http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE% ... F.89.CE.BD
Επανάσταση των Ελλήνων
Στη διάρκεια της τρίτης αυτού πατριαρχίας ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, που υπήρξε η κρισιμότερη περίοδος του Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Είναι γεγονός ότι πολύ πριν του έτους αυτού, οι Φιλικοί πολλές φορές χρησιμοποίησαν το όνομα του Πατριάρχη όπως και του Τσάρου ζητώντας έτσι κάποια ηθική συνδρομή αλλά και για το ηθικό των μυημένων. Προκειμένου μάλιστα να αποφύγουν τις υποψίες της Υψηλής Πύλης διακήρυσσαν ότι οι Πελοποννήσιοι που βρίσκονταν στο Ιάσιο αποφάσισαν να ιδρύσουν στη Πελοπόννησο Μεγάλη Σχολή, για την οποία και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αποστείλει πολλές επιστολές προς οποιονδήποτε προύχοντα που θα μπορούσε να συνεισφέρει. Υπό το όνομα όμως της Σχολής οι Φιλικοί εννοούσαν την αναμενόμενη επανάσταση.
Στις 30 Ιουλίου του 1819 σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Γρηγόριος Ε΄ κάνοντας μνεία περί της Σχολής αυτής αποκαλύπτει την επ´ αυτής έννοια των Φιλικών. Εξ αυτού του γράμματος αποφάσισε στη συνέχεια ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στον Αγώνα με όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Αλήθεια πάντως είναι ότι με τις επιστολές εκείνες η Φιλική Εταιρεία είχε ενισχυθεί και οικονομικά και αριθμητικά με εγγραφή νέων μελών όπως και πολλών κληρικών. Αλλά και άλλοι εγκύκλιοι που αφορούσαν την «Κιβωτό του Ελέους» οι Φιλικοί τις χρησιμοποίησαν κατάλληλα.
Ο πατριάρχης δεν εκδήλωσε ποτέ δημόσια τη θέση του απέναντι στη Φιλική Εταιρεία αλλά ούτε και οι επιστολές που έστελνε την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές ακόμα και στους μυημένους. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δήλωνε «Γνωρίζων, ...δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γνωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, δια να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εαν εξεταζόμενος ηρνούμην». Πολλοί όμως, εκτός των κατακριτών του, ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν ότι ενεργούσε με ιδιαίτερα μεγάλη περίσκεψη απέναντι στον Σουλτάνο.
Τον Απρίλιο του 1820 τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο διερχόμενος από εκεί για την Αγία Πετρούπολη Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος ο οποίος και του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε «Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν». Ο Γρηγόριος φέρεται να είπε στον κομιστή «Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι΄ ημάς δια να μας σώσει». Παράλληλα έδωσε και επιστολή προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις». Σε άλλη δε επιστολή προς Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια».
Αμφότεροι όμως έχοντας παρεξηγήσει τις λέξεις διαμήνυσαν δια του Παπαρρηγόπουλου που επανέκαμψε στην Πόλη, ο μεν Υψηλάντης ότι υπάρχει έτοιμο πλοίο για να μεταφέρει τον Πατριάρχη στην Οδησσό ή Πελοπόννησο, ο δε Ζωσιμάς ότι αποστέλλει χρήματα για την φυγή του πατριάρχη. Τότε ο Γρηγόριος εξήγησε ότι με τις συνθηματικές λέξεις ήθελε να επιστήσει την προσοχή των Φιλικών, για δε τα χρήματα του Ζωσιμά θα δοθούν στον Αγώνα, όσο για το πλοίο μόνο νεκρόν θα μπορούσε να τον μεταφέρει αλλαχού.
Θα μπορούσε όμως να είχε φύγει όπως τον παρακάλεσε και ο Παπαρρηγόπουλος. Μάλιστα όταν ο Παπαρρηγόπουλος τον ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε η επανάσταση, ο πατριάρχης φέρεται να δήλωσε ότι ήταν φρονιμότερο να περιμένουν ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο προσθέτοντας «Λυπούμαι, μήπως η πατρίς πάθει όσα έπαθε και άλλοτε». Κατά τον πατριάρχη η επανάσταση έπρεπε να ξεκινούσε αργότερα μετά την καταστροφή του Αλή πασά και μάλιστα από την Πελοπόννησο και όχι από την Μολδοβλαχία.
Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις. Μεταξύ των άλλων φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης που απαγχονίστηκε πρώτος «κατά την οδόν ιχθυοπωλείου (Μπαλούκ-παζάρ)» (Φιλήμων, Β', σ. 114), φυλακίστηκαν οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλης Ευγένιος, ενώ ο Σουλτάνος διέτασε τον Πατριάρχη να στείλει και άλλους για φυλάκιση.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Πατριάρχης, επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών, αναγκάστηκαν να εκδώσουν δύο αφορισμούς. Αυτοί υπογράφονται από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, αλλά στην σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν και λαϊκοί προύχοντες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης, ο διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης (αδελφός του Κ. Μουρούζη), ηγέτες των συντεχνιών κ.ά., συνολικώς 72 άτομα. Οι μεν λαϊκοί αποφάσισαν να υποβάλουν αναφορά αποκήρυξης της επανάστασης και δήλωση υποταγής με αναφορές στην «συνήθη καλοκαγαθία του σουλτάνου», οι δε ιερωμένοι να συνθέσουν την πράξη αφορισμού (Φιλήμων, τ. Β', σ. 112). Δεν είναι ακριβώς γνωστές οι ημερομηνίες που υπεγράφησαν οι αφορισμοί. Ιστορικοί αναφέρουν την «Ε' Κυριακή των Νηστειών 23 Μαρτίου» (Φιλήμων, Ζ. Μαθάς, Χρυσ. Παπαδόπουλος, Εκδοτική Αθηνών κ.ά.), όμως η 23 Μαρτίου δεν ήταν Κυριακή αλλά Τετάρτη, ενώ Κυριακή ήταν η 20 και 27 Μαρτίου. Ο Θ. Σιμόπουλος προσδιορίζει την ημερομηνία στις 20 Μαρτίου (Σιμόπουλος, Α', σ. 123). Κατά τον Γ. Γεωργαντζή που μελέτησε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, είναι πιθανό ότι πρώτα, στις 20 ή 23 Μαρτίου, υπεγράφη ο αφορισμός (για την ακρίβεια «απανταχούσα») προς τον επίσκοπο Ουγγροβλαχίας με τον οποίο αφορίζεται ο Αλ. Υψηλάντης και ο Σούτσος και συνιστάται στους εκεί χριστιανούς να μην επαναστατήσουν. Έτσι η πατριαρχική σύνοδος προσπάθησε ώστε το κείμενο να έχει τοπικό χαρακτήρα. Ο πρώτος αυτός αφορισμός συνοδεύεται από διαβιβαστική πατριαρχική επιστολή την οποία μη ειδικοί εκλαμβάνουν ως διπλό αφορισμό. Όμως οι οθωμανικές αρχές, αφού επέβαλαν στον Πατριάρχη την έκδοση των εν λόγω αφορισμών, είχαν τοποθετήσει στο περιβάλλον του τουρκοκρητικούς που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Φαίνεται ότι ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποιούσε τον Σουλτάνο και τον σεϊχουλισλάμ, οι οποίοι επέβαλαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Εκτιμάται ότι ο δεύτερος αυτό αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου. Εξέταση του κειμένου του δεύτερου αφορισμού υποδεικνύει ότι έγινε προσπάθεια ώστε το δεύτερο κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς την θεολογική ερμηνεία του. Για παράδειγμα, δεν επαναλαμβάνει τις κατάρες του πρώτου, και ενώ στον πρώτο αφορισμό αναφέρεται «αφωρισμένοι υπάρχουσι», στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχειεν».[4]
Ο πρώτος αφορισμός, που «Ὑπεγράφη συνοδικῶς ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης»[5], είχε σαν αποτέλεσμα να σημάνει το τελειωτικό χτύπημα στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Ηγεμονίες[6] Ο ίδιος όμως ο Υψηλάντης καθησύχαζε με επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι «ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου»[7].
Σύμφωνα με τον Τάκη Κανδηλώρο, βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ' ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής» και έδρασε εκβιαζόμενος.[8] Σύγχρονος ιστοριογράφος χαρακτηρίζει τον αφορισμό ως «μνημείο της εκκλησιαστικής γλώσσας που είχε φιλοτεχνήσει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» και τον ερμηνεύει στο συγκείμενο της αναγνώρισης από την Εκκλησία της νομιμότητας του καθεστώτος του Σουλτάνου, του οποίου αποτελούσε οργανικό τμήμα, και της εναντίωσης στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εθνικού κινήματος των Ελλήνων.[9].
Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα της 28ης Δεκεμβρίου 1820 έγραφε: «...Κρυφά υπερασπίζου αυτόν (σσ. Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική), εν φανερόν δε άγνοια υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσι αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία. Πράυνον βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπον εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων».[10] Σώζονται επίσης και επιστολές του του Μαρτίου 1821 προς τους επισκόπους Βλαχίας, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ στις οποίες τους παρότρυνε να συνεχίσουν την πολιτική «ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής [...] εις την κραταιάν βασιλείαν».[11]