ΕΣΥ και ΕΜΕΙΣ

1
Σὰν νύχτωσε, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, μ᾿ ἕνα φανάρι στὸ χέρι, ξεκλειδώνει τὴ σιδερόπορτα καὶ μπαίνει μέσα. Σταματᾷ καὶ κυττάζει κατάματα τὸν φυλακισμένο, σὰν νὰ τὸν τρυπὰ μὲ τὸ σουβλερὸ μάτι του. Ὕστερα βάζει τὸ φανάρι ἐπάνω στὸ τραπέζι, πλησιάζει τὸν Χριστό, καὶ τοῦ λέγει: «Εἶσαι Ἐσὺ ὁ ἴδιος;». Δὲν παίρνει καμμιὰ ἀπόκριση. Μὰ κατάλαβε πὼς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν ρωτᾷ: «Γιατί ᾖρθες νὰ μᾶς ἐνοχλήσῃς;». Ὁ Χριστὸς στέκεται βουβός. Γιὰ τοῦτο, ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἀπαντᾷ ὁ ἴδιος στὰ ἐρωτήματά του.

Λέγει λοιπὸν στὸν Χριστό: «Πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια ᾖρθες νὰ διδάξῃς στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία. Μὰ ἐμεῖς, ἀφοῦ τοὺς ὑποδουλώσαμε, τοὺς κάναμε νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι ἐλεύθεροι, ἂν καὶ φέρανε τὴν ἐλευθερία τους καὶ τὴν ρίξανε στὰ πόδια μας.

Αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους. Μὰ Ἐσὺ δὲν θέλησες νὰ τὸν ἀκολουθήσῃς. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ μᾶς ἔδωσες τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν», καὶ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ Ἐσὺ δὲν τὸ ἔκανες. Τώρα δὲ μπορεῖ νὰ σκέπτεσαι πῶς μπορεῖ νὰ μᾶς πάρης πίσω αὐτὴν τὴν ἐξουσία. Λοιπόν, γιατί ᾖρθες νὰ μᾶς ἐνοχλήσῃς;
Τὸ Μέγα Πνεῦμα Σοῦ ἔβαλε τρία ἐρωτήματα, τότε ποὺ Σὲ πείραξε στὴν ἔρημο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα βρίσκεται ὅλη ἡ μέλλουσα ἱστορία τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐνῷ τὸ κραταιὸ Πνεῦμα Σοῦ εἶπε νὰ τὸ προσκυνήσῃς γιὰ νὰ γίνουν «οἱ λίθοι ἄρτοι», Ἐσὺ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Δὲν θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος μοναχὰ μὲ τὸ ψωμί», δηλ. μόνο με τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Ἐσὺ δηλαδή, ἀντὶ αὐτὴ τὴ χεροπιαστὴ ὑλικὴ ἐπιτυχία, τοὺς ἔδινες μία ἐλευθερία ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ὁ νοῦς κι᾿ ἡ καρδιά τους εἶναι περιωρισμένα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς ἔδωσες, εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ ἀνυπόφορο πρᾶγμα. Ἐνῷ ἂν ἔκανες τὶς πέτρες ψωμιά, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα θὰ Σὲ ἀκολουθοῦσε μὲ εὐγνωμοσύνη. Ἐσὺ ὅμως εἶπες: «Δὲν θὰ ζήσῃ μὲ ψωμὶ μοναχὰ ὁ ἄνθρωπος». Ξέρεις λοιπὸν πὼς ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ἐπίγειου ψωμιοῦ θὰ σηκωθῆ καταπάνω Σου τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς (τοῦ κόσμου); Ξέρεις ἀκόμα πὼς ἡ ἀνθρωπότητα μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν της καὶ τῶν διανοουμένων της θὰ διακηρύξη, ὕστερ᾿ ἀπὸ αἰῶνες, πῶς δὲν ὑπήρξανε μήτε ἁμαρτίες, μήτε ἐγκλήματα, παρὰ μοναχὰ πεινασμένοι ἄνθρωποι; Ἐσὺ τὰ ξέρεις αὐτά. Ἡ σημαία ποὺ θὰ σηκωθῇ καταπάνω Σου θὰ γράφῃ ἀπάνω: «Πρῶτα χόρτασέ μας, κι᾿ ὕστερα ζήτα ἀπὸ μᾶς νὰ κάνουμε τὸν λόγο Σου!». Μὲ αὐτὴ τὴ σημαία θὰ γκρεμίσουν τὸν ναό Σου, καὶ στὴ θέση του θὰ χτίσουνε ἕνα φοβερὸ πύργο τοῦ Βαβέλ.

Ἐμεῖς ὅμως θὰ τοὺς χορτάσουμε, καὶ θὰ τελειώσουμε αὐτὸν τὸν πύργο τοῦ Βαβέλ. Καὶ θὰ τοὺς ποῦμε ψέματα πὼς αὐτὸ ποὺ κάνουμε τὸ κάνουμε στ᾿ ὄνομά Σου. Ἐσὺ τοὺς ὑποσχέθηκες «τὸν οὐράνιον ἄρτον». Μπορεῖ αὐτὸ τὸ ψωμὶ νὰ συγκριθῆ μὲ τὸ χεροπιαστὸ ψωμί, μὲ τὸ ἐπίγειο ψωμί; Καλά, τέλος πάντων, γιὰ «τὸν οὐράνιον ἄρτον» θὰ Σὲ ἀκολουθήσουν χίλιοι, δέκα χιλιάδες, ἑκατὸ χιλιάδες. Ἀλλὰ τί θὰ γίνουνε τὰ ἑκατομμύρια καὶ τὰ δισεκατομμύρια πλάσματα ποὺ δὲν θἄχουνε τὴ δύναμη νὰ περιφρονήσουν τὸ ἐπίγειο ψωμί, γιὰ νὰ λάβουν «τὸν οὐράνιον ἄρτον» Σοῦ; Ἐμεῖς θὰ γίνουμε σωτῆρες γι᾿ αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια, καὶ θὰ μᾶς θεοποιήσουνε, γιατὶ ἐμεῖς πήραμε ἀπάνω μας τὴν ἐλευθερία τους. Ἐμεῖς ὅμως θὰ ποῦμε πὼς ἔχουμε γιὰ ἀρχηγὸ Ἐσένα, καὶ πὼς πήραμε τὴν ἐξουσία ἀπὸ Ἐσένα. Θὰ λέμε ψέματα, μὰ αὐτὸ θὰ εἶναι χρέος μας. Νά, αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸ πρῶτο ἐρώτημα τοῦ πειρασμοῦ, ποὺ Σοῦ πρότεινε στὴν ἔρημο. Περιφρόνησες τὸ μόνο μέσον ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς νὰ σὲ λατρεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὄχι μοναχὰ ἐκεῖνοι οἱ λίγοι (δήλ. ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦνε τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, Φ.Κ.). Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ παραδώσουν τὴν ἐλευθερία τους σὲ κάποιον. Κι᾿ Ἐσύ, ἀντὶ νὰ πάρῃς τὴν ἐλευθερία τους καὶ νὰ γίνῃς ἐξουσιαστής τους, τοὺς χάρισες ἀκόμα περισσότερη ἐλευθερία. Αὐτὸ ξεπερνᾷ τὴ δύναμή τους, καὶ γιὰ τοῦτο Ἐσὺ στάθηκες γι᾿ αὐτοὺς σκληρός, καὶ δὲν τοὺς ἀγάπησες μὲ τὸ νὰ τοὺς δώσῃς τὴν ἐλευθερία. Γι᾿ αὐτό, Ἐσὺ ὁ ἴδιος συνήργησες στὸ γκρέμισμα τῆς βασιλείας Σου, καὶ δὲν πρέπει νὰ κατηγορᾶς κανέναν γι᾿ αὐτὴ τὴν καταστροφή».

Ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἐξακολούθησε νὰ μιλᾷ δίχως νὰ παίρνῃ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ στεκότανε μπροστά του. Τοῦ μιλᾷ γιὰ τὸν δεύτερο πειρασμό:

«Τὸ πονηρὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦμα Σου εἶπε ἀκόμα νὰ πέσῃς ἀπὸ τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ Σὲ σηκώσουν οἱ ἄγγελοι γιὰ νὰ μὴν πάθῃς τίποτα. Μὰ Ἐσὺ κι᾿ αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχθηκες, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Καὶ τότε ποὺ Σὲ σταυρώσανε καὶ Σοῦ φωνάζανε περιπαιχτικὰ «κατέβα, ἂν μπορῇς, ἀπὸ τὸν σταυρό», Ἐσὺ δὲν κατέβηκες νὰ τοὺς κάνῃς νὰ σέρνονται μπροστά Σου, γιατὶ δὲν ἤθελες νὰ καταργήσῃς τὴν ἐλευθερία τους.
Γι᾿ αὐτό, ὁ προφήτης καὶ μαθητής Σου ἔγραψε πὼς εἶδε στὴν πρώτη ἀνάσταση μοναχὰ δώδεκα χιλιάδες σωσμένους (Ἀποκάλυψις Ἰωάννου ζ´, 5. Λέγει ὅμως γιὰ δώδεκα χιλιάδες ἀπὸ κάθε φυλὴ τοῦ Ἰσραήλ, Φ.Κ.). Λοιπόν, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ λίγοι ἤτανε ἐκεῖνοι ποὺ βαστάξανε τὸν σταυρό Σου καὶ γινήκανε παιδιὰ τῆς ἐλευθερίας Σου, δηλαδὴ οἱ δυνατοί; Κι᾿ οἱ ἄλλοι; Τί θὰ γίνουν οἱ ἄλλοι; Ἦρθες λοιπὸν στὸν κόσμο μοναχὰ γιὰ τοὺς λίγους ἐκλεκτούς; Μὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε.

Λοιπόν, ἐμεῖς τελειοποιήσαμε τὸ ἔργο Σου, καὶ κάναμε ἕνα σύστημα ποὺ νὰ μὴν χάνονται κι᾿ οἱ ἀδύνατοι. Ὥστε δὲν εἴχαμε δίκιο νὰ κάνουμε ὅπως κάναμε;Δὲν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς τὴν ἀνθρωπότητα ὅπως φερθήκαμε; Γιατί λοιπὸν ᾖρθες νὰ μᾶς τὸ χαλάσης;

Ὅλα ὅσα Σου λέγω γνωρίζω πῶς τὰ ξέρεις. Λοιπόν, γιατί νὰ Σοῦ κρύψω τὸ μυστικό μας; Ἀλλὰ ἂς Σοῦ τὸ πῶ, νὰ τ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου: «Λοιπόν, δὲν ἤμαστε μὲ Σένα, ἀλλὰ μ᾿ Αὐτὸν (τὸν διάβολο). Ἀπὸ ὀχτακόσια χρόνια πήγαμε μ᾿ Αὐτόν».
Ἀπὸ ὀχτὼ αἰῶνες δεχθήκαμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τὸ τρίτο δῶρο ποὺ Σοῦ πρόσφερε, δείχνοντάς Σου τὰ βασίλεια τῆς γῆς, κι᾿ Ἐσὺ δὲν τὰ δέχτηκες, τὰ πέταξες. Ἡ ἐξουσία εἶναι τρομερὴ δύναμη, καὶ Σοῦ τὴν πρόσφερε τὸ σοφὸ Πνεῦμα, κι᾿ Ἐσὺ δὲν τὴν πῆρες. Ἐμεῖς ὅμως τὴν πήραμε. Ναί. Πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τὴ Ρώμη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι᾿ ἀνακηρύξαμε τοὺς ἑαυτούς μας ἐπίγειους αὐτοκράτορες, μάλιστα κοσμοκράτορες, ἂν καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόμα. Καὶ ποιὸς φταίει γι᾿ αὐτό; Τὸ ἔργο μας βρίσκεται ἀκόμα στὴν ἀρχή, ἀλλὰ θὰ βαστάξῃ στὸν αἰῶνα, ὡς νὰ πεθάνῃ ἡ γῆ. Ὅπως καὶ νὰ εἶναι, ἐμεῖς θὰ τὸ τελειώσουμε, θὰ ἤμαστε Καίσαρες.
Ἐσὺ ὅμως θὰ μποροῦσες νὰ ἀδράξῃς τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα ἀπὸ τότε πού Σου τὸ πρόσφερε τὸ τρομερὸ καὶ σοφὸ Πνεῦμα, πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια. Ἂν εἶχες ἀκούσει τὴ συμβουλή του, θὰ εἶχες πραγματοποιήσει ὅσα ποθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Θὰ εἴχανε γίνει ἕνα κοπάδι ποὺ θὰ σκέπαζε τὴ γῆ, ποὺ θὰ Σὲ προσκυνοῦσε. Γιατὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει μέσα τῆς τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ μία παγκόσμια ὀργάνωση. Οἱ μεγάλοι κατακτητές, ὅπως ὁ Ταμερλάνος κι᾿ ὁ Τζέκις-Χάν, θελήσανε νὰ ὑποτάξουνε ὅλον τὸν κόσμο, φανερώνοντας ἔτσι κι᾿ αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουνε, πὼς ὁ πόθος τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι νὰ κάνῃ μία παγκόσμια ἕνωση.

Ἂν εἶχες δεχθῇ τότε τὴν ἐξουσία τούτου τοῦ κόσμου καὶ τὴ χλαμύδα τοῦ Καίσαρα, θὰ εἶχες τώρα ἱδρύσει ἕνα παγκόσμιο κράτος καὶ θὰ εἶχες χαρίσει τὴν εἰρήνη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί, ποιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ κυριαρχήσῃ ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ ψωμιά τους, «τοὺς ἄρτους» τους; Ἐσὺ ὅμως ἔλεγες: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ἀλλὰ ἐμεῖς δεχθήκαμε τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι᾿ ἔτσι Σὲ πετάξαμε Ἐσένα, κι᾿ ἀκολουθήσαμε Αὐτόν, τὸ μέγα καὶ κραταιὸ Πνεῦμα. Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ μπορέσουνε νὰ τελειώσουνε τὸν πύργο τοῦ Βαβὲλ ποὺ ἀρχίσανε νὰ χτίζουνε, ἂν δὲν ἀναλάβουμε ἐμεῖς, ἀλλοιῶς θὰ φαγώνουνται μεταξύ τους. Καὶ σὰν ἀναλάβουμε ἐμεῖς, τότε θὰ ἀνατείλει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κράτος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς εὐδαιμονίας.

Ἐσὺ εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς λίγους ποὺ θὰ ἔχῃς («τὸ μικρὸν ποίμνιον», ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, Φ.Κ.), ἐνῷ ἐμεῖς θὰ χαρίσουμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ποιὸς ξέρει ἂν κι᾿ αὐτοὶ οἱ διαλεχτοί Σου δὲν θὰ βαρεθοῦν νὰ Σὲ περιμένουνε, κι᾿ ἂν στὸ τέλος δὲν σηκωθοῦνε κι᾿ αὐτοὶ καταπάνω Σου! Ἔννοια Σου. Θὰ τοὺς πείσουμε πὼς θὰ εἶναι ἐλεύθεροι καὶ εὐτυχισμένοι, ἂν ἀφοσιωθοῦν σὲ μᾶς. Θὰ συρθοῦνε μπροστά μας καὶ θὰ κράζουνε: «Εἴχατε δίκιο· μοναχὰ ἐσεῖς γνωρίζετε τὸ μυστικὸ τοῦ Μεγάλου Πνεύματος!». Θὰ δοῦνε πὼς ἐμεῖς μπορεῖ νὰ μὴν κάνουμε ψωμὶ τὶς πέτρες, ἀλλὰ θὰ τὸ παίρνουνε ἀπὸ τὰ χέρια μας, καὶ θὰ θυμοῦνται πὼς πρὶν καὶ τὸ ψωμὶ στὰ χέρια τους γινότανε πέτρες.

Ἐσὺ ῾μπόδισες τοὺς ἀνθρώπους νἄρθουνε σὲ μᾶς. Ἐσὺ κομμάτιασες τὸ κοπάδι καὶ τὸ ἔκανες νὰ σκορπίσῃ σὲ ἄγνωστους δρόμους. Ἀλλὰ θὰ μαζευτῇ πάλι, καὶ θὰ γίνῃ ὑπάκουο σὲ μᾶς. Κι᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Θὰ τοὺς χαρίσουμε ἐμεῖς μιὰ εὐτυχία ταπεινὴ καὶ ἥσυχη, ποὺ εἶναι γιὰ ἀδύναμα πλάσματα, ὅπως εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Θὰ τοὺς διδάξουμε τὴν ταπείνωση, ἐπειδὴ Ἐσὺ τοὺς σήκωσες πολὺ ψηλά, καὶ περηφανευθήκανε. Ἐμεῖς θὰ τοὺς δώσουμε νὰ καταλάβουνε πὼς εἶναι ἀδύνατα καὶ φοβιτσάρικα ἀνθρωπάρια.

Θὰ μᾶς θαυμάζουνε καὶ θὰ εἶναι περήφανοι γιὰ μᾶς, ποὺ ἤμαστε τόσο δυνατοὶ καὶ τετραπέρατοι, καὶ γιατὶ μπορέσαμε καὶ δαμάσαμε ἕνα κοπάδι τόσο μεγάλο μὲ ἑκατομμύρια κεφάλια ποὺ θὰ σκύβουν μπροστά μας, θὰ τρέμουνε τὸν θυμό μας. Μὰ θὰ μᾶς ἀγαποῦνε κιόλας, γιατὶ θὰ τοὺς δίνουμε συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ποῦμε πὼς ἐμεῖς ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ σβήσουμε τὶς ἁμαρτίες τους, καὶ πὼς μποροῦνε νὰ κάνουνε ἁμαρτίες, καὶ πὼς τὶς συγχωροῦμε ἀπὸ ἀγάπη.

Ὅλα ὅσα λέγω θὰ γίνουνε, καὶ τὸ βασίλειό μας θὰ στεριωθῇ ἀπάνω σὲ γερὰ θεμέλια. Αὔριο θὰ δῇς αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ εἶναι ὑπάκουο σὲ κάθε χειρονομία μου, νὰ πλημμυρίσῃ τὸ μέρος ποὺ θὰ προστάξω νὰ Σὲ κάψουνε, καὶ νὰ συνδαυλίζῃ τὴ φωτιά.

Γιατί, ἂν ὑπάρχη ἕνας ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ καῇ, αὐτὸς εἶσαι Ἐσύ! Αὔριο θὰ Σὲ κάψω».
Εικόνα
Απάντηση

Επιστροφή στο “Προφητείες και Αποκάλυψη”

cron