο στο χωριό μας, αλλά και σε όλη την περιοχή. Ακόμα και οι μουσουλμάνοι γείτονές μας, ήταν πια επιθετικοί και με την παραμικρή ευκαιρία εκδήλωναν κάτι , αόριστα, εχθρικό.. Όλα συνωμοτούσαν για τον επερχόμενο ξεριζωμό μας, από το χωριό μας, το ΝτερμιτσίκιοÏ.. Οι τελευταίες μέρες πριν από την ομαδική αναχώρηση.. Οι γυναίκες, άναβαν τους φούρνους, ζύμωναν, έψηναν ψωμί και το έκαναν φρυγανιές και παξιμάδια, έκαναν μακαρίνα, γέμιζαν βαρελάκια ή τενεκέδες με βούτυρα και τυριά.. Οι άντρες γέμιζαν σακιά με αλεύρι και σιτάρι, έσφαζαν ,με σπαραγμό της καρδιάς τους, τα εκλεκτά τους ζώα, έψηναν σε μεγάλα καζάνια το κρέας τους , το έκαναν καβουρμάδες και με το λίπος μαζί , το έβαζαν σε βαρελάκια ή σε πήλινα δοχεία.. Στη τελευταία λειτουργία, κυριαρχούσε η θλίψη και η απογοήτευση.. Ήταν όλοι οι χωριανοί εκεί.. Προσεύχονταν και με τρεμάμενο χέρι άναβαν το στερνό τους κερί..Κυνηγημένοι από τα τραγικά παιχνίδια των εθνικιστών της εποχής , οδηγήθηκαν εκεί, που ήδη είχαν καταφύγει πριν αρκετά χρόνια, πολλοί Πόντιοι προκειμένου να επιβιώσουν, στο Κάρς . Η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε στο χωριό Σιντισκόμ.. Σπίτια λίγα, τρόφιμα ακόμη λιγότερα. Αναρχία και αταξία παντού. Παρόλα αυτά, μας δέχτηκαν, μας φιλοξένησαν. Μοιράσθηκαν την δυστυχία μαζί μας, καθώς κι ένα κομμάτι γης για να επιβιώσουμε. Πως όμως!!! Οι επιδρομές του τούρκικου στρατού, συχνές.. Οι επιθέσεις των Κούρδων, το ίδιο. Η μοίρα του Πρόσφυγα. .η ευαίσθητη αυτή περιοχή συνδέθηκε με το πεπρωμένο μας.. οι δολοφονίες και η προσπάθεια αφανισμού των Ρωμιών στην ημερήσια διάταξη.. και πάλι ξεριζωμός, αυτή την φορά για τη Γεωργία, στα αφιλόξενα χωριά της ΤσάλκαςΣε αυτό τον τόπο γεννήθηκα -το 1915-..σα ξένα.. όπως με παράπονο, έλεγε η μητέρα μου, ελπίζοντας να έρθει κάποτε η μέρα που θα επιστρέφαμε στη «ρίζα» μας.. στην γενέθλια γη..Αντί όμως γι’αυτό. .ήρθε ο θάνατος. .περίσσεψε ο πόνος.. και όσοι απέμειναν από την γλυκιά πατρίδα, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Το 1922, όταν οι Πόντιοι της Μαύρης Θάλασσας εγκατέλειπαν τον τόπο τους, αποφασίσαμε κι εμείς, όπως πολλοί συμπατριώτες των περιοχών αυτών( Ρωσίας-Γεωργίας) να ακολουθήσουμε το δεύτερο «ρεύμα» Προσφυγιάς προς τη Ελλάδα, με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, με την ελπίδα να μη ζήσουν οι επόμενες γενιές κι άλλους ξεριζωμούς κι άλλη δυστυχία.. Στο λιμάνι του Βατούμ, στη Ν. Ρωσία, πλήθος κόσμου περιμέναμε το καράβι της «σωτηρίας»…Πεινασμένοι, δυστυχείς, κυνηγημένοι από τη ζωή.. δίχως να γνωρίζουμε ότι το τραγικότερο «παιχνίδι» για την οικογένειά μου μόλις είχε αρχίσει.. Ενώ περνούσαν οι μέρες της προσμονής, ο πατέρας μου(Σάββας Παλαπανίδης) αποφάσισε-πιστεύοντας ότι θα προλάβει, με δεδομένο την πολυήμερη αναμονή-να πάει στο χωριό κα να φέρει το άλογο και το βόδι για να τα πάρουμε μαζί μας στην Ελλάδα… «Κάτ’ να έχομε σα ΄σερα μουν, να επορούμε να χτίζομε την ζωήν εμουν.» τους έλεγε με αγωνία. Η μητέρα μου (Αγάπη Παλαπανίδου) και ο θείος μου (Φώτης) προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, εκφράζοντας την ανησυχία και την αγωνία τους.. «θα έρτε το παπόρ και θ’απομένεις οπίς..»Την απόφαση όμως την είχε πάρει ο πατέρας μου, και μαζί με αυτόν κι εγώ. Θέλησα να πάω μαζί του, να τον βοηθήσω.. παρά τα 7 μου χρόνια, ένοιωθα και ζούσα τον πόνο και τα βάσανα των αγαπημένων μου.. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών μου, με πήρε μαζί του..Όταν όμως επιστρέψαμε στο λιμάνι, ύστερα από 4 ημέρες, το καράβι είχε πια σαλπάρει για την Ελλάδα.. και ήταν το τελευταίο. Περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ελπίζοντας να σμίξουμε με την μητέρα μου..
Ήταν αδύνατο.. οι δρόμοι πια είχαν κλείσει.. Βλέπετε πάντα την μοίρα των Λαών την ορίζουν και την καθορίζουν οι πολιτικές και ο Ποντιακός λαός την ένοιωσε και την έζησε αυτή την πρακτική, σε όλες τις πτυχές του…Και το τραγικότερο? Μάθαμε ότι πολλοί συμπατριώτες μας, πέθαναν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, εξουθενωμένοι από τις αρρώστιες και τις κακουχίες.. Μήπως άραγε το ίδιο συνέβη και με την μητέρα μου?.. Το είχαμε πια αποδεχτεί, ίσως γιατί δεν μπορούσαμε να δεχτούμε την πραγματικότητα..Την δεκαετία του ΄60 ,όταν «άνοιξαν» οι δρόμοι και ήρθαν αρκετοί επισκέπτες από την Ελλάδα, έμαθα για την μητέρα μου..
Ζούσε και περίμενε το θαύμα… «Ατζάπ’ς ο Αλέξης μου ζει? Ντ’έγέντονε..»Από τότε δίαυλο επικοινωνίας για μας, αποτελούσε, η καθημερινή σχεδόν, αλληλογραφία. Ένοιωθα ότι το μελάνι που αποτύπωνε τα λόγια της στο χαρτί, ανέδυε το μητρικό δάκρυ μιας χαρμολύπης..(Μετά την μεταφορά τους στην Ελλάδα και αφού έζησαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στα λιμοκαθαρτήρια και στους προσφυγικούς καταυλισμούς στον Πειραιά, τους οδήγησαν στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Λεμπέτ-σημερινή Σταυρούπολη-από όπου , ψάχνοντας τόπο που να θυμίζει την πατρική τους γη, εγκαταστάθηκαν στο Π.Αγιονέρι του ν. Κιλκίς).
Η δικτατορία που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα(1967), ανέκοψε για μια ακόμη φορά την αγωνιώδη μου προσπάθεια , καθώς για μια ακόμη φορά «εσπάλισαν τα στράτας»..Με την επαναφορά της Δημοκρατίας στην χώρα, το 1974, ξεκινήσαμε από την αρχή τις διαδικασίες για τον ερχομό μου στην Ελλάδα, ώσπου το καλοκαίρι του 1981, σε ηλικία πια, 66 ετών, κάνω το ομορφότερο ταξίδι της ζωής μου, ένα ταξίδι στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, ένα ταξίδι επιστροφής στην μητρική αγκαλιά.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΥΡΩΝΙΔΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΤΖΙΔΗ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΑΛΤΣΙΔΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑΣ

Σαλτσίδου Βαρβάρα από Κόλοου Έρπαα
έτος γεν.1902

αφήγηση Μάρτιος 1966.

Προς τα τέλη του 1917 νομίζω, σε κάποιο κρυψώνα στο βουνό Κοτζά Ντάγ οι Τούρκοι ανακάλυψαν πολλές ομάδες κρυπτόμενων γυναικοπαίδων, άλλες τις εβίασαν, άλλες τις πήγαν εξορία όπου και χάθηκαν και άλλες τις πήγαν σαν δούλες και τις πούλησαν.

Μία ομάδα γυναικών είμασταν κρυμμένες μέσα σε ένα ρέμα στο ποταμό Λύκο, έτσι το λέγανε ή Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρη δεν θυμάμαι, και εκεί κρυφτήκαμε κάτω από ένα καταρράκτη που είχε πίσω σπηλιά.
Είδαμε τους Τούρκους να έρχονται προς την μεριά μας ακολουθώντας το ποτάμι και σε ύποπτα μέρη, πυροβολώντας για να δουν αν κάποιος βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους ή μέσα στις καλαμιές.
Καταλάβαμε ότι το ίδιο θα γίνει και με μας αν μας ανακάλυπταν, εκεί όμως που βρισκόμασταν δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι πίσω από τον καταρράκτη θα υπήρχαν άνθρωποι. Αλλά είχαμε μαζί μας και μικρά παιδιά και σκεφθήκαμε, καλά όλα αυτά αν όμως κάποιο παιδί κλάψει και προδώσει την θέση μας τι θα γίνει
Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μη τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν.
Τότε η κάθε μία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του.
Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα «πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν», δηλαδή όταν με πνίγεται να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά.

Ζ.Αναμνήσεις από τας τελευταίας ημέρας της Σαντάς

Κατά το έτος 1921, το οποίον ήτο και το τελευταίον έτος της λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντος (όπως ελέγετο το γυμνάσιον Τραπεζούντος) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρον μετέπειτα δικηγόρον Δράμας και τον εξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτον τότε του Γυμνασίου, ανεχωρήσαμεν, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν εις τραπεσούντα δια προμηθείας, δια θερινάς διακοπάς εις Σαντά.

Εξεκινήσαμεν, όπως εγένετο δια την διαδρομήν αυτήν, λίαν πρωί και κατά τας απογευματινές ώρας της ίδιας ημέρας, εφτάσαμεν μέσον Όλασας εις το υπερκειμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διενυκτερεύσαμεν. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήτο ομιχλώδης και βροχερός.

Την επόμενη και πάλιν, λίαν πρωί εξεκινήσαμεν και το απόγευμα εφθάσαμεν εις Σαντά, η οποία κατά την περίοδον εκείνη ήτο αραιοκατοικημένη.

Η κατάστασις εις Σαντά, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζεν τίποτα το ιδιαίτερον και καμμία ένδειξις δεν υπήρχε διά το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνας, από την άφιξή μας, να επέλθει.

Την 15ην Αυγούστου εορτήν της Μονής Σουμελά, όπως εγίνετο κάθε έτος, έγινεν και τότε εκδρομή δια την Μονήν, εις την οποίαν πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένην επιστρέψαμεν και πάλιν εις Σαντά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομήν αυτήν διότι επρόκειτο να παίξη σημαντικόν ρόλον, δια την μετέπειτα τραγικήν μου ιστορίαν.

Τα πάντα εις Σαντά ήσαν ήρεμα, οπότε ένα βροχερόν απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασεν εις το χωρίον εις Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός, το Χιουτεούμ -Ταμπουρι.

Κανείς βέβαια και πάλιν δεν εφαντάζετο τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν εις συνήθεις κατ’ αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών δι’ αναζήτησιν ανυπόταχτων Σαντέων. Πάντως οι εξ Ισχανάντων ένοπλοι Σανταίοι μετά των οικογενειών των την νύκτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα ημπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον εις την βόρειαν περιοχήν της Σαντάς, όπου συνήθως κατέφευγαν μετά τας ενόπλους επιχειρήσεις των.

Ο πανικός μεταδόθηκε και εις τα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοχοι των οποίων την νύκτα έφυγανπρος το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.

Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ητο το μεγαλυτέρα των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα απεσύροντο και ημείς θα επέστρεφα- μεν και πάλι στα χωριά μας.

Η χωρητικότης του σπηλαίου ήτο μικρά και την κατέλαβον οι προνομιούχοι των ενόπλων οικογένειαι, όλοι δε οι άλλοι, ως κι εγώ κατέφυγαμεν και παρέμειναμεν κάτω από τα γειτονικά έλατα διά να προφυλαχθούμεν από την βροχήν.

Την επόμενην 9/9/1921 επειδή διεδόθη από άλλους που ήλθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επέκειτο επίθεσις των τουρκικών στρατευμάτων κατά των εις το σπήλαιον αθροισθεντων ενόπλων, των οποίων τον αριθμόν εφαντάζοντο μεγάλον και στρατιωτικώς διοργανωμένων, περί τα δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσαν μητέρα μου, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν εις τα χωριά μας.

Μαζί μας ευρέθηκαι μία νεαρά με ένα βρέφος εις την αγκαλιά της, της οποίας δεν εγνώριζα ούτε την προέλευσιν, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήτο απο τους δια παραθερισμόν κατ έτος εις Σαντά αφικνούμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταιων.

Ο Λαζαρίδης παρέμεινεν με τους υπολοίπους εις την περιοχήν του σπηλαίου ο δε Χειμωνίδης εις το χωρίον Κοσλαράντων, και η ηκολούθησεν την τύχην των εξορίσθεντων ν εις την περιοχήν Ερζερούμ και Χούνουζ.

Όταν επλησιάσαμεν εις το χωρίον μας, ανταμώσαμεν μερικούς άνδρας φεύγοντας προς την κατεύθυνσιν μας και μας επληροφόρησαν ότι εξεκενωθησαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συνεκέντρωσεν ο στρατός εις το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίο ήτο και το πλέον ακραίον χωρίον και το ευρισκόμενον εις την αντίθετον πλευρά του σπηλαίου προς Νότον.

Τότε προσετέθησαν εις την ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορείαν,κατέβημεν εις τον ποταμόν περάσαμεν αυτόν και καταφύγαμεν εις ένα μικρόν σπήλαιον άνωθεν του μύλου Γιαμάκ όπου και διενυκτερεύσαμεν.

Εννοείται ότι όλοι οι πορεία αυτή εγίνετο μόλις άρχισεν να νυκτώνει και από κανέναν δεν εγένετο αντιληπτή. Μεταξύ μας ευρέθη και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος. Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας ευρίσκετο εις το βάθος μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωρία ήσαν αθέατα και δεν ημπορούσαμεν να βλέπωμεν την επομένη, τι συνέβαινεν εις τα χωριά κι αν η συγκέντρωσις των κατοίκων εσυνεχίζετο ή διεκόπη και τι έγινεν με τους ες Πιστοφάντων συγκεντρωθέντας κατοίκους.

Την επομένην πρωϊαν, εν όλω δεκαεννέα άτομα με το βρέφος της νεαράς μητέρας, εξεκινήσαμνε διά μέσου του δάσους και βαδίζοντες προς βορράν εφθάσαμεν εις την περιοχήν κάτωθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, όπου ολίγον μακρύτερα από έναν ρυάκιον, το οποίο έλεγον ότι το βαθύν τ’ορμίν, εγκατεστάθημεν κάτω από τα έλατα.

Η ορατότης από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ητο το σπήλαιον. Αλλά και πάλιν τα χωριά ήσαν αθέατα, απλώς μας προκάλεσεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι αντικρίζαμεν ζεύγος αγελάδων αι οποίαι αδέσποται έβοσκον εις το ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου.

Φαίνεται ότι με την φυγήν από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωρίον των δεν εγειτνίαζεν με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευράν όπου είχαμε καταφύγει ημείς, κατέφυγαν και εγκατεστάθηκαν εις την ίδιαν περιοχήν με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζη η ιδική μας ομάδα την ιδικήν των, ενώ αυτοί παρ ότι μας αντελήφθησαν δε μας έδωσαν σημεία παραμονής των.

Από το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίον ήτο τελείως απομονωμένον από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, διαφυγή δεν εγένετο και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν εις τας οικίας των και ηκολούθησαν την οδό της εξορίας.

Την επομένην 11/9/1921 κατά την μεσημβρίαν ήρχισεν η του τακτικού στρατού επίθεσις κατά της περιοχής του σπηλαίου με σαλπιγγας, μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Ηι επίθεσις επανελήφθη και την επομένην καλώς μελετημένη και εντός ολίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν εις την περιοχήν του σπηλαίου.

Oι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξηφανίσθησαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζι τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχεν κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.

Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσεν το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτα, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διοτι είπεν αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστιν, ούτε θεόν.

Με το σκότος που ήλθεν η επίθεσις ετερματίσθη και δεν επανελήφθη, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωρίων, ειδοποιηθέντες, ήρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν εις τα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ητο ορατόν από τον δρόμον, ο οποίος ήτο τελείως απέναντί μας και οδηγεί εις τα προς βορράν τουρκικά χωριά.

Και πάλιν διά τα χωριά μας τίποτε δεν εγνωριζαμεν, διότι από την θέσιν μας ως αναφέρω δεν ήσαν ορατά. Επίσης ήσαν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν δια λεηλασίαν, κυρίως δια το χωριόν Ζουρνατσαντων, διότι ο δρόμος τον οποίον ηκολούθουν ήτο επί της ίδιας πλαγιάς όπου ευρισκόμεθα ημείς και κάτωθεν αυτής και ως εκ της δασώδους περιοχής ήσαν αθέατοι. Εις τα καθ’ ημάς και πάλιν.

Δεν ξεύρω ποίες, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήσαν μαζί μας έφεραν μαζί τους ολίγον άλευρον και έναν χάλκινον σκεύος με βαθύ καπάκι,αυτά εστάθησαν σωτήρια δι’ολους,αλλά και μοιραία δια την έκβασιν της περιπέτειας μας.

Μερικοί άντρες εις μυστικάς συζητήσεις των ανεζήτουν τρόπον να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχεν και να απομακρυνθούν από την περιοχήν της Σαντάς, τα δε γυναικόπαιδα τους εγίνοντο βάρος δια την μετακίνησιν των. Εν τω μεταξύ ανέλαβον οι άντρες να κατεβούνε εις το βάθος του ρυακίου δια να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμεν και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφερον το υπόλοιπον προς διανομήν εις τα ανωθεν του ρυακίου αναμένοντα γυναικόπαιδα.

Και δια μεν τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετην των διάθεσιν των η ανοχή των ήτο υποχρεωτική, διότι αυτά είχον το ολίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους εγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι εφοβούντο μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εις τους διερχόμενους προς λεηλασίαν Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέραν του ή να το πάρει και να απομακρυνθή απο τους αλλους,ή να το πετάξει εις μιαν μικράν λίμνην που ολίγον παρακάτω εσχηματιζεν ρυάκιον.

Τοση δε επιμονή και αγρία ήτο η απαίτησις των,ώστε ηναγκάσθη μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει εις την μικράν λόμνην και να επανέλθη ικανοποιημένη, διότι εξησφάλισεν την ιδικήν της διάσωσιν και την ικανοποίησιν των αντρών ότι έτσι διέφυγον τον κίνδυνον να γίνουν αντιληπτοί.

Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπον όλους και θα έφευγον προς την περιοχή της Μονής αν εγνώριζαν τον δρόμον, τον οποίον εγώ τους είπα ότι εγνώριζον από την πρόσφατον η επίσκεψίν μου εις αυτήν την 15ην Αυγούστου.

Την τρίτην ημέραν της διαμονής μας την πρωϊαν της 13/9/1921 ως συνήθως κατήλθεν ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, εκ παιδικής περιεργείας, εις το βάθος του ρυακίου, άναψαν φωτιά και άρχισαν να παρασκευάζουν τον χυλόν.

Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος εξ Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς εκ Πινιατάντων, απεφάσισαν εως ότου ετοιμασθή ο χυλός,να φθάσουν διά μέσου του δάσους, εις την έναντι των επί της Δυτικής πλευράς χωρίων περιοχήν, διά να ιδουν τι γίνεται ,μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.

Δεν είχαμε απομακρυνθεί περί τα εκατό μέτρα από το σημείο όπου εψήνετο ο χυλός, οπότε φαίνεται ότι από την προηγούμενην ημέραν, Τούρκοι ένοπλοι αντελήφθησαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμεν, διά την παρασκευήν του χοιλού, βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακίου αρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έρριξαν και μια χειροβομβίδα, ως συνεπέρενα απο τον κρότον και με φωνές Κορκμαϊνούν( μη φοβάστε) τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν επί τόπου τον ένα μάλιστα άγνωστο διατί( ίσως τον παρομοίασαν με κάποιον γνωστό) δια σφαγής, όπως διαπίστωσαν την επόμενην οι υπεράνω καταφυφυγόντες κάτοικοι εκ Ζουρνατσάντων.

Κατά την επίθεση αυτήν τα γυναικόπαιδα που ευρίσκοντο κάπως μακριά από το ρυάκιον, και τα οποία δεν εγένοντο αντιληπτά από τους Τούρκους ετράπησαν προς βορράν και έπεσαν εις τον καταυλισμόν των εκ Ζουρνατσάντων και με την βοήθειαν αυτών αφού εξεκκενώθη η Σαντά από τον στρατόν και τους Τούρκους τσετέδες,τμηματικώς μετεφέρθησαν εις τα περί την Τραπεζούντα Ελληνικά χωριά και εκείθεν εις Τραπεζούντα.

Δύο εκ των γυναικών, η Γραμματικοπούλου Ελένη έκ Τερζάντων και η Ελένη Τεριά σύζυγος Χρυσάνθου εκ Πινιατάντων, φεύγουσαι πήραν κατεύθυνσιν προς την παραποτάμιον περιοχή, περιεπλανήθησαν εις τα περί το χωρίον Τερζάντων δάση, ετρέφοντο με λαχανίδας και πατάτας, τας οποίας επρομηθεύοντο την νύκτα από τους κήπους, μέχρι της 19/11/1921, οπότε τους συνάντησαν τυχαίως ένοπλοι Σανταίοι, με την βοήθειαν των οποίων έφτασαν εις Τραπεζούντα.

Ημείς οι τρείς ετραπημεν διά μέσου του δάσους προς Νότον, χωρίς να γινόμεθα αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυσιν των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχαεγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργειαν, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμον της φυγής μου και έτσι απεμακρυνθην από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα εις το άκρον του δάσους εις ξέφωτον και αι φωναί και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, εγύρισα να ιδώ που είναι οι άλλοι.

Αυτοί όμως εκρύφθησαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνοε τον οποίον ως παιδί δεν αντελαμβανόμην ,ήρχισα χαμηλοφώνως να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμμίαν απάντησιν δεν ελάμβανον, αν και ως εκ των υστέρων εξηκρίβωσα ενώ με άκουον δεν απαντούσαν, διότι εφοβούντο μήπως με συνέλαβον οι Τούρκοι και με υποχρέωσαν να τους φωνάξω δια να συλλάβουν και αυτούς.

Τέλος όταν απογοητεύθην και συγχρόνως με κατέλαβεν και ακατανίκητη νύστα και παρ’ ότι η περιοχή αυτή εφημίζετο δια την παρουσίαν λύκων, εδέθηκα με ένα σάλι που έφερα εις την πλάτην μου,εις τον κορμό ενός δέντρου, διά να μην κοιμισμένος όπως ήμουν κατρακυλίσω λόγω του κατωφερούς του τοπίου και ευρεθώ επάνω εις το μονοπάτι που υπήρχεν ολίγον κάτω της θέσης μου και πέσω εις τας χείρας διερχομένων Τούρκων, κατελήφθην υπο τον ύπνον δεν ξεύρω επι πόσην ωραν, οπότε εξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμνον τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενον άνθρωπον ή και ζώον, αμέσως αρχισα να τρέχω προς την κατευθυνσιν του θορύβου οποίος απεμακρύνετο, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλιν τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβον και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχνον να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξευρον ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, δια την καταφυγήν μας εις την περιοχήν της Μονής Σουμελά.

Δια τον λόγον αυτόν μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος βγήκαν από τον κρυψώνα τους και έψαχνον να με βρούμε και έτσι εγλύτωσα από βέβαιο θάνατο που θα με εύρισκεν από τους Τούρκους την επομένη.

Απο εκεί άρχισεν η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Εβαδιζαμεν και οι τρεις χέρι με χέρι δια να μην απομακρυνθώμεν ο ένας από τον άλλον, αν ευρισκόμεθα αποτόμως μπροστά σε κάποιον κίνδυνον, αλλά να τρέξωμεν και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνσιν. Έτσι εφτάσαμεν παραποταμίως εις το παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής όπου και πέρασαμε το ποτάμι.

Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή εγίνετο νύχτα. Εγώ μόλις πέρασαμε το ποτάμι, επειδή τα εφθαρμένα υποδήματα μου εγλυστρούσαν όπως ήσαν βρεγμένα, εις την τελειως ανηφορικήν περιοχήν την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος.Τότε αντικρύσαμε τον τραγικόν Πανόραμα όλων των αμφιθετρικώς κειμένων σπιτιών των χωρίων Κοσλαράντων,Τερζάντων,Πινιατάντων,Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίωνται και ταπαράθυρα να φαίνωνται ως πανηγυρικώς φωτισμένα και τούτο διότι ως εκ της αθροίσεως των ξηρών εις τους αχυρώναν,η πυρκαϊα αυτών ή απο τον τουρκικό στρατό ή από τους περιοικους προς λεηλασίαν αθροισθέντας Τούρκους ητο ευκολωτάτη.

Από το απέναντι μας χωρίο Ζουρνατσάντων ηκούοντο Τουρκικαί φωναί, ίσως από αυτούς που διανυκτέρευσαν εκεί διά να συνεχίσουν την λεηλασίαν των , ή από την χαράν , ή τον φόβον των μήπως επιστρέψουν ένοπλοι από τους διασκορπισθέντες εις τα δάση Σανταίους και διότι ο τουρκικός στρατός με τους κατοίκους εγκατέλειψαν τη Σαντά και κατευθύνθησαν προς την Αργυρούπολη και απόλυτον ασφάλειαν δεν ησθάνοντο.

Επειδή το χωρίον Πιστοφάντων και πάλιν ήτο αθέατον από την θέση μας, επλησιάσαμεν,δια να ειδωμεν τι γίνεται εκεί με τους με τους συγκεντρωθέντας κατοίκους και μόλις διεπιστώσαμεν ότι και αυτό είχεν την ίδιαν τύχην με τα άλλα χωριά και εκαίετο,δεν μας έμενεν πλέον καμμία σανίς σωτηρίας παρα ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.

Ανηφορίζοντες από την θέσιν Κατσιά εφθάσαμεν μακράν των χωρίων εις την κορυφογραμμήν της δυτικής οροσειράς Καζουκλή. Ο καιρός ήταν διαυγής, Πανσέληνος εφώτιζε τα πάντα και ο ολόκληρος η περιοχή ως εκ της εποχής ήτο κεκαλυμμένη από πάχνην, η οποία με προκάλεσαν την επομένην ένα είδος ελαφρού κρυοπαγήματος, εις τα πέλματα αμφοτέρων των ποδιών μου.

Από του Καζουκλή επειδή χαραγμένος δρόμος δεν υπήρχε και η συχνή ομίχλη εγίνετο πολλές φορέςη αιτία να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, δι αυτό από εκεί μέχρι του πρώτου παρχαριου Κοβλακά, υπήρχον τοποθετημένες μεγάλες πέτρες εις κανονικήν απόστασιν η μια απο την αλλην, που έδειχναν την σωστήν πορείαν.

Τις πέτρες αυτές ετοποθέτησεν ο εκ Πινιατάντων Κωφίδης και ήσαν γνωστές ως ως τα σύνορα τη Κωφίδη. Αυτές ακολουθήσαμεν και ασφαλώς απεμακρύνθημεν από την περιοχή της Σαντάς.Απο του Κοβλακά εφθάσαμεν εις άλλο παρχάρι,που νομίζω οτι ελέγετο το Μονενέν.

Το παρχάρι αυτό παρ’ ότι απείχε πολύ από τη Λιβεράν είχεν χορηγηθή εις αυτήν διά σουλτανικού φιρμανίου, με την μεσολάβησιν της Ελληνίδας συζύγου ενός σουλτάνου, της Μαρίας της Λιβεραίας, γνωστή ως Γκιούλ Μπαχάρ( εαρινού ρόδου).

Η πορεία μας ήτο εύκολη ως εκ της πανσελήνου, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διεσχίζετο από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχήν εκείνην διεκινούντομπρος χαμηλότερα και πλέον υπήνεμα μέρη.

Καθ’όλην αυτήν την πορεία μας ηκούσθησαν μόνο πέντε διαδοχικοί πυροβολισμοί, άγνωστον από ποίαν περιοχήν και που μετέβαλον την πορείαν μας σε αγώνα δρόμου. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχομεν περίπου ήμισυ τις ώρας δρόμον και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπησαμε την πόρτα της Μονής.

Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εξετέλη χρέη θυρωρού γνωστός του πατρός μου ο οποίος εφημέρευεν τον καιρόν εκείνον εις το εν τραπεζούντι Μετόχιον της Μονής, μας άνοιξεν και μας είπεν ότι το μοναστήρι είχε καταληφθεί από το στρατό που ήλθεν από την Σαντά ( βεβαίως αυτό δεν ήτο αληθές, εγένετο δε μονον από φόβον μήπως έφθαναν και άλλοι φυγάδες μετά την καταστροφήν της Σαντάς την οποίαν επληροφορήθησαν) και μας εφοδίασεν με ένα καρβέλι και ολίγοις ελιές, και μας συνεβούλευσεν να απομακρυνώμεν της περιοχής, πράγμα που εξετελέσαμεν αμέσως.

Μετά την απομάκρυνση μας από τη μονή περί τα 200 μέτρα και εξαπλώσαμεν εις ένα ευήλιον μέρος διά να αναπαυθώμεν. Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω, διότι είχον πρισθή τα πέλματα των ποδιών μου και όταν εδοκίμαζα να βαδίσω είχαν την εντύπωσιν ότι πατούσα επάνω σε καρφιά.

Δεν πέρασε παρά ολίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ηκούσθησαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και εφάνησαν κάπου δέκα άντδρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγον και αυτοί προς την περιοχή της μονής.

Και αυτοί ως ήτο επόμενον Πήραν από τον εκτελούντα χρέη θυρωρού μοναχόν την ίδια απάντησιν. Μετά την πληροφορία που έλαβον ότι ήτο αδύνατος η παραμονή τους, διότι το μοναστήρι εφιλοξένει το Χιουτεούμ-Ταμπουρί, απεφάσισαν να επιστρέψουν και πάλι στη Σαντά.

Μετ αυτών επέστρεψαν και οι Γιαμάκ Χαράλαμπος και Τεριάς Χρύσανθος, οι οποίοι αντάμωσαν εις τα δάση τους διαφυγόντας ένοπλους Σανταίους και με τη βοήθεια αυτών τμηματικώς έφτασαν τις Τραπεζούντα.

Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα περί την Μονήν. Μαζί μου παρεμεινεν και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος δια να μη μείνω μόνος. Από εκεί εγώ σερνόμενος πότε επί της λεκάνης και πότε φορτωμένο στην πλάτη Λαζαρίδη εφτασαμεν κατά μήκος της χαράδρας της Μονής, εις το Ελληνικόν χωρίον Σκαλίτα και εζητήσαμνε φιλοξενίαν από το Μετόχιον του Αγίου Κωσταντίνου το οποίον εξεμεταλεύετο με την οικογένειά τηςχήρας αδελφής του, ο ιερομόναχος Δοσίθεος, η οποία και μας εδόθη προθύμως.

Μετά παραμονή μας μιας εβδομάδας αντελήφθημεν ότι η παραμονή μας κατέστη κάπως βαρετή εις τους φιλοξενουντας μας και επειδή τα πόδια μου δεν μεενοχλούσαν πλέον, απεφασίσαμεν να αναχωρήσωμεν δια Λιβεράν. Διανυκτέρευσαμεν την νύκταν εις έναν αχερώνα του ελληνικού χωριού Αγουρζεμών, και την επομένην εφθασαμεν εις Λιβερά όπου εφιλοξενήθημεν εις οικίαν εκ Σαντάς γραμματέως της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως Ζαχαρία Γιαμάκ.

Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα, όπου επεκράτη ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν ήρχισεν ακόμα και όπου διεμενεν μονίμως ο πατήρ Αγαθάγγελος, μετά του μικρότερου αδελφού Ευσταθίου, γιατρού τώρα μονίμως διαμένοντος της Γαλλίας.

Έτσι έληξεν η εικοαήμερος περίπου περιπέτεια μου.

Ανδρέας Σπυράντης
(Ιατρός) 1990


fdathanasiou.wordpress.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

5
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: ΠΩΣ Η DEUTSCHE BANK ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ!




Στο «άδυτα» της γερμανικής πολιτικής των αρχών του 20ου αιώνα, που κατέληξε στην εθνική τραγωδία!

του Σταύρου Παπαντωνίου


Σπάνια παρασκήνια από την εποχή της γενοκτονίας των Ποντίων και ό,τι προηγήθηκε ιστορικά φέρνουν σήμερα στο φως τα "Παραπολιτικά". Τα τέλη του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου, ήταν μια περίοδος όπου Γερμανία και Τουρκία , είχαν έρθει πολύ κοντά, με τους Γερμανούς και τον τότε «Κάιζερ» Γουλιέλμο τον Β' , να επιδιώκει και τελικά να πετυχαίνει την διείσδυση στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Τουρκίας.
Οι συγκρίσεις με το σήμερα είναι αναπόφευκτες καθώς το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις των δύο χωρών γνωρίζουν ξανά άνθιση , με την Μέρκελ να δείχνει πως θέλει να αντιγράψει το στρατηγικό μοντέλο του προκατόχου της, με το οποίο η Γερμανία βρήκε πάτημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σε έναν ζωτικό γεωστρατηγικό χώρο, όπως είναι αυτός της Μεσογείου, αλλάζοντας άρδην τις ισορροπίες στην περιοχή.

Μια πρώτη γεύση των γερμανικών προθέσεων φάνηκε με την επίσκεψη της Μέρκελ τον Μάρτιο που μας πέρασε στην Άγκυρα, όπου η γερμανίδα πολιτικός «έκλεισε» το μάτι στην Τουρκία, κάνοντας λόγο για την ευρωπαική προοτπική της χώρας.

Η προσέγγιση Γερμανίας-Τουρκίας

Η επίσκεψη αυτή δεν ήταν το μόνο δείγμα , που προδίδει τα γερμανικά σχέδια. Λίγο νωρίτερα ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκίντο Βεστερβέλε σε συνάντηση που είχε με τον τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου δήλωνε με νόημα : «Η Τουρκία μπορεί κάλλιστα να αναλάβει έναν ρόλο που θα αποτελεί γέφυρα για την Ανατολή και τη Δύση", αδειάζοντας ουσιαστικά την Ελλάδα, ενώ την ίδια περίοδο ο γερμανικός τύπος χαρακτήριζε τον Ερντογάν χαρισματικό ηγέτη» και την Τουρκία «ανερχόμενη δύναμη του Βοσπόρου».

Η έρευνα από ιστορικές πηγές της εποχής είναι αποκαλυπτική και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αναπόφευκτες συγκρίσεις. Τον περασμένο Απρίλιο εξάλλου, μετά την επίσκεψη της Μέρκελ στην Τουρκία, οι δύο χώρες, έκαναν συμφωνία συμπαραγωγής τεθωρακισμένων Leopard με τη συμμετοχή τούρκων μηχανικών. Είχαν προηγηθεί μεγάλες γερμανικές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική, κάτι που είχε αποκαλύψει και ο Ρέσλερ στα πλαίσια του γερμανοτουρκικού φόρουμ για την ένεργεια τον Απρίλιο που μας πέρασε. «Διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τεράστιες προοπτικές στην Τουρκία, ειδικά στον ενεργειακό τομέα».

Οι Βαθιές ρίζες της γερμανοτουρκικής φιλίας

Η προσπάθεια διείσδυσης της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Τουρκίας ξεκίνησε ήδη από το 1867, όταν ιδρύεται στην Τουρκία σχολή διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας. Αργότερα κυκλοφορεί στη Γερμανία βιβλίο - οδηγός «Η Μικρά Ασία πεδίο γερμανικού εποικισμού». Ο τότε «Κάιζερ», όπως έμεινε στην ιστορία, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη και έχει θερμή συνάντηση με τον Σουλτάνο τον οποίο χαρακτηρίζει ως «φίλο», ενώ μοιράζει εκατοντάδες παράσημα στους τούρκους αξιωματούχου. Η στρατηγική της Γερμανίας αρχίζει και ξεδιπλώνεται σε οικονομικό επίπεδο, αρχής γενομένης από την μεγάλη δύναμη της εποχής, τους σιδηρόδρομους. Τα μεγάλα deal αρχίζουν, με την Τουρκία να αρχίζει να μεταβάλλεται σε γερμανικό προτεκτοράτο.

Οι Γερμανοί πολύ σύντομα θα ελέγχουν πλέον όλο σχεδόν το σιδηροδρομικό δίκτυο.Σε βιβλίο της εποχής, γερμανού περιηγητή διατυπώνεται με σαφήνεια η άποψη πως «Η Τουρκία θα ζήσει διά της Γερμανίας». Όλα αυτά περιγράφονται αναλυτικά στο από τον Μιχαήλ Ροδά, διευθυντή τότε του γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας της Σμύρνης, που έζησε όλα τα γεγονότα και γράφει χαρακτηριστικά για την συνάντηση του Κάιζερ με τον Σουλτάνο και σημειώνει με νόημα πως «κολακεύτηκε υπερβολικά από την φιλία του Γερμανού».

Το τραπεζικό deal και η ίδρυση της Deutsche Bank

Οι Γερμανοί δεν σταμάτησαν στους σιδηρόδρομους. Θέλοντας να «μπουν» στο τραπεζοπιστωτικό σύστημα της περιοχής κάνουν τις απαραίτητες κινήσεις.Το 1904 φτάνει στην Ελλάδα εκπρόσωπος της Εθνικής Τράπεζας της Γερμανίας και πείθει τον τότε διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Στέφανο Στρέιτ να ιδρύσουν από κοινού, την Τράπεζα της Ανατολής. Βασικός όρος της συμφωνίας, η πλειοψηφία στο Συμβούλιο θα ήταν ελληνική. Η συμφωνία υλοποιήθηκε και η πρωτοφανής ανάπτυξη της τράπεζας , αφού το ελληνικό εμπόριο ήκμαζε, οδηγεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Εκεί οι Γερμανοί φαίνεται πως βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και αθέτησαν την αρχική συμφωνία ζητώντας την πλειοψηφία στο συμβούλιο. Η ρήξη ήλθε , κάτι που δεν φαίνεται να πείραξε ιδιαίτερα τον «μεγάλο» Κάιζερ , που ήδη είχε μπει στο παιχνίδι της περιοχής και ήλεγχε το τραπεζικό σύστημα της Αιγύπτου και όλης της Τουρκίας. Η ίδρυση της «νέας» τράπεζας ήταν γεγονός, αφού τότε γεννήθηκε η περίφημη Deutsche Bank, με τα αρχικά ελληνικά αρχικά κεφάλαια, η οποία ανοίγει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα 200 (!) υποκαταστήματα και αρχίζει να προσφέρει άφθονο χρήμα για επενδύσεις στην Τουρκία. Παράλληλα σε όλη την Τουρκία γίνεται μποικατάζ στα ελληνικά προίόντα και το ελληνικό εμπόριο που γνώριζε άνθιση διώκεται.

Την γενοκτονία των Ποντίων την χρηματοδότησε η Deutsche Bank

Η πολιτική αυτή που εφαρμόστηκε από την συνεργασία Γερμανίας και Τουρκίας, κατέληξε σε μια εθνική τραγωδία, Την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από το κίνημα των νεοτούρκων. Η βοήθεια της Γερμανίας στους νεότουρκους ήταν σε όλα τα επίπεδα, όπως αποκαλύπτουν οι πηγές της εποχής.Χαρακτηριστικό είναι πως οι γερμανικές ακτοπλοικές εταιρείες είχαν βγάλει ανακοίνωση πως τα μέλη των νεοτούρκων μπορούν να ταξιδεύουν δωρεάν με την γερμανική σημαία. Οι ιστορικές πήγες γράφουν χαρακητριστικά «η Deutsche Bank παρέχει άφθονα κεφάλαια στο κίνημα των Νεοτούρκων. Ο Γερμανισμός τους παρέχει όλα τα μέσα , αφού η Πανισλαμική πολιιτκή είναι τέκνο της Παγγερμανικής» . Ο Μιχαήλ Ροδάς, αναφέρει γλαφυρά πως όσα έγιναν και κατέληξαν σε αυτή την τραγωδία του ελληνισμού «γίνονταν χωρίς θόρυβο, με πρόγραμμα, με σύστημα και αφάνταστη υπομονή», τα διαχρονικά δηλαδή χαρακτηριστικά της πολιτικής των Γερμανών.



Πηγή

http://www.parapolitika.gr/
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

6
ο κ. Μπουτάρης δεν κατέθεσε στεφάνι τον πήρε ο ύπνος το ρεζίλι.

Ο Μπουτάρης σνόμπαρε την εκδήλωση της Ποντιακής Γενοκτονίας!
- Μάταια τον αναζητούσαν για να καταθέσει στεφάνι!
- Δεν... "τίμησε" με την παρουσία του την Δοξολογία!
- Αργότερα είπε ότι πήγε καθυστερημένος επειδή κοιμόταν!

Γειά σου Θεσσαλονίκη! Να χαίρεσαι με τον πρώτο πολίτη σου!

Πηγη http://taxalia.blogspot.com/2013/05/blo ... .html#more
Νήφε και μέμνησα απιστήν\n(Να παραμένεις νηφάλιος\nκαι να θυμάσαι να δυσπιστείς)…\nκαι ιδίως απέναντι σε όσους σε θέλουν\nεφησυχασμνο\nΕπίμαχος φιλόσοφος από την Κω

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

7
Αντάρτικο του Πόντου – Γενοκτονία Ποντίων
Εικόνα

Να μου στεγνώσει ο λαιμός εάν ξεχάσω την πατρίδα μου


Ο Πόντος στην Ελληνική μυθολογία ήταν υιός της Γαίας θεός της θάλασσας. Ανήκε στους Πρωτόγενους και υπήρξε πατέρας των περισσοτέρων θαλάσσιων θεοτήτων συμπεριλαμβανομένων του Νηρέα, του Φόρκεως και της Κητούς. Αργότερα στην κλασσική αρχαιότητα επισκιάστηκε από άλλες θεότητες όπως ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη. (Ησίοδος “Θεογονία” – Εύμελος ο Κορίνθιος “Τιτανομαχία” – Απολλόδωρος “Βιβλιοθήκη”).

________________________________________________________

“Εδώ ακόμα δρουν Πόντιοι αυτονομιστές πού θέλουν να μας πάρουν τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και να αναστήσουν το αρχαίο κράτος του Πόντου, το οποίο πέθανε πριν από 600 χρόνια.“

Καμπίτ Καμίν Μπέης, Διοικητής 3ης Μεραρχίας

Το υπερήφανο πνεύμα των Ποντίων και η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση ενός ηρωικού έπους το οποίο διήρκεσε από το 1914 μέχρι το 1923. Στην δεκαετή αυτή περίοδο 25.000 περίπου Πόντιοι αντάρτες σκαρφάλωσαν στις απόρθητες κορυφές των βουνοκορφών του Πόντου για να επιβιώσουν από το πρόγραμμα της γενοκτονίας πού είχαν σχεδιάσει αρχικά οι νεότουρκοι Τζεμάλ, Εβρέν και Ταλαάτ και στη συνέχεια ο Κεμάλ Ατατούρκ με τον Ισμετ Ινονού.

Εικόνα
Δημοσθένης Κελεκίδης

Ο Δημοσθένης Κελεκίδης καταγόταν από την Αμισό (Σαμψούντα) και από τα δεκαεπτά του χρόνια έζησε τις θηριωδίες των Τούρκων στον Πόντο. Ανέβηκε στα βουνά, πολέμησε, υπέφερε, έσωσε γυναικόπαιδα από βέβαιο θάνατο και κατάφερε να επιζήσει. Κατέγραψε τις προσωπικές του μαρτυρίες στο βιβλίο του “Τό Αντάρτικο του Πόντου“, όπου περιγράφει την υπέροχη ζωή πού έζησε στα παιδικά του χρόνια στα εύφορα εδάφη του Πόντου και τό παράπονο του για την μετέπειτα εξόντωση όλων των συγγενών του και φίλων καθώς και για τήν ολοσχερή καταστροφή των σπιτιών και των χωραφιών τους.

Εικόνα
Ποντιακή ομάδα ποδοσφαίρου Ανατολίας

«Τα ελληνικά χωριά συνήθως ήταν ξεχωριστά από τα τούρκικα. Σε όλη την περιφέρεια Πάφρα, Αλάτσα και Αμισό αριθμούσαν γύρω στα 1000 – 1200 χωριά. Ήταν χωριά πλούσια με πολλά στρέμματα γής, με μεγάλη κτηνοτροφία, με χιλιάδες καρποφόρα δέντρα. Ο πληθυσμός ήταν γύρω στις 400 – 500 χιλιάδες, από αυτούς ζήτημα αν έχουν διασωθεί 90 – 100 χιλιάδες. Όλα αυτά είχαν γίνει σταχτή, τα κάψαν οι Τούρκοι. Εμείς πού είχαμε μείνει ήμασταν γύρω στα 10.000 τουφέκια και είχαμε αποφασίσει πια να πεθάνουμε πολεμώντας. Κατορθώσαμε και επιβιώσαμε το 10% από όσους τραβηχτήκαμε στα βουνά………..οι άλλοι χάθηκαν…

Ένας Τούρκος στρατιώτης έριχνε χίλιες σφαίρες και δεν μπορούσε να σκοτώσει ούτε ένα αντάρτη, αντίθετα ο αντάρτης άμα έριχνε μια σφαίρα έπρεπε να σκοτώσει έναν Τούρκο, γι’ αυτό πάντα οι Τούρκοι ήταν σε μειονεκτική θέση. Επί πέντε έξι μέρες κάναμε ελιγμούς, μια ήμασταν μπροστά τους, μια στα πλευρά τους και μια από πίσω τους. Κι έτσι μέσα στα δάση τούς εξαντλούσαμε. Εμείς ήμασταν εμπειροπόλεμοι, μαθημένοι στις κακουχίες, γνωρίζαμε τα εδάφη, όλα τα μονοπάτια τα γνωρίζαμε και κάναμε ελιγμούς αστραπιαία…

Ο τουρκικός στρατός έκαιγε χωριά και για να δοκιμάζουν πραγματική χαρά μάζευαν γυναικόπαιδα και άντρες, τούς βάζανε μέσα στις εκκλησιές και στα σχολεία και τούς έκαιγαν ζωντανούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι κατόρθωσαν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου. Τριακόσια πενήντα με τετρακόσια χωριά πού κάποτε άνθιζαν, πού οι κάτοικοί τους ευημερούσαν και είχαν την αγάπην προς τον Θεόν, προς τη δουλειά και προς τον πλησίον, έφταναν να είναι ακόλαστοι, γιατί δεν είχαν πού την κεφαλήν κλείναι.

Όσοι κατόρθωναν, από γυναίκες και παιδία και είχαν την δύναμη και το σθένος να συμμερισθούν τον αγώνα των αντρών τους, πήγαιναν μαζί τους. Και έτσι αρχίνησε ο κάθε καπετάνιος να σκέπτεται όχι μόνο τα παλληκάρια του, αλλά και τα παιδιά και τις γυναίκες. Αυτός πλέον ήταν ο νοικοκύρης για τα τριακόσια άτομα πού ήταν στα χέρια του.»

Η μεγάλη τραγωδία ήταν ότι οι αντάρτες έπρεπε να υπερασπίζονται γέρους και γυναικόπαιδα πού τούς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η έλλειψη τροφής, το κρύο, οι αρρώστιες και η κούραση γίνονται δυσβάστακτα όταν πρέπει να φροντίσεις ανυπεράσπιστους ανθρώπους.

«Μέσα στην πολιτεία η φυλή μας περνούσε την πιο δεινή εποχή. Στέλνανε τούς Ρωμιούς στα μπουντρούμια, στις φυλακές. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού και του βουνού, χωρίς να φταίνε σε τίποτα, ζούσαν πίσω από της φυλακής τα σίδερα. Και το χειρότερο: είχαν στήσει κρεμάλες στο μεϊντάνι πού ήταν το ρολόι της πλατείας της Αμισού, γύρω γύρω, και κάθε βράδυ κρεμνούσαν πενήντα! Τα ξύλα ήταν καρφωμένα και τα μετρούσα, ήμουνα παιδί 14 χρονών. Ήταν πενήντα κρεμάλες. Κρεμούσαν και γυναίκες αλλά πιο πολύ άντρες, ανθρώπους αγαθούς, δίκαιους, με την παραμικρή αφορμή…

Εικόνα
Πόντιοι πολεμιστές

Μετρούσα και αναπολούσα στη φαντασία μου όλο αυτό το δράμα. Έλεγα να κλέψω μαζί με τούς φίλους της ηλικίας μου ή να πάω στη Ρωσία. Από την άλλη μεριά έλεγα: Πού είναι η Ελλάδα; Γιατί στο σχολείο όλο ακούμε εξυμνήσεις, εξυμνήσεις; Πού είναι οι ήρωες, δεν τα ξέρουν αυτά; Νόμιζα, ότι ήταν αθάνατοι από όσα μάς μάθαιναν οι γιαγιάδες μας. Πελοπίδας… Μολών Λαβέ… Από την άλλη μεριά έλεγα: αυτοί οι Πρόξενοι, πού αντιπροσωπεύουν τα χριστιανικά κράτη, δεν βλέπουν αυτή την κατάσταση;


Ενώ γινόταν αυτά, ο μάστοράς μου, με πήρε και πήγαμε σ’ ένα εργοστάσιο, πού εργάζονταν 3 – 4 Αρμένιοι και 3 Έλληνες. Το εργοστάσιο όμως ήταν ελληνικό και οι Αρμένιοι απουσίαζαν. Τότε μάθαμε ότι έγινε η σφαγή των Αρμενίων! Τούς σκότωσαν με μαχαίρια, με τουφέκια, έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Τούς πήγαιναν με τις βάρκες βαθειά στη θάλασσα, τούς έβαζαν πέτρες στο λαιμό και τούς έπνιγαν. Τούς έσφαζαν στο βουνό και τούς λεηλατούσαν τα σπίτια. Πολλούς από αυτούς με τη μεσολάβηση του Δεσπότη και με τη βοήθεια Ελλήνων της Αμισού, κατόρθωσαν να τούς γλυτώσουν.»

Οι Πόντιοι ζούσαν με την ελπίδα ότι όλα θα γίνονταν όπως πριν. Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου ήλπιζαν στην προστασία των χριστιανικών κρατών κυρίως της Αγγλίας και της Αμερικής. Πολλές φορές έφθαναν κολυμπώντας στα αμερικάνικα πολεμικά.

Αργότερα η ελπίδα μετατέθηκε στη Ρωσία. Τα τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν τον ανατολικό Πόντο δίνοντας ανάσα ζωής στους Αρμενίους και στους Έλληνες, ενώ προμήθευαν με όπλα τούς αντάρτες. Πολλοί Πόντιοι ταξίδευαν στα μανιασμένα νερά της Μαύρης θάλασσας (KaraDeniz) γιά να προμηθευτούν όπλα για το αντάρτικο ή ακόμα για να παραμείνουν στη Ρωσία. Την περίοδο της ρωσικής κατοχής του Ανατολικού Πόντου αγγίξαμε το όνειρο της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Βαλής της Τραπεζούντας, παρέδωσε την εξουσία, όχι στους Ρώσους, αλλά στον μητροπολίτη Χρύσανθο λέγοντας του ότι “Από Έλληνες παραλάβαμε την Τραπεζούντα, και σε Έλληνες την παραδίδουμε“.

(Για τον Μητροπολίτη Χρύσανθο δείτε εδω)

Αλλά εκείνη η επανάσταση των μπολσεβίκων σήμανε την καταδίκη της ανεξαρτησίας του Πόντου. Ο Λένιν παίρνοντας την εξουσία απέσυρε τα ρωσικά στρατεύματα από τον ανατολικό Πόντο, στράφηκε κατά των Ελλήνων και υποστήριξε με όλα τα μέσα τον Κεμάλ. Οι κομμουνιστές παρέδιδαν πλέον όσους Ποντίους ζητούσαν βοήθεια στους Τούρκους και οι Πόντιοι έχασαν κάθε υλική βοήθεια πού τούς παρείχε παλαιότερα το τσαρικό καθεστώς. Νέα απόγνωση!

«Από την απέναντι πλευρά του δρόμου έρχονταν πλήθος ανθρώπων. Κακοντυμένοι με κίτρινα κουρέλια. Ήταν ρακένδυτοι, εξαντλημένοι και έμοιαζαν με πτώματα. Οι γυναίκες και τα παιδιά περπατούσαν ξυπόλητοι. Το πλήθος μόλις είδε ότι το στρατιωτικό μας απόσπασμα δεν ήταν τουρκικό, άρχισε να κλαίει πιο δυνατά και να εκλιπαρεί για βοήθεια. Η σιωπή της σοβιετικής αποστολής θα καταχωρηθεί σίγουρα στο ιστορικό μητρώο ως ένοχη σιωπή.»

Από τις σημειώσεις του σοβιετικού στρατηγού Φρούντζε.

Τότε η ελπίδα μετατέθηκε στον ελληνικό στρατό πού προχωρούσε ελευθερωτής στα χώματα της Μικράς Ασίας. Κατ’ εμέ ο Βενιζέλος δεν βοήθησε καθόλου τούς Ποντίους στο δράμα που περνούσαν, ιδιαίτερα το 1919 πού ο ελληνικός στρατός ήταν πανίσχυρος. Ο Βενιζέλος, θα μπορούσε να βοηθήσει αν όχι σε άντρες, τουλάχιστον σε χρυσό και πολεμοφόδια. Όλες οι εκθέσεις από τον έφεδρο υπολοχαγό Χρυσόστομο Καραΐσκο, πού εστάλησαν στην κυβέρνηση των Αθηνών έπεσαν στο κενό. Οι Πόντιοι αφέθηκαν πάλι στη μοίρα τους και όταν συνετρίβη ο ελληνικός στρατός, οι αντάρτες του Πόντου ήρθαν σε νέα απόγνωση. Αλλά ποτέ δεν παράτησαν τα όπλα. Συνέχισαν να πολεμούν μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Εικόνα
Αντισυνταγματάρχης Τουρκικής πολιτοφυλακής Topal_Osman

Βγαίνοντας από την Αμισό, οι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν ήθελαν να μας δώσουν ένα γερό μάθημα. Ο Τοπάλ Οσμάν, ήθελε να κάνει ένα περίπατο μέχρι τα βουνά μας, γιατί σαν έναν περίπατο λογάριαζε την σύγκρουση μαζί μας, σε τέτοιο βαθμό δεν μάς έδινε σημασία. Οι άνθρωποι του Οσμάν ενώ ζύγωναν στα δάση μας κρατούσαν τα τουφέκια τους σαν γκλίτσες. Νόμιζαν ότι θα αντιμετωπίσουν γυναικόπαιδα. Με τη μακροχρόνια πείρα μας, με τις ματιές πού τούς ρίχναμε μέσα από τις φυλλωσιές, ζυγίζαμε την πολεμική τους ικανότητα….

Ρίχναμε αραιά αραιά και νόμιζαν πώς ήμασταν λίγοι. Κάναμε το “Δ” πού ήταν σαν μια φάκα. Εν τω μεταξύ συγκεντρώσαμε από παντού 2.000 τουφέκια, ως και από το Καράπερτσιν είχαμε ενισχύσεις. Δεν γλύτωσαν γιατί ήταν βουνά, δάση και τα αειθαλή εκείνα δέντρα πού ήταν αδύνατο να γλυτώσει κανείς. Αυτά τα υπολείμματα τού Τοπάλ Οσμάν έτσι εξοντώθηκαν. Είχανε κάνει όμως πάρα πολλά. Βάζαν τούς Χριστιανούς μέσα στις εκκλησιές και μέσα στα σχολειά και τούς καίανε ζωντανούς.»

Οι σπουδαιότεροι αρχηγοί αντάρτικων ομάδων του Πόντου ήταν οι: Βασίλ Αγάς, Αντώνιος Χατζηελευθερίου (Αντόν πασάς) με τη γυναίκα του Πελαγία, Παπαδόπουλος Αναστάσιος ή Κοτσά Αναστάς (ο Κολοκοτρώνης του Πόντου), Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ Αγάς), Ιπποκράτης Δεδέογλου, Νικούν Αναστας, Ταστσόγλου Σάββας, Ασλανίδης Σάββας, Μεγαλομύσταξ Γεώργιος, Τσακίρ Αγάς, Καρά Ηλίας, Αλέκος Τερλόγλου, Νικόλας, Παπαδόπουλος Σωκράτης, Αντόν, Καλλίνικος, καπεταν Ευκλείδης Κουρτίδης, Χαράλαμπος Λαζαρίδης, Ταγκάλ Γιώργης Παπάζογλου, Αντίκ Γιώργης, Ατές Κωνσταντίν, Αράπογλου Αναστασιος, Μιχάλ Αγάς, Ιωαννίδης Ευάγγελος (Ελβάν Μπέης), Γουτζόγλου Μιχαήλ, Σταυρίδης Συμεών, Κυριλίδης Λάζαρος (Λαζάραγας), Καρυπίδης Ευσταθιος, Αμοιράς Χαράλαμπος (Κούρτος), καπεταν Ισαάκ Αγά, Λεφτέρ Χοτζά, Μελίκ Αγάς, Τσαουσίδης Παύλος (Παυλή Αγάς), Σαββίδης Περικλής, κ.ά.

«… Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωναν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.

“Υπάρχει και άλλη λύση”, φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. “Θα παραδώσουμε τα πτώματα μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα.”

Κοιτάζονται τα παλληκάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη. “Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς κι εσύ”.

Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. “Για την πίστη και την πατρίδα μας”, φωνάζει ο καπετάνιος. Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής πέφτει. Ύστερα κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά. Τα κοιτάζει στα μάτια και τούς ρίχνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ρίχνει συνέχεια. Και όταν οι Τούρκοι μπαίνουν στην σπηλιά κοιτάζει κατάματα την κάννη του περιστρόφου και πυροβολεί…»
Εικόνα
Αχιλλέας Ανθεμίδης – Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-1924



Στα βουνά της Πάφρας έδρασε ο οπλαρχηγός Αντόν Πασάς με την σύντροφό του Πελαγία. Ήταν και οι δύο άριστοι σκοπευτές και ατρόμητοι πολεμιστές. Τα κατορθώματα τους τραγουδήθηκαν σε ολόκληρο τον Πόντο. Τα αντάρτικα τραγούδια ήταν συνήθως στην τούρκικη, γιατί και οι Πόντιοι της περιοχής όπου έδρασε το αντάρτικο, ήταν τουρκόφωνοι. Η Ορθοδοξία μας όμως ήταν αυτή πού κράτησε άσβεστη την εθνική τους συνείδηση και πολέμησαν σαν λιοντάρια τούς βάρβαρους μουσουλμάνους κατακτητές.

Ο Αντόν πασά με τη φήμη του αήττητου, το 1916 ανακηρύχθηκε στην Τραπεζούντα Γενικός Αρχηγός των Ανταρτικών Ομάδων του Δυτικού Πόντου. Οι τσαρικοί της Ρωσίας τον προμήθευαν όπλα και συχνά πυκνά κατέβαινε στις παραλίες για να τα παραλάβει. Το 1917 με 400 αντάρτες περικύκλωσε την κωμόπολη Τσιντίκ και απείλησε το νομάρχη Αμάσειας με άμεση πυρπόληση της πόλης, προκειμένου να απελευθερώσει τη γυναίκα του Πελαγία, κάτι πού επετεύχθη. Στη μάχη του Παλίκ Κιολί ταπείνωσε ολόκληρα συντάγματα του τουρκικού στρατού. Η πιο σκληρή μάχη του Αντόν πασά δόθηκε όταν οι τούρκικες αρχές βάζοντας πείσμα να τον εξοντώσουν, αποφάσισαν να τον χτυπήσουν μέσα στο ίδιο του το λημέρι. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη τώρα, γιατί οι Τούρκοι χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές κι ο Αντόν πασάς έβλεπε ότι είναι κυκλωμένος. Η μάχη κράτησε πολλές μέρες και στο τέλος οι Τούρκοι μη μπορώντας ν’ αντέξουν περισσότερο στην ορμή των παλληκαριών του Αντόν πασά, τα παράτησαν και έφυγαν ντροπιασμένοι, δίνοντας του μια ακόμα μεγάλη νίκη.

Οι Τούρκοι όταν δεν τα καταφέρνουν με τα όπλα καταφεύγουν στην μπαμπεσιά. Μέσω του Δεσπότη Γερμανού Καραβαγγέλη του πρότειναν αμνηστία και παράδοση. Ο Αντόν πασάς πού γνώριζε από τουρκική μπέσα, αρνήθηκε την αμνηστία με αποτέλεσμα να επικηρυχθεί με το ποσό των 50.000 χρυσών λιρών. Το αποτέλεσμα το έχουμε ζήσει άπειρες φορές στην ελληνική ιστορία. Προδότες, έπειτα από ενέδρα, σκότωσαν τον ήρωα οπλαρχηγό, έκοψαν το κεφάλι του και το παρέδωσαν στους Τούρκους οι οποίοι ουδέποτε τούς έδωσαν την αμοιβή.

Το 1921, ο Λιβά Τζεμίλ Τζαβήτ πασάς υποσχέθηκε στον Κεμάλ ότι θα κόψει τη ρίζα των γκιαούρηδων από τα τουρκικά βουνά. Με προσωπική εντολή του Κεμάλ οργάνωσε ισχυρό τουρκικό στρατό για να εξοντώσει πλήρως όχι μόνο τις αντάρτικες ομάδες αλλά και τα γυναικόπαιδα του Πόντου. Και όμως οι Πόντιοι αντάρτες, με φτωχό οπλισμό, δεδομένου ότι οι Ρώσοι μπολσεβίκοι υποστήριζαν τον Κεμάλ, αντιμετώπισαν επιτυχώς και αυτόν τον αιμοσταγή στρατηγό. Θεριό ήταν απ’ το κακό του ο Λιβά πασάς για τις αποτυχίες του, γιατί στο κάτω κάτω δεν πολεμούσε με τον τακτικό ελληνικό στρατό, αλλά με μερικές φούχτες γκιαούρηδων, που όχι μονάχα τολμούσαν να του αντιστέκονται, αλλά και τον νικούσαν.

Ισχυρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Τσαρσαμπά, αρχαία Θεμίσκυρα, βασίλειο των Αμαζόνων. Ακολουθούν αφηγήσεις των πολεμιστών Σάββα Ασλανίδη και Παύλου Τσαουσίδη:

«Ο Λιβά πασάς επέδραμε και πάλιν εναντίον του μετώπου του Τσοπού Δερεσί. Περί τους 500 πολεμισταί μας έσπευσαν εις βοήθειαν υπό τους αρχηγούς Γιώργον Τσακίρην και Δελή Σωκράτην, επίσης έφθασαν οι καπεταναίοι Αναστασης Καριπίδης, Μαυροκώστας και Ευστάθιος. Η μάχη ήτο φοβερά. Εκ τεσσάρων σημείων επετίθεντο οι Τούρκοι. Ο Λιβά πασάς επωφεληθείς μιας φιλονικίας μεταξύ των αρχηγών Τσακίρη και Δελή Σωκράτη, οι οποίοι εγκατέλειψαν την μάχην, ηχμαλώτισε πολλούς εκ των ημετέρων, τους οποίους έσφαξε ανηλεώς. Πλείστα γυναικόπαιδα έπεσαν εις χείρας του αιμοβόρου Τούρκου στρατηγού, εκ των οποίων τας μεν παρθένους και τας γυναίκας ητίμασαν αι ορδαί του και εξώρισαν κατόπιν εις Χαρπούτ, φονεύοντες καθ’ οδόν τας αποκαμούσας, τους δε άνδρας κατεκρεούργησαν αγρίως. Τους λοιπούς κατωρθώσαμεν να διασώσωμεν την νύκτα διελθόντες τη βοηθεία και άλλων ανταρτών του Μπογαλίκ, τον ποταμόν Ίριν. Πολλοί όμως κατά την διάβασιν του ποταμού επνίγησαν. Οι μισοί εξ αυτών φοβηθέντες το ρεύμα του ποταμού, το οποίον ήτο τότε ορμητικόν, εστράφησαν προς το όρος Ακ Νταγ όπου, ένεκα του δριμύτατου χειμώνος, υπέφεραν τα πάνδεινα. Συλληφθέντες μετά τινας ημέρας υπό των Κεμαλικών ορδών κατεσφάγησαν αγρίως.
Εικόνα
Ο στρατηγός Τζαβήτ πασάς άγων ολόκληρον σύνταγμα, προέβη εις τακτικήν πολιορκίαν του Δαζλή. Με το στρατό του, συνέπραττον όλοι οι άτακτοι Τούρκοι των περιφερειών Έρπαα, Αμασείας, Τοκάτης και Νεοκαισαρείας. Κιρκάσιοι φίλοι μας, που μας ειδοποίησαν περί της αφίξεως του φιρκά κουμανταντί, ανέβαζαν την δύναμίν του εις 10.000 άνδρες, στρατού και ατακτων. Ο αρχηγός μας καπεταν Γιώργης Μεγαλομύστακας εζήτησε την βοήθεια του διασήμου οπλαρχηγού Αναστάση Παπαδοπούλου.

Μόλις πήρε το μήνυμα ο αρχηγός μας, έστειλε παρευθύς αγγελιοφόρους σε όλες τις ομάδες και μέσα σε λίγες ώρες έγινε η συγκέντρωση περίπου 200 οπλιτών και άλλων τόσων αόπλων, που πάντα τους έπαιρνε μαζί για βοηθητικούς και για να δείχνουν όγκο. Επικεφαλής της δύναμης μπήκε και πάλιν ο ίδιος ο Κοτσαά Αναστας, όπως και οι υπαρχηγοί Θεόφιλος Χατζηπουλίδης, Μιχαήλ Κιουρτσόγλου, Μελέτιος Παϊραχταρίδης, Αναστάσης Μεγαλομμάτης κι εγώ ο Παύλος Τσαουσίδης. Σουρούπωμα ξεκινήσαμε και περπατώντας όλη τη νύχτα φτάσαμε τα χαράματα στο Ταζλί Τερεσί, πιάσαμε θέσεις σ’ ένα μέρος του βουνού και ειδοποιήσαμε τον καπεταν Γιώργη αγά για την άφιξή μας.

Στο μεταξύ ο πληθυσμός που είχε εγκαταλείψει τα καλύβια, έμενε κρυμμένος μέσα στα σπήλαια του βουνού, που βρισκόντουσαν, σε απόκρημνα μέρη, πολύ ψηλά, όπου δεν μπορούσε εύκολα να φτάσει κανείς παρά μόνο στις στιγμές εκείνες που ο άνθρωπος αποκτά υπεράνθρωπες δυνάμεις, για να σώση τη ζωή του. Όπως αργότερα διαπιστώσαμε ο στρατός κατάφερε να μπει μέσα στα καλύβια, μετά απ’ τη φυγή του πληθυσμού, τα ρήμαξε και κατάστρεψε ό,τι βρήκε, τρόφιμα, ρουχισμό κλπ. Πολύ γρήγορα, όμως, το πλήρωσε ακριβά, εφόσον αποτόλμησε να σκαρφαλώσει στα επικίνδυνα εκείνα σημεία.

Με τα πρώτα πυρά και την σύγχρονη εξόρμησή μας, οι Τούρκοι εμπροσθοφύλακες παρατήσανε τα πόστα τους και φεύγοντας έτρεχαν πανικόβλητοι να ενωθούν με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακολούθησε δεύτερη επίθεση από τις άλλες ομάδες, κι αντιλάλησαν τα βουνά απ’ τα τουφέκια μας. Οι στρατιώτες απαντούσαν στην αρχή με πολύ πυκνά πυρά επίσης, αλλά όταν είδαν ότι βάλλονται όχι από μια αλλά από τρεις πλευρές, και μη ξέροντας ποιες ήσαν οι δυνάμεις μας, άρχισαν να υποχωρούν από φόβο μήπως κυκλωθούν και μάλιστα σε μέρη τόσο επικίνδυνα όπου ήταν αδύνατο ν’ αναπτυχθούν. Το ένα μετά το άλλο άφηναν τα χαρακώματα τους μπροστά στις ορμητικές επιθέσεις των δικών μας, ως που ο Γιώργη αγάς εξορμώντας με χειροβομβίδες έβγαλε και τους τελευταίους της περιοχής του από το χαράκωμα, το Τσιν Τουζ λά λεγόμενον.

Οι απώλειες του εχθρού ήσαν μεγάλες σ’ αυτή την τριπλή επίθεσή μας, αλλά την μεγαλύτερη συμφορά την έπαθαν οι Τούρκοι στρατιώτες κυρίως στην περιοχή των καλυβιών, όπου τ’ απόκρημνα μέρη στάθηκαν ο χαμός πολλών. Γιατί ενώ οι δικοί μας ήσαν εξοικειωμένοι με το έδαφος και μάθαν να το περπατούν σαν τα ζαρκάδια, εκείνοι, ξένοι εντελώς σε τέτοιες απόκρημνες περιοχές, ταχαν χαμένα και δεν ξέραν από που να φυλαχτούν, από τα βόλια μας ή απ’ το κατρακύλισμα. Και η αλήθεια είναι ότι περισσότεροι σκοτωνόντουσαν κατρακυλώντας μέσα σε χαράδρες και γκρεμούς, παρά απ’ τα τουφέκια μας, που ωστόσο κι αυτά κάναν τη δουλειά τους.

Καθώς αργά τ’ απόγεμα είχε αρχίσει η μάχη δεν κράτησε πολλή ώρα, γρήγορα ήλθε η νύχτα κι επωφελούμενοι οι Τούρκοι έφυγαν, κι έτσι ο γενναίος πασάς που ήλθε «να κόψη τη ρίζα των γκιαούρηδων απ’ τα τούρκικα βουνά» έπαυσε να καυχιέται. Οι απώλειες των Τούρκων στην μάχη εκείνη ήσαν περίπου 100 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Εμείς μείναμε στις θέσεις μας εκείνη τη νύχτα και το πρωί σπεύσαμε προς τα σπήλαια όπου ο άμαχος πληθυσμός μας κινδύνευε να πάθη ασφυξία. Κατάχλωμοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν απ’ τους κρυψώνες τους κι απ’ την χαρά τους κλαίγαν, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν, γιατί και τούτη τη φορά τους είχαμε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.»

Γη του Πόντου – Δημήτρης Ψαθάς

Ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ Αγάς) ήταν μαθητής του Γυμνασίου Σαμψούντος όταν εκηρύχθη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Βγήκε στο αντάρτικο και πήρε το βάπτισμα του πυρός στο Αγιού Τεπέ, όπου 47 αντάρτες και 2.500 γυναικόπαιδα περικυκλώθηκαν από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες. Κατάφεραν να διαφύγουν μέσα στη νύκτα προς το Καράπερτσιν. Όλα τα ρωμαίικα χωριά πυρπολήθηκαν από τον τουρκικό στρατό και αυτό ανάγκασε την ομάδα του Δημήτρη Χαραλαμπίδη, στην οποία ανήκε ο Παντελής να κινηθεί προς τον Τσαρσαμπά. Οι απώλειες των ανταρτών ήταν 4 νεκροί – μεταξύ των οποίων ο γιός του αρχηγού Δημοσθένης – και 3 τραυματίες, ενώ των Τούρκων 119 νεκροί. Ο Παντέλ Αγάς επανήλθε στο Αγιού Τεπέ και εκεί τιμωρούσε όσες τουρκικές συμμορίες έκαναν εγκλήματα εις βάρος Ρωμιών χωρικών.

«Εκείνην ακριβώς την εποχήν πληροφορηθήκαμε πώς κάποιος ανώτερος αξιωματικός ονόματι Κεμάλ Πασάς προερχόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως μέσω Σαμσούντος επροχώρησεν προς Αγκυραν, διερχόμενος εκ των πόλεων Τοκάζ, Σεβάζ, Αμάσεια, και διακηρύττων την οργάνωσιν του τουρκικού στρατού…

Εβλέπομεν τα πράγματα συγκεχυμένα. Αδράνεια των Άγγλων. Ήδη εις την Άγκυρα εσχηματίσθη κυβέρνησις Κεμάλ Πασά με Ισμέτ Ινονού. Εν όψει όλων αυτών, με τα όπλα στο χέρι, εξακολουθούσαμεν εν μέρει τα έργα μας αναμένοντες με μίαν ελπίδα την επέμβαση των συμμάχων και δη των αγγλικών στρατευμάτων. Πλην όμως όλες οι ελπίδες απέβησαν μάταιαι, ουδεμία επέμβασις… Μετα 2 – 3 ημερες, συνελήφθησαν ο Σεβασμιώτατος Ζήλων Ευθύμιος, ο Πρωτοσύγγελος Αγιος Πλάτων Αϊβαζίδης και άλλους πρόκριτους, ιατρούς κ.λπ.

Κατά μήνα Απρίλιον, απεκλείσθη η Αμισός δι’ ισχυρών δυνάμεων στρατού και χωροφυλακής και δεν επετρέπετο η έξοδος από 15 ετών μέχρι 65. Άρχισαν από τό εσωτερικό της πόλεως, από σπίτι σε σπίτι να μαζεύουν όλους τούς άνδρες εις στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Θρήνοι, οδυρμοί και απόγνωσις επεκράτει παντού. Πανικός κυριολεκτικώς, διότι όλοι εγνώριζον ταίς θηριωδίαις των βαρβάρων Τούρκων. Μόλις εμείς οι αντάρτες εμάθαμεν τα γεγονότα ειδοποιηθήκαμεν διά συνδέσμου νά είμασθε εν επιφυλακή. Ξεκίνησαν την πρώτην αποστολή με ισχυράς δυνάμεις από τούς στρατώνες του Ελεσκιοΐ. Μόλις έφθασε ο κόσμος εις ορισμένο σημείο τούς έβαλαν με καταιγιστικά πυρά. Ενύκτωσε πλέον και εσταμάτησαν τα πυρά, μπήκαν οι αιμοβόροι στρατιώται εφ’ όπλου λόγχη μέσα στους σκοτωθέντας νά γυμνώσουν και να αποτελειώσουν τούς τραυματίας…
Εικόνα
Κατόπιν των ανωτέρω βαρβάρων γεγονότων, αφού πλέον η κυβέρνησις Κεμάλ πασά απηλλάγη των ανδρών των πόλεων, εσκέφθησαν την εξόντωσιν των χωρίων και των ανταρτών. Για τον σκοπόν αυτόν συγκέντρωσαν εις την Σαμψούντα, Τσαρσαμπά, Πάφρα, Ερπαα ένα σώμα (ορτού) στρατού 12.000. Ίδρυσαν επίσης ανεξάρτητο τάγμα ανταρτών υπό τόν Κερασούντιον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν και τον Πίν Πασά και κατά τόν Μάΐον 1921 εισέβαλον από όλα τα σημεία κατά των χωρίων και των ανταρτών. Με την πρώτη επιδρομή πού μας έκαναν αντεσταθημεν εις τό χωρίον Τουνίκ Ανδρεάντων. Αντεσταθημεν επί δύο ημέρας χωρίς να τούς αφήσουμε να βηματίσουν. Ο εχθρός εμάχετο με κανόνια, μυδράλια, πολυβόλα και άφθονο υλικό. Εμείς δε μόνον με όπλα. Μετά δύο ημερών μάχη, βλέποντες εξάντληση του υλικού μας, μαζί με τόν Απαντζόγλου Χατζηχρήστο, Παπούλ Αγά, Ιστύλ Αγά και άλλους καπεταναίους εκάναμεν σύσκεψιν γιά αποχώρησιν…

Προηγηθέντων ως εμπροσθοφυλακή ομάς ανταρτών ξεκίνησε ο πληθυσμός με δάκρυα και με κατάρες εις τα στόματα του κόσμου, οπόταν φθάσαμεν εις τό Σαλτούχ εγκαταλείποντες τα χωρία μας. Τί να ιδείς! Ανθρωποθύελλα…….Γυναικόπαιδα πλέον των 4.000 ακολουθούντες πάντοτε τις οικογένειες των ανταρτών εκ του σύνεγγυς μήπως τούς εγκαταλείψουν οι αντάρται. Κατά τα ξημερώματα της άλλης ημέρας, τί να ιδούμε. Φωτιά εις όλα τα χωριά, καπνός κατέκτησε τον ουρανό και να μην μπορούμε με τα τηλεσκόπια να διακρίνωμε τίποτε… Ο στρατός προέβη εις λεηλασίας και εν συνεχεία φωτιά εις όλα τα χωρία, σπίτια, αποθήκες, αχυρώνες…»

Τον Ιούνιο του 1921, ο Παντέλ Αγάς βρέθηκε στην τοποθεσία Σαλτούχ αποκλεισμένος από χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες και από 400 βαζιβουζούκους του Τοπάλ Οσμάν. Εκεί με τούς οπλαρχηγούς Παπούλ Αγά, Χατζηχρήστο Απατζόγλου, Καβασλή, Βασιλάκη, Ταχτατζή, Νεόφυτο Τελή αντιμετώπισε τίς πεισματικές επιθέσεις του εχθρού. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού πού προστατεύονταν από τούς αντάρτες ήταν μεγάλες, ενώ όσα γυναικόπαιδα εντοπίστηκαν από τούς Τούρκους σέ σπηλιές και κρησφύγετα μέσα στο δάσος, κατακρεουργήθηκαν.

«Εν συνεχεία μάθαμεν πως ο στρατός απεσύρθη εντελώς και άλλοι καπεταναίοι και πλήθος κόσμου κατήλθον εις τα καμένα χωριά τους διά να ιδούν τί απέγιναν όσοι παρέμειναν κρυπτόμενοι. Τί να ιδούμε, όμως. Απελπισία παντού, οι φωτιές καίνε ακόμα στα σπίτια, πανικός δε εις όσους συναντήσαμεν, φόβος και τρόμος, κλάματα, κακό. Μας διηγήθηκαν τα όργια των βαρβάρων. Είχαν μαζί τους ανιχνευτικούς σκύλους και μέσα στα δασάκια ανεκάλυψαν τα κρησφύγετα του κόσμου εντός της γης. Τούς έπιαναν και αφού τούς λήστευαν, τούς ατίμαζαν. Εν τέλει με πολλά βάσανα τούς σκότωναν.

Μεταξύ των κατ’ αυτόν τον τρόπον ανακαλυφθέντων και σκοτωθέντων ήσαν αι οικογένειαι των αδελφών Απατζόγλου Χατζηχρήστου και Αθανάς Αγά, μακαρίτου Παπά Ευσταθίου, Τσερκέζογλου Μιλτιάδου και πολλών άλλων. Πολλούς δε άλλους συλληφθέντας τούς συνεκέντρωσαν εις τα σπίτια Τσάϊ Σάββα και Χατζηφώτη Σταύρου περίπου 150 άτομα και τούς κατέκαυσαν θηριωδέστατα. Ερημώθηκαν πλέον τα χωριά μας εντελώς. Τα δε ζώα και πάν ό,τι ευρέθη τα μετέφεραν ως λάφυρα. Ούτε οικήματα, ούτε ρουχισμός, ούτε τρόφιμα.»

«Τον Σεπτέμβρη του 1922 συνήλθε η συνδιάσκεψη της Λωζάννης κι αποφασίστηκε ανάμεσα στ’ άλλα η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Τούρκοι που βρισκόντουσαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να πάνε στην Τουρκιά κι οι Έλληνες της Τουρκιάς ν’ αφήσουν την γη τους και νάρθουν για να εγκατασταθούν οριστικά στην χώρα των αρχαίων προγόνων. Ποιοι Έλληνες, όμως; Πόσοι είχαν μείνει απ’ το μακελειό του προγραμματισμένου αφανισμού τους και που βρισκόντουσαν; Λίγοι περισώθηκαν στις πόλεις κι άλλοι, ανθρώπινα κουρέλια, κυλούσαν τις βασανισμένες μέρες τους στα βάθη της Ανατολής, απομεινάρια των καραβανιών που σπρώχτηκαν κατά δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες προς τους ατέλειωτους δρόμους του χαμού. Ήσαν μόνο εκείνοι που είχαν την «τύχη» να γλυτώσουν απ’ τη σφαγή, απ’ την αρρώστια, απ’ την πείνα, απ’ την φυλακή, απ’ την κρεμάλα, απ’ τα χίλια δυο δεινά που τους εξασφάλισε ο τούρκικος πολιτισμός με την βοήθεια της ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Είναι το μέρος της ελληνικής τραγωδίας που λιγότερο αναφέρεται στην σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις «τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή των πληθυσμών», όχι όμως το μικρότερο. Πίσω απ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού ελληνικού, με ιστορία 25 αιώνων που είχε δοκιμαστή στο σίδερο και την φωτιά της τούρκικης βαρβαρότητας, άνθεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τώρα ξεριζωνόταν βίαια, οριστικά και τελεσίδικα, για πάντα.

Στην αρχή το μήνυμα φάνηκε απίστευτο. Να πάνε στην Ελλάδα; Αχνό χαμόγελο χάραξε τα ρημαγμένα πρόσωπα, γιατί η Ελλάδα φεγγοβολούσε στην ψυχή τους σαν ένας τόπος μαγικός, σαν όνειρο. Πόσο, όμως, ακριβά πληρωμένο εκείνο το άγγιγμα του ονείρου!… Έπρεπε ν’ αφήσουν τα προγονικά τους χώματα, τη γη που πότισαν με δάκρυα και ιδρώτα αιώνων. Αλλά δεν είχαν το δικαίωμα της εκλογής.

Έτσι ξεσηκώθηκαν τ’ απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρινούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων, άντρες που είχαν χάσει τις γυναίκες τους, γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες, παιδιά που είχαν χάσει τις μανάδες και τους πατεράδες, χιλιάδες ορφανά, πλήθος σκελετωμένο απ’ τις κακουχίες και τα βάσανα, σκιές ανθρώπων τυραννισμένων, που ανασχηματιζόντουσαν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα για να πάρουν και πάλι με τα πόδια τους ατέλειωτους, πολυήμερους δρόμους του γυρισμού. Απ’ την Τοκάτη, απ’ το Ερζερούμ, απ’ το Ερζιγκιάν, απ’ το Διαρεβερκίρ απ’ το Χούνους, απ’ την Κασταμονή, από τα Άδανα, απ’ την Σεβάστεια, απ’ το Ικόνιο, απ’ όλα τα μακρυνά χωριά της ενδοχώρας της Τουρκιάς, από τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου επιζούσαν οι σκιές των εξορίστων, κρυμμένες και χαμένες πίσω απ’ τα πανύψηλα βουνά, βλέπαν και πάλι τους τζανταρμάδες να τους ξεσηκώνουν.
Εικόνα
Χαμένα τα σπίτια τους. Καμένα τα χωριά τους. Κλεμμένο το βιός τους. Σπαρμένα τα κόκκαλα των αγαπημένων τους στα βουνά, στις λαγκαδιές, στις στράτες, στα ποτάμια. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσουν όσοι μείναν, μανάδες με τα παιδιά τους, γυναίκες με τους άντρες τους, κι άλλοι έρημοι και μόνοι. Συχνά από τους δέκα μιας οικογένειας είχε απομείνει μόνο ένας. Και όχι σπάνια, κανένας. Πολλές περιγραφές υπάρχουν για την τραγωδία της επιστροφής. Αλλά μια και παρακολουθήσαμε τους Σανταίους στους τόπους της εξορίας τους, ας δούμε την επιστροφή τους – αντιπροσωπευτική είναι η περιγραφή για ό,τι άρχισε και συνεχιζόταν εκείνη την εποχή σ’ ολόκληρο τον Πόντο.

«Τον Νοέμβρη του 1922 ειδοποίησαν οι τούρκικες αρχές τους εξόριστους ότι είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στην Τραπεζούντα ή όπου αλλού θέλουν, αρκεί να υποβάλουν δηλώσεις για τον τόπο της προτίμησής τους. Όλοι οι Σανταίοι έκαναν δηλώσεις για την Τραπεζούντα κι έτσι η επιστροφή τους έγινε ομαδική. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα της Σάντας βρισκόντουσαν στο Ερζιγκιάν, κι άλλα στο Χούνους. Αυτα είχαν τις περισσότερες περιπέτειες στον γυρισμό.

Την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν πέρασαν απ’ τα μνήματα των νεκρών τους. Τα περισσότερα ήσαν αδειανά γιατί οι λύκοι ξέθαψαν τα πτώματα. Η κάθε γυναίκα γονάτιζε στο μνήμα των αγαπημένων της νεκρών και άρχιζε τα μοιρολόγια… Επί τέλους η συνοδεία προχώρησε. Το κρύο φοβερό. Έπεφτε πυκνό χιόνι. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν και 8 αξιολύπητα παιδιά από το Ζουρνατσάντων, 8 – 10 χρόνων, που είχαν μείνει τελείως ορφανά. Μερικοί εξόριστοι απ’ το Χούνους δήλωσαν ότι είναι πατεράδες των παιδιών αυτών και έτσι τα ορφανά βρήκαν κοντά τους προστασία κι όσες φορές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τα βοηθούσαν.

Μισοπεθαμένο απ’ το κρύο το πλήθος συνέχισε το πρωί την πορεία του κι ύστερα από δυο άλλες εξαντλητικές ημέρες έφτασε σ’ ένα άλλο χωριό αντίκρυ στο Χασάν Καλέ. Την άλλη μέρα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το βουνό με τις ατέλειωτες στροφές κι απ’ την κορφή του αντίκρισαν το Ερζερούμ σκεπασμένο με παχύ στρώμα χιονιού. Η χαρά τους ήταν μεγάλη γιατί ξέραν ότι εκεί θα έβλεπαν τους γνωστούς και συγγενείς τους. Πράγματι όταν κατέβηκαν στο Ερζερούμ μερικοί αντάμωσαν τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες τους. Τους περίμενε, όμως, ακόμα η σκληρότερη πορεία 15 – 20 ημερών για να φτάσουν μέχρι την Τραπεζούντα. Μια μέρα μείναν ελεύθεροι στο Ερζερούμ και την άλλη πάλι δρόμος, μεσα στα χιόνια και την παγωνιά.

Ύστερα από λίγες μέρες έφτασαν στην Βαϊβούρτη. Πέρα απ’ την Βαϊβούρτη οι χωροφύλακες αντικαταστάθηκαν με άλλους ασυνείδητους και άσπλαχνους που ζητούσαν αφορμή να βασανίσουν τους εξόριστους στον δρόμο. Ύστερα από ταλαιπωρίες 10 ημερών έφτασαν στο Τζεβιζλήκ, όπου μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα της Σάντας. Στο Τζεβιζλήκ έριξαν τους άντρες στους στρατώνες που ήσαν τελείως ακατάλληλοι για την διαμονή ανθρωπίνων υπάρξεων. Εκεί ταλαιπωρήθηκαν άλλες 5 ημέρες και τέλος κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και σκόρπισαν στα ελληνικά σπίτια της Δαφνούντας».

Η ίδια αυτή εικόνα ολούθε – να σέρνονται χιλιάδες άνθρωποι προς τις παραθαλάσσιες πόλεις όπου θα ερχόντουσαν τα καράβια απ’ την Ελλάδα για να τους παραλάβουν. Κι αυτό κρατούσε επί μήνες- μέχρι και το 1924 ακόμα συνεχιζόταν το μαρτύριο γιατί ήταν να μεταφερθεί κοντά ενάμισι εκατομμύριο κόσμος σκορπισμένος σ’ όλη τη Μικρασία. Συγχρόνως απ’ την Ελλάδα φεύγαν οι Τούρκοι της ανταλλαγής με όλες τις τιμές και μ’ όλα τα συμπράγκαλά τους, δίχως να πειραχτεί τρίχα της κεφαλής τους. Φτάνοντας, όμως, πέφταν με μανία κι αυτοί επάνω στους Ρωμιούς και προ πάντων στις περιουσίες και τα σπίτια τους, απ’ όπου τους βγάζαν μ’ απειλές και με βρισιές, έτσι που ολόκληρα πλήθη βρισκόντουσαν άστεγα, στις αποβάθρες καρτερώντας.

Αλλού επικρατούσε κάποια τάξη. Αλλού πέρα για πέρα ασυδοσία του τουρκικού πληθυσμού και των τζανταρμάδων. Κερασούντιος ο παραπάνω αφηγητής, μας δίνει άλλη εικόνα της πατρίδας του, που ρήμαξε ο Τοπάλ Οσμάν κι απ’ όπου φεύγαν όσοι απόμειναν: «Όρθρου βαθέως επιβιβάζονται εκ του λιμένος της Κερασούντος αρκεταί οικογένειαι Ελλήνων. Τινάς εκ τούτων εξακολουθούν να βασανίζουν οι Τούρκοι, ζητούντες καθυστερούμενους φόρους και ερωτώντες που έχουν κρύψει τα πολύτιμα πράγματα των. Τινών αρπάζουν τα μικρά δέματα, που κρατούν οι δυστυχείς υπό μάλης. Αλλά προχωρούν και περισσότερον. Γνωστών οικογενειών ωραίες κόρες επιχειρούν να εμποδίσουν να αναχωρήσουν. Έξαλλοι αι μητέρες επιτίθενται κατά των σατύρων και αποσπούν τα τέκνα των εκ των βδελυρών χειρών των.

Έφτασε ο Οκτώβρης του 1923 κι ακόμα συνεχίζεται η επιβίβαση. Από την Τραπεζούντα ξεκινά μαζί με τους Σανταίους και ο συγγραφέας της Ιστορίας της Σάντας Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, που περιγράφει: «Στο λιμάνι της Τραπεζούντας αγκυροβόλησε το ελληνικό υπερωκεάνειο «Ωκεανός», που πήρε όλο τον υπόλοιπο κόσμο της Τραπεζούντας και της Σαμψούντας. Είμαστε 7- 8 χιλιάδες πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Ο μεγάλος αυτός συνωστισμός δημιουργούσε πολλά ζητήματα. Είχαμε δυο αποχωρητήρια για τις χιλιάδες του κόσμου. Άλλο κακό η ύδρευση. Φοβερός συνωστισμός κοντά στη βρύση, επέμβαση των ναυτών, φωνές, βλαστήμιες… Τις τρεις πρώτες μέρες του ταξιδιού βλέπαμε απ’ το κατάστρωμα τα παράλια της Μικρασίας που αφήναμε… Ύστερα φτάσαμε στο Βόσπορο… Το βαπόρι μπήκε στον όρμο τα Καβάκια κι ύστερα από μιας ώρας διαδρομή αντικρίσαμε την Αγία Σοφία».

Καθώς κατέβαιναν τα πλήθη των εξόριστων κι όλος ο ρημαγμένος πληθυσμός προς τα λιμάνια, οι αντάρτες μεναν τώρα μόνοι στα βουνά τους. Να παραδοθούν στις τούρκικες αρχές ούτε το βάζαν στο μυαλό τους γιατί δεν ταίριαζε στην περηφάνεια τους κι άλλωστε, ξέροντας καλά τους Τούρκους, δεν είχαν σιγουριά ότι θα σεβαστούν τους όρους της ανακωχής και αμνηστείας, που απαιτούσαν πριν απ’ όλα την παράδοση των όπλων. Παρ’ όλα αυτά μερικές ομάδες, έχοντας φτάσει σ’ αδιέξοδο, τ’ αποφάσιζαν και παράδιναν λιγοστά παλιά τους όπλα, για να δουν πώς θα τους φερθούν οι Τούρκοι, κι εκείνοι δείχναν ευχαριστημένοι κάνοντας πώς πίστευαν ότι… αφόπλισαν επί τέλους, τους σκληροτράχηλους γκιαούρηδες κι έτσι ικανοποιούσαν το φιλότιμό τους.

Οι πιο πολλοί, όμως, και προ πάντων οι φημισμένοι οπλαρχηγοί με τις ομάδες τους, δεν εννοούσαν με κανένα τρόπο ν’ αποχωριστούν τον οπλισμό τους και προσπαθούσαν να ξεγλιστράμε στα κρυφά και νάρχονται σ’ επαφή με Τούρκους ναυτικούς, πληρώνοντας αδρά, για να εξασφαλίσουν βενζίνες για το φευγιό προς τη Ρωσία ή την Ρουμανία, επειδή το πέρασμα από την Πόλη για την Ελλάδα ήταν επικίνδυνο. Μήνες κρατούσε αυτή η προετοιμασία γιατί ούτε η ανεύρεση των κατάλληλων προσώπων ήταν εύκολη, ούτε η πίστη στους μεσάζοντες μεγάλη, κι έτσι με πολλές περιπέτειες άλλοι κατάφερναν να φτάνουν μέχρι την Κιλικία και φεύγαν από κει, κι άλλοι φτάναν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, όπου και συμφωνούσαν με τους Τούρκους για τα παραπέρα.
Εικόνα
Με τον τρόπο αυτόν φεύγαν οι περισσότερες ανταρτικές ομάδες, ύστερα από τόσων χρόνων παραμονή τους στα βουνά. Αλλά και την τελευταία τούτην ώρα δεν έλειπαν τα δραματικά απρόοπτα, γιατί αν οι στρατιωτικές αρχές κρατούσαν τα προσχήματα και δεν πείραζαν τους αντάρτες που τηρούσαν, έστω και τυπικά, τους όρους της αμνηστίας, υπήρχαν όμως, πάντα οι φανατισμένοι τσέτες, που έχοντας μίσος για τα όσα είχαν πάθει, καιροφυλακτούσαν.

Έτσι κακή τύχη περίμενε τον οπλαρχηγό Αναστάση Παπαδόπουλο – τον ξακουστό Κοτσά Αναστας – που αψηφώντας τον κίνδυνο άφησε τ’ απρόσιτα λημέρια του και κατέβηκε προς τις σφηκοφωλιές των τσετέδων. Το τραγικό περιστατικό, που μας το ιστορεί ο Παύλος Τσαουσίδης, έγινε έτσι: Τις μέρες εκείνες κυκλοφόρησε μια φήμη ότι όσοι Έλληνες θέλαν, μπορούσαν να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Αναστάσης Παπαδόπουλος, ενώ σ’ όλες τις άλλες περιστάσεις φάνηκε τόσο μυαλωμένος και φυλαγόταν, πίστεψε το ψέμα, και παίρνοντας μαζί του καμιά εικοσαριά παλληκάρια, κατέβηκε στο τούρκικο χωριό Ερζενί, με τον σκοπό να φροντίσει για την πούληση των χωραφιών του, που βρισκόντουσαν κοντα. Στο χωριό εκείνο είχε έναν φίλο Ταούτ αγά, που τον βοήθησε πολύ όταν ήταν στο βουνό, και τώρα δέχτηκε με υποκριτικές χαρές και καλοσύνες τον οπλαρχηγό, πρόθυμος να τον φιλοξενήσει στο σπιτικό του. Φιλοξενήθηκαν όλοι στου Ταούτ αγά, που όμως την δεύτερη μέρα κιόλας έφυγε, τάχα για να βρει αγοραστή των χωραφιών. Στο μεταξύ, ολούθε στα τριγύρω μαθεύτηκε ότι ο Κοτσά Αναστας βρίσκεται στο σπίτι εκείνο, κι έγινε σωστός συναγερμός των τσετέδων, που κατάστρωσαν μυστικά το σχέδιο της εξόντωσής του. Ο οπλαρχηγός ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο, αλλά δεν έδωσε σημασία, μη πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι που τρέμαν στο άκουσμα του ονόματός του, θ’ αποτολμούσαν τίποτα σε βάρος του. Όμως ο κίνδυνος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φανταζόντουσαν κι εκείνοι ακόμα που είχαν την ανησυχία. Πλήθος από τσέτες πιάσαν μια νύχτα όλα τα γύρω σπίτια κι άλλοι οχυρώθηκαν έξω απ’ το χωριό, γύρω γύρω, για να μην αφήσουν να περάσουν αντάρτες, που θα έτρεχαν τυχόν σε βοήθεια του αρχηγού τους.

Ήταν η πέμπτη ημέρα που πέρασε στο σπίτι του Ταούτ αγά. Χαράματα είχε ξυπνήσει ο αρχηγός και μπήκε στην μεγάλη σάλα του σπιτιού, που ήταν από τρεις πλευρές ορθάνοιχτη κι εκτεθειμένη. Καθώς αφύλαχτος και άοπλος προχωρούσε μέσα εκεί, αντήχησαν ξαφνικά απ’ όλες τις μεριές οι τουφεκιές. Τινάχτηκαν τα παλληκάρια, άρπαξαν τα όπλα τους και τρέξαν, αλλά ο καπετάνιος τους κοίτονταν νεκρός, πνιγμένος στο αίμα. Αμέσως ταμπουρώθηκαν εκείνοι για να φυλαχτούν απ’ τα πυρά κι άρχισαν ν’ αμύνονται όπως μπορούσαν.

Το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του οπλαρχηγού βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας, κι από κει, ακούοντας τις τουφεκιές οι άλλοι άντρες, κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει κι έτρεξαν αμέσως για ενίσχυση. Ανάμεσά τους ήταν κι ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Γιώργος Παπαδόπουλος κι όταν ζύγωσαν όλοι μαζί στο σπίτι, πήραν αμέσως θέσεις και δυνάμωσε η μάχη. Αλλά ο αδελφός του αρχηγού ήταν ανάστατος και μη ακούοντας τη φωνή του Αναστάση, ούρλιαξε:

- “Αδέλφια, αν ζούσε ο αδελφός μου θα χαλούσε τον κόσμο τώρα, με τη βροντερή φωνή του. Σίγουρα μας τον φάγαν τα σκυλιά! Απάνω τους για να εκδικηθούμε τους άτιμους τους δολοφόνους!”

Κι όρμησε με μερικούς άλλους προς το σπίτι, αλλά σε λίγο έπεσε νεκρός. Σκύλιασαν οι αντάρτες, αλλά οι τσέτες ήσαν τόσοι πολλοί ώστε κάθε ελπίδα να τους διώξουν στάθηκε μάταιη. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφεραν οι αμυνόμενοι μέσα στο σπίτι να σπάσουν τον κλοιό και να βγουν, αφήνοντας όμως εκτός από τον καπετάνιο κι άλλους τρεις νεκρούς, κι έχοντας μαζί τους τρεις λαβωμένους. Έτσι γλύτωσαν οι ρέστοι, αλλά ο άδικος χαμός του αρχηγού και του αδελφού του σε μια και μόνη μέρα – εκτός απ’ τον σκοτωμό των τριών – ορφάνεψε την οικογένειά του και γέμισε με βαρύ πένθος όλους τους αντάρτες.

Έγινε σκέψη για άμεσα αντίποινα, αλλά εγκαταλείφθηκε, γιατί όλος ο ελληνικός πληθυσμός βρισκότανε στους δρόμους για τα λιμάνια, και φυσικά θα ξαναπλήρωνε για μια ακόμα φορά την μανία των τσετέδων. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, οι Τούρκοι πήραν θριαμβευτικά το πτώμα του μισητού Κοτσά Αναστάς, το μετέφεραν στην Τοκάτη και το κρέμασαν σ’ ένα τηλεγραφόξυλο για να το βλέπουν οι ομόφυλοί τους και να χαίρονται. Ύστερα απ’ αυτό το θλιβερό τέλος του παλληκαριού, που επί τόσα χρόνια τρομοκρατούσε τους Τούρκους και αντιστάθηκε γενναία στις πιο μεγάλες επιθέσεις του στρατού, ο Παύλος Τσαουσίδης με τ’ άλλα παλληκάρια και τους καπεταναίους, δεν είχαν να κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να εξασφαλίσουν, όπως κι όλοι οι άλλοι, την φυγή τους. Μετα πολυήμερες περιπέτειες και πορείες ανάμεσα στ’ άγρια βουνά κατάφεραν να φτάσουν στα παράλια, κι έχοντες έλθει σε συνεννόηση με Αρμένηδες κι Έλληνες αντάρτες της Ούνγιας, επιβιβάστηκαν νύχτα, κρυφά σε 5 βενζίνες – διακόσιοι άνδρες με όλο τον οπλισμό τους – κατά τα τέλη του Νοέμβρη του 1923.

Οι καλοπληρωμένοι Τούρκοι καπεταναίοι τους οδήγησαν στα παράλια της Ρωσίας, όπου κι αποβιβάσθηκαν, αφήνοντας μερικά απ’ τα όπλα τους χάρισμα στον Τούρκο ρεΐζη. Όσα κράτησαν τα παράχωσαν κι αυτά μέσα στα χωράφια και σε θάμνους κι ύστερα παρουσιάσθηκαν στις ρούσικες Αρχές. Το ίδιο περιπετειώδης στάθηκε και η προσπάθεια διαφυγής των ανταρτών της Σάντας. Εκεί, βέβαια, τα ρώσικα σύνορα ήσαν κοντά αλλά οι κίνδυνοι επίσης μεγάλοι και δυο – τρεις απόπειρες που έγιναν κατά καιρούς, από μικρές ομάδες ανταρτών, απέτυχαν, κάθε φορά με θύματα. Τις ίδιες μέρες που φεύγαν οι αντάρτες του δυτικού Πόντου, οι Σανταίοι εξακολουθούσαν τις μάχες, μπαρκάρισε όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών, κι ακόμα οι οπλαρχηγοί της Σάντας έμεναν στα βουνά τους. Μπήκε ο Φλεβάρης του 1924 και τότε μόνο βρίσκομε τον καπεταν Ευκλείδη Κουρτίδη και τους άλλους 7 οπλαρχηγούς της Σάντας, κρυμμένους σ’ ένα σπίτι της Τραπεζούντας, όπου κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν και να κρυφτούν. Προδόθηκαν όμως, πιάστηκαν απ’ την Αστυνομία και μετά πολλά τους άφησαν να φύγουν.

Εικόνα
Πόντιοι αντάρτες

Μ’ αυτόν τον τρόπο πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων. Ακολούθησαν πολλές περιπέτειες ακόμα εκείνων που κατέφυγαν στην Ρωσία για να φτάσουν στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκαν στα σύνορα παντοτεινοί Ακρίτες του Ελληνισμού. Ο Ευκλείδης Κουρτίδης, πέθανε στα 1937, πέφτοντας μια νύχτα μεθυσμένος από ένα κάρο και τον τραγούδησε η Ποντιακή Μούσα:

Και – τι τραγική ειρωνεία της μοίρας των Ελλήνων – ο αδελφός του, οπλαρχηγός επίσης, Κώστας Κουρτίδης και ο γιος του Ευκλείδη, Στάθης, βρήκαν το θάνατο από Έλληνες, πολεμώντας κατά των «Ελασιτών» στα 1948. Άλλοι σκοτώθηκαν, πολεμώντας τους Βουλγάρους. Λιγοστοί απ’ τους παλιούς πολεμιστές του Πόντου ζουν ακόμα στα παραμεθόρια χωριά μας της Μακεδονίας και της Θράκης, δουλεύοντας την γη που στάθηκε όνειρο και καημός για τόσες γενιές προγόνων. Κι ανιστορούν σαν παραμύθι το μαρτύριο και την δόξα εκείνων των καιρών…»

Γη του Πόντου – Δημήτρης Ψαθάς

Το Ταζλού είναι ένα δυσπρόσιτο βουνό, όπου για να το προσεγγίσεις πρέπει να περάσεις μέσα από φαράγγια και από απότομα μονοπάτια. Εκεί γράφτηκαν ηρωικές σελίδες του ποντιακού αντάρτικου με οπλαρχηγούς τούς Καράφιλο, Μιχαήλ Αγά και Παύλο Τσαουσίδη. Οι τουρκικές δυνάμεις αποδεκατίστηκαν ενώ ο Καράφιλος σκότωσε τον διοικητή τους Τζεμάλ Τζεβήτ έξω από τη σκηνή του. Ο καπετάνιος Κοτσαγκιόζ, ντύθηκε με τη στολή του στρατηγού και παραπλανώντας τούς Τούρκους στρατιώτες τούς οδήγησε σε λανθασμένες κινήσεις με αποτέλεσμα να υποστούν νέα πανωλεθρία και να αρχίσουν να παραδίδονται κλαίγοντας ότι δεν είναι Τούρκοι, αλλά Κούρδοι ή Αλεβήτες τούς οποίους είχαν φέρει με τό ζόρι να πολεμήσουν. Τούς περισσότερους αιχμαλώτους τούς εκτέλεσαν με μαχαίρια, ενώ ελάχιστους τούς άφησαν ελεύθερους. Τη νίκη την γιόρτασαν οι αντάρτες στην καλύβα του αρχηγού τους Κοτζανάστας, σφάζοντας αγελάδες, ενώ οι Τούρκοι δεν ξαναπάτησαν στην κορυφή του Ταζλού.

Ο οπλαρχηγός Σάββας Ασλανίδης από το χωριό Κιζολτιρέν της περιφέρειας Έρπαγας στο τέλος της αφήγησης του για τον αντάρτικο αγώνα, λέγει τα παρακάτω: «Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν. Ναι, εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχουμεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά των Τούρκων. Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη».

Ούτε κάν το όνομά μου (Not Even My Name)
Εικόνα
Η Thea Halo είναι Αμερικανίδα υπήκοος, Ποντιακής καταγωγής από μητέρα -Ασσυριακής καταγωγής από πατέρα και συγγραφέας του βιβλίου “Ούτε κάν τό όνομά μου” (Not even my name), όπου αφηγείται την αλησμόνητη ιστορία της μητέρας της Θυμίας – Σάνο.

Στην ηλικία των δέκα μόλις ετών, η Σάνο έζησε την πορεία θανάτου και ήταν η μόνη από την οικογένειά της που επιβίωσε. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας μαζί με την ογδοντάχρονη μητέρα της φτάνουν από την Αμερική στην Αμάσεια σε μια αναζήτηση του χωριού της Σάνο, Αϊοντόν (Άγιος Αντώνιος) νοτίως της κωμόπολης Φάτσα, στον Πόντο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Θυμία – Σάνο αφηγείται στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Περιγράφει την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της στα βουνά του Πόντου και τις συνήθειες και τα έθιμα των Ποντίων. Η φοβερή συνειδητοποίηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά έφτασε στο χωριό Αϊοντόν όταν άγνωστοι μετανάστες άρχισαν να περιφέρονται στα χωράφια και τα δάση της περιοχής. Παραμόνευαν από μακριά σαν τις ύαινες, την ώρα πού Τούρκοι στρατιώτες οδηγούσαν τούς άντρες του χωριού στα Αμελέ Ταμπουρού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο πατέρας της Σάνο, που κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει. Ο παππούς όμως δεν είχε την ίδια τύχη καθώς δεν γύρισε ποτέ από τα τάγματα εργασίας. Και το μέρος αυτό κλείνει με την εντολή μέσα σε τρεις μέρες όλες οι οικογένειες να εγκαταλείψουν τη γη τους και να φύγουν.

Το τρίτο μέρος περιγράφει τον ξεριζωμό. Η Θυμία – Σάνο περπατούσε ολόκληρα μερόνυχτα με την οικογένειά της, μέσα από τα αφιλόξενα οροπέδια της Μικράς Ασίας και κάτω από τα κτυπήματα των μαστιγίων.

«Δεν θυμάμαι άλλη φορά πού η μητέρα να έδειξε τέτοια απεγνωσμένη επιθυμία για κάτι. Ξέφυγε από την πορεία για να τρέξει παραπατώντας μέχρι τη βρύση. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν και την παρακολουθούσαν με αγωνία, έτοιμοι να τρέξουν και αυτοί. Ακριβώς πριν φτάσει στη βρύση ένας έφιππος Τούρκος στρατιώτης την πλησίασε και άρχισε να ξεστομίζει βρισιές. Σήκωσε το μαστίγιο του και της έδωσε μία, όπως θα χτυπούσε ένα γαϊδούρι. Έπεσε στα γόνατα. Ο πατέρας πέταξε ότι κρατούσε και έτρεξε κοντά της.

- Νερό σε παρακαλώ.

Ο στρατιώτης σήκωσε ξανά το μαστίγιο ξεστομίζοντας και πάλι βρισιές. Εκείνη την ημέρα πέθανε και η μικρή Μαρία; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μονάχα το μικρό της κορμάκι πού ήταν δεμένο στην πλάτη της Χριστοδούλας και το μικρό της κεφάλι να πηγαίνει πέρα δώθε. Το πρόσωπο της Μαρίας είχε γίνει σταχτί. Τα μάτια της μας κοιτούσαν ορθάνοιχτα σαν της σπασμένης κούκλας. Η μητέρα σήκωσε το βλέμμα της και ξέσπασε σε λυγμούς. Πήρε την Μαρία από την πλάτη της Χριστοδούλας και την κράτησε στην αγκαλιά της, καθώς τα δάκρυα έπεφταν στο άψυχο προσωπάκι….

Πέρασαν λίγα λεπτά. Ζορίστηκε και ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του. Στεκόμουν ξυπόλυτη στο σκονισμένο δρόμο και τον κοιτούσα κι εγώ παρακολουθώντας τα δάκρυα πού είχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν τα μάτια του.

- Η μητέρα σου άγγιξε το χέρι του Θεού, χθες το βράδυ.

Το μυαλό μου και το σώμα μου είχαν μουδιάσει. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε από τα μάτια μου. Μόνο το άγριο καρδιοχτύπι πού βρόνταγε στο στήθος μου καταλάβαινα ότι ζούσα ακόμα.

- Για σένα μίλησε τελευταία. Είπε ότι καλύτερα πού δεν ήταν η Θυμία εδώ. Με αγαπάει πάρα πολύ και θα έπεφτε να πεθάνει και αυτή μαζί μου.»

Στο τέλος της πορείας του θανάτου η μικρή Θυμία είχε χάσει όλη της την οικογένεια. Στα 15 της παντρεύτηκε τον Ασσύριο Αβραάμ Χάλο και έτσι βρέθηκε στην Αμερική. Στο τέταρτο μέρος περιγράφει τη ζωή της με την οικογένεια της, στη νέα πατρίδα. Τα παιδιά άργησαν να μάθουν τί σημαίνει Πόντιος και τί Ασσύριος. Στο σχολείο οι δάσκαλοι τούς απαντούσαν ότι δεν υπάρχουν τέτοιες χώρες. Στο τελευταίο μέρος ξαναγυρίζουμε στο παρόν, στην πορεία της συγγραφέως Thea Halo και της μητέρας της προς το Αϊοντόν, εβδομήντα χρόνια μετά όπου τελικά βρίσκουν το σπίτι της μητέρας της.

Πηγές – Βιβλιογραφία

http://www.agiasofia.com/

Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια 1971

The Blight of Asia – GEORGE HORTON 1926

Μαύρη Βίβλος (1914-1918) – Οικουμενικό Πατριαρχείο

1922 Μαύρη Βίβλος – Γιάννης Καψής 1992

Χαμένες Πατρίδες – Γιάννης Καψής 1992

Τοπάλ Οσμάν – Λαμψίδης Γεώργιος, 1969

Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας – Χρήστος Αγγελομάτης

Η Ελλάς εν Μικρά Ασία – Ξενοφών Στρατηγός 1925

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους – Παπαρρηγόπουλου, Καρολίδη

Tό Αντάρτικο του Πόντου – Δημοσθένης Κελεκίδης

Η γενοκτονία των Ελλήνων – Χάρης Τσιρκινίδης

Ο ηρωϊκός Πόντος – Ευστάθιος Πελαγίδης

Γή του Πόντου – Δημήτρης Ψαθάς



http://chilonas.wordpress.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

8
Στον Πόντο ζούσε στο Ασαρτσούχ, ένα χωριό του νομού Σεβάστειας που πλέον δεν υπάρχει. Ο Χαράλαμπος Κυριλλίδης, μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκαταστάθηκε στη Γαλανόβρυση Ελασσόνας αλλά δεν ξέχασε ποτέ.

Σήμερα, χάρη στις καταγραφές που ξεκίνησε να κάνει το 1987 ο ανιψιός του Καλιφρών Κυριλλίδης, μπορούμε να τον δούμε σε ένα σπάνιο βίντεο του 1989. Αυτός ο Πόντιος πρόσφυγας πρώτης γενιάς αφηγείται: «Τι τραβήξαμε… Τα πήραν όλα οι Τούρκοι, δεν είχαμε τίποτε όταν ήρθαμε εδώ».

Δύο από τα αδέρφια του πατέρα του Χαράλαμπου Κυριλλίδη τα σκότωσαν, και έναν τον κρέμασαν. Ένας από αυτούς ο Καλιφρών, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία όταν ήταν στη φυλακή περιμένοντας να εκτελεστεί η θανατική ποινή, έδωσε την εξής εντολή: «Πάρε τα δαχτυλίδια, πάρε τις λίρες και κοίτα τα μωρά. Να μην γίνετε Τούρκοι, στην πίστη μας πάνω ας μας σκοτώσουν».



phpBB [video]



http://www.pontos-news.gr/pontic-articl ... -afigeitai
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η γενοκτονία των Ποντίων....για να μην ξεχνιόμαστε!

9
ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΣΤΟ ΔΙΩΓΜΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΤΟΥΣ...

phpBB [video]


Στίχοι: Χρήστος Αντωνιάδης
Μουσική: Κώστας Σιαμίδης
Πρώτη εκτέλεση: Αχιλλέας Βασιλειάδης & Γιάννης Κουρτίδης ( Ντουέτο )


Την πατρίδαμ' έχασα,
άκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι'αρόθυμο, όι-όι
ν' ανασπάλω κι' επορώ.

Ρεφραίν:
Μίαν κι' άλλο ΄σην ζωή μ'
σο πεγάδι μ' σην αυλή μ'.
Νέροπον ας έπινα, όι-όι
και τ' ομμάτα μ' έπλυνα.

Τά ταφία μ' έχασα
ντ' έθαψα κι' ενέσπαλα.
Τ' εμετέρτς αναστορώ, όι-όι
και ΄ς σο ψυόπο μ' κουβαλώ.

Ρεφραίν...

Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα, όι-όι
επέμναν ακρόνυχτα.


Στα νεοελληνικά

Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα.
Κλαίω και νοσταλγώ, όι όι
να ξεχάσω δεν μπορώ.

Ρεφραίν:
Άλλη μια φορά στη ζωή μου
στο πηγάδι μου στην αυλή μου.
Να έπινα νερό, όι όι
και να έπλυνα τα μάτια μου.

Έχασα τους τάφους μου
αυτούς που έθαψα και δεν ξέχασα.
Θυμάμαι τους δικούς μο, όι όι
και στην ψυχή μου τους κουβαλώ.

Ρεφραίν

Εκκλησίες έρημες,
μοναστήρια χωρίς καντήλια,
πόρτες και παράθυρα, όι όι
έμειναν ορθάνοιχτα.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Χαμένες Πατρίδες”

cron