Οι Χάζαροι ή Χαζάροι (περσικά: خزر, αζέρικα: Xəzərlər, ουκρανικά: Хоза́ри, Khozáry, ρωσικά: Хаза́ры, Khazáry) ήταν ένας ημινομαδικός τουρκικός λαός με μία ομοσπονδία από φυλές που μιλούσαν τουρκικές γλώσσες που στα τέλη του 6ου αιώνα εδραίωσαν μία μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία , ευρισκόμενοι πάνω σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Νοτιοδυτικής Ασίας. Επρόκειτο για την ισχυρότερη πολιτεία που αναδύθηκε από τη διάλυση του Δυτικού Τουρκικού Χαγανάτου. Η Χαζαρία κυριάρχησε στο δυτικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού και έπαιξε βασικό εμπορικό ρόλο ως σταυροδρόμι μεταξύ Κίνας, Μέσης Ανατολής και Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Επί τρεις περίπου αιώνες (650-965) οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στη μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από τις στέπες του Βόλγα και του Ντον, μέχρι την ανατολική Κριμαία και το βόρειο Καύκασο. Έπαψαν να υπάρχουν γύρω στον 11ο - 12ο αιώνα. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι δυτικά και βόρεια της Κασπίας Θάλασσας, κυρίως στο βόρειο Καύκασο και την ευρασιατική στέπα. Πέραν της αδιαμφισβήτητης τουρκικής καταγωγής τους, η ακριβής προέλευσή τους δεν είναι ακόμα εξακριβωμένη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, προήλθαν από την ανάμειξη κάποιων τουρκομογγολικών φύλων με απομεινάρια των Ούννων και τοπικά φύλα της ΒΔ Κασπίας. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία τουρκική ρίζα «qaz-» (καζ), που σημαίνει «περιπλανώμαι».
Η Χαζαρία λειτούργησε επί μακρόν ως ουδέτερο κράτος μεταξύ αφενός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφετέρου τόσο των νομάδων των βόρειων στεπών, όσο και της Αυτοκρατορίας των Ομεϋαδών, αφού λειτούργησε πρωτύτερα ως εντολοδόχος του Βυζαντίου κατά της περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Η συμμαχία διαλύθηκε γύρω στα 900 μ.Χ., καθώς οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Αλανούς να επιτεθούν στη Χαζαρία και να αδυνατίσουν τις θέσεις της στην Κριμαία και τον Καύκασο, επιδιώκοντας να πετύχουν συμμαχία με την ανερχόμενη δύναμη των Ρως στα βόρεια της Χαζαρίας, που φιλοδοξούσε να τους προσηλυτίσει στο Χριστιανισμό. Μεταξύ 965 και 969 ο ηγεμόνας των Ρως του Κιέβου Σβιατοσλάβος Α΄ κατέλαβε την πρωτεύουσα Ατίλ και κατέλυσε το κράτος των Χαζάρων. Το χαγανάτο των Χαζάρων ήταν πολύγλωσσο και πολυεθνικό. Το μητρικό τους θρήσκευμα ήταν ο Τενγκρισμός όπως και των Βόρειων Καυκάσιων Ούννων και άλλων τουρκικών φυλών. Το πολυεθνικό ευρύ κοινό του χαγανάτου φαίνεται πως ήταν ένα μωσαϊκό παγανιστών, τενγκριστών, ιουδαϊστών, χριστιανών και μουσουλμάνων. Ωστόσο, ίσως η κυβερνώσα αριστοκρατία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό περί τον 8ο αιώνα για ασαφή αίτια. Μια σύγχρονη θεωρία, ότι ο πυρήνας των Ασκεναζιτών Εβραίων προέκυψε από μια υποθετική διασπορά Χαζάρων Εβραίων, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από ορισμένους μελετητές και ερευνητές, αλλά υποστηρίζεται από άλλους.
Χαγανάτο των Χαζάρων. Πρωτεύουσα: Μπαλαντζάρ (650-720),Σαμαντάρ (720-750), Ατίλ (750-969)
Ετυμολογία
Κατά τον Γκιούλα Νέμεθ (Ούγγρος γλωσσολόγος και τουρκολόγος, μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών), σε συνέχεια των απόψεων του Ζόλταν Γκόμπος (Ούγγρος γλωσσολόγος), η λέξη Χάζαροι προέρχεται από ένα υποθετικό «Κασάρ», που αντιστοιχεί σε μια τουρκική ρίζα «καζ» («περιπλανώμαι»), υποθετική παραλλαγή του κοινού τουρκικού «κεζ». Με την έκδοση αποσπασμάτων των επιγραφών Τες και Τέρκινς της αυτοκρατορίας των Ουιγούρων (744-840), όπου απαντάται ο τύπος «Κασάρ» - αν και παραμένει αβέβαιο αν αυτός αντιπροσωπεύει προσωπικό ή φυλετικό όνομα - σταδιακά εμφανίσθηκαν άλλες υποθέσεις. Κατά τον Λουί Μπαζέν (Γάλλος ασιατολόγος) προέρχεται από το τουρκικό «κας» (τυραννώ, καταπιέζω, τρομοκρατώ), στη βάση της φωνητικής ομοιότητας με το φυλετικό όνομα των Ουιγούρων, Κασάρ. Ο Άντρας Ρόνα Τας (Ούγγρος ιστορικός και γλωσσολόγος) το συνδέει με το «Κέσαρ», τη μεταγραφή στα Μεσαιωνικά Περσικά του ρωμαϊκού τίτλου Καίσαρ.
Ο Ν.Μ. Ντάνλοπ (Βρετανός ασιατολόγος) προσπάθησε να συνδέσει τον κινεζικό όρο για τους «Χαζάρους» με ένα από τα φυλετικά ονόματα των Ουιγούρων Τοκούζ Ογούζ, συγκεκριμένα το «Γκεσά». Υπάρχουν οι αντιρρήσεις ότι το «Γκεσά (κινεζικά) /Κασάρ (τουρκικά)» των Ουιγούρων δεν ήταν φυλετικό όνομα αλλά μάλλον το επώνυμο του αρχηγού της φυλής Σικάρι (στη σογδιανή γλώσσα) των Τοκούζ Ογούζ, και ότι στα Μεσαιωνικά Κινεζικά το εθνώνυμο «Χάζαροι», πάντα προλεγόμενο με τη λέξη Τουγιουέ, που σημαίνει «Τούρκος» (Τουγιουέ Κεσά μπου: 突厥可薩部; Τουγιουέ Χεσά: 突厥曷薩), μεταγράφεται με διαφορετικούς χαρακτήρες από εκείνους που χρησιμοποιούνται για ν΄ αποδώσουν το «κα» στη λέξη των Ουιγούρων «Κασάρ». Μετά τον προσηλυτισμό τους έχει αναφερθεί ότι υιοθέτησαν την εβραϊκή γραφή και είναι πολύ πιθανό ότι, αν και μιλούσαν μια τουρκική γλώσσα, οι κυβερνητικοί των Χαζάρων υπό τον Ιουδαϊσμό αλληλογραφούσαν στα Εβραϊκά.
Φυλετική προέλευση και αρχαία ιστορία
Οι φυλές που θα αποτελούσαν την αυτοκρατορία των Χαζάρων δεν ήταν μια εθνική ένωση, αλλά ένα άθροισμα νομάδων της στέπας και λαών κατόπιν υποτελών τους, που στηρίζονταν σε μια κεντρική τουρκική ηγεσία. Ήδη, πολλές τουρκικές ομάδες, όπως οι ογουρικοί λαοί, μεταξύ αυτών οι Σαράγουροι, Ογούροι, Ονόγουροι και Πρωτοβούλγαροι, που αποτελούσαν πρωτύτερα τμήμα της συνομοσπονδίας των Τιέλε, έχοντας αρκετά νωρίς εκδιωχθεί δυτικά από τις πατρίδες τους από τους Σαβίρους (τουρκικό λαό), που με τη σειρά τους εκδιώχθηκαν από τους Ασιάτες Αβάρους, άρχισαν να ξεχύνονται στην περιοχή Βόλγα-Κασπίας-Πόντου ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αναφέρονται από τον Πρίσκο να κατοικούν στις στέπες της Δυτικής Ευρασίας από το 463. Εμφανίζονται δε να προήλθαν από τη Μογγολία και τη Νότια Σιβηρία, στον απόηχο της διάλυσης των νομαδικών κοινοτήτων των Ούννων/Σιονγκ-νου. Μια ποικίλλουσα ομοσπονδία φυλών υπό την ηγεσία των Τούρκων αυτών, η οποία πιθανόν περιελάμβανε μια σύνθεση ιρανικών, πρωτομογγολικών, ουραλικών και παλαιοσιβηρικών πατριών, συνέτριψε το Χαγανάτο των Ρουράν των ηγεμονικών Αβάρων της κεντρικής Ασίας το 552 και μετακινήθηκε προς τα δυτικά, συμπαρασύροντας άλλους νομάδες της στέπας, καθώς και λαούς από τη Σογδιανή.
Η κυβερνώσα οικογένεια αυτής της συνομοσπονδίας πιθανόν να προερχόταν από τη φυλή Ασίνα των δυτικών τουρκικών φυλών, αν και ο Κονσταντίν Ζούκερμαν (Γαλλοεβραίος ιστορικός) αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τους Ασίνα και τον κεντρικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των Χαζάρων. Ο Πήτερ Γκόλντεν (Αμερικανός ιστορικός) σημειώνει ότι κινεζικές και αραβικές αναφορές είναι σχεδόν ταυτόσημες, ενισχύοντας τη συγγένειά τους και συμπεραίνει ότι ηγεμόνας τους ίσως να ήταν ο Γιπισεκούι, που έχασε την εξουσία ή σκοτώθηκε γύρω στα 651. Μετακινούμενη προς τα δυτικά η συνομοσπονδία έφτασε στη χώρα των Ακατζίρων, που ήταν σημαντικοί σύμμαχοι του Βυζαντίου, πολεμώντας το στρατό του Αττίλα.
Άνοδος του κράτους των Χαζάρων
Ένα εμβρυακό κράτος της Χαζαρίας άρχισε να σχηματίζεται λίγο μετά το 630 μ.Χ., προκύπτοντας μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου χαγανάτου των Γκιοκτούρκων. Οι στρατιές των Γκιοκτούρκων είχαν περάσει το Βόλγα το 549, εκδιώκοντας τους Αβάρους (ή αυτούς που είχαν οικειοποιηθεί το όνομα των Αβάρων, τους "Ψευδοαβάρους"), που αναγκάστηκαν τότε να διαφύγουν στο καταφύγιο της πεδιάδας της Παννονίας. Η φυλή Ασίνα, που το φυλετικό της όνομα ήταν «Τουρκ» («οι δυνατοί»), εμφανίσθηκε σύμφωνα με κινεζικά χρονικά στη σκηνή το 552, όταν ως ηγέτιδα φυλή της συνομοσπονδίας νομαδικών τουρκικών φύλων με την ονομασία Τουρούκ (Κινεζικά: Τουτζιουέ, μεταγραφή στα Ελληνικά: Τούρκοι), ανέτρεψε τους Ρουράν και ίδρυσε το Χαγανάτο των Γκιοκτούρκων (Gök= γαλάζιος, ουράνιος, θεϊκός στα Τουρκικά). Το 568 αυτοί οι Γκιοκτούρκοι επεδίωξαν μια συμμαχία με το Βυζάντιο για να επιτεθούν στην Περσία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αρχαιότερους Γκιοκτούρκους και το νεότερο Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο τους, όταν μετά το θάνατο του χαγάνου Τασπάρ, μια διαφωνία για τη διαδοχή οδήγησε σε δυναστική κρίση μεταξύ του επιλεγμένου από τον Τασπάρ διαδόχου του, του χαγάνου Άπα, και του ηγεμόνα που είχε εκλεγεί από το ανώτερο φυλετικό συμβούλιο "Ασίνα Σέτου", του χαγάνου Ισμπάρα.
Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, ο γιαμπγκού (=αντιβασιλέας, υπεύθυνος για το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας) των Ασίνα, Τονγκ, κατόρθωσε να παγιώσει το δυτικό κράτος, αλλά μετά το θάνατό του, αφού παρείχε πρώτα αποφασιστική στρατιωτική βοήθεια στο Βυζάντιο για την καταδίωξη του στρατού των Σασσανιδών στην περσική ενδοχώρα, το Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο διαλύθηκε υπό την πίεση των επιτιθέμενων στρατιών της κινέζικης δυναστείας Τανγκ, και διασπάσθηκε σε δύο ανταγωνιστικές ομοσπονδίες, που καθεμιά αποτελείτο από πέντε φυλές, συλλογικά γνωστές ως τα «Δέκα Βέλη» («Ον Οκ»), που για λίγο αμφισβήτησαν την ηγεμονία των Τανγκ στο ανατολικό Τουρκεστάν (σημερινό Ουζμπεκιστάν και τμήματα γειτονικών χωρών). Στο μεταξύ δύο νέα νομαδικά κράτη γεννήθηκαν δυτικότερα, η συνομοσπονδία της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας, υπό τον Κουμπράτ, ηγέτη της φυλής Ντουολού, και η συνομοσπονδία Νουσίμπι, που αποτελείτο επίσης από πέντε φυλές. Οι Πρωτοβούλγαροι προσέβαλαν τους Αβάρους στην περιοχή του ποταμού Κουμπάν - Θάλασσας του Αζόφ. Το Χαζαρικό Χαγανάτο εδραιώθηκε ακόμα δυτικότερα, κατά τα φαινόμενα υπό μία δυναστεία των Ασίνα. Μετά από μια συντριπτική νίκη επί των φυλών το 657, σχεδιασμένη από τον Κινέζο στρατηγό Σου Ντινγκφάνγκ, η κινέζικη επικυριαρχία επιβλήθηκε στην Ανατολή μετά από μια τελική εκκαθαριστική επιχείρηση το 659, αλλά οι δύο ομοσπονδίες Βουλγάρων και Χαζάρων πολέμησαν για την κυριαρχία στις δυτικές στέπες, και με την επικράτηση των τελευταίων, οι πρώτοι είτε υπέκυψαν στην κυριαρχία των Χαζάρων, είτε, υπό τον Ασπαρούχ, γιο του Κουρμπάτ, μετακινήθηκαν ακόμη δυτικότερα περνώντας το Δούναβη, για να θέσουν τα θεμέλια της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια (679).
Έτσι το Χαγανάτο των Χαζάρων σχηματίσθηκε από τα ερείπια της νομαδικής αυτοκρατορίας των Γκιοτούρκων, που διαλύθηκε υπό την πίεση των στρατιών της κινεζικής δυναστείας Τανγκ στα ανατολικά, κάπου μεταξύ 630 - 650. Μετά την κατάκτηση της περιοχής του Κάτω Βόλγα στην Ανατολή και μιας έκτασης προς τα δυτικά μεταξύ Δούναβη και Δνείπερου, και την υποταγή της ένωσης Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων, κάπου γύρω στα 670, εμφανίζεται ένα σωστά οργανωμένο Χαζαρικό Χαγανάτο, γινόμενο το δυτικότερο διάδοχο κράτος του Χαγανάτου των Γκιοκτούρκων μετά τη διάλυση του τελευταίου. Σύμφωνα με τον Ομέλιαν Πρίτσακ (Ουκρανός ιστορικός) η γλώσσα της ομοσπονδίας Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων έμελλε να γίνει η lingua franca της Χαζαρίας, καθώς αυτή εξελίχθηκε σε αυτό που ο Λεβ Γκουμιλιόφ (Σοβιετικός ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος) ονόμασε μία «Ατλαντίδα της στέπας». Το υψηλό κύρος που αυτή η αυτοκρατορία απέκτησε στο βορρά πιστοποιείται από τη «Φαρσνάμα» (Βιβλίο της Φαρς, γράφτηκε το 1100) του Ιμπν αλ Μπάλχι, που αναφέρει ότι ο σάχης των Σασσανιδών Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν θεωρούσε τρεις θρόνους σε ίση μοίρα με το δικό του, της Κίνας, του Βυζαντίου, και των Χαζάρων. Αν και αναχρονιστικός τοποθετώντας τους Χαζάρους στην περίοδο αυτή, ο μύθος θέτοντας τον Χάζαρο χαγάνο σε θρόνο ίσου κύρους με τους αυτοκράτορες των άλλων δύο υπερδυνάμεων, μαρτυρά τη φήμη που είχαν αποκτήσει οι Χάζαροι από την αρχαία εποχή.
https://www.wikiwand.com/el/%CE%A7%CE%B ... E%BF%CE%B9
Χαγανάτο των Χαζάρων. Πρωτεύουσα: Μπαλαντζάρ (650-720),Σαμαντάρ (720-750), Ατίλ (750-969)
Ετυμολογία
Κατά τον Γκιούλα Νέμεθ (Ούγγρος γλωσσολόγος και τουρκολόγος, μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών), σε συνέχεια των απόψεων του Ζόλταν Γκόμπος (Ούγγρος γλωσσολόγος), η λέξη Χάζαροι προέρχεται από ένα υποθετικό «Κασάρ», που αντιστοιχεί σε μια τουρκική ρίζα «καζ» («περιπλανώμαι»), υποθετική παραλλαγή του κοινού τουρκικού «κεζ». Με την έκδοση αποσπασμάτων των επιγραφών Τες και Τέρκινς της αυτοκρατορίας των Ουιγούρων (744-840), όπου απαντάται ο τύπος «Κασάρ» - αν και παραμένει αβέβαιο αν αυτός αντιπροσωπεύει προσωπικό ή φυλετικό όνομα - σταδιακά εμφανίσθηκαν άλλες υποθέσεις. Κατά τον Λουί Μπαζέν (Γάλλος ασιατολόγος) προέρχεται από το τουρκικό «κας» (τυραννώ, καταπιέζω, τρομοκρατώ), στη βάση της φωνητικής ομοιότητας με το φυλετικό όνομα των Ουιγούρων, Κασάρ. Ο Άντρας Ρόνα Τας (Ούγγρος ιστορικός και γλωσσολόγος) το συνδέει με το «Κέσαρ», τη μεταγραφή στα Μεσαιωνικά Περσικά του ρωμαϊκού τίτλου Καίσαρ.
Ο Ν.Μ. Ντάνλοπ (Βρετανός ασιατολόγος) προσπάθησε να συνδέσει τον κινεζικό όρο για τους «Χαζάρους» με ένα από τα φυλετικά ονόματα των Ουιγούρων Τοκούζ Ογούζ, συγκεκριμένα το «Γκεσά». Υπάρχουν οι αντιρρήσεις ότι το «Γκεσά (κινεζικά) /Κασάρ (τουρκικά)» των Ουιγούρων δεν ήταν φυλετικό όνομα αλλά μάλλον το επώνυμο του αρχηγού της φυλής Σικάρι (στη σογδιανή γλώσσα) των Τοκούζ Ογούζ, και ότι στα Μεσαιωνικά Κινεζικά το εθνώνυμο «Χάζαροι», πάντα προλεγόμενο με τη λέξη Τουγιουέ, που σημαίνει «Τούρκος» (Τουγιουέ Κεσά μπου: 突厥可薩部; Τουγιουέ Χεσά: 突厥曷薩), μεταγράφεται με διαφορετικούς χαρακτήρες από εκείνους που χρησιμοποιούνται για ν΄ αποδώσουν το «κα» στη λέξη των Ουιγούρων «Κασάρ». Μετά τον προσηλυτισμό τους έχει αναφερθεί ότι υιοθέτησαν την εβραϊκή γραφή και είναι πολύ πιθανό ότι, αν και μιλούσαν μια τουρκική γλώσσα, οι κυβερνητικοί των Χαζάρων υπό τον Ιουδαϊσμό αλληλογραφούσαν στα Εβραϊκά.
Φυλετική προέλευση και αρχαία ιστορία
Οι φυλές που θα αποτελούσαν την αυτοκρατορία των Χαζάρων δεν ήταν μια εθνική ένωση, αλλά ένα άθροισμα νομάδων της στέπας και λαών κατόπιν υποτελών τους, που στηρίζονταν σε μια κεντρική τουρκική ηγεσία. Ήδη, πολλές τουρκικές ομάδες, όπως οι ογουρικοί λαοί, μεταξύ αυτών οι Σαράγουροι, Ογούροι, Ονόγουροι και Πρωτοβούλγαροι, που αποτελούσαν πρωτύτερα τμήμα της συνομοσπονδίας των Τιέλε, έχοντας αρκετά νωρίς εκδιωχθεί δυτικά από τις πατρίδες τους από τους Σαβίρους (τουρκικό λαό), που με τη σειρά τους εκδιώχθηκαν από τους Ασιάτες Αβάρους, άρχισαν να ξεχύνονται στην περιοχή Βόλγα-Κασπίας-Πόντου ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αναφέρονται από τον Πρίσκο να κατοικούν στις στέπες της Δυτικής Ευρασίας από το 463. Εμφανίζονται δε να προήλθαν από τη Μογγολία και τη Νότια Σιβηρία, στον απόηχο της διάλυσης των νομαδικών κοινοτήτων των Ούννων/Σιονγκ-νου. Μια ποικίλλουσα ομοσπονδία φυλών υπό την ηγεσία των Τούρκων αυτών, η οποία πιθανόν περιελάμβανε μια σύνθεση ιρανικών, πρωτομογγολικών, ουραλικών και παλαιοσιβηρικών πατριών, συνέτριψε το Χαγανάτο των Ρουράν των ηγεμονικών Αβάρων της κεντρικής Ασίας το 552 και μετακινήθηκε προς τα δυτικά, συμπαρασύροντας άλλους νομάδες της στέπας, καθώς και λαούς από τη Σογδιανή.
Η κυβερνώσα οικογένεια αυτής της συνομοσπονδίας πιθανόν να προερχόταν από τη φυλή Ασίνα των δυτικών τουρκικών φυλών, αν και ο Κονσταντίν Ζούκερμαν (Γαλλοεβραίος ιστορικός) αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τους Ασίνα και τον κεντρικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των Χαζάρων. Ο Πήτερ Γκόλντεν (Αμερικανός ιστορικός) σημειώνει ότι κινεζικές και αραβικές αναφορές είναι σχεδόν ταυτόσημες, ενισχύοντας τη συγγένειά τους και συμπεραίνει ότι ηγεμόνας τους ίσως να ήταν ο Γιπισεκούι, που έχασε την εξουσία ή σκοτώθηκε γύρω στα 651. Μετακινούμενη προς τα δυτικά η συνομοσπονδία έφτασε στη χώρα των Ακατζίρων, που ήταν σημαντικοί σύμμαχοι του Βυζαντίου, πολεμώντας το στρατό του Αττίλα.
Άνοδος του κράτους των Χαζάρων
Ένα εμβρυακό κράτος της Χαζαρίας άρχισε να σχηματίζεται λίγο μετά το 630 μ.Χ., προκύπτοντας μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου χαγανάτου των Γκιοκτούρκων. Οι στρατιές των Γκιοκτούρκων είχαν περάσει το Βόλγα το 549, εκδιώκοντας τους Αβάρους (ή αυτούς που είχαν οικειοποιηθεί το όνομα των Αβάρων, τους "Ψευδοαβάρους"), που αναγκάστηκαν τότε να διαφύγουν στο καταφύγιο της πεδιάδας της Παννονίας. Η φυλή Ασίνα, που το φυλετικό της όνομα ήταν «Τουρκ» («οι δυνατοί»), εμφανίσθηκε σύμφωνα με κινεζικά χρονικά στη σκηνή το 552, όταν ως ηγέτιδα φυλή της συνομοσπονδίας νομαδικών τουρκικών φύλων με την ονομασία Τουρούκ (Κινεζικά: Τουτζιουέ, μεταγραφή στα Ελληνικά: Τούρκοι), ανέτρεψε τους Ρουράν και ίδρυσε το Χαγανάτο των Γκιοκτούρκων (Gök= γαλάζιος, ουράνιος, θεϊκός στα Τουρκικά). Το 568 αυτοί οι Γκιοκτούρκοι επεδίωξαν μια συμμαχία με το Βυζάντιο για να επιτεθούν στην Περσία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αρχαιότερους Γκιοκτούρκους και το νεότερο Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο τους, όταν μετά το θάνατο του χαγάνου Τασπάρ, μια διαφωνία για τη διαδοχή οδήγησε σε δυναστική κρίση μεταξύ του επιλεγμένου από τον Τασπάρ διαδόχου του, του χαγάνου Άπα, και του ηγεμόνα που είχε εκλεγεί από το ανώτερο φυλετικό συμβούλιο "Ασίνα Σέτου", του χαγάνου Ισμπάρα.
Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, ο γιαμπγκού (=αντιβασιλέας, υπεύθυνος για το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας) των Ασίνα, Τονγκ, κατόρθωσε να παγιώσει το δυτικό κράτος, αλλά μετά το θάνατό του, αφού παρείχε πρώτα αποφασιστική στρατιωτική βοήθεια στο Βυζάντιο για την καταδίωξη του στρατού των Σασσανιδών στην περσική ενδοχώρα, το Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο διαλύθηκε υπό την πίεση των επιτιθέμενων στρατιών της κινέζικης δυναστείας Τανγκ, και διασπάσθηκε σε δύο ανταγωνιστικές ομοσπονδίες, που καθεμιά αποτελείτο από πέντε φυλές, συλλογικά γνωστές ως τα «Δέκα Βέλη» («Ον Οκ»), που για λίγο αμφισβήτησαν την ηγεμονία των Τανγκ στο ανατολικό Τουρκεστάν (σημερινό Ουζμπεκιστάν και τμήματα γειτονικών χωρών). Στο μεταξύ δύο νέα νομαδικά κράτη γεννήθηκαν δυτικότερα, η συνομοσπονδία της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας, υπό τον Κουμπράτ, ηγέτη της φυλής Ντουολού, και η συνομοσπονδία Νουσίμπι, που αποτελείτο επίσης από πέντε φυλές. Οι Πρωτοβούλγαροι προσέβαλαν τους Αβάρους στην περιοχή του ποταμού Κουμπάν - Θάλασσας του Αζόφ. Το Χαζαρικό Χαγανάτο εδραιώθηκε ακόμα δυτικότερα, κατά τα φαινόμενα υπό μία δυναστεία των Ασίνα. Μετά από μια συντριπτική νίκη επί των φυλών το 657, σχεδιασμένη από τον Κινέζο στρατηγό Σου Ντινγκφάνγκ, η κινέζικη επικυριαρχία επιβλήθηκε στην Ανατολή μετά από μια τελική εκκαθαριστική επιχείρηση το 659, αλλά οι δύο ομοσπονδίες Βουλγάρων και Χαζάρων πολέμησαν για την κυριαρχία στις δυτικές στέπες, και με την επικράτηση των τελευταίων, οι πρώτοι είτε υπέκυψαν στην κυριαρχία των Χαζάρων, είτε, υπό τον Ασπαρούχ, γιο του Κουρμπάτ, μετακινήθηκαν ακόμη δυτικότερα περνώντας το Δούναβη, για να θέσουν τα θεμέλια της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια (679).
Έτσι το Χαγανάτο των Χαζάρων σχηματίσθηκε από τα ερείπια της νομαδικής αυτοκρατορίας των Γκιοτούρκων, που διαλύθηκε υπό την πίεση των στρατιών της κινεζικής δυναστείας Τανγκ στα ανατολικά, κάπου μεταξύ 630 - 650. Μετά την κατάκτηση της περιοχής του Κάτω Βόλγα στην Ανατολή και μιας έκτασης προς τα δυτικά μεταξύ Δούναβη και Δνείπερου, και την υποταγή της ένωσης Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων, κάπου γύρω στα 670, εμφανίζεται ένα σωστά οργανωμένο Χαζαρικό Χαγανάτο, γινόμενο το δυτικότερο διάδοχο κράτος του Χαγανάτου των Γκιοκτούρκων μετά τη διάλυση του τελευταίου. Σύμφωνα με τον Ομέλιαν Πρίτσακ (Ουκρανός ιστορικός) η γλώσσα της ομοσπονδίας Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων έμελλε να γίνει η lingua franca της Χαζαρίας, καθώς αυτή εξελίχθηκε σε αυτό που ο Λεβ Γκουμιλιόφ (Σοβιετικός ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος) ονόμασε μία «Ατλαντίδα της στέπας». Το υψηλό κύρος που αυτή η αυτοκρατορία απέκτησε στο βορρά πιστοποιείται από τη «Φαρσνάμα» (Βιβλίο της Φαρς, γράφτηκε το 1100) του Ιμπν αλ Μπάλχι, που αναφέρει ότι ο σάχης των Σασσανιδών Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν θεωρούσε τρεις θρόνους σε ίση μοίρα με το δικό του, της Κίνας, του Βυζαντίου, και των Χαζάρων. Αν και αναχρονιστικός τοποθετώντας τους Χαζάρους στην περίοδο αυτή, ο μύθος θέτοντας τον Χάζαρο χαγάνο σε θρόνο ίσου κύρους με τους αυτοκράτορες των άλλων δύο υπερδυνάμεων, μαρτυρά τη φήμη που είχαν αποκτήσει οι Χάζαροι από την αρχαία εποχή.
https://www.wikiwand.com/el/%CE%A7%CE%B ... E%BF%CE%B9