ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΗΧΗΡΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ

1
Γράφει ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ

Κρατικός ∆ιδάκτωρ Φιλοσοφίας της Σορβόννης.
Επικ. Καθηγητής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Αθηνών.
Επ. Σύμβουλος / τ. Αντιπρόεδρος του Π.Ι.

Αθήνα, 2 Μαρτίου 2011

Σχετικά με τη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης, ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιωμάτων για την «Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού ∆ικαίου»


Kάθε λογής αντίσταση στην άλωση του ελληνικού κράτους από τους λαθρομετανάστες (γιατί περί αυτoύ πρόκειται) θα μπορεί με συνοπτικές διαδικασίες να αποτελέσει ποινικό αδίκημα και να επισύρει αυστηρές κυρώσεις. Είτε πρόκειται για διαμαρτυρία είτε για καταγγελία είτε για διαδήλωση.

Ακόμη και η εμπεριστατωμένη ανάλυση με δεδομένα και στατιστικά στοιχεία ή η αποδεικτικά θεμελιωμένη αρθρογραφία πολύ φοβάμαι ότι θα φιμωθούν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Όσο για το έσχατο προπύργιο της ελεύθερης σκέψης, τα blogs, αυτό έχει ήδη στοχοποιηθεί και θα ριχτεί με συνοπτικές διαδικασίες στην πυρά.

∆εν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: από τη στιγμή που ο αποδέκτης της διαμαρτυρίας ή και της αγανάκτησης μπορεί, αξιοποιώντας τη θολή και ακαθόριστη ρετσινιά του «ρατσισμού» ή της «ξενοφοβίας», να εγκαλέσει το διαμαρτυρόμενο και να μετατραπεί σε εισαγγελέα και δικαστή του, ΟΛΑ είναι δυνατά. Πολύ περισσότερο, όταν μεταξύ των λαθρομεταναστών θα βρίσκονται κάθε φορά πολλοί και πρόθυμοι μάρτυρες κατηγορίας, αν όχι και καταδότες.

Α∆ΥΝΑΜΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ Η ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΟΧΗΣ;

Κανένας δεν ισχυρίστηκε ποτέ πως οι λαθρομετανάστες πρέπει να αφεθούν στο έλεος εμπρηστικών καταγγελιών και εξτρεμιστικών ομάδων. Εφόσον βρίσκονται –για όσο καιρό ακόμη θα βρίσκονται και αναξαρτήτως του πώς βρέθηκαν– στη χώρα μας, δικαιούνται να απολαύσουν την προστασία μιας ευνομούμενης δημοκρατικής Πολιτείας, προσηλωμένης στις αρχές του ανθρωπισμού. Αλλά για το σκοπό αυτό το υφιστάμενο ήδη νομοθετικό πλαίσιο ήταν ίσως επαρκές. Με τον καινούργιο Νόμο –και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις– τίθεται υπό επιτήρηση η ελεύθερη έκφραση σκέψεων και ιδεών των Ελλήνων πολιτών, στοχοποιείται προκαταβολικά οποιοσδήποτε θα τολμήσει να διαμαρτυρηθεί για τα ανοιχτά σύνορα και για την ανυπαρξία μεταναστευτικής πολιτικής στη χώρα μας, στέλνεται στις μυρμηγκοφωλιές του Τρίτου Κόσμου το χαρμόσυνο μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να υποδεχτεί μετά βαΐων και κλάδων καινούργια στίφη λαθρομεταναστών και διατρανώνεται η ειλημμένη απόφαση της Ελληνικής Πολιτείας να ανεχτεί αν όχι και να ενθαρρύνει την αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του λαού μας με τη δραματική συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας πως οι λαθρομετανάστες είναι οργανωμένοι και έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με κόμματα και ΜΚΟ, ότι οι εκπρόσωποί τους μιλούν και διαπραγματεύονται με ανώτατους αξιωματούχους της εκτελεστικής εξουσίας, ότι έχουν την υποστήριξη των ΜΜΕ, τα οποία ποδηγετούνται από την Κίρκη της «πολιτικής ορθότητας», ότι κάνουν επίδειξη δύναμης καταλαμβάνοντας πλατείες με το πρόσχημα της δημόσιας προσευχής και ότι εγκαθίστανται δυναμικά σε πανεπιστημιακές σχολές και δημόσια κτήρια, όπου, κραδαίνοντας τις σφιγμένες γροθιές τους, διατυπώνουν την αξίωση να υπαγορεύσουν στην Ελληνική Πολιτεία τους όρους τους, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το καινούργιο νομοθέτημα, που καταπνίγει στη γένεσή τους διαμαρτυρίες ή και διαβήματα του ελληνικού λαού, δεν παρέχει απλώς προστασία σε αδύναμους μετανάστες. Τείνει, επιπλέον, να μετατρέψει τα στίφη των εισβολέων σε «εν δυνάμει» στρατό κατοχής!. Ο «στρατός» αυτής της άτυπης κατοχής όχι μόνο δε συναντά πλέον την παραμικρή αντίσταση στη σαρωτική προέλασή του, αλλά και έχει την αποδοχή, την έγκριση, την επιδοκιμασία και την πλήρη κάλυψη (νομοθετική, δικαστική, αστυνομική, διοικητική, οικονομική) της ίδιας της Ελληνικής Πολιτείας, εναντίον της οποίας στρέφεται.

Η Ελληνική Πολιτεία έχει καταστήσει απολύτως σαφείς τις επιλογές της: συμπαράταξη με τον εισβολέα και προληπτικός σωφρονισμός του γηγενούς. Όποιος τολμήσει στο εξής να διαμαρτυρηθεί ή και να αντισταθεί, κινδυνεύει να πιαστεί από την τσιμπίδα του αντιρατσιστικού/αντιξενοφοβικού νόμου και να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Οι ωραιολογίες και οι εύηχες διακηρύξεις δεν πείθουν πλέον κανέναν. Το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης ακριβώς αυτές τις λαϊκές διαμαρτυρίες και αντιστάσεις αποσκοπεί να καταστείλει. Υπό τους αλαλαγμούς (αν όχι και με βάση τις καταγγελίες) των ΜΚΟ, των ταγμάτων εφόδου της Νέας Τάξης (αναρχικών-αντιεξουσιαστών) και των κατ‘ επάγγελμα «προοδευτικών» –με επί κεφαλής γνωστούς και μη εξαιρετέους πανεπιστημιακούς που δραστηριοποιούνται υπό την σκέπην των πτερύγων κάποιων ζάπλουτων «πατερούληδων»– η ελληνική κοινωνία υποχρεώνεται να τηρήσει τη «σιγή των αμνών», ενώ οι λαθρομετανάστες αναδεικνύονται κυρίαρχοι του παιχνιδιού!

H πολυπολιτισμικότητα, η οποία καταργεί την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού στην ελληνική επικράτεια, μοιραίως ακυρώνει την ελληνικότητα στην ίδια την κοιτίδα της, δηλαδή την Ελλάδα. Αν το καλοσκεφτούμε, η πολυπολιτισμικότητα πετυχαίνει ειρηνικά και αναίμακτα ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ποικιλώνυμοι εχθροί του ελληνισμού στη διάρκεια της τρισχιλιετούς ιστορίας του. Αυτή η αθώα και ελκυστική έννοια της πολυπολιτισμικότητας, που στη συνείδηση των αφελών με τις ναρκωμένες αντιστάσεις δημιουργεί τους συνειρμούς της ανοχής απέναντι στο διαφορετικό, της πολυφωνίας και της ανθρώπινης επικοινωνίας, είναι μια θανάσιμη παγίδα για το ελληνικό έθνος, ένας ∆ούρειος Ίππος που οι σύγχρονοι Σίνωνες τον τοποθετούν στο κέντρο της εκπαίδευσης και της κοινωνίας μας με την προοπτική να αλώσουν και να εξαλείψουν την ελληνικότητά μας

Εδώ πρέπει να είμαστε σαφείς και κατηγορηματικοί: η καταπολέμηση του ρατσισμού είναι απλώς ένα πρόσχημα και μια δικαιολογία. Ουδείς Έλληνας φέρεται εχθρικά στον αλλογενή, επειδή τάχα τα φυλετικά χαρακτηριστικά του τελευταίου διαφέρουν από εκείνα του γηγενούς. Και ο νομοθέτης, που αυτά όλα τα γνωρίζει πολύ καλά έστω και αν προσποιείται ότι τα αγνοεί, κατά βάθος είναι παγερώς αδιάφορος απέναντι στον κίνδυνο ενός «stricto sensu» ρατσισμού. Στην ουσία, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι κάτι διαφορετικό και παραπολύ απλό. Να ελαχιστοποιηθούν ως την οριστική εξαφάνισή τους, αν είναι δυνατόν, οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας, την ώρα κατά την οποία: α) θα εξακολουθήσουν να εισβάλλουν στη χώρα μας ανεμπόδιστα τα στίφη των λαθρομεταναστών και β) θα εγκαθιδρύεται σταδιακά η «πολυπολιτισμικότητα», εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται η εθνολογική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού και συντελείται η κοινωνική και εθνική αποδόμηση της χώρας. Μετατραπήκαμε άραγε ξαφνικά σε ιδανικούς αυτόχειρες ή μήπως πάσχουμε από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει;

Το ότι όμως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών είναι αγανακτισμένη από τη γενικευμένη παραλυσία και ασυδοσία με αποτέλεσμα να μη θέλει λαθρομετανάστες στη χώρα μας δεν αποτελεί ξενοφοβία. Είναι λογική αντίδραση σε μια κατάσταση έκρυθμη και πολλαπλώς απειλητική. Οι Έλληνες πολίτες, που μια ζωή πληρώνουν φόρους, που με το υστέρημά τους στηρίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία τους, που έχουν υπομείνει λιτότητες και έχουν υποστεί στερήσεις για ένα καλύτερο αύριο, που με το αίμα της καρδιάς τους συνέβαλαν στη δημιουργία κάποιων υποτυπωδών κοινωνικών αγαθών στη δύσμοιρη αυτή χώρα, γιατί θα πρέπει να κλείσουν τα μάτια την ώρα που η πατρίδα τους αλώνεται εξ απήνης και η ζωή τους υποβαθμίζεται; Άλλωστε, δεν πρόκειται για μετανάστες που ήρθαν νόμιμα στη χώρα μας για να καλύψουν υπαρκτές ανάγκες σε εργατικό δυναμικό ούτε για αληθινούς πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι αριθμητικώς αμελητέοι. Πρόκειται για στίφη ειρηνικών (επί του παρόντος) αλλά οπωσδήποτε παράνομων εισβολέων, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη γλώσσα, τη νοοτροπία, την κουλτούρα και τις έγνοιες των Ελλήνων. Οι άνθρωποι αυτοί δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο από τα προσωπικά προβλήματά τους και δεν απαιτούν τίποτα λιγότερο από το να τους επωμιστεί και να τους αποκαταστήσει μια χώρα, στο εσωτερικό της οποίας είναι ξένα σώματα και η οποία έχει από κάθε άποψη φτάσει προ πολλού στα όριά της.

Βέβαια, η συνωμοσιολογία δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος και η εθνική μανία καταδίωξης μπορεί να οδηγήσει σε κυνήγι μαγισσών. Είναι, όμως, δύσκολο να μην αναρωτηθούμε πώς αυτοί οι εξαθλιωμένοι εισβολείς βρίσκουν αρκετές χιλιάδες δολάρια ο καθένας για να πληρώσουν τους «δουλεμπόρους» (άλλη κακοποιημένη λέξη!) και ποιος τους δασκαλεύει να κραδαίνουν από ένα τυπωμένο χαρτί με τα δικαιώματά τους. ∆ε χρειάζεται πολλή σκέψη για να συμπεράνει κανείς ότι κάποιοι τους χρηματοδοτούν, τους οργανώνουν και τους «σπρώχνουν» στην Ελλάδα για λόγους που εύκολα μπορούμε να μαντέψουμε. Θα φιμώσει ο νόμος κάθε αντίρρηση, διαμαρτυρία ή αντίδραση σε αυτή τη θεσμοθετημένη άλωση του Ελληνικού Κράτους.

ΜΕΡΙΚΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ
• Με βάση ποια λογική η Ελλάδα πρέπει να γίνει ο χώρος υποδοχής των απανταχού της γης κατατρεγμένων, καταπιεσμένων και εξαθλιωμένων; Υπάρχει κάποιο ιστορικό συμβόλαιο που να μας επιβάλλει, στο όνομα της απανταχού της γης δυστυχίας, να δυστυχήσουμε και εμείς (ακόμη περισσότερο από ό,τι δυστυχούμε ήδη) στην ίδια την πατρίδα μας;
• Σεβόμαστε τον πόνο των αλλοδαπών –τον ανθρώπινο πόνο, γενικότερα– και πονάμε βλέποντάς τους να υποφέρουν. Πονάμε, όμως, περισσότερο τους Έλληνες, τους ομοεθνείς μας, που η λαθρομετανάστευση τους βλάπτει πολλαπλά. Με ποια λογική χαρακτηριζόμαστε γι’ αυτό ρατσιστές και ξενόφοβοι και με ποια αιτιολογία ποινικοποιούνται τα συναισθήματα, η σκέψη μας και η ελεύθερη έκφραση των ιδεών μας, επειδή θα μπορούσαν τάχα να προκαλέσουν «εχθροπάθεια»;
• Ακόμη και αν η Ελλάδα δεσμεύεται από συνθήκες που με απίστευτη ενδοτικότητα και απρονοησία είχαν κάποτε σπεύσει ορισμένοι να υπογράψουν (η χρόνια νόσος του «καλού και υπάκουου παιδιού» κατατρύχει ανέκαθεν την εξωτερική πολιτική μας), πού είναι άραγε η στοιχειώδης εκείνη ελληνική λεβεντιά, που θα επέβαλλε σε τέτοιες περιπτώσεις τη μονομερή καταγγελία ή, έστω, τη σθεναρή επαναδιαπραγμάτευση αυτών των επαχθέστατων συνθηκών την ώρα που η κατάστα- ση για την πατρίδα μας έχει φτάσει πια στο «μη περαιτέρω»;
• Ποιος, αλήθεια, ρώτησε ποτέ τους Έλληνες αν θέλουν η ελληνική κοινωνία να γίνει πολυπολιτισμική; Ποιος τους ζήτησε ποτέ να συγκατατεθούν, προκειμένου η πλειονότητα των κατοίκων της Ελλάδας, σε ένα ορατό μέλλον, να μην είναι Έλληνες; Ποιος τους κάλεσε ποτέ να αποφασίσουν ότι η Ελλάδα δε θα ανήκει μελλοντικά στους Έλληνες αλλά στους λαθρομετανάστες; Και αν, όπως θα συμφωνούσε κάθε καλόπιστος, οι Έλληνες ουδέποτε κατέληξαν συνειδητά και υπεύθυνα σε απόφαση σχετικά με το τεράστιο αυτό θέμα, τότε ποιοι ανέλαβαν την ιστορική ευθύνη να αποφασίσουν για λογαριασμό τους, αδιαφορώντας αν έτσι τους οδηγήσουν σταδιακά στον εθνικό αφανισμό;
• Ποια κατάρα, τελικά, βαραίνει τη δύσμοιρη αυτή χώρα, ώστε οι ταγοί της να δείχνουν ανοχή σε οτιδήποτε μειώνει την εθνική κυριαρχία μας, αλλοιώνει την ιστορική μας ιδιοπροσωπία και τείνει να μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα ουδετεροεθνές μόρφωμα;

Η Ιστορία διδάσκει ότι τα έθνη σηκώνονται όρθια και αποδύονται σε σκληρούς αγώνες, όταν διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη και η επιβίωσή τους. Αντίθετα, όσα δεν έχουν τη θέληση και τη δύναμη να το κάνουν σε μια πρώτη φάση απαλείφουν από τον τίτλο του Υπουργείου Παιδείας τον επιθετικό προσδιορισμό «Εθνικής» χωρίς ποτέ να εξηγήσουν γιατί. Και, σε μια δεύτερη, εκφοβίζουν με έναν «αντιρατσιστικό» και «αντιξενοφοβικό» νόμο το «νοικοκύρη</I
http://olympia.gr
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΗΧΗΡΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ

2
Ρατσισμός: Πραγματικότητα ή εύκολη ταμπέλα;
.

Αν ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για την ελευθερία,
γιατί η ψυχή τη λαχταράει τόσο;
Μα αν είναι πλασμένος για την ελευθερία,
γιατί τόση σκλαβιά;


Νιώθω την ανάγκη να δηλώσω ευθαρσώς ότι διαφωνώ κάθετα με τη μετανάστευση των Korowai στη χώρα μου. Οι Korowai είναι μια μαύρη φυλή κανίβαλων της Ινδονησίας (ψάξε στο google – έτσι τους βρήκα κι εγώ, δεν είμαι η Δομή). Μήπως είμαι ρατσιστής; Μα δεν με ενοχλεί το χρώμα τους. Ο Σίντεϊ Πουατιέ μου φαίνεται πολύ συμπαθής. Ο Γούεσλι Σνάιπς επίσης. Ο Μόργκαν Φρίμαν και ο Γουίλ Σμιθ, η μακαρίτισσα Γουίτνι Χιούστον, ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Μάικλ Τζόρνταν, ένας μαύρος παθολόγος στο ΙΚΑ που πήγαινα μικρός και ο Γρηγόρης, ένας συνομήλικος μαύρος που γνώρισα σε κάποιες διακοπές μου στο Πλωμάρι, μου φαίνονται όλοι συμπαθέστατοι. Η Χάλε Μπέρι μου φαίνεται κάτι παραπάνω από συμπαθέστατη, αλλά δεν θα επεκταθώ. Ομολογώ, πάντως, ότι ουδέποτε συμπάθησα τον Μάικλ Τζάκσον, ούτε ως μαύρο ούτε ως λευκό. Για να επανέλθω, δεν με ενοχλεί το χρώμα των ανθρωποφάγων. Με ενοχλεί το γεγονός ότι τρώνε ανθρώπους. Θα με ενοχλούσαν εξίσου λευκοί, κίτρινοι ή ερυθρόδερμοι κανίβαλοι. Μήπως είμαι απεριόριστα ρατσιστής;

Είναι προφανές ότι προοδευτικά κερδίζει έδαφος στην ψυχή του λαού μας μια δυσφορία κατά των λαθρομεταναστών. Το ερώτημα είναι: τη δυσφορία τη γεννά το χρώμα των μεταναστών ή κάτι άλλο; Εκείνοι που βαπτίζουν ρατσιστές τους δυσφορούντες, έχουν προφανώς ήδη απαντήσει ότι το χρώμα είναι εκείνο που γεννά τη δυσφορία. Οπωσδήποτε υπάρχουν ανάμεσα στους δυσφορούντες και ρατσιστές, αλλά είναι ρατσιστές όλοι οι δυσφορούντες; Οι αυτόκλητοι αντιρατσιστές δεν βλέπουν κανένα πρόβλημα με τη λαθρομετανάστευση στη χώρα μας; Βλέπουν μόνο μία αθώα μείξη χρωμάτων; Αλήθεια, πού ζούνε;

Με το κείμενο αυτό θα επιχειρήσω να υποστηρίξω τα εξής:

- Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από το χρώμα, που γεννά δυσφορία κατά των λαθρομεταναστών.
- Είναι φυσιολογικό να μεροληπτείς υπέρ των συμπατριωτών και κατά των ξένων. Δεν είναι απόκλιση. Απόκλιση είναι να προσπαθείς να εξισώσεις τα άνισα.
- Για τα φαινόμενα βίας κατά μεταναστών υπαίτιες είναι οι ελλαδικές κυβερνήσεις των τελευταίων είκοσι δύο ετών.


1. Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από το χρώμα, που γεννά δυσφορία κατά των λαθρομεταναστών.

Τα γκέτο λαθρομεταναστών στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, η εγκληματικότητα που πηγάζει από αυτά, η υποβάθμιση της ζωής των παλιών κατοίκων, οι εικόνες εξαθλίωσης σε κάθε φανάρι, το κόστος της παραοικονομίας, η απειλή για τη δημόσια υγεία, η πολιτισμική σύγκρουση, οι εθνικοί κίνδυνοι τους οποίους εγκυμονεί μια ανεξέλεγκτη και ραγδαίως διογκούμενη μάζα αλλοεθνών και αλλοθρήσκων, όλα αυτά δεν συνιστούν κάτι άλλο; Στο χρώμα μείναμε; Ε, λοιπόν, όποιος, παραβλέποντας όλα αυτά, ενοχοποιεί το χρώμα για τη δυσφορία και κρίνει ρατσιστές τους δυσφορούντες είναι ο ίδιος ρατσιστής. Ακριβώς επειδή δίνει στο χρώμα τόσο μεγάλη σημασία. Ο μη ρατσιστής απλά δεν δίνει σημασία στο χρώμα, δεν το θεωρεί ούτε καλό ούτε κακό, το αποδέχεται ως πραγματικότητα, χωρίς να το εκλαμβάνει ως πρόξενο δεινών. Ο αντιρατσιστής, όμως, φαντάζεται ότι το χρώμα υπερισχύει, ως παράγων δυσφορίας, όλων των εντελώς πραγματικών συνθηκών που εκτέθηκαν στην αρχή της παραγράφου. Επομένως, στη δική του συνείδηση το χρώμα είναι όντως μια δύναμη που έλκει ή απωθεί, άρα διαχωρίζει. Αλλά αυτό είναι ρατσισμός. Ο «αντιρατσιστής» είναι ρατσιστής με αντεστραμμένη ρητορεία. Φυσικά, υπάρχουν και ρατσιστές με «ορθή» ρητορεία. Μα αυτό δεν απαλλάσσει τους «αντιρατσιστές» από τον ρατσισμό τους.

2. Είναι φυσιολογικό να μεροληπτείς υπέρ των συμπατριωτών και κατά των ξένων. Δεν είναι απόκλιση. Απόκλιση είναι να προσπαθείς να εξισώσεις τα άνισα.

Αν σε περίοδο λιμού σου περίσσευε ψωμί, θα το έδινες στον πεινασμένο αδερφό σου ή στον πρώτο τυχόντα περαστικό; Εγώ θα το έδινα στον αδερφό μου. Έτσι είμαστε εμείς, οι ρατσιστές. Ακραίοι. Παρακάτω: αν σου περίσσευε κι άλλο ψωμί, θα το έδινες σε έναν φίλο ή στον πρώτο τυχόντα; Στον γείτονα, στον ξάδερφο ή στον άγνωστο; Εγώ, πάντως, στον φίλο, στον συγγενή, στον γείτονα, κατά προτεραιότητα. Αν, αφού έτρωγαν όλοι αυτοί, περίσσευε κι άλλο, τότε θα έδινα και στον άγνωστο. Έτσι είμαστε εμείς, τα τέρατα ρατσισμού.

Ο άνθρωπος έχει ψυχή και η ψυχή, γενικά, έχει τους δικούς της νόμους, οι οποίοι θεσπίζονται στα βάθη που σκάβονται από την εμπειρία. Δεν είναι η ψυχή ένα αβαθές, επίπεδο καθρέφτισμα μιας χάρτας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα νοιάζομαι τον αδερφό μου, γιατί πολύ απλά τον αγαπώ. Οφείλω ίσως να αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αλλά η τέλεια αγάπη που δεν διακρίνει ανάμεσα σε αδερφό και ξένο και τους αγκαλιάζει και τους δυο με την ίδια ζεστασιά είναι ικανότητα που συναντάται σε ένα επίπεδο αγιότητας από το οποίο δεν θα ήθελα να μετρήσω πόσο απέχω. Μπορούμε να θεολογούμε ως το τέλος της αιωνιότητας, αλλά είναι, νομίζω, χρήσιμο, επίσης, να αναγνωρίσουμε και την πεζή πραγματικότητα. Στην οποία προηγείται ο αδερφός και ακολουθούν ο φίλος και ο συγγενής, ο γείτονας, ο συμπολίτης και ο συμπατριώτης. Κριτήρια είναι το κοινό και το οικείο. Η ψυχή αναζητά το κοινό («όμοιος ομοίω αεί πελάζει»), διψάει για το κοινό, και αναπαύεται στο οικείο. Η τριβή με το κοινό παράγει το οικείο. Κοινή γλώσσα, κοινή ιστορία, κοινές αξίες, κοινές εμπειρίες, κοινές μνήμες, κοινοί στόχοι είναι πόλοι συσπείρωσης. Σε αυτούς τους πόλους η συναναστροφή γεννά την οικειότητα. Πάνω στο πλέγμα κοινού και οικείου υφαίνονται οι δεσμοί. Δεσμοί οικογένειας, φιλίας, γειτονίας και κοινής πατρίδας. Αν αρχίσεις να ξηλώνεις το πουλόβερ, ακυρώνοντας την πατρίδα σαν έννοια παρωχημένη, σειρά έχουν κατόπιν η γειτονιά, η φιλία και η οικογένεια. Ώστε να φτάσεις, ακολουθώντας το νήμα, σε μια κοινωνία απαλλαγμένη εντελώς από διακρίσεις, όπου ο αδερφός και ο άγνωστος θα έχουν για σένα την ίδια αξία, μια κοινωνία χωρίς δεσμούς και προτεραιότητες κοινότητας, οικειότητας, εγγύτητας, μια ομογενοποιημένη και παστεριωμένη σούπα ξεκομμένων ατόμων. Αυτή είναι μια εικόνα πλήρους διάλυσης (αποσύνθεσης όλων των δομών) και μέγιστης αταξίας. Στη Φυσική μια τέτοια κατάσταση περιγράφεται ως κατάσταση μέγιστης εντροπίας και ονομάζεται θερμικός θάνατος. Όποιος επιδιώκει αυτή την κατάσταση είναι είτε ύποπτος είτε ηλίθιος.

3. Για τα φαινόμενα βίας κατά μεταναστών υπαίτιες είναι οι ελλαδικές κυβερνήσεις των τελευταίων είκοσι δύο ετών.

Για την απόδειξη αυτής της πρότασης θα επιστρατεύσουμε τα μαθηματικά. Στο σχήμα που ακολουθεί βλέπουμε μια καμπύλη Gauss, η οποία εκφράζει τη λεγόμενη «κανονική κατανομή» των τιμών ενός μεγέθους. Στον οριζόντιο άξονα έχουμε τις τιμές του μεγέθους και στον κάθετο την πιθανότητα εμφάνισης κάθε τιμής. Στο συγκεκριμένο σχήμα το μέγεθος είναι o ανθρώπινος δείκτης νοημοσύνης (IQ). Η πιο πιθανή τιμή IQ είναι η τιμή 100, όπως μας δείχνει η καμπύλη. Αυτή η τιμή χαρακτηρίζει τον «μέσο άνθρωπο». Στο δεξιό άκρο της καμπύλης, από 145 και πάνω, έχουμε τις ιδιοφυΐες, και στο αριστερό άκρο, από 55 και κάτω, τους καθυστερημένους (μεσαία έως βαριά καθυστέρηση). Ιδιοφυΐες είναι το 0,13% του πληθυσμού (χοντρικά ένας στους χίλιους), όσοι και οι καθυστερημένοι. Το 68,26% του πληθυσμού συνωστίζεται στις τιμές IQ από 85 έως 115. Είναι οι συνήθεις άνθρωποι, οι «κανονικοί».
Εικόνα

Αν αντί για την κανονική κατανομή του IQ εξετάσουμε την κανονική κατανομή της αρετής στον πληθυσμό, τότε στη μέση θα είναι και πάλι οι «κανονικοί», στο δεξιό άκρο οι άγιοι και στο αριστερό τα κτήνη.

Ας θεωρήσουμε τώρα ότι στο σύστημά μας, που είναι ο πληθυσμός μιας χώρας, έστω της Ελλάδας, εισάγουμε μια διαταραχή, ας πούμε μια εισβολή λαθρομεταναστών, που αλλάζει το πρόσωπο και τον χαρακτήρα της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων πόλεων. Είναι μαθηματικά βέβαιον ότι αν δοθεί στο σύστημα αρκετός χρόνος, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ζυμώσεις, το αριστερό άκρο της κατανομής, δηλαδή οι καθυστερημένοι και τα κτήνη, θα αντιδράσει βίαια στη διαταραχή. Δεν χωράει καμιά συζήτηση για το αν θα συμβεί, το μόνο ερώτημα είναι το πότε.

Ομοίως, και επειδή οι κανονικές κατανομές ισχύουν και για τους λαθρομετανάστες, υπάρχουν και ανάμεσα σε κείνους καθυστερημένοι και κτήνη, όπως υπάρχουν ανάμεσα στους Έλληνες και μέσα σε κάθε λαό. Ίσως κάποιοι σοκαριστούν που γράφω ότι μεταξύ των λαθρομεταναστών υπάρχει ένα ποσοστό κτηνών και ηλιθίων, αλλά έτσι είμαστε εμείς, οι ύαινες του ρατσισμού.

Αν, λοιπόν, οδηγήσεις μια αρκούντως μεγάλη μάζα λαθρομεταναστών στην πείνα και στην εξαθλίωση, σε μια διαρκή αγωνία χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα, τότε είναι πάλι μαθηματικά βέβαιον, και απλά θέμα χρόνου, ότι το αριστερό άκρο της κατανομής των λαθρομεταναστών θα καταφύγει στη βία και στο έγκλημα. Δεν χωράει καμιά συζήτηση για το αν θα συμβεί, το μόνο ερώτημα είναι το πότε.

Από αυτή τη σχεδόν μαθηματική ανάλυση κρατάμε το εξής γενικό και αναπόδραστο συμπέρασμα: αν σε μια πολυάριθμη κατανομή ανθρώπων εφαρμόσεις πίεση, θα πάρεις βία. Είναι σαν να ρίχνεις ένα κέρμα σε αυτόματο πωλητή αναψυκτικών: ξέρεις τι δίνεις και ξέρεις τι θα πάρεις.

Συνεπώς, οι κυβερνήσεις των είκοσι δύο τελευταίων ετών, αρχής γενομένης από την υπουργία Σαμαρά στο Εξωτερικών, ο οποίος άνοιξε διάπλατα τα σύνορα, με τον εκσυγχρονιστή Σημίτη ακολούθως να υπερθεματίζει σε πνεύμα «φιλοξενίας» και με αποκορύφωμα τον επικίνδυνο λαθρονόμο Ραγκούση με τις ευλογίες του διεθνιστή ΓΑΠ, όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές μαζί με τους θιάσους τους, δια πράξεων και παραλείψεων εφάρμοζαν πίεση, που νομοτελειακά οδηγεί στη βία. Δεν χωράει συζήτηση και σούξου μούξου μανταλάκια. Στάθηκαν μπροστά στον αυτόματο πωλητή έριξαν το κέρμα και πάτησαν το κουμπί επιλογής αναψυκτικού. Τι περίμεναν να συμβεί; Τι στην ευχή θα μπορούσε να συμβεί; Είναι απολύτως υπεύθυνοι για ό,τι επακολούθησε. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες και πασατέμπος.

Και τι έπρεπε να γίνει, θα αναρωτηθεί κάποιος. Να δείξουμε μηδενική ανοχή στους μετανάστες; Οι μετανάστες βοήθησαν την οικονομία μας, θα αναφωνήσει ένας άλλος. Η άποψή μου είναι ότι ένα σοβαρό κράτος οφείλει να τηρεί μια ιδιαίτερα προσεχτική και μελετημένη στάση απέναντι στο μεταναστευτικό ζήτημα, γιατί το τελευταίο είναι ρυθμιστικός παράγοντας στην κοινωνία, στην οικονομία, στην άμυνα και στην εθνική υπόσταση. Το σοβαρό κράτος οφείλει αφενός να σταθμίσει την ικανότητα αφομοίωσης που έχει η κοινωνία, δηλαδή πόσους μετανάστες μπορεί να δεχτεί η χώρα χωρίς να τσιτωθούν δομές και λειτουργίες, και αφετέρου να μελετήσει ποιες ειδικότητες είναι χρήσιμες για την οικονομική δραστηριότητα. Στη συνέχεια ανακοινώνει την πρόθεση εισδοχής, εξετάζει τα αιτήματα, απορρίπτει ή εγκρίνει, και χορηγεί άδειες εισόδου και νόμιμα χαρτιά. Ταυτόχρονα κάνει το παν για να ελαχιστοποιήσει τις παράνομες ροές εισόδου, εστιάζοντας τόσο στην αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων όσο και στη δημιουργία αντικινήτρων. Όταν υπογράφεις ακρίτως τη Σένγκεν και τα Δουβλίνο Ι και ΙΙ και ψηφίζεις λαθρονόμο που υπόσχεται περίπου αυτόματη χορήγηση ιθαγένειας, ουσιαστικά έχεις ανοίξει τις πόρτες και τα παράθυρα και έχεις κατεβάσει τα παντελόνια. Αν βγεις μετά και σκούζεις ότι σε βίασαν, απλά θα πιστοποιήσεις το απύθμενο της βλακείας σου. Στοιβάζεις ένα εκατομμύριο λαθρομετανάστες στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς καμία μέριμνα. Τι είναι αυτοί, πυρηνικοί επιστήμονες; Ο αφρός της κοινωνίας από την οποία προήλθαν; Όχι. Είναι οι πιο απελπισμένοι, δηλαδή λογικά οι πιο φτωχοί, αμόρφωτοι και εξαθλιωμένοι. Κάποιοι έχουν πάρει μέρος σε πολέμους, έχουν δοκιμαστεί σε ιδιαίτερα σκληρά περιβάλλοντα, άλλοι έχουν ήδη θητεία στο λαθρεμπόριο και σε άλλα εγκλήματα πριν έρθουν στη χώρα μας. Πώς θα βγάλουν το ψωμί τους αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην Αθήνα, πώς θα επιβιώσουν; Ποιος θα τους προσλάβει, βάσει ποιων προσόντων; Ας μην αναφερθούμε στα κυκλώματα που τους διακινούν και τους εκμεταλλεύονται. Με δεδομένα όλα αυτά, προκαλεί άραγε έκπληξη το ότι η πλειοψηφία των λαθρομεταναστών σχηματίζει γκέτο και καταλήγει στην επαιτεία και στο έγκλημα; Προκαλεί έκπληξη η δυσφορία των Ελλήνων για το κατάντημα της γειτονιάς τους, της πόλης τους, της χώρας τους; Προκαλεί έκπληξη η παρεκτροπή κάποιων Ελλήνων σε ανάρμοστες συμπεριφορές ή και στη βία κατά μεταναστών; Δεν ρωτάω αν τα έκτροπα είναι δικαιολογημένα και αποδεκτά, ρωτάω αν προκαλούν έκπληξη.

Η μόνη έκπληξη είναι ότι Έλληνες στοχαστές, σπεύδοντας με επαρχιώτικη λαχτάρα να εμφανιστούν διάπυροι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χαρίζουν στην ανθρωπότητα σπάνιας εμβρίθειας και πληρότητας αναλύσεις, οι οποίες με αδιάσειστα επιχειρήματα καταδεικνύουν τη ρίζα του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από το εξής απλούστατο, μονοδιάστατο και εξόχως αποκαλυπτικό: οι Έλληνες, ως λαός, έχουν γίνει εσχάτως, αν δεν ήταν πάντα, ρατσιστές. Η έκπληξη είναι που αυτοί οι στοχαστές δεν έχουν ακόμα βραβευθεί με το Νόμπελ Κοινωνιολογίας. Τι κι αν δεν υπάρχει; Να θεσπιστεί!

Διάβασα και αυτό το παραλήρημα της Κανέλλη και απόρησα με τη ρηχότητα (καθώς και με τη λαϊκίστικη μελοδραματικότητα) της προσέγγισης από μια δημοσιογράφο που μας έχει συνηθίσει σε μεγαλύτερα βάθη. Γνωρίζω ότι έχουμε καύσωνα, αλλά περίμενα τη Λιάνα πιο ανθεκτική – αφού, μετά από τρισεκατομμύρια τσιγάρα και τα μπουκέτα του Κασιδιάρη είναι ακόμα όρθια.

Αγαπητή κυρία Κανέλλη, δηλώνω υπευθύνως ότι ουδέποτε προσέλαβα ή χρησιμοποίησα ή εκμεταλλεύτηκα λαθρομετανάστη για να ξεσκατίσει τη μάνα μου, να μαζέψει τον κήπο μου (τον μαζεύω μόνος κι έχω φουσκάλες στα χέρια, αν αυτό σας λέει κάτι), να πλύνει το αυτοκίνητό μου, να κρατήσει ζωντανό το χωράφι μου, να κάνει πόρτα στο μαγαζί μου, να πλύνει τις σκάλες μου ή να βάψει το σπίτι μου. Κερδίζω το δικαίωμα να είμαι δυσαρεστημένος που η χώρα μου έχει καταντήσει χωματερή ανθρώπων και θερμοκήπιο εγκληματικότητας; Και τι άραγε φταίει που, ώρες-ώρες, μπερδεύομαι και δεν ξέρω αν βρίσκομαι στην Ελλάδα ή στη Νιγηρία ή στο Μπαγκλαντές; Θα μου πείτε, μάλλον φταίει η διαταραγμένη μου διάνοια και ο στρεβλός ψυχισμός μου: έτσι είμαστε εμείς, οι μουτζαχεντίν του ρατσισμού.

Ρομπέν
.
Αναρτήθηκε από Ρομπέν στις 20:52 0 σχόλια
Ετικέτες ρατσισμός
ΔΕΥΤΈΡΑ, 20 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2012
Το λυκόφως της πολιτικής
.
Η έμμονη και άνανδρη επίθεση των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά plus (όπου στο plus στριμώχνονται Βενιζέλος και Κουβέλης) στο εισόδημα των συνταξιούχων σημαίνει την κατά κράτος ήττα των κυβερνήσεων αυτών και της πολιτικής εν γένει, σε πολλά επίπεδα:

1. Η επίθεση αυτή είναι ανάρμοστη, αν όχι και παράνομη. Γιατί οι συντάξεις δεν είναι μια παροχή καλής θέλησης, σαν να λέμε ελεημοσύνη, αλλά επιστροφή εισφορών που έχουν παρακρατηθεί, επενδυθεί και αυγατίσει.

2. Οι συνταξιούχοι είναι η πιο ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα του ενήλικου πληθυσμού. Δεν έχουν πια τη φυσική δυνατότητα να εργαστούν ή να μεταναστεύσουν. Δηλαδή, δεν έχουν κανένα περιθώριο αντίδρασης, καμία επιλογή. Βρίσκονται στο έλεος της κοινωνίας και της πολιτικής. Όμως έχουν πράξει το καθήκον τους: εργάστηκαν και πλήρωσαν ένσημα, βέβαιοι ότι η κοινωνία θα τηρήσει τη συμφωνία και ανάλογα θα ανταποδώσει, όταν θα έρθει γι’ αυτούς η ώρα της ανημπόριας. Με βάση αυτή τη βεβαιότητα κάθε εργαζόμενος αποδέχεται θυσίες στο παρόν αντλώντας κουράγιο από την προοπτική της ελευθερίας από ωράρια, την προοπτική να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του, αν προλάβει, πριν φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Είναι ιερό δικαίωμα αυτή η προσδοκία, είναι το δικαίωμα της δίκαιης ανταμοιβής, δηλαδή της αμοιβής αντί προσφοράς, προσφοράς που έχει προηγηθεί. Είναι άγιο το σχήμα εδώ: πρώτα δίνω και μετά λαμβάνω, όχι πρώτα λαμβάνω και μετά δίνω ή, ακόμα χειρότερα, μόνο λαμβάνω (ή αρπάζω). Η επίθεση στο εισόδημα των συνταξιούχων είναι ηθικό έγκλημα. Πρώτον, γιατί, όπως αναφέρθηκε, είναι αδύναμοι, εγκλωβισμένοι στους περιορισμούς της ηλικίας. Δεύτερον, γιατί η αθέτηση της υπόσχεσης της ανταμοιβής έχει τεράστιο σημειολογικό βάρος, ικανό να κλονίσει τα θεμέλια της κοινωνικής ευρυθμίας. Τρίτον, γιατί ο συνταξιούχος δεν έχει άλλη ευκαιρία: με την εμπιστοσύνη του στο δίκαιο και στους θεσμούς προδομένη, με τα όνειρά του ακυρωμένα, χωρίς χρονικό περιθώριο για νέα όνειρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς αντοχή, αντιλαμβάνεται πως το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής θα είναι ίσως το πιο σκοτεινό, και πως τον περιμένουν καθημερινή αγωνία, κατάθλιψη, στέρηση και κακουχία. Τέταρτον, γιατί η καταδίκη των γερόντων, δια της απαλλοτρίωσης του μόχθου τους, αποφασίζεται από ακαμάτηδες, ανεπάγγελτους, ανίκανους και ασπόνδυλους, δηλαδή από τους πλέον ακατάλληλους να αξιολογήσουν τον μόχθο και τη σημασία του, αφού ουδέποτε τον γνώρισαν.

3. Η μόνιμη αμηχανία των κυβερνώντων, η κραυγαλέα αδυναμία τους να βρουν μια κάποια λύση, πέρα από την εύκολη έφοδο στα ημιθανή μέλη της αγέλης, μέθοδος που εφαρμόζεται με καλά ποσοστά επιτυχίας από τα άγρια θηρία στη ζούγκλα, μαρτυρά τη μνημειώδη ανεπάρκειά τους και τη σκανδαλώδη ακαταλληλότητά τους για τις θέσεις ευθύνης που κατέχουν.

4. Η επίθεση στους συνταξιούχους είναι παντελώς ατελέσφορη, αν υποθέσουμε ότι ο στόχος είναι η σωτηρία της ελληνικής οικονομίας (είναι, άραγε;). Κοντεύουν τα 2,5 εκατομμύρια οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα σήμερα. Με τον ακρωτηριασμό των συντάξεων και τις άγριες φοροεπιδρομές η καταναλωτική ευχέρειά τους τείνει στο μηδέν. Οικονομολόγος δεν είμαι και ίσως γι’ αυτό αδυνατώ να αντιληφθώ πώς μπορεί να ορθοποδήσει μια οικονομία, όταν ο πληθυσμός φτωχοποιείται και αποστεγνώνεται. Προφανώς λόγω ασχετοσύνης, έχω την εντύπωση ότι η οικονομία τρέφεται από τη συναλλαγή, από την κατανάλωση.

5. Η επίθεση στους συνταξιούχους θα αποδειχτεί, επιπλέον, κατά πάσα πιθανότητα, αυτοκαταστροφική για τα κόμματα της συμπολίτευσης, αφού οι στατιστικές των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων αναδεικνύουν τους συνταξιούχους ως την κύρια δεξαμενή ψηφοφόρων των πράσινων και γαλάζιων ολετήρων. Γεγονός που σημαίνει ότι, ενδεχομένως λόγω ηλικίας, άνοιας, αρτηριοσκλήρωσης ή απλά μαλακίας, οι συνταξιούχοι αργούν να ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Αλλά οι φωστήρες στα κέντρα λήψης αποφάσεων κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να επιταχύνουν τη διαδικασία της αφύπνισης. Ώστε στις επόμενες εκλογές τους μισούς συνταξιούχους θα τους έχουν ξεκάνει και τους άλλους μισούς θα τους έχουν πυραυλικώς ωθήσει πολύ μακριά από τα γαλαζοπράσινα λάβαρα της σήψης και του ολέθρου.

Πώς ονομάζεις έναν στρατό που, επειδή αδυνατεί να υποτάξει στη μάχη τον ένοπλο αντίπαλο, επιτίθεται στους αμάχους και εκτελεί γέρους και παιδιά; Πώς ονομάζεις έναν πατέρα που, επειδή δέχεται καταπίεση στη δουλειά, όταν επιστρέφει στο σπίτι ξυλοφορτώνει, για να εκτονωθεί, τη γυναίκα του και το παιδί του; Πώς ονομάζεις μια κυβέρνηση που, επειδή δεν έχει την ψυχή, το μυαλό και τα παπάρια να αναζητήσει λύσεις στα προβλήματα, ρουφάει το αίμα των αδυνάμων, απλά για να επιβιώσει άλλη μια μέρα, σαν το παρασιτικό κουνούπι ή σαν την ύαινα, που τρέφεται με ψοφίμια, για να μην μπει στον κόπο κυνηγήσει;

Έχει ειπωθεί και έχει γραφτεί ότι μια κοινωνία κρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται στα ασθενέστερα μέλη της. Με τούτο το κριτήριο, πώς κρίνεται η ελλαδική κοινωνία σήμερα; Αξίζει να συνεχίσουμε πάνω σε αυτόν τον δρόμο, όταν κάθε έννοια ηθικής έχει κουρελιαστεί, όταν οι αρχές που κάποτε στήριζαν τον κοινωνικό βίο έχουν βάναυσα καταπατηθεί και όταν ακόμα και η λογική ακυρώνεται από αυτό το ελεεινό και τρισάθλιο σινάφι ανέραστων, ψυχοπαθών, ανάπηρων μισανθρώπων που ορίζει τις τύχες του ελληνικού λαού;

Στην ελλαδική γη έσκισε κάποτε τον αέρα η κραυγή «ελευθερία ή θάνατος!». Και η κραυγή έγινε πράξη, ποτισμένη με αίμα ηρώων. Η ιστορία διδάσκει ότι μια πολιτική με συστατικά μόνο την υποχωρητικότητα, τη δουλοπρέπεια και τον κατευνασμό τελικά δεν αποδίδει. Αν ποτέ και τίποτα δεν διεκδικείς, είσαι καταδικασμένος σε αφανισμό. Δεν έχει σημασία αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει αυτή η συνεπαγωγή, σημασία έχει ότι ισχύει. Από τη στιγμή που δεχόμαστε να καταντούν οι παππούδες μας ρακοσυλλέκτες, να μένουν οι άρρωστοί μας χωρίς φάρμακα, οι μαθητές μας χωρίς βιβλία και ο στρατός μας χωρίς ανταλλακτικά και καύσιμα, έχουμε ιστορικά τελειώσει.

Οι λαοί δεν προχωρούν με μέτρα εξόντωσης. Οι λαοί προχωρούν με ένα όραμα. Η επαναφορά του ελληνικού χρέους στο 120% του ελληνικού ΑΕΠ το 2020 είναι αυτή τη στιγμή η μόνη επίσημη πρόταση οράματος. Όχι μόνο ως όραμα δεν μπορεί να σταθεί, αλλά ούτε ως κακόγουστο αστείο. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο στόχος είναι επιτεύξιμος (που δεν είναι), είναι σαν να υπόσχεσαι σε κάποιον που ψυχορραγεί εδώ και τώρα στο πεζοδρόμιο ότι σε δέκα χρόνια, αν και εφόσον όλα πάνε περίφημα, ίσως να καταφέρεις να του δώσεις μια ασπιρίνη. Χαράς ευαγγέλια για τον ψυχορραγούντα!

Ο λαός μας είτε έχει αμετάκλητα μεταλλαχτεί και απωλέσει την ψυχή του είτε τελεί εν υπνώσει. Όποιος δέχεται το πρώτο αποσύρεται ησύχως στο σκοτάδι και περιμένει το φυσικό τέλος. Όποιος πιστεύει το δεύτερο, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, για να επιταχύνει την εθνεγερσία. Η μάχη δίνεται στις παρέες, στις πλατείες και στις κάλπες. Όπλα είναι η ενημέρωση, η εγρήγορση, το κριτικό πνεύμα, η λογική και η αρετή. Του ερωτήματος «τι πρέπει να κάνουμε;» προηγείται το «ποιοι πρέπει να γίνουμε;». Όταν θα γίνουμε αυτοί που πρέπει να γίνουμε, θα μπορούμε πιο εύκολα να διακρίνουμε το τι πρέπει να κάνουμε, ενώ τώρα δυσκολευόμαστε να το διακρίνουμε, γι’ αυτό και πέφτουμε σε απραξία και απόγνωση. Απλά είναι λάθος η αφετηρία. Το σωστό είναι να ξεκινήσουμε από αυτό που ο καθένας ελέγχει σχεδόν απόλυτα, δηλαδή από την προσωπική διαμόρφωση του εαυτού, για να φτάσουμε σε αυτό που πιο δύσκολα γεννιέται, μορφώνεται, ελέγχεται και προστατεύεται, δηλαδή τη συλλογική δράση. Φαίνεται ότι σήμερα δεν υπάρχει συλλογικό υποκείμενο έτοιμο να σηκώσει το βάρος αποτελεσματικής συλλογικής δράσης. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να μας απασχολεί τώρα το είδος της συλλογικής δράσης. Προτεραιότητά μας είναι να χτίσουμε το συλλογικό υποκείμενο, ξεκινώντας από την προφανή αφετηρία, τη βασική δομική μονάδα, που είναι το πρόσωπο, και δη ο εαυτός. Ο χρόνος πιέζει.

Ρομπένhttp://sunday-robin.blogspot.gr/2012_08_01_archive.html
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Το μεταναστευτικό ζήτημα”