Λόγοι των Όντων..

1
Λόγοι των Όντων

τού Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη (1940-2009)

Μέσα στην δημιουργία έχουν σκορπισθή μυστικοί καθρέπτες για να αντιφεγγίζουν τα ανέκφραστα και άπειρα μεγαλεία του μεγάλου Βασιλέως. Και να κάνουν προσιτό και καταληπτό και ορατό αυτόν που είναι απρόσιτος και ακατάληπτος και αόρατος.

Ο ανθρώπινος νους που περιεργάζεται τις μεγαλουργίες τον παναρμόνιου και θαυμαστού κόσμου, νοιώθει θεοπρεπή σκιρτήματα. Σύμφωνα με την διδασκαλία των θεολόγων μας ο εξαγνισμένος νους βρίσκει στην μελέτη της κτίσεως πνευματική ηδονή. Μεγάλην ηδονήν», σημειώνει ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «προξενούσιν εις τον νουν οι λόγοι των κτισμάτων διότι αυτός βλέπων δι’ ενός βλέμματος όλην την νοητήν και αισθητήν κτίσιν… και στοχαζόμενος ότι τα εδημιούργησεν εκ του μη όντος εις το είναι ο Θεός με ένα του μοναχόν λόγον… θαυμάζει και απορεί πώς δια μιας του μόνης θελήσεως τα έκτισεν… Θαυμάζει και εκπλήττεται… Αναλόγως δε τον θαυμασμού τούτου και της εκπλήξεως χαίρει ο νους μετ’ ανυπερβλήτου χαράς, ότι έχει τοιούτον Θεόν και Δεσπότην, ο οποίος εποίησε μετά τόσης ευκολίας τοιαύτα ωραία, τοιαύτα σοφά, τοιαύτα μεγάλα και θαυμαστά πράγματα και παρακινείται να λέγη και αυτός μετά του Δαβίδ προς τον Θεόν’ «Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τα έργα σου και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα» (Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον).

« Ο σοφός Αγιορείτης ομίλησε για τους λόγους των κτισμάτων σαν τόπο πνευματικής ηδονής. Πιο συνηθισμένη είναι στα Πατερικά κείμενα η φράσις λόγοι των όντων. Σχετικές είναι και οι διατυπώσεις: πνευματικοί λόγοι των όντων, λόγοι της κτίσεως, λόγοι τον Θεού, θεωρία της κτίσεως, φυσική θεωρία κλπ.

Τι άραγε εννοούν οι θεολόγοι μας όταν εκφράζονται έτσι; Τι να είναι αυτοί οι λόγοι των όντων; Οπωσδήποτε το θέμα είναι δύσληπτο. Για να το προσεγγίσουμε χρειάζεται να μιλήσουμε πρώτα για τον Λόγο (με λάμδα κεφαλαίο).


Λόγος είναι το δεύτερο πρόσωπο της Τριαδικής θεότητος. Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, «εν αρχή ην ο Λόγος…». Πώς θα εννοήσουμε εδώ τον Λόγο; «πάντα δι’ αυτού εγένετο». Πανταιτία. Δεύτερον σαν Λογική. Σαν υπέρτατη Λογική και Σοφία. Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη ο Υιός χαρακτηρίζεται σαν Σοφία τού Θεού. Σοφία προσωπική και ενυπόστατη (πρβλ. 8ον κεφ. Παροιμιών: «Ηνίκα Κύριος ισχυρά εποίει τα θεμέλια της γης, εγώ η Σοφία ήμην παρ’ αυτώ αρμόζουσα κλπ.»). Τρίτον σαν Ομιλία, αφού δι’ αυτού ομιλεί ο Πατήρ και εξαγγέλλει την βουλή του, πράγμα που επισημαίνει και ο προφήτης Ησαΐας με τον χαρακτηρισμό, «μεγάλης βουλής άγγελος». Τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται… και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε». Κτίσις του κόσμου δι’ Αυτού. Κτίσις του κόσμου εις Αυτόν. Σύστασις του κόσμου εν Αυτώ. Τα νοήματα είναι σπουδαία και γεμάτα βάθος. Ο Υιός του Θεού δημιουργεί, αλλά και διακυβερνά και συγκρατεί τα σύμπαντα «φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως Αυτού». Αποτελεί την συστατική και την συνεκτική τους δύναμι. «Εις αυτόν κρέμαται η πάντων υπόστασις» (Ι. Χρυσόστομος). Και όλα μιλούν γι’ αυτόν, τον υπακούουν, τον υπηρετούν τον δοξάζουν. Όλα ατενίζουν σ’ αυτόν σαν σε τελικό τους σκοπό, αφού «τα πάντα εις αυτόν έκτισται». Όλα επιζητούν με στεναγμούς αλαλήτους να ενωθούν μαζί του. Αυτός είναι, κατά την Αποκάλυψιν του Ιωάννου, το Α και το Ω της κτίσεως.

Θα τον ιδούμε με τρεις έννοιες: Πρώτον σαν Αιτία. Αιτία από την οποία προήλθαν τα πάντα, αφού «Κατά θαυμαστό τρόπο στα θεολογικά κείμενα οι λόγοι των όντων συμπίπτουν εννοιολογικά. Παρουσιάζονται όμοια με τρεις έννοιες. Δηλαδή σαν αιτίες που δημιούργησαν τα όντα. Αυτοί αποτελούν τη βάση της ουσίας όλης της κτίσεως. Αυτοί μορφώνουν το κτιστόν Είναι. Σαν λογικά και σοφά νοήματα που κρύβονται μέσα στην κτίσι και την νοηματοδοτούν. Και σαν φωνές και ομιλίες που κηρύττουν τα θεϊκά μεγαλεία. Με άλλα λόγια κατά την θεολογική αντίληψη, οι λόγοι των όντων αποτελούν ενέργειες και δυνάμεις και εκφάνσεις του Λόγου.

Κάτω δηλαδή από το εξωτερικό περίβλημα της κτίσεως, και μέσα στην κτίσι, υπάρχουν και δρουν οι ακτίνες του νοητού ήλιου – Χριστού.

Γι’ αυτό άλλωστε και ο Απόστολος υπογραμμίζει: «Σύμφωνα με την διδασκαλία των μυστικών θεολόγων της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα του Μαξίμου του Ομολογητού (Περί διαφόρων αποριών, ΡG 91, 1285 – 1288) όλος ο κτιστός κόσμος αποτελεί ένα είδος ενσαρκώσεως του Λόγου. (Ας σημειωθή ότι υπάρχει και μία άλλη μυστική ενσάρκωσίς του, στο κείμενο της Αγίας Γραφής. Γι’ αυτό τόσο η Γραφή όσο και η κτίσις κάτω από ένα κάλυμμα κρύπτουν το μεγαλείο τον Χριστού. Η κτίσις είναι εξήγησις της Γραφής και η Γραφή της κτίσεως»). Κρύπτεται φαινόμενος και εκφαίνεται κρυπτόμενος» (όσιος Μάξιμος), Αλλά αυτό προϋποθέτει νου καθαρισμένο από την θολούρα των παθών. Μόνο ο εξαγνισμένος νους μπορεί να γίνη θεωρητικός, ώστε να νοιώθη διάφανο το ένδυμα της κτίσεως και ν’ αντικρύζη καθαρά τους λόγους των όντων, δηλαδή τις χάριτες και φανερώσεις του Λόγου του Θεού. Όπως πάλι σημειώνει ο Ομολογητής Μάξιμος, «…τοις των όντων εαυτόν (ο Λόγος) δι’ ημάς απορρήτως εγκρύψας λόγοις αναλόγως δι’ εκάστου των ορωμένων ως δια τίνων γραμμάτων υποσημαίνεται». (Περί διαφόρων αποριών).

Για τους θεολόγους μεταξύ Βίβλου και δημιουργίας υπάρχει μεγίστη σχέσις. Όπως σημειώνει ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, « Ατενίζοντας μ’ αυτό το πρίσμα τον κόσμο, μπορούμε ν’ αναζητούμε μέσα του τον κρυμμένο Λόγο. Αυτόν που αυτά όλα ανήκουν στην «θεωρίαν της κτίσεως», για την οποία τόσο συχνά ομιλούν οι Νηπτικοί πατέρες.

(Εντυπωσιακό περιστατικό, σχετικό κάπως με το θέμα μας, αναφέρεται στον βίο του μεγάλου ασκητού όσιου Βενεδίκτου (480-547). Δοκίμασε μία μοναδική εμπειρία. Αξιώθηκε ν’ αντικρίσει μέσα στην αστραφτερή δόξα του Θεού «πάντα τα όντα, ώσπερ υπό μίαν τινά περιεχόμενα ακτίνα του νοητού ηλίου». Μεγαλειώδες και υπερθαύμαστο βίωμα!), διαβεβηκότας εν θεωρία» ο κτιστός κόσμος περιέχει μέσα του δύναμι που έλκει στην ένωση με τον Χριστό. Έτσι ολόκληρη η κτίσις υπό μία ευρύτερη έννοια μπορεί κατά κάποιο μυστικό τρόπο να λογισθή σαν Εκκλησία του Χριστού. Ας μη σκανδαλισθή κανείς μ’ αυτό πού λέμε. Τα όρια της Εκκλησίας δεν είναι εύκολο να καθορισθούν επακριβώς. Από μια πλευρά η Εκκλησία έχει όρια, από την άλλη όμως δεν έχει. Και το ένα αληθεύει και το άλλο. Όλοι οι πιστοί οι ενσωματωμένοι δια της πίστεως και των μυστηρίων στο σώμα του Χριστού αποτελούν την Εκκλησία. Αυτό είναι αληθές. Πλην όμως ολόκληρος ο κτιστός κόσμος, και αυτός Εκκλησία είναι. Και αυτό σωστό είναι. Πρόκειται κι εδώ για ένα μυστήριο που ο ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να το προσεγγίση. «Εις αυτόν έκτισται», αφού σ’ αυτόν αποβλέπει σαν σε έσχατο σκοπό της. «Και αυτή η κτίσις», σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, «ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». Η καλλονή του μέλλοντος αιώνος» (Γρηγόριος Παλαμάς), λαμπρύνθηκε και το σώμα τον Χριστού, αλλά και τα ενδύματά του. Το σώμα και τα ενδύματα αντιπροσωπεύουν τον κτιστό κόσμο. Αυτό προδηλώνει ότι όλη η κτίσις προορίζεται να μετάσχη στην άκτιστη παραδεισένια δόξα του Χριστού.

Σε όλους τους «Αφού την κτίσι την διαπερνούν, την διαποτίζουν, την ζωοποιούν και την συνέχουν οι ενέργειες του Χριστού, μπορούμε να την νοιώσουμε σαν Εκκλησία. Άλλωστε και η τύχη της στον μέλλοντα αιώνα συνακολουθεί την Εκκλησία, την νύμφη του Αρνιού, διότι και αύτη θά μεταμορφωθή, θα αφθαρτοποιηθή και θα διαποτιστεί από την υπέρλαμπτη δόξα τον, αφού «επάνω στο Θαβώρ προβλήθηκε για λίγο η μέλλουσα βασιλεία».

Οι υλιστές κατηγορούν τους Χριστιανούς ότι περιφρονούν την ύλη. Πρόκειται για την πιο μεγάλη παρανόησι. Ο Χριστιανισμός δεν δέχεται ότι το σώμα του ανθρώπου, η ύλη, ο υλικός κόσμος είναι κάτι το κακό. Άλλωστε η χάρις μεταδίδεται με υλικά στοιχεία πού αγιάζονται (λάδι – νερό – ψωμί – κρασί).
Για τον υλιστή, μόλις πεθάνουμε, το υλικό σώμα αποσυντίθεται, χάνεται. Γι’ αυτόν οδεύουμε προς τον χαμό και τον εκμηδενισμό. Για τον Χριστιανό όμως υπάρχουν και μετά τον θάνατο «οδοί ζωής». («Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής» λέει ο ψαλμωδός). Υπάρχει μελλοντική αφθαρσία των σωμάτων (για να το χωνέψουμε κάπως αυτό, επιτρέπει ο Θεός πολλά σώματα Αγίων να διατηρούνται και στον παρόντα αιώνα άφθαρτα και εύκαμπτα και γεμάτα θαυματουργική χάρι). Υπάρχει μελλοντική δόξα των σωμάτων και όλης της κτίσεως. Όταν τα Ιερά κείμενα ομιλούν για καινούργια γη και καινούργιους ουρανούς, εννοούν την ένδοξη μελλοντική μεταμόρφωσι και θέωσι ολόκληρου τον κτιστού κόσμου. Ώσπερ τι βιβλίον έγγραφον, υπαγορευόμενον την του Θεού δόξαν» (Μ. Βασίλειος). Νοιώθουμε όλο τον κόσμο να αποστίλβη και ν’ αντιφεγγίζη την χωρίς αρχή και τέλος θεϊκή δόξα. Έτσι ζούμε μία παραμελημένη διάστασι της χριστιανικής ζωής, την δοξολογική, η οποία αγγελοποιεί την ύπαρξί μας.

Αυτό το πνεύμα εμποτίζει και μία ορθρινή προσευχή που αναφέρει: «Ο Θεός… πρόσδεξαι ημών μετά των κτισμάτων σου πάντων την κατά δύναμιν δοξολογίαν… ότι πάσα πνοή και κτίσις υμνεί την ακατάληπτόν σου δόξαν».

Όταν τα μάτια της ψυχής μας φωτίζωνται από τις ακτίνες της θεολογίας, κάθε ενατένισις των κτισμάτων ισοδυναμεί με ενατένισι της θεϊκής δόξας. Νοιώθουμε όλη την δημιουργία

Όσοι διαθέτουμε ευαίσθητες πνευματικές χορδές ας αφήσουμε την «φυσικήν θεολογίαν» να συνθέση επάνω τους κάποιες αγγελόπρεπες μελωδίες, όμοιες μ’ εκείνες των Τριών Παίδων. Μέσα από το καμίνι της σύγχρονης αποστασίας και κακίας, όπως εκείνοι μέσα από «την κάμινον του πυρός» ας αναφωνήσουμε υμνολογικά:



«Αινετός Κύριος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.

Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον’

υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας». http://www.oodegr.com/oode/dogma/logoi_twn_ontwn_1.htm
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος evaggelia την 09 Μάιος 2011, 17:26, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Λόγοι των Όντων..

2
Βασίλειος Μπετσάκος

Βασικές αρχές της κοσμολογίας του Μαξίμου του Ομολογητού

Περ. «Σύναξη», Φεβρουάριος 2005.


Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας. Έζησε και μαρτύρησε τον 7ο αι (580662 μ.Χ.). Το εκτεταμένο και πολυσχιδές έργο του διαβάστηκε πολύ, αφομοιώθηκε δημιουργικά από μεταγενέστερους συγγραφείς και άσκησε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της θεολογικής σκέψης. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι ελαχίστων Πατέρων τα κείμενα είχαν μέσα στη σύνολη εκκλησιαστική παράδοση τον μείζονα και καθοριστικό ρόλο που άσκησαν οι πραγματείες του Μαξίμου (1).

Είναι βέβαιο ότι ο Μάξιμος δεν συγγράφει έχοντας άμεσα φιλοσοφικές στοχεύσεις· ο θεολογικός λόγος του θέλει να εκφράσει την πίστη και εμπειρία της Εκκλησίας, την αποκαλυμμένη και βιούμενη αλήθεια των πραγμάτων. Αλλά η γλώσσα και συνακόλουθα ο τρόπος σκέψης του είναι γλώσσα φιλοσοφική· μέσα στο έργο του συγκροτείται με φιλοσοφικούς όρους και προβάλλεται η οντολογία, η ανθρωπολογία και η κοσμολογία της καθ’ ημάς ανατολικής εκκλησίας.

Ο Ομολογητής εσωτερικεύει την εκκλησιαστική διδασκαλία κατεξοχήν μέσω των διανοητικών και πνευματικών εργαλείων που του παρέχει ο αριστοτελισμός· την επεξεργάζεται και την εκφράζει με τρόπο που μαρτυρά πόσο βαθύς γνώστης του Αριστοτέλη είναι. Το φιλοσοφικό του οπλοστάσιο (τεχνικοί όροι, αντιστίξεις εννοιών, δομές της σκέψης, γνωσιοθεωρητικές αρχές κα.) είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που διαμορφώθηκε από το Σταγειρίτη, εμπεδώθηκε και εμπλουτίστηκε μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια της μελέτης και του υπομνηματισμού των αριστοτελικών κειμένων, και για αιώνες λειτούργησε ως πλαίσιο και γλώσσα της φιλοσοφικής σκέψης.
Κατά τη διάρκεια της χιλιετίας που μεσολαβεί ανάμεσα στον αρχαίο φιλόσοφο και τον Πατέρα της Εκκλησίας η συνεχής ενασχόληση με τις πραγματείες του Αριστοτέλη είτε στη σύγκρασή της με αντίστοιχα φιλοσοφικά ρεύματα (πχ. νεοπλατωνισμός) είτε στη διαπλοκή της με θεολογικές ερμηνείες και διαμάχες, συνθέτει ένα αφομοιωμένο και εναργή αριστοτελισμό, κοινόχρηστο αδιακρίτως φιλοσοφικών και θεολογικών προθέσεων. Η αριστοτελική σκέψη ενεργοποιείται πολλαχώς και ως εύχρηστο εργαλείο λογικής πρόσβασης στη φύση και την πραγματικότητα (όπως αυτές εκφαίνονταν στο εκάστοτε παρόν), και συγχρόνως ως εύπλαστο καθαυτό εφαλτήριο αναδόμησης και διόγκωσης του θεωρητικού αποθέματος. Αυτόν τον διάχυτο και κοινόχρηστο, εύχρηστο και εύπλαστο (και όμως καθόλου νόθο) Αριστοτέλη έχει στη διάθεσή του και ο Μάξιμος Ομολογητής. Μέσα από οξυδερκή πρόσληψη και οργανική εφαρμογή στο πεδίο των δικών του εκκλησιαστικών ενδιαφερόντων και προτεραιοτήτων, ζωοποιεί, ανανεώνει και εμπλουτίζει την παραδεδομένη αριστοτελική διδασκαλία.
Σήμερα, ύστερα από πολλούς αιώνες διαμεσολαβημένης πρόσληψης του Αριστοτέλη από τη σχολαστική και νεοσχολαστική δυτική φιλοσοφία, είναι καιρός να επιχειρήσουμε ένα ελληνικό διάβασμα του φιλοσόφου (2). Είναι καιρός να αξιοποιήσουμε τα αναγνωστικά εργαλεία που δοκίμασε και τελειοποίησε η Ανατολική παράδοση πρόσληψης του Έλληνα σοφού, εργαλεία που απέδωσαν έξοχες και φιλοσοφικά ενεργές ερμηνείες από τα χρόνια των πρώτων υπομνηματιστών μέχρι τα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας.

Ο Μάξιμος Ομολογητής προσπαθεί να ανατρέψει όλες εκείνες τις απόψεις των αιρετικών που απαξίωναν την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού, βασισμένοι στην μανιχαϊστική υποτίμηση του κόσμου και της δημιουργίας. Ως εκ τούτου δεν αποδέχεται καμιά αρνητική θεώρηση του κόσμου· θεωρεί τα θεμελιώδη συστατικά του (την ύλη και το είδος, τη δύναμη και την ενέργεια, την κίνηση και τη στάση, κλπ.), στην καθαρότητα της δημιουργίας τους, ελεύθερα από οποιαδήποτε ηθική απαξίωση. Η κοσμολογία του αποπνέει ένα τόνο σεβασμού για την πραγματικότητα, ένα πνεύμα αισιοδοξίας που διαπερνά τη σύνολη θέαση του κόσμου, αφού ανοίγει σ’ αυτόν και την προοπτική της υπέρτατης κίνησης: της θέωσης.


Βασικές αρχές αυτής της κοσμολογίας είναι οι ακόλουθες:

Α. Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται και διευθετείται η θεώρηση του κόσμου, είναι η έννοια της κινήσεως (3). Ο όρος χρησιμοποιείται με την αριστοτελική του σημασία· δεν δηλώνει μόνο την κατὰ τόπον κίνηση, αλλά και άλλου είδους μεταβολές· πρωτίστως, όμως, έχει οντολογικό περιεχόμενο σημαίνοντας το διαρκές πέρασμα των όντων από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Η έννοια της κινήσεως διαπερνά το σύνολο της διδασκαλίας του Ομολογητού, αφού καταρχάς αναγνωρίζεται σ’ αυτήν βαρυσήμαντος ρόλος μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Διέπει τη σύνολη κοσμική ουσία· όλα τα όντα κινούνται, και η κίνησις είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της φύσης τους. Η φυσική κίνησις, λοιπόν, καταξιώνεται πλήρως στο έργο του αγίου Μαξίμου.

Η αιτία της κίνησης των όντων είναι και αιτία της ύπαρξής τους· η έναρξη της κίνησης είναι και είσοδος στην ύπαρξη: Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι᾿ αἰτίαν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως καὶ ἔστι (4). Η κίνηση γίνεται το πρωταρχικό στοιχείο του τρόπου ύπαρξης των όντων. Εἶναι και κινεῖσθαι (υπό του Θεού) ταυτίζονται (5).

Τα όντα κυριολεκτικά ἤχθησαν στην ύπαρξη και εξακολουθούν να παράγονται σ’ αυτήν. Ποιητικόδημιουργικό Αίτιο των όντων είναι ο Θεός, ο μόνος αγένητος και ακίνητος (6). Ο,τιδήποτε υπάρχει και κινείται, οφείλοντας αυτές τις συστατικές ιδιότητές του σε μία αιτία που το υπερβαίνει, είναι γενητόν. Γένεση των όντων σημαίνει δημιουργίακτίση τους διὰ τοῦ Θεοῦ (7). Δημιουργία σημαίνει μετάδοση της κίνησης (8).
Και η έναρξη, λοιπόν, της κίνησης των όντων ταυτίζεται με την εκ Θεού γένεσή τους, αλλά και η συντήρηση των όντων στο εἶναι προϋποθέτει την ακατάπαυστη δημιουργική Ενέργεια του Θεού. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κίνηση της δημιουργίας των όντων έχει έναν στιγμιαίο χαρακτήρα, και συνεπώς ότι, άπαξ και δόθηκε στα όντα η αρχική δημιουργική ώθηση στο εἶναι, έχουν αυτά έκτοτε από μέσα τους τη δυνατότητα να υπάρχουν. Τα όντα συντηρούνται στο εἶναι, μόνο καθόσον βρίσκονται σε σχέση με τη αέναη κινητήρια δημιουργική δύναμη, τον Κτίστη τους.
Η παραπάνω θέση, σύμφωνα με την οποία η κίνηση και το εἶναι των όντων προϋποθέτουν οπωσδήποτε μία (άναρχη) αιτία, δεν αφίσταται ριζικά από την αριστοτελική αρχή πως κάθε κίνηση προϋποθέτει ένα κινοῦν (ἅπαν τὸ κινούμενον ἀνάγκῃ ὑπό τινος κινεῖσθαι) (9), το οποίο στα έσχατα της αλληλουχίας των κινήσεων είναι ακίνητο.

Β. Τα όντα δεν είναι με κανένα τρόπο αυτοκινούμενα, αλλά υφιστάμενα την αρχική και αδιάλειπτη κίνηση εκ του μηδενός προς το εἶναι, κινούνται και κινούν το ένα το άλλο. Συγκρατούνται έτσι στην ύπαρξη αποτελώντας έναν κρίκο στην αλυσίδα αλληλοδιάδοχων κινήσεων. Το εἶναι δεν αποτελεί αυτονόητο δεδομένο το οποίο κατέχουν αυτοδικαίως τα όντα, αλλά αυτά μέσα σε ένα γίγνεσθαι που τα υπερβαίνει, απολαμβάνουν την ύπαρξη ωθούμενα από το Θεό σε μια διαρκή κίνηση από το μηεἶναι στο εἶναι(10).

Η μετάδοση της κίνησης από το Θεό στα όντα είναι η ίδια η ζωογόνος και ζωοποιός αγάπη Του, η ερωτική Του έκσταση προς αυτά. Τα όντα ζουν και κινούνται, ακριβώς επειδή δέχονται αυτή την αγάπη. Στο βαθμό μάλιστα που ανταποκρίνονται στην αγαπητικήελκτική κίνηση του Θεού, συντονίζοντας τη δική τους κίνηση σύμφωνα με τους λόγους που έχουν εξαρχής εντεθεί σ’ αυτά με την κίνηση του Θεού, οδηγούνται στην επιστροφή τους στο Θεό. Με αυτήν την πορεία επιτυγχάνουν θείᾳ χάριτι την αναίρεση της πολυμορφίας τους και οδηγούνται στην ενοποιητική ανακεφαλαίωσή τους. Πραγματοποιείται έτσι διαρκώς η ταύτιση της αρχικής αιτίας των όντων με το σκοπούμενο τέλος τους.
Γ. Οι λόγοι της κτίσεως προϋπάρχουν στο Θεό ως πρότυπα των πραγμάτων όντων και γεγονότων, λειτουργούν ως προορισμοί τους και ταυτίζονται με τα θεία θελήματα(11). Συνδέονται με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Διακρίνονται αφενός από το ΘεόΛόγο, αφετέρου από τα ίδια τα όντα. Οι λόγοι δεν αποτελούν βέβαια αυθύπαρκτες οντότητες· η ύπαρξή τους είναι δεμένη με τα αντίστοιχα όντα (ἀπὸ τῶν ποιημάτων νοούμενοι καθορῶνται)(12). Οι λόγοι, επίσης, δεν ταυτίζονται με τα καθόλου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού και τα καθόλου, όπως βέβαια και τα καθ᾿ ἕκαστον, δημιουργήθηκαν σύμφωνα μ’ αυτούς.

Δ. Αρχή και τέλος της αέναης κίνησης των όντων, της διαστολής και συστολής τους μέσα από πολύμορφες και ασταθείς συνδέσεις, είναι πάντα οι επιμέρους οντότητες. Αυθύπαρκτα καθολικά όντα δεν νοούνται. Τα καθόλου εκφαίνονται ως περιστασιακές μορφώσεις συνδέσεων που απαρτίζονται από επιμέρους όντα. Οι επιμέρους οντότητες συμπλέκονται μεταξύ τους και γεννούν καινούργιες υπάρξεις. Μέσα από αυτή την αλλοιωτική διαδικασία φθείρονται τα ήδη υπάρχοντα καθολικά όντα. Όταν διαλυθεί η εκάστοτε δεδομένη σύνδεση των επιμέρους με τα καθόλου μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης, φθείρονται τα καθόλου και παραμένουν στην ύπαρξη οι ατομικές οντότητες, για να δημιουργήσουν με τη σειρά τους νέες καθολικές συνδέσεις (13).

Ε. Τα όντα δεν υπάρχουν απλώς και από μόνα τους, υπάρχουν με συγκεκριμένο τρόπο, με τον τρόπο της σχέσης (πᾶν γὰρ γενητὸν καὶ κτιστὸν οὐκ ἄσχετον δηλονότι) (14). Το όντως υπαρκτό προϋποθέτει την ενεργούμενη σχέση· τα όντα υπάρχουν μέσα από την πολυειδή σχέση τους προς άλλα όντα και χάρη σ’ αυτήν. Η ατομικότητα της ύπαρξης δεν είναι παρά μια διανοητική αφαίρεση –δεν συνάδει με την προφάνεια της πραγματικότητας των ενεργών σχέσεων.

Ο σχετικός τρόπος υπάρξεως των όντων, αναπτύσσει τη φύση και τα ὧν οὐκ ἄνευ αυτής, το χώρο και το χρόνο. Χώρος και χρόνος είναι αλληλένδετοι, η θεώρηση του ενός συνεπάγεται υποχρεωτικά και τη θεώρηση του άλλου (15).ΣT. Η έννοια της φύσεως στον άγιο Μάξιμο ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική έννοια της φύσεως, καθώς διατηρεί τον δυναμικό της χαρακτήρα: η φύσις δεν είναι μια στατική πραγματικότητα αλλά η αέναη εκδίπλωση ενός πολύμορφου γίγνεσθαι. Και η φύση του κάθε όντος δεν είναι στατικό δεδομένο αλλά μια δυναμική ενότητα κινήσεων/ενεργειών που νοηματοδοτούνται και κινητοποιούνται από ένα τέλος, προς το οποίο αυτές τείνουν. Το αληθινό εἶναι των όντων κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι.
Ζ. Την πληρότητα του όντος συγκεφαλαιώνει το εἶδος του, η μορφή του δηλαδή πραγματωμένη στην ενεργητική σχέση του προς τα άλλα όντα. Σύμφωνος και σ’ αυτό το θέμα με το Σταγειρίτη ο Μάξιμος επιμένει στην ανυπαρξία της ὕλης ως αυτοτελούς πραγματικότητας. Ο φιλοσοφικός ισχυρισμός ότι η ύλη προϋπάρχει και δεν εντάσσεται στη γένεση των όντων προσκόπτει στην ταύτιση υπάρξεως και κινήσεως· και η ίδια η ύλη κινήθηκε, ἤχθη στο εἶναι. Ακινησία της ύλης θα σήμαινε αποθέωσή της (16).
Η. Η φιλοσοφική κατηγορία του τρόπου τῆς ὑπάρξεως αξιοποιείται δεόντως από τον Ομολογητή για την προσέγγιση του κόσμου. Ο τρόπος της υπάρξεως των όντων συνδέεται άρρηκτα με την κίνησή τους και η πραγματικότητα της φύσεως είναι συνδεμένη με την πραγματικότητα της κίνησης: καὶ τὴν κίνησιν τῇ φύσει συνομολογήσομεν, ἧς χωρὶς οὐδὲ φύσις ἐστί, γινώσκοντες ὡς ἕτερος μὲν ὁ τοῦ εἶναι λόγος ἐστίν, ἕτερος δὲ ὁ τοῦ πῶς εἶναι τρόπος (17). Δεν νοείται ύπαρξη χωρίς συγκεκριμένο τρόπο έκφανσης. Η φύσηουσία φανερώνεται ως κίνηση, αλλιώς δεν υπάρχει.

Θεμέλιο της κοσμολογικής σκέψης του Μαξίμου είναι η απόλυτη διάζευξη ανάμεσα στο άκτιστο που είναι ο Θεός και το κτιστό που είναι ο κόσμος. Το χάσμα ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο είναι για τον άνθρωπο αγεφύρωτο και η θεία ουσία παραμένει παντελώς απρόσιτη. Ο Ομολογητής διακηρύσσει ότι ο Θεός παραμένει κατὰ τὴν οὐσίαν άγνωστος, ἀμήχανος καὶ παντελῶς ἄβατος (18), ότι δεν ορίζεται και περιορίζεται από τίποτε άλλο, αλλά ἀόριστος ο ίδιος αποτελεί όριο και ορισμό των πάντων· οποιαδήποτε γι’ Αυτόν κατάφαση αποτελεί ψεύδος. Βρίσκεται πέρα από τις καταφατικές αποφάνσεις, διότι δεν αποτελεί ουσία αλλά είναι ὑπερούσιος (19).

Ετσι, ακόμα και η ύπαρξη του Θεού λέγεται με έναν σχετικό τρόπο, αντλημένο αναλογικά από το χώρο των κτιστών όντων. Μάλλον προΰπαρξις είναι ο Θεός, προηγείται της ίδιας της υπάρξεως όχι χρονικά, αφού και ο χρόνος είναι συνάρτηση ή διάστασή της, αλλά «οντολογικά». Και αυτή η προσηγορία του Θεού πηγάζει ἐκ τῶν δι᾿ αὐτοῦ φανέντων και το μόνο που επιτρέπει είναι να νοηθεί ο Θεός ως κάτι που υπερβαίνει τα όντα και την οντικότητα (20).

Συνεπώς, για τον Μάξιμο, καμία από τις φιλοσοφικές κατηγορίες περί του όντος, το εἶναι, η ουσία, η ύπαρξη, δεν κυριολεκτεί αποδιδόμενη στη θεία υπερουσιότητα. Μάλιστα ο Πατέρας της Εκκλησίας τολμάει να πει ότι για το Θεό, που δεν έχει καμιά φυσική ομοιότητα με τα όντα, θα λεγόταν ίσως οικειότερο το μηεἶναι: δι' ἑαυτὸν δὲ οὐδὲν κατ' οὐδένα τρόπον οὐδαμῶς οὔτε ὢν οὔτε γινόμενος, τῶν ἅ τι τῶν ὄντων ἐστὶ καὶ γινομένων, οἷα μηδενὶ τὸ παράπαν τῶν ὄντων φυσικῶς συντασσόμενος, καὶ διὰ τοῦτο τὸ μὴ εἶναι μᾶλλον, διὰ τὸ ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ' αὐτοῦ λεγόμενον προσιέμενος (21).Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο η εκκλησιαστική θεολογία διαφοροποιείται ριζικά από πάγιες φιλοσοφικές θέσεις που συνοψίζονται σε αυτό που θα ονομάζαμε ουσιοκρατική θεώρηση του θείου. Η Εκκλησία διακρίνει σε δύο καταρχήν μη κοινωνήσιμα επίπεδα τα όντα και το θείο, καθώς θεωρεί ότι η κλίμακα των όντων καλύπτει όλη την κλίμακα του υπαρκτού, όχι όμως το Θεό. Αντίθετα, η συνεχόμενη (και ανθρωποκεντρική) κλίμακα του υπαρκτού των αρχαίων φιλοσόφων περιλάμβανε και το θεό στις βαθμίδες της.


http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/b ... logia.html
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος evaggelia την 11 Μάιος 2011, 12:40, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Λόγοι των Όντων..

3
Αίσθησις-λόγος-νους κατά τον Μάξιμο Ομολογητή


Περ. «Σύναξη», Φεβρουάριος 2005.


Ο άγιος Μάξιμος (7ος α. μ.Χ.) διακρίνει τρία επίπεδα της γνώσης. Αυτά αντιστοιχούν σε τρεις καθολικές κινήσεις (δυνατότητες και ενέργειες) της ανθρώπινης ψυχής (=του όλου ανθρώπου), την αἴσθησιν, τον λόγον και τον νοῦν.


1. Aίσθησις.

Την δυνατότητα της κατ' αἴσθησιν γνώσεως των όντων την δώρισε ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο, για να λειτουργήσει αυτή ως αρωγός στην προσπάθεια του ανθρώπου να γνω­ρίσει τον Δημιουργό του (1). Αλλά και η ίδια η κτίση δεν είναι παθητικός δέκτης της αισθητικής ενέρ­γειας· είναι δομημένη έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην αισθητική λειτουργία του προσώπου με την δική της φυσικὴν πρὸς αἴσθησιν δύναμιν. Η κτίση προσφέρεται ως δυνατότητα στις επιμέρους αισθήσεις· αυτές πραγματώνουν ἐνεργείᾳ την αισθητική κίνηση.

Η εξαρχής δεδομένη συνάφεια και σχέση της αισθητικής λειτουργίας (και των επιμέρους αισθητικών δυνάμεων) προς τα αντι­κείμενα αισθητά κτίσματα εκφαίνεται ως μία και ενιαία κίνηση και θεμελιώνει την διαλε­κτική σχέση του ανθρώπου και του κόσμου μέσω της αίσθησης. Κυρίως η λειτουργία της όρασης καθιστά άμεσα προφανή αυτήν την σχέση. Ὄψις ονομάζεται ἡ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ οὐ ἡ πῶς, πρὸς τὰ αἰσθητὰ τῆς αἰσθήσεως προσβολή(2).

Η φυσική απλότητα αυτής της άμεσης και ενιαίας σχέσης προηγείται υπαρκτικά των επιμέρους κινήσεων των πέντε διαφοροποιημένων αισθήσεων. Η προφάνεια του αισθη­τού κόσμου, ο ίδιος ο φαινόμενος αισθητός κόσμος στοιχειωτικός ἐστι κατὰ φύσιν τῶν πέντε αἰσθήσεων(3). Δεν μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει μια αυτονομημένη και εξαρ­χής δεδομένη λειτουργικότητα επιμέρους αισθήσεων χωρίς την προαισθητηριακή προ­σωπική σχέση ανθρώπου και κόσμου, διότι αυτή η τελευταία είναι που στοιχειώνει (μορφοποιεί-οργανώνει-δομεί) τις αισθήσεις. Έτσι, πρέπει να κατανοήσουμε την αναφορά μας στην ὄψιν με ένα συμβο­λικό-συγκεντρωτικό περιεχόμενο της όλης προαισθητηριακής έκστασης του προσώπου προς έναν κόσμο αναδυόμενο στην ἀλήθεια της σχέσης με τον άνθρωπο.

Η ψυχή στην άρρηκτη σύνδεσή της με το σώμα και τα αισθητήρια όργανα (λει­τουργούν γι’ αυτήν ως θύραι) αποκτά πείρα των αισθητών πραγμάτων και με την συν­δρομή της φαντασίας τα παραπέμπει ως φαντάσματα στο νου. Η φυσική πρόσληψη των αισθητών μέσω των αισθήσεων σχηματίζει τις πολύμορφες γνωστικές αντι-λήψεις των αντικειμέ­νων. Η αίσθηση προσάγει στην γνώση την αμεσότητα των όντων, την υλική τους υπόσταση, την μορφή ή το σχήμα τους, όλα όσα διαφοροποιούν την κάθε οντότητα· προ­σάγει επίσης στην γνώση την εμπειρία των φυσικών σχέσεων που συνδέουν τα αντικείμενα της πραγματικότητας (4).

Η ψυχή με τις αισθήσεις της ταξιδεύει μέσα στην πολυμορφία του κόσμου. Προσπαθεί να συλλέξει τους πολυειδείς λόγους των όντων. Οι λόγοι, λέει ο Μάξιμος, αποκαλούνται από τους Πατέρες της Εκκλη­σίας ἀγαθὰ θελήματα του Θεού και ταυτίζονται με τις ἰδέες που ενυ­πάρχουν στο Θεό.
Λειτουργούν ως πρότυπα του εκάστοτε κτίσματος και γι' αυτό ονο­μάζονται παραδείγματα και προορισμοὶ. Παραδείγματα, επειδή λειτουργούν ως πρότυπα σύμφωνα με τα οποία δημιουργούνται τα όντα. Προορισμοί, επειδή λειτουργούν ως τέλη προς τα οποία κατατείνουν τα όντα, για να πραγματώσουν την πληρότητα της ύπαρξής τους. Το αληθινό εἶναι των όντων κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι.

Με τη λειτουργία των λόγων ως προορισμῶν η μετάθεση της αληθινής ύπαρξης των όντων στα έσχατα αντιστρέφει την πλατωνική ουσιολογία των προϋπαρχουσών ιδεών· ανατρέπει επίσης και την αριστοτελική τελεολογία, αφού απαλλάσσει την κίνηση της φύσης, την εντελέχεια του όντος, από την αναγκαιότητα. Μπορεί και το αριστοτελικό ον να βρίσκει την πληρότητα της ύπαρξης στο τέλος του, όμως έχει το τέλος ήδη μέσα του· αντίθετα, οι λόγοι-προορισμοὶ των όντων κείνται έξωθεν αυτών, στο Θεό. Και μόνο η ελεύθερη ταύτιση της κίνησης των όντων με τον κατὰ φύσιν λόγο της δη­μιουρ­γία τους θα τα οδηγήσει στην εύρεση του αληθινού εἶναι.

Η ψυχή προσπαθεί να οικειοποιηθεί την σοφία όσων βλέπει, την σοφία των λόγων· αυτή δεν είναι άλλη από την μυστική μα ταυτόχρονα κραυγαλέα παρουσία του Θεού στον κόσμο. Συλλέγοντας ο άνθρωπος τους λόγους των όντων, οικειοποιείται παράλληλα και την δημιουργικότητα της σοφίας του Θεού· γίνεται κατ' αναλογίαν δημιουργός ενός κάλλιστου πνευματικού κό­σμου (5).

Η σοφή κίνηση της ψυχής προς τα αισθητά και η ἀντίληψις των αισθητών μέσω των αι­σθήσεων και η συναγωγή των πνευματικών λόγων της κτίσεως και η οικειοποίηση της θείας δημιουργικότητας λειτουργούν ενιαία και αδιαίρετα με τρόπο που στοιχειώνει την ψυχή. Όπως τα αισθητά στοιχειώνουν τις αισθήσεις, έτσι και οι αισθήσεις στοιχειώνουν τις δυνάμεις της ψυχής, πρωτίστως μέσω της συλλογής των λό­γων των όντων, οι οποίοι λειτουργούν ως τροφή για την ψυχή (6).

Η αἴσθησις, λοιπόν, απαρτίζεται από ένα ευρύτερο σύνολο αλληλένδετων λειτουρ­γιών που συμπλέκουν αφενός:

* την αφετηριακή (άμεσα εμπειρική) οργανική σχέση του ανθρώπου με τον κό­σμο,
* την πρόσληψη του κόσμου μέσω αντιστοίχων οργάνων, των αἰσθητηρίων,
* την λειτουργία της φαντασίας, στα φαντάσματα της οποίας έχει πρόσβαση ο νους,
* την αντίληψη των όντων ως διακεκριμένων αντι-κειμένων,
* την εμπειρία των φυσικών σχέσεων ανάμεσα στα αντικείμενα που συνθέτουν ως σύ­νολο την κοσμική πραγματικότητα,
* την συλλογή των λόγων των όντων,
* την καθαρά δημιουργική αναπαραγωγή του κοσμικού κάλλους εντός της ψυχής·

και αφετέρου:
* τον αισθητό, λογικό και νοητό χαρακτήρα των κτισμάτων, που προσφέρουν δεδο­μένη εξαρχής δυνατότητα ανταπόκρισης στην ανθρώπινη προσέγγισή τους.


Είναι σαφές πως το σύνολο των αισθητικών λειτουργιών προϋποθέτει ταυτόχρονα συ­μπληρωματικές τις λειτουργίες των άλλων γνωστικών δυνάμεων, του λόγου και του νου. Με δεδομένη την άρρηκτη σχέση της προς το αντίστοιχο σώμα, η ψυχή στο σύνολό της ασκεί το γνωστικό έργο του ανθρώπου. Έτσι, η γνώση αποκαλύπτεται ως ουσιώ­δης ενέργεια της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.


1.1. Φαντασία.

Η φαντασία είναι σημαντική συνιστώσα της ευρύτερης λειτουργίας της αίσθησης, κα­θώς εντάσσεται κεντρικά στο πολύπλοκο πεδίο των γνωστικών λειτουρ­γιών της τελευταίας. Η φαντασία μάλιστα κατέχει τόσο σημαντικό μερίδιο αυτών των λειτουρ­γιών, ώστε κάποτε ταυτίζεται με την ίδια την αίσθηση και ονομάζεται αἰσθητικὴ ἢ ὑλικὴ φαντασία.

Ο Ομολογητής βεβαιώνει πως και η φαντασία είναι μία ψυχική δύναμη· τα φυτά αρκούνται στην αυξητική-θρεπτική (ψυχική και αυτή!) δύναμη· τα άλογα ζώα μαζί με την αυξητική-θρεπτική δύναμη διαθέτουν και την φαντασία· οι άνθρωποι, τέλος, μαζί με τις ψυχικές δυνάμεις των φυτών και των αλόγων ζώων διαθέτουν την νοητική δύναμη:

Τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ἡ μέν ἐστι θρεπτικὴ καὶ αὐξητική·
ἡ δὲ φανταστικὴ καὶ ὁρμητική·
ἡ δὲ λογιστικὴ καὶ νοητική.
Καὶ τῆς μὲν πρώτης μόνης μετέχουσι τὰ φυτά·
τῆς δὲ δευτέρας πρὸς ταύτῃ τὰ ἄλογα ζῶα·
τῆς δὲ τρίτης πρὸς ταῖς δυσίν, οἱ ἄνθρωποι (7).

Η φαντασία είναι σχέσις· μεσολαβεί και συνδέει το φανταστικὸν με το φανταστόν. Αποτέλεσμα της δυναμικής συσχετικής λειτουργίας της φαντασίας είναι το φάντα­σμα, η παράσταση που παραπέμπεται στον νου:

Ἐπειδὴ γὰρ πᾶσα φαντασία ἢ τῶν παρόντων, ἢ τῶν παρελθόντων·
τῶν δὲ μήπω γενομένων παντάπασίν ἐστιν οὐδαμῶς.
Σχέσις γάρ ἐστι τοῖς ἄκροις δι᾿ ἑαυτῆς μεσιτεύουσα.
Ἄκρα δέ φημι τό τε φανταστικόν, καὶ τὸ φανταστόν,
ἐξ ὧν διὰ μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως οὔσης τῶν ἄκρων,
τὸ φάντασμα γίνεται, πέρας ὑπάρχον ἐνεργείας καὶ πάθους,
ἐνεργείας μὲν τοῦ φανταστικοῦ, πάθους δὲ τοῦ φανταστοῦ,
τῶν διὰ μέσης τῆς φαντασίας, σχέσεως αὐτῶν ὑπαρχούσης περὶ αὐτό,
ἀλλήλοις συναπτομένων ἄκρων (8).

Σε φαντάσματα και νοήματα μετασχη­ματίζονται τα ίδια τα αἰσθητὰ μέσω της προσβολῆς του πλέγματος των ψυχι­κών δυνάμεων.

Έχοντας ο Μάξιμος απόλυτη συναίσθηση του σύνθετου τοπίου της ψυχής, αποφεύγει μία σχηματική, ευθύγραμμη παράθεση γνωστικών λειτουργιών. Δεν τον ενδιαφέρει, εξάλλου, μια αυτοτελής ψυχολογική διερεύνησή τους· γι’ αυτό και δεν αναπτύσσει πουθενά μία συνολική θεώρηση ούτε των αισθητικών λειτουργιών γενικότερα ούτε της φαντασίας ειδικότερα· το ενδιαφέρον του εστιάζεται σ’ αυτές τις λειτουργίες μόνο στον βαθμό ένταξής τους σε εκείνη την πορεία γνωστικών κινήσεων που οδηγούν στην κατάργηση της κατακερματισμένης γνώσης, αυτής που αφορά στα όντα και συνάγεται από αυτά (οντικής γνώσης). Υπ’ αυτήν, λοιπόν, την καθοριστική αίρεση τίθεται και η αναφορά μας στην φαντασία.

Η αίσθηση -με την αναγκαία συνδρομή του λόγου- φαντασιοῦται τον κόσμο συλλέγοντας από παντού τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες. Η κατ᾿ αἴσθησιν φαντασία τῶν ὁρατῶν μετασχηματίζει τα αισθητά σε νοήματα, ώστε η αισθητική διάνοια να αναχθεί τελικά στην κατανόηση των λόγων των όντων· μπορεί να διακρίνει κανείς στην ανωτέρω διατύπωση την αρχική σύνδεση της φαντασίας με την αίσθηση και την τελική αναγωγή της στο νου. Τελικά η αίσθηση -εγκιβωτίζοντας και την λειτουργία της φαντασίας- λειτουργεί ως όργανο της διάβασης του νου προς τα

νοητά (9).

Η φαντασία συνεπώς εμφανίζεται ως εκείνη η λειτουργία του νου που του επιτρέπει να δέ­χεται κάτι έξωθεν· ο παθητικὸς (πάσχειν) νους δομείται ως πεδίο στο οποίο πραγματώ­νεται ολοκληρωμένη η αίσθηση ακριβώς στην σύναψή της με την νόηση και στο οποίο η πρώτη εναποθέτει τα προϊόντα της δικής της γνωστικής λειτουργίας. Είναι φανερό πως μόνο με την ανάληψη (και διαχείριση) του φαντάσματος από τον νου συνίσταται στην πληρότητά της η λειτουργία της αίσθησης. Η ίδια η αίσθηση εμφανίζεται ως διάνοια, συνεργός του λόγου και όργανο του νου (10).

Οι επιμέρους λειτουργίες της αίσθησης μορφώνονται και πραγματώνονται τελεολογικά μέσα από μία κίνηση που στοχεύει στο τέλος τους, καθώς η καθεμία μετα-βαίνει στον ευρύτερο κύκλο στον οποίο εγγράφεται. Έτσι η γνώση συστήνεται όχι ως αθροιστική συμπαράθεση ή διαδοχή αλλά ως πεδίο συγχρονισμένα διευρυνόμενων κύκλων που όλοι επι-κεντρώνονται και ανα-πτύσσονται γύρω από τον, απροσπέλαστο καθεαυτόν, πυρήνα της προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο.


1.2. Φαντασία: δόξα και αλήθεια.

Η φαντασία προσδέχεται στην ψυχή τον κόσμο των πραγμάτων. Γι' αυτό και κάθε φαντασία αναφέρεται στο παρόν ή το παρελθόν, ποτέ στο μέλλον. Αλλά η παραγό­μενη παράσταση έχει εν τέλει χαρακτήρα στατικό: πέρας ὑπάρχει (τὸ φά­ντασμα) ἐνεργείας καὶ πάθους. Ο καρπός της φαντασίας είναι -στην καλύτερη περί­πτωση- η ἀληθὴς δόξα τῶν ὄντων, η ακριβής απεικόνισή τους στη διάνοια. Όμως αυτή η φαι­νομενολογική γνώση δεν ταυτίζεται με την αληθινή γνώση αλλά με την διαιρετικὴν ἄγνοιαν (11), παραμένει ανερμήνευτο θραύσμα μιας πολυδιασπασμένης εικόνας του κόσμου. Το προϊόν της αισθητηριακής γνώσης, ακόμα κι αν ανταποκρίνεται στα πράγματα, προσ­λαμβάνεται από τον άνθρωπο ως αυτονομημένο φάντασμα. Και ακριβώς επειδή οι άλογες αισθήσεις στερούνται την ολοποιητική δυνατότητα που έχει ο λόγος (λέγω-συλ­λέγω), παρέχουν στην ψυχή μία ψευδή και απατηλή εικόνα των όντων. Μόνο η νοητική κατά­ληψη είναι τελικά αυτή που, συνδέοντας τα όντα μεταξύ τους και αποκαλύπτοντας τις σχέσεις τους, προσεγγίζει την αλήθεια.

Έτσι, η λειτουργία της φαντασίας μόνο ένα πρωτογενές (πολύτιμο και αυτό) γνω­στικό "υλικό" παρέχει στην ψυχή. Η φαντασία των ορατών γίνεται απλώς αφετηρία της κατα­νόησης των λόγων των όντων· είναι το μέσο για την πρόσβαση του νου προς τα νοητά. Στην πραγματικότητα, η αληθινή γνώση φωτίζει τον άν­θρωπο, όταν αυτός, τῶν αἰσθητῶν σχημάτων ἑαυτοῦ τὴν φαντασίαν ἀποτεμών, απελευθερωθεί από την σχηματοποίηση των πραγμάτων την οποία συνεπιφέρει η φαντα­σία (αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει κατάργησή της!), και βρει την αλήθεια: όχι αυτήν που εκφαίνεται ως συμφωνία αισθημάτων-φαντασμάτων-νοημάτων προς τα πράγματα, αλλά αυτήν που λανθάνει στους λόγους των όντων.

Όργανο της αποτομής των αισθητών σχημάτων είναι η μάχαιρα τοῦ πνεύματος, η διδασκαλία του Θεού· αυτή “φονεύει” μέσα στον άνθρωπο την απατηλή φαινομενική κί­νηση. Το καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο στην εύρεση της αλήθειας δεν είναι κάτι που ανήκει αποκλειστικά στον επιστημονικό νου, αλλά είναι δώρο του Θεού:

Πᾶς οὖν θεωρητικὸς νοῦς ἔχων τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος,
ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ, ἐν ἑαυτῷ
τῆς φαινομένης κτίσεως ἀποκτείνας τὴν κίνησιν,
κατώρθωσεν ἀρετήν·
καὶ τῶν αἰσθητῶν σχημάτων ἑαυτοῦ τὴν φαντασίαν ἀποτεμών,
τὴν ἐν τοῖς λόγοις τῶν ὄντων εὗρεν ἀλήθειαν·
καθ᾿ ἣν ἡ φυσικὴ θεωρία συνέστηκε·
καὶ τῆς οὐσίας τῶν ὄντων ὑπεράνω γενόμενος,
τὸν τῆς θείας καὶ ἀμάχου μονάδος δέχεται φωτισμόν,
καθ᾿ ὃν τῆς ἀληθοῦς θεολογίας συνέστηκε τὸ μυστήριον (12).

Η φαντασία, παρέχοντας απλώς τύπους και σχήματα των αισθητών, εμμένει στην επι­φάνεια του όντος θεωρημένου στατικά και αυτονομημένα· αλλά ο νους με την μά­χαιραν τοῦ πνεύματος εισδύει στο υπαρξιακό βάθος των όντων, στους λόγους της κτί­σεως, στις πολύμορφες συνδέσεις των όντων μεταξύ τους και στη μονοσήμαντη αναφορά τους στο Δημιουργό. Τότε η ψυχή κατακλύζεται από το ἓν καὶ ἑνωτικὸν φῶς, τὰς ποικίλας ὄψεις, ἢ κυριώτερον εἰπεῖν, φαντασίας, εἰς μίαν ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καὶ μονοειδῆ συνάγουσα γνῶσιν (13).


1.3. Αίσθηση και νους.

Η αίσθηση επιτυγχάνει την σύζευξή της με τον νου μέσω της φαντασίας, που επιτελεί μια λειτουργία συμβολισμού. Τα αισθητά λειτουργούν ως προς τον λόγο και τον νου ως σύμβολα, σχήματα, τύποι. Αισθητός και νοητός κόσμος εισδύουν ο ένας στον άλλο καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἓν καθὼς ἂν εἴη τροχὸς ἐν τῷ τροχῷ. Νους και αίσθηση αλληλοπεριχωρούνται και συνεργάζονται. Τη συνάφεια νου και αίσθησης παραστατικό­τατα εικονίζει ο Μάξιμος ως συζυγία και συγκατοίκηση ανδρός-γυναικός

Ἀνήρ ἐστιν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματι θεωρίας ἐπιμελούμενος νοῦς,
κεφαλὴν ἔχων τὸν κατὰ πίστιν ἐκ τῆς τῶν ὁρωμένων διακοσμήσεως
γενεσιουργὸν τοῦ παντὸς Λόγον διαδεικνύμενον,
ὃν οὐ καταισχύνει καλύπτων,
καὶ οἷον ὑποτιθείς τινι τῶν ὁρωμένων ὁ νοῦς,
καὶ ἄλλο τὸ παράπαν αὐτοῦ ποιούμενος ὑψηλότερον.
Γυνὴ δὲ τοῦ τοιούτου νοός ἐστιν ἡ σύνοικος αἴσθησις,
δι᾿ ἧς ἐπιβατεύει τῇ φύσει τῶν αἰσθητῶν,
καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ θειοτέρους ἀναλέγεται λόγους,
μὴ συγχωρῶν τῶν λογικῶν αὐτὴν ἀποκαλυφθεῖσαν ἐπιβλημάτων,
ἀλογίας γενέσθαι καὶ ἁμαρτίας ὑπουργόν (14).


Ο νοητός κόσμος αποτυπώνεται στον αισθητό μέσα από την λειτουργία της ειδοποίη­σης (εἶδος). Αντίστοιχα, ο αισθητός κόσμος ενυπάρχει στον νοητό μέσα από την γνω­στική λει­τουργία του λόγου. Μέσω της διάφανης και αληθινής προφάνειας του αισθη­τού κόσμου μέσα στον νοητό, και του νοητού μέσα στον αισθητό, αποκαλύπτεται η ουσιαστική σχέση τους. Και συνεπώς η λειτουργία της αίσθησης αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ευρύ­τερης και συνθετότερης γνωστικής λειτουργίας. Ο νους αδυνατεί να προσεγγίσει το συγ­γενές του αντικείμενο, τα νοητά, χωρίς την παρεμβολή της θεω­ρίας των αισθητών:

᾿Επεὶ οὖν οὐκ ἔστι δυνατὸν πρὸς τὰ συγγενῆ νοητὰ τὸν νοῦν διαβῆναι
δίχα τῆς τῶν διὰ μέσου προβεβλημένων αἰσθητῶν θεωρίας,
ταύτην δὲ γενέσθαι παντελῶς ἀμήχανον
χωρὶς τῆς, αὐτῷ μὲν συγκειμένης
τοῖς αἰσθητοῖς δὲ κατὰ φύσιν συγγενοῦς, αἰσθήσεως,
εἰκότως, εἰ μὲν προσβαλὼν ἐνσχεθῇ ταῖς ἐπιφανείαις τῶν ὁρατῶν,
ἐνέργειαν εἶναι φυσικὴν τὴν συγκειμένην οἰόμενος αἴσθησιν,
τῶν μὲν κατὰ φύσιν ἐκπέπτωκε νοητῶν (15).


Η αίσθηση αναβιβάζει την κίνηση των αισθητών στον νου, ο οποίος τη μετασχηματίζει σε γνώση. Η γνώση είναι προϊόν συνεργίας αίσθησης και νου. Την σχέση αισθητών και νοητών εικονίζει η σχέση σώματος και ψυχής:

ψυχὴν μὲν εἶναι τῶν αἰσθητῶν, τὰ νοητά,
σῶμα δὲ τῶν νοητῶν, τὰ αἰσθητά.
καὶ ὡς ψυχὴν ἐνοῦσαν σώματι, τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ τὸν νοητὸν εἶναι·
καὶ τῷ νοητῷ τὸν αἰσθητόν, ὡς σῶμα τῇ ψυχῇ συγκροτούμενον·
καὶ ἕνα ἐξ ἀμφοῖν εἶναι κόσμον,
ὥσπερ καὶ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ἄνθρωπον ἕνα(16).
Για την συζυγία αισθητών και νοητών αρκεί να υπερβαίνεται η αυτονόμηση της αισθη­τηριακής λειτουργίας. Μόνο τότε τα αισθητά διατηρούν την καθαρότητα και το πλήρες νοήματος κάλλος της δημιουργίας τους.


2. Λόγος.

Η λειτουργία της αίσθησης αποβαίνει τελικά μια λογική λειτουργία: η αίσθηση επικε­ντρώνεται αρχικά στην άμεση γνώση των αντικειμένων όντων, στην υλική τους υπό­σταση, την μορφή ή το σχήμα τους. Όμως ο λόγος συγκεντρώνει τα δεδομένα των αι­σθή­σεων μεταμορφώνοντας την αισθητή εμπειρία σε επιστημονική γνώση. Λειτουρ­γεί έτσι ως σύνδεσμος ανάμεσα στην αίσθηση και τον νου, ανάμεσα στην άμεση αισθη­τηριακή γνώση και την βαθιά γνώση της προσωπικής σχέσης. Αλλά ούτε η λογική δύναμη του ανθρώπου εξαντλεί τις γνωστικές του δυνατότητες, μέση ὑπάρχουσα τύ­πων καὶ ἀληθείας. Η γνώση ἡ ἐν μόνῳ τῷ λόγῳ κειμένη καὶ τοῖς νοήμασιν (17) έχει σχετικό χαρακτήρα, και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την αλήθεια.

Τον μεσολαβητικό ρόλο του λόγου εκθέτει ωραία ο Μάξιμος ερμηνεύοντας αναγω­γικά μια εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη: πηγές έξω από την πόλη σχηματίζουν με τα ύδατά τους έναν ποταμό που περνάει μέσα από την πόλη και την χωρίζει στα δύο. Πη­γές έξω από την πόλη είναι τα αισθητά όντα, που βρίσκονται έξω από την ψυχή· ύδατα των πηγών είναι τα νοήματα των αισθητών· και ποταμός που διασχίζει την πόλη είναι η φυσική θεωρία, η γνώση την οποία ο λόγος συνάγει από τα νοήματα των αι­σθητών. Ο ποταμός-λόγος διέρχεται μεθόριος νου και αισθήσεως· μεσολαβεί ώστε η γνώση των αισθητών αφενός να μην αποξενώνεται από την νοερή δύναμη αφετέρου να μην εξαντλείται σε μία απλή αισθητηριακή ενέργεια. Ο λόγος επιτυγχάνει έτσι την συνάφεια αίσθησης και νου (18).

Ο λόγος ευγενίζει και λογοποιεί τις αισθήσεις. Η καταρχάς χρηστικότητα της αίσθη­σης πλουτίζεται από την περιουσία του λόγου· έτσι, καθώς η ψυχή οικειοποιείται τους πνευ­ματικούς λόγους που εντοπίζει στα αισθητά, ανάγονται οι αισθήσεις σε ένα επίπεδο πλησιέστερο προς τον Θεό (19).

Η δύναμη του λόγου επιτρέπει να συναχθεί η πολύμορφη ποικιλία των λόγων της κτίσης σε μία νόηση ἑνοειδῆ καὶ ἁπλῆν καὶ ἀδιάφορον. Αυτή η εκ­βολή της λογικής δύναμης στην νόηση είναι όντως ένωση λόγου και νου.


3. Νους.

Η γνωστική κίνηση του νου δεν περιορίζεται μόνο στην διανοητική ενέργεια· ο νους συ­ναιρεί και υπερβαίνει το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων, αντιπρο­σω­πεύει την καθολική γνωστική δυνατότητα της ψυχής· είναι το όργανο της προσωπι­κής έκστασης του ανθρώπου προς τον κόσμο. Γι' αυτό και η γνώση του νου είναι κα­ταρχήν μια γνώση εμπειρική.

Πρέπει, όμως, να τονίσουμε πως η εμπειρική αυτή γνώση υπερβαίνει και την κατακερματισμένη αισθητηριακή εμπειρία και την λογική επεξεργασία της. Ο νους, το θεωρητικὸν τῆς ψυχῆς, εκτείνει την γνωστική του λειτουργία πέρα από τις λειτουργίες και των σωματικών αισθήσεων και του λόγου. Η γνώση του νου είναι γνώση κατ' ἐνέργειαν, άπαυστη και ατέλεστη. Παρέχει συνολική κατάληψη του αντικειμένου της.

Ο νους, απελευθερωμένος από την πολυειδή γνώση των αισθητών, κατακτάει την απλή και ενιαία γνώση. Αυτή η ανερμήνευτη κίνηση του νου, αν και έχει εκκινήσει από την αισθητηριακή εμπειρία και τη λογική πρόσληψη του κόσμου, κατατείνει ακριβώς λόγω του ενικού χαρακτήρα της σε μία γνώση του Θεού ἐξ οὐδενὸς τῶν ὄντων (20).

Στην παρούσα ζωή, ενώ ο νους προσλαμβάνει τον κόσμο, ανακαλύπτει σ' αυτόν πολλές και διάφορες θείες ενέργειες, και διδάσκεται πως κάθε θεία ενέργεια υποσημαίνει τὸν Θεὸν ἀμερῶς ὅλον (21). Έτσι, ο ενικός χαρακτήρας του νου αντανακλά την ενότητα του Θεού.


4. Ενότητα των γνωστικών κινήσεων της ψυχής.

Οι τρεις καθολικές κινήσεις της ψυχής, η αίσθηση, ο λόγος και ο νους, συνάγονται σε μία, ενεργοποιούνται συμπληρωματικά αλληλοπεριχωρούμενες:
Ὁ τὸν φαινόμενον κόσμον νοῶν, θεωρεῖ τὸν νοούμενον·
τυποῖ γὰρ τῇ αἰσθήσει τὰ νοητὰ φανταζόμενος,
καὶ κατὰ νοῦν σχηματίζει τοὺς θεαθέντας λόγους·
καὶ μεταφέρει πρὸς μὲν αἴσθησιν
πολυειδῶς τοῦ νοητοῦ κόσμου τὴν σύστασιν·
πρὸς δὲ νοῦν, τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πολυπλόκως τὴν σύνθεσιν·
καὶ νοεῖ, ἐν μὲν τῷ νοητῷ τὸν αἰσθητόν,
μετενέγκας πρὸς τὸν νοῦν τοῖς λόγοις τὴν αἴσθησιν·
ἐν δὲ τῷ αἰσθητῷ τὸν νοητόν,
πρὸς τὴν αἴσθησιν ἐπιστημόνως τοῖς τύποις μετεγκλώσας τὸν νοῦν (22).

Η αναλεκτική λειτουργία της αίσθησης την συνδέει με τις άλλες γνωστικές κι­νή­σεις της ψυχής, αυτές που ασκούνται από τον λόγο και τον νου, σε μία ενιαία κίνηση της ψυ­χής προς την κτίση: η ψυχή προ­σεγγίζει το κάλλος της δημιουργίας σὺν λόγῳ κατὰ τὴν αἴσθησιν ενώ ο λόγος πα­ραμένει δεμένος στην απλότητα του νου. Με τη συνεργία του λόγου η αίσθηση εκπληρώνει τον μεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κό­σμο: ανάγει τα αισθητά σχήματα και είδη σε λόγους πολύμορφους· από την πολυμορ­φία συνάγεται η ἑνοειδὴς καὶ ἁπλῆ καὶ ἀδιάφορος νόησις. Έτσι, ο νους προσέρχεται και μελετά μέσω της αισθήσεως τα πράγματα (23).

Η ενιαία κίνηση του νου προς τα αισθητά δεν έχει βέβαια τίποτε το κακό: οὔτε ὁ νοῦς κακόν, οὔτε τὸ κατὰ φύσιν νοεῖν· οὔτε δὲ τὰ πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθησις· Θεοῦ γάρ εἰσι ταῦτα τὰ ἔργα(24). Στον βαθμό, μάλι­στα, που επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο η ενοποίηση των γνωστικών δυνάμεων (στον βαθμό που αποτρέπεται η αυτονόμησή τους), εκ­πληρώνει ο νους την απώτατη γνωστική στόχευση, την εύρεση του Θεού μέσα στον κόσμο. Η βαθμιαία αυθυπέρβαση της αίσθησης μέσα στον λόγο, του λόγου μέσα στον νου, και τέλος η ίδια η απόσβεση των νοητικών λειτουργιών γίνονται αναβαθμοί στην πορεία προς την θέωση, την ὑπὲρ νόησιν ένωση με τον Θεό.

Βασίλειος Μπετσάκος
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Λόγοι των Όντων..

5
Οι τρεις καθολικές κινήσεις της ψυχής, η αίσθηση, ο λόγος και ο νους, συνάγονται σε μία, ενεργοποιούνται συμπληρωματικά αλληλοπεριχωρούμενες:
Ὁ τὸν φαινόμενον κόσμον νοῶν, θεωρεῖ τὸν νοούμενον·
τυποῖ γὰρ τῇ αἰσθήσει τὰ νοητὰ φανταζόμενος,
καὶ κατὰ νοῦν σχηματίζει τοὺς θεαθέντας λόγους·
καὶ μεταφέρει πρὸς μὲν αἴσθησιν
πολυειδῶς τοῦ νοητοῦ κόσμου τὴν σύστασιν·
πρὸς δὲ νοῦν, τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πολυπλόκως τὴν σύνθεσιν·
καὶ νοεῖ, ἐν μὲν τῷ νοητῷ τὸν αἰσθητόν,
μετενέγκας πρὸς τὸν νοῦν τοῖς λόγοις τὴν αἴσθησιν·
ἐν δὲ τῷ αἰσθητῷ τὸν νοητόν,
πρὸς τὴν αἴσθησιν ἐπιστημόνως τοῖς τύποις μετεγκλώσας τὸν νοῦν (22).
ΟΛΟ ΜΑ ΟΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ!!!!!
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Λόγοι των Όντων..

7
phpBB [video]
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Λόγοι των Όντων..

8
phpBB [video]
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Θεός και επιστήμη”