Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ

1
Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία
στήν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ)
1. Μέ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάγχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα. Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι. Ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε.
. Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.
. Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;»
. Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. ιε´ 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του;
2. – Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τή σάρκα, γιά νά Τόν δοῦμε στή γῆ καί νά ζήσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (Βαρούχ γ´ 38). Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει ψυχή, γιά νά θυσιάσει τήν ψυχή Του γιά χάρη τῶν φίλων Του. Καί φίλους δέν ἐννοῶ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἀλλά αὐτούς πού ποθεῖ Ἐκεῖνος. Γιατί ἐμεῖς Τόν μισήσαμε καί Τοῦ στρέψαμε τήν πλάτη καί γίναμε δοῦλοι σέ ἄλλον, ἐνῶ Αὐτός δέν μετέβαλε τήν ἀγάπη Του σ᾽ ἐμᾶς. Γιά τοῦτο ἔτρεξε πίσω μας. Ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς πού Τόν μισήσαμε, προσπάθησε νά προλάβει ἐμᾶς πού φεύγαμε κι ὅταν μᾶς ἔφτασε, δέ μᾶς ἔλεγξε μέ σκληρότητα, δέ μᾶς γύρισε κοντά Του μέ τό μαστίγιο, ἀλλά σάν ἄριστος γιατρός πού τόν ὑβρίζει κάποιος μανιακός, πού τόν φτύνει καί τοῦ δίνει ραπίσματα, Αὐτός πρόσφερε τή θεραπευτική Του ὑπηρεσία. Σέ ἔνδειξη τοῦ μεγέθους τῆς θεραπείας πρόσφερε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἴδια Του τήν θεότητα ὡς φάρμακο. Φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αὐτή ἀπέδειξε τό ἀσθενικό μας σαρκίο πιό ἰσχυρό ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις. Ὅπως δηλαδή ὁ σίδηρος ὅταν ἑνωθεῖ μέ τή φωτιά εἶναι ἀδύνατο ν᾽ ἀγγιχτεῖ, ἔτσι καί τό χόρτο τῆς δικῆς μας φύσης, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τή φωτιά τῆς θεότητας, ἔγινε ἀπλησίαστο ἀπό τό διάβολο. Κι ἐπειδή ἕνα πάθος θεραπεύεται μέ τά ἀντίθετά του -ὅπως λένε κι οἱ μαθητές τῶν γιατρῶν- καταβάλλει κι Αὐτός τά πάθη μας μέ τά ἀντίθετά τους, δηλαδή τήν ἡδονή μέ τούς μόχθους, τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν ταπείνωση. Δέν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τόν Ἑαυτό Του μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος στή θεότητα, ἀλλά ταπεινώθηκε καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (πρβλ. Φιλιπ. β´ 6-8).
. Πράγματι ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσο ταπεινός; «Δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δέν εἶχε ὑποζύγιο, δέν εἶχε διπλό χιτώνα, δέν εἶχε ἄλλο ροῦχο. «Δεχόμενος προσβολές, δέν τίς ἀνταπέδιδε. Δέν ἀπειλοῦσε ὅταν τοῦ ἔκαναν κάποιο κακό»(Α’ Πέτρ. 2, 23). Ὁδηγοῦνταν σάν ἄκακο ἀρνί στή θυσία, χωρίς νά διαμαρτύρεται, χωρίς νά φωνάζει (Ἠσ. 53, 7). Τόν ράπιζαν κι ἔδινε πρόθυμα τή σιαγόνα Του σ᾽ ἐκεῖνον πού Τόν χτυποῦσε. Δέν ἔστρεψε τό πρόσωπό Του γιά ν᾽ ἀποφύγει τά αἰσχρά φτυσίματα. Ἐνῶ Τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. η´ 48) καί ἐνῶ Τόν καταδίωκαν, δείχνει ὑπομονή σ᾽ αὐτά, γιά ν᾽ ἀκολουθήσομε κι ἐμεῖς τά ἴχνη Του.
. Τά ἔκανε ὅλα αὐτά μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὄντας δηλαδή δικός Του Υἱός Μονογενής καί Ὁμοούσιος, μᾶς γνώρισε τήν Πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί Πατέρας, ὥστε ἔδωσε ὡς λύτρο γιά χάρη μας τόν Μονογενή Υἱό Του. Ὤ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη! Ἔδωσε τόν Μονογενή Υἱό Του, πού ἦταν συμβασιλέας Του, γιά χάρη δούλων πού παράκουσαν, γιά χάρη ἐχθρῶν πού Τόν βλασφημοῦσαν καί λάτρευαν γιά θεό τους τόν ἐχθρό. Ὤ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. ια´ 33). Δέν ἀντιστάθηκε ὅμως ὁ Μονογενής Υἱός, δέν ἀθέτησε τό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί ἦταν Αὐτός ἡ βουλή καί ἡ θέληση τοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή ἦταν μέτοχος καί κοινωνός τῆς φύσης Του (γιατί εἶναι μία ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ), ἐκτελεῖ δικό Του θέλημα, γίνεται ἄνθρωπος καί ὑπήκοος τοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλ. β´ 8), θεραπεύοντας ἔτσι τή δική μου παρακοή.
3. Ἐπείγεται λοιπόν πρός τό πάθος καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, καί δέ βρίσκει σ᾽ αὐτήν καρπό. Γιατί αὐτήν ὑπαινίσσεται μεταφορικά ἡ συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει τό πρωί; Ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δέν ἐμποδίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δέν συγκρατεῖ τή φύση Του, ἀλλά, σάν κάποιος ἀκρατής κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στό φαγητό, σέ ἀκατάλληλη ὥρα. Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τούς μαθητές Του νά μήν τούς νικᾶ τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας;
. Δέν εἶναι ἔτσι τό πράγμα. Ἀλλά ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μέ παραβολικούς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καί τίς παραβολές μέ ἔργο. Πλησίασε στή συκιά πεινώντας (Ματθ. ια´ 19). Ἡ συκιά ὑποδήλωνε τή φύση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ καρπός τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκύς, τά φύλλα της τραχιά κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιά τή φωτιά. Ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τόν καρπό τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐντολή νά τήν καρποφορεῖ, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στήν ἀρετή ἔβγαλε τά τραχιά φύλλα.
. Πράγματι τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες (Γεν. β´ 25); Ἦταν κάποτε γυμνοί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί δέν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοί στήν ἁπλότητα καί τήν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικές μέριμνες. Δέν ἐπινοοῦσαν τρόπους πῶς νά σκεπάσουν τή γύμνια τοῦ σώματός τους. Δέν ντρέπονταν γιά τήν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιά τή λιτότητα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά, ἄν καί ἦταν γυμνοί στό σῶμα, τούς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. Δέν εἶχαν σωματικό φόρεμα, ἀλλά φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά ἀπό τή Χάρη πού τούς σκέπαζε. Ἀπογυμνώθηκαν ἀπό τήν ἔκστασή τους πρός τόν Θεό καί τή θεωρία Του. Εἶδαν τή γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γεν. γ´ 7). Πόθησαν τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στή φτωχική καί στερημένη ζωή. Ἔρραψαν φόρεμα ἀπό φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλούς λογισμούς καί βρῆκαν τήν τραχιά καί γεμάτη μέριμνες καί πόνους ζωή. «Μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θά φᾶς τό ψωμί σου. Καταραμένη θά εἶναι γιά τά ἔργα σου ἡ γῆ, θά βγάλει γιά σένα ἀγκάθια καί τριβόλια καί θά καταλήξεις στή γῆ» (Γεν. γ´ 17, 19).
. Ἀπέκτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτό ἡ στροφή σου θά γίνει πρός τή γῆ. Ἔγινες ἕνα μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δέν κατάλαβες ὅτι εἶχες τιμητική θέση (Ψαλμ. μη´ 13). Ἤσουν στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί δέν κατάλαβες τήν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τήν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τή ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. Εἶσαι γῆ καί θά καταλήξεις στή γῆ. Θά κληρονομήσεις τό θάνατο, ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού φοράει καί τούς δερμάτινους χιτῶνες (Γεν. γ´ 21). Ὄντας μέ τό σῶμα του ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο – ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς καί κατοικοῦσε σέ βασιλικά διαμερίσματα – ἀπέκτησε ἔπειτα θνητό καί παχύ σῶμα, ἱκανό νά ἀντέχει στούς κόπους. Εἶναι ἀληθινά τραχιά τά φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσης μας. Σ᾽ αὐτή τή συκιά, τή φύση δηλαδή τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτήρας πεινώντας καί ζητώντας ἀπό αὐτήν τό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν γλυκύτατη γιά τό Θεό ἀρετή, μέ τήν ὁποία πραγματοποιεῖ τή σωτηρία μας. Καί δέ βρῆκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, τήν τραχιά καί πικρή ἁμαρτία καί ὅ,τι κακό φυτρώνει ἀπό αὐτήν.

. Γι᾽ αὐτό καί τῆς λέει ἐπιτιμητικά: «Ποτέ πιά δέν θά δώσεις καρπούς» (Ματθ. ια´ 19). Γιατί ἡ σωτηρία δέν προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετή δέν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγώ θά φέρω τή σωτηρία σας καί μέ τό πάθος μου θά σᾶς χαρίσω τήν ἀνάσταση. Θά σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καί τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τήν πολύ σκληρή αὐτή ζωή πού τώρα ζεῖτε. Αὐτά εἶπε καί βέβαια ὅπως τά εἶπε καί τά πραγματοποίησε.

ΠΗΓΗ: alopsis.gr
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ

2
Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ, ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΑΣΤΗΚΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΜΗ ΒΓΑΛΕΙ ΚΑΡΠΟ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ, ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ!


+Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


«Το πρωί, ἀγαπητοί μου, μᾶς ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ ἑορτάσουμε τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Βαΐων, κι ἀπόψε ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἀνθρώπινη καρδιὰ συγκινεῖται.


Στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Δευτέρας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ξηρανθεῖσα συκιὰ ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,18-22).
Ὁ Χριστὸς σὰν σήμερα ἔμεινε ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ Ἰεροσόλυμα. Μόλις ὅμως βράδιασε ἔφυγε. Ὑπῆρχε κίνδυνος. Στὴν πόλι ὑπῆρχαν κακοποιοὶ μὲ ψυχὴ μοχθηρή. Γι᾿ αὐτὸ προτιμᾷ τὴν ἔρημο. Καλύτερα μὲ τὰ ἄγρια ζῷα παρὰ μὲ ἀνθρώπους κακούς.

Ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὰς βγῆκε στὴν ὕπαιθρο. Ἐκεῖ διανυκτέρευσε καὶ προσευχόταν. Ὅταν ξημέρωσε πῆρε πάλι τὸ δρόμο πρὸς τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἂν καὶ γνώριζε ὅτι ἐκεῖ θὰ ὑποστῇ πάθη καὶ θὰ σταυρωθῇ, ἦταν ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθῇ καὶ νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ., καθαγ.). Καθὼς ἐπέστρεφε στὴν πόλι, στὸ δρόμο «ἐπείνασε» (Ματθ. 21,18). Μὴ μᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό. Ἦταν τέλειος Θεός, ἀλλ᾽ ἦταν καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι καὶ πεινοῦσε, καὶ διψοῦσε, καὶ κουραζόταν καὶ εἶχε ἀνάγκη ὕπνου, ὅπως ἐμεῖς. Αὐτὰ λέγονται ἀδιάβλητα πάθη.

Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τρέφει ὅλο τὸν κόσμο τώρα πεινάει. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ βαδίζει βλέπει μιὰ συκιά. Πλησιάζει, ἁπλώνει τὰ ἄχραντα χέρια του καὶ ψάχνει στὰ φυλλώματα νὰ βρῇ σῦκο. Μὰ δὲ βρῆκε. Καὶ τότε ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε μιὰ κατάρα. Εἶπε στὸ δέντρο· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα»· νὰ μὴ γίνῃ καρπὸς ἀπὸ σένα ποτέ πλέον. Καὶ «ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ἀμέσως ἡ συκιὰ ξεράθηκε (Ματθ. 21,19-20)· τὰ φύλλα κιτρίνισαν, ὁ χυμός στέγνωσε, κλαδιὰ καὶ κορμὸς ἦταν πλέον μόνο γιὰ τὴ φωτιά.

Θὰ ρωτήσῃ κανείς· Γιατί ὁ Χριστὸς νὰ κάνῃ κακὸ στὸ δένδρο; ἔφταιγε αὐτό;… Ἀπαντοῦμε.

Ὁ Χριστὸς σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του δὲν ἔκανε κακό. Κάποτε οἱ συγχωριανοί του ἅρπαξαν λιθάρια νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἄλλοτε οἱ Γαδαρηνοὶ τὸν ἔδιωξαν, ἄλλοι τὸν συκοφαντοῦσαν· κανένα δὲν τιμώρησε, ἂν καὶ μποροῦσε. Καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἀκόμη προσευχήθηκε ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν του. Ἀλλ᾽ ἐνῷ δὲν τιμώρησε ἄνθρωπο, ἔδωσε ὅμως δύο δείγματα τῆς τιμωρητικῆς του δικαιοσύνης – γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνο ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη «καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν» (Ψαλμ. 10,7· 44,8), καὶ μᾶς προτρέπει «Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Συνεπῶς βραβεύει τὸ καλὸ καὶ τιμωρεῖ τὸ κακό. Δεῖγμα λοιπὸν τῆς τιμωρητικῆς δυνάμεώς του εἶνε δύο παραδείγματα στὴ Γραφή. Τὸ ἕνα εἶνε ὅτι ἐπέτρεψε νὰ μποῦν τὰ δαιμόνια σ᾽ ἕνα κοπάδι χοίρων ποὺ ἔτρεφαν οἱ Γαδαρηνοί, οἱ χοῖροι ὥρμησαν στὸ γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν (βλ. Ματθ. 8,28-32). Ἦταν τιμωρία τῆς πλεονεξίας καί φιλαργυρίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων. Τὸ ἄλλο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ξήρανε ἕνα δέντρο, γιὰ νὰ δώσῃ ἕνα δίδαγμα. Ποιό δίδαγμα; Παρακαλῶ προσέξτε.


Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Πλάτων· ὁ ἄνθρωπος εἶνε δέντρο, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι τὸ δέντρο δὲν αἰσθάνεται, ἐνῷ αὐτὸς αἰσθάνεται, ἔχει λογική. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, κι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ῥίζα. Ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου εἶνε κάτω στὴ γῆ, ἡ ῥίζα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε πάνω στὸν οὐρανό· ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀντλεῖ πνοή· ἂν κοπῇ αὐτὴ ἡ ῥίζα, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα κτῆνος πλέον. Ἄλλες ὁμοιότητες· τὸ δέντρο ἔχει φύλλα, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει φύλλα· τὰ «φύλλα» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὰ καλά του λόγια. Τὸ δέντρο ἔχει ἄνθη, ἄνθρωπος ἔχει ἄνθη· τὰ «ἄνθη» του εἶνε τὰ εὐγενῆ συναισθήματα καὶ οἱ ὡραῖες ἐφέσεις. Τὸ δέντρο ἔχει καρπούς, καὶ γι᾽ αὐτοὺς κυρίως ὑπάρχει· καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καρπούς· οἱ «καρποὶ» τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὰ καλά του ἔργα.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ βλέπουμε, ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ εἶνε σύμβολο κάποιων ἀνθρώπων. Ποιῶν;

-Συμβολίζει πρῶτον καὶ κυρίως τὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Τί ἔκαναν οἱ ἰουδαῖοι καὶ ἰδίως οἱ ἡγέται τους οἱ φαρισαῖοι; Εἶχαν ναό, ἔκαναν καθημερινῶς θυσίες, νηστεῖες μεγάλες, προσευχὲς μακρές, ἐλεημοσύνες ἐπιδεικτικές. Ὅλα τὰ εἶχαν, ἀλλὰ τὸ Θεὸ δὲν τὸν εἶχαν. Ἀπόδειξις ὅτι, ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, Τὸν σταύρωσαν.

Ἦταν λοιπὸν ὑποκριταί. Καὶ ἡ συκιὰ εἶνε σύμβολο τῶν ὑποκριτῶν ἰουδαίων, ποὺ ἐμφάνιζαν ἕνα ἐξωτερικὸ μεγαλεῖο, ἀλλὰ μέσα τους δὲν εἶχαν τίποτε. Ἔμοιαζαν, κατὰ μία ἄλλη εἰκόνα ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, μὲ τάφους, ποὺ ἀπ᾽ ἔξω εἶνε ὡραῖοι, ἀλλὰ μέσα εἶνε πλήρεις «ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. 23,27). Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ λοιπὸν εἶνε σύμβολο ὅλου τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, τὸν ὁποῖο ἀποδοκίμασε ὁ Θεός.
Κι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (ἔ.ἀ. 12,19), εἶνε καὶ προφητεία. Μέχρι σήμερα βλέπουμε ὅτι τὸ δέντρο τοῦ Ἰσραὴλ εἶνε ἄκαρπο, ἀρνητικὸς εἶνε ὁ ῥόλος του στὸν κόσμο· τίποτε θετικὸ δὲν ἔχει παρουσιάσει καὶ δὲν ἑλκύει τὴ συμπάθεια. Μ᾽ αὐτὰ δὲν κατηγοροῦμε τὸ λαὸ αὐτό· ξέρουμε ὅτι μιὰ μέρα οἱ Ἰσραηλῖτες θὰ μετανοήσουν καὶ θὰ πιστέψουν κι αὐτοὶ στὸ Χριστό (βλ. ῾Ρωμ. 11,26). Μέχρι τώρα πάντως εἶνε δένδρο ξηραμμένο· μόνο καρποὺς πικροὺς παράγει στὸν κόσμο.

-Ἀλλ᾽ ὅπως ὁ Θεὸς φύτευσε στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸν Ἰσραὴλ γιὰ νὰ εἶνε καρποφόρο δέντρο, παράγων πολιτισμοῦ καὶ ἐξημερώσεως τῆς ἀνθρωπότητος καὶ πρωτοπόρο στὴ θεογνωσία, ἔτσι στὴν καινὴ διαθήκη ἐξέλεξε τὸ δικό μας ἔθνος. Ὅταν Ἕλληνες ζήτησαν νὰ δοῦν τὸ Χριστό, ἐκεῖνος εἶπε· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,23). Ἔτσι τὸ ἔθνος μας ἔγινε χριστιανικό. Σήμερα ὅμως εἴμαστε χριστιανικὸ ἔθνος; Τυπικῶς εἴμαστε· στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε, ἀφοῦ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου· δὲν ἔχουμε νὰ δείξουμε ἔργα φωτεινά, ἅγια, καρποὺς καλούς. Ἑπομένως ἡ ἄκαρπη συκιὰ συμβολίζει τὴν ἀκαρπία καὶ τοῦ δικοῦ μας ἔθνους.

-Τέλος συμβολίζει καὶ κάθε ψευδοχριστιανό, ποὺ ἔχει μὲν φύλλα καὶ ἀνθούς, ἀλλὰ δὲν ἔχει καρπούς. Τέτοιοι εἶνε οἱ χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος μας, οἱ χριστιανοὶ τῆς ταυτότητος, τῶν ἑορτῶν καὶ πανηγύρεων. Μπορεῖ νὰ ἐμφανίζωνται κάπου – κάπου στὴν ἐκκλησία, νὰ προσκυνοῦν εἰκόνες, ν᾽ ἀνάβουν κανένα κερί, νὰ νηστεύουν λίγο, νὰ ἐκτελοῦν μερικὰ τυπικὰ καθήκοντα· ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε φύλλα. Καλὰ εἶνε κι αὐτά, ποιός τὰ καταδικάζει; εἶνε ὅμως ἁπλῶς φύλλα. Καὶ τὰ φύλλα ὑπάρχουν γιὰ τὸν καρπό.

Ἀναγκαῖα λοιπὸν κι αὐτά, μὰ δὲν ἀρκοῦν. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ δώσῃ καὶ καρπούς. Καὶ καρποὶ εἶνε τὰ ἔργα, οἱ πράξεις, οἱ θυσίες, ἡ αὐταπάρνησις, ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν, ὁ ἀγώνας γιὰ ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἁγιότητα.

Θὰ ὠφεληθοῦμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἐὰν καθένας μας τὸ βράδυ στὸ σπίτι, προτοῦ πέσῃ νὰ κοιμηθῇ, ἀναρωτηθῇ· Εἶμαι δέντρο φυτεμένο ἐδῶ 20, 30, 70, 80 χρόνια, ὅσα δώσῃ ὁ Θεός· τί ἔχω ἀποδώσει;…

Τοὺς καρποὺς τῶν δέντρων τοὺς γνωρίζουμε· οἱ καρποὶ ποὺ περιμένει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ ποιοί εἶνε; Σᾶς παρακαλῶ ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη σας στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, κεφάλαιο 5ο, στίχο 22· ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι οἱ καρποὶ τοῦ δέντρου ποὺ λέγεται βαπτισμένος Χριστιανὸς εἶνε ἐννέα. Πρῶτος εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ κάθετος (πρὸς τὸν Θεό) καὶ ἡ ὁριζοντία (πρὸς τὸν πλησίον)· ἐὰν δὲν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι «κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Τοὺς ἄλλους καρποὺς δὲν σᾶς τοὺς λέω· κεντῶ τὴν περιέργειά σας νὰ τοὺς βρῆτε ἐσεῖς…
Εἴμαστε σὰν δέντρο «πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 1,3). Καὶ μᾶς ποτίζει ὁ Θεὸς ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα! «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», εἶπε (Ματθ. 26,27). Γι᾽ αὐτὸ ἔχει ἀπαιτήσεις. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», λέει, «ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ.μ5,16). Γιὰ ὅποιον θὰ μείνῃ ἄκαρπη συκιά, ὅπως ὁ Ἰούδας κι ὅπως ἡ ἰουδαϊκὴ συναγωγή, ἰσχύει –ἀλλοίμονο– ἡ κατάρα τοῦ Χριστοῦ «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (ἔ.ἀ. 21,19) καὶ τὰ ἀπειλητικὰ λόγια τοῦ Προδρόμου πρὸς ὅλους, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους· «Ἤδη ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (ἔ.ἀ. 7,19), ξερριζώνεται καὶ ῥίχνεται στὴ φωτιά· σὲ φωτιὰ ὄχι ὑλικὴ ἀλλὰ «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (ἔ.ἀ. 25,41).

Εἴθε ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε δέντρα καρποφόρα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ανάγνωση και ερμηνεία της Αγίας Γραφής”