Άνθρωπος και φύση απ’ την διάσταση στην ανάσταση.

1
[img]http://www.impantokratoros.gr/dat/E601E ... 1439987500[/img] Ιωάννης Δ. Πελίτης
Θεολόγος τ. Λυκειάρχης

Κάθε ζωντανός-κι αυτός που «επαναστατεί» γιατί δεν ξέρει ότι ερωτήθηκε πριν γεννηθεί –με κάθε ανάσα του αντιστέκεται στον θάνατο, δείχνει έτσι την αδιάκοπη επιθυμία του για ζωή και επαληθεύει ως ιδίωμα της πρώτης φύσης του ανθρώπου την αθανασία. Δείχνει ακόμη εχθρό του την θνητότητα συνέπεια αυτοεξορίας του απ’την αυτοζωή που θέλησε ο ίδιος να εξορίσει από τη ζωή του. Ν’ ανταποδώσει, δηλαδή, στον Θεό, που εκ του μη όντος τον κάλεσε στην ύπαρξη, ανυπαρξία. Καταργώντας Τον ως θέλημα, τον αναπλήρωσε με δικό του. « Έσεσθε ως Θεοί» η παγίδα του αρχέκακου, γνώση απόλυτη, να καταλάβει τον Θεό ο νους, για να ανακηρυχθεί θεός του Θεού, αφού χωράει και τον Αχώρητο- τον Άκτιστο ένα κτίσμα και όχι ολόκληρο. Για να τελειώσει έτσι εκείνον που δεν έχει αρχή, τον μόνο Αυτοαίτιο. Τέλος στον Άναρχο, αποκλειστική εγγύηση ατελευτησίας του ανθρώπου, ακρότητα παραφροσύνης, μέσα στον παράδεισο και πριν ο θάνατος γίνει θνητός. Προτού ακόμη η «γνώση» του γευτεί το «πονηρόν» (το γεμάτο πόνο) που είναι ο θάνατος για τον φύσει αθάνατο. Δεν τον είχαν δει νεκρό για να αισθανθούν την προειδοποιημένη τραγωδία που συνεπαγόταν η αυθαιρεσία τους. Και επειδή άλλος εισήγαγε στον κόσμο τη φθορά, τους κράτησε η μετάνοια τους από αμετάκλητη καταστροφή, ως την Ανάσταση, που αποκατέστησε τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση σε σχέση αγιαστική.

Κάθε βαβέλ, προσωπική ή συλλογική, που ακολουθεί από τότε, είναι επανάληψη του προπατορικού, απόπειρα του ξιπασμένου να φανεί υπέρτερος και του θεού, με υπαγόρευσή του απ’αρχής ανθρωποκτόνου, που φυτεύει αδιάκοπα ίδια την μανία να «καταλάβει» (κατακτήσει) ο νους –και πεπτωκώς, μάλιστα τώρα- τον φύσει Ακατάληπτο. Με όργανο τον αυτονομημένο απ΄την καρδιά ψυχρό νου, να επιχειρήσει γνώση, αντί να ανοιχτεί σε εγκάρδια γνωριμία. Ώσπου αυτή η διαστροφή θεσπίστηκε ως θεμέλιο «πολιτισμού» με την αρχή του «αλάθητου», συνέπεια στο δόγμα «όλα εξηγούνται»- και ο Θεός. Να θεώσουμε τον άνθρωπο ή να ανθρωπίσουμε τον Θεό, το ψευδοδίλλημα. Αυτοθεοποίηση, πάλι η απάντηση. Στο άλλο βήμα, ο Θεός ανύπαρκτος ή άχρηστος μακρυά απ’ τον κόσμο. Ο άνθρωπος εκπίπτει από πρόσωπο σε άτομο, κλεισμένο ασφυκτικά στο εγώ του, βιολογική μονάδα απρόσωπου μηχανισμού επιβίωσης που αδυνατεί να ανοιχτεί σε κοινωνία.

Για να’ ναι αδέσποτο το άψυχο σύμπαν, άβουλο στη βουλιμία του για δόξα, κέρδος και εξουσία (ώστε να φαίνεται θεός), κήρυξε τον πανταχού Παρόντα απόντα από παντού, τρέποντας έτσι τον εαυτό του σε απόλυτη απουσία- απόντα από τον Πανταχού. Μάταια θα πασχίζει στο εξής ο ξεπεσμένος σε υπερηφάνεια να ξεδιψάσει σε παραδείσους φτιαχτούς μες τη φθορά. Πρόοδος κηρύχθηκε η αλλαγή φθοράς του παλαιού -με νέο φθαρτό- αντί η προαγωγή σε αφθαρτισμό, ξεδίψασμα με ζωή που δεν τελειώνει.

Πόσο ακατάληπτος ο άνθρωπος, το ήξεραν οι αποφατικοί από αιώνες. Πόσο ανεξήγητος ο κόσμος, φάνηκε απ’ την εξέλιξη των θεοποιημένων από άθεους επιστημών. Η ψευτοπαντογνωσία του ανθρώπινου αυτοειδώλου άρχισε να κλονίζεται κυρίως όταν ο Heisenberg διατύπωσε στην αρχή της απροσδιοριστίας ̇ η εξέλιξη ενός ηλεκτρονίου δεν είναι, όχι προδιαγράψιμη αλλά ούτε καν προβλέψιμη. Αργότερα η διαπίστωση ότι η ισορροπία στο σύμπαν δεν είναι στατική (αποτέλεσμα αμετάβλητων νόμων), αλλά δυναμική- κάποιος την πραγματοποιεί διαρκώς. Ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος με δώδεκα δισεκατομμύρια νευρόνια πραγματοποιεί εκατό είκοσι τρισεκατομμύρια συνδέσεις. Ο υπολογισμός της διαμέτρου του σύμπαντος σε δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός. Κι αφού το κτίσμα Άκτιστος (άναρχος) δεν γίνεται, πόσο εφικτή η αντιγραφή του κτίστη σ’ ένα, έστω, απ’ τα αναφερόμενα πεδία όταν και ένα σπίρτο χρειάζεται τόσες διάνοιες και εργάτες για να φτάσει σ’ ένα προορισμό;

Κλεισμένος στο αδιέξοδο και την ανασφάλεια του θνητού εγώ του ο «ορθολογιστής», δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ότι απέτυχε να οικοδομήσει έναν επίγειο παράδεισο, ενάντια στον «ουράνιο», με θεό τον εαυτό του. Η ρομαντική, η πρωτοσοσιαλιστική, η εμπορική ή η φυσιολατρική στάση στο πρόβλημα δεν τον έπεισαν να παραιτηθεί από την κατακτητική του τάση απέναντι στη φύση. Ούτε βέβαια οι σχολαστικοί που απορρίπτουν ολοκληρωτικά μαζί με όποιους μιμητές τους που, ακατάρτιστοι, ατάλαντοι και στερημένοι από έμπνευση εκτρέπονται σε ανούσιους ρητορισμούς παράφωνους στην απαράμιλλη έκφραση και σοφία των θεόπνευστων κειμένων και στο κλίμα τους, εμφανώς κενές από θεϊκή ζωή. Υπήρχε μήπως πιθανότητα ο επίδοξος κατακτητής του κόσμου να θελήσει να αφουγκραστεί την κτίση να υμνεί τον Κτίστη διδάσκοντας σιωπή, κατάνυξη και αρμονία, σπουδή στην αδιάλειπτη αγάπη του Θεού που την δωρίζει διαρκώς; Όταν δεν κρύβουν κάποιοι απ’ αυτούς το μένος τους να καταστρέψουν ή να διαστρέψουν την δημιουργία με εργαλείο την τεχνολογία, δώρο επίσης του Θεού, και να επιδείξουν όποιο υποκατάστατο δικό τους ως ανώτερο του φυσικού, για να αποδείξουν θεούς τους εαυτούς τους ή για να εκδικηθούν γιατί δεν είναι. Πρόφαση, άρα, η εναντίωση τους σε όποιους τυπολάτρες κλείνουν και τον άνθρωπο και τον Θεό στον γύψο, υπαγορεύοντας τους συνταγές.

Μοιάζει να λείπουν οι αυθεντικοί Θεοφόροι για να πάρουν το κακό στην πλάτη τους και να κατέλθουν μες τον άδη του σημερινού ανθρώπου με το διαλυμένο πρόσωπο που διψασμένος για οντότητα αποστρέφεται την ξύλινη σκέψη και γλώσσα που αλλοιώνει το μυστήριο του ανθρώπου, υπεραπλουστεύοντας τον για να χωρέσει σ’ ένα μικρονοϊκό ακαδημαϊσμό, προσαρμοσμένο στα εκάστοτε κρατούντα. Μέχρι πόσο αποφεύγεται η επίκριση και η περιφρόνηση, τόσο αξιοποιήσιμη στην διάσπαση του ατομισμού; Θα υποψιαστούμε κάποτε πόσο η είσοδος στα μυστήρια προϋποθέτει έξοδο απ’ το εγώ, παραίτηση από κάθε διάθεση απομυστηρίωσης και απαλλαγή απ’ τα προσωπεία, ιδίως το θρησκευτικό; Ή θα εμμένουμε σ’ ένα στυγνό ηθικισμό που διαψεύδει το Ευαγγέλιο και αποκλείει την απελευθέρωση προς την μεταμόρφωση, όπου αποκαλύπτεται η κτίση εικόνα του Άκτιστου και η αληθινή ομορφιά καλεί αναλλοίωτη κάθε απεγνωσμένο στον αληθινό του εαυτό.

Είναι άραγε απάντηση στην μεθοδευμένη από κιβδηλοποιούς ψεύτικη κρίση η επιστροφή από την πόλη στο χωριό, που ακολουθούν ήδη πολλοί; Είναι έξω απ’ τους οικονομικούς, κλιματικούς και βιολογικούς σχεδιασμούς των κοσμοσωτήρων που ο θεός τους απαιτεί ανθρωποθυσίες; Μπορεί να είναι ευκαιρία για νέα ένταξη στη ρίζα-ουράνια και γήινη- συμβολισμός επιστροφής από τη δεύτερη στη πρώτη φύση, την αθάνατη; Είναι ακόμη τόσο οργανικός ο δεσμός με τη γενέθλια γη, που κρατάει ζωντανό το νόστο και στο αισθητήριο με το οποίο ο καθαρμένος από τα μάταια αφουγκράζεται την αποκαραδοκία του κόσμου για συμμετοχή στη ζωή του Άκτιστου; Ακόμη και στην πιο αφιλόξενη τσιμεντούπολη που η κυκλοφορία και ο θόρυβος της βασανίζουν ανυπόφορα, ο κατεξοχήν πεφορτισμένος στην ασφυκτική πολυκοσμία και μοναξιά, βρίσκει συχνά βαθύτερα πόσο ο Θεός αγωνιά για τον καθένα, και Του παραδίδεται οργωμένος ως το κόκαλο. Πόσο εύκολη όμως εκεί η αποφυγή της ηλεκτρονικής αιχμαλωσίας και αλλοτρίωσης; Καθένας με την κλήση του. Χρειάζονται παντού φορείς του μοναδικού τρόπου ζωής που αφθαρτίζει, και όντας κορυφαίος των πολιτισμών δεν επιτρέπει στον σκοταδισμό παγκόσμια δικτατορία. Είναι από μόνος του αντίσταση καταλυτική και θα ελευθερώσει κάποτε ολόκληρη τη Ρωμιοσύνη.

Στον ανοιχτό ορίζοντα όπου η φύση πιο αισθητή ως σώμα του ανθρώπου, συμπάσχει κάποιος καθαρότερα ως αυτουργός για την παράδοση τους στην φθορά και είναι πιο κοντά στο να την ευλογήσει για να δώσει αιώνια ζωή με τους καρπούς της σε όσους θρέψουν -αντίβαρο στο βέβηλο βιασμό της. Μπορεί να οργανώσει εκεί ως συνεργός του Θεού τη ζωή του με αγάπη, που δεν υπόκειται σε εξουσία φθοράς, σαν αυτοδύναμη κοινότητα συνοδική με αυτάρκεια στην παραγωγή, να ιχνηλατήσει την ταυτότητα του Γένους του στο ύφος του κάλλους του αγιογραφικού και με φυσικού του θησαυρού που πλάθει άνθρωπο άτρωτο από ασχήμια και φθορά, που παραδίδοντας τον εαυτό του στη σιωπή πέρα από το λόγο και τους λογισμούς, ελευθερώνεται απ’ τα παιδαριώδη για ν’ αντικριστεί με το ουσιώδες. Αν δεν ειρηνεύσει ο άνθρωπος με τον Θεό δεν ειρηνεύει ούτε με τον εαυτό του και την κτίση που αλλοιώνει η αλλοτριωμένη πίστη τόσο που οι νόθοι καρποί της ούτε απ’ τον τυραννικό της ζυγό της λεγεώνας που την βασανίζει με αβυσσαλέο μίσος, επειδή κρατάει μέχρι θυσίας ανόθευτη την αλήθεια του Χριστού και αρνείται να προδώσει.

Συντονισμένος με το μυστικό σφυγμό του κόσμου, να διαβάσει στην αληθινή του γλώσσα την ωραιότητά του να συμπλέκεται με την απαράμιλλη ποίηση της μοναδικής Θεόπνευστης λατρείας που αγιάζει την δημιουργία διαπερνώντας με αιωνιότητα τον χρόνο της και ανοίγοντάς την στο αιώνιο παρόν που απελευθερώνει απ’ το άγχος του θανάτου, καταπαύοντας την έχθρα σ’ ένα μυστικό γάμο με την πλάση όπου η ανάσα ξέσπασμα δοξολογίας.

Μιαν ευχαριαστική Άνοιξη της καρδιάς στον Εσταυρωμένο ποιητή της προσδοκεί η άλογη κτίση για να βρει τον εαυτό της σ’ ένα σκίρτημα απ’ την Παρουσία Του, όπου ο λόγος τελειώνεται στο άρρητο φως και ο κόσμος βλέπεται με μάτια αναστημένου.

http://www.impantokratoros.gr/E601E690.el.aspx
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Άνθρωπος και φύση απ’ την διάσταση στην ανάσταση.

2
Η σχέση ανθρώπου και φύσης


Η δημιουργία του κόσμου πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου έχει την έννοιαν, ότι ο Θεός ετοίμασε πρώτα το «ανάκτορο» του βασιλέα της κτίσεως και ύστερα εδημιούργησε τον βασιλέα (Ι. Χρυσόστ.). Εδημιούργησε τον λαμπρό βιότοπο του ανθρωπίνου είδους. «Εποίησεν ως αγαθός το χρήσιμον, ως σοφός το κάλλιστον, ως δυνατός το μέγιστον» κατά το Μ. Βασίλειο (Εις Εξαήμερον 1,7 ΒΕΠΕΣ 51,91). Ποιο ψάρι θα μπορούσε να ζήσει «άνευ θαλάσσης» και ποιο χόρτο «άνευ χοός»;. Μ’ αυτό τον τρόπο και η ζωή του ανθρώπου απαιτεί γη και αέρα και ύδωρ καθώς και παν κτίσμα που «εν σοφία» εποίησεν ο Κύριος, συνεργαζόμενα και εν αρμονία να υπάρχουν και να παρέχουν στον άνθρωπο «βρώσιν και πόσιν». Και κατέστησεν ο Θεός τον άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα» Θεού πλασθέντα (Γεν α΄ 28) «εκ γης χοϊκόν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 47), «άρχοντα όλων των βλεπομένων. άρχοντα χειροτονητόν όλων των αλόγων και των αψύχων» (Ι. Χρυσόστ. Εις Γεν. Ομ. 21,2 PG 53,177. Μ. Βασιλείου Εις Εξαήμ. 6,1 PG29.117C).

Εις τον προπτωτικόν παράδεισον οι πρωτόπλαστοι απελάμβαναν την παρουσίαν του ημέρου Δεσπότου και πλουσιοδώρου Πλάστου των, εκείνην την ανεκλάλητον τρυφήν, εκείνα τα άρρητα κάλλη και τας ευμορφίας όπου είχαν τα άνθη του Παραδείσου, την αφρόντιστον και ακοπίαστον ζωήν, την συναναστροφή των αγγέλων 2. Δεν υπήρχεν εις τον φυτικόν κόσμο ( ούτε και εις τα ζώα βεβαίως) τίποτε το αποτυχημένον είτε από απειρίαν των γεωργών, είτε από άσχημον καιρόν είτε από καμιάν άλλη αιτίαν, από αυτές που καταστρέφουν τα γεννήματα. Επίσης δεν υπήρχεν ακόμη ως εμπόδιον εις την ευφορίαν της γης η καταδίκη των πρωτοπλάστων. Όλα αυτά είναι αρχαιότερα της αμαρτίας, ένεκα της οποίας καταδικασθήκαμεν να τρώγωμεν το ψωμί μας «εν ιδρώτι του προσώπου μας» ( Γεν γ΄ 19) (Μ. Βασιλείου Εις Εξαήμ. 5,5 PG29.105C).

Όμως ήρθε η πτώση. Ο άνθρωπος υποκύπτοντας στον πειρασμό αυτονόμησε την ύλη και τον κόσμο, λάτρεψε «τη κτίση παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ. 1,25) και δουλώθηκε στην αμαρτία. Και ο κόσμος υποφέρει μαζί του. « Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα» (Ρωμ. η΄,20).

Και η κτίσις «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ. η΄,22). Ο άνθρωπος διετάραξε τις φιλικές και αρμονικές σχέσεις με το περιβάλλον του. Η αποστασία και η πτώση του ανθρώπου αποσυνθέτει και όλο το φυσικό κόσμο. Επικρατεί πλέον και εις τη φύση η αταξία και η δυσαρμονία. «Ήλιος ακτίνας έκρυψεν, η σελήνη συν τοις άστροις εις αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί ετρόμαξαν, ότε παράδεισος εκλείσθη…» (Τριώδιο Κατανυκτικό, Κυριακή της Τυρινής, Εις τη Λιτήν)2. «…Η γη από ευλογία έγινε κατάρα. Από το χώμα φυτρώνουν αγκάθια και αγριόχορτα…(Γεν. γ΄ 17-18).

Ο φυσικός κόσμος στην ενσάρκωση του Υιού του Θεού προγεύεται την αποκατάσταση του στην αρχέγονη κανονική λειτουργία του και αγάλλεται ( Ματθ. β΄ 2. Λουκ. β΄ 13-14).Ο Ιησούς ενεργεί κυριαρχικά πάνω στα στοιχεία της φύσεως- αέρα, νερό, δένδρα, χώμα-και τα απελευθερώνει από την κατάσταση της δουλείας και της φθοράς αποκαθιστώντας τα σε όργανα της βασιλείας του. Ο Θείος Λόγος με την ενσάρκωση, την ανάσταση και την ανάληψή του κατήργησε το θάνατο της ανθρώπινης φύσης και ανύψωσε τον άνθρωπο και την υλική κτίση στην αιώνια κοινωνία και ζωή της παναγίας και ζωοποιού Τριάδος. Ο Θείος λόγος με την πρόσληψη της υλικοπνευματικής ύπαρξης του ανθρώπου προσέλαβε ολόκληρη τη κτιστή ύπαρξη.11

Ο άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα» Θεού πλασθείς (Γεν α΄ 28) «εκ γης χοϊκός» (Α΄ Κορ. ιε΄ 47) είναι μεθόριος ανάμεσα στον υλικό και τον πνευματικό κόσμο. Είναι ο συνδετικός κρίκος της ύλης και του πνεύματος. Τοποθετήθηκε στον υλικό, άλογο και άψυχο κόσμο ως μικρόθεος, ως «αντιπρόσωπός Του» για να συμμετέχει σε μια συνεχή δημιουργία10 και να κατευθύνει τη κτίση στην τελειότητα. Καλείται ο άνθρωπος να συντηρήσει, να προστατέψει από τον κίνδυνο καταστροφής, να καλλιεργήσει τον πλανήτη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Ο άνθρωπος «είναι κατά μίμηση Θεού δημιουργός»9. Η αναφαίρετη δημιουργική δραστηριότητα του όμως, που είναι η πηγαία έκφραση των ικανοτήτων του, δεν πρέπει να αντικρούεται με την φυλακτική δραστηριότητα για την οποία ετάχθη. «Πάντα μοι έξεστιν αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (Α΄ Κορ.,Στ΄ 12). Η φύση ανήκει κατά κυριότητα αποκλειστικά στο Θεό. Εκείνος τα έδωσε κοινά σε όλους τους ανθρώπους, παρέχοντας τους μόνο το δικαίωμα της χρήσεως και διαχειρίσεως 5. «Δεν είναι προορισμένος ο άνθρωπος να κατεξουσιάζει της κτίσεως, ως εάν ήτο ο ιδιοκτήτης της δημιουργίας, αλλά να ενεργεί οιονεί ως ιερεύς της δημιουργίας και ως οικονόμος της, καλλιεργών αυτήν εν αγάπη και αναφέρων αυτήν εν ευχαριστία μετά δέους και σεβασμού εις τον Δημιουργόν» 3.

Σήμερα, είναι αυτό ακριβώς το πνεύμα αγάπης που έχασε ο άνθρωπος και «βλέπομεν όλην την αναίσθητον φύσιν υποκείμενην εις την φθοράν». Ο άνθρωπος έπαυσε να αντιμετωπίζει τη φύση με το πνεύμα της βασιλείας του Θεού. Πνεύμα αγάπης προς το σύνολο της δημιουργίας 4. Ο διακείμενος μεταξύ πνεύματος και ύλης άνθρωπος μετέφερε και τα δύο του σκέλη προς την ύλη. Τη λάτρεψε, τη θεοποίησε. Η εγωπάθεια, απληστία, φιλαργυρία, κενοδοξία δημιουργούν αντιμαχόμενα άτομα που καθένα εκμεταλλευόμενο ή αδιαφορώντας για τους «πλησίον» εκμεταλλεύεται ή καταστρέφει τη φύση 4. Η φύση κακοποιείται, κατακρεουργείται. Αυτή η αλλοτρίωση της φύσης από τον άνθρωπο εξασθενεί τη σχέση της φύσης με το Θεό. Παύει πλέον η φύση να θεωρείται ως Θεϊκή Δημιουργία 5.Και αφού δεν αισθάνεται τη συγγένεια που έχει με αυτήν έπαψε να την αγαπά. Η προσπάθεια αλλοίωσης και φθοράς του φυσικού χώρου της δημιουργίας, που αποκαλύπτεται συνεχώς ο Θεός, δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριότητας της από τον Θεό 5.

Η κτίση, ως ομοούσια με το ανθρώπινο σώμα, υποστηρίζει το ναό του αγίου πνεύματος. Ο άνθρωπος έχει φυσιολογική ανάγκη τη διαβίωση στο φυσικό βιότοπό του, που είναι δημιουργημένος «καλός λίαν» από τον κτίστη του παντός. Σήμερα βλέπουμε πόσο απάνθρωπη είναι η διαβίωση στα πλήρως ανθρωπογενή περιβάλλοντα, μακρυά από τη φύση, μακριά από τη δημιουργία. Ο άνθρωπος μακριά από τη Δημιουργία δεν αναπνέει, ασφυκτιά, πνίγεται.

«Αντί του ευχαριστιακού και ασκητικού πνεύματος, με το οποίον εγαλούχησεν η Ορθόδοξος Εκκλησία τα τέκνα της επί αιώνας, παρατηρείται σήμερον ένας βιασμός της φύσεως προς ικανοποίησιν όχι βασικών του ανθρώπου αναγκών, αλλά μίας ατελευτήτου και διαρκώς αυξανόμενης σειράς ορέξεων και επιθυμιών, τας οποίας ενθαρρύνει η επικρατούσα φιλοσοφία της καταναλωτικής κοινωνίας» 3.


Ποια είναι η Ορθόδοξη Στάση;
Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει ένα πιο απλό τρόπο ζωής, ένα ανανεωμένο ασκητισμό που απευθύνεται σε κληρικούς και λαϊκούς για χάρη της δημιουργίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δέκα αιώνες πριν, επισημαίνει τη σύνδεση των περιβαλλοντικών προβλημάτων με το κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα και αναφέρει ότι η σωστή στάση απένατι στη φύση και τα αγαθά της είναι η έλλογη χρήση τους. Οι πατέρες μιλούνε στα κείμενά τους για ασκητική και αντικαταναλωτική χρήση του κόσμου. Υπογράμμισαν ότι η πλεονεξία, η απληστία και η καταναλωτική ζωή, που αποτελούν βασική αιτία της κοινωνικής αδικίας, δεν έχουν θέση στη ζωή του Χριστιανού, αφού εκφράζουν «το πνεύμα του κόσμου τούτου» 5. Ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το Α΄ Τιμ. 6,6, παρατηρεί «Πορισμός μέγας η ευσέβεια μετά αυταρκείας…». Και ο Μ. Βασίλειος αναφέρει «Μη φανώμεν των αλόγων ωμότεροι. Εκείνα γαρ τοις εκ της γης φυομένοις παρά της φύσεως ως κοινή κέχρηνται…Ημείς δε εγκολιζόμεθα τα κοινά, τα των πολλών μόνοι έχομεν…» (Ομιλ. Εν λιμώ και αυχμώ 5, PG 31,325 A) 8.

Πρέπει να δούμε τη φύση κάτι σαν το ποίμνιό μας και το μοναδικό πρότυπό μας δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Ένα «τον ποιμένα τον καλόν» και κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Όπως ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε «το πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνια για όλη τη κτίση, ώστε να μην κόβουμε ούτε τα φύλλα των δένδρων χωρίς ανάγκη». Μέσα από ένα οικολογικό ασκητισμό θα ανακαλύψουμε τη συγγένεια και τη συναδέλφωση με την υπόλοιπη φύση, ώστε να τη μεταβάλουμε να την ανακαινίσουμε. Είναι πληθώρα παραδειγμάτων, που μπορεί να αναφέρει κανείς, ασκητών που με μια τέτοια συμφιλίωση με τη φύση εβίωσαν ένα προχωρημένο στάδιο μεταμόρφωσης της φύσης. Ο άγιος Μάμας, για παράδειγμα, τρεφόταν από γάλα άγριων ζώων που τον επισκέπτονταν ομαδικά και καθημερινά και με πολλή αγάπη και οικειότητα του πρόσφεραν το γάλα τους. Όσο δε γάλα του περίσσευε το έκανε τυρί και το μοίραζε στους φτωχούς. 12

Η φύση μέσα από τη δική μας αγιότητα, ανακαινίζεται, εξαγιάζεται. Η νηστεία κατά τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, με το να κάνει το σώμα διαφανές και ανάλαφρο, το μεταθέτει στην αρχέγονη κατάσταση του Αδάμ και τα θηρία οσφραίνονται πάνω στον ασκητή την ευωδία του Αδάμ. 8

Η φύση βρίσκεται σε συνεχή σχέση με το δημιουργό και ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος, ο ιερέας που θα διατηρήσει τη σχέση του κόσμου με το Θεό και θα πρωτοστατήσει στον αγιασμό του. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί τη σύνοψη της σχέσεως Θεού-Ανθρώπου-Φύσης. «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Προσφέρομεν τον άρτον και τον οίνον εις δόξαν του δημιουργού και αγιασμένα αντιπροσφέρονται για εξαγνισμό από τη φθορά. Ο άνθρωπος δεν προσφέρει τον σίτον και τη σταφυλή ακατέργαστα ως θεία δωρεά και ευλογία, αλλά «τη ενεργεία» του ως άρτον και οίνον καταδεικνύοντας ακόμα μια φορά ότι «τη αθρωπίνη δράση» η φύση θα καινωθεί και θα εξαγιαστεί, ακολουθώντας την ιστορία του επίγειου βασιλέως της.

Κατά την κρίσιν επειδή η κτίση «επαλαιώθη και κατεμολύνθη από τας αμαρτίας μας, θέλει διαλυθεί από τον δημιουργόν Θεόν με φωτιάν, ήγουν θέλει ξαναχωνευθεί, και θέλει γενεί καινούργια, και λαμπροτέρα ασυγκρίτως από αυτήν όπου φαίνεται τώρα» (Συμεών του νέου Θεολόγου μέρος α΄ Λογ. 45, 4 Άπαντα) 2.
Και όταν ο άνθρωπος γίνει άφθαρτος, αθάνατος και πνευματικός τότε και «… η κτίση θα γενεί όλη πνευματική, θέλει γενεί κατοικητήριον άϋλον, άφθαρτον, άτρεπτον, παντοτεινόν και νοερόν, Και ο ουρανός θέλει είναι ασυγκρίτως λαμπρότερος και φωτεινότερος από αυτόν που φαίνεται τώρα, ωσάν άλλος καινούργιος. Και η γη θέλει λάβει μίαν ευμορφίαν ανεκλάλητον και καινούργιαν και ένα είδος χλόης αμάραντον, ήγουν στολισμένη με άνθη φωτεινά και πολυποίκιλα και πνευματικά, εις τα οποία, καθώς λέγει ο θείος λόγος, κατοικεί δικαιοσύνη. Και ο ήλιος θέλει λάμψει επταπλασίως περισσότερον…. Και όλος ο κόσμος θέλει είναι ανώτερος από κάθε λόγον, ωσάν όπου υπερβαίνει κάθε διάνοιαν» (Συμεών του νέου Θεολόγου μέρος α΄ Λογ. 45,5 Άπαντα).2

«Κέντρο του θανάτου (του ανθρώπου και της φύσης) η αμαρτία» (Α΄ Κορ. ιε΄,56). Θάνατος του ανθρώπου σημαίνει θάνατος της φύσης και αντίστροφα. Ο άνθρωπος με συνοδοιπόρο τη φύση θα πρέπει να ανεβαίνει ολοένα και ψηλότερα στην κλίμακα της αγιότητας. Μέσα από μία σωστή χρήση και οικονομία της δημιουργίας πρέπει να ανιπαρέλθει την εωσφορική καταδυνάστευσή της από το καταναλωτικό πνεύμα του κόσμου τούτου και να υμνεί και να δοξολογεί τον κτίσαντα, μέχρι να δούμε «καινό ουρανό και γη καινή » (Αποκ. κα΄ 1-5).

Σημ. Προδημοσιεύτηκε στην Ορθόδοξη Μαρτυρία 61, 2000.
Συγγραφέας: Δρ. Αντρέας Χατζηχαμπής

http://www.kykpee.org/istoselides/istos ... thro1.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άνθρωπος και φύση απ’ την διάσταση στην ανάσταση.

3
Σήμερα, είναι αυτό ακριβώς το πνεύμα αγάπης που έχασε ο άνθρωπος και «βλέπομεν όλην την αναίσθητον φύσιν υποκείμενην εις την φθοράν». Ο άνθρωπος έπαυσε να αντιμετωπίζει τη φύση με το πνεύμα της βασιλείας του Θεού. Πνεύμα αγάπης προς το σύνολο της δημιουργίας 4. Ο διακείμενος μεταξύ πνεύματος και ύλης άνθρωπος μετέφερε και τα δύο του σκέλη προς την ύλη. Τη λάτρεψε, τη θεοποίησε. Η εγωπάθεια, απληστία, φιλαργυρία, κενοδοξία δημιουργούν αντιμαχόμενα άτομα που καθένα εκμεταλλευόμενο ή αδιαφορώντας για τους «πλησίον» εκμεταλλεύεται ή καταστρέφει τη φύση 4. Η φύση κακοποιείται, κατακρεουργείται. Αυτή η αλλοτρίωση της φύσης από τον άνθρωπο εξασθενεί τη σχέση της φύσης με το Θεό. Παύει πλέον η φύση να θεωρείται ως Θεϊκή Δημιουργία 5.Και αφού δεν αισθάνεται τη συγγένεια που έχει με αυτήν έπαψε να την αγαπά. Η προσπάθεια αλλοίωσης και φθοράς του φυσικού χώρου της δημιουργίας, που αποκαλύπτεται συνεχώς ο Θεός, δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριότητας της από τον Θεό 5.
ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΑΥΤΑ!...ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ!
Η φύση βρίσκεται σε συνεχή σχέση με το δημιουργό και ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος, ο ιερέας που θα διατηρήσει τη σχέση του κόσμου με το Θεό και θα πρωτοστατήσει στον αγιασμό του. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί τη σύνοψη της σχέσεως Θεού-Ανθρώπου-Φύσης. «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Προσφέρομεν τον άρτον και τον οίνον εις δόξαν του δημιουργού και αγιασμένα αντιπροσφέρονται για εξαγνισμό από τη φθορά. Ο άνθρωπος δεν προσφέρει τον σίτον και τη σταφυλή ακατέργαστα ως θεία δωρεά και ευλογία, αλλά «τη ενεργεία» του ως άρτον και οίνον καταδεικνύοντας ακόμα μια φορά ότι «τη αθρωπίνη δράση» η φύση θα καινωθεί και θα εξαγιαστεί, ακολουθώντας την ιστορία του επίγειου βασιλέως της.
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Θεός και επιστήμη”