Μυστηριακή κοινωνία μετά των Ρωμαιοκαθολικών
Δημοσιεύτηκε: 28 Αύγ 2009, 16:38
Μυστηριακή κοινωνία μετά των Ρωμαιοκαθολικών
(Θεία Ευχαριστία, Εξομολόγηση, Ιερωσύνη, Γάμος και ταφή αυτών)
Ιωάννης Καρμίρης
Πηγή: "Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 1000-1008
α) Εισαγωγή
Εν τοις ζητήμασι τούτοις και γενικώς τη μυστηριακή κοινωνία η intercommunio μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και των άλλων ετεροδόξων εν γένει η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ηκολούθησε το παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας, απαγορεύσασα ταύτην, και μάλιστα την υπό τον Ορθοδόξων κοινωνίαν ετεροδόξων μυστηρίων, μη αναγνωριζομένων ως τελουμένων έξω της αληθούς Ορθοδόξου Εκκλησίας, είτα δε και την παροχήν των Ορθοδόξων μυστηρίων εις τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους. Διότι, εξ επόψεως Ορθοδόξου, η κοινή συμμετοχή εις την τράπεζαν του Κυρίου, την εξομολόγησιν και τα άλλα μυστήρια, και γενικώς η λεγομένη intercommunio, δύναται να νοηθή μόνον ως επιστέγασμα της εν τη πίστει συμφωνίας των Εκκλησιών και της γνήσιας και πραγματικής δογματικής ενώσεως αυτών και ως καρπός της εσωτερικής ομολογιακής ενότητος των Χριστιανών, ης ελλειπούσης δεν είναι επιτετραμμένη η κοινωνία εν τοις μυστηρίοις1.
Τούτο συνάγεται εκ τε των γενικών θεωρητικών άρχων της Ορθοδοξίας, και μάλιστα της περί ακυρότητος των έκτος της αληθούς Εκκλησίας τελουμένων μυστηρίων, ως και εκ ρητών κανόνων και εκ της καθόλου πράξεως της αρχαίας Εκκλησίας, ην συγκεφαλαιών ο Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει προκειμένου ειδικώς περί του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας: «επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν οι πάντες, έν σώμα Χριστού και έν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάση δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών, μήτε διδόναι· «μη δώτε γαρ τα αγία τοις κυσίν, ο Κύριος φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων», ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Eι γαρ πάντως ένωσίς εστί προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα· εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αύτη γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης· «πάντες γαρ εν σώμα εσμεν», ότι εκ του ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»2.
Τούτοις επόμενοι βραδύτερον και οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι Καλλίνικος και Ιερεμίας Γ' επαναλαμβάνουσι κατωτέρω, ότι «το αυτό ποτήριον τους κοινωνούντας ομοφρονούντας είναι βούλεται, ουχί αλλότριους· τα αλλότρια γαρ ακοινώνητά εισιν». Και ο Θεόδωρος Βαλσαμών γράφει, ότι «ουκ οφείλει γένος Λατινικόν εκ χειρός Ιερατικής δια των θείων και άχραντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις Ορθοδόξοις εξισωθή». Εκ των ανωτέρω και πολλών άλλων συνάγεται, ότι η μυστηριακή κοινωνία έχει ως απαραίτητον προϋπόθεσιν την απάρνησιν των ετεροδόξων πλανών και την αποδοχήν των αντιστοίχων Ορθοδόξων διδασκαλιών και την είσοδον εις τους κόλπους της Ορθοδοξίας, άρα ενότητα εν τη πίστει και τη ομολογία και τη Εκκλησία, απαγορευομένης της intercommunio μεταξύ των Ορθοδόξων και όλων των ετεροδόξων. Τούτο επιβάλλουσι, πλην άλλων, και τα κατωτέρω δημοσιευόμενα κείμενα:
1. Αι υπ' αριθ. 15, 16 και 35 ερωταποκρίσεις του γενομένου Πατριάρχου Αντιοχείας περί το 1193 γνωστού κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνος,
2. Η από 25. 11. 1701 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Καλλινίκου προς τον μητροπολίτην Λαρίσης Παρθένιον, και
3. Ή από του έτους 1724 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ' προς τον μητροπολίτην Άρτης.3 Γενικώς δε διαπιστούμεν, ότι από του ιερού Δαμασκηνού και είτα του Φωτίου οι Ορθόδοξοι θεολόγοι έχονται σταθερώς της ορθής αρχής, ότι πάσης μυστηριακής και εξωτερικής κοινωνίας και ενώσεως των Εκκλησιών δέον να προηγηθή η ως conditio sine qua non θεωρούμενη δογματική και εσωτερική ένωσις αυτών, ης επιτυγχανομένης, θέλει επακολουθήσει και εκείνη αυτομάτως.
Έπειτα ως προς το μυστήριον της Ιερωσύνης των Ρωμαιοκαθολικών διαπιστούμεν, ότι οίαν στάσιν ετήρησεν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία έναντι του βαπτίσματος αυτών, την αυτήν περίπου στάσιν ετήρησε και έναντι της Ιερωσύνης των προσιόντων αυτή κληρικών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, παλαιότερον μεν αναγνωρίζουσα αυτήν κατά το αντίστοιχον παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας4, εν δε τοις νεωτέροις χρόνοις και δη από του έτους 1756 απορρίπτουσα αυτήν μετά του βαπτίσματος αυτών, ει και υπάρχουσιν εξαιρέσεις παραδοχής Ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων κατ' οικονομίαν δι’ Αγίου Μύρου και λιβέλλου5. Ούτω δια τους ανωτέρω Μελχίτας τω 1860 απεφασίσθη κοινή διαγνώσει και αποφάσει, ίνα οι τε Ιερείς και επίσκοποι των λεγομένων Ρωμαιοκαθολικών γίνωνται δεκτοί εν τοις κόλποις της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας διαμονής της του Αγίου Μύρου επιχρίσεως μετά το επιδούναι λίβελλον πίστεως6, ενώ το αντίθετον είχε γίνει τω 1846, ότε ο Αμίδης Μακάριος εγένετο δεκτός ως λαϊκός αναχειροτονηθείς. Αντιθέτως οι Ορθόδοξοι Ρώσοι ανεχειροτόνουν τους προσερχόμενους εις αυτούς Λατίνους κληρικούς μέχρι του έτους 1667, δηλαδή καθ’ ό χρονικόν διάστημα ομοίως ανεβάπτιζον αυτούς.
Γενικώς παρατηρούμεν ότι και εν τω ζητήματι τούτω η Εκκλησία δύναται κατά τας περιστάσεις ότε μεν να εφαρμόζη την ακρίβειαν και να θεωρή άκυρους τας χειροτονίας των ετεροδόξων, ότε δε να εφαρμόζη την οικονομίαν και να δέχηται τους προσερχόμενους αυτή και παρ' αιρετικών και ετεροδόξων, διατηρούντων την ιερωσύνην, κεχειροτονημένους κληρικούς, δια χρίσματος Αγίου Μύρου και λιβέλλου. «Και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις Ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, Ορθοδόξων ή όντων ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων», κατά τον Αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας Δημήτριον Χωματηνόν7. Εντεύθεν και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, απαντώσα τω 1879 προς το ερώτημα του Οικουμενικού Πατριάρχου «περί του πώς δει προσδέχεσθαι τους από των σχισματικών Βουλγάρων τη Εκκλησία προσερχόμενους, Αρχιερείς, Ιερείς και Διακόνους, τους παρ' αρχιερέων εν καθαιρέσει και αφορισμώ τελούντων κεχειροτονημένους», έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής, γενικήν κεκτημένα ισχύν:
«Δύο αληθώς οδοί εισιν εις παραδοχήν των ειλικρινώς μεταγνόντων Χριστιανών, η της ακριβείας και η της οικονομίας, αις οίόν τε εστίν επακολουθήσαι. Ευδοκία δε Θεού αμφότεραι αύται κανονικώς επιτετραμμένοι και παραδεδεγμένοι παρά τη Εκκλησία, τη τον λόγον του Κυρίου ορθοτομούση, εισί. Δια δη το ζήτημα ευσύνοπτον παρίσταται ημίν, ουδέν ό άλλο λείπεται ή ζητήσαι κατά γε το νυν την επί τούτου κατά τε τους Ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν λυσιτελεστέραν οδόν. Και η μεν ακρίβεια, ότι επί πάντων εν γένει τέτακται, αυτόδηλον εστίν, ώστε ουδεμίαν περί ταύτης έρευναν ποιητέον. Δει δε μόνον εξετάσαι, εν ανάγκη τη οικονομία ειδικώς χρήσασθαι, τη μερικώς και εξαιρέτως επιτετραμμένη. Η ταύτης χρήσις επί τοιούτων, ως προνομία τις η νόμου αθέτησις, εξήρτηται πάντως εξ όρων υποκειμένων τη εκτιμήσει του κριτού. Των όρων τούτων εν τοις πρώτοις παρίστανται ένθεν μεν το ειλικρινές της μετανοίας, ένθεν δε το πλήθος, ή το εν τη Εκκλησία σπουδαίον των επιστρεφόντων, ή η αποφυγή κακού μείζονος. Διότι τούτων ή τοιούτων όρων άνευ η μεν οικονομία απέβαινεν αν κανονική και ουκ εξαίρεσις, η δε ακρίβεια μάτην εν τοις ιεροίς Κανόσι γενικός εκκλησιαστικός νόμος αναγεγραμμένη… Εάν η επιστροφή, περί ης ο λόγος, έχη υπέρ εαυτής τους όρους, καθ’ ους υπαγορεύεται η οικονομία και κατά τους ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν, έτι δε εάν και τα αποβησόμενα μέλλωσι γενέσθαι αγαθά τη Εκκλησία, συντάσσεται προθύμως τη οικονομία» η ιερά Σύνοδος8.
Περαιτέρω η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει μεν ουδ' επιδοκιμάζει τους μικτούς γάμους μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, συμφώνως τω 72 κανόνι της Πενθέκτης οικουμενικής Συνόδου9 και άλλοις Ιεροίς κανόσιν10, είναι όμως υποχρεωμένη να ανέχηται αυτούς προς αποτροπήν μειζόνων κακών. Όθεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν επιτρέπει τους τοιούτους μικτούς γάμους, υπό τον όρον πάντοτε ότι το μη Ορθόδοξον μέλος θα δώση έγγραφον υπόσχεσιν περί τελέσεως του γάμου υπό Ορθοδόξου ιερέως και περί Ορθοδόξου βαπτίσεως και ανατροφής των τέκνων. Ούτω το οικουμενικόν Πατριαρχείον εν έτει 1878 απεφήνατο: «Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους μικτούς γάμους, αλλά πολλάκις προς πρόληψιν δυσάρεστων συνεπειών συγχωρεί κατά συγκατάβασιν και τέλεσιν αυτών αθορύβως»11. Ομοίως και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν έτει 1869 ανεγνώρισε τους μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων και ειδικώς των Ρωμαιοκαθολικών και των Διαμαρτυρομένων μικτούς γάμους, γράψασα ότι «παραδέχεται μεν κατ' εκκλησιαστικήν οικονομίαν την τέλεσιν των μικτών γάμων, υπό τον όρον όμως να τελώνται ούτοι υπό Ορθοδόξου ιερέως κατά τας διατυπώσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε εκ τούτων γεννώμενα τέκνα αμφοτέρων των φύλων να βαπτίζωνται και ανατρέφωνται κατά το ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα»12.
Τέλος απηγορευμένη κατ' αρχήν και γενικώς ήτο και η ταφή των Δυτικών υπό Ορθοδόξων Ιερέων, ως εξάγεται, πλην των άλλων, και εκ των ειρημένων και κατωτέρω δημοσιευομένων επιστολών των οικουμενικών Πατριαρχών Καλλινίκου και Ιερεμίου Γ'. Φαίνεται όμως ότι η αυστηρά αυτή απόφανσις και πράξις δεν εύρε καθολικήν εφαρμογήν, διότι παραλλήλως, και μάλιστα αρχαιότερον ως και μεταγενεστέρως, κατά τον Κίτρου Ιωάννην, ακμάσαντα περί τα τέλη του ιβ' αιώνος, ενιαχού «εθάπτοντο Ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις, ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ, και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες ωσαύτως εψάλλοντο ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως… Ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσέβεια οπωσούν λυμαινόμενον το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων ούτε γαρ ο τόπος τους απελθόντας παρά Θεώ ποιεί αποβλήτους, και η επ’ αυτοίς ψαλμωδία των Λατίνων ουκ εστίν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών…»13. Επί τη βάσει λοιπόν τούτων επετράπη βραδύτερον κατ' οικονομίαν και συγκατάβασιν η ταφή των Λατίνων και λοιπών ετεροδόξων γενικώς δι’ Ιδιαιτέρας εκκλησιαστικής ακολουθίας, ως φαίνεται εκ των κατωτέρω δημοσιευομένων εγκυκλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου από 20. 10. 186914, ως και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 15. 3. 1891.15
(Θεία Ευχαριστία, Εξομολόγηση, Ιερωσύνη, Γάμος και ταφή αυτών)
Ιωάννης Καρμίρης
Πηγή: "Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 1000-1008
α) Εισαγωγή
Εν τοις ζητήμασι τούτοις και γενικώς τη μυστηριακή κοινωνία η intercommunio μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και των άλλων ετεροδόξων εν γένει η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ηκολούθησε το παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας, απαγορεύσασα ταύτην, και μάλιστα την υπό τον Ορθοδόξων κοινωνίαν ετεροδόξων μυστηρίων, μη αναγνωριζομένων ως τελουμένων έξω της αληθούς Ορθοδόξου Εκκλησίας, είτα δε και την παροχήν των Ορθοδόξων μυστηρίων εις τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους ετεροδόξους. Διότι, εξ επόψεως Ορθοδόξου, η κοινή συμμετοχή εις την τράπεζαν του Κυρίου, την εξομολόγησιν και τα άλλα μυστήρια, και γενικώς η λεγομένη intercommunio, δύναται να νοηθή μόνον ως επιστέγασμα της εν τη πίστει συμφωνίας των Εκκλησιών και της γνήσιας και πραγματικής δογματικής ενώσεως αυτών και ως καρπός της εσωτερικής ομολογιακής ενότητος των Χριστιανών, ης ελλειπούσης δεν είναι επιτετραμμένη η κοινωνία εν τοις μυστηρίοις1.
Τούτο συνάγεται εκ τε των γενικών θεωρητικών άρχων της Ορθοδοξίας, και μάλιστα της περί ακυρότητος των έκτος της αληθούς Εκκλησίας τελουμένων μυστηρίων, ως και εκ ρητών κανόνων και εκ της καθόλου πράξεως της αρχαίας Εκκλησίας, ην συγκεφαλαιών ο Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει προκειμένου ειδικώς περί του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας: «επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν οι πάντες, έν σώμα Χριστού και έν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες. Πάση δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών, μήτε διδόναι· «μη δώτε γαρ τα αγία τοις κυσίν, ο Κύριος φησι, μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων», ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως. Eι γαρ πάντως ένωσίς εστί προς Χριστόν και προς αλλήλους, πάντως και πάσι τοις συμμεταλαμβάνουσιν ημίν κατά προαίρεσιν ενούμεθα· εκ προαιρέσεως γαρ η ένωσις αύτη γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης· «πάντες γαρ εν σώμα εσμεν», ότι εκ του ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος»2.
Τούτοις επόμενοι βραδύτερον και οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι Καλλίνικος και Ιερεμίας Γ' επαναλαμβάνουσι κατωτέρω, ότι «το αυτό ποτήριον τους κοινωνούντας ομοφρονούντας είναι βούλεται, ουχί αλλότριους· τα αλλότρια γαρ ακοινώνητά εισιν». Και ο Θεόδωρος Βαλσαμών γράφει, ότι «ουκ οφείλει γένος Λατινικόν εκ χειρός Ιερατικής δια των θείων και άχραντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις Ορθοδόξοις εξισωθή». Εκ των ανωτέρω και πολλών άλλων συνάγεται, ότι η μυστηριακή κοινωνία έχει ως απαραίτητον προϋπόθεσιν την απάρνησιν των ετεροδόξων πλανών και την αποδοχήν των αντιστοίχων Ορθοδόξων διδασκαλιών και την είσοδον εις τους κόλπους της Ορθοδοξίας, άρα ενότητα εν τη πίστει και τη ομολογία και τη Εκκλησία, απαγορευομένης της intercommunio μεταξύ των Ορθοδόξων και όλων των ετεροδόξων. Τούτο επιβάλλουσι, πλην άλλων, και τα κατωτέρω δημοσιευόμενα κείμενα:
1. Αι υπ' αριθ. 15, 16 και 35 ερωταποκρίσεις του γενομένου Πατριάρχου Αντιοχείας περί το 1193 γνωστού κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνος,
2. Η από 25. 11. 1701 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Καλλινίκου προς τον μητροπολίτην Λαρίσης Παρθένιον, και
3. Ή από του έτους 1724 επιστολή του οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ' προς τον μητροπολίτην Άρτης.3 Γενικώς δε διαπιστούμεν, ότι από του ιερού Δαμασκηνού και είτα του Φωτίου οι Ορθόδοξοι θεολόγοι έχονται σταθερώς της ορθής αρχής, ότι πάσης μυστηριακής και εξωτερικής κοινωνίας και ενώσεως των Εκκλησιών δέον να προηγηθή η ως conditio sine qua non θεωρούμενη δογματική και εσωτερική ένωσις αυτών, ης επιτυγχανομένης, θέλει επακολουθήσει και εκείνη αυτομάτως.
Έπειτα ως προς το μυστήριον της Ιερωσύνης των Ρωμαιοκαθολικών διαπιστούμεν, ότι οίαν στάσιν ετήρησεν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία έναντι του βαπτίσματος αυτών, την αυτήν περίπου στάσιν ετήρησε και έναντι της Ιερωσύνης των προσιόντων αυτή κληρικών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, παλαιότερον μεν αναγνωρίζουσα αυτήν κατά το αντίστοιχον παράδειγμα της αρχαίας Εκκλησίας4, εν δε τοις νεωτέροις χρόνοις και δη από του έτους 1756 απορρίπτουσα αυτήν μετά του βαπτίσματος αυτών, ει και υπάρχουσιν εξαιρέσεις παραδοχής Ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων κατ' οικονομίαν δι’ Αγίου Μύρου και λιβέλλου5. Ούτω δια τους ανωτέρω Μελχίτας τω 1860 απεφασίσθη κοινή διαγνώσει και αποφάσει, ίνα οι τε Ιερείς και επίσκοποι των λεγομένων Ρωμαιοκαθολικών γίνωνται δεκτοί εν τοις κόλποις της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας διαμονής της του Αγίου Μύρου επιχρίσεως μετά το επιδούναι λίβελλον πίστεως6, ενώ το αντίθετον είχε γίνει τω 1846, ότε ο Αμίδης Μακάριος εγένετο δεκτός ως λαϊκός αναχειροτονηθείς. Αντιθέτως οι Ορθόδοξοι Ρώσοι ανεχειροτόνουν τους προσερχόμενους εις αυτούς Λατίνους κληρικούς μέχρι του έτους 1667, δηλαδή καθ’ ό χρονικόν διάστημα ομοίως ανεβάπτιζον αυτούς.
Γενικώς παρατηρούμεν ότι και εν τω ζητήματι τούτω η Εκκλησία δύναται κατά τας περιστάσεις ότε μεν να εφαρμόζη την ακρίβειαν και να θεωρή άκυρους τας χειροτονίας των ετεροδόξων, ότε δε να εφαρμόζη την οικονομίαν και να δέχηται τους προσερχόμενους αυτή και παρ' αιρετικών και ετεροδόξων, διατηρούντων την ιερωσύνην, κεχειροτονημένους κληρικούς, δια χρίσματος Αγίου Μύρου και λιβέλλου. «Και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις Ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, Ορθοδόξων ή όντων ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων», κατά τον Αρχιεπίσκοπον Βουλγαρίας Δημήτριον Χωματηνόν7. Εντεύθεν και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, απαντώσα τω 1879 προς το ερώτημα του Οικουμενικού Πατριάρχου «περί του πώς δει προσδέχεσθαι τους από των σχισματικών Βουλγάρων τη Εκκλησία προσερχόμενους, Αρχιερείς, Ιερείς και Διακόνους, τους παρ' αρχιερέων εν καθαιρέσει και αφορισμώ τελούντων κεχειροτονημένους», έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής, γενικήν κεκτημένα ισχύν:
«Δύο αληθώς οδοί εισιν εις παραδοχήν των ειλικρινώς μεταγνόντων Χριστιανών, η της ακριβείας και η της οικονομίας, αις οίόν τε εστίν επακολουθήσαι. Ευδοκία δε Θεού αμφότεραι αύται κανονικώς επιτετραμμένοι και παραδεδεγμένοι παρά τη Εκκλησία, τη τον λόγον του Κυρίου ορθοτομούση, εισί. Δια δη το ζήτημα ευσύνοπτον παρίσταται ημίν, ουδέν ό άλλο λείπεται ή ζητήσαι κατά γε το νυν την επί τούτου κατά τε τους Ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν λυσιτελεστέραν οδόν. Και η μεν ακρίβεια, ότι επί πάντων εν γένει τέτακται, αυτόδηλον εστίν, ώστε ουδεμίαν περί ταύτης έρευναν ποιητέον. Δει δε μόνον εξετάσαι, εν ανάγκη τη οικονομία ειδικώς χρήσασθαι, τη μερικώς και εξαιρέτως επιτετραμμένη. Η ταύτης χρήσις επί τοιούτων, ως προνομία τις η νόμου αθέτησις, εξήρτηται πάντως εξ όρων υποκειμένων τη εκτιμήσει του κριτού. Των όρων τούτων εν τοις πρώτοις παρίστανται ένθεν μεν το ειλικρινές της μετανοίας, ένθεν δε το πλήθος, ή το εν τη Εκκλησία σπουδαίον των επιστρεφόντων, ή η αποφυγή κακού μείζονος. Διότι τούτων ή τοιούτων όρων άνευ η μεν οικονομία απέβαινεν αν κανονική και ουκ εξαίρεσις, η δε ακρίβεια μάτην εν τοις ιεροίς Κανόσι γενικός εκκλησιαστικός νόμος αναγεγραμμένη… Εάν η επιστροφή, περί ης ο λόγος, έχη υπέρ εαυτής τους όρους, καθ’ ους υπαγορεύεται η οικονομία και κατά τους ιερούς Κανόνας και την Ιεράν Παράδοσιν, έτι δε εάν και τα αποβησόμενα μέλλωσι γενέσθαι αγαθά τη Εκκλησία, συντάσσεται προθύμως τη οικονομία» η ιερά Σύνοδος8.
Περαιτέρω η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει μεν ουδ' επιδοκιμάζει τους μικτούς γάμους μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, συμφώνως τω 72 κανόνι της Πενθέκτης οικουμενικής Συνόδου9 και άλλοις Ιεροίς κανόσιν10, είναι όμως υποχρεωμένη να ανέχηται αυτούς προς αποτροπήν μειζόνων κακών. Όθεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν επιτρέπει τους τοιούτους μικτούς γάμους, υπό τον όρον πάντοτε ότι το μη Ορθόδοξον μέλος θα δώση έγγραφον υπόσχεσιν περί τελέσεως του γάμου υπό Ορθοδόξου ιερέως και περί Ορθοδόξου βαπτίσεως και ανατροφής των τέκνων. Ούτω το οικουμενικόν Πατριαρχείον εν έτει 1878 απεφήνατο: «Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους μικτούς γάμους, αλλά πολλάκις προς πρόληψιν δυσάρεστων συνεπειών συγχωρεί κατά συγκατάβασιν και τέλεσιν αυτών αθορύβως»11. Ομοίως και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν έτει 1869 ανεγνώρισε τους μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων και ειδικώς των Ρωμαιοκαθολικών και των Διαμαρτυρομένων μικτούς γάμους, γράψασα ότι «παραδέχεται μεν κατ' εκκλησιαστικήν οικονομίαν την τέλεσιν των μικτών γάμων, υπό τον όρον όμως να τελώνται ούτοι υπό Ορθοδόξου ιερέως κατά τας διατυπώσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε εκ τούτων γεννώμενα τέκνα αμφοτέρων των φύλων να βαπτίζωνται και ανατρέφωνται κατά το ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα»12.
Τέλος απηγορευμένη κατ' αρχήν και γενικώς ήτο και η ταφή των Δυτικών υπό Ορθοδόξων Ιερέων, ως εξάγεται, πλην των άλλων, και εκ των ειρημένων και κατωτέρω δημοσιευομένων επιστολών των οικουμενικών Πατριαρχών Καλλινίκου και Ιερεμίου Γ'. Φαίνεται όμως ότι η αυστηρά αυτή απόφανσις και πράξις δεν εύρε καθολικήν εφαρμογήν, διότι παραλλήλως, και μάλιστα αρχαιότερον ως και μεταγενεστέρως, κατά τον Κίτρου Ιωάννην, ακμάσαντα περί τα τέλη του ιβ' αιώνος, ενιαχού «εθάπτοντο Ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις, ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ, και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες ωσαύτως εψάλλοντο ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως… Ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσέβεια οπωσούν λυμαινόμενον το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων ούτε γαρ ο τόπος τους απελθόντας παρά Θεώ ποιεί αποβλήτους, και η επ’ αυτοίς ψαλμωδία των Λατίνων ουκ εστίν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών…»13. Επί τη βάσει λοιπόν τούτων επετράπη βραδύτερον κατ' οικονομίαν και συγκατάβασιν η ταφή των Λατίνων και λοιπών ετεροδόξων γενικώς δι’ Ιδιαιτέρας εκκλησιαστικής ακολουθίας, ως φαίνεται εκ των κατωτέρω δημοσιευομένων εγκυκλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου από 20. 10. 186914, ως και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από 15. 3. 1891.15