«Παπισμός» - Το ανυπέρβλητο εμπόδιο της Χριστιανικής ενότητα

11
«Παπισμός» - Το ανυπέρβλητο εμπόδιο της Χριστιανικής ενότητας






Υπό Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού



Πηγή: «Φωνή της Ορθοδοξίας» Επίσημη έκδοση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Τεύχη 325 - 326, Αύγουστος 2007





Μέρος Α'

1. Προσημείωση

Μετά από την όλως απροσδόκητη, επί ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ 16ου, κλιμάκωση των προκλήσεων του Βατικανού, έναντι των λοιπών Χριστιανών (ιδιαιτέρως δε, όπως θα δούμε αργότερα, των Ορθοδόξων!), καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι, δυστυχώς, εισερχόμεθα σε περίοδο πλήρους αβεβαιότητος, για να μην πούμε περιέργου «συσκοτισμού».

Το μεσαιωνικό θράσος του «Παπισμού», που όλοι είχαμε πιστεύσει ότι είχε περάσει ανεπιστρεπτί - παρά τον άκρως επεισοδιακό δογματισμό του «αλαθήτου» στην Α' εν Βατικανώ Σύνοδο (1870) - επανέρχεται αιφνιδίως, τελείως ασύμβατο μάλιστα με την βαθύτερη καλλιέργεια προσώπων, και τις ειλικρινείς «καθαρτήριες» προσπάθειες που παρουσίασε ό Δυτικός χριστιανικός κόσμος εν γένει, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.

Έτσι, μετά την «Οικουμενική Κίνηση» αφ' ενός, ως γενικώτερο ρεύμα ανανήψεως και ανασυγκροτήσεως, αφ' ετέρου δε την δια της Β' Βατικανής Συνόδου επισήμως εκφρασθείσα απόφαση της Ρωμαϊκής εκκλησίας για ουσιαστικό καθαρμό «θεσμών», «λειτουργημάτων» και «προσώπων», επί τη βάσει των γνησίων «Πηγών» της Α' κοινής Χριστιανικής Χιλιετίας, δίδεται τώρα η ακόμη πιο αλγεινή εντύπωση ότι πάντα ταύτα όχι απλώς αμφισβητούνται, αλλά ακόμη και χλευάζονται.

Πρέπει λοιπόν να το πούμε απερίφραστα, ότι φαίνεται να έχει επικρατήσει πλήρως η γραμμή των σκληροπυρηνικών Καρδιναλίων της Ρωμαϊκής Κουρίας, η οποία καθιστά πλέον τον «Παπισμόν» - όχι ως «Πρωτείον ενός Επισκόπου», αλλά ως «ιδεολογίαν» αφορήτου ολοκληρωτισμού - το όντως «ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ», πρωτίστως για «επανένωση» των διηρημένων Χριστιανών, εξ ίσου δε και για απλώς ειρηνική «ενότητα» μεταξύ των. Πόσο μάλλον με τους μη Χριστιανούς ή και «αθέους».

Αυτός είναι ό λόγος που υποχρεούμαστε σήμερα να προβούμε σε κάποιες σύντομες, και όσο γίνεται πιο εκλαϊκευμένες παρατηρήσεις (χάριν κυρίως των απλούστερων Χριστιανών Ανατολής και Δύσεως), σχετικά με την παρουσιασθείσα όλως πρόσφατη αναβίωση του Παπικού Πρωτείου και Αλαθήτου, κάτω δε από τις πιο απροσδόκητες συνθήκες, και εις βάρος ολοκλήρου του Χριστιανισμού.

Αυτές, οι παρατηρήσεις μας εδώ, καθίστανται ακόμη πιο επείγουσες για να προληφθούν ενδεχομένως μείζονα δεινά, μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και στις επιβαλλόμενες δημιουργικές σχέσεις των με τον υπόλοιπο, προ τεραστίων αδιεξόδων ευρισκόμενο κόσμο, για τον όποιον ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ακόμη ότι «διατηρεί» αναλλοίωτη την μόνην εξ Αποκαλύψεως λυτρωτική για όλους αλήθεια.



2. Σύντομη ανασκόπηση της Ιστορικής εξελίξεως του Παπισμού εν τη Εκκλησία

Όσοι συνέβη να ασχοληθούν σοβαρά, δηλ. χωρίς προκαταλήψεις, με την Εκκλησιαστική Ιστορία, διεπίστωσαν ασφαλώς, άλλοτε με έκπληξη, όμως τις πιο πολλές φορές με δικαιολογημένη αγανάκτηση, ένα σχεδόν απίστευτο γεγονός: Πριν ακόμη σταματήσουν θεσμικώς (312-313 μ.Χ.) οι φοβεροί Διωγμοί κατά των Χριστιανών, από μέρους των ειδωλολατρών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι Επίσκοποί των (που θεωρήθηκαν οι άμεσοι Διάδοχοι των Αποστόλων), είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν μια νοσηρή και ασύμβατη, με τη διδα­σκαλία του Χριστού, «φιλοδοξία».

Ένας αρχικά συγκρατημένος ανταγωνισμός μεταξύ των, για «Πρωτεία», «Πρεσβεία» και «Προεδρείες», εξελίχθηκε πολύ σύντομα σε σχεδόν «αδελφοκτόνο» πόλεμο, όταν ό Χριστιανισμός έγινε στην αρχή «νόμιμη», (και εν συνεχεία «επίσημη» θρησκεία του Κράτους), επί Μ. Κωνσταντίνου.

Φιλαρχία λοιπόν και Φιλοπρωτία υπήρξε η ακόρεστη δίψα των Επισκόπων που οι «Καθέδρες» τους σε μεγάλες Πόλεις, απέκτησαν κοσμική αίγλη και δόξα. Πρώτη, και για αρκετό διάστημα ασυναγώνιστη, η Αρχαία Ρώμη.

Όπως ο εκάστοτε ειδωλολάτρης Ρωμαίος Αυτοκράτορας ονομαζόταν «Augustus» (=«σεβαστός», προσωνυμία για θεούς!), η δε Αρχαία Ρώμη χαρακτηριζόταν «Roma aeterna» (=«αιώνια πόλη»!), έτσι και ο Επίσκοπος Ρώμης δεν άργησε να διεκδικεί σταδιακά, για την τοπική Εκκλησία του πρώτα, αργότερα δε και για το πρόσωπό του, ανάλογους ανευλαβείς τίτλους, εις τον υπερθετικό μάλιστα βαθμό.

Το «Vicarius Christi» (=«Αντιπρόσωπος του Χριστού»), ήταν θα λέγαμε περίπου η μετάφραση, σε χριστιανική γλώσσα, του «Pontifex Maximus» (=«Ύψιστος Γεφυροποιος»).

Κανένα ίσως άλλο ζήτημα δεν απασχόλησε τόσο έντονα και εξακολουθητικά τις Συνόδους της Αρχαίας Εκκλησίας (Τοπικές η Οικουμενικές), κατά την κοινή Α' Χιλιετία, όσο η «Σειρά», δηλ. τα «Πρεσβεία» μεταξύ των Επισκοπικών Θρόνων, ιδίως δε του «Ρώμης» και του «Νέας Ρώμης» (Κωνσταντινουπόλεως), έως ότου διαμορφώθηκε η γνωστή Πενταρχία των Πατριαρχών (Ρώμης, Κ/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων).

Πρέπει πάντως να ομολογηθεί ότι το εν λόγω πρό­βλημα, δεν είναι τόσο απλό όσο εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται. Δεν προέκυψε μόνον από την πρα­κτική ανάγκη του να προεδρεύει ο «Πρώτος μεταξύ Ίσων» («Primus inter pares»), κατά το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος. Μεσολάβησαν και δύσκολες, Ιστορικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η «πρακτικώτερη λύση» υπήρξε μέγας πειρασμός, μπροστά στον οποίο το τίμημα για «ηθική δεοντολογία» φάνηκε όχι μόνο βαρύ, αλλά εξουθενωτικό.

Αν πάντως γινόταν σεβαστός ό 34ος Κανών, ο τόσο αρχαίος σχετικώς, και τόσο κατά το πνεύμα «Αποστολικός» (αν και δεν ανάγεται στους Αποστολικούς Χρόνους!), είναι βέβαιον ότι πολλά δεινά θα είχε αποφύγει ό Ιστορικός Χριστιανισμός, στο σύνολό του. Αλλά τόσα δεινά, ίσως δε και περισσότερα, θα είχαν γλυτώσει και οι μη Χριστιανικοί πληθυσμοί που υπέστησαν επί αιώνες και μέχρι σήμερα, την αποικιοκρατική σκληρότητα, και την κατακτητική εκμετάλλευση από τους δήθεν Χριστιανούς Ηγεμόνες της Δύσεως, συνοδευόμενους και επικουρούμενους προγραμματικά από, εξίσου ολικών βλέψεων και συμφερόντων, δήθεν Ιεραποστόλους (βλέπε τους σημερινούς λαούς του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου»!).

Το επιγραμματικό Κείμενο του 34ου Αποστ. Κανόνος πρέπει να παραθέσουμε αυτούσιο εδώ, για να γίνει σαφέστατη σε όλους η ασύλληπτη «αναγέννηση του κόσμου», που θα είχε εξασφαλισθεί με την πάροδο των αιώνων, αν εφαρμοζόταν στοιχειωδώς ό χρυσός αυτός Κανών από τους θεωρούμενους «πνευματικούς» Πατέρες και Ποιμενάρχες του Χριστιανισμού.

Ιδού το συγκλονιστικό κείμενο:

«Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης· εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν Αγίω Πνευματι· ο Πατήρ, και ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα».

(Γ. Α. Ράλλη - Μ.Ποτλή «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», β' τομ., σ. 45)

Ήδη από την πρώτη ματιά ο προσεκτικός αναγνώστης του ως άνω κειμένου, διαπιστώνει που βρίσκεται το κατ' εξοχήν θεολογικό του βάρος. Η «αμοιβαιότητα» τιμής και εμπιστοσύνης που θεσμοθετείται ως απαράβατος «όρος ειρήνης» εν τη Εκκλησία, εξασφαλίζει και ένα πολύ υψηλότερο αγαθό. Πρόκειται για την αληθινή δοξολογία του Τριαδικού Θεού, η οποία μόνο με την «ομόνοια» μεταξύ των Επισκόπων επιτυγχάνεται.



Μέρος: Β΄

Μετά από την μυσταγωγική θέα του «αρχέγονου Μυστηρίου της Εκκλησίας», όπως το περιγράφει με θαυμαστή θεολογική συνέπεια ο 34ος Αποστ. Κανών, θα ήτο θλιβερή οπισθοδρόμηση και ματαιολογία το να ασχοληθούμε εδώ με τα προ πολλού καταδικασθέντα, από τους αντικειμενικούς Ιστορικούς και Θεολόγους, περί «ψευδοκλημεντίων» η «ψευδοϊσιδωρίων» δωρεών, κείμενα κ.α.

Τέτοιες και παρόμοιες μεθοδεύσεις η στρεψόδικες ερμηνείες διέθετε κατά καιρούς η Ρώμη όχι ολίγες, προκειμένου να «στηρίξει» το «Πρωτείο» του Αποστ. Πέτρου αρχικά, στη συνέχεια δε και του Επισκόπου Ρώμης, ως θεωρουμένου μόνου Διαδόχου του Πέτρου.

Διεξοδική και συστηματική αναίρεση των εν προκειμένω τολμηθέντων από τους εκάστοτε Παπιστάς της Δύσεως, είχαμε καταθέσει εις την Διδακτορική Διατριβή μας («ΠΕΡΙ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τ’ ΟΡΘΟΔΟΞΩ ΘΕΟΛΟΓΙ», Αθήναι 1965), της οποίας η μετάφραση εις την Αγγλικήν εκτυπούται, συν Θεώ, εντός ολίγου. Ως εκ τούτου, θα αρκεσθούμε να θέσουμε συνοπτικώς, και απ’ ευθείας εις τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο 16ο, μονάχα κάποιες θεμελιώδεις ερωτήσεις.

Τις ερωτήσεις αυτές –παρά το υψηλό του αξίωμα δίκαιο θα ήταν να τις απαντήσει ο ίδιος, διότι τον αφορούν άμεσα. Άλλωστε εις τον Διάλογο μεταξύ Χριστιανών, και δη Επισκόπων, δεν επιτρέπονται υπεκφυγές, παρά μόνον το «ναι» και το «ου», καθώς ο Χριστός παραγγέλλει.

Φρονούμεν δε ότι είναι δίκαιο να απαντήσει αυτοπροσώπως ο Βενέδικτος 16ος τις ερωτήσεις που θα θέσουμε παρακάτω, για δύο κυρίως λόγους:

*

Πρώτον, διότι έχουν άμεση σχέση με ολόκληρο τον Χριστιανισμό, ως ενιαίο σώμα στην παγκόσμια Ιστορία.
*

Δεύτερον, διότι, όπως είναι γνωστό, με πλείστα από τα παλαιότερα δικά του συγγράμματα, είχε συμβάλει τα μέγιστα ο σημερινός Πάπας, ως Καθηγητής Ratzinger, εις την επιδιωχθείσα «αναγέννηση» και τον «καθαρμό» της Δυτικής Εκκλησίας, δια της Β΄ Βατικανής Συνόδου.



Ερώτηση πρώτη: Δύναται να αρνηθεί ο διαπρέψας ως Θεολόγος Joseph Ratzinger, το ότι το λειτούργημα του «Πρώτου» εν τη Εκκλησία -ανεξαρτήτως εάν αναφέρεται εις τον Απόστ. Πέτρον, η άλλον εκ του ιερού Συλλόγου των «Δώδεκα», αλλά και εις τους Διαδόχους τούτων Επισκόπους- υπήρξεν εξ αρχής χαρακτήρος απολύτως «σωτηριολογικού», με τις ανάλογες εκ τούτου διοικητικές προεκτάσεις επί του όλου εκκλησιαστικού βίου της κατά τόπους «στρατευομένης» Εκκλησίας;

Ερώτηση δευτέρα: Είναι δυνατόν ο «σωτηριολογικός» χαρακτήρ του λειτουργήματος του «Πρώτου» εν γένει, να «δεσμεύεται», και μάλιστα να «προδικάζεται» από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και πόλη;

Εάν οι συνεχώς αλλοιούμενοι και εις φθοράν ή λήθην υποκείμενοι ιστορικοί και γεωγραφικοί όροι είχαν τόσο αποφασιστική σημασία για την ΣΩΤΗΡΙΑ, δεν θα είχεν εξ αρχής επικρατήσει εις τον παγκόσμιο Χριστιανισμό το Πρωτείο των Ιεροσολύμων, όπου εξετυλίχθη ιστορικογεωγραφικώς ολόκληρο το σωτηριώδες δράμα της θείας Οικονομίας, με κεντρικό άξονα τον Θεάνθρωπο;

Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς θα έπρεπε να εκλάβουμε τις ριζικά περί του αντιθέτου δηλώσεις του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα παρά το φρέαρ του Ιακώβ; Τι σημαίνουν εκείνα τα κεραυνοβόλα μηνύματα: «Ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις» (Ιωάν. 4, 21);

Ερώτηση τρίτη: Από πότε ήτο δυνατόν και με ποια θεολογικά επιχειρήματα, να «διαφοροποιηθεί» η Ρώμη τόσο ριζικά από την κοινή περί «Αποστολικής Διαδοχής» (successio Apostolica) διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, Ανατολής και Δύσεως, ώστε να βαρύνει τόσο η του Επισκόπου Ρώμης διαδοχή; Είναι ποτέ δυνατόν να ισχυρισθούμε σοβαρώς, ότι ο κατά τόπους εγκαθιστάμενος Επίσκοπος διαδέχεται ένα και μόνον συγκεκριμένον Απόστολο (π.χ. ο Ρώμης τον Πέτρον, ο Αλεξανδρείας τον Μάρκον, ο Νέας Ρώμης τον Ανδρέαν και άλλοι άλλους);

Εάν αυτή ήτο η έννοια της «Αποστολικής Διαδοχής», δεν θα ήτο επόμενον ο αριθμός των Επισκόπων της όλης Εκκλησίας να μη υπερβαίνει ποτέ τους «Δώδεκα»; Και δεν θα έπρεπε τότε, κατά συνέπειαν, να ομιλεί ειδικώς η Ρώμη δια «successio Petrina», και όχι ως επιμένει, εις το περιληπτικώτερο «Apostolica»;

Επειδή, αντιθέτως, η ορθή περί διαδοχής κοινή πεποίθηση και διδαχή Γραφής και Παραδόσεως είναι, ότι «πάντες οι Επίσκοποι» διαδέχονται ολόκληρον τον «εσχατολογικής» σημασίας Σύλλογο των «Δώδεκα», δια τούτο εις την έννοια της Αποστολικής Διαδοχής κατ’ ουσίαν η Εκκλησία περιέλαβε πάντοτε όχι μόνον τους Επισκόπους, αλλά και τους Πρεσβυτέρους, ως ελάχιστα από εκείνους διαφέροντας εις την «σωτηριολογικήν» αποστολή της Εκκλησίας.

Ερώτηση τετάρτη: Μπορεί να δηλώσει υπεύθυνα ως Θεολόγος ο σημερινός Πάπας, ότι οι Επίσκοποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, «διοριζόμενοι», ως γνωστόν, απ’ ευθείας από τον Επίσκοπο Ρώμης, μη «εκλεγόμενοι» δε από την Σύνοδο της Τοπικής των Εκκλησίας, δύνανται να θεωρηθούν ισόκυροι με τους «εκλεγομένους» υπό Κανονικής Συνόδου Επισκόπους των Ορθοδόξων;

Ενθυμείται άραγε ο Άγιος πατήρ ότι, ως ο από Ορθοδόξου πλευράς Συμπρόεδρος επί 20ετίαν του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου, είχα διαμαρτυρηθεί προσωπικώς εις αυτόν, για το ότι ακόμη δεν αποκατέστησε το Βατικανόν τους Επισκόπους του γενικώς εις το ιερώτατον αξίωμά τους, όπως ακριβώς το εγνώρισε η αδιαίρετος Εκκλησία, και δικαίως το απαιτούμε οι Ορθόδοξοι δια να θεωρήσουμε έγκυρη την «εκλογή» των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων; Δεν αποτελεί επομένως υψίστην «επιείκειαν» και «ανοχήν» εκ μέρους των Ορθοδόξων Επισκόπων, το ότι ακόμη -επισήμως διαλεγόμενοι με τους Ρωμ/ κούς Επισκόπους- τους δεχόμεθα σιωπηρώς ως «ομολόγους» ημών;

Ερώτηση πέμπτη: Εάν η μη αποδοχή εκ μέρους των Ορθοδόξων του «πρωτείου» και «αλαθήτου» του Επισκόπου Ρώμης αποτελεί, κατά τον Πάπα Βενέδικτον 16ον, ατέλειαν (deficit) της Ορθοδοξίας, που δεν επιτρέπει να θεωρηθεί από την Ρώμην ως πλήρης Εκκλησία, τότε τι νόημα είχε η αξιωματική κοινή περί του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου δήλωση, ότι ο εν λόγω Διάλογος διεξάγεται «επί ίσοις όροις»;

Ερώτηση έκτη: Αγνοεί ο Πάπας ότι ο χαρακτηρισμός της στρατευομένης Εκκλησίας ως «τέλειας Κοινωνίας» (societas perfecta), που είχε επικρατήσει δια τους Ρωμ/κούς υπό την επίδραση του ι. Αυγουστίνου (civitas Dei), αντικαταστάθηκε δικαίως και ορθότατα εις τα επίσημα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου από τον όρο «Λαός του Θεού» (populus Dei), για να εκφράσει, ως προσκυνηματική πορεία (peregrinatio), τον δυναμικό και εξελικτικό χαρακτήρα όλων των τάξεων (Κληρικοί, Μοναχοί, λαϊκοί) των πιστών, εις τον παρόντα κόσμο; Ουδείς εκ των Θεολόγων που έχουν ασχοληθεί με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο αγνοεί, ότι και ο Δογματολόγος Καθηγητής Joseph Ratzinger δεν είχε συμβάλει ολίγον εις την σύνταξη των εν λόγω αναγεννητικών κειμένων.

Πώς λοιπόν σήμερον ο αυτός Δογματολόγος, ως Πάπας πλέον, επανέρχεται κηρύττοντας δια της πλαγίας οδού την καταδικασθείσα θεωρία της τελειολαγνίας (societas perfecta), η οποία, έστω και αθελήτως, συναγωνίζεται τις πλέον κοσμικές μορφές Ναρκισσισμού εις την σύγχρονη Παγκοσμιοποίηση;

Ερώτηση εβδόμη: Ολοκληρώνοντας, με τον συμβολικό αριθμό επτά (7), τα ερωτήματα που γεννά η σημερινή «απομόνωση» του Πάπα Βενέδικτου 16ου (τόσον από τον βαθύτερο εαυτό του, όσον και από τους ειλικρινέστερους φίλους και θαυμαστάς που είχε κερδίσει με την γαληνιαία και σεμνή πάντοτε παρουσία του), θα θέλαμε να γνωρίζαμε τι θέση παίρνει τούτη την εποχή ο θεολογών Πάπας απέναντι σε δύο από τα πλέον γνωστά μελετήματά του, τα οποία και έδειχναν τους πιο ανοιχτούς ορίζοντες, τους οποίους εκπροσωπούσε για πολλές 10ετίες το όνομα Ratzinger.

Πρόκειται για τις εξής ενθουσιώδεις και ενθουσιαστικές μελέτες:

α) «Η επίδραση που είχε η διαμάχη περί τα Επαιτικά Τάγματα κατά τον Μεσαίωνα, εις την ανάπτυξη του Παγκοσμίου Πρωτείου του Πάπα» (Μόναχον, 1957).

Εκεί ομολογείται, παρά την επικαλούμενη πνευματικότητα του ασκητικού Bonaventura, ότι τεχνητά ήσαν τα μέσα για την επιτυχία του καθαρά στρατηγικού στόχου της Ρώμης.

β) Εις το βιβλίο «Χριστιανική Αδελφοσύνη», που αρχικά δόθηκε ως διάλεξη στην Βιέννη το 1958 και λίγο αργότερα βγήκε, ως το πρώτο βιβλίο του νεαρού Καθηγητού Ratzinger, το οποίο μεταφράστηκε μάλιστα και στην Ελληνική, με ειδικό Πρόλογο του Συγγραφέα, τονιζόταν ότι, εν αντιθέσει με τις διάφορες σύγχρονες ομαδοποιήσεις που αποτελούν «κλειστές Κοινωνίες», δηλ. clubs «αποκλειστικότητας», η Χριστιανική Αδελφοσύνη μένει «ανοιχτή» για να περιλάβει όλους.

Σήμερα, ατυχώς, ακούγεται πια ως τραγική ειρωνεία το εγκώμιο που έπλεξε η Αρχιεπισκοπή Freiburg με την ευκαιρία επανεκδόσεως του βιβλίου, ιδιαιτέρως δε ο ισχυρισμός, ότι «υπ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα δρα ακόμη και επιθυμεί να γίνει κατανοητός ο σημερινός Πάπας»!

Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά ουδέν συνηγορεί περί τούτου.__



oodegr.com
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: «Παπισμός» - Το ανυπέρβλητο εμπόδιο της Χριστιανικής ενότητα

12
Πολυ ωραιο άρθρο,o Παπισμός απο την στιγμη του Σχισματος κινείται εναντίον της Ορθοδοξίας έστω και αν συνεργαστεί με μη Χριστιανούς,αυτό ας το λάβουν υπόψιν όσοι συμφωνούν περί ενότητας των 2 εκκλησιών.
Ενότητα σημαίνει υποταγή των Ορθοδόξων και αποδοχή των αιρετικών αρχών των παπικών.
Και το σωστό είναι να μην τους αποκαλούμε Καθολική εκκλησία γιατι δεν είναι καθολικη,δεν εκπροσωπεί όλους.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Το καθαρτήριον πυρ

14
Το καθαρτήριον πυρ




Τού Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου


Πηγή: Από το βιβλίο: "Η ζωή μετά τον θάνατο





Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πραγματικά ένα μεγάλο μυστήριο. Είδαμε προηγουμένως τι γίνεται όταν προσεγγίζη αυτή η ώρα, τι ακριβώς συμβαίνει όταν η ψυχή βρίσκεται σε οριακά σημεία, όταν, δηλαδή, προετοιμάζεται να εξέλθη από το σώμα του ανθρώπου, τι ακολουθεί μετά την έξοδό της. Αυτά είναι μυστήρια, τα οποία μας απεκάλυψε ο Χριστός και μας τα επιβεβαίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Στα δε συναξάρια βλέπουμε πολλά παραδείγματα, που αναφέρονται στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.

Οι Λατίνοι έχουν αναπτύξει την θεωρία περί καθαρτηρίου πυρός, ότι, δηλαδή, οι ψυχές όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, θα περάσουν, μετά την έξοδό τους από τα σώματα, από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ. Στην πατερική παράδοση γίνεται λόγος για κάθαρση της καρδιάς, αλλά εννοείται διαφορετικά. Η θεωρία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός είναι παρερμηνεία και διαστρέβλωση των σχετικών χωρίων της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς.

Είναι καλό να δούμε την διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι από τα θέματα εκείνα που μας ενδιαφέρουν στο βιβλίο αυτό.

Στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), που έγινε με αφορμή την λεγομένη ένωση των Εκκλησιών, μεταξύ άλλων θεμάτων, ετέθη σε συζήτηση και το θέμα του καθαρτηρίου πυρός και εκεί φάνηκε η διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων πάνω στο σημείο αυτό. Θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια αυτήν την συζήτηση, καθώς επίσης και τις θέσεις του αγίου Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.

Θεωρώ αναγκαίο στην αρχή να σημειώσω μερικές απαραίτητες διευκρινιστικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, το όλο θέμα θα αντιμετωπισθή βάσει της διδασκαλίας του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής, από ορθοδόξου πλευράς, στην Σύνοδο εκείνη, της οποίας οι τελικές αποφάσεις δεν έγιναν αποδεκτές από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Δεύτερον, πριν αναπτύξουμε λεπτομερώς την διδασκαλία του αγίου Μάρκου πρέπει να δούμε ιστορικά πώς άρχισε η Σύνοδος και πώς αντιμετωπίσθηκε το θέμα αυτό. Χωρίς αυτήν την ανάπτυξη θα είναι δύσκολη η παρακολούθηση της διδασκαλίας του.

Τρίτον, επειδή θα δούμε τις απόψεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός, εν συνδυασμώ με την Κόλαση και τον Παράδεισο, δεν θα κάνουμε πολλές αναφορές σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, τα σχετικά θέματα περί Παραδείσου, Κολάσεως, Βασιλείας του Θεού και αιωνίου ζωής θα αναλυθούν σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Τυχόν ταυτολογίες στα θέματα αυτά, που είναι αναπόφευκτες, θα μας βοηθήσουν να εμπεδώσουμε τις γνώσεις μας γύρω από τα σοβαρά αυτά ζητήματα.



Οι συζητήσεις στην Φερράρα - Φλωρεντία για το καθαρτήριο πυρ

Το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός ήταν το πρώτο το οποίο συζητήθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων και Λατίνων στην Φερράρα. Η πανηγυρική συνεδρίαση της Συνόδου αυτής άρχισε την 9ην Απριλίου 1438, αλλά οι συζητήσεις έγιναν αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Θα παρακολουθήσουμε αυτές τις συζητήσεις σύμφωνα με τα ελληνικά πρακτικά της Συνόδου και τις πληροφορίες του Συρόπουλου, που είναι αυθεντικές.

Από τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των "Εκκλησιών" προτιμήθηκε να αρχίσουν από το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός. Ο εκπρόσωπος των Λατίνων, Καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι, είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να αρχίσουν από την εξέταση της αρχής του Πάπα, δηλαδή του πρωτείου, αλλά θεωρούσε καλύτερο να συζητήσουν "περί του καθαρτηρίου πυρός ως αν τι καθαρθώμεν και ημείς δια των περί τούτου λόγων". Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμφώνησε με αυτήν την άποψη, αλλά ζήτησε να μάθη από που παρέλαβαν αυτές τις παραδόσεις οι Λατίνοι, από πότε τις πιστεύουν και ποιά συγκεκριμένα είναι η άποψή τους γι’ αυτό το θέμα.

Πριν αρχίσουν οι συζητήσεις για το καθαρτήριο πυρ, το λεγόμενο πουργατόριο, ο άγιος Μάρκος ρώτησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο πώς θα ήθελε να δίνωνται οι απαντήσεις στους Λατίνους, "αγωνιστικώτερον και ενστατικώς ή οικονομικώς;". Η απάντηση του Βασιλέως ήταν: "αγωνιστικώς λέγετε πάντα τα ημέτερα δίκαια". Αυτό είναι σημαντικό, γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια. προτιμήθηκε άλλη μέθοδος, δηλαδή η μέθοδος του συμβιβασμού, αφού εν τω μεταξύ ο άγιος Μάρκος εξαναγκάσθηκε να σιωπήση κατά τον διάλογο σχετικά με το καθαρτήριο πυρ.

Πραγματικά, συναντήθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες την τετάρτη του μηνός Ιουνίου για να εξετάσουν το ζήτημα αυτό. Τις απόψεις των Λατίνων εξέθεσε ο Καρδινάλιος Ιουλιανός. Συγκεκριμένα είπε: "ότι εστί πυρ καθαρτήριον ήγουν εν τω νυν αιώνι, καθαρίζονται των αμαρτωλών αι ψυχαί δια του πυρός, των εχόντων αμαρτήματα συγγνωστά, συνεργούσης και της εκκλησίας δια δεήσεως των ιερέων, έτι δε και δια των λειτουργιών και ελεημοσυνών λυτρούνται των κολάσεων".

Αναλυτικότερα είπε ότι υπάρχουν τρεις τόποι και κατηγορίες. Η μία είναι των αγίων, των οποίων οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται στον ουρανό, η δεύτερη των αμαρτωλών και αμετανοήτων, που βρίσκονται στον άδη, όπως η ψυχή του Ιούδα, υπάρχει δε και ένας άλλος μέσος τόπος, στον οποίο βρίσκονται οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων που έχουν συγγνωστά αμαρτήματα, αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν των θείων μυστηρίων, αλλά όμως "χρεωστούσι κανόνα". Αυτών των ανθρώπων οι ψυχές περνούν από το καθαρτήριο πυρ.

Κατά τον Συρόπουλο, μεταξύ των άλλων είπε ότι οι ψυχές των ανθρώπων που μετανόησαν και εξομολογήθηκαν γνησίως, αλλά δεν πρόφθασαν να εκπληρώσουν τον κανόνα που τους έβαλε ο πνευματικός τους, ούτε έδωσαν καρπούς μετανοίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων τους, "καθαίρονται δια του πουργατορίου πυρός, αι μεν θάττον, αι δε βραδύτερον, κατ’ αναλογίαν των ημαρτημένων, και μετά το καθαρθήναι απέρχονται εις την απόλαυσιν".

Οι Λατίνοι εξέθεσαν αυτές τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας διάφορα χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας της Εκκλησίας. Από την Αγία Γραφή παρέθεσαν το χωρίο του Αποστόλου Παύλου "και εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. ει τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, ει τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Επίσης χρησιμοποίησαν και πολλά χωρία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.

Από τις απόψεις αυτές φαίνονται καθαρά τρία σημεία. Το πρώτον, ότι οι Λατίνοι μιλώντας για καθαρτήριο πυρ το διέκριναν σαφώς από το αιώνιο πυρ, γιατί μιλούσαν για πυρ "εν τω νυν αιώνι" και "εν τω ενεστώτι", πριν την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Το δεύτερον, ότι το πυρ αυτό είναι στην πραγματικότητα κτιστό, δεν είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, και το τρίτον, ότι οι ψυχές των ανθρώπων καθαρίζονται δια του πυρός αυτού. Τις θέσεις των Ορθοδόξων θα τις δούμε στον διάλογο, αλλά κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που θα παραθέσουμε σε άλλη ενότητα αυτού του κεφαλαίου.

Μετά την έκθεση των απόψεων από τον Καρδινάλιο Ιουλιανό ομίλησε ο άγιος Μάρκος. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος λέγει ότι μεταξύ των άλλων ο άγιος Μάρκος είπε ότι μέχρι τότε νόμιζαν ότι άλλα πρέσβευαν οι Λατίνοι, τώρα όμως ακούν διαφορετικά πράγματα. Μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: "από γαρ της αφηγήσεως της σης αιδεσιμότητος ολίγην ευρίσκω την μεταξύ ημών διαφοράν εν τω κεφαλαίω τούτω, και ελπίζω διορθωθήναι κακείνην, ήν ο Θεός ευδοκήση". Φυσικά, όπως λέγει ο Συρόπουλος, αυτό το είπε κατ’ οικονομίαν για να δημιουργήση φιλική ατμόσφαιρα. "Και τόδε οικονομικώτερον οίον ειπείν ή φιλικώτερον ειρηκώς". Πάντως, ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους για να δώση την απάντηση.

Στα πρακτικά που παρατίθενται στον Mansi, αμέσως μετά τα λεχθέντα στην πρώτη αυτή συνεδρίαση, εκτίθενται τα όσα συζητήθηκαν κατά την επομένη συνεδρίαση, που έγινε την δεκάτη τετάρτη του μηνός Ιουνίου, κατά την οποία απήντησαν οι Ορθόδοξοι. Όμως ο Συρόπουλος διασώζει ένα περιστατικό, που δείχνει την όλη νοοτροπία που επικρατούσε, αλλά και παρουσιάζει ανάγλυφα το γιατί ο άγιος Μάρκος απέφυγε να απαντά στις συνεδριάσεις αυτές, ενώ ανέλαβε να εκθέση την ορθόδοξη άποψη ο Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων.

Έγιναν ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των Ορθοδόξων για το τι έπρεπε να απαντήσουν στις απόψεις των Λατίνων περί του καθαρτηρίου πυρός. Τελικά, ο άγιος Μάρκος και ο Νικαίας Βησσαρίων έγραψαν από ένα κείμενο, τα οποία ανεγνώσθησαν σε σύνοδο μεταξύ των Ορθοδόξων. Ο αυτοκράτορας έκανε επιλογή μεταξύ των δύο συγγραμμάτων. Διέταξε να λάβουν το προοίμιο του συγγράμματος του Βησσαρίωνος και ό,τι άλλο φανή χρήσιμο από αυτό και από το γραπτό του αγίου Μάρκου να λάβουν τα περισσότερα και τα καλύτερα, και έτσι να συντεθή το "δοθησόμενον σύγγραμμα". Από τότε "ήρξατο το σκάνδαλον μεταξύ του Εφέσου και του Νικαίας".

Ανέλαβε να μιλήση ο Βησσαρίων, αλλά παρενεβάλλοντο και άλλοι, γι’ αυτό λέγεται στα πρακτικά "απελογήθησαν εν εκείνοις τοις κεφαλαίοις οι Γραικοί". Φαίνεται, όμως, ότι στην αρχή τον κύριο λόγο είχε ο Νικαίας Βησσαρίων, από ό,τι μας πληροφορεί ο Συρόπουλος. Λέγει ότι ο άγιος Μάρκος συνέγραψε αρίστους λόγους, που ανασκεύαζαν τις απόψεις των Λατίνων. Οι Λατίνοι απαιτούσαν από τον άγιο Μάρκο να απαντήση ποιά είναι η άποψη και η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γι’ αυτούς που εκδημούν με τον θάνατο. Όμως ο άγιος Μάρκος "ουκ έλεγεν αυτήν κωλυόμενος εις τούτο παρά του βασιλέως". Οι Λατίνοι επέμεναν να μάθουν την αιτία για την οποία δεν μιλούσε ο άγιος Μάρκος και τον προκαλούσαν να μιλήση, αλλά ο άγιος "ήγχετο τω βασιλικώ κελεύσματι κωλυόμενος ωσπερεί χαλινώ τινι και εδυσχέραινεν". Τότε ανέλαβε να ομιλήση ο Βησσαρίων, και μάλιστα απεχώρησε από τον τόπο όπου καθόταν μαζί με τον άγιο Μάρκο "και εις ίδιον εκάθισε τόπον, ένθα και οι άρχοντες οι προειρημένοι συγκλητικοί".

Φαίνονται και από αυτό το περιστατικό οι δύσκολες συνθήκες για τον άγιο Μάρκο, αφού και δεσμευόταν από τον Βασιλέα να ομιλήση και δεχόταν τον φθόνο και το μίσος του Βησσαρίωνος. Ωστόσο όμως ο άγιος Μάρκος κατά την διάρκεια των επομένων συζητήσεων απαντούσε επιτυχώς. Ο Συρόπουλος γράφει: "Ημείς δ’ εθαυμάζομεν πώς ο Εφέσου ευθύς εδίδου τας λύσεις μετά παραστάσεων γραφικών, μη προειδώς ά προέθετο προτείνειν ο Ιωάννης".

Αλλά ας παρακολουθήσουμε τον ενδιαφέροντα διάλογο που έγινε στην Φερράρα για το καθαρτήριο πυρ μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων.

Ο Βησσαρίων έλαβε εντολή από τον αυτοκράτορα να απαντήση στις απόψεις των Λατίνων. Άρχισε με την ανάλυση του αποστολικού χωρίου: "ει τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Α' Κορ. γ', 13-15). Τα έργα τα οποία πρόκειται να κατακαούν, έλεγε, είναι οι πράξεις και ο βίος των ανθρώπων που έζησαν στον κόσμο αυτόν. Το πυρ για το οποίο γίνεται λόγος στο αποστολικό χωρίο είναι το αιώνιο πυρ του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο άλλο πυρ. "Το πυρ εκείνο ό λέγει ο απόστολος, δια τον μέλλοντα αιώνα λέγει, ουχί δε δια τον ενεστώτα". Επίσης, το ρήμα σωθήσεται δεν δηλώνει την σωτηρία, την αποκατάσταση, αλλά το "ουκ αφανισθήσεται". Αυτό σημαίνει ότι ο αμαρτωλός δεν θα αφανισθή, αλλά θα παραμείνη "εν τω πυρί βασανιζόμενος αιωνίως".

Οι Λατίνοι ισχυρίζονταν ότι υπάρχει και πυρ εν τω νυν αιώνι δια του οποίου επιτυγχάνεται ο καθαρισμός της ψυχής, και πυρ εν τω μέλλοντι αιώνι, το οποίο δεν είναι καθαρτικό, αλλά αιώνιο. Επίσης έλεγαν ότι το εν τω νυν αιώνι πυρ είναι καθολικό, δηλαδή, "πάντες δια του πυρός καθαρίζονται". Όποιος έχει πολλές αμαρτίες καθαρίζεται για πολύν καιρό, ενώ όποιος έχει λίγες αμαρτίες "ολιγώτερον και απολύεται, συνεργούσης και της εκκλησίας".

Από τις απαντήσεις των Λατίνων δικαιώνεται ο άγιος Μάρκος, ο οποίος, όταν άκουσε την αρχική εισήγηση του Καρδιναλίου Ιουλιανού, είπε ότι άλλη γνώμη είχαν για την διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ και άλλη άκουγαν στην εισήγηση αυτή. Όπως φαίνεται υπάρχει διαφορά. Το γεγονός είναι ότι κατά την συζήτηση απεδείχθη ότι γίνεται λόγος για δύο πυρά, το παρόν και το μελλοντικό, και ότι όλοι οι άνθρωποι περνούν από το καθαρτήριο πυρ.

Οι Ορθόδοξοι τότε απήντησαν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αιωνίου και παρόντος πυρός. Στην ορθόδοξη ερμηνεία του αποστολικού χωρίου εννοείται το αιώνιο πυρ, οι ψυχές των αμαρτωλών πορεύονται σε τόπο σκοτεινό, τόπο λύπης "και λυπούνται μερικώς, και κολάζονται υστερούμενοι του θείου φωτός", καθαίρονται δε δια των δεήσεων και των προσευχών της Εκκλησίας. Αυτή η κάθαρση και η αναψυχή δεν γίνεται δια κάποιου υπάρχοντος πυρός, αλλά δια της ενεργείας της προσευχής, της δεήσεως και της ελεημοσύνης.

Κατά τις συζητήσεις φάνηκαν δύο διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων. Η πρώτη συνίσταται στο ότι οι Ορθόδοξοι ομιλούσαν για τόπο κολάσεως και λύπης, αλλά όχι για πυρ, ενώ οι Λατίνοι ομιλούσαν δια "κόλασιν και καθαρισμόν δια πυρός". Η δεύτερη διαφορά έγκειται στο ότι οι Ορθόδοξοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμετανοήτων αμαρτωλών δεν απέλαβαν τελείως τις κολάσεις από τώρα, αφού περιμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, όπως επίσης οι ψυχές των αγίων απέλαβαν από τώρα τα αγαθά, "αλλ’ ου τελείως". Θα απολαύσουν τελείως τα αγαθά, όταν κατά την ανάσταση των σωμάτων οι ψυχές ενωθούν με τα σώματα. Οι Λατίνοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμαρτωλών δεν κολάζονται τελείως, αφού περιμένουν και τα σώματα για να κολασθούν μετά των σωμάτων αιωνίως, όμως οι ψυχές των αγίων "τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς", τότε όμως θα ευφρανθούν αιωνίως "ενδυσάμενοι τα σώματα εαυτών".

Οι Λατίνοι εζήτησαν γραπτώς τις απόψεις των Ορθοδόξων για να τις επεξεργασθούν και να τις συζητήσουν αργότερα. Πραγματικά, έγιναν και άλλες συναντήσεις για να συζητήσουν αυτό το θέμα, όπως κατά την εικοστή πέμπτη του μηνός Ιουνίου και την εικοστή εβδόμη του ιδίου μηνός.

Στις πρώτες αυτές συναντήσεις κεντρικό θέμα ήταν το αποστολικό χωρίο που κάνει λόγο για την σωτηρία "ως δια πυρός". Οι Ορθόδοξοι στηρίζονταν στην ερμηνεία του χωρίου από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την οποία θα δούμε σε επόμενη ενότητα, όταν θα αναπτύξουμε διεξοδικά την διδασκαλία του αγίου Μάρκου για το καθαρτήριο πυρ. Πάντως, όταν οι Λατίνοι επανήλθαν στην συζήτηση, υποστήριξαν ότι το ρήμα σωθήσεται και το σώσον "επί καλού λέγεται ουχί δε επί κακού". Ανέφεραν δε αγιογραφικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι δια του σωθήσεται δηλώνεται η "σωτηρία, και βοήθεια, και λύτρωσις των κακών, και αναψυχή". Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Δαυΐδ "σώσον τον δούλόν σου ο Θεός μου τον ελπίζοντα επί σέ", καθώς επίσης και η κραυγή του Αποστόλου Πέτρου όταν καταποντιζόταν, "κύριε σώσόν με". Οι Ορθόδοξοι αντιπαρέταξαν άλλα χωρία με διαφορετική σημασία.

Στην πρώτη αυτή φάση των συζητήσεων οι Ορθόδοξοι δεν ήθελαν να φανερώσουν όλη την διδασκαλία τους για το θέμα, "αλλά μόνον ποιείσθαι τας ερωτοαποκρίσεις εκπλαγίως". Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να επιτύχουν την παράταση των εργασιών της Συνόδου, "έως ότου έλθωσιν οι πρέσβεις από των ρηγάδων". Είχαν αποσταλή πρέσβεις από τον Πάπα στους ρηγάδες της Βενετίας για την αποστολή βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν σε μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι παρέτειναν τις συζητήσεις και δεν εξέθεταν τελείως και πλήρως τις απόψεις τους.

Ωστόσο όμως οι Ορθόδοξοι συζητούσαν μεταξύ τους για το "είπερ οι άγιοι απέλαβον τα αγαθά τελείως, ή ουκ απέλαβον". Αυτό έγινε την δεκάτη έκτη του μηνός Ιουλίου 1438. Ο Βασιλεύς ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους, και μάλιστα "πολλή εγένετο περί τούτου φιλονεικία". Τελικά επεκράτησε η άποψη "ότι απέλαβον και ουκ απέλαβον, απέλαβον μεν τελείως αι ψυχαί καθό ψυχαί, μέλλουσι δε απολαβείν και τελεώτερον εν τη αναστάσει μετά των σωμάτων των ιδίων, και τότε λάμψουσιν ως ο ήλιος, ή και ως το φως όπερ έλαμψεν ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν τω όρει Θαβωρίω".

Η συζήτηση για το καθαρτήριο πυρ συνεχίσθηκε και στην Φλωρεντία, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της Συνόδου. Δεν θα εξετάσουμε, βέβαια, στο κεφάλαιο αυτό όλα όσα συζητήθηκαν εκεί, αλλά μόνον όσα ελέχθησαν για το καθαρτήριο πυρ, που ήταν ένα από τα θέματα των συζητήσεων. Στην Φλωρεντία κατέληξαν σε μια πρόταση που φαίνεται ότι είναι συμβιβαστική. Κατά την πρόταση αυτή, "αι ψυχαί των δικαίων τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς, καθόσον εισί ψυχαί. και των αμαρτωλών, την τελείαν κόλασιν, αι δε μέσαι υπάρχουσι μεν εν βασανιστηρίω, και είτε πυρ εστιν, είτε ζόφος και θύελλα, είτε τι έτερον, ου διαφερόμεθα".

Η πρόταση αυτή είναι συμβιβαστική, γιατί φαίνεται ότι στις συζητήσεις οι Λατίνοι επανέρχονταν πάλι στα ίδια πράγματα. Οι Λατίνοι έδωσαν γραπτό κείμενο με την προτροπή να συμφωνήσουν οι Ορθόδοξοι και να το υπογράψουν και στην συνέχεια "γενέσθω η ένωσις". Στο κείμενο αυτό, σχετικά με το καθαρτήριο πυρ, λέγεται ότι υπάρχει αυτό το πυρ, το οποίο δέχονται οι μετανοήσαντες και εξομολογηθέντες. Είναι σημαντική μια ενδιαφέρουσα φράση, που δείχνει την διαφορά μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων. Οι Λατίνοι υποστήριζαν ότι η τάξη των αγίων που δεν χρειάζεται να περάσουν από το καθαρτήριο πυρ, "αμέσως ορά την ουσίαν του Θεού". Επίσης ισχυρίζονταν ότι όσοι καθαρθούν, αφού περάσουν μέσα από το καθαρτήριο πυρ, θα αξιωθούν και αυτοί "θεωρείν αμέσως την ουσίαν του Θεού".

Παρουσιάζεται εδώ η άποψη των Φραγκολατίνων ότι οι άγιοι βλέπουν την ουσία του Θεού, ενώ στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγεται σαφώς ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του. Το ότι στην διδασκαλία που εξετέθη στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας γίνεται λόγος για πρόσκαιρο καθαρτήριο πυρ, που καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην μέθεξη της ουσίας του Θεού, δείχνει ότι το καθαρτήριο πυρ, κατά τους Λατίνους, είναι μια κτιστή πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος φθάνει στην μέθεξη της ουσίας του Θεού. Όμως, στην Ορθόδοξη διδασκαλία ξέρουμε καλά ότι η κάθαρση είναι το αποτέλεσμα της καθαρτικής ακτίστου ενεργείας του Θεού, ενώ ο φωτισμός και η θέωση είναι μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετη από την αιρετική ταύτιση ουσίας και ενεργείας του Θεού, που είναι το κεντρικότερο ατόπημα των Λατίνων και η κυριότερη απόκλισή τους από την θεολογία των Πατέρων. Πραγματικά, αν εξετάση κανείς προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ των Λατίνων και των Ορθοδόξων, θα καταλάβη καλά ότι συγκεκριμενοποιούνται σε μία, στην αλήθεια περί της ουσίας και ενεργείας του Θεού.

Στις ανεπίσημες συναντήσεις που είχαν οι Ορθόδοξοι με τους Λατίνους και στις οποίες δόθηκε το κείμενο να υπογραφή, ώστε να επέλθη στην συνέχεια η ένωση, οι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την πρότασή τους περί του καθαρτηρίου πυρός, όχι όμως να απολογηθούν για το θέμα "περί της θείας ουσίας και ενεργείας". Γράφεται στα ελληνικά πρακτικά: "ηνάγκαζον γαρ ημάς δέξασθαι την γραφήν, αλλ’ ημείς ορισμόν μη έχοντες βασιλικόν, ουκ εδεξάμεθα αυτήν".

Γίνονταν πολλές συζητήσεις για το καθαρτήριο πυρ. Ενώ σε άλλα ζητήματα επήλθε συμφωνία, εν τούτοις διαφωνούσαν ακόμη στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός και της τελειώσεως των θείων δώρων. Μάλιστα, για το καθαρτήριο πυρ σε μια στιγμή είπαν οι Ορθόδοξοι: "το καθαρτήριον, ούτε δι’ αυτό εσχίσθημεν, ούτε αναγκαίον εστί". Οι Λατίνοι ήθελαν να βάλουν το θέμα του καθαρτηρίου στον όρο της συμφωνίας και της ενώσεως. Υπήρχαν μέλη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας που ήθελαν να προσθέσουν και το περί καθαρτηρίου πυρός θέμα στον όρο για να τελειώνη αυτό το έργο, αλλά ο βασιλεύς αντιδρούσε. Τελικά, στον όρο της Συνόδου ετέθη ότι οι δίκαιοι ευθύς προσλαμβάνονται με τον θάνατό τους στον ουρανό, οι υποπεσόντες σε θανάσιμη αμαρτία χωρίς να μετανοήσουν "ευθέως καταβαίνειν εις άδην", και οι αμαρτήσαντες και μετανοήσαντες, χωρίς να προλάβουν να δώσουν αξίους καρπούς της μετανοίας "τας τούτων ψυχάς καθαίρεσθαι μετά τον θάνατον". Με τις προσευχές των ζώντων, με τις ιερές θυσίες και τις ελεημοσύνες ανακουφίζονται και ελευθερώνονται οι ψυχές τους από τις τιμωρίες.

Φυσικά, τον όρο αυτόν δεν υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος Εφέσου, ο Ευγενικός, μερικοί που συμφωνούσαν μαζί του, καθώς επίσης και μερικοί που είχαν αναχωρήσει από την Φλωρεντία προηγουμένως. Η "Ένωση των Εκκλησιών" που έγινε στην Φερράρα - Φλωρεντία δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, και αυτό ήταν μια μεγάλη ευλογία για την Ορθοδοξία. Ο Ορθόδοξος λαός, Κληρικοί και λαϊκοί που ζούσαν την Ορθόδοξη Παράδοση, αντέδρασαν σε αυτήν την ένωση και, επομένως, τα όσα υπεγράφησαν σχετικά με το καθαρτήριο πυρ δεν είναι αποδεκτά.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 1722 σε εγκύκλιο προς τους ορθοδόξους Αντιοχείς μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Είναι ένα συνοδικό κείμενο που έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα.

Λέγεται ότι, ενώ οι Λατίνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις τόποι όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αποθανόντων, "ημείς οι ευσεβείς, ακολουθούντες την αλήθειαν και τας τοιαύτας καινοτομίας αποστρεφόμενοι, δύο μεν τόπους δια τας ψυχάς των αποθαμένων, παράδεισον και κόλασιν, δια τους δικαίους και αμαρτωλούς, καθώς η θεία Γραφή μας διδάσκει, ομολογούμεν και αποδεχόμεθα. Τρίτον δε τόπον και πουργατόριον ουδόλως στέργομεν, επειδή και ούτε η Γραφή ούτε οι θείοι Πατέρες τοιούτόν τι μας εδίδαξαν. Πιστεύομεν όμως, ότι οι δύο αυτοί τόποι έχουσι πολλάς και διαφόρους μονάς... Και ουδείς των διδασκάλων της Εκκλησίας παρέδωκεν ή εδίδαξε το τοιούτον πουργατόριον, αλλά όλοι ένα και μόνον τόπον τιμωρητικόν λέγουσι, τον άδην, καθώς και ένα φωτεινόν και λαμπρόν διδάσκουσι, τον παράδεισον. Έχουσιν όμως και οι δύο τόποι μονάς διαφόρους ως είπομεν, και επειδή αι μεν των αγίων και των δικαίων ψυχαί πηγαίνουσιν αναμφιβόλως εις τον παράδεισον, αι δε των αμαρτωλών εις την κόλασιν, από τους οποίους αμαρτωλούς οι μεν ασεβείς και ασύγγνωστα αμαρτήσαντες κολάζονται αιωνίως, οι δε συγγνωστά και μέτρια πταίσαντες ελπίζουσι τυχείν ελευθερίας κατά την άφατον ευσπλαγχνίαν του Θεού, δια τούτο υπέρ των τοιούτων, των μέτρια δηλαδή και συγγνωστά αμαρτησάντων, γίνονται παρά της Εκκλησίας αι προσευχαί και δεήσεις, λειτουργίαι τε και μνημόσυνα και ελεημοσύναι, δια να λάβωσιν αι ψυχαί εκείναι ωφέλειαν και άνεσιν. Όθεν και όταν η Εκκλησία προσεύχεται δια τας ψυχάς των κεκοιμημένων, ελπίζομεν μεν να γίνεται άφεσις παρά Θεού εις τους τοιούτους, όμως όχι δια πυρός και πουργατορίου, αλλά δια της θείας φιλανθρωπίας, καθ’ όν τρόπον οίδεν η άπειρος του Θεού αγαθότης".

Από όσα ανεφέρθησαν φαίνεται σαφώς ότι στην διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία δείχνουν την διαφορά από την ορθόδοξη διδασκαλία. Το ένα ότι το καθαρτήριο πυρ ξεχωρίζεται από το αιώνιο πυρ της κολάσεως, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται πουθενά στην Αγία Γραφή και την Πατερική παράδοση. Το δεύτερον, ότι, επειδή λέγεται ότι δια του καθαρτηρίου οι άνθρωποι φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού, και επειδή στην διδασκαλία των Λατίνων ταυτίζεται η ουσία με την ενέργεια, αφού γίνεται λόγος για το actus purus και για κτιστή ενέργεια, γι’ αυτό το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ είναι κτιστό. Θα δούμε πιο κάτω από ποιές προϋποθέσεις ξεκίνησε αυτή η διδασκαλία των Λατίνων και τι συνέπειες έχει για την πνευματική ζωή. Όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι διαφέρει σαφώς από την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.



Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πυρ

Ένα ενδιαφέρον σημείο του θέματος που μας απασχολεί είναι τα αίτια που οδήγησαν τους Λατίνους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός. Αυτό είναι αναγκαίο, γιατί, καθώς πιστεύουμε, δεν είναι τυχαία η εμφάνιση αυτής της διδασκαλίας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως φαίνεται από την μελέτη του θέματος, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός εντάσσεται οργανικά μέσα στην όλη θεολογία των Λατίνων και αναπτύσσεται μέσα σε όλη την ατμόσφαιρά τους. Επομένως, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά σύμπτωμα της θεολογίας της Δύσεως, όπως αναπτύχθηκε με την αποκοπή της από την ορθόδοξη θεολογία. Ήδη μας δόθηκε η δυνατότητα να το δούμε αυτό σε προηγούμενες αναλύσεις, αλλά τώρα θα το μελετήσουμε εκτενέστερα και αναλυτικότερα.

Μπορούμε να σημειώσουμε πέντε αίτια, τα οποία οδήγησαν την δυτική θεολογική σκέψη στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός.

Π ρ ω τ ο ν, η έλλειψη νηπτικής θεολογίας. Η δυτική θεολογία με την απομάκρυνσή της από την ορθόδοξη θεολογία, και κυρίως από την νηπτική παράδοση για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θεωρία του Θεού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναπτύξεως και της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός.

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι στην ησυχαστική - νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ενέργεια του Θεού, που ως πυρ καθαρίζει τον άνθρωπο. Ανάλογα με το ενέργημα η Χάρη του Θεού αποκτά και ένα ιδιαίτερο όνομα, λέγεται καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια. Με άλλα λόγια, όταν η άκτιστη ενέργεια του Θεού καθαρίζη τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη λέγεται φωτιστική και όταν τον θεώνη λέγεται θεοποιός.

Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: "Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!" (Λουκ. ιβ', 49). Ο δε Απόστολος Παύλος γράφει: "Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον" (Εβρ. ιβ', 29).

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εκφράζοντας όλη την νηπτική παράδοση πάνω στο θέμα αυτό, λέγει ότι βιώνουμε την Χάρη του Θεού πρώτα ως πυρ, φωτιά, και ύστερα ως φώς. Το υπερουράνιο πυρ, όταν επιδημή στην καρδιά, άλλους καταφλέγει για το ελλιπές της καθάρσεως και άλλους φωτίζει "δια το μέτρον της τελειότητος". Αυτό το ίδιο πυρ ονομάζεται "και πυρ καταναλίσκον και φωτίζον". Γι’ αυτό άλλοι εξήλθαν από την προσευχή τους σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι έναν κουφισμό από τον ρύπο, και άλλοι, όταν τελειώνη η προσευχή, αισθάνονται σαν να εξέρχωνται πεφωτισμένοι από το φως και ημφιεσμένοι το ιμάτιο της ταπεινώσεως και αγαλλιάσεως.

Σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι όλος ο κόπος μας καταβάλλεται έως ότου το πυρ του Θεού εισέλθη μέσα στο αγιαστήριο ημών, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας. Ο Θεός, που είναι πυρ, καταναλίσκει "πάσαν πύρωσιν και κίνησιν, και πρόληψιν, και πώρωσιν, και σκότωσιν, την εντός και εκτός, ορωμένην τε και νοουμένην".

Γενικά, σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση γίνεται λόγος για το πυρ που εισέρχεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή για την άκτιστη Χάρη του Θεού, που αισθάνεται κανείς μέσα στην καρδιά του να κατακαίη τα πάθη. Βέβαια, αυτό το πυρ είναι άκτιστο, δηλαδή είναι η άκτιστη Χάρη του Θεού, που κατακαίει τα πάθη, καθαρίζει την καρδιά, γι’ αυτό και λέγεται καθαρτική Χάρη, και αυτό γίνεται κατά την διάρκεια του αγώνος του ανθρώπου για την θεραπεία του. Είναι ουσιαστικά το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής. Επίσης, αυτό το ίδιο το πυρ, δηλαδή η καθαρτική Χάρη του Θεού, θα ενεργή στους κεκοιμημένους εκείνους που εισήλθαν στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά όμως δεν πρόφθασαν να καθαρθούν. Έτσι, με τα μνημόσυνα και τις προσευχές της Εκκλησίας, όπως είπαμε πιο πάνω, καθαρίζεται ο άνθρωπος και ανέρχεται στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, αφού, άλλωστε, η τελείωση είναι ατέλεστη.

Οι Λατίνοι, επειδή έχασαν την νηπτική θεολογία και δεν βίωναν αυτές τις καταστάσεις εμπειρικώς, γι’ αυτό παρερμήνευσαν τα πατερικά κείμενα. Διαπίστωσαν ότι στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων γίνεται λόγος για πυρ που καθαρίζει τον άνθρωπο και ότι αυτό συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, γι’ αυτούς που ήδη είχαν εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, και μη διαθέτοντες πνευματική εμπειρία αυτής της διδασκαλίας, παρερμήνευσαν τα πατερικά χωρία. Έτσι, έφθασαν να μιλούν για κτιστό πυρ τιμωρίας, δια του οποίου θα περάσουν οι άνθρωποι. Αλλά είναι σαφές ότι άλλη έννοια έχει ο όρος στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία.

Δ ε ύ τ ε ρ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που δημιούργησε πολλά κακά στην Δύση.

Γνωρίζουμε καλά από την ορθόδοξη θεολογία ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Αν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, αν η ουσία είναι κτιστή, τότε και η ενέργειά της είναι κτιστή. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, γι’ αυτό λέμε ότι και η ενέργειά Του είναι άκτιστη. Η αγάπη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, κ.λ.π. είναι ενέργειες του Θεού, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι ανυπόστατες, αλλά ενυπόστατες, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ενέργεια χωρίς υπόσταση, λόγω του ότι ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Η θεολογική αυτή αλήθεια μας διαφυλάσσει από πολλούς κινδύνους και από αιρετικές αποκλίσεις.

Αντίθετα, στην Δύση δεν γίνεται αυτή η διάκριση. Οι σχολαστικοί θεολόγοι, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την απλότητα του Θεού και συγχρόνως ακεραία την διάκριση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, ταυτίζουν την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του, την αποκαλούν actus purus (καθαρά ενέργεια), και συγχρόνως εκλαμβάνουν την προνοητική και σωστική ενέργεια του Θεού ως κτιστή. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός, κατά την δυτική θεολογία, δεν έχει πραγματική σχέση με τον κόσμο κατά την άκτιστη ενέργειά Του, αλλά μόνον με κτιστά μέσα και κτιστές ενέργειες. Αυτή, όμως, η διδασκαλία κλονίζει όλο το βάθρο και το περιεχόμενο της σωτηρίας του ανθρώπου.

Αν εξετάσουμε προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Λατίνων, θα διαπιστώσουμε ότι οφείλονται σε αυτό το κρίσιμο θεολογικό ζήτημα. Αυτό ακριβώς φαίνεται και στην διδασκαλία των Λατίνων περί καθαρτηρίου πυρός. Κατ’ αρχάς κάνουν λόγο για την βίωση του καθαρτηρίου πυρός, που είναι κτιστό, αφού ο Θεός δεν έχει άμεση επικοινωνία με τα κτίσματα, και στην συνέχεια ομιλούν για την θέα της ακτίστου ουσίας του Θεού από τους καθαρθέντας. Αφού, δηλαδή, οι άνθρωποι περάσουν από το καθαρτήριο πυρ, φθάνουν στην θέα της ουσίας του Θεού. Αλλά αυτή η διδασκαλία, εκτός των άλλων, εφ’ όσον ομιλεί για σωτηρία, αναγκαστικά αίρει την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ κατά φύσιν και κατά Χάριν.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως η σωτηρία ταυτίζεται με την μέθεξη υπό του ανθρώπου της ακτίστου θεοποιού Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Οπότε η σωτηρία είναι πραγματική και ο Θεός παραμένει Θεός.

Τ ρ ί τ ο ν, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός είναι συνάρτηση της όλης φραγκολατινικής παραδόσεως, όπως εκφράζεται από την λεγομένη σχολαστική θεολογία. Πραγματικά, όπως είπαμε και προηγουμένως, η σχολαστική θεολογία, που αποδεσμεύθηκε από την εμπειρική, ησυχαστική και νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γέννησε πολλά κακά στην Δύση.

Κατά την δυτική θεολογία, που στηρίχθηκε στον ιερό Αυγουστίνο, η προπατορική αμαρτία κληρονομείται από τον Αδάμ σε όλους τους απογόνους, και η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασε όλη την ανθρωπότητα στην Κόλαση και επέβαλε την ποινή του θανάτου*. Επομένως, κατά την φραγκολατινική παράδοση, η κόλαση και ο θάνατος είναι τιμωρία του Θεού και όχι ασθένεια, όπως διδάσκει η ορθόδοξη θεολογία.

Συνέπεια αυτής της διδασκαλίας είναι ότι οι Φραγκολατίνοι οδηγήθηκαν στην θεωρία περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός. Οι Φράγκοι, επειδή πίστευσαν ότι οι κολασμένοι δεν βλέπουν τον Θεό, εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την Κόλαση του Δάντη, όπου οι αμαρτωλοί θα βασανίζωνται από το κτιστό πυρ της Κολάσεως. Έτσι, οι Φραγκολατίνοι φαντάσθηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, αποτελούμενο από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, την μεταβλητή γη για την δοκιμασία των ανθρώπων και τα μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθαριζομένους.

Φυσικά, οι Φραγκολατίνοι, όπως είδαμε προηγουμένως, ομιλούσαν και για την θέα της ουσίας του Θεού από τους δικαίους και τους καθαρθέντας. Με άλλα λόγια, οι σεσωσμένοι θα δουν, δια της χάριτος και της λογικής τους, τον Θεό και τα αρχέτυπα των όντων, που υπάρχουν σ’ Αυτόν. Με την όραση αυτή της θείας ουσίας θα απαλλαγούν οι ψυχές από το επιθυμητικό, το θυμοειδές και τα μεταβλητά και έτσι θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες. Περιττό να τονίσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχεται αυτές τις απόψεις, αφού δεν υπάρχουν μέσα στον Θεό τα αρχέτυπα των όντων. Ο Θεός δημιουργεί, προνοεί και σώζει τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του.

Επίσης οι Φραγκολατίνοι δεν κατανόησαν ορθώς την αποφατική θεολογία και την εξέλαβαν περισσότερο ως στοχαστική θεολογία. Στην ορθόδοξη θεολογία η δόξα του Θεού αποδίδεται με αντιθετικούς όρους: φως και γνόφος, πυρ και σκότος. Η πρώτη αντίθεση δηλώνει την δόξα των δικαίων, η δεύτερη την κατάσταση των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούνται οι αντιθέσεις αυτές όχι επειδή στον Θεό υπάρχουν αντιθέσεις, αλλά για να εκφρασθή η αλήθεια, ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων.

Πάντως οι προϋποθέσεις αυτές της φραγκολατινικής θεολογίας οδήγησαν τους δυτικούς θεολόγους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός, δια του οποίου θα τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί και μετανοούντες για να φθάσουν έτσι στην θέα της ουσίας του Θεού. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός των Λατίνων δεν είναι ανεξάρτητο από τις βασικές δομές της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως.

Τ έ τ α ρ τ ο αίτιο είναι η διδασκαλία των Λατίνων περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, η απαίτηση της τιμωρίας και η απαίτηση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ανάγκη της θείας φύσεως. Αντίθετα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, στους οποίους γίνεται λόγος για την αμαρτία ως ασθένεια και την σωτηρία ως αγάπη του Θεού, δια της οποίας επιτυγχάνεται η θεραπεία του ανθρώπου με την δική του, βέβαια, συνέργεια, ο Άνσελμος κάνει λόγο για την προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού και την εξιλέωσή της.

Μια τέτοια θεώρηση εκ μέρους των Λατίνων για την σωτηρία του ανθρώπου ήταν επόμενο να τους οδηγήση στην περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία, στην διδασκαλία περί τιμωρίας του ανθρώπου για να εξιλεωθή ο Θεός. Φυσικά, η διδασκαλία αυτή αλλοιώνει όλη την πνευματική ζωή, αφού την θέτει σε μια εμπορική συναλλαγή και σε σχέσεις προσβεβλημένων και πεπτωκότων.

Π έ μ π τ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η πολιτικοοικονομική διάρθρωση του Παπισμού. Αφού οι Φραγκολατίνοι έχασαν την εμπειρική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας και αποδεσμεύθηκαν από την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν επόμενο να περιπέσουν σε ανθρωποκεντρικές καταστάσεις. Η φεουδαλιστική αντίληψη για την συγκρότηση της κοινωνίας, ο κτιριακός οργασμός και η οικονομική ανύψωση, η σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, κ.λ.π. συνετέλεσαν στο δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός. Με αυτόν τον τρόπο και ο λαός καταπιέζεται, αλλά και βοηθείται η "Εκκλησία" στην ανοικοδόμηση κτισμάτων.

Η σύνδεση του καθαρτηρίου πυρός με υλικές προσφορές προκάλεσε την απογοήτευση του λαού από τον Παπισμό. Λέγεται ότι εφευρέθηκε το καθαρτήριο πυρ, το λεγόμενο πουργατόριο, για την ολοκλήρωση του ναού του Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη και την συντήρηση της Παπικής αυλής. Πρέπει όμως να παρατηρηθή ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός δεν εφευρέθηκε απλώς για την εκμετάλλευση του λαού, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, εντάσσεται μέσα στην σχολαστική θεολογία των Φραγκολατίνων. Οπωσδήποτε, όμως, χρησιμοποιήθηκε και για οικονομικούς λόγους.

Ύστερα από αυτήν την ανάλυση, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα. Όπως η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί μία ενότητα, θα έλεγα έναν κύκλο, και όταν πλησιάση κανείς ένα σημείο του κύκλου συναντά όλο τον κύκλο, το ίδιο συμβαίνει και στην φραγκολατινική θεολογία. Όλα τα καινοφανή δόγματά της έχουν σχέση μεταξύ τους και προσδιορίζονται από την ίδια βάση.

Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια της ησυχαστικής θεολογίας, η απόρριψη της θεραπευτικής και εμπειρικής θεολογίας γέννησε πολλά κακά στην Δύση. Το δόγμα περί του καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετο με την απώλεια της διδασκαλίας περί της αδιαιρέτου διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Το καθαρτήριο πυρ είναι καρπός και αποτέλεσμα της σχολαστικής θεολογίας των Φραγκολατίνων και δεν έχει καμμία σχέση με την ορθόδοξη θεολογία, όπως την δίδαξε ο Χριστός, την έζησαν οι Απόστολοι και μας την παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες.



oodegr.com
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Το καθαρτήριον πυρ

15
Το καθαρτήριο πυρ ταιριάζει όμως σε έναν φιλεύσπλαχνο θεό...

Η αιώνια τιμωρία σε ένα αιώνιο πυρ, μοιάζει σκληρή και δυσανάλογη τιμωρία για αμαρτίες ενός μικρού βίου...

Εάν δεν υπήρχε το καθαρτήριο πυρ, ο θεός θα έπρεπε να το φτιάξει...
Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη ! 

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ.

16
Αναδημοσίευση: Εκ του τεύχους "Εν συνειδήσει" - Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Οι διαφορές ανάμεσα στη Ορθοδοξία και τον παπισμό είναι πολλές και μεγάλες, παλαιές και νεότερες και αφορούν τόσο σε δογματικά ζητήματα όσο και σε θέματα εκκλησιαστικής εμπειρίας, λατρείας, τέχνης και γενικώτερα αντιλήψεων και βιοθεωρίας. Θα επιχειρήσουμε εδώ μία συνοπτική παρουσίασή τους αντλώντας από τα κείμενα των Αγίων Πατέρων και συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτών και Γερόντων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι με ενάργεια και ορθόδοξο φρόνημα αναδεικνύουν την παρεκτροπή από την ορθή πίστη και τις κακοδοξίες του παπισμού. Για την καλύτερη κατανόηση των διαφορών ορθοδοξίας και παπισμού είναι απαραίτητο να εξετάσουμε συνολικά τον εκκλησιαστικό, κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο της εποχής. Για τον σκοπό αυτό παραθέτουμε πολύ σύντομα κάποια ιστορικά γεγονότα που στάθηκαν σταθμοί στην γέννηση του παπισμού και στην πορεία του προς την διαίρεση και το σχίσμα.

Ιστορική αναφορά

Η αρχαία Ορθόδοξη Λατινική Εκκλησία της Δύσεως στην παλαιά Ρώμη είχε πάντοτε κοινωνία με την Ορθόδοξη Ανατολή και τα πατριαρχεία της. Το γεγονός που ανέτρεψε την αρμονική αυτή κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως είναι η κατάληψη της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους κατά την διάρκεια του 5ου και 6ου αι., όταν η Δυτική Ευρώπη ζει τον καταιγισμό των βαρβαρικών επιδρομών που μετέβαλαν ριζικά τα πολιτιστικά και θρησκευτικά δεδομένα της.
Οι Φράγκοι, λαός πρωτόγονος και απολίτιστος την εποχή εκείνη, από την πρώτη στιγμή του εκχριστιανισμού τους εξέλαβαν και αφομοίωσαν με λανθασμένο τρόπο την χριστιανική διδασκαλία. Η χριστολογία και η τριαδολογία τους υπήρξε ανέκαθεν προβληματική, καθώς οι αντιλήψεις τους για την Αγία Τριάδα ήταν έντονα επηρεασμένες από τον αρειανισμό.
Στην φραγκική Σύνοδο του Τολέδο το 589, παρά την φαινομενική καταδίκη του αρειανισμού, υιοθετούν μία άλλη μορφή λανθασμένης τριαδολογίας, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, την οποία αργότερα προσέθεσαν και στο Σύμβολο της Πίστεως.
Τον 8ο αιώνα βασιλιάς των Φράγκων γίνεται ο Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) ο οποίος υποτάσσει τους άλλους λαούς και τους ηγεμόνες της Ευρώπης και συγκροτεί την ενιαία Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός προσανατολισμός της νέας δυτικής αυτοκρατορίας έχει έντονο το στίγμα της διαφοροποιήσεως και της αντιθέσεως προς την ανατολική αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Αυτή η αντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως και χλευασμού των Ελλήνων Βυζαντινών, που ήδη είχαν αρχίσει να αποκαλούνται υποτιμητικά από τους Φράγκους «αιρετικοί» και «Γραικοί» (=κλέφτες). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 9ο έως τον 130 αιώνα συναντούμε επανειλημμένα στην Δύση συγγράμματα με τον τίτλο "Contres errors Graecorum" - «Κατά των πλανών των Ελλήνων». Ο πολιτισμός και η ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων ήταν για τους απολίτιστους Φράγκους μέγεθος ακατανόητο και ασύλληπτο, αλλά και ταυτόχρονα απλησίαστο και ανέφικτο, για τον λόγο αυτό προτίμησαν να το προβάλουν ως πλάνη και αίρεση!
Από τον 9ο αιώνα οι Φράγκοι, αφού εξεδίωξαν τους Ρωμαίους ορθοδόξους επισκόπους, διόρισαν τους εαυτούς τους επισκόπους και ηγουμένους της Γαλλίας. Κατέλαβαν, επίσης, διά της βίας το Ορθόδοξο Λατινικό Πατριαρχείο της Ρώμης και από το 1009έως το 1046 αντικατέστησαν τους ορθοδόξους Πάπες της Ρώμης με Φράγκο- Λατίνους, ιδρύοντας τον σημερινό Παπισμό. «Επομένως, το λεγόμενο Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ορθοδόξων Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ορθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχείο Ρώμης) και των Ορθοδόξων Ρωμαίων της Ανατολής (Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Τα αίτια του Σχίσματος).
Με την εκφράγκευση του Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Ρώμης εισάγονται σ' αυτό οι κακοδοξίες και ο ανθελληνισμός των Φράγκων, στοιχεία που δεν έπαψαν έκτοτε να συνιστούν τα κύρια γνωρίσματα και την πεμπτουσία του παπισμού.

1. Filioque (και εκ του Υιού)

Πρόκειται για την αντίληψη της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού» (filioque) και όχι μόνον εκ του Πατρός. Η αντίληψη αυτή, που προστέθηκε και στο Σύμβολο της Πίστεως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια του ιδίου του Κυρίου μας στο Ευαγγέλιο όπου λέγει «όταν δε έλθη ο παράκλητος...,το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. 15,26). Έρχεται, επίσης, σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου, που διετύπωσε το σχετικό άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, αλλά και άλλων Συνόδων.
Η προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως συνιστά ουσιαστική και απροκάλυπτη αίρεση, αφού αντιβαίνει στο Ευαγγέλιο και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Και μόνον για την κακοδοξία τους αυτή οι παπικοί είναι αιρετικοί και όχι σχισματικοί, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται από μερικούς, που τεχνηέντως ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος που να καταδίκασε τον παπισμό ως αίρεση. Πρόκειται, βεβαίως, για αφελές επιχείρημα αφού ως γνωστόν οι Οικουμενικοί Σύνοδοι εδογμάτισαν και οριοθέτησαν την ορθή πίστη και κάθε απόκλιση από αυτή, κάθε θέση αντίθετη με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι αυτονόητο ότι συνιστά αίρεση. Δεν υπάρχει, άλλωστε, Οικουμενική Σύνοδος που να κατεδίκασε π.χ. τους Προτεστάντες, τους Πεντηκοστιανούς κ.ά, ως αιρετικούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι. Ο Μέγας Φώτιος, ο Φωστήρας αυτός και Μέγας Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας καταδικάζει με χαρακτηριστικό τρόπο την παπική αίρεση του filioque: «Τις ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται πατέρας, τον Μ. Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μ. Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τι λέγω τον δείνα η τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».
Με την προσθήκη του filioque είναι μία από τις βασικότερες και παλαιότερες δογματικές διαφορές μας με τους παπικούς, την οποία, όπως προαναφέραμε, την εισήγαγαν οι Φράγκοι και την επέβαλαν στο ορθόδοξο τότε Πατριαρχείο της Ρώμης. Είναι αυτή που, από την θέσπισή της ακόμη και σε όλη την μετέπειτα πορεία Ανατολής και Δύσεως, απετέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί ανυπέρβλητο χάσμα, καθώς υπήρξε μία από τις κυριότερες αιτίες που οδήγησε στο σχίσμα. «Το σχίσμα γέγονεν μάλιστα διά την εν τω Συμβόλω πρόσθεσιν και ότι καλώς απεστράφημεν τους Λατίνους διά την πρόσθεσιν αποστροφής ούσαν αξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος).
Έφθασαν μάλιστα οι παπικοί αιρετικοί να κατηγορούν εμάς τους ορθοδόξους ότι αφαιρέσαμε από το Σύμβολο της Πίστεως το filioque!!!Αυτή ήταν και η βασική κατηγορία που απέδωσε στους ορθοδόξους ο απεσταλμένος του Πάπα, Καρδινάλιος Ουμβέρτος, όταν στις 15 Ιουλίου του 1054 απέθεσε τον λίβελλο με τα αναθέματα του Πατριάρχου και όλων των Ορθοδόξων στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, ότι δήθεν δηλαδή οι ορθόδοξοι «ως Πνευματομάχοι η Θεομάχοι απέκοψαν από του Συμβόλου του αγίου Πνεύματος την εκπόρευσιν εκ του Υιού». Η εμμονή των παπικών στην αιρετική θέση του filioque τους κρατά αποκομμένους από την Εκκλησία και την αλήθεια και αποτελεί ουσιαστικό εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια επανόδου τους στην ορθόδοξη πίστη, παρά τις όποιες πρωτοβουλίες καλής θελήσεως, ακόμη και αυτής της άρσεως των αναθεμάτων.
Όπως εύστοχα διατυπώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: «Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήρθησαν αυτά τα αναθέματα και επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα, γιατί με μία απλή πράξη ήρθησαν τα αναθέματα, αλλά δεν ήρθη η αίρεση του Filioque, η οποία μάλιστα ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο».

2. Διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού.

Μία πολύ μεγάλη και βασική διαφορά ανάμεσα στην ορθοδοξία και τον παπισμό είναι το θέμα της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ορθή διδασκαλία σ' αυτό το ζήτημα είναι ότι αφού η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, είναι άκτιστες και οι ενέργειές Του. Αντίθετα οι δυτικοί θεωρούν κτιστές τις ενέργειες και κτιστή την χάρη του Θεού.
Γράφει σχετικά ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι' αν, δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι' όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;»

3. Το πρωτείο του Πάπα.

Μια από τις βασικές αιρετικές δοξασίες του παπισμού αποτελεί το «πρωτείο» του πάπα. Σύμφωνα με απόφαση της Α' Συνόδου του Βατικανού (1870), ο πάπας είναι τοποτηρητής του Χριστού και μοναδικός αντιπρόσωπός Του πάνω στη γη. Είναι ο αρχηγός και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτή η θέση, όμως, είναι καθαρά αιρετική, αφού «η αλήθεια είναι ότι μόνον ο Χριστός είναι Κεφαλή και αρχηγός της Εκκλησίας. Αυτό διαβάζουμε και στην επιστολή προς Εφεσίους του Απ. Παύλου (Εφεσ. α, 22-23), ότι δηλαδή ο ουράνιος Πατέρας ¨Αυτόν (τον Κύριον Ιησούν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού¨ Αυτόν κατέστησε κεφαλή, πάνω από όλους, στην Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα Του», Αρχιμ. Γερβ. Ραπτοπούλου, Αιρέσεις στην Ελλάδα και οι κακοδοξίες του παπισμού, σελ. 153-154.

4. το αλάθητο του Πάπα.

Η Α' Σύνοδος του Βατικανού θέσπισε το δόγμα του αλάθητου του πάπα. Πρόκειται δηλαδή για την αλαζονική αντίληψη για το «εκ καθέδρας» αλάνθαστο του Πάπα. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό ο πάπας είναι πάνω και από τις Οικουμενικές Συνόδους και έχει την πλήρη και υπέρτατη δικαιοδοσία να αποφαίνεται αλάθητα και τη διδασκαλία του είναι υποχρεωμένη να παραδεχτεί ολόκληρη η Εκκλησία. Όποιος τολμήσει να «αντείπη», να φέρει αντίρρηση στη διδασκαλία του, «ανάθεμα έστω» (κεφ. Δ' της Β' Βατικάνειας Συνόδου). Οι θεολόγοι μάλιστα της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας' φτάνουν στο σημείο να διακηρύττουν ότι και ψέμα να πει ο πάπας πρέπει αυτό να γίνει δεκτό από τους πιστούς σαν αλήθεια!
Η ανακήρυξη ενός και μόνου ανθρώπου σαν αλάθητου, όσο κι' αν αυτός κατέχει τον ανώτατο βαθμό της ιερωσύνης, είναι πράξη ξένη και αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Κατά τον Ορθόδοξο Ρώσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «το αλάθητον ανήκει εις τη όλην Εκκλησίαν». Γι' αυτό και η από 6 Μαΐου 1848 εγκύκλιος των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας ορίζει ότι «ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας, τούτ' έστιν ο λαός αυτός εστι». Η Εκκλησία στο σύνολό της, κλήρος και λαός μαζί, είναι η «πιστή φρουρός της Αποστολικής Παραδόσεως, φυλάττουσα αυτήν ως πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην».(βλ. σχ. Αρχιμ. Γερβ. Ραπτοπούλου, ό. π. σελ. 163-166)
Ο Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ότι «το αλάθητο επεκτάθηκε σε κάθε απόφαση του Πάπα. Δηλαδή, ενώ με την Α' Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οι από καθέδρας και με την χρήση του όρου definimus (ορίζομεν) αποφάσεις του Πάπα ήσαν αλάθητοι, η Β' Βατικάνειος Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Πάπας είναι αλάθητος όχι μόνον όταν αποφαίνεται επισήμως ως Πάπας, αλλά οσάκις αποφαίνεται. Είναι ακόμη φανερό από τα ανωτέρω ότι η οικουμενική σύνοδος γίνεται ένα συμβουλευτικό σωματείο των Παπών. Το αλάθητο στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν ανήκει στην οικουμενική σύνοδο, αλλά στον Πάπα. Ποιος όμως ανεκήρυξε τον Πάπα αλάθητο; Η λαθητή σύνοδος;
Με αυτόν τον τρόπο η συνοδική αρχή, η παραδοθείσα από τους αγίους Αποστόλους, αντικαθίσταται από την παποκεντρική αρχή. Ο «αλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο και πηγή ενότητος της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο για να την διατηρή σε ενότητα. Έτσι παραμερίζεται και υποβαθμίζεται η θέσις του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη με την μεταφορά του αλάθητου από το Άγιο Πνεύμα στο πρόσωπο του Πάπα περιορίζεται η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία και καθίσταται εγκοσμιοκρατική».

5. Η κατάργηση Ιερών Κανόνων

«Το Βατικανό προ πολλού ήδη απέρριψε τους πλείστους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και εμόρφωσεν ίδιον Κανονικόν Δίκαιον, διά να πορευθή ελεύθερον την οδόν την άγουσαν εις παν είδος καινοτομίας. Ο ουνίτης Π. Γρηγορίου ομολογεί εν προκειμένω: «Ανατολή και Δύσις διεφώνουν ωσαύτως επ' αυτών τούτων των πηγών του Κανονικού Δικαίου. Η Εκκλησία της Ρώμης, αποδεχθείσα επισήμως κατ' αρχάς μόνον τους κανόνας της εν Νικαία Α' Οικουμενικής Συνόδου(325) και της Σαρδικής (343), ηδιαφόρησεν ως προς την νομοθεσίαν εν σχέσει προς την εκκλησιαστικήν ευταξίαν και πειθαρχίαν των λοιπών Ανατολικών Συνόδων, Οικουμενικών ή τοπικών...
Όλως αυθαιρέτως, οι πάπαι, χάριν των κυριαρχικών βλέψεών των επί πάσης της Εκκλησίας, απέρριψαν του Ιερούς Κανόνας των έξ Οικουμενικών Συνόδων και τους κανόνας των τοπικών Συνόδων και των Πατέρων, οι οποίοι προσέλαβαν οικουμενικόν κύρος, εφ' όσον επεκυρώθησαν υπό του Β' κανόνος της ΣΤ' οικουμενικής Συνόδου. Ειδικότερον, το Βατικανόν απεχθάνεται τους Κανόνας της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, διότι τινές εξ αυτών στρέφονται κατά των καινοτομιών της παπικής Εκκλησίας (Β, ΙΓ, ΝΕ κ.λ.π.)» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, ό. π.,σελ.251,2).

6. Το παπικό κράτος.

Η άποψη ότι δεν μπορεί ο «αντιπρόσωπος του Θεού» στη γη να βρίσκεται υπό εξουσία κοσμικού βασιλιά(!) οδήγησε στην ίδρυση το 1929 (μετά από συμφωνία του Πάπα και του δικτάτορα Μουσολίνι) του σημερινού παπικού κράτους του Βατικανού, Έτσι, ο παπισμός κατήντησε κοσμικό κράτος που έχει στρατό, ασκεί διπλωματία και επηρεάζει την διεθνή οικονομία με την συμμετοχή του σε μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Αλλά η συνύπαρξη της κοσμικής εξουσίας με την ιερατική, επισκοπική εξουσία, είναι κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι το οποίο είναι ξένο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου, τους Κανόνες Συνόδων και την εν γένει παράδοση της Εκκλησίας.
«Είναι σημείο φοβεράς εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας η σύγχυσις των δύο εξουσιών, της πνευματικής και της κοσμικής, των δύο βασιλείων, του ουρανίου και του επιγείου. Έτσι η Εκκλησία υποκύπτει στον δεύτερο πειρασμό του Χριστού από τον διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκυνήση, για να του δώση την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απήντησε: "Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις"». (Αρχιμ' Γεωργίου Καψάνη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί) εκδ. Σταμούλης 2006).

7. Το καθαρτήριο πυρ - Οι αξιομισθίες των Αγίων.

«Σχετικά με την πτώση και τη σωτηρία του ανθρώπου υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές. Ο Αδάμ, λέγει η Σύνοδος του Τριδέντου (1546), με την παράβασή του επέφερε την οργή και την αγανάκτηση του Θεού και για τούτο τον θάνατο'. Επομένως η σωτηρία του ανθρώπου απαιτεί την εξιλέωση της οργής του Θεού. Το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την Εκκλησία. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο ‘καθαρτήριο πυρ', που υπάρχει ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του Πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Όμως η «Εκκλησία» μπορεί να παραχωρήσει τη λύση των ποινών με βάση το ‘θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων', τον οποίο διαχειρίζεται ο πάπας». (Αντ. Αλεβιζόπουλου, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία, σελ. 16). Πιστεύουν, δηλαδή, πως οι Άγιοι έχουνε κάνει περισσότερα καλά έργα απ' όσα χρειάζονται για τη σωτηρία τους και τέτοιες «αξιομισθίες», που μ' αυτές μπορούν να σωθούν και άλλοι άνθρωποι. Πρόκειται για τις λεγόμενες αφέσεις η τα λυσίποινα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Πουθενά ωστόσο, το Ευαγγέλιο δεν διδάσκει τέτοιο πράγμα, ούτε δέχεται «περισσεύουσες αξιομισθίες» στους ανθρώπους, όσο άγιοι κι' αν ήτανε στη ζωή τους. Όσον αφορά στο «καθαρτήριο πυρ», ο άγιος Νεκτάριος, στο βιβλίο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής», σ. 168,9, Αθήνα, 1901, γράφει σχετικά: «Κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, μετά θάνατον ουδεμία υπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξύ των μεταβαινόντων εις Ουρανούς και των καταβαινόντων εις άδην». Δεν υπάρχει τόπος ειδικός, μεσάζων, ένθα ευρίσκονται αι ψυχαί των μετανοησάντων και μη ενεγκόντων καρπούς μετανοίας...»

8. Λατινική Μαριολογία η Μαριολατρία

Η παπική «Εκκλησία», παρεκκλίνοντας από την ορθή διδασκαλία των Πατέρων μας, οδηγήθηκε σε κακοδοξίες, καινοτομίες και εσφαλμένα δόγματα ως προς το πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι το 1854 θεσπίστηκε το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, που όριζε ότι «Η Παρθένος Μαρία από της πρώτης στιγμής της συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά παντός εκ του προπατορικού αμαρτήματος ρύπου».
Το 1950, ο πάπας Πίος ΙΒ', ανεκήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου, σύμφωνα με το οποίο «η αειπάρθενος Θεομήτωρ μετά την επί γης ζωήν αυτής, μετέστη εν σώματι και ψυχή εις την ουράνιον δόξαν». Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκ μέρους των παπικών μιά έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φτάνει στα όρια της λατρείας. «Συλλυτρώτρια», «Μητέρα της Εκκλησίας», «Μεσίτρια πασών των χαρίτων» είναι κάποιοι από τους τιμητικούς τίτλους που αποδίδουν στην Παναγία, με εσφαλμένο και προβληματικό περιεχόμενο.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, το προπατορικό αμάρτημα μεταδίδεται σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σ΄ αυτούς που αποτελούν σκεύη εκλογής, όπως ήταν η Παναγία. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, η Θεοτόκος ήταν «υποκείμενη εις το προπατορικό αμάρτημα μέχρι του Ευαγγελισμού. Τότε γαρ εκαθαρίσθη διά της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος». Όσον αφορά στην μετάσταση της Θεοτόκου, η ορθόδοξη παράδοση αναφέρεται στην μετά θάνατον μετάστασή της, χωρίς όμως αυτό να ανάγεται σε δόγμα, αφού δεν μαρτυρείται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην αποστολική παράδοση.
Στην Ορθοδοξία η λατρεία ανήκει μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ στους αγίους και την Παναγία αρμόζει η τιμητική προσκύνηση και η πρεσβευτική ιδιότητα προς τον μόνο Σωτήρα, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Με μεγάλη σαφήνεια η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (787) ορίζει: «τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας, και τούτων αιτείν τας πρεσβείας», (βλ. σχ. Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, εκδ. Ορθοδόξου τύπου, Αθήνα 1969, σελ. 164-191).

9. Μυστήρια

Μία γενική διαφορά η οποία απορρέει από το πρωτείο του Πάπα είναι η στάση των ιερέων στους λόγους των μυστηρίων, οι οποίοι φαίνεται να τα τελούν στο ...όνομά τους: «Εγώ σε βαπτίζω, εγώ σε συγχωρώ κ.λ.π.», σε αντίθεση με τα Ορθόδοξα Μυστήρια στα οποία ο ιερέας είναι απλός υπηρέτης: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος διά της εμής ελαχιστότητος έχει σε λελυμένον και συγκεχωρημένον κ.λ.π.»

10. Το Βάπτισμα

Η ορθόδοξη Εκκλησία τελεί το Βάπτισμα με τριπλή κατάδυση στο νερό, η οποία συμβολίζει την τριήμερο ταφή και Ανάσταση του Κυρίου. Άλλωστε είναι σαφής η προτροπή του Κυρίου προς τους μαθητές Του να βαπτίζουν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Από την άλλη μεριά, η παπική «Εκκλησία» καινοτομεί και εισάγει το διά επιχύσεως η ραντισμού βάπτισμα.

11. Χρίσμα

Η παπική «Εκκλησία καινοτομεί και το μυστήριο του Χρίσματος. Συνιστά να αναβάλλεται του μυστήριο του Χρίσματος στους βαπτιζομένους μέχρι το 7ο η κατ΄ άλλους το 14ο έτος της ηλικίας τους, οπότε και δεν κοινωνούν. Η αρχαία Εκκλησία παρείχε στα βαπτιζόμενα νήπια το Χρίσμα αμέσως μετά το Βάπτισμα, ακριβώς για να τα εισάγει από την πρώτη στιγμή στην ατμόσφαιρα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δεδομένου ότι για να στηριχθεί ο βαπτιζόμενος στην πνευματική ζωή έχει πάντοτε ανάγκη από τη ζωογόνο Θεία Χάρη. Αυτήν την παράδοση ακολουθεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τελεί το Χρίσμα με άγιο Μύρο, σε αντίθεση με τους παπικούς που το τελούν με την επίθεση των χειρών του Επισκόπου.

12. Μετάνοια

Ως προς το μυστήριο της μετανοίας, την Ιερά Εξομολόγηση, στους Ρωμαιοκαθολικούς γίνεται ως μια δίκη και η επικοινωνία είναι απρόσωπη. Ο εξομολογούμενος λέει τα αμαρτήματά του χωρισμένος και άγνωστος στον πνευματικό (στους ξύλινους θαλαμίσκους) και λαμβάνει τα επιτίμια και την άφεση. Δεν υπάρχει δηλαδή προσωπική ποιμαντική σχέση και εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά νομική και απρόσωπη σχέση. Προέχει η νομική δικαίωση του αμαρτωλού και όχι η συγχώρηση, επάνοδος και αποκατάστασή του στο πατρικό σπίτι (Εκκλησία) και την πατρική αγκάλη.
Αντίθετα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει προσωπική επαφή του πιστού με τον ιερέα. Η άφεση των αμαρτιών πηγάζει από την Σταυρική θυσία του Κυρίου μας και όχι από τις μεσιτείες των αγίων η άλλους παράγοντες, όπως διδάσκουν οι παπικοί.

13. Θ. Ευχαριστία

Σε αυτό το Μυστήριο οι παπικοί έχουν εισάγει πολλές καινοτομίες:

α) Χρησιμοποιούν βιομηχανοποιημένο άζυμο άρτο που λέγεται «όστια» και όχι ένζυμο που χρησιμοποιεί η ανατολική Εκκλησία στηριζόμενη στο επιχείρημα ότι ακολουθούν αρχαία συνήθεια. Αυτό, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο Μυστικός Δείπνος έγινε με ένζυμο και όχι με άζυμο άρτο. Στην πραγματικότητα τα άζυμα δεν αποτελούν αρχαία συνήθεια, αλλά επινοήθηκε από αιρετικούς τους πρώτους αιώνες.
β) Ο καθαγιασμός του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού τελείται για την ορθόδοξη Εκκλησία με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Αντιθέτως για τους παπικούς τελείται με την εκφώνηση των συστατικών του μυστηρίου λόγων του Κυρίου «Λάβετε φάγετε...» κ.λ.π.
γ) Οι παπικοί απέκοψαν τον λαό από την μετοχή στο Αίμα του Κυρίου, αφού κοινωνούν μόνο οι ιερωμένοι απ' αυτό, διότι πιστεύουν ότι αρκεί για την σωτηρία των πιστών η μετάληψις μόνο του Σώματος. Σε αντίθεση, η ορθόδοξη Εκκλησία μεταδίδει το Σώμα και το Αίμα Χριστού σε όλους τους πιστούς.
δ) Τα νήπια και τα παιδιά μέχρι το 10ο η 12ο έτος απέχουν από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, διότι, σύμφωνα με την παπική διδασκαλία, δεν είναι ικανά να διακρίνουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, αντίθετα με τους Ορθοδόξους που επιτρέπουν τη Θεία Κοινωνία στα βαπτισμένα νήπια.

14. Γάμος

Ο Κύριος τόνισε το αδιάλυτο του μυστηρίου του γάμου «παρεκτός λόγου πορνείας». Οι παπικοί δεν σεβάστηκαν αυτή την εξαίρεση και θέσπισαν το αδιάλυτο του γάμου χωρίς καμμία εξαίρεση.

15. Ιερωσύνη

Η παπική «Εκκλησία έχει αυθαίρετα καθιερώσει τη γενική αγαμία του κλήρου, στηριζόμενη σε αποστολικό χωρίο («...ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω...» Α' Κορ. ζ, 32). Στην ουσία όμως η αγαμία οφείλεται στην στάση της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» που θέλει να εξάρει τον κλήρο υπέρ τους λαϊκούς, αποχωρίζοντάς τον από κάθε δεσμό με τις λαϊκές τάξεις και την κοινωνική ζωή, και κυρίως να καταδείξει την ανωτερότητα του δικού τους κλήρου έναντι των κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος αποδίδει το πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας, την ελεύθερη δηλαδή εκλογή των κληρικών μεταξύ γάμου και αγαμίας. Η αγαμία είναι χάρισμα, ειδική χάρη του Θεού σε ορισμένα άτομα. Ωστόσο, στην υποχρεωτική αγαμία, που επέβαλε η Παπική Εκκλησία στον κλήρο της, δίνει την πρέπουσα απάντηση ο ασκητικότατος, ομολογητής, θαυματουργός, άγιος και επίσκοπος μέγας Πανφούτιος: «Μη βαρύνετε τον ζυγόν των ιερωμένων».

16. Ευχέλαιο

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου τελείται σε κάθε περίπτωση. Η προτροπή του Αδελφόθεου Ιακώβου είναι ρητή: «Ασθενεί τις εν υμίν; Προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ' αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν τω ονόματι Κυρίου...» (Ιακ. Ε, 14-15). Οι παπικοί αντίθετα και πάλι, χρησιμοποιούν το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου μόνο μια φορά και μόνο στους ετοιμοθανάτους, σαν τελευταίο εφόδιο.

17. Το σημείο του Σταυρού


Παράδοση της Εκκλησίας είναι να κάνουμε το σημείο του Σταυρού με τα τρία δάκτυλα, που συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Οι παπικοί, αντιθέτως, τον κάνουν με τα τέσσερα δάκτυλα, γιατί κοντά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, πρόσθεσαν και το πρόσωπο της Παναγίας, απόρροια της Μαριολατρείας. Επίσης, το σημείο του Σταυρού οι καθολικοί το κάνουν όχι από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά από τα αριστερά προς τα δεξιά.

18. Θεία Λειτουργία

Αρχαία τάξη στην Εκκλησία είναι ο ιερέας να τελεί μια μόνο Θεία Λειτουργία την ημέρα και πάνω στην Αγία Τράπεζα να τελείται μόνο μια Θεία Λειτουργία καθημερινά. Η παπική «Εκκλησία», όμως, καθιέρωσε ο ιερέας να τελεί περισσότερες από μια Θείες Λειτουργίες και μάλιστα πάνω στην ίδια Τράπεζα.

19. Ναός

Οι παπικοί Ναοί δεν είναι στραμμένοι προς την Ανατολή, όπως είναι οι ορθόδοξοι, αλλά προς τη Δύση. Αυτό φαίνεται προκλητικότατα στο μεγάλο Ναό της Ρώμης, τον Άγιο Πέτρο
Ο Μ. Βασίλειος γράφει σχετικά: «Πάντες ορώμεν κατά ανατολάς επί των προσευχών, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, όν εφύτευσεν Αδάμ εν Εδέμ, κατά ανατολάς».

20. Εκκλησιαστικές τέχνες

Η τέχνη της Δύσεως, η μουσική, η αρχιτεκτονική και η αγιογραφία, έχει καθαρά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με αυτήν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην δυτική ζωγραφική παράσταση ο Χριστός φαίνεται ως άνθρωπος και η Θεοτόκος και οι άγιοι ως κοινοί, μη μεταμορφωθέντες άνθρωποι. Και η φύση παρουσιάζεται «νατουραλιστικά», χωρίς μετοχή στο άκτιστο φως. Αντίθετα, η Ορθόδοξη εικόνα εικονίζει τον Θεάνθρωπο Χριστό και τα μεταμορφωμένα πρόσωπα της Θεοτόκου και των Αγίων μέσα στον επίσης μεταμορφωμένο από την Άκτιστη Χάρη κτιστό κόσμο.
Στους Ναούς τους οι δυτικοί έχουν αγάλματα αντί για εικόνες και στις «ακολουθίες» τους χρησιμοποιούν μουσικά όργανα, κάτι που δεν είναι σύμφωνο με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

21. Νηστεία

«Χαλαραί αντιλήψεις επεκράτησαν παρά τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ως προς τον ιερόν θεσμόν της νηστείας. Ο Σπυρίδων Μακρής γράφει περί των νηστειών των Λατίνων: «Αι νηστείαι της Δυτικής Εκκλησίας είναι ελαφρότεραι των της Ανατολικής, απαγορεύουσαι κυρίως το κρέας μόνον, οι δε κατά τόπους επίσκοποι έχουν το δικαίωμα της ρυθμίσεως των νηστειών». Ο ουνίτης επίσκοπος Υάκινθος, αναφερόμενος εις τον νόμον της λατινικής νηστείας, γράφει: «Ο νόμος της νηστείας επιτρέπει εν μόνο γεύμα την ημέραν, κατά το οποίον δύναταί τις να φάγη όσον θέλει και ό,τι θέλει. Αρκεί να μη διαρκέση το γεύμα περισσότερον από δυο ώρας»...Η νηστεία παύει πατά τοις ρωμαιοκαθολικοίς να αποτελή πνευματικόν όπλον προς καθαίρεσιν των σκιρτημάτων της σαρκός και μέσον άριστον γενικώτερον προς εγκράτειαν. Υλιστικόν νεωτερισμόν αποτελεί η ουσιαστική κατάργησις του ιερού θεσμού της νηστείας υπό της παπικής Εκκλησίας. Ο Μ> Βασίλειος ελέγχει πάντα επιχειρούντα την κατάργησιν της νηστείας: «Αρχαίον δώρον η νηστεία, ου παλαιούμενον και γηράσκων, αλλ' ανανεούμενον αεί...νηστεία εν παραδείσω ενομοθετήθη. Την πρώτην εντολήν έλαβεν Αδάμ, Από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φαγείσθε. Το δε, ου φάγεσθε, νηστείας εστί και εγκρατείας νομοθεσία...» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, σελ. 250,1).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στη θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία ‘η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται'... Υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο ‘Συνοδικό της Ορθοδοξίας'. Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος-αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στη γη, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς». (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού, εφ. Παρέμβαση, Απρίλιος 2001.
Μετά από όσα παρατέθηκαν, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Δυτικός Χριστιανισμός (Παπισμός - Προτεσταντισμός) είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος. ‘Άλλη θεολογία, άλλη κοσμολογία, άλλη ανθρωπολογία, οι οποίες οδηγούν σε διαφορετική βιοθεωρία, διαφορετική κουλτούρα διαφορετικό πολιτισμό και επομένως σε μια εντελώς διαφοροποιημένη νοοτροπία που καταλήγει σε μια ξένη, ως προς την ορθόδοξη, πνευματικότητα και καθημερινότητα του ανθρώπου. Σε μία εποχή που όλοι τείνουν σε ενοποιήσεις και πολύς λόγος γίνεται για το αύριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οι λόγοι του μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς ηχούν στα αυτιά μας ως προφητικό κάλεσμα επαγρυπνήσεως και εγρηγόρσεως:
«Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί επεδίωκαν εν γνώσει η εν αγνοία και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστιν εις τον Θεάνθρωπον με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το ευαγγέλιον του Θεανθρώπου με το ευαγγέλιον κατ' άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ' άνθρωπον, την κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον με την κουλτούραν κατ' άνθρωπον. Με μιαν λέξιν, να αντικαταστήσουν την ζωήν κατά Θεάνθρωπον με την ζωήν κατ' άνθρωπον. Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνας, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την Α' Σύνοδον του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλάθητου του Πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικό δόγμα του παπισμού. Δια τούτο επί των ημερών μας εις την Β' Σύνοδον του Βατικανού τόσον επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος.
Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι' όλην την τύχην της Ευρώπης, μάλιστα δε δια τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ΄δη εισέλθει Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάνθεον απέκτησε τον Δία του» (Ι. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. Αστήρ, ε' έκδοσις, 1987, σελ. 149 - 150)
«Για όλους αυτούς τους λόγους η ένωσις δεν είναι υπόθεσις συμφωνίας μόνο σε κάποια δόγματα, αλλά αποδοχής του ορθοδόξου, θεανθρωποκεντρικού, χριστοκεντρικού, τριαδοκεντρικού πνεύματος στα δόγματα, στην ευσέβεια, στην εκκλησιολογία, στο κανονικό δίκαιο, στην ποιμαντική, στην τέχνη, στην άσκησι.
Για να γίνει αληθινή ένωσις θα πρέπει η εμείς να παρατηθούμε από τον Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας η οι Παπικοί από τον δικό τους ανθρωποκεντρισμό. Το πρώτο είναι αδύνατο να συμβή με την Χάρι του Κυρίου μας, διότι αυτό θα ήταν προδοσία στο Ευαγγέλιο του Χριστού μας. Αλλά και το δεύτερο είναι δύσκολο να συμβή. Όμως «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν».
Πιστεύουμε ότι δεν συμφέρει και στους μη Ορθοδόξους να παραιτηθούμε εμείς από την Ορθοδοξία μας. Όσο υπάρχει η Ορθοδοξία, σώζεται η ακαινοτόμητος ευαγγελική πίστις, η «άπαξ παραδοθείσα τοις Αγίοις». Υπάρχει ζωντανή η μαρτυρία της πραγματικής κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, η αλήθεια της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνης κοινωνίας. Έτσι ακόμη και οι ετερόδοξοι που την έχασαν, γνωρίζουν ότι κάπου υπάρχει. Ελπίζουν. Ίσως κάποτε την αναζητήσουν μεμονωμένα η συλλογικά. Θα την βρουν και θα αναπαυθούν. Ας κρατήσουμε αυτήν την αγία πίστι όχι μόνο για μας αλλά και για όλους τους αδελφούς ετεροδόξους και για όλο τον κόσμο. Η θεωρία περί δύο πνευμόνων, διά των οποίων αναπνέει η Εκκλησία, δηλαδή του Παπισμού και της Ορθοδοξίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή από Ορθοδόξου πλευράς, διότι ο ένας πνεύμων (ο Παπισμός) δεν ορθοδοξεί και το γε νυν έχον νοσεί ανιάτως.
Ευχαριστούμε την Παναγία και Ζωαρχική Τριάδα για το μεγάλο δώρο Της, την αγία Ορθόδοξο Πίστι μας και για τους ευσεβείς προγόνους, διδασκάλους, ιερείς και αρχιερείς και πνευματικούς μας πατέρας, που μας εδίδαξαν και παρέδωσαν αυτήν την αγία Πίστι.
Ομολογούμε, ότι δεν θα αναπαυόμασταν σε μια Εκκλησία που εν πολλοίς υποκαθιστά τον Θεάνθρωπο Χριστό με τον «αλάθητο» άνθρωπο «πάπα» η «προτεστάντη».
Πιστεύουμε ότι η Εκκλησία μας είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, που έχει το πλήρωμα της Αληθείας και της Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατί οι ετερόδοξοι Χριστιανοί δεν ημπορούν να χαρούν αυτό το πλήρωμα, και μάλιστα κάποτε προσπαθούν και να παρασύρουν και προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους στις κοινότητές τους, όπου μόνον μια μερική, αποσπασματική και διαστρεβλωμένη άποψι της αληθείας έχουν. Εκτιμούμε την όση αγάπη έχουν για το Χριστό και όσα καλά έργα κάνουν, αλλά δεν ημπορούμε να δεχθούμε ότι η ερμηνεία που δίδουν στο Ευαγγέλιο του Χριστού είναι σύμφωνη με την διδασκαλία του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων και των αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Προσευχόμεθα ο αρχιποιμήν Χριστός, ο μόνος αλάθητος Αρχηγός και Κεφαλή της Εκκλησίας, εκείνους μεν να οδηγήση στην Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία, που είναι το πατρικό τους σπίτι, από το οποίο κάποτε απεσκίρτησαν, εμάς δε τους Ορθοδόξους να φωτίση, ώστε να παραμείνουμε άχρι θανάτου πιστοί στην αγία και ακαινοτόμητο Πίστι μας, όλο και περισσότερο στερεούμενοι και εμβαθύνοντες σ' αυτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». «Αμήν». (Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί), εκδ. Σταμούλης 2006)
Για να διαβάσετε αυτό το κείμενο στην Αγγλική γλώσσα πατήσατε εδώ
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ.

17
Τι Θεό τέλος πάντων έχουν αυτοί οι Παπικοί;!.. – Μητροπ. Γόρτυνος Ιερεμίου.


ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ

1. Το πολυτιμότερο πράγμα, αδελφοί χριστιανοί, είναι η πίστη μας, η Ορθόδοξη πίστη μας. Η πίστη μας αυτή είναι θεία αποκάλυψη. Δεν είναι δηλαδή εφεύρημα των παπάδων και των δεσποτάδων, δεν είναι ανακάλυψη ανθρώπινου νου, αλλά είναι αποκάλυψη. Αποκάλυψη του Υιού του Θεού, που σαρκώθηκε και ήρθε σε ᾽μας και μας την φανέρωσε. Και η πίστη μας αυτή έφτασε σε ᾽μας με αγώνες και θυσίες πολλές, χωρίς καν να αλλοιωθεί ούτε στο παραμικρό. Αυτό, χριστιανοί μου, είναι θαύμα.

Για να καταλάβετε το θαύμα αυτό, φανταστείτε κάποιον να κρατά στα χέρια του, μια γυάλα γεμάτη με ένα πολύτιμο υγρό, να περπατάει σε έναν ολισθηρό δρόμο και γύρω του άνθρωποι να τον σπρώχνουν και να τον πιέζουν συνεχώς για να του πέσει η γυάλα και να του χυθεί το υγρό. Και όμως ο άνθρωπος αυτός, με τα τόσα εμπόδια από τους γύρω του, περπάτησε τον μακρύ – μακρύ ολισθηρό δρόμο του, χωρίς να του χυθεί ούτε μία σταγόνα από το πολύτιμο και ακριβό υγρό που κρατούσε.
Αυτό είναι η πίστη μας, η Ορθόδοξη πίστη μας, αδελφοί μου χριστιανοί. Την πολέμησαν πολλοί, βασάνισαν τους πιστούς, βάλθηκαν να την εξαφανίσουν ή να την νοθεύσουν, και όμως η πίστη μας κρατήθηκε αναλλοίωτη, όπως την παρέδωσε ο Ιησούς Χριστός στους Αποστόλους Του και όπως αυτοί την παρέδωσαν στους διαδόχους τους. Χωρίς να χυθεί ούτε μία σταγόνα, χωρίς δηλαδή να παραλλαγεί «ούτε μία κεραία ούτε ένα ιώτα» από τα δόγματά της. Η γυάλα – το ποτήρι δόθηκε από χέρι σε χέρι, από γενεά σε γενεά, και έφτασε μέχρι τα δικά μας χέρια, όπως ακριβώς δόθηκε από το πρώτο χέρι.

Αυτό όμως, χριστιανοί μου, δημιουργεί και σε ᾽μας την υποχρέωση να παραδώσουμε την Ορθόδοξη πίστη μας, όπως και την παραλάβαμε, δηλαδή χωρίς να την παραλλάξουμε και να την αλλοιώσουμε ούτε στο παραμικρό. Η Ορθόδοξη πίστη μας είναι σαν το μάτι μας. Το μάτι μας δεν δέχεται μέσα του ούτε μία τρίχα. Έτσι και η πίστη μας δεν δέχεται ούτε ένα «γιώτα».

2. Και επειδή η σειρά των μαθημάτων μας είναι για την Αγία Τριάδα, ναι, για ένα ι (γιώτα) δόθηκαν μεγάλες μάχες στην Εκκλησία μας. Και το εξηγώ αυτό: Πιστεύουμε, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Ώστε λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός είναι ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ με τον Πατέρα. Θεός ο Πατέρας, Θεός ομοούσιος και ο Υιός, Θεός ομοούσιος και το Άγιον Πνεύμα. Οι αιρετικοί αρειανοί στη λέξη ομοούσιος, έβαζαν ένα «γιώτα» και διάβαζαν ομΟΙούσιος. Οι ορθόδοξοι έλεγαν τον Χριστό, ομοούσιο με τον Πατέρα, όπως έτσι είναι. Οι αιρετικοί όμως τον έλεγαν ομΟΙούσιο. Δηλαδή η διαφορά μας ήταν σε ένα «γιώτα». Και όμως, χριστιανοί μου, η Εκκλησία μας γι᾽ αυτό το «γιώτα» έδωσε πολλές και σκληρές μάχες. Γιατί, αν πούμε τον Χριστό ομοούσιο με τον Πατέρα, όπως τον λέμε οι ορθόδοξοι, τότε τον ομολογούμε για Θεό. Αν όμως τον πούμεομΟΙούσιο με τον Πατέρα, τότε τον δεχόμαστε ως άνθρωπο που ομοιάζει με τον Θεό, όχι όμως Θεό, που έχει την ίδια ουσία με Αυτόν, δηλαδή ΟΜΟΟΥΣΙΟ.

3. Όλη η πίστη μας, αδελφοί μου χριστιανοί, ξεκινάει από το τι Θεό έχουμε. Και ο Θεός μας είπαμε είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος. Είναι ο γλυκός Θεός, «ο Θεός των πατέρων ημών», όπως Τον ψάλλουμε στην Εκκλησία μας. Είναι ο Θεός μας, που, αν και είμαστε παραβάτες των εντολών Του, όμως του λέμε το «Κύριε ελέησέ μας» και του μιλάμε ελεύθερα. Του λέμε τον πόνο μας, ακόμη και το παράπονό μας. Γλυκός Θεός! «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού μακρόθυμε»!
Και όλο αυτό είναι γιατί, όπως είπαμε στα μαθήματά μας, οι άγιοι Πατέρες κάνουν διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας στον Θεό, ώστε: Αν και δεν μπορούμε να ᾽ρθούμε σε κοινωνία με την ουσία του Θεού, όμως ο Θεός με τις θείες Του ενέργειες μας αγκαλιάζει και μας λούζει και είναι πολύ κοντά μας. Είναι μέσα μας! Και εμείς οι ορθόδοξοι μιλάμε για εν- Τριάδωση και εν-Χρίστωση. Μέσα μας έχουμε τον Θεό μας! Ο Θεός όμως των Φραγκο- λατίνων, των Ρωμαιοκαθολικών δηλαδή, όπως λέγονται, είναι φρικτός. Δεν μπορώ να προσευχηθώ σε έναν τέτοιο Θεό, όπως τον δέχονται οι Παπικοί.

Οι Παπικοί δεν δέχονται την διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, όπως κάνουν οι άγιοι Πατέρες μας, αλλά δέχονται έναν Θεό ως ουσία μόνο. Δηλαδή, οι Παπικοί έχουν ένα Θεό με τον οποίον ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει κοινωνία. Πραγματικά, αν ο Θεός είναι ουσία μόνο, τότε δεν μπορεί να έχουμε κοινωνία μαζί Του, γιατί δεν μπορούμε να μετέχουμε στην ουσία του Θεού. Δεν τον θέλουμε τον Θεό των Δυτικών. Δεν είναι καλός Θεός.

Αλλά ούτε και τα δικά τους τα παιδιά δεν τον θέλουν και δεν τον δέχονται αυτόν τον Θεό, γι᾽ αυτό και με πανώ στους δρόμους τα παιδιά των Δυτικών διαλαλούν και λέγουν: «ΠΕΘΑΝΕ Ο ΘΕΟΣ»!…Ποιός Θεός πέθανε; Ο Θεός των Δυτικών, όπως τους τον δίνουν οι Πάπες τους. Καλά τους το έλεγε ο δικός μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που κήρυττε Θεό όχι μόνο με θεία ουσία, αλλά και με θείες ενέργειες. Έλεγε στους Δυτικούς: «Θεός ανενέργητος, άρα ΘΕΟΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ»! Η άλλη δε πλάνη των Παπικών περί του Φιλιόκβε, για το οποίο έχουμε μιλήσει, μπερδεύει ακόμη περισσότερο την έννοια του Θεού και την κάνει περισσότερο αποκρουστική. Τι Θεό τέλος πάντων έχουν αυτοί οι Παπικοί;!…

4. Το Τριαδικό δόγμα, αδελφοί χριστιανοί, όπως και όλα τα δόγματα, μας δόθηκαν όχι για να γνωρίζουμε θεωρητικά ορισμένες αλήθειες, αλλά για να μας γίνονται οι αλήθειες αυτές ζωή. Και η ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, το ομοούσιον δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, μας διδάσκει και μας επιβάλλει και την δική μας ενότητα ως χριστιανών. Γι᾽ αυτό και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όταν παρακαλούσε τον Πατέρα Του για την αγάπη των ιδικών Του και για την ενότητα μεταξύ τους, αναφέρθηκε στην ενότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος (βλ. Ιωάν. 17,11). Γι᾽ αυτό και στην Θεία Λειτουργία, για να ομολογήσουν οι χριστιανοί την πίστη τους στον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ο ιερέας τους λέει πρώτα το «Αγαπήσωμεν αλλήλους». Γι᾽ αυτό πάλι και αββάδες, Ρώσοι συνήθως, αφιερώνουν κάποιο Μοναστήρι που κτίζουν στην Αγία Τριάδα, για να είναι αγαπημένοι και ενωμένοι οι Μοναχοί που θα ασκούνται σ᾽αυτό.

Με πολλές ευχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

Η/Υ ΠΗΓΗ
Ακτίνες.blogspot.gr
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Οι γνωστικοί,η δυαρχία και η προέλευση του filioque.

18
Το πρόβλημα της δυαρχίας στη Δύση.

Η δυαρχία εμφανίζεται στην περιοχή της Μεσογείου κατά την διάρκεια της αρχαιότητας με δύο μορφές. Η μία είναι θρησκευτική η άλλη φιλοσοφική. Η θρησκευτική δυαρχία εισάγεται από τον Ζωροάστρη τον Στ’ αι. π.Χ. στην Περσία. Παραδέχεται δύο θεούς, τον θεό του φωτός Αχούρα Μάζδα και τον θεό του σκότους Άριμαν.

Στην ελληνική φιλοσοφία η δυαρχία έλκει την προέλευσή της από θρησκευτικές βάσεις, επίσης. Ο ορφισμός ήδη από τον Η’ π.Χ. δέχεται δύο αρχές την μία πνευματική και την άλλη υλική. Τα ορφικά μυστήρια αποσκοπούσαν στο ν’ απελευθερώσουν την παγιδευμένη ανθρώπινη ψυχή. Η διαφορά ορφισμού και ζωροαστρισμού ήταν ότι εκεί που ο τελευταίος έβλεπε την αντίθεση δύο θεών, ο ορφισμός έβλεπε την αντίθεση δύο κόσμων.

Tην ορφική δυαρχία ακολούθησε ο Πυθαγόρας, δίνοντάς της φιλοσοφική διάσταση, αλλά την διέδωσε ο Πλάτωνας, προσθέτοντας στην μεταφυσική την ηθική διάσταση. Ο κόσμος των ιδεών ορίστηκε ως αγαθός, ο υλικός ως κακός. Ο ορισμός καλού-κακού ήταν εντελώς αυθαίρετος. Αργότερα ο Πλωτίνος, σαφώς επηρεασμένος από την χριστιανική διδασκαλία, όρισε το κακό ως έλλειψη του καλού. Κατ’ επέκταση ο υλικός κόσμος ήταν κακός, απλά και μόνο επειδή δεν ήταν ο ιδεατός.

Την ίδια εποχή ο Μάνης κατάφερε την σύζευξη θρησκευτικής και φιλοσοφικής δυαρχίας, ζωροαστρισμού και πλατωνισμού. Στον Μανιχαϊσμό ο θεός του φωτός είναι η αρχή του πνευματικού κόσμου, ενώ ο θεός του σκότους η αρχή του υλικού. Από τον Χριστιανισμό έλαβε τις έννοιες του δημιουργού και νομοθέτη και τις προσάρμοσε στο δυαρχικό μοντέλο του. Έτσι ο θεός του φωτός έγινε η αρχή και δημιουργός του πνευματικού κόσμου και νομοθέτης της Καινής Διαθήκης. Ο θεός του σκότους έγινε αρχή και δημιουργός του υλικού κόσμου και νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ακολουθώντας την ηθική του Πλάτωνα, ο δημιουργός του πνευματικού κόσμου ήταν η αγαθή αρχή και αντίστροφά.

Παρακολουθήσαμε, στο πέμπτο μέρος αυτής της εργασίας, πως εξελίχθηκε τον Μεσαίωνα στην Ανατολή ο Μανιχαϊσμός με την αποβολή των μυθολογικών στοιχείων και την προσαρμογή στον χριστιανικό κόσμο, προς τον οποίο απευθύνονταν. Μένει να εξετάσουμε αν κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Δύση, σε ποιο χρόνο και τίνι τρόπω και τόπω.

Με έκπληξη ανακαλύπτει ο μελετητής, ότι ο Μανιχαϊσμός κατά την εξέλιξή του στην Δύση, φόρεσε χριστιανικότερο περίβλημα, κατά εποχή προγενέστερη από την αντίστοιχη της Ανατολής. Την ενέργεια αυτή ανέλαβε και έφερε εις πέρας στην Ισπανία ο Πρισκιλλιανός.

Γόνος ευγενούς και πλούσιας οικογένειας, ο Πρισκιλλιανός κατάφερε να καλύψει τις μανιχαϊκές αντιλήψεις του και να τις ενσωματώσει στην χριστιανική θεολογία του, ώστε εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις και γνωριμίες του να γίνει επίσκοπος στην επαρχία της Avila στην Ισπανία. Συγκέντρωσε κοντά του πλήθος ακολούθων. Τις ιδέες του ασπάστηκαν πολλοί επίσκοποι στη Δύση. Χρειάστηκαν μεγάλοι λατινόφωνοι θεολόγοι, όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Άγιος Ιερώνυμος, ο Άγιος Αμβρόσιος, ο πάπας Δάμασος ο Α’, για να διαπιστωθεί η καλά κρυμμένη αιρετική διδασκαλία του. Αυτοί διέγνωσαν Μανιχαϊσμό. Σήμερα οι ακαδημαϊκοί ακόμη ερίζουν για το αν ο Πρισκιλλιανός ήταν πράγματι αιρετικός.

Το θέμα ξεκαθάρισε στην σύνοδο της Σαραγόσα το 380 μ.Χ. Ο Πρισκιλλιανός καταδικάστηκε από όμιλο Ισπανών και Ακουιτανών επισκόπων. Παρ’ όλα αυτά τα έργα του επέζησαν στην λατινόφωνη εκκλησιαστική γραμματεία, στο όνομα του Περεγρίνου, επειδή στους αιώνες που ακολούθησαν το ορθόδοξο αισθητήριο στην Φραγκία έφθινε και δεν μπορούσε να διακρίνει την αιρετική διδασκαλία σε αυτά. Τέλος, ανακαλύφθηκαν το 1885 και εκδόθηκαν το 1889 από τον Georg Schepps.

Με τον Πρισκιλλιανό ο Μανιχαϊσμός εισέβαλε στην δυτική εκκλησία. Κάτι αντίστοιχο δεν είχε συμβεί στην Ανατολή και εδώ είναι το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Πρισκιλλιανός χρησιμοποίησε την δυαρχική μεθοδολογία στην διατύπωση του τριαδικού δόγματος. Δεν θα το αναλύσουμε προς το παρόν. Μόλις τελειώσει η μελέτη των έργων του Πρισκιλλιανού θα κάνουμε ξεχωριστή εργασία γι’ αυτήν την μανιχαϊκή αίρεση, όπου θα τα εξηγούμε όλα με αποσπάσματα από τις πηγές. Εκεί θα εξιχνιάσουμε την σχέση του Πρισκιλλιανισμού με το filioque. Εδώ περιγράφουμε μόνο την συνέχεια της δυαρχίας στην Δύση.

Η αίρεση επέζησε τουλάχιστον μέχρι και τον Στ’ αι. Καταδικάστηκε από τις συνόδους της Astorga το 446, του Τολέδο το 447 και οριστικά από την δεύτερη σύνοδο της Barga το 563. Έκτοτε δεν αναφέρεται ξανά. Ωστόσο Μανιχαίοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν στις επαρχίες της Βόρειας Αφρικής, της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας και τον επόμενο αιώνα[4].

Οι δυαρχικές αιρέσεις φαίνονται ν’ αναγεννιούνται στο τέλος του Ι’ αι. Στα προηγούμενα κεφάλαια εξετάσαμε κάποια πολύ γνωστά παραδείγματα και διαπιστώσαμε ότι η δυαρχία εφόρμησε στη Δύση με σφρίγος ανεξήγητο για μια αίρεση που φάνηκε να έχει εκλείψει τους προηγούμενους αιώνες. Βέβαια, η καθολική προπαγάνδα θεωρούσε ότι όχι μόνο η δυαρχία, αλλά και κάθε άλλη αίρεση είχε εκλείψει. Φάνηκε, όμως, μέσα από την έρευνα των πηγών ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Από πού προέκυψε η νέα αυτή δυαρχία; Παρά τις λύσεις που προτάθηκαν κατά καιρούς από τους ιστορικούς, δεν στάθηκε εφικτό να συμφωνήσουν στην ερμηνεία του φαινομένου, κυρίως για λόγους ιδεολογικούς.

Ο Antoine Dondaine κατάφερε να αποδείξει μελετώντας τους Καθαρούς, ότι μισσιονάριοι της Ανατολής έφεραν τον Βογομιλισμό στην Δύση. Αλλά αυτό συνέβη το 1140 και όχι τον Ι’ αι. Ο πολύς Steven Runciman έφτιαξε μια πολύ ισχυρή θεωρία, ότι πράγματι η δυαρχία έφτασε στην Δύση από την Ανατολή, επιζώντας στις αιρέσεις των Παυλικιανών και των Βογομίλων. Ωστόσο πολλοί ιστορικοί αρνούνται την ανατολική προέλευση της δυτικής δυαρχίας και δέχονται αυτή διατηρήθηκε ως μυστική παράδοση στην Ευρώπη. Συμβιβαστικές απόψεις θέλουν τους ανατολικούς μισσιονάριους να βρίσκουν αυτόχθον υλικό, με το οποίο και δούλεψαν. Οι αποδομητές, με πρώτο τον Raffaelo Morghen, απορρίπτουν όλες αυτές τις λύσεις. Θεωρούν ότι καμιά αποστολή δεν έλαβε χώρα πριν το 1140, ούτε υπήρξαν ντόπιοι δυαρχικοί ή κάποια μυστική παράδοση. Όλοι αυτοί οι αιρετικοί πριν τους Καθαρούς εκλαμβάνονται από αυτούς ως μεταρρυθμιστές, οι οποίοι εξαιτίας του πουριτανισμού τους ήρθαν σε σύγκρουση με την Ρώμη. Πρόκειται, βέβαια, για εντελώς αυθαίρετη και προσωπική ερμηνεία κατά την συνήθη τακτική των αποδομητών, η οποία στηρίζεται στην επίσης συνήθη τακτική τους, να επικαλούνται ο ένας τον άλλο και ν’ αγνοούν επιδεικτικά τις πηγές.

Είδαμε, στα προηγούμενα κεφάλαια, ότι ήδη από τον Ι’ αι. ήταν γνωστή η ανατολική προέλευση της αιρετικής διδασκαλίας στην περιοχή που δρούσαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία και Νότια Ιταλία. Τον ΙΑ’ αι. αιρετικοί κατά την ανακριτική διαδικασία ομολογούσαν ότι διδάσκαλοι από την Ιταλία είχαν διασπείρει την αίρεση στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Αν θέλει κάποιος οπωσδήποτε να μάθει πως βρέθηκαν οι Παυλικιανοί στην Σικελία δεν έχει παρά να στρέψει την προσοχή του στην συμμαχία Παυλικιανών-Αράβων, η οποία ταλαιπώρησε τις ανατολικές επαρχίες τους προηγούμενους αιώνες και να θυμηθεί ότι η Σικελία κατακτήθηκε μετά από επιχειρήσεις πολλών δεκαετιών, το 878 μ.Χ. Καθ’ όλη την διάρκεια του Θ’ αι. συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις των Αράβων και των συμμάχων τους Παυλικιανών, μετέτρεψαν την Κάτω και Κεντρική Ιταλία μέχρι την Ρώμη σε πολεμικό θέατρο. Οι επιτυχίες των Αράβων επέτρεψαν στους Παυλικιανούς να εγκατασταθούν και να δράσουν στην περιοχή και τον Ι’ αι. να στρέψουν την προσοχή τους στην δυτική Ευρώπη. Η αραβοκρατούμενη Ισπανία ήταν ο εύκολος στόχος, όπως είδαμε στο 6.1.δ, λόγω των φιλικών σχέσεων Αράβων-Παυλικιανών. Από την Ισπανία, η Τουλούζη και όλη η περιοχή της Γαλικίας και του Midi ήταν εύκολα προσβάσιμες.

Ιδού, λοιπόν, ένας ευεξήγητος μηχανισμός δράσης Παυλικιανών μισσιονάριων, ο οποίος δημιούργησε το υπόστρωμα, πάνω στο οποίο έκτισαν αργότερα οι Βογομίλοι απεσταλμένοι τα παραρτήματα των δικών τους εκκλησιών. Σ’ αυτό το κεφάλαιο, όμως, δεν μας απασχολεί η μετάδοση της αίρεσης από τα ανατολικά ή οι σχέσεις Βογομίλων-Καθαρών, διότι μ’ αυτά ασχοληθήκαμε σε προηγούμενα κεφάλαια και τα διαπιστώσαμε μέσα από τις πηγές. Σ’ αυτό το κεφάλαιο μας απασχολεί το ερώτημα, επέζησε η δυαρχία στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα; Από το ανεπιβεβαίωτο τέρμα του Πρισκιλλιανισμού τον Στ’ αι. μέχρι την επανεμφάνιση των δυαρχικών αιρέσεων τον Ι’ αι. επέζησε δυαρχία στην Δύση, έστω και ως μυστική παράδοση; Είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε και πάλι στις πηγές.

Την 1η Δεκεμβρίου του 722 μ.Χ. σε μια επιστολή του προς του Θουρίγγιους, ο πάπας Γρηγόριος Β’ (715-731) ενημερώνει ότι ο άγιος Βονιφάτιος έλαβε οδηγίες να αντιμετωπίσει τους Αφρικανούς επισκόπους, επειδή ήταν Μανιχαίοι[5]. Πρόκειται για την επομένη της αραβικής κατάκτησης της Βόρειας Αφρικής. Πολλοί επίσκοποι κατέφυγαν στην Δύση για να γλιτώσουν. Ο M. Tangl, εκδότης των επιστολών του Αγ. Βονιφατίου, πιστεύει ότι η λέξη “Μανιχαίοι” δεν είναι τίποτα παραπάνω από λογοτεχνικός τόπος, και ότι οι Αφρικανοί επίσκοποι έπρεπε να είναι τοποθετημένοι σε μεσογειακές επαρχίες λόγω κλίματος. Πιστεύει, δηλ. ότι η διαφορά του κλίματος μεταξύ της Β. Αφρικής και της Θουριγγίας ήταν απαγορευτική για την διαμονή των επισκόπων εκεί.

Η επιχειρηματολογία αυτή είναι πολύ αδύναμη. Ο λογοτεχνικός τόπος δεν είναι κάτι παραπάνω από μια φραστική κοινοτοπία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ συνηθισμένη ιδέα η κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ο συγγραφέας ή ο ρήτορας είναι σίγουρος ότι με την χρήση του ο ακροατής ή αναγνώστης θα καταλάβει πολύ καλά σε τι αναφέρεται, εφόσον δεν περιγράφει κάτι διαφορετικό. Όταν, λοιπόν, ο Γρηγόριος Β’ μιλά στους Θουρίγγιους περί Μανιχαίων είναι σίγουρος ότι καταλαβαίνουν τι εννοεί, εφόσον δεν περιγράφει κάτι διαφορετικό. Ή λοιπόν, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι “Μανιχαίοι” ήταν μια πολύ συνηθισμένη έννοια για τους Θουρίγγιους οπότε χρησιμοποιώντας την για να κατονομάσει τους Αφρικανούς επισκόπους παρουσίαζε μια στανταρισμένη εικόνα, η οποία δεν απομακρύνονταν από την πραγματικότητα ή ότι επρόκειτο πράγματι για Μανιχαίους, όχι αναγκαστικά του είδους που ευδοκιμούσε στην Ασία, αλλά μάλλον αυτού που ευδοκιμούσε σε χριστιανικά εδάφη.

Από την άλλη, τις συνθήκες διαβίωσης δεν τις καθορίζει μόνο το κλίμα. Στις μεσογειακές επαρχίες δεν θα μπορούσαν να σταθούν οι Μανιχαίοι ούτε στιγμή, διότι εκεί η ορθοδοξία ήταν ακόμη ακμαία και η δική τους αιρετική διδασκαλία θα γινόταν αμέσως αντιληπτή. Αντίθετα, στα ημιφωτιζόμενα δάση της Θουριγγίας, εκεί όπου ο Χριστιανισμός προσπαθούσε να διαδοθεί σε μια εποχή που οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν ακόμη ειδωλολάτρες˙ εκεί που η ηθική των Φράγκων επισκόπων περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα στις αναφορές του Αγ. Βονιφάτιου˙ εκεί που η ακριβής θεολογία ήταν μια πολυτέλεια δεδομένης της αγραμματοσύνης των βαρβάρων, το κλίμα για την συγκάλυψη των Μανιχαίων Αφρικανών επισκόπων ήταν ευνοϊκότερο. Και όχι μόνο της συγκάλυψης, αλλά και της διάδοσης της αιρετικής τους διδασκαλίας μεταξύ των Φράγκων. Εκεί επικράτησε το filioque. Με βάση τα νέα δεδομένα, το ήθος των Φράγκων επισκόπων, όπως περιγράφεται από τον Αγ. Βονιφάτιο, θα μπορούσε να είναι η εφαρμοσμένη μανιχαϊκή πρακτική, για την οποία υπάρχουν τόσες σκανδαλώδεις αναφορές. Την ίδια εποχή εμφανίζονται ο Αδελβέρτος και ο Κλήμης στην Γαλατία (κεφ. 6.1.6α).

Σε μια επιστολή[6], την οποία ο Άγ. Βονιφάτιος έγραψε μεταξύ των ετών 742-746, παραπονείται στον φίλο του Δανιήλ, επίσκοπο Winchester, ότι την αποστολή του στην Γερμανία δυσχεραίνουν ψευτο-διδάσκαλοι με διδασκαλίες που θυμίζουν αυτές των Μανιχαίων. Οι αιρετικοί αυτοί απείχαν από κάποιες τροφές, ενώ γεύμα τους ήταν το μέλι και το γάλα. Έχει ειπωθεί ότι πρόκειται για μεταφορά παρμένη από την μεσαιωνική φαντασίωση του φτωχού πληθυσμού της Ευρώπης, την ονομαστή “Γη της Κοκαΐνης” (αγγλ. Land of Cockaygne, γερμ. Schlaraffenland), αλλά η “Γη της αφθονίας” εμφανίζεται στην γολιαρδική ποίηση αρκετούς αιώνες αργότερα. Αν και οι πρώτοι Μανιχαίοι απείχαν από την πόση γάλακτος, όπως και από την βρώση κρέατος δεν είναι γνωστή η ύπαρξη κάποιας άλλης αίρεσης στον χώρο της ιεραποστολής του αγ. Βονιφατίου, η οποία να συνιστούσε παρόμοιες απαγορεύσεις. Η αποδοχή της αναφοράς σε σχέση με τους Μανιχαίους, όπως υποστηρίζεται και από την προηγούμενη καταγραφή, είναι μονόδρομος. Η υπόθεση ότι ακολουθούνταν το παράδειγμα του αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή δεν στηρίζεται πουθενά, διότι ο Τίμιος Πρόδρομος αναφέρεται ότι έτρωγε «ακρίδες και μέλι[7]», όχι γάλα.

Εκείνο, όμως, που στηρίζει περισσότερο απ’ όλα την άποψη ότι επρόκειτο για Μανιχαίους, είναι ότι δεν έτρωγαν όλοι την ίδια τροφή. Όπως, γράφει ακριβώς ο αγ. Βονιφάτιος

«Μερικοί από αυτούς απέχουν από την βρώση τροφών δημιουργημένων από τον Θεό για την συντήρησή μας˙ άλλοι ζουν με μέλι και γάλα ενώ απορρίπτουν το ψωμί και άλλες τροφές[8]» δηλ. δεν είχαν όλοι την ίδια δίαιτα. Από αυτό φαίνεται ότι υπήρχαν δύο ομάδες, εκ των οποίων η μια ήταν ασκητικότερη, όπως ακριβώς συνέβαινε με τους Μανιχαίους. Η ασκητικότερη ομάδα ήταν οι «Εκλεκτοί». Η αποδοχή του γάλακτος στην δίαιτά τους είναι απόλυτα αιτιολογημένη και φυσική. Στο υγρό και κρύο κλίμα της Γερμανίας δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν ενδιαιτούμενοι όπως στην ξηρή και άνυδρη Βόρεια Αφρική, ούτε, βέβαια, είχαν την δυνατότητα επιλογής που πρόσφεραν οι αγορές της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγαλουπόλεων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν στο ακέραιο τον εκλεκτισμό τους. Έπρεπε να προσαρμοστούν σε ό,τι ήταν πρόσφορο. Δεν είναι αρνητικό, λοιπόν, το ότι έπιναν γάλα, μάλλον αναγκαίο.

Το τελευταίο τέταρτο του Η’ αι. η Δύση ταράχθηκε από την αίρεση του Υιοθετισμού, η οποία εστιάζονταν στην Ισπανία. Λόγω του άμεσου πολιτικού ενδιαφέροντος του Καρλομάγνου για την περιοχή, οι Φράγκοι ενεπλάκησαν ενεργά στην θεολογική διαμάχη, χωρίς να έχουν την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε μία τόσο θολή κατάσταση, ώστε ακόμη και σήμερα θεολόγοι και ιστορικοί προσπαθούν να καταλάβουν τι ειπώθηκε, ποιες αιρέσεις εκδηλώθηκαν, από πού επηρεάστηκαν οι εμπλεκόμενοι.

Ακριβώς επειδή ο Καρλομάγνος ενδιαφέρονταν άμεσα να επηρεάσει μέσω της Εκκλησίας τις εξελίξεις στην Ισπανία και να προετοιμάσει το έδαφος για την επέκταση της αυτοκρατορίας του πέρα των Πυρηναίων, ο πάπας Ανδριανός Α’ (772-795) ανέθεσε στον Φράγκο Αρχιεπίσκοπο της Sens, Wilcharius, την αντιμετώπιση των Βησιγότθων επισκόπων, οπαδών του Υιοθετισμού. Αυτός με την σειρά του διόρισε επίσκοπο χωρίς έδρα κάποιον Egila, και τον απέστειλε στην Ισπανία, για ν’ αντιμετωπίσει τον Αρχιεπίσκοπο του Τολέδο, Elipandus[9]. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως αναμένονταν. Ο Egila έγινε οπαδός κάποιου Migetius, ο οποίος αποδείχθηκε αιρετικός, καταδικάστηκε στην σύνοδο της Σεβίλλης του 782 από τους Ισπανούς επισκόπους, ενώ οι αιρετική του διδασκαλία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τον Elipandus και έδωσε την ευκαιρία στον τελευταίο ν’ αμφισβητήσει την αρμοδιότητα της Ρώμης[10]. Εν τέλει ο πάπας Ανδριανός Α’ αναγκάστηκε να στείλει επιστολή[11] στους επισκόπους της Ισπανίας, στην οποία τους ενημέρωνε για την αιρετική τοποθέτηση του Egila και διόρθωνε τις διδασκαλίες περί Υιοθετισμού και προορισμού με πατερικά επιχειρήματα.

Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην ταυτότητα της διδασκαλίας του Migentius. Η μόνη πηγή πληροφόρησης είναι η επιστολή του Elipandus. Υστερεί, όμως, σε ακρίβεια διατύπωσης, την στιγμή που η παθιασμένη ρητορεία του οδηγεί τον λόγο μακρύτερα από αυτά που θα μπορούσαν να διαφωτίσουν το θέμα[12]. Από όσα, όμως, μπορούν να εξαχθούν από αυτήν την επιστολή, τρία είναι τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος.

Πρώτον ο Migetius, δίδασκε μια παράξενη μορφή τριαδολογίας, κατά την οποία είχαν ενσαρκωθεί και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος˙ ο Πατήρ στο πρόσωπο του Δαβίδ, ο Υιός στο πρόσωπο του Ιησού και το Άγιο Πνεύμα στο πρόσωπο του αποστόλου Παύλου.

Δεύτερον, δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύονταν και από τον Υιό (filioque):
“ideo dicis quia Paulus quod est Spiritus sanctus, a Patre Filioque procedit. … Si Paulus est, ut asseris, persona Spiritus Sancti, quae a Patre Filioque procedit, …[13]”.

Τρίτον, δίδασκε μια μορφή πουριτανισμού, επιβάλλοντας στους οπαδούς του να μην συντρώγουν με τους απίστους – εννοείται τους μουσουλμάνους κατακτητές της Ισπανίας – και αρνούμενος την δυνατότητα τέλεσης των μυστηρίων από αμαρτωλούς ιερείς.

Η διδασκαλία του Migetius καταδικάστηκε ξανά από την σύνοδο της Κόρδοβα του 839[14]. Εκεί οι οπαδοί του αποκλήθηκαν “Casiani”, “Casianistas”, αυτοί που φέρουν το όνομα “nomine Cassinorum”. Η άποψη ότι έλαβαν αυτό το όνομα διότι ακολουθούσαν την διδασκαλία του Ιωάννη Κασσιανού[15] είναι εντελώς εσφαλμένη. Το όνομα προέρχεται από ην υιοθέτηση των πουριτανικών απόψεων του Δονάτου, του οποίου οι οπαδοί επιδείκνυαν εκλεκτικισμό, λόγω της υποθετικής ηθικής ανωτερότητας των δονατιστών[16]. Ο Δονάτος ήταν επίσκοπος της επαρχίας Casis Nigra, της Βόρεια Αφρικής. Άρα, οι οπαδοί του Migetius πήραν το όνομά τους από την Casis Nigra, όχι από τον Ιωάννη Κασσιανό.

Την ταυτότητα των αιρετικών απόψεων του Migetius δίνει ο πάπας Ανδριανός Α’, ο μόνος θεολογικά κατηρτισμένος απ’ όσους ενεπλάκησαν στην υπόθεση και ικανός ν’ αντιληφθεί την προέλευσή της. Όπως γράφει στην επιστολή του προς τον Egila, ο τελευταίος ακολουθεί την διδασκαλία του Πρισκιλλιανού[17]. Ήταν, δηλαδή, επηρεασμένος από τον μανιχαϊσμό. Εκτενέστερα θα μελετηθεί η τριαδολογία του Migetius, ως εξελικτικό στάδιο του Πρισκιλλιανισμού διαμορφωμένο από την δυναμική, την οποία δημιούργησε η αντιπαράθεση με τον ισπανικό υιοθετισμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του filioque, στο κεφάλαιο για τον Πρισκιλλιανό. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ ιστορικά είναι η παρατήρηση της έκφρασης πουριτανικών-δονατιστικών απόψεων, παρατήρηση χρήσιμη στην κατανόηση της επόμενης καταγραφής.

Την αυγή του επόμενου αιώνα ο Καρλομάγνος εξέδωσε καπιτουλάριο, του οποίου ένα κεφάλαιο αντιμετωπίζει αυτούς που λέγονται Καθαροί, De his qui dicuntur Cataroe[18]. Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι το κεφάλαιο αυτό αποτελεί επανάληψη του Η’ Κανόνα της Α’ Οικ. Συνόδου της Νίκαιας[19]. Εκείνο που απασχολεί είναι αν το καπιτουλάριο έχει αντικείμενο, αν αφορά κάποιους συγκεκριμένα. Ο Κανόνας της Α’ Οικ. Συνόδου αφορούσε τους Νοβατιανούς. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι στην αυτοκρατορία του Καρλομάγνου υπήρχαν ακόμη οπαδοί του Νοβάτου, θεωρείται ότι το καπιτουλάριο είναι απλή αντιγραφή.

Δεν είναι έτσι. Ο Καρλομάγνος ήταν ρεαλιστής πολιτικός, δεν εξέδιδε καπιτουλάρια για να κρατά απασχολημένους τους καλαμαράδες του. Εξάλλου, γιατί από το σύνολο των Κανόνων θα έπρεπε να συμπεριλάβει στο διάταγμά του τον συγκεκριμένο, αν δεν αφορούσε κατοίκους του κράτους του; Η μόνη πιθανή εξήγηση, με βάση τα όσα γνωρίζουμε και όσα είπαμε παραπάνω για τον πουριτανισμό των οπαδών του Migentius, είναι ότι ο Κανόνας αφορά αυτούς. Όχι μόνο, λοιπόν, υπάρχουν δυαρχικοί την εποχή του Καρλομάγνου, αλλά τους δίνουν και το όνομα Καθαροί.

Άλλη μια καταδίκη του πουριτανισμού τον Θ’ αι. προέρχεται από την Σύνοδο του Mainz το 852 μ.Χ. Ο εικοστός κανόνας της Συνόδου καταδικάζει αυτούς που αρνούνται να λάβουν την Θεία Κοινωνία από τα χέρια έγγαμων ιερέων:

«Όποιος αποστρέφεται ιερέα που έχει παντρευτεί και αρνείται να λάβει την Θεία Μετάληψη από τα χέρια του ας είναι ανάθεμα[20]».

Ο Κανόνας είναι εξαιρετικής σημασίας διότι φανερώνει ότι το μετέπειτα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Γρηγορίου Ζ’ ήταν καταδικασμένο από Σύνοδο της δυτικής Εκκλησίας. Ο Γρηγόριος Ζ’ υιοθέτησε και επέβαλε στον Παπισμό, διδασκαλία αναθεματισμένων αιρετικών, με σαφείς επιρροές μανιχαϊκής αγαμίας.

Η Ισπανία συνέχισε να παράγει αιρετικούς και τον Θ’ αι. Ο Κλαύδιος του Τορίνο γεννήθηκε εκεί και υπήρξε μαθητής του Φήλικα της Urgel[21], του επισκόπου που καταδικάστηκε στην Σύνοδο της Φρανκφούρτης του 794. Ο Κλαύδιος δεν ασπάστηκε την αίρεση του δασκάλου του. Υπηρέτησε στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβή, όσο ακόμη αυτός ήταν βασιλιάς της Ακουϊτανία. Υπήρξε καριερίστας, μέλος μιας κλειστής λέσχης αριβιστών της αυλής του Ακουισγκράνο (Aachen). Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου και την στέψη του γιού του Λουδοβίκου, ο τελευταίος όρισε ως επίσκοπο Τορίνο τον Κλαύδιο. Ακυισγράνου

Η Ιταλία άνηκε κληρονομικώ δικαίω στον έτερο γιο του Καρλομάγνου, Λοθάριο. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος, εκμεταλλευόμενος της πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, κατάφερε να γίνει ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτικής του αδελφού του. Ο διορισμός του Κλαύδιου δεν υπαγορεύθηκε τόσο από πολιτικούς, αλλά κυρίως από εκκλησιαστικούς λόγους. Οι επίσκοποι Ρώμης αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εικονομαχική πολιτική των Φράγκων, όπως αυτή καθορίστηκε στην σύνοδο της Φραγκφούρτης και στα Libri Carolini. Παρά τις προσπάθειες του Καρλομάγνου, οι πάπες παρέμεναν σταθερά Ορθόδοξοι. Αργότερα ο Λουδοβίκος θα αναγκαζόταν να επαναλάβει την εικονομαχική διαταγή προς τον πάπα με την Σύνοδο των Παρισίων του 825 μ.Χ. Για την ώρα έλπιζε να επηρεάσει την στάση της Ρώμης μέσω του Κλαύδιου. Ήταν αρκετά μορφωμένος, με καλή γνώση των Γραφών και των έργων του Αγίου Αυγουστίνου και φυσικά έμπιστος του Φράγκου βασιλιά, οπότε κρίθηκε κατάλληλος για την ανάληψη του δύσκολου έργου.

Με την ανάληψη της επισκοπής εκδήλωσε άμεσα τις διαθέσεις του. Κατέβασε τις εικόνες και τους σταυρούς από τις εκκλησίες της επαρχίας του και επιδόθηκε στην συγγραφή έργων, στα οποία εξέθετε τις απόψεις του. Έγραψε σχόλια στο Λευιτικό για να στηρίξει την εικονομαχική δραστηριότητά του σε αγιογραφικά εδάφια και το απέστειλε στον φίλο του Theodemir[22], ηγούμενο του Psalmodi, στην γειτονιά της Νιμ. Ο Theodemir έμεινε έκπληκτος από τις παράξενες πεποιθήσεις του Κλαύδιου και του συνέστησε την προσοχή, διότι έπλεε σε βαθειά και επικίνδυνα νερά. Ο Κλαύδιος απάντησε με μια Απολογία. Το έργο αυτό δεν σώζεται στο πρωτότυπο, αλλά αποσπασματικά, όπως αναιρείται στο έργο του Ιωνά της Ορλεάνης (821-843), De cultu imaginum libri tres ad Carolum Regem[23]. Το έργο αυτό γράφτηκε μετά τον θάνατο του Κλαύδιου[24]. To 827-8 o Dungal, Ιρλανδός μοναχός – οι Ιρλανδοί μοναχοί είχαν φανεί πολύτιμοι σύμμαχοι της Ρώμης και σταθερά Ορθόδοξοι – που δίδασκε την εποχή εκείνη στην Παβία, έγραψε ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του Κλαύδιου, το Responsa contra perversas Claudii Taurenensis sententias[25] (Απάντηση στις διαστροφές του Κλαύδιου του Τορίνο).

Όπως φαίνεται από την Απολογία του, ο Κλαύδιος μισούσε την ύλη, γι’ αυτό απεχθάνονταν την χρήση υλικών μέσων στην λατρεία. Τα θεμέλια της διδασκαλίας του ήταν μανιχαϊκά. Ξεκινώντας από αυτήν την προϋπόθεση απέρριπτε την προσκύνηση των εικόνων, του σταυρού, των λειψάνων και βέβαια, δεν δέχονταν τις μεσιτείες των αγίων και της Παναγίας, διότι γι’ αυτόν κανένα υλικό μέσο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ενδιάμεσο μεταξύ Θεού και ανθρώπου[26]. Ειδικά για τις εικόνες απέρριπτε και την λατρεία (adorare) και την προσκύνηση (colere). Δεν πίστευε ότι η τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο αναφέρεται στο πρωτότυπο, διότι γι’ αυτόν δεν υπήρχε κοινωνία υλικού και πνευματικού[27]. Ως εκ τούτου εναντιώνονταν και στην πρακτική των προσκυνημάτων, πολλή δε περισσότερο των προσκυνημάτων στην Ρώμη.

Ο πάπας Πασχάλης Β’ (817-824) ενοχλήθηκε από την στάση του Κλαύδιου, όπως ήταν φυσικό, αλλά δεν είχε την αρμοδιότητα να ενοχλήσει τον εγκάθετο του βασιλιά. Ταυτόχρονα, είχε ν’ αντιμετωπίσει την αναβίωση της Εικονομαχίας στην Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας σε Φράγκους επισκόπους. Αυτό προκύπτει από την Απολογία του Κλαύδιου. Απευθυνόμενος στον ηγούμενο Theodemir γράφει:

«Είναι η πέμπτη κατηγορία σου εναντίον μου, και λες ότι είσαι δυσαρεστημένος διότι ο αποστολικός Πατέρας ήταν ενοχλημένος με εμένα. Το είπες αυτό για τον Πασχάλη, τον επίσκοπο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο οποίος δεν ζει πια. Ονομάζεται, ωστόσο, αποστολικός επειδή είναι της συνοδείας των αποστόλων ή κάποιος που λειτουργεί το αποστολικό αξίωμα. Να είσαι σίγουρος, κανένας δεν μπορεί να λέγεται αποστολικός επειδή κάθεται στην αποστολική έδρα, αλλά επειδή ασκεί το αποστολικό αξίωμα[28]».

Ο Κλαύδιος εκδήλωσε τον πουριτανισμό του στην θέση του για τον πάπα. Δεν ήταν το ίδιο το αξίωμα που παρείχε της αυθεντία, αλλά η συμφωνία με τον αποστολικό βίο.

Εν τέλει, ο Theodemir έστειλε την Απολογία του Κλαύδιου στο Aachen για να καταδικαστεί συνοδικά[29]. Φαίνεται, όμως ότι τον πρόλαβε ο θάνατος, αμετανόητο, προς δική του καταδική, “suo iudicio damnatus”, κατά τον Wallafrid Stabo[30].

Γι’ αυτές του τις απόψεις σε παλαιότερες εποχές, όταν η ιστορική έρευνα των αιρέσεων βρισκόταν σε εμβρυακό στάδιο, ο Κλαύδιος θεωρούνταν ως ο πρώτος Βάλδιος. Σήμερα θεωρείται ως ένας γραφικός αιρετικός του Θ’ αι., προτεσταντικού τύπου. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ομοιότητα των κακοδοξιών του με παρόμοιες του ΙΑ’ & ΙΒ’ αι.

Ο Rabanus Maurus, Βενεδικτίνος μοναχός και αρχιεπίσκοπος Mainz (847-856), αναφέρει στα Σχολια στον Ιησού του Ναυή κάποιους αιρετικούς, οι οποίοι απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη επειδή θεωρούσαν ότι η ζωή των Πατριαρχών δεν ήταν καθαρή. Στην περίπτωση του Ιησού του Ναυή εκδήλωναν τον πουριτανισμό τους λέγοντας ότι του έλειπε η ταπείνωση[31]. Είναι φανερό ότι η κατηγορία για υπερηφάνεια προέρχεται από την άποψη των Μανιχαίων, σύμφωνα με την οποία η Παλαιά Διαθήκη ήταν νομοθέτημα του διαβόλου. Συνεπώς οι βίοι των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σύμφωνοι με τις επιθυμίες του διαβόλου γι’ αυτούς. Αργότερα, την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης επανέλαβε ο Λεουτάρδος της Chalons (κεφ. 6.1.6ε).

Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι οι μανιχαϊκές απόψεις και διδασκαλίες πολιορκούσαν την δυτική εκκλησία. Σε πολλές περιπτώσεις εύρισκαν ευήκοον ους στα πρόσωπα Φράγκων εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ακολουθεί ένας αιώνας σιωπής. Η σιωπή αυτή σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν οι αιρέσεις ή ότι διακόπηκε η συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση. Τα αίτιά της πρέπει ν’ αναζητηθούν αλλού. Οι διάλυση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, οι συνεχείς διαμάχες των διαδόχων του, οι επιδρομές των βαρβάρων, Νορμανδών, Αράβων, Ούγγρων και τα οδυνηρά αποτελέσματά τους προκάλεσαν αναστατώσεις, οι οποίες επέδρασαν στην καταγραφή της ιστορίας. Γεγονότα που σήμερα θεωρούνται υψίστης σημασίας για την εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση των Νορμανδών στην ηπειρωτική χώρα, δεν βρήκαν θέση στα χρονικά των μοναστηριών. Το ότι δεν καταγράφηκαν δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν. Το ex silentio επιχείρημα δεν ισχύει στην μεσαιωνική ιστορία. Κάπως έτσι εξηγεί το πρόβλημα και ο Αρχιεπίσκοπος της Reims, Hervé. Στις 26 Ιουνίου του 909 μ.Χ., στην σύνοδο που έγινε στην Trosly κοντά στην Soissons, παρατήρησε ότι είχε χρόνια να συγκληθεί σύνοδος εξαιτίας τριών προβλημάτων, της εισβολής των βαρβάρων, των πολιτικών προβλημάτων του βασιλείου και της λύμης των ψευτο-Χριστιανών, τα οποία αναγνώρισε ως τιμωρία του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών τους[32]. Έπειτα, η εκρηκτική εμφάνιση αιρετικών σεκτών από τα τέλη του Ι’ αι. και εξής δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί, αν γίνει αποδεκτό ότι η σιωπή των πηγών συνεπάγεται την εξαφάνιση της δυαρχίας. Είμαστε, υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι αυτή συνεχίζεται απαρατήρητη, συνδέοντας την τελευταία καταγεγραμμένη αναφορά με την πρώτη του επόμενου αιώνα.

Το 991 μ.Χ. ο Γερβέρτος του Ωριλλάκ, μετέπειτα πάπας Συλβέστρος Β’, έγινε αρχιεπίσκοπος Reims. Με την ανάρρηση στην επισκοπική έδρα έκανε μια ομολογία πίστεως, στην οποία μεταξύ άλλων ομολογούσε ότι πίστευε
- ότι ο διάβολος έγινε κακός εξαιτίας της ελεύθερης θελήσεώς του[33]˙
- ότι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη είναι έργο του ίδιου δημιουργού και Κυρίου και Θεού[34]˙
- ότι δεν καταδικάζει τον γάμο[35]˙
- ότι δεν θεωρεί αμαρτία την βρώση κρέατος[36].

Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η παραπάνω δήλωση αποτελεί ένδειξη της δράσης σέκτας Καθαρών στην περιοχή της Reims[37]. Νεώτεροι αποδομητές θεωρούν ότι η ομολογία πίστεως είναι κλισέ. Πράγματι ομολογίες πίστεως είχαν κάνει και άλλοι επίσκοποι, όπως ο Hincmar της Reims, ο Αδαλβέρτος της Thérouanne, ο Pilgrim του Passau, ο Μπρούνο της Κολονίας. Έχει αποδειχθεί ότι η ομολογία πίστεως του Γερβέρτου εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση, που ξεκινά από τον Στ’ αι. Η μορφή της ομολογίας προέρχεται από την Statuta ecclesia antiqua[38], η οποία αποδίδεται στον Καισάριο της Αρελάτης[39], πέρασε στο ψευδο-Ισιδώρειο Liber Canonum και στην Ordo Romanus antiquus[40], έργο πιθανόν του Ι’ αι[41]. Η θεωρία του κλισέ αφήνει αναπάντητα ερωτήματα. Δεν εξηγεί γιατί δεν έκαναν ομολογία όλοι οι επίσκοποι, ούτε καν της ίδιας επαρχίας˙ στην Reims από τον Hincmar επόμενος κάνει ο Γερβέρτος. Ίσως η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση να μην έχει σημασία για το θέμα. Σημαντικότερο ερώτημα είναι γιατί τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν άρνηση δογμάτων και πρακτικών δυαρχικού χαρακτήρα, δεν συναντώνται στις προηγούμενες φόρμες ομολογίας, από τις οποίες φαίνεται ότι πηγάζει η συγκεκριμένη του Γερβέρτου. Οπωσδήποτε η πρώτη εμφάνισή τους στην Reims, χώρο εκδήλωσης της δράσης αιρετικών σεκτών τα αμέσως επόμενα χρόνια[42], εφόσον δεν είναι κληρονομιά παλαιότερων αντίστοιχων ομολογιών, εφιστά την προσοχή και εγείρει υποψίες. Δεν αποτελεί άμεση απόδειξη, αναμφισβήτητα είναι αποχρώσα ένδειξη. Αν τώρα συνδυαστεί με δυο ακόμη γεγονότα, πρώτον τις κατηγορίες για μαγεία που εκτοξεύθηκαν αργότερα στην Ρώμη, όταν ο Γερβέρτος έγινε πάπας, εξαιτίας των σπουδών του στην Ισπανία, φυτώριο αιρετικών, όπως φάνηκε παραπάνω, και δεύτερον, ότι την ίδια ακριβώς ομολογία με κάποιες προσθήκες έκανε το 1180 ο Βάλδος, για ν’ αποδείξει την ορθοφροσύνη του στον Αρχιεπίσκοπο Guichard της Λυών, ψευδορκώντας, διότι όχι μόνο ορθόφρων δεν ήταν, αλλά και αιρεσιάρχης ήταν, τότε πρέπει να υποψιάζεται κανείς ότι στην Reims συνέβαινε κάτι σοβαρότερο από αυτό που η ομολογία αφήνει να εννοηθεί.



7.1.2 Filioque και δυαρχία.

Από το τέλος του Ι’ αι. ξεκινά η μακρά διαδοχή των αιρετικών σεκτών, πολλές από τις οποίες εξετάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Φάνηκε μέχρι στιγμής, η συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση, σε επίπεδο ιστορικών γεγονότων και καταγραφών. Για να εμπεδωθεί ολοκληρωτικά αυτή η συνέχεια πρέπει να εξεταστεί και σε θεωρητικό επίπεδο, ώστε τα ιστορικά στοιχεία να έχουν και την θεωρητική αναφορά τους. Γεννάται, λοιπόν, το αμείλικτο ερώτημα, υπάρχει δυαρχική διδασκαλία εκφρασμένη, στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ευκολότερη, από την εύρεση των στοιχείων, όσων παρατέθηκαν παραπάνω. Την απάντηση την έχουν δώσει Πατέρες της Εκκλησίας. Ναι, υπάρχει! Πρόκειται για το filioque. Το filioque είναι η αιρετική δυαρχική διδασκαλία που εξασφάλισε την συνέχεια της δυαρχίας στη Δύση κατά το Μεσαίωνα. Υιοθετήθηκε από τους Φράγκους και πολιόρκησε την Ρωμαϊκή Εκκλησία έξωθεν μέχρι την κατάληψη του Πατριαρχείου της Ρώμης των ΙΑ’ αι από αυτούς. Η πάπες της Ρώμης αντιστάθηκαν σθεναρά στην επιβολή του filioque, πρώτα εναντίον του Καρλομάγνου και της αυλής του και στην συνέχεια εναντίον του Όθωνα του Α’ και των διαδόχων του, μέχρι την στιγμή που η Ρώμη υπέκυψε στην ισχύ των όπλων των Γερμανών, οπότε μαζί με τον Παπισμό επικράτησε και η αίρεση στην Δύση.

Το ότι το filioque είναι δυαρχία το κηρύττουν όλοι οι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την αναίρεσή του. Γράφει ο Μέγας Φώτιος:

«Το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό; Ποιο από τα δύο, την ίδια εκπόρευση, ή αντίθετη προς την εκπόρευση που γίνεται από τον Πατέρα; Αν είναι η ίδια, πως γίνονται κοινές οι ιδιότητες, με τις οποίες και μόνο η Τριάδα είναι Τριάδα και προσκυνείται και χαρακτηρίζεται; Αν όμως είναι αντίθετη προς εκείνην, πως δεν θα μας προκύψουν με τον λόγο αυτό Μάνεντες και Μαρκίωνες, προτείνοντας πάλι τη θεομάχο γλώσσα εναντίον του Πατέρα και του Υιού[43];»

Και πάλι:
«Πως λοιπόν λέτε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό; Αν εκπορεύεται σαν από αίτιό του, να δύο αίτια και δυο αρχές, Πατέρας δηλαδή και Υιός, και έτσι αυτό που διδάσκετε είναι δυαρχία μάλλον παρά μοναρχία[44]».

Το επισημαίνει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Το δε ιδικόν σου δεν θα ηδύνατο να λεχθή κατά κυριολεξίαν προσθήκη (σ.σ. εννοεί το filioque), αλλά σαφής εναντιότης και ανατροπή του ευσεβούς φρονήματος˙ διότι εκτρέπει την διάνοιαν των ακουόντων εις το αντίθετον και αντί μιας επιτρέπει να δέχωνται δύο αρχάς επί της μιας θεότητος και προσφέρει διέλευσιν εις την πολυθεϊστικήν πλάνην. Πράγματι ποιος θα εφρόνει διαφορετικώς όταν ακούη ή λέγη ή πιστεύη ότι το εν προέρχεται εξ αμφοτέρων[45];»

Και πάλι:
«Επομένως, επειδή παντού και πάντως είς είναι ο Πατήρ, όχι μόνον αμφότερα ο Υιός και ο Πατήρ, αλλά το καθέν χωριστά μίαν αρχήν και έν αίτιον έχει μόνον, τον Πατέρα. Και ούτω μία είναι της θεότητος αρχή, και αν οι λατινόφρονες, εγκαλούμενοι πως λέγουν δύο αρχάς της θεότητος, νομίζουν ότι απολογούνται με το να ισχυρίζωνται ότι δέχονται μίαν αρχήν του Υιού και του Πνεύματος˙ διότι διαβεβαώνουν τούτο θέλοντες να μας παραπλανήσουν, όπως είπομεν και εις την αρχήν. Πράγματι εκείνο διά το οποίον τους κατηγορούμεν είναι τούτο˙ πως του μεν Υιού και του Πνεύματος δέχονται μίαν αρχήν του δε Πνεύματος λέγουν δύο αρχάς; Εκείνοι δε ερωτώμενοι, αποκρίνονται σοφιστικώς, εαυτούς μάλλον παρά τους ερωτώτας παραπλανώντες[46]».

Μέχρι την Β’ Σύνοδο της Λυών το 1274, οι Παπικοί μιλούσαν ανοικτά για δύο αρχές. Επειδή στην Σύνοδο μετείχε και αντιπροσωπεία Ορθοδόξων, η οποία έψεξε θεολογικά τους παπικούς για την δυαρχία του filioque, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να διορθώσουν την φρασεολογία τους:

«Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι και τώρα λέγουν σαφώς ότι αι δύο αρχαί είναι μία, όσοι δεν έχουν μελετήσει τα συγγράμματά, τα οποία απευθύνθησαν προς αυτούς από τους ιδικούς μας. Πριν δε από αρκετούς χρόνους επεχωρίαζε τούτο και μεταξύ των ελλογιμωτάτων αυτών, και μαρτυρούν τούτο τα εις ημάς ευρισκόμενα συγγράμματα εκείνων, εις τα οποία ούτοι λέγουν δευτέραν αρχήν του αγίου Πνεύματος τον Υιόν. Αυτός λοιπόν, ο οποίος λέγει τον Υιόν όχι απλώς αρχήν, αλλά και δευτέραν αρχήν, δεν δέχεται φανερώς δύο αρχάς; Αν δε άφησαν τώρα αυτόν τον ισχυρισμόν, τούτο οφείλεται στους αντιρρητικούς λόγους των ιδικών μας, οι οποίοι τους κατεσίγασαν, όπως και εις τον επώνυμον Νικηφόρον[47] ο οποίος έφεξε προς αυτούς[48]».

Ενδεχομένως αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια η ομοιότητα filioque με την μανιχαϊκή δυαρχία, εφόσον το μεν filioque ομιλεί περί δύο αρχών της θεότητας, ενώ ο μανιχαϊσμός για δύο θεούς. Κατ’ αρχάς την ομοιότητα εντοπίζει πρώτα και αναντίρρητα ο Μέγας Φώτιος:

«Το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό˙ με τον ίδιο τρόπο που εκπορεύεται από τον Πατέρα ή με αντίθετο; Γιατί, αν με τον ίδιο τρόπο, πως γίνονται κοινές οι ιδιότητες, με τις οποίες και μόνες η Τριάδα χαρακτηρίζεται Τριάδα και προσκυνείται; Αν όμως με τρόπο αντίθετο από εκείνη, πως δεν θα σκιρτήσουν πάλι από χαρά με τον βλάσφημο αυτό λόγο οι Μάνεντες και οι Μαρκίωνες αυξάνοντας την θεομάχο εναντίον του Πατέρα και του Υιού φλυαρία τους[49];»

Και στην εγκύκλιο επιστολή του προς τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, αναφερόμενος στις φαυλότητες των Φράγκων επισκόπων στην νεοφωτισθείσα Βουλγαρία, γράφει τα εξής:
«Και κατά πρώτον τους οδήγησαν αντίθετα με τους κανόνες στη νηστεία των Σαββάτων, και μπορεί φυσικά η παραμικρή παράβαση αυτών που μας έχουν παραδοθεί να οδηγήσει και στην περιφρόνηση όλης γενικά της διδασκαλίας. Έπειτα, περικόπτοντας την πρώτη εβδομάδα των νηστειών από την άλλη νηστεία, τους παρέσυραν στην κατάλυση γάλακτος, στην τυροφαγία και την κατανάλωση των παρόμοιων. Διαπλατείνοντάς τους με αυτά την οδό των παραβάσεων και μεταστρέφοντας την πορεία τους από την ίσια και βασιλική οδό, ακόμα και τους πρεσβυτέρους που διέπρεπαν με νόμιμο γάμο, αυτοί που πολλές θυγατέρες έδειχναν γυναίκες χωρίς άνδρα και γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά που δεν μπορούν να δουν πατέρα, αυτοί έκαναν να σιχαίνονται και να αποστρέφονται τους αληθινούς ιερείς του Θεού. Σπέρνοντας τα σπέρματα της διδασκαλίας των Μανιχαίων ανάμεσά τους, κατέστρεψαν με την επισπορά των ζιζανίων τις ψυχές στις οποίες μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν οι σπόροι της ευσεβείας[50]».

Διαβάζοντας κάποιος την αναφορά αυτή του Μεγάλου Φωτίου στα έργα και της ημέρες των Φράγκων επισκόπων[51] στην Βουλγαρία, και την διάδοση της μανιχαϊκής διδασκαλίας από αυτούς μια γενιά μόλις πριν την εμφάνιση του βογομιλισμού, δικαιολογημένα αναρωτιέται μήπως τελικά ο βογομιλισμός, η δυαρχία, προέκυψε στην Βουλγαρία από την δράση των Φράγκων, υπόθεση που θα εξηγούσε και τις μετέπειτα σχέσεις ανατολικών και δυτικών δυαρχικών. Μήπως εν τέλει οι Φράγκοι μαζί με τον παπισμό διέδωσαν και την δυαρχία στην Βουλγαρία, η οποία λίγα χρόνια μετά θα εμφανιστεί ως βογομιλισμός με άγνωστη προέλευση; Αυτό είναι ένα ερώτημα που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Για να γυρίσουμε, όμως, στο θέμα, για να καταλάβει ο αναγνώστης την ομοιότητα του filioque και του μανιχαϊσμού, χρειάζεται ορθή διατύπωση. Όπως ο μανιχαϊσμός διαιρεί την μία αρχή της θεότητας σε δύο, τον ένα δημιουργό του κόσμου σε δύο, τον ένα νομοθέτη σε δύο, έτσι και το filioque διαιρεί την μία αρχή της θεότητος σε δύο. Λείπει, βέβαια, το στοιχείο του κακού, αλλά σε καμιά περίπτωση ο μανιχαϊσμός δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει στην χριστιανική διδασκαλία, αν εισήγαγε μαζί με την δεύτερη αρχή στην Αγία Τριάδα και την αρχή του κακού. Αυτό ούτε ο μυθολογικός μανιχαϊσμός δεν το δέχτηκε, πολύ δε περισσότερο ο καμουφλαρισμένος και χριστιανίζων. Εν τέλει, παρατηρείται και είναι αδιαμφισβήτητο ότι και στις δυο περιπτώσεις ακολουθείται η ίδια μανιχαϊκή μεθοδολογία, ο μερισμός, η διαίρεση του ενός σε δύο. Για την μέθοδο αυτή λέγει ο Μέγας Φώτιος:

«Έτσι είναι σκότος και χάος και τύφλωση του νου και μανία και μέθη βαθειά η προσπάθεια εκείνων που χωρίζουν σε δυο αρχές τη μια αρχή, και τον ένα Κύριο Ιησού Χριστό, τον δημιουργό όλων, τον διαιρούν σε δυο αρχές, από τις οποίες την μια την εγκαθιστούν στα νοητά, ενώ την άλλη στα όρατα[52]»

Και αλλού:
«Γιατί αυτή ακριβώς η παρεκτροπή, το να μερίζομε την άτμητη και αδιαίρετη αρχή και εξουσία του Θεού σε δύο, είναι έργο της πολυμήχανης και σφοδρής ενόχλησης του Πονηρού[53]».

Την εφαρμογή και το άτοπο της μεθόδου ως προς το δημιουργικό του Θεού, συνεπεία της αποδοχής δύο αρχών από τους Λατίνους, δείχνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:

«Άλλωστε, αφού η αρχή αυτή δηλώνει το δημιουργικόν, θα ηδύνατο να είπη όχι μόνον δύο, αν και όχι καλώς, αλλά και περισσότερους. Διότι αυτή η αρχή είναι τρισυπόστατος˙ αφού δε είναι κατά φύσιν αρχή, είναι και κοινή˙ αφού δε είναι και κοινή αυτή η αρχή, πως δεν θα την έχει και το Πνεύμα; Και ο Ελιούς δε, συζητών με τον Ιώβ δια την δικαιοσύνην του Θεού και λέγων “Πνεύμα Κυρίου το ποιήσαν με[54]”, δεν χαρακτηρίζει το Πνεύμα ως ποιητικήν αρχήν; Και ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ, ψάλλων “λόγω μεν Κυρίου τους ουρανούς στερεωθήναι, Πνεύματι δε τας των ουρανών δυνάμεις[55]”, δεν αποδίδει την δημιουργικήν αρχήν όσον εις τον Υιόν, τόσον και εις το Πνεύμα; Εάν λοιπόν κατά την άποψίν σου δεν εμποδίζη τίποτε να δεχθώμεν δύο αρχάς, αφού έχει γραφή “ η εκ της αρχής αρχή”, επομένως και δια το ότι έχει γραφή και το Πνεύμα ποιητής δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθώμεν δύο ποιητάς[56]» και έτσι εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πως με την αποδοχή του filioque μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στην αποδοχή δύο δημιουργών.

Στην ίδια επιστολή αναφέρει ο Μέγας Φώτιος και τα αποτελέσματα της αγαμίας του κλήρου που επέβαλαν οι Φράγκοι:

«Διαπλατείνοντάς τους με αυτά την οδό των παραβάσεων και μεταστρέφοντας την πορεία τους από την ίσια και βασιλική οδό, ακόμα και τους πρεσβυτέρους που διέπρεπαν με νόμιμο γάμο, αυτοί που πολλές θυγατέρες έδειχναν γυναίκες χωρίς άνδρα και γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά που δεν μπορούν να δουν πατέρα, αυτοί έκαναν να σιχαίνονται και να αποστρέφονται τους αληθινούς ιερείς του Θεού[57]».

Και παρακάτω παραθέτει τις αποφάσεις της Εκκλησίας επί του θέματος:

«Αλλά βέβαια και ο τέταρτος κανόνας της συνόδου στη Γάγγρα γι’ αυτούς που θεωρούν βδελυρό το γάμο λέγει τα εξής˙ “Αν κάποιος κάνει τη διάκριση ότι δεν πρέπει να μεταλαμβάνει τις προσφορές (τα τίμια δώρα) από πρεσβύτερο έγγαμο όταν αυτός λειτουργήσει, να είναι αναθεματισμένος[58]”. Επίσης ομόφωνη απόφαση εκφέρει εναντίον τους και η έκτη σύνοδος[59] λέγοντας τα εξής˙ “Επειδή στην Εκκλησία των Ρωμαίων μάθαμε ότι έχει παραδοθεί σαν κανόνας, ότι όσοι πρόκειται να χειροτονηθούν διάκονοι ή πρεσβύτεροι πρέπει να ομολογούν ότι δεν έρχονται πια σε συνάφεια με τις συζύγους τους, εμείς ακολουθώντας τον αρχαίο κανόνα με την αποστολική ακρίβεια και τάξη, θέλουμε τα νόμιμα συνοικέσια των ιερών ανδρών να ισχύουν και από τώρα˙ κατά κανένα τρόπο να μην διαλύουν την συνάφειά τους με τις συζύγους τους ή να αποστερούν την μεταξύ τους συνάφεια κατά τον πρέποντα καιρό. Ώστε αν κάποιος βρεθεί άξιος για να χειροτονηθεί διάκονος ή υποδιάκονος, να μην εμποδίζεται καθόλου ν’ ανέβει σ’ αυτό το βαθμό ζώντας με νόμιμη σύζυγο, ούτε να του ζητείται τον καιρό της χειροτονίας ότι θα απόσχει από την συνεύρεση με τη σύζυγό του. Για να μην αναγκασθούμε εξαιτίας αυτού να ατιμάζομε το γάμο που νομοθέτησε και ευλόγησε με την παρουσία του ο Θεός, τη στιγμή που ο λόγος του Ευαγγελίου λέγει, Αυτούς που ένωσε ο Θεός να μην τους χωρίζει άνθρωπος[60], και ο Απόστολος διδάσκει, Ο γάμος είναι άξιος τιμής και η κοίτη πρέπει να είναι αμόλυντη[61], και, Έχεις δεθεί με γυναίκα; Μη ζητάς λύση του δεσμού[62]. Αν λοιπόν τολμήσει κάποιος, ενεργώντας αντίθετα προς τους αποστολικούς κανόνες, κάποιο ιερωμένο, δηλαδή πρεσβύτερο ή διάκονο ή υποδιάκονο, να του στερήσει τη συνεύρεση με την νόμιμη γυναίκα του και την συνάφεια μ’ αυτήν, να καθαιρείται˙ το ίδιο και αν κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος, με πρόφαση την ευλάβεια, διώξει την γυναίκα του, να αφορίζεται και αν επιμένει, να καθαιρείται[63]».


7.1.3. Επίλογος Α’ Μέρους.

Όταν ο J. B. Russell είπε ότι «η παρουσία δυαρχικών ιδεών στον ίδιο τον Χριστιανισμό βοηθά να φωτισθεί το κύριο ερώτημα αυτού του κεφαλαίου[64]», είχε λίγο δίκιο και πολύ άδικο. Το δίκιο βρίσκεται στο ότι ο νοθευμένος Χριστιανισμός των Φράγκων περιέχει όντως δυαρχικές ιδέες. Το άδικο στο ότι ταυτίζει τον Χριστιανισμό με την διδασκαλία των Παπικών. Αλλά ο Παπισμός είναι αίρεση, δεν είναι Χριστιανισμός. Εκτός αυτού ο J. B. Russell και οι αποδομητές εντοπίζουν τις δυαρχικές ιδέες περισσότερο στην ηθική του Χριστιανισμού, όχι στο filioque. Νομίζουν ότι ο Χριστιανισμός διδάσκει την απόρριψη του υλικού κόσμου και θεωρούν την ηθική, στην μορφή του πουριτανισμού, με την οποία την έχουν γνωρίσει, ή του δυτικού μυστικισμού, ως αποδοχή κάποιας κακότητας του κόσμου. Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για τον Χριστιανό ο Θεός έφτιαξε τα πάντα λίαν καλώς, «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν[65]». Ο νόμος της φθοράς δεν υπήρχε εξαρχής στον κόσμο, αλλά προέκυψε ως μεταπτωτική κατάσταση, με την παράβαση των πρωτοπλάστων, με την απομάκρυνση του ανθρώπου από το θέλημα του Θεού. Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει:
«βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας[66]»
δεν θέτει ηθικά διλλήματα. Περιγράφει τον νόμο της φθοράς. Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, δεν διδάσκει την άρνηση του κόσμου, αλλά του κοσμικού φρονήματος. Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει ίχνος δυαρχίας[67].

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να υποστηρίξει ότι με την αποδοχή ενός υλικού και ενός πνευματικού κόσμου, ο Χριστιανός αποδέχεται και τον δυϊσμό, αλλά αυτός ο δυϊσμός είναι ετεροβαρής, καθώς η δημιουργία έγινε εκ του μηδενός και ο υλικός κόσμος μέλλει να παρέλθει. Εξάλλου ούτε πραγματικός δυϊσμός είναι διότι και οι δύο πραγματικότητες περικλείονται στην έννοια της δημιουργίας. Εδώ οι λατινόφωνοι κάνουν ένα τίμιο λάθος. Επειδή στις λατινογενείς γλώσσες μία λέξη (dualism) χρησιμοποιείται για τον δυϊσμό και για την δυαρχία, συγχέουν το ένα με το άλλο. Επειδή τα όρια της γλώσσας καθορίζουν τα όρια του συλλογισμού, είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές έννοιες.

Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι η δυαρχία επέζησε στην Δύση, σε πρακτικό επίπεδο στις πολλές αιρετικές περιπτώσεις, και σε θεωρητικό στο filioque των Φράγκων. Από την στιγμή που οι Φράγκοι κατέλαβαν το πατριαρχείο Ρώμης και νομιμοποίησαν, όχι χωρίς αντίδραση, τις αιρετικές διδασκαλίες και πρακτικές τους, προέκυψε ξέσπασμα δυαρχικών σεκτών, όπως είχε προβλέψει ο Μέγας Φώτιος:
«Και θα αναβλαστήσει και άλλο μεγάλο πλήθος ζιζανίων από την πονηρή σπορά που έγινε στην αρχή, την οποία ήρθε ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους και την έσπειρε στις άθλιες ψυχές τους, όχι ενώ κοιμούνταν, όπως φαίνεται, αλλά ενώ ήταν ξύπνιοι και ζητούσαν οι φρενοβλαβείς τον ψυχικό θάνατο, πώς να νοθεύσουν τον ουράνιο και ευγενή και σωτήριο σπόρο[68]».

*****

[1] St. Hildegardis, Epistola X De Catharis : “ Nam viginti et tres anni ac quatuor menses sunt, quod a perversis operibus hominum, quae ab ore nigrae bestiae efflantur, quatuor venti per quator angulos angulorum in magnam ruinam moti sunt” , ed. J.B. Pitra, Analecta Sacra, Paris 1882, t. VIII p. 349. Αγγλική μετάφραση B. Hamilton, Wisdom from the East: The reception by the Cathars of eastern dualist texts, εν Heresy and Literacy, 1000-1530, Cambridge 1994, p. 43.

[2] Στέφανος των Βουρβώνων της Belleville, De Septem Donis Spiritus Sancti, “Dicti sunt Albigenses, propter hoc, quia illam partem Provinciae, quae est versus Tolosam et Agennensem urbem, circa fluvium Albam, primo Provincia infecerunt”. Ο Στέφανος ήταν κατά βάση ιεροεξεταστής στην Belleville, στην αρχιεπισκοπή της Λυών, αλλά έμεινε γνωστός ως ιεροκήρυκας εξαιτίας του συγγραφικού του έργου, κυρίως του Tractatus de diversis Materiis Praedicabilibus, ενός εγχειριδίου για ιεροκήρυκες. Επειδή η διάταξη της ύλης αντιστοιχεί στα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, έμεινε γνωστό ως De Septem Donis, αν και ο συγγραφέας πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο τα πέντε από τα επτά κεφάλαια πριν πεθάνει. Έκδοση Lecoy de La Marche, Anecdotes historiques, legends et apologues, tires du recueil inédit d’ Etienne de Bourbon dominicain du XIIIe siècle, Paris 1877. Επίσης εκδοση J. Quetif – J. Echard, Scriptores ordinis Praedicatorum, 4 vols Paris 1888, vol.1. Λόγω της εμπειρίας του γνώριζε αρκετά καλά τα των Καθαρών και παραθέτει τα περισσότερα από τα γνωστά ονόματά τους.

[3] Mansi 22.590.

[4] Επιστολή Λέοντος Α’ του Μεγάλου προς επίσκοπο Brutium, J. Russel, p. 193.

[5] Epistola 18: “Afros passim ad ecclesiasticos ordines praetendentes nulla ratione suspiciat, quia aliqui eorum Manichei, aliqui rebaptizanti sepius sunt probati”, MGH Epp. 1.32. Σε καμιά περίπτωση, λέει ο πάπας Γρηγόριος Β, δεν πρέει να δεχθεί στις εκκλησιαστικές τάξεις τους Αφρικανούς, διότι άλλοι είναι Μανιχαίοι και άλλοι έχουν βαπτιστεί πολλές φορές.

[6] J. B. Russell, Dissent and Reform, p.10. Στο παρόν κεφάλαιο ακολουθούνται κατά πόδας τα στοιχεία που παραθέτει ο συγκεκριμένος συγγραφέας, για να φανεί μέσα από την διαφορετική μέθοδο επεξεργασίας, δηλαδή μέσα από την θετική και συνάμα κριτική επεξεργασία των ίδιων πηγών βγαίνουν τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα, από αυτά που βγάζει η αποδομητική σχολή με την απόρριψή τους. Βέβαια, γίνεται όπου χρειάζεται και ερμηνεία με βάση την συνολική θεώρηση της ιστορίας των γεγονότων και την συνέπεια, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα, όπως η χρήση αντίθετων λογικών μεθόδων κατά το συμφέρον ανά περίπτωση, όπως θα φανεί σε επόμενο παράδειγμα.

[7] Ματθ. 3.4.

[8] “Quidam ‘abstinentes a cibis, quos Deus ad percipiendum creavit*’; quidam melle et lactae proprie pascentes se panem et ceteros abiciunt cibus”, MGH Epp. sel. 1 p. 129
* Α’ Τιμ. 4.3

[9] Hadrianus Episcopus, Epistola 95, MGH Epp. III.637.

[10] Elipandi, Epistola Prima Ad Migentium haereticum, PL 96.859-867.

[11] Hadrianus Episcopus, Epistola 95, MGH Epp. III.636-643.

[12] Παραθέτουμε την κριτική του Augustus Neander: “Τα διάσπαρτα στοιχεία που αφορούν τον Migentius δεν έχουν καμιά αξία, και η επιστολή του ίδιου του Elipandus προς αυτόν, όπως δίνεται από τον Florez στο Espana Sagrada t.v ed. ii Madrid 1763, p. 524, παραμένει το μόνο σημαντικό κείμενο στο θέμα. Αλλά το ύφος του Elipandus είναι παθιασμένο˙ βγάζει πολλά συμπεράσματα˙ και δεν είναι αρκετά ικανός να εισέλθει στην λογική του άλλου, ώστε να μας επιτρέψει να εξακριβώσουμε από τις προτάσεις ή τις δηλώσεις του μια καλή ιδέα της διδασκαλίας του Migentius. Όσο, όμως, αυτό μπορεί να γίνει , φαίνεται ότι είχε κλίση στον Σαβελλιανισμό». General History of the Christian Religion and Church, trans. Henry Stebbing, Edibourgh 1849, vol. V p. 202. Από την εποχή του Augustus Neander έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες να μελετηθεί το περιστατικό και να διαπιστωθεί η παράξενη διδασκαλία του Migentius. Πιο πρόσφατη και ίσως πιο αξιόλογη η έρευνα του John Cavadini, The Last Christology of the West: adoptionism in Spain and Gaul, 785-820, University of Pennsylvania Press 1993. Σε αυτήν την εργασία το κεφάλαιο Migetius (σελ. 15 κ.ε.) εντάσσεται και εξετάζεται στα πλαίσια της διαμάχης του υιοθετισμού.

[13] Elipandi, Epistola Prima Ad Migentium haereticum, PL 96.862B.

[14] Concilium Cordubense, CSM 1.135-141.

[15] Υπόθεση κυρίως των Hefele-Leclercq.

[16] J. B. Enhueber, Dissertatio Dogmato-Historica de Haeresi Elipandi et Felicis, PL 101.357.

[17] Hadriani episcopi, Epistola 96 Ad Egilae episcopo seu Iohanni presbytero: “et alia multa, sicut fati estis, quae longum est dicere: quid multa vobis heresum per singular scriber, quia olim tempus est, quod Priscilliani docmatis inpleverunt?”, MGH Epp. III.647.

[18] MGH Capitularia regum Francorum I.108.

[19] Mansi 2.762.

[20] “De presbiteris qui habuere coniugia. Quicumque discernit a presbitero qui uxorem habuit, quod non oporteat eo ministrante de oblatione percipere, anathema sit”, MGH Leges I.415.

[21] Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τον Ιωνά της Ορλεάνης (‘quendam presbyterum natione Hispanum’, nomine Claudium, De cultu imaginum, PL 106,305C, ‘Felix in quodam discipulo suo nomine Claudio’, PL 106.309C) και τον Ντάνκαλ, Ιρλανδό μοναχό του Αγίου Διονυσίου. Επειδή και οι δύο ήταν εχθρικά διακείμενοι απέναντι στον Κλαύδιο, τα όσα αναφέρουν στα έργα τους γι’ αυτόν αμφισβητούνται από τους συνήθεις αποδομητές.

[22] Τα έργα του Κλαύδιου στο PL 104.

[23] PL 106,305 κ.ε.

[24] Η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι γνωστή. Πέθανε ή το 827 έτος κατά το οποίο εντοπίζεται η τελευταία πράξη του, ή μεταξύ 830-839, κατά τον J. B. Russel, p.

[25] PL 105.447 κ.ε.

[26] Erik Thunø, Image and Relic, Mediating the Sacred in Early Medieval Rome, Analecta Romana Instituto Danici Suppl. XXXII (Rome 2002), p. 132.

[27] Erik Thunø, Image and Relic…, p. 313.

[28] “Quinta tua in me objection est, et displicere tibi dicis, eo quod dominus apostolicus indignatus sit mihi. Hoc dixisti, inquis, de Paschali Ecclesiae Romanae episcopo, qui praesente jam corruit vita. Apostolicus antem dicitur quasi apostolic custos. Apostoli fugens officio. Certe non ille dicendus est Apostolicus, qui in cathedra sedet apostolic, sed qui apostolicum implet officium” , PL 106.383. Συναρμολογείται από τις θέσεις του Κλαύδιου που αναιρεί ο Ιωνας της Ορλεάνης.

[29] Michael Gorman, The Commentary on Genesis of Claudius of Turin and Biblical Studies under Louis the Pious, Speculum 72 (April 1997), p. 282.

[30] Walahfrid Strabo, Libellus de exordiis et incrementis, MGH Capitularia regum Francorum II.483.

[31] Rabanus Maurus, Commentaria in Librum Joshue, PL 108.1041: “Observandum sane est quod solent haeretici legentes hunc locum calumniam facere, hi qui Vetus Testamentum non recipient, et dicunt: Vide quomodo nihil humilitatis habuit Jesus filius Nave, ut hominibus qui ad se supplices venerant salute concedens, notam eis infamiae et jugum servitutis infligeret”.

[32] Thomas-Marie-Joseph Gousset, Le actes de la province ecclésiastique de Reims, Reims 1842, t. 1 563ff : “Quoniam per aliquot annos, partim infestation paganorum, partim etiam gravissimis regni pertubationibus, ac quoromdam falsorum christianorum infestationibus praepediti, juxta decreta canonum nequivimus congregari: nunc quia, annuente Domino, nobis congregandi facultas juxta decreta canonum multoites horum judicio cognita veritate,…”

[33] Epistola CLXXXVII, Professio Fidei Gerberti Remorum Archiepiscopi: “Diabolum non per conditionem, sed per arbitrium factum esse malum”, PL 139.253.

[34] “Novi et Veteris Testamenti unum eumdemque credo auctorem et dominum et Deum”, PL 139.253.

[35] “secunda matrimonia non damno”, PL 139.253.

[36] “Carnium praeceptionem non culpo”, PL 139.253.

[37] H. C. Lea, History of the Inquisition, vol. 1 p.108

[38] Η Statuta Ecclesia Antiqua (ή Statuta antiqua Orientis) είναι συλλογή 104 κανόνων εκκλησιαστικής πειθαρχίας του Ε’ ή Στ΄ αι. Υποτίθεται ότι αποδίδονται σε ψευδο-σύνοδο της Καρχηδόνος, αλλά αυτό είναι αναληθές.

[39] Arthur Malnory, Saint Césaire, évêque d’ Arles, Paris 1894.

[40] O M. Andrieu έδειξε ότι η Ordo Romanus Antiquus ( ή Ordo L) είναι σύνθεση κάποιου μοναχού του Αγίου Αλβανού του Mainz και χρονολογείται το 950 μ.Χ. M. Andrieu, Les ordines romani, vol. I pp. 505-506.

[41] Για όλα αυτά J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 195.

[42] Βλ. προηγούμενα κεφάλαια.

[43] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ Ἐγκύκλιος ἐπιστολή πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικούς θρόνους, Ἀλεξανδρείας φημί καί τῶν λοιπῶν, ἐν ᾖ περί κεφαλαίων τινῶν διάλυσιν πραγματεύεται, καί ὡς οὐ χρή λέγειν ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα προέρχεσθαι, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Πατρός μόνον, § 17, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 13. σελ. 161.

[44] Μ. Φωτίου, Περί Εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος §10, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 445.

[45] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 11, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σσ. 99-101.

[46] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 38, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 163.

[47] Εννοείται ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, ο οποίος έγραψε και λόγους αντιρρητικούς κατά των Λατίνων, όπως και λόγους ησυχαστικούς. Βλ. Βασίλειου Ψευτογκά, Νικηφόρου Ιταλού, Περί της Αγίας Τριάδος και Οικονομίας του Θεού Λόγου (Εισαγωγή-Κείμενο-Σχόλια, εν Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 23 (1978), σ. 207 κ.ε.

[48] Γρηγορίου Παλαμά, Α’ προς Βαρλαάμ, περί δύο αρχών ή κατά ελληνικής επόψεως § 17, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 463.

[49] Μ. Φωτίου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας § 35, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 369.

[50] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 5, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.

[51] «Αυτήν την ασέβεια εκείνοι οι επίσκοποι του σκότους (γιατί ως επισκόπους διαφήμιζαν τους εαυτούς των) μαζί με τα άλλα αθέμιτα έσπειραν στο έθνος των Βουλγάρων», μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 165.
«άνδρες που βγήκαν από το σκοτάδι (γιατί ήταν γεννήματα του δυτικού ημισφαιρίου)», μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.

[52] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Γ’ § 9, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 163.

[53] Μ. Φωτίου, Κατά Μανιχαίων, Λόγος Β’ § 2, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 89.

[54] Ιωβ 33.4

[55] Ψαλμ. 32.6.

[56] Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α’ § 13, μετ. Π. Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Γρηγορίου του Παλαμά έργα, τ. 1 σ. 101.

[57] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 5, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σ. 155.

[58] Κανών Δ’: «Εἴ τις διακρίνοιτο παρά πρεσβυτέρου γεγαμηκότος, ὡς μή χρῆναι λειτουργήσαντος αὐτοῦ, προσφορᾶς μεταλαμβάνειν, ἀνάθεμα ἔστω», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003 (ανατυπ. γ’ εκδόσεως του 1884), σελ. 229.

[59] Κανών ΙΓ’: «Ἐπειδή ἐν τῇ Ῥωμαίων Ἐκκλησίᾳ ἐν τάξει Κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν, τούς μέλλοντας Διακόνου ἤ Πρεσβυτέρου χειροτονίας ἀξιοῦσθαι, καθομολογεῖν, ὡς οὐκ ἔτι ταῖς αὐτῶν συνάπτονται γαμεταῖς˙ ἡμεῖς τό ἀρχαῖο ἐξακολουθοῦντες Κανόνι τῆς ἀποστολικῆς ἀκριβείας καί τάξεως, τά τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν κατά νόμους συνοικέσια, καί ἀπό τοῦ νῦν ἐῤῥῶσθαι βουλόμεθα, μηδαμῶς αὐτῶν τήν πρός γαμετάς συνάφειαν διαλύοντες ἤ ἀποστεροῦντες αὐτούς τῆς πρός ἀλλήλους κατά καιρόν προσήκοντα ὁμιλίας, ὥστε εἰτις ἄξιος εὑρεθείη πρός χειροτονίαν Ὑποδιακόνου, ἤ Διακόνου, ἤ Πρεσβυτέρου, οὗτος μηδαμῶς κωλυέσθω ἐπί τοιοῦτον ἐμβιβάζεσθαι, γαμετῇ συνοικῶν νομίμῳ. Μήτε μήν ἐν τῷ τῆς χειροτονίας καιρῷ ἀπαιτεῖσθαι ὁμολογεῖν, ὡς ἀποστήσεται τῆς νομίμου πρός την οἰκείαν γαμετήν ὁμιλίας, ἵνα μή ἐντεῦθεν τόν ἐκ Θεοῦ νομοθετηθέντα καί εὐλογηθέντα τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ γάμον καθυβρίζειν ἐκβιασθῶμεν, τῆς τοῦ Εὐαγγελίου φωνῆς βοώσης˙ Ἅ ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω καί του Ἀποστόλου διδάσκοντος, τίμιον τόν γάμον, καί τήν κοίτην ἀμίαντον. Καί δέδεσαι γυναικί, μή ζήτει λύσιν˙ ἴσμεν δέ ὥσπερ καί οἱ ἐν Καρθαγένῃ συνελθόντες τῆς ἐν βίῳ σεμνότητος τῶν λειτουργῶν τιθέμενοι πρόνοιαν, ἔφθασαν ὥστε τούς Ὑποδιακόνους τούς τά ἱερά μυστήρια ψηλαφῶντας, καί τούς Διακόνους καί Πρεσβυτέρους κατά τούς ἰδίους ὅρους, καί ἐκ τῶν συμβίων ἐγκρατεύεσθαι, ἵνα καί τό διά τῶν Ἀποστόλων παραδοθέν, καί ἐξ αὐτῆς τῆς ἀρχαιότητος κρατηθέν, καί ἡμεῖς ὁμοίς φυλάξωμεν, καιρόν ἐπί παντός ἐπιστάμενοι πράγματος, καί μάλιστα νηστείας καί προσευχῆς. Χρῆ γάρ τούς τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντας, ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν Ἁγίων μεταχειρίσεως ἐγκρατεῖς εἶναι ἐν πᾶσιν, ὅπως δυνηθῶσιν, ὅ παρά τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς αἰτοῦσιν, ἐπιτυχεῖν. Εἰ τις οὖν τολμήσοι παρά τούς Ἀποστολικούς Κανόνας κινούμενος, τινας τῶν ἱερωμένων, Πρεσβυτέρων, φαμέν, Διακόνων, ἤ Ὑποδιακόνων ἀποστερῖν τῆς πρός τήν νόμιμον γυναῖκα συνάφειας τε καί κοινωνίας, καθαιρέσθω. Ὡσαύτως καί, εἴτις Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα προφάσει εὐλάβείας ἐκβάλλοι, αφοριζέσθω˙ ἐπιμένων δέ καθαιρείσθω». Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003 (ανατυπ. γ’ εκδόσεως του 1884), σελ. 229.

[60] Ματθ. 19.6

[61] Εβρ. 13.4

[62] Α’ Κορ. 7.27

[63] Μ. Φωτίου, Επιστολή ΙΓ’ § 31, μετ. Ε. Μερετάκης, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου έργα, τ. 13 σσ. 167-9.

[64] J. B. Russell, Dissent and Reform, p. 191.

[65] Γεν. 1.31.

[66] Ρωμ. 7.23-25.

[67] Το γιατί το παραπάνω απόσπασμα δεν κρύβει δυαρχία ή δυϊσμό, αλλά αντίθετα αναιρεί τέτοιες απόψεις, εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ΙΒ’ ομιλία του στην προς Ρωμαίους επιστολή. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα:
«Όταν όμως τον ακούσεις να λέγει “ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα του θανάτου αυτού;”, να μη νομίζεις ότι κατηγορεί την σάρκα. Γιατί δεν είπε, “σώμα αμαρτίας”, αλλά “σώμα θανάτου”. Δηλαδή το θνητό σώμα, που νικήθηκε από τον θάνατο, όχι που γέννησε το θάνατο, πράγμα που είναι απόδειξη όχι της κακίας της σάρκας, αλλά της βλάβης που είχε υποστεί. Όπως ακριβώς αν κάποιος, που αιχμαλωτίστηκε από τους βαρβάρους, λεγόταν ότι ανήκει στους βαρβάρους, όχι γιατί είναι βάρβαρος, αλλά γιατί κατέχεται από εκείνους, έτσι και το σώμα λέγεται “σώμα θανάτου”, γιατί κυριεύθηκε από αυτόν, όχι γιατί προξένησε τον θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς ούτε θέλει να ελευθερωθεί από το σώμα, αλλά από το θνητό σώμα, υπονοώντας αυτό που πολλές φορές είπα, ότι, αφού το σώμα έγινε παθητό, στην συνέχεια εύκολα κυριεύθηκε από την αμαρτία. Και για ποιο λόγο, λέγει, αφού ήταν τόσο μεγάλη η εξουσία της αμαρτίας πριν από την χάρη, τιμωρήθηκαν εκείνοι που αμάρταναν; Γιατί πήραν τέτοιες εντολές, που ήταν δυνατό να τις εκτελούν, άσχετα αν επικρατούσε η αμαρτία», μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά ΕΠΕ, Ι. Χρυσοστόμου Έργα, τ. 17 σσ. 145-7.
Και απευθυνόμενος στους αιρετικούς που ισχυρίζονται αυτά λέει:
«Όπως ακριβώς λοιπόν και η εντολή δεν είναι κακή, επειδή μ’ αυτή έλαβε την αφορμή η αμαρτία, έτσι δεν είναι και η φύση της σάρκας, αν και μ’ αυτή μας πολεμάει. Γιατί έτσι θα είναι και η ψυχή κακή, και πολύ περισσότερο εκείνη, αφού έχει και την εξουσία όλη γι’ αυτά που πρέπει να γίνονται.

Αλλά δεν είναι έτσι, πραγματικά δεν είναι. Γιατί, αν κάποιος τύραννος και ληστής κλέψει πλούσιο σπίτι και βασιλικές αυλές, δεν αποτελεί το γεγονός αυτό κατηγορία εναντίον του σπιτιού, αλλ΄ η κατηγορία όλη ανήκει σ’ εκείνους που έκαμαν αυτά τα πράγματα. Αλλ’ η εχθροί της αλήθειας, πέφτοντας μαζί με την ασέβεια και σε πολλή ανοησία, δεν το αισθάνονται. Γιατί δεν κατηγορούν μόνο την σάρκα, αλλά συκοφαντούν και τον νόμο. Αν και βέβαια, αν η σάρκα είναι κακό, ο νόμος είναι καλό, γιατί αντιστρατεύεται και εναντιώνεται˙ αν όμως ο νόμος δεν είναι καλό, η σάρκα είναι καλό, γιατί σύμφωνα μ’ αυτούς μάχεται και πολεμάει τον νόμο. Πως λοιπόν λέγουν ότι και τα δύο ανήκουν στον διάβολο, παρουσιάζοντας να είναι αντίθετα μεταξύ τους; Βλέπεις πόση είναι μαζί με την ασέβεια και η ανοησία τους; Τα δόγματα όμως της Εκκλησίας δεν είναι τέτοια, αλλά κατακρίνουν την αμαρτία μόνο, και λέγουν πως κάθε νόμος που δόθηκε από τον Θεό, και ο φυσικός δηλαδή και ο Μωσαϊκός, είναι εχθρός της αμαρτίας, όχι της σάρκας (σσ. κι έτσι διαλύεται η φαντασία όσων θεωρητικών βλέπουν σήμερα στοιχεία δυαρχίας στον Χριστιανισμό). Γιατί δεν λέγουν πως η σάρκα είναι αμαρτία, αλλά δημιούργημα του Θεού και υπερβολικά κατάλληλο για να επιτύχουμε την αρετή, αν είμαστε εγκρατείς», μετ. Σπύρου Μουστάκα, στη σειρά ΕΠΕ, Ι. Χρυσοστόμου Έργα, τ. 17 σσ. 143-5.

[68] Μ. Φωτίου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας § 17, μετ. Ι. Σακαλής, στην σειρά ΕΠΕ, Φωτίου Έργα, τ. 4 σελ. 349.

© 2011 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μή εμπορικούς σκοπούς, με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: http://www.impantokratoros.gr/katharoi-a.el.aspx
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Παπισμός”