Re: Ερμηνεία Αποκαλύψεως Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου
Δημοσιεύτηκε: 31 Ιαν 2015, 21:34
(Μέρος Δ')
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι στό χέρι του, στή δικαιοδοσίαν του, στήν πρόνοιάν του, μέ ὅλον τό πλήρωμά της, λαϊκούς καί κληρικούς, καί τίποτα δέν τοῦ διαφεύγει.
Καί τί λέγει ὁ Κύριος εἰς τόν Ἰωάννην;
«Τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Ἐφέσῳ Ἐκκλησίας γράψον».
Μέ τόν ἴδιον τύπον θά ἀποταθῆ ὁ Κύριος καί πρός τάς ἑπτά Ἐκκλησίας.
Μποροῦμε νά ὑπογραμμίσωμε μέ πολλή συντομία ἕνα κεντρικό σημεῖον ἀπό κάθε Ἐπιστολήν.
Ἡ περίπτωσις, ὅπως εἴπαμε, μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα, διότι ὁ Κύριος ἀποτείνεται πρός τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς κάθε ἐποχῆς.
1. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου
Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τήν Ἐκκλησίαν αὐτήν διότι ἀπεδοκίμασε τούς ψευδαποστόλους ἰουδαΐζοντας αἱρετικούς, ὅπως καί τούς Νικολαΐτας.
Ὅμως, κατά τήν προσπάθειαν κατά τῶν αἱρετικῶν ἠτόνισε κάπως ἡ ἀγάπη της πρός τόν Ἰησοῦν Χριστόν.
«Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφῆκας » (2,4).
Τό παράπονον τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ πύρωσις τῆς καρδίας, ἡ ἀφοσίωσις, ἡ λατρεία, ἔχουν ὑποτονισθῆ.
Ἡ ἀγάπη δέν νοεῖται ὡς ἐξαντλουμένη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ἀλλά καί εἰς τήν Ὀρθοπραξίαν καί εἰς τήν ἰδιαιτέραν ἀγαπητικήν ἀνάβασιν τῆς καρδίας πρός τόν Θεόν.
2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης.
Ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἐπαινεῖται ἐξ ὁλοκλήρου.
«Οἶδα σου τά ἔργα καί τήν θλῖψιν καί τήν πτωχείαν. Ἀλλά πλούσιος εἶ (2,9).
Διαγράφεται ἕνα τρίπτυχο χριστιανικῆς πορείας: Τά ἔργα, ὡς δρᾶσις ποιμαντική, καί ὡς ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας.
Ἡ θλῖψις, ὡς στοιχεῖον γνησιότητος πού φανερώνει τάς δυσκολίας τῶν ἀντιθέων καί κοσμικῶν δυνάμεων πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν καί τήν θλίβουν ποικιλοτρόπως.
Ἡ πτωχεία, ὡς σπουδαῖον ἀγαθόν πού δείχνει τήν κατανόησιν τοῦ εὐαγγελικοῦ πνεύματος καί πού ἀποτελεῖ καί αὐτή στοιχεῖον γνησιότητος τοῦ Εὐαγγελίου.
Τέλος, διαγράφεται μελλοντικός διωγμός διά τόν ὁποῖον ὁ Κύριος συμβουλεύει: μηδέν φοβοῦ ἅ μέλλεις παθεῖν», καί «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου».
Ὁ διωγμός εἶναι ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν κόσμον.
Ἐκκλησία διωκομένη εἶναι ἀπόδειξις ὅτι εὑρίσκεται εἰς ὀρθήν ὁδόν καί ἔχει χάριν πολλήν ἀπό τόν Θεόν.
Ἐκκλησία μή διωκομένη καί πού συμμαχεῖ μέ τόν κόσμον, ἔχει ἀποδοκιμασθεῖ ἀπό τόν Χριστόν.
3. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου
Ἡ πόλις τῆς Περγάμου ὀνομάζεται ὑπό τοῦ Κυρίου, θρόνος τοῦ Σατανᾶ.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου ἔδειξε ἀντίστασιν εἰς τήν ἐπικρατοῦσαν εἰδωλολατρείαν ἔχοντας καί εἰς τό ἐνεργητικόν της τό μαρτύριον τοῦ Ἐπισκόπου της Ἀντύπα.
Ὑπάρχουν ὅμως καί τά παράπονα τοῦ Ἰησοῦ:
«Ἔχεις κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν».
Οἱ Νικολαΐται ἦσαν γνωστικίζοντες αἱρετικοί καί ἐθεωροῦντο ὡς ἀντινομισταί.
Ἐν ὀνόματι, δῆθεν τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας, εἶχαν ἐλαστικές ἀντιλήψεις περί πίστεως καί σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
Ἀρχή των ἦτο: «Παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ».
Πολλοί σήμερα Χριστιανοί μας ἔχουν μακρινούς των προγόνους τούς Νικολαΐτας, μέ τό νά ἔχουν χαλαρή ἀντίληψι περί τῆς ἠθικῆς, καί μάλιστα ἐπί τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
4. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Θυατείρων
Ἐπαινεῖται ἡ ἀγάπη καί ἡ πίστις καί ἡ διακονία καί ἡ ὑπομονή τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς.
Ἠνήχετο ὅμως μία ψευδοπροφῆτιν μέ τό συμβολικό ὄνομα Ἰεζάβελ.
Αὐτή ἦτο χριστιανή πλανεμένη πού ὑπηρετοῦσε τόν προφητισμόν, δηλαδή δαιμονικές προφητεῖες.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλούς τέτοιους, μέ τήν γενικήν ὀνομασίαν «φωτισμένοι», πού ἐμφανίζονται ὡς ὁραματισταί, ἐνυπνιασταί κλπ.
Αὐτοί ὅλοι σφετερίζονται τήν Ἐκκλησίαν καί τόν κλῆρον καί πλανοῦν τούς πιστούς.
Εὔκολα δέν γίνονται ἀντιληπτοί διότι δείχνουν ὑπερβάλλοντα ζῆλον πίστεως, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι κίβδηλοι καί ἀποδοκιμάζονται ἀπό τόν Χριστόν.
5. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Σάρδεων
Κεντρικόν σημεῖον: «Οἶδα σου τά ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εἶ».
Φοβερός λόγος.
Ὁ καθένας εὑρίσκει τόν ἑαυτόν του.
Πρόκειται διά μίαν εὐσεβοφάνειαν, ἕνα σχῆμα εὐσεβείας πού στό βάθος ἡ πνευματική ζωή εἶναι νεκρή.
Εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί· ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι... ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» ( Β΄Τιμ. 3, 1 – 5).
6. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Φιλαδελφείας
Μία ἐπιστολή γεμάτη ἀπό ἔπαινον.
«Ὅτι ἐτήρησας τόν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπί τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς» (3,10).
Καί ποῖος αὐτός ὁ παγκόσμιος πειρασμός;
Θά εἶναι ὁ πειρασμός τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου πού θά ἀνοίξουν τόν δρόμον εἰς τόν Ἀντίχριστον.
Ποῖος θά μείνη πιστός εἰς τό θεανθρώπινον Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ ὅταν θά ὑπάρχη ὄχι μόνον κατακλυσμός ἀπιστίας ἀλλά καί διωγμός καί μαρτύριον δι᾿ ἐκεῖνον πού θά πιστεύη εἰς τόν Χριστόν;
«Κράτει ὅ ἔχεις».
Εἶναι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας πού πρέπει σταθερά νά κρατήσωμε.
7. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Λαοδίκειας
Μία ἐπιστολή πού συνδυάζει αὐστηρότητα, δριμύτητα καί τρυφερότητα.
«Οἶδα σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός. Οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (3,15).
Εἶναι οἱ πιστοί πού «χωλαίνουσιν ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ΄Βασ. 18,21), ἀνάμεσα εἰς τόν Χριστόν καί εἰς τόν κόσμον.
Εἶναι οἱ κοσμικοποιημένοι Χριστιανοί πού ταυτοχρόνως ἔχουν ὑψηλήν ἰδέαν περί τῆς θρησκευτικότητός των.
Δυσκολεύονται νά μετανοήσουν ἐπειδή ζοῦν τήν ψυχολογίαν τῆς ἐπαρκείας καί τῆς αὐταρεσκείας.
Θά σέ ξεράσω, εἶναι ἡ ἀπάντησις τοῦ Χριστοῦ.
Ἐν τούτοις, ὁ Κύριος κάνει ἔκκλησιν μετανοίας: «Ἐγώ ὅσους ἐάν φιλῶ, ἐλέγχω καί παιδεύω· ζήλευε οὖν καί μετανόησον. Ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3,19 – 21).
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι στό χέρι του, στή δικαιοδοσίαν του, στήν πρόνοιάν του, μέ ὅλον τό πλήρωμά της, λαϊκούς καί κληρικούς, καί τίποτα δέν τοῦ διαφεύγει.
Καί τί λέγει ὁ Κύριος εἰς τόν Ἰωάννην;
«Τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Ἐφέσῳ Ἐκκλησίας γράψον».
Μέ τόν ἴδιον τύπον θά ἀποταθῆ ὁ Κύριος καί πρός τάς ἑπτά Ἐκκλησίας.
Μποροῦμε νά ὑπογραμμίσωμε μέ πολλή συντομία ἕνα κεντρικό σημεῖον ἀπό κάθε Ἐπιστολήν.
Ἡ περίπτωσις, ὅπως εἴπαμε, μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα, διότι ὁ Κύριος ἀποτείνεται πρός τούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς κάθε ἐποχῆς.
1. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου
Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τήν Ἐκκλησίαν αὐτήν διότι ἀπεδοκίμασε τούς ψευδαποστόλους ἰουδαΐζοντας αἱρετικούς, ὅπως καί τούς Νικολαΐτας.
Ὅμως, κατά τήν προσπάθειαν κατά τῶν αἱρετικῶν ἠτόνισε κάπως ἡ ἀγάπη της πρός τόν Ἰησοῦν Χριστόν.
«Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφῆκας » (2,4).
Τό παράπονον τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ πύρωσις τῆς καρδίας, ἡ ἀφοσίωσις, ἡ λατρεία, ἔχουν ὑποτονισθῆ.
Ἡ ἀγάπη δέν νοεῖται ὡς ἐξαντλουμένη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ἀλλά καί εἰς τήν Ὀρθοπραξίαν καί εἰς τήν ἰδιαιτέραν ἀγαπητικήν ἀνάβασιν τῆς καρδίας πρός τόν Θεόν.
2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης.
Ἡ Ἐκκλησία αὐτή ἐπαινεῖται ἐξ ὁλοκλήρου.
«Οἶδα σου τά ἔργα καί τήν θλῖψιν καί τήν πτωχείαν. Ἀλλά πλούσιος εἶ (2,9).
Διαγράφεται ἕνα τρίπτυχο χριστιανικῆς πορείας: Τά ἔργα, ὡς δρᾶσις ποιμαντική, καί ὡς ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας.
Ἡ θλῖψις, ὡς στοιχεῖον γνησιότητος πού φανερώνει τάς δυσκολίας τῶν ἀντιθέων καί κοσμικῶν δυνάμεων πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν καί τήν θλίβουν ποικιλοτρόπως.
Ἡ πτωχεία, ὡς σπουδαῖον ἀγαθόν πού δείχνει τήν κατανόησιν τοῦ εὐαγγελικοῦ πνεύματος καί πού ἀποτελεῖ καί αὐτή στοιχεῖον γνησιότητος τοῦ Εὐαγγελίου.
Τέλος, διαγράφεται μελλοντικός διωγμός διά τόν ὁποῖον ὁ Κύριος συμβουλεύει: μηδέν φοβοῦ ἅ μέλλεις παθεῖν», καί «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου».
Ὁ διωγμός εἶναι ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν κόσμον.
Ἐκκλησία διωκομένη εἶναι ἀπόδειξις ὅτι εὑρίσκεται εἰς ὀρθήν ὁδόν καί ἔχει χάριν πολλήν ἀπό τόν Θεόν.
Ἐκκλησία μή διωκομένη καί πού συμμαχεῖ μέ τόν κόσμον, ἔχει ἀποδοκιμασθεῖ ἀπό τόν Χριστόν.
3. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου
Ἡ πόλις τῆς Περγάμου ὀνομάζεται ὑπό τοῦ Κυρίου, θρόνος τοῦ Σατανᾶ.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Περγάμου ἔδειξε ἀντίστασιν εἰς τήν ἐπικρατοῦσαν εἰδωλολατρείαν ἔχοντας καί εἰς τό ἐνεργητικόν της τό μαρτύριον τοῦ Ἐπισκόπου της Ἀντύπα.
Ὑπάρχουν ὅμως καί τά παράπονα τοῦ Ἰησοῦ:
«Ἔχεις κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν».
Οἱ Νικολαΐται ἦσαν γνωστικίζοντες αἱρετικοί καί ἐθεωροῦντο ὡς ἀντινομισταί.
Ἐν ὀνόματι, δῆθεν τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας, εἶχαν ἐλαστικές ἀντιλήψεις περί πίστεως καί σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
Ἀρχή των ἦτο: «Παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ».
Πολλοί σήμερα Χριστιανοί μας ἔχουν μακρινούς των προγόνους τούς Νικολαΐτας, μέ τό νά ἔχουν χαλαρή ἀντίληψι περί τῆς ἠθικῆς, καί μάλιστα ἐπί τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.
4. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Θυατείρων
Ἐπαινεῖται ἡ ἀγάπη καί ἡ πίστις καί ἡ διακονία καί ἡ ὑπομονή τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς.
Ἠνήχετο ὅμως μία ψευδοπροφῆτιν μέ τό συμβολικό ὄνομα Ἰεζάβελ.
Αὐτή ἦτο χριστιανή πλανεμένη πού ὑπηρετοῦσε τόν προφητισμόν, δηλαδή δαιμονικές προφητεῖες.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει πολλούς τέτοιους, μέ τήν γενικήν ὀνομασίαν «φωτισμένοι», πού ἐμφανίζονται ὡς ὁραματισταί, ἐνυπνιασταί κλπ.
Αὐτοί ὅλοι σφετερίζονται τήν Ἐκκλησίαν καί τόν κλῆρον καί πλανοῦν τούς πιστούς.
Εὔκολα δέν γίνονται ἀντιληπτοί διότι δείχνουν ὑπερβάλλοντα ζῆλον πίστεως, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι κίβδηλοι καί ἀποδοκιμάζονται ἀπό τόν Χριστόν.
5. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Σάρδεων
Κεντρικόν σημεῖον: «Οἶδα σου τά ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εἶ».
Φοβερός λόγος.
Ὁ καθένας εὑρίσκει τόν ἑαυτόν του.
Πρόκειται διά μίαν εὐσεβοφάνειαν, ἕνα σχῆμα εὐσεβείας πού στό βάθος ἡ πνευματική ζωή εἶναι νεκρή.
Εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί· ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι... ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» ( Β΄Τιμ. 3, 1 – 5).
6. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Φιλαδελφείας
Μία ἐπιστολή γεμάτη ἀπό ἔπαινον.
«Ὅτι ἐτήρησας τόν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπί τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς» (3,10).
Καί ποῖος αὐτός ὁ παγκόσμιος πειρασμός;
Θά εἶναι ὁ πειρασμός τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου πού θά ἀνοίξουν τόν δρόμον εἰς τόν Ἀντίχριστον.
Ποῖος θά μείνη πιστός εἰς τό θεανθρώπινον Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ ὅταν θά ὑπάρχη ὄχι μόνον κατακλυσμός ἀπιστίας ἀλλά καί διωγμός καί μαρτύριον δι᾿ ἐκεῖνον πού θά πιστεύη εἰς τόν Χριστόν;
«Κράτει ὅ ἔχεις».
Εἶναι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας πού πρέπει σταθερά νά κρατήσωμε.
7. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Λαοδίκειας
Μία ἐπιστολή πού συνδυάζει αὐστηρότητα, δριμύτητα καί τρυφερότητα.
«Οἶδα σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός. Οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (3,15).
Εἶναι οἱ πιστοί πού «χωλαίνουσιν ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ΄Βασ. 18,21), ἀνάμεσα εἰς τόν Χριστόν καί εἰς τόν κόσμον.
Εἶναι οἱ κοσμικοποιημένοι Χριστιανοί πού ταυτοχρόνως ἔχουν ὑψηλήν ἰδέαν περί τῆς θρησκευτικότητός των.
Δυσκολεύονται νά μετανοήσουν ἐπειδή ζοῦν τήν ψυχολογίαν τῆς ἐπαρκείας καί τῆς αὐταρεσκείας.
Θά σέ ξεράσω, εἶναι ἡ ἀπάντησις τοῦ Χριστοῦ.
Ἐν τούτοις, ὁ Κύριος κάνει ἔκκλησιν μετανοίας: «Ἐγώ ὅσους ἐάν φιλῶ, ἐλέγχω καί παιδεύω· ζήλευε οὖν καί μετανόησον. Ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3,19 – 21).