Αθεϊσμός

1
Αθεϊα. Το καύχημα της εποχής μας!!!











Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι’ ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι’ ας είναι γελοίος, επίσημος κι’ ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι’ ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι’ ας είναι κουφιοκέφαλος.

Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει.

Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι’ αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι’ εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».

Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι’ αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ’ αχόρταγο λογικό σας!».

Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι’ από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως πού μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι’ αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι’ αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι’ από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα’ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι’ αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ’ άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.

Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι’ εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι’ αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».

Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι’ ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.

Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α’) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι’ απότομος, «θετικός άνθρωπος», «γερό μυαλό». β’) Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι’ ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι’ οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».

Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι’ όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».

Λέγει λοιπόν ο έξυπνος: «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».

Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.

Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ’ έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, «και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».

Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι’ αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».

Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.

Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ’ ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι’ αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι’ οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ’ αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Αθεϊσμός

2
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ’ αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο «Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα’ άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.



Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού « την τ’ ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Αθεϊσμός

3
Τα στάδια του αθεϊσμού










Όταν μιλάμε για αθεϊσμό πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί. Γιατί αυτός που εμείς νοιώθουμε άθεο στην πραγματικότητα δεν είναι. Μπορεί κάποιος να ζει πολύ διαφορετικά από ό,τι ζούμε εμείς, αλλά αυτό δεν μπορεί να κληθεί αθεΐα. Υπάρχει ο θεωρητικός αθεϊσμός και πρακτικός αθεϊσμός, μπορούμε δε να ισχυρισθούμε ότι υπάρχει και ο θρησκευτικός αθεϊσμός. Στον τελευταίο ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που ζουν στον χώρο της Εκκλησίας πολύ επιφανειακά, χωρίς να αποκτούν προσωπική επίγνωση της θείας Χάριτος, προσωπική γνώση του Θεού. Οι Φαρισαίοι της εποχής του Χριστού ζούσαν μια τέτοια ιδιότυπη αθεΐα. Υποστήριζαν και δίδασκαν τον νόμο και όμως αγνοούσαν τον Νομοθέτη, και όχι μόνον Τον αγνοούσαν αλλά και Τον σταύρωσαν. Γι’ αυτό είναι δύσκολο κανείς να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πίστεως και της απιστίας. Μπορεί κάποιος να φαίνεται πιστός και όμως να καταλήξει σε πλήρη αθεΐα και αγνωστικισμό. Και μπορεί κάποιος άλλος να φαίνεται εξωτερικά άθεος και όμως να βρει την τέλεια πίστη.

Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω, παρά την δυσκολία τα στάδια του αθεϊσμού, όπως τα περιγράφει ο Κλεμάν. Βασικά διακρίνει τρία στάδια αθεϊσμού.

«Το πρώτο είναι ο αντιθεϊσμός, η επανάσταση ενάντια στο Θεό, στο όνομα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ο αντιθεϊσμός γεννιέται από την αποσύνθεση της χριστιανοσύνης, όταν αυτή, σιωπηρά νεκρή, μεταμορφώνεται σε ιδεολογία και αναζητάει τον ολοκληρωτισμό για να αντικαταστήσει τη χαμένη δύναμη του ολόκληρου». Μια κατεστημένη θρησκεία, που έχει μεταβληθεί σε ιδεολογία, απογοητεύει τους ανθρώπους, οι οποίοι επηρεασμένοι και από άλλα κοσμοθεωρητικά κίνητρα πολεμούν ανοιχτά αυτήν την νεκρά και αποστεωμένη θρησκεία. Οι αντιδράσεις είναι ισχυρές. Κοροϊδεύουν όλα τα της θρησκείας και μάλιστα στο όνομα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Είναι δηλαδή επαναστατικός και αντιθετικός.

Το δεύτερο στάδιο έρχεται μετά το προηγούμενο. Αφού κουράσθηκαν να εμπαίζουν και να πολεμούν φθάνουν σε άλλη κατάσταση. «Ο επαναστατικός και μαχητικός αθεϊσμός εξασθενεί από την ίδια του τη νίκη. Ενώ οι μάζες γλιστράνε στην αδιαφορία… ή γλιστράνε στη φυγή και τη “διασκέδαση” της “κοινωνίας του θεάματος”, οι πιο απαιτητικοί προσκρούουν στο πεπερασμένο και παραιτούνται από την αισιοδοξία, αναπτύσσουν φιλοσοφίες του παραλόγου και της ναυτίας». Έτσι η αδιαφορία και η απελπισία είναι εκείνα που διακρίνουν αυτό το δεύτερο στάδιο του αθεϊσμού. Από θρησκευτικό βίωμα γίνεται κοινωνιολογικό. Κουρασμένος από την μάχη του ο άνθρωπος πέφτει σε απελπισία, που δεν θεραπεύει απολύτως τίποτα. Αντί να το μετατρέψει αυτό σε απελπισία κατά Θεόν, δηλαδή σε μετάνοια, το μετατρέπει σε απελπισία κατά κόσμον. Είναι απογοητευμένος από όλα. Και ψάχνει να βρει τρόπους για να απαλύνει τον πόνο του, αλλά δεν μπορεί να το καταφέρει.

Όταν τελείως απελπισθεί, τότε καταλήγει σε ένα ιδιότυπο στάδιο αθεϊσμού. «Διαγράφεται κιόλας ένας τρίτος τύπος αθεϊσμού, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε μυστικιστικό. Ψάχνει κανείς για αντίδοτα της “κόκκινης ερήμου” της επιστήμης και της τεχνικής, ζητώντας μια εσωτερίκευσή τους, πάντοτε όμως μέσα στα όρια και της μιας και της άλλης – δηλ. μένοντας στην άρνηση του προσωπικού Θεού που έγινε άνθρωπος. Ανακαλύπτουν και πάλι το παράξενο, τις απόκρυφες δυνατότητες του ανθρώπου, τον παλιό συμβολισμό του σύμπαντος». Στο τρίτο αυτό στάδιο αναζητούν την «πνευματικότητα» των ανατολικών θρησκειών, της φιλοσοφίας, αλλά και την ψευδαίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από ψευτομεσσιανισμούς. Και μπορούμε να πούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος διακατέχεται από αυτόν τον μυστικισμό που είναι αρρωστημένος.

Από την ανάλυση αυτή εξάγονται μερικά συμπεράσματα:

Το πρώτο είναι ότι δυστυχώς αυτό που είναι ξεπερασμένο στον δυτικό χώρο το ζούμε εμείς στην Ελλάδα. Ζούμε καταστάσεις που ζούσαν οι δυτικοί εδώ και 50 χρόνια. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει σε όλα τα ζητήματα. Επηρεαζόμαστε από τη Δύση, αλλά την ξεπερασμένη Δύση, από αυτά που ξεπέρασε η Δύση. Έρχονται σε μας καθυστερημένα μοντέλα ζωής. Έτσι σε πολλά σημεία παρατηρείται το φαινόμενο του αντιθεϊσμού, του πρώτου επαναστατικού σταδίου του αθεϊσμού, που τώρα έχει ξεπερασθεί και στην Δύση, στην οποία ήδη φεύγουν από το δεύτερο στάδιο και αναζητούν το τρίτο, δηλαδή αναζητούν λύτρωση και απαλλαγή από τα εσωτερικά βασανιστικά προβλήματα. Εμείς πάντα είμαστε καθυστερημένοι.

Το δεύτερο είναι ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουμε μια υγιή πνευματικότητα, ισορροπημένη και ζωντανή, την οποία μπορούμε να ζήσουμε και να ξεφύγουμε από την φενάκη του αρρωστημένου μυστικισμού. Μπορούμε να αποκτήσουμε προσωπική γνώση του Θεού. Ο δικός μας Θεός δεν είναι αφηρημένος, Θεός των φιλοσόφων και των στοχαστών, αλλά Θεός αληθινός, ο Θεός των Πατέρων ημών. Γιατί να πέφτουμε σε απρόσωπο μυστικισμό, ανατολικού τύπου ή να γλιστράμε σε μαγείες και άλλα παρόμοια, όταν στην Παράδοσή μας διαθέτουμε πλήρη διδασκαλία και ζωή, που μας οδηγεί στην βίωση του προσωπικού Θεού;

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει ένα βάθος απύθμενο, που δεν μπορούμε να το διακρίνουμε με γυμνό οφθαλμό. Μπορεί να βλέπουμε την Εκκλησία ως κατεστημένο θεσμό, αλλά πέρα από την επιφάνεια υπάρχει η ζωντανή πραγματικότητα. Υπάρχει η αλήθεια ενσαρκωμένη σε πρόσωπα. Η αναζήτηση αυτής της αλήθειας και η βίωσή της μπορούν να αποτρέψουν την πορεία μας σε έναν αθεϊσμό, που απομυζά την ζωή και όλη την ύπαρξή μας.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Αθεϊσμός

4
Οι άθεοι είναι άλλη περίπτωση...
Υπάρχουν κάποια σαν τον Richard Dawkins, που θέλουνε να κρατήσουμε τις διδαχές του Χριστιανισμού, αλλά να απαλλαχθούμε από την θρησκεία (Cultural Christians ή Christian Atheists).
Άλλοι που απλώς αδιαφορούν για το όλο θέμα της θρησκείας, δηλώνουν άθεοι, και τελείωσε η υπόθεση...δεν μιλάνε ποτέ για θρησκεία κλπ., δεν τους νοιάζει.
Υπάρχουν και οι φανατισμένοι, όχι τόσο άθεοι όσο αντί-θρησκοι.

Πολλά είδη γενικώς...
Δεν είναι σωστό να κρίνεις κάποιον άθεο με το σκεπτικό "Είναι άθεος!", γιατί ο καθένας τους έχει διαφορετικές ηθικές αξίες και πιστεύω.

Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

5
Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο






Πηγή: "Το Λυκόφως του Αθεϊσμού" του Alister Mc Grath Εκδόσεις © "Ουρανός Α.Ε." των εκδόσεων "Ψυχογιός Α.Ε." (www.psichogios.gr) Αθήνα 2008.





Η θρησκεία του Αθεϊσμού έχασε πια το σφρίγος της νεότητάς της, και ήδη η ηλικία της ξεπερνάει τα 200 χρόνια. Στο διάστημα αυτό της δόθηκε η ευκαιρία να δείξει στην πράξη τα όσα υποσχόταν, περί δήθεν απελευθέρωσης και ενός θαυμαστού Νεοτερικού κόσμου. Ήδη ο κόσμος πέρασε στη Μετανεοτερική εποχή, και από τον εφαρμοσμένο και γερασμένο πλέον Αθεϊσμό, έχει να θυμάται μόνο εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από εγκληματίες σαν τον Χίτλερ και τον Στάλιν, που αιματοκύλισαν εκατομμύρια αθώους, για να επιβάλλουν με τη βία την αθεϊστική τους θρησκεία.







Εισαγωγικά

Τo 1972, ο Στέφεν Τζέι Γκουλντ και ο Νάιλς Έλντρετζ πρότειναν μία θεωρία της βιολογικής εξέλιξης που έκτοτε έχει γίνει γνωστή ως διακοπτόμενη εξισορρόπηση. Η θεωρία αυτή πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο μέρος της εξέλιξης συμβαίνει με σύντομα ξεσπάσματα, τα οποία διακόπτονται από μακρές περιόδους σταθερότητας. Οι Γκουλντ και Έλντρετζ επιτέθηκαν στην ιδέα ότι οι οργανισμοί αλλάζουν συνεχώς, προσαρμοζόμενοι σε μικρό βαθμό προς το περιβάλλον τους. Ενώ ο Κάρολος Δαρβίνος είχε εκλάβει την εξέλιξη ως μία αργή και συνεχή διαδικασία, χωρίς αιφνίδια άλματα, οι Γκουλντ και Ελντρετζ παρατήρησαν ότι τα απολιθώματα των οργανισμών που βρίσκουμε σε διαδοχικά γεωλογικά στρώματα έδειχναν μακρά διαλείμματα στα οποία τίποτε δεν άλλαζε (εξού και το «εξισορρόπηση»), τα οποία «διακόπτονταν» από σύντομες, επαναστατικές μεταβάσεις, στο πλαίσιο των οποίων τα διάφορα είδη εξαφανίζονταν και αντικαθίσταντο από εντελώς νέες μορφές. Νέα είδη εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς κατά τη διάρκεια σύντομων περιόδων, ίσως εξαιτίας δραματικών γεγονότων όπως η σύγκρουση με αστεροειδείς. Ο Γκουλντ ίσως ο πιο σημαντικός και πιο γνωστός εξελικτικός βιολόγος μετά τον Κάρολο Δαρβίνο- δέχτηκε ευρύτατη κριτική από πιο συμβατικούς δαρβινιστές, οι οποίοι ονομάτισαν τη θεωρία του «εξέλιξη με σπασμούς».

Ποια σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα μας; Ένας πολιτισμός επίσης διέρχεται αλλαγές μερικές φορές αργά κατά τη διάρκεια πολλών ετών και μερικές φορές με τόση ταχύτητα που οι καθιερωμένες αντιλήψεις ολόκληρων γενεών ανατρέπονται, ακόμη και αντιστρέφονται, μέσα σε μία μόλις γενιά. Μετά από περιόδους σχετικής σταθερότητας, μαζικές αλλαγές μπορεί να λάβουν χώρα, συχνά δίχως καμία σημαντική προειδοποίηση ότι κάτι τέτοιο μέλλει να συμβεί. Ό,τι ήταν εντελώς εύλογο σ' ένα πολιτισμικό πλαίσιο, τώρα θεωρείται ως εκκεντρικό, ακόμη και ως δυνάμει παράλογο. Η ίδια και η αυτή πεποίθηση μπορεί σε κάποια φάση να φαίνεται ως η δεδομένη σοφία της εποχής, ενώ πενήντα χρόνια μετά μπορεί να θεωρείται ως απελπιστικά παλιομοδίτικη και παρωχημένη. Η ιστορία μας σ' αυτό το κεφάλαιο άπτεται δύο μαζικών πολιτισμικών αναταράξεων, μία στην αυγή της χρυσής εποχής του αθεϊσμού και μία στην ολοκλήρωση της.

Η πρώτη τέτοια ανατάραξη είναι η ανάδυση της νεοτερικότητας ενός αισιόδοξου κινήματος, γεμάτου ζωντάνια, το οποίο ήταν πεπεισμένο για την ύψιστη ικανότητα του ανθρώπινου λόγου να καταλάβει τον κόσμο και, κατ' επέκταση, να κυριαρχήσει σ' αυτόν και να τον ελέγξει. Δεν υπήρχε πια καμία ανάγκη για κάποιο Θεό, ο οποίος θα επιβεβαίωνε ή θα διασφάλιζε την καθιερωμένη και σταθερή τάξη των ηθικών αξιών, των κοινωνικών σχέσεων και των κανόνων της σκέψης. Τα πάντα μπορούσαν να συσταθούν με βεβαιότητα και καθολικότητα μέσω του ανθρώπινου λόγου. Ο αθεϊσμός ήταν η θρησκευτική πίστη που είχε επιλέξει το συγκεκριμένο κίνημα, υπό την έννοια ότι αντιστοιχούσε βαθιά στις προϋποθέσεις και τους στόχους του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ανάδυση του αθεϊσμού στη Δύση συνδέεται τόσο στενά με εκείνη της νεοτερικότητας- αποτελούν, τρόπον τινά, όψεις του ιδίου νομίσματος.

Εντούτοις, οι υπερβολές, οι αποτυχίες και τελικώς η μη βιωσιμότητα της νεοτερικότητας οδήγησε σε μια απώλεια του ενθουσιασμού εν σχέσει προς τους στόχους της και στο τέλος σε μια πλήρη αντιστροφή πολλών εκ των κορυφαίων ιδεών της. Όχι μόνο δεν πρόσφερε αιώνιες και καθολικές αλήθειες επί τη βάσει του λόγου, μέσω των οποίων η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ζήσει με ειρήνη και σταθερότητα, αλλά τουναντίον η νεοτερικότητα βρέθηκε να έχει εμπλακεί ως κατά πάσα πιθανότητα ακούσιος συνεργός στο ναζισμό και το σταλινισμό. Η βεβαιότητα, η οποία κάποτε τιμήθηκε ως ο στόχος της αληθούς γνώσης, έφτασε πια να θεωρείται ως η βάση για την απαίτηση πίστης. Αντιδρώντας στις απλουστευτικές υπερβολές του Διαφωτισμού, η μετανεοτερικότητα τονίζει πια τα όρια της ανθρώπινης γνώσης και ενθαρρύνει την ανοχή έναντι εκείνων που παρεκκλίνουν από τη φιλοσοφία της νεοτερικότητας περί «μιας φορεσιάς για όλους». Ο κόσμος στον οποίο ζούμε θεωρείται τώρα ως ένας τόπος στον οποίο τίποτε δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν διασφαλίζεται και τίποτε δεν είναι αδιαμφισβήτητα δεδομένο.

Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, το καλύτερο που μπορούσε να ελπίζουμε είναι να γνωρίσουμε μερικώς παρά ολικώς. Το διαφωτιστικό στερεότυπο του παντογνώστη νου έχει αντικατασταθεί από την εικόνα του αναζητητή, ο οποίος ψάχνει για την αλήθεια καθώς πορεύεται μέσα από έναν αμφίθυμο και σύνθετο κόσμο, στον οποίο οι απλές απαντήσεις είναι κατά πάσα πιθανότητα εσφαλμένες απαντήσεις. Ο αθεϊσμός, ως ένα ολοκληρωτικό σύστημα, είναι εκτός τόπου σ' έναν τέτοιο κόσμο, του οποίου η αυξανόμενη ανοικτότητα ως προς τις πνευματικές όψεις της ζωής έχει οδηγήσει σε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία και την πραγματικότητα του υπερβατικού. Η συμβίωση αθεϊσμού και νεοτερικότητας αποδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα του όλου κινήματος. Η πτώση και εν συνεχεία ο θάνατος της νεοτερικότητας έχει αποστερήσει το συνέταιρο της από την αυτονόητη ευλογοφάνεια και γοητεία του. Ενώ όλες οι θρησκείες έχουν επηρεαστεί με κάποιον τρόπο από την ανάδυση της μετανεοτερικότητας, η πιο σημαντική απώλεια της τελευταίας είναι ο ίδιος ο αθεϊσμός. Η καθιερωμένη θρησκεία της νεοτερικότητας βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο, θεωρούμενη όλο και περισσότερο ως μία εκκεντρικότητα παρά ως μία σοβαρή πολιτισμική επιλογή.

Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα; Ένα από τα πιο χτυπητά γνωρίσματα της αναφοράς του Νίτσε στο «θάνατο του Θεού» είναι ότι ο τελευταίος στηρίζεται σε μία πολιτισμική αντίληψη. Ο Θεός δεν έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει· αναπτύχθηκε μία πολιτισμική στάση, η οποία έτεινε στο να θεωρεί το Θεό ως κάτι άνευ σημασίας κι ως εκ τούτου τον έθεσε στο περιθώριο. Παρ' όλα αυτά, ο πολιτισμός δεν είναι στατικός· συνεχίζει να αλλάζει. Τι θα συνέβαινε εάν λάμβανε χώρα μία νέα πολιτισμική μετατόπιση, η οποία θα αναζωπύρωνε το ενδιαφέρον για τα πνευματικά και θα αντιδρούσε κατά των ιδεών που κάποτε κατέστησαν τον αθεϊσμό μία τόσο γοητευτική εναλλακτική πρόταση; Διότι αυτό, εν ολίγοις, είναι ό,τι πολλοί ερευνητές εκτιμούν πως συμβαίνει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η νεοτερικόητα εξουθενώθηκε, αβέβαιη για τις ίδιες τις αξίες της, ανοίγοντας απρόθυμα το δρόμο για τη μετανεοτερικότητα.

Η σπουδαιότητα αυτής της μείζονος πολιτισμικής μετάβασης μας οδηγεί φυσιολογικά στο να εξετάσουμε το όλο ζήτημα με περισσότερη λεπτομέρεια. Αρχίζουμε, λοιπόν, με την αυγή της νεότερης εποχής στη Δύση.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

6
Η γένεση της Νεοτερικότητας

Κάποια στιγμή, γύρω στα 1750, άρχισε στη Δύση μία μαζική πολιτισμική μετατόπιση, καθώς το κίνημα που γνωρίζουμε πια ως νεοτερικότητα απέκτησε υπόσταση. Το νέο κίνημα ανέτειλε αργά-αργά, με τις φωτεινές του ακτίνες να χρειάζονται περισσότερο χρόνο να διαπεράσουν ορισμένες από τις πιο σκοτεινές περιοχές της Δύσης απ' ό,τι κάποιες άλλες. Εντούτοις, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία σχετικά με το τι γινόταν. Ένας παλαιότερος τρόπος θέασης του κόσμου, κατανόησης της θέσης της ανθρωπότητας εντός του σύμπαντος, πέθαινε. Στη θέση του, μία νέα προοπτική γεννιόταν. Είναι εύκολο να υποδείξουμε κάποια ορόσημα που καθορίζουν αυτή τη μετάβαση στη νεοτερικότητα, όπως για παράδειγμα την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες έγιναν πολύ γρήγορα η μία μετά την άλλη. Τα θεμελιακά ζητήματα του ήταν ξεκάθαρα: η ανθρωπότητα κατείχε ήδη πλήρως την ύλη που χρειαζόταν για να κυριαρχήσει στον κόσμο το λόγο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ιστορικά που η επανεμφάνιση του αθεϊσμού ως σοβαρής διανοητικής επιλογής ανάγεται στην αυγή της νεοτερικότητας. Ο αθεϊσμός είναι η θρησκεία του αυτόνομου και ορθολογικού ανθρωπίνου όντος, το οποίο πρεσβεύει ότι ο λόγος είναι σε θέση να αποκαλύψει και να εκφράσει τις βαθύτερες αλήθειες του σύμπαντος, από τη μηχανική της ανατολής του ήλιου μέχρι τη φύση και τον τελικό προορισμό της ανθρωπότητας. Υπάρχει μία και μοναδική, καθολική ορθολογικότητα, την οποία τα ανθρώπινα όντα είναι εύκολο να προσδιορίσουν και να ανακαλύψουν μέσω της κατάλληλης χρήσης του λογικού στοχασμού και του επιστημονικού πειραματισμού. Μία ενιαία, συνεκτική κοσμοθεωρία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσα από την αποσπασματικότητα που προσδιορίζει την ύπαρξη. Επρόκειτο για μία ισχυρή, σίγουρη και επιθετική κοσμοθεωρία. Υπό την επήρεια μιας απεριόριστης αυτοπεποίθησης, διακήρυσσε ότι ο κόσμος μπορούσε να κατανοηθεί πλήρως και κατ' επέκταση να δαμαστεί. Τα εμπόδια σ' αυτή την κατανόηση και κατάκτηση μπορούσαν εύκολα να φύγουν από τη μέση ως παράλογα, αντιδραστικά και άσκοπα.

Η νεοτερική έμφαση επί της εξηγησιμότητας του κόσμου οδήγησε σε μία ανυπομονησία έναντι αυτού που θεωρείτο απαράδεκτος διανοητικός βηματισμός. Υπήρχε μονάχα ένας ορθός, λογικός τρόπος θεώρησης του κόσμου· το σημαντικό ήταν να προσδιορίσει κανείς αυτή την πλεονεκτική συνθήκη, από την οποία τα πάντα μπορούσαν να ειδωθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις και να τις διατηρήσουν. Η ορθή χρήση του λόγου επέτρεπε στο έλλογο ανθρώπινο ον να υψωθεί πάνω από τον κόσμο και να δει τα πάντα από αυτή τη μοναδική και παντοδύναμη σκοπιά.

Ο αθεϊσμός προσφερόταν πλήρως για μία τέτοια επιστημονική και ορθολογική κοσμοθεωρία. Αποτελούσε την καθιερωμένη πια θρησκεία της νεοτερικότητας. Δεν υπήρχε κανένας Θεός. Εντούτοις, από την πλεονεκτική σκοπιά της νεοτερικότητας ήταν δυνατόν να δει κανείς γιατί ορισμένοι πολύ λυπηροί και παραπλανημένοι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να πιστεύουν ότι υπήρχε -και πώς άλλοι, ακόμη πιο ανησυχητικά, χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία ως μέσο εκμετάλλευσης και καταπίεσης αυτών των απλοϊκών και αφελών ανθρώπων. Οι θεωρίες των Φόιερμπαχ, Μαρξ και Φρόιντ εξηγούσαν τις απαρχές της ανθρώπινης αυταπάτης περί του Θεού και, παράλληλα, επέτρεπαν τον έλεγχο αυτής της ιδέας. Ο αθεϊσμός δεν έδινε την άδεια ή δεν δημιουργούσε το πεδίο για να πιστέψει κάποιος στο Θεό μία πεποίθηση την οποία θεωρούσε παράλογη, αντιδραστική και, απλούστατα, εντελώς τρελή. Ως εκ τούτου, ο πιστός τοποθετούνταν στην κατηγορία του υπολειμματικού ως προς τη φύση ή του υπονομευτή -που και τα δύο ήταν απειλές για τη νεοτερικότητα κι ως εκ τούτου απαιτούσαν τον έλεγχο τους. Ο σοβιετικού τύπου κομμουνισμός, έχοντας λοιπόν εξηγήσει τις απαρχές της θρησκείας επί ιδεολογικής βάσεως, ήταν εύκολο να ελέγξει αυτό τον παραλογισμό για παράδειγμα, μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας ψυχιατρικών κλινικών, που και τα δύο επέτρεπαν τον έλεγχο και την εξουδετέρωση όλων αυτών που παραβίαζαν τη νεοτερική ορθοδοξία.

Ένα κορυφαίο ζήτημα για τη νεοτερικότητα ήταν η έμφαση της στην ομοιομορφία. Το Άλλο αναγόταν απηνώς στο Ίδιον. Υπήρχε μονάχα ένας ορθός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων άπαξ και αυτό είχε καθοριστεί, έπρεπε να επιβληθεί. Το να παρατηρεί κανείς τα πάντα από την πλεονεκτική σκοπιά της νεοτερικότητας ισοδυναμεί με το να κυριαρχεί στα πάντα και να υποτάσσει οτιδήποτε θεωρείται απειλή. Η απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη που συνιστούσε η α-προβλεψιμότητα και το χάος της φυσικής τάξης, καθώς και ο παραλογισμός των ανθρωπίνων υποθέσεων, έπρεπε συνεπώς να εξαλειφθούν, ανοίγοντας το δρόμο για τον παράδεισο έναν τακτοποιημένο και δομημένο κόσμο στον οποίο η ανθρωπότητα μπορούσε να κατοικεί δίχως άγχη. Μολαταύτα, αυτή η έμφαση στην ομοιομορφία και τον έλεγχο απαιτούσε την καταπίεση της διαφοράς και της ποικιλίας. Η θέση και ο ρόλος των θρησκειών μπορούσαν να ελεγχθούν σθεναρά, αναθέτοντας στην καθεμία έναν αυστηρά περιορισμένο χώρο εντός του οποίου μπορούσε να υπάρχει να υπάρχει, εννοείται, ως φυλακισμένη. Ο χώρος αυτός, βέβαια, δεν ήταν οι τεράστιες ανοικτές πεδιάδες της δημόσιας παρουσίας, αλλά τα όρια του κελιού της φυλακής.

Στα 1791, ο Άγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ πρότεινε μία αρχιτεκτονική καινοτομία που ήταν σχεδιασμένη για να κάνει τις φυλακές ασφαλείς και ανθρώπινες. Οραματίστηκε ένα σωφρονιστικό κατάστημα κατασκευασμένο ως μία κυκλική σειρά από κελιά που έβλεπαν προς το κέντρο. Στιβαροί τοίχοι μεταξύ των κελιών θα απέτρεπαν κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ των φυλακισμένων, ενώ ένα μικρό παράθυρο στο πίσω μέρος του κάθε κελιού θα επέτρεπε τον επαρκή του φωτισμό. Στο κέντρο αυτού του δακτυλίου από κελιά, ο Μπένθαμ πρότεινε να τοποθετηθεί ένας πύργος ελέγχου με ειδικά παραθυρόφυλλα που εμπόδιζαν τους φυλακισμένους να βλέπουν τους φρουρούς. Αυτό το πανοπτικόν σχεδιάστηκε ως ένας «χώρος που έβλεπε τα πάντα», έτσι ώστε να επιτρέπει την απόλυτη παρατήρηση του κάθε φυλακισμένου. Ο τελικός του σκοπός ήταν ο έλεγχος των φυλακισμένων τόσο μέσω της απομόνωσης όσο και μέσω της δυνατότητας για συνεχή παρακολούθηση.

Ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό υιοθέτησε αυτή την ιδέα περί ενός ελεγκτικού χώρου και την αξιοποίησε ως μεταφορά στην περίπτωση του καταπιεστικού ελέγχου της νεοτερικότητας και της ολοκληρωτικής αποτυχίας της να σεβαστεί τη διαφορά και την ποικιλία.

Το κάθε άτομο, στο δικό του χώρο, είναι ασφαλώς περιορισμένο σ' ένα κελί εντός του οποίου ο επόπτης το βλέπει από μπροστά· οι τοίχοι όμως στα πλάγια το εμποδίζουν να έρθει σε επαφή με τους συντρόφους του. Το βλέπουν, αλλά αυτό δεν βλέπει· αποτελεί το αντικείμενο της πληροφορίας, ποτέ ένα υποκείμενο που επικοινωνεί. Η διευθέτηση του δωματίου του, ακριβώς απέναντι από τον κεντρικό πύργο, επιβάλλει πάνω του μία κάθετη ορατότητα· οι διαιρέσεις όμως του δακτυλίου, αυτά τα διαχωρισμένα κελιά, υπαινίσσονταν μία οριζόντια αορατότητα. Κι αυτή ακριβώς η αορατότητα συνιστά την εγγύηση της τάξης. Αν οι ένοικοι είναι κατάδικοι, δεν υφίσταται κίνδυνος συνωμοσίας, προσπάθειας για μαζική απόδραση, σχεδιασμού νέων εγκλημάτων στο μέλλον, αμοιβαίων κακών επιρροών. Αν είναι ασθενείς, δεν υφίσταται κίνδυνος μόλυνσης. Αν είναι τρελοί, δεν υφίσταται κίνδυνος βιαιοπραγίας του ενός έναντι του άλλου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

7
Εφαρμοζόμενη στην περίπτωση της θρησκείας, η κριτική του Φουκό κατά της νεοτερικότητας οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο αθεϊσμός είδε τον εαυτό του ως πανοπτικόν, την προκεχωρημένη σκοπιά από την οποία η θρησκεία μπορούσε να εποπτευθεί και να δαμαστεί. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η θρησκεία προέκυπτε από τις κοινωνικές συνθήκες· ο έλεγχος της θρησκείας μπορούσε, λοιπόν, να επιτευχθεί μέσω της κατάλληλης κοινωνικής μηχανικής. Ο Φρόιντ υποστήριξε ότι η θρησκεία αναδυόταν μέσα από τους σκοτεινούς θύλακες του ασυνειδήτου· ο έλεγχος της θρησκείας μπορούσε επομένως να κατορθωθεί μέσω της χειραγώγησης των νοητικών διεργασιών. Η θρησκεία μπορούσε να απομονωθεί, να περιοριστεί σ' ένα ασφαλές μέρος και μετά να αφεθεί να πεθάνει ή, στην περίπτωση ορισμένων πιο επιθετικών νεοτερικών προτάσεων, να εξαλειφθεί μέσω της βίας. Όπως τονίζει ο Φουκό, οι μεταδοτικές ασθένειες ελέγχονταν καλύτερα μέσω μιας σειράς από περιορισμούς στην ατομική ελευθερία και μετακίνηση, οι οποίοι ακολουθούνταν από πιο ακραία μέτρα προς εξαφάνιση των αρρώστων από την κοινότητα άπαξ και είχαν υπαχθεί σε καθεστώς ελέγχου. Η νεοτερικότητα αντιμετώπισε τη θρησκεία ως ένα ξέσπασμα τρέλας η οποία κατά καιρούς ήταν αποδέκτη κοινωνικά, αλλά αποτελούσε μόνιμα μία αιτία για επιφυλακή.



Γύρω στα 1950, η νεοτερικότητα βρέθηκε σε κατάσταση σοβαρής έντασης με την ανθρώπινη εμπειρία της ζωής, σε βαθμό που η αξιοπιστία της τεντώθηκε μέχρι του σημείου της κατάρρευσης. Ο παράδεισος αναβλήθηκε, όταν διαπιστώθηκε με τρόπο όλο και πιο έντονο ότι ελάχιστα διέφερε από μία οραματική ουτοπία. Αντί να παραδεχθεί την αποτυχία της να εκπληρώσει αυτό που υποσχόταν, η νεοτερικότητα συνέχισε να παραπέμπει και να καθυστερεί την άφιξη της ουτοπίας της. Ο παράδεισος βρισκόταν πάντα στην επόμενη γωνιά του δρόμου. Το όραμα αυτό μπορεί να παραμένει ζωντανό για κάποιους· παρ' όλα αυτά, στέκει εν μέσω ενός τοπίου τραυματισμένου από τα ερείπια των αποτυχιών του. Ίσως η πιο αποκαλυπτική κριτική της νεοτερικότητας να πρέπει να αποδοθεί στο Γερμανό μαρξιστή συγγραφέα Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), ο οποίος είδε την άνοδο του ναζισμού κατά τη δεκαετία του 1930 ως ένα εύγλωττο σημάδι της ματαιότητας της νεοτερικότητας. Ο Μπένγιαμιν είδε το Σύμφωνο του 1939 μεταξύ ναζί και σοβιετικών ως μία σαρωτική ένδειξη της αποτυχίας του μαρξισμού και, ανήμπορος να ζήσει με την απόγνωση αυτής της συνειδητοποίησης, ή φοβούμενος ίσως τη φυλάκιση εκ μέρους των Αρχών του Βισί στη Γαλλία, αυτοκτόνησε λίγο αργότερα. Για τον Μπένγιαμιν ήταν ωσάν η νεοτερικότητα να είχε δημιουργήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν άντεχε να ζει.



Η μεγάλη ρήξη της νεοτερικότητας με το παρελθόν και η διακήρυξη της να ξεκινήσει με τα πάντα από την αρχή έμοιαζε κάποτε γεμάτη φρεσκάδα και ενθουσιασμό. Εντούτοις, όπως κατέστησε σαφές η άνοδος του ναζισμού και του σταλινισμού κατά τη δεκαετία του 1930, η ρήξη με την παράδοση σήμαινε απλά ρήξη με τον πολιτισμό και με όλες τις εγγενείς ασφαλιστικές δικλείδες του κατά της απολυταρχίας. Η τάση της νεοτερικότητας προς επιβολή της καθολικότητας και της ομοιομορφίας μπορούν να διαπιστωθούν πάρα πολύ καθαρά στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής. Η ιδεολογία του σχεδιασμού που συνδέεται με τη νεοτερικότητα βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο Διεθνές Στιλ, έτσι όπως αυτό καθιερώθηκε στις δεκαετίες του 1920 και 1930 από τον Βάλτερ Γκρόπιους και άλλους. Το εν λόγω κίνημα ήταν στραμμένο σε έναν απλό και λειτουργικά αποτελεσματικό σχεδιασμό, δίχως διακοσμήσεις, στη χρήση του τσιμέντου, του χάλυβα και του γυαλιού, καθώς και μία ιδιαίτερη χρήση των τετραγώνων και της ευθείας γραμμής. Για εκείνους που το συνέλαβαν κατά τη δεκαετία του 1920, αυτό το στιλ έμελλε να είναι απελευθερωτικό· στην πράξη απεδείχθη βαθύτατα καταπιεστικό. Η απόλυτη ανιαρότητα του σχεδιασμού των σταλινικών πόλεων εξουθένωνε όσους ζούσαν μέσα σε αυτές τις πόλεις. Για τον αυξανόμενο αριθμό των επικριτών της, η νεοτερικότητα είχε αναθρέψει μία άνευ νοήματος ομοιομορφία και μία ομοιόμορφη απουσία νοήματος. Ο σχεδιασμός των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου, απέβησαν η χειρότερη εκδοχή του νεοτερικού ενδιαφέροντος για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα και για την προτεραιότητα των τετραγώνων και της ευθείας γραμμής. Η καλοβαλμένες σειρές των τετράγωνων παραπηγμάτων έφτασαν στο σημείο να γίνουν τα σύμβολα τόσο του ναζισμού όσο και του αρχιτεκτονικού στιλ που αυτός προτιμούσε.



Γύρω στα τέλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοινωνικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές αποτυχίες της νεοτερικότητας ήταν όλες τους κάτι παραπάνω από προφανείς. Ο Δυτικός πολιτισμός αναταράχθηκε από μία νέα σειρά σπασμών, καθώς οι καθιερωμένες αντιλήψεις της νεοτερικότητας είχαν μπει στο περιθώριο, για να αντικατασταθούν από ένα νέο τρόπο σκέψης και θεώρησης του κόσμου τη μετανεοτερικότητα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

8
Ο Μετανεοτερικός σεβασμός στην πολυμορφία


Η μετανεοτερικότητα είναι μία σύνθετη, ίσως απροσδιόριστη, τελικά, ιδέα (υπό την έννοια ότι κάθε προσδιορισμός υποδηλώνει περιορισμούς, κάτι που δεν αρέσει στους περισσότερους μετανεοτερικούς συγγραφείς). Παρ' όλα αυτά, ένας αριθμός από κοινά θέματα μπορεί να εντοπιστεί στο πλαίσιο του κινήματος. Ίσως το πιο σημαντικό από αυτά να είναι η απόρριψη της αναζήτησης της νεοτερικότητας για αντικειμενική, ουσιαστική γνώση της αλήθειας και της ομορφιάς· της πεποίθησης της ότι μπορεί ακόμη να εντοπιστεί μία ολότητα και ενότητα εντός του αποσπασματικού κόσμου στον οποίο ζούμε, έτσι ώστε να μπορεί ο κόσμος αυτός να γνωσθεί, να κατανοηθεί και να ελεγχθεί με ορθολογικά και επιστημονικά μέσα. Η μετανεοτερικότητα έχει αντιδράσει έναντι αυτού του είδους των αντιλήψεων για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι η νεοτερικότητα ήταν προβληματική φιλοσοφικά· και, δεύτερον, διότι ενθάρρυνε την άνοδο της μισαλλοδοξίας και της απουσίας σεβασμού προς τον Αλλο.


Ούτε η νεοτερικότητα ούτε η μετανεοτερικότητα θα πρέπει να θεωρούνται «ορθές»· η καθεμιά αντιπροσωπεύει μία πολιτισμική στάση, εκ των οποίων η δεύτερη έχει βαθύτατα καθοριστεί από τις υποτιθέμενες ανεπάρκειες της πρώτης. Ενώ οι συγγραφείς του Διαφωτισμού πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να τεθούν κάποια θεμελιώδη αξιώματα και να προχωρήσει κάποιος στην ανέγερση ενός μείζονος φιλοσοφικού συστήματος, οι μετανεοτερικοί συγγραφείς σημειώνουν την αποτυχία όλου αυτού του εγχειρήματος. Η ιδέα μιας αυτοθεμελιούμενης φιλοσοφίας έχει αποβεί εξαιρετικά εκτός μόδας και κάθε απόπειρα προς προώθηση της σήμερα συναντά την καχυποψία επί τη βάσει των αξιώσεων της για ολοκληρωτισμό. Ενώ η νεοτερικότητα μιλούσε για ορθολογικότητα στον ενικό -υπάρχει μόνο ένας νόμιμος τρόπος του σκέπτεσθαι- οι μετανεοτερικοί συγγραφείς αναγνωρίζουν μία ποικιλία από ορθολογικότητες, επιμένοντας ότι δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε ετυμηγορία σχετικά με το ποια είναι η σωστή. Όπως τονίζει ο Ος Γκίνες σε μία διεισδυτική προσέγγιση των πρόσφατων τάσεων:


Ενώ η νεοτερικότητα ήταν ένα μανιφέστο ανθρώπινης αυτοπεποίθησης και αυτοεπιβεβαίωσης, η μετανεοτερικότητα είναι μία ομολογία μετριοπάθειας· αν όχι απόγνωσης. Δεν υπάρχει αλήθεια· μόνο αλήθειες. Δεν υπάρχει κανένας μεγάλος λόγος· μονάχα διάφοροι λόγοι. Δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος πολιτισμός (κουλτούρα, πεποίθηση, νόρμα ή στιλ)· μόνο μία πληθώρα από πολιτισμούς, πεποιθήσεις, νόρμες και στιλ. Δεν υπάρχει καθολική δικαιοσύνη· μονάχα επιδιώξεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων με διαφορετικές επιδιώξεις. Δεν υπάρχει καμία μεγάλη αφήγηση περί της ανθρώπινης προόδου· μόνο αμέτρητες διηγήσεις σχετικά με το πού βρίσκονται τώρα οι λαοί και οι πολιτισμοί τους. Δεν υπάρχει καμία απλή πραγματικότητα ή κάποια μεγάλη αντικειμενικότητα μιας καθολικής και αποστασιοποιημένης γνώσης· μονάχα μία ασταμάτητη αναπαράσταση των πάντων με τους όρους του καθενός.


Δεν υπάρχει κάποια πλεονεκτική σκοπιά από την οποία μπορούν τα πάντα να ειδωθούν. Δεν υπάρχει κάποια «μετα-αφήγηση» ένα μεγάλο, περιεκτικό σχήμα που να προσφέρει μία ολιστική θέα της πραγματικότητας. Όπως τονίζει ο Τέρι Ίγκλετον, αυτό το σημείο υπογραμμίζει την εκ μέρους της μετανεοτερικότητας αυστηρή απόρριψη των φιλοσοφιών του τύπου «ταιριάζει σε όλους», οι οποίες αρνούνται να ανεχθούν την παρέκκλιση, τη διαφορά ή την απόκλιση από τις θεωρητικές προκατανοήσεις τους.


Η μετανεοτερικότητα σηματοδοτεί το τέλος αυτών των «μετααφηγήσεων», των οποίων η μυστική τρομοκρατική λειτουργία έγκειτο στη θεμελίωση και τη νομιμοποίηση της αυταπάτης περί μιας «καθολικής» ανθρώπινης ιστορίας. Βρισκόμαστε τώρα στη διαδικασία της αφύπνισης από τον εφιάλτη της νεοτερικότητας, με το χειραγωγικό λόγο της και τα φετίχ της περί ολότητας, μία αφύπνιση που μας οδηγεί στο χαλαρό πλουραλισμό του μετανεοτερικού, αυτού του ετερογενούς φάσματος τρόπων ζωής και γλωσσικών παιχνιδιών που έχει αποκηρύξει τη νοσταλγική παρόρμηση για κυριαρχία και νομιμοποίηση [...] Η επιστήμη και η φιλοσοφία θα πρέπει να ξεφορτωθούν τις μεγαλοπρεπείς μεταφυσικές αξιώσεις τους και να δουν τον εαυτό τους πιο ταπεινά ως μία αφήγηση δίπλα στις άλλες.


Όλα αυτά οδηγούν σ' έναν αυξανόμενο σεβασμό και μια σύστοιχη ανεκτικότητα έναντι των διάφορων, καθώς και σε μία προγραμματική απόρριψη της νεοτερικής αναγωγής του Αλλου στο Ίδιον. Όπως διακήρυξε ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ, η μετανεοτερικότητα «επεξεργάζεται την ευαισθησία μας έναντι των διαφορών και ενισχύει την ικανότητα μας προς ανοχή του ασύμβατου προς εμάς». Οι εντόπιες και μερικές θεωρήσεις θα πρέπει να τυγχάνουν καλωσορίσματος, σε αντίθεση με την καχυποψία που πρέπει να έχει κανείς έναντι των ολοκληρωτικών αξιώσεων.


Αν και πολλοί μετανεοτερικοί συγγραφείς θεωρούν τον εαυτό τους αθεϊστή, δύο σημεία θα πρέπει να τονιστούν πάραυτα. Πρώτον, η μετανεοτερική απόρριψη της δυνατότητας για μία προνομιούχο σκοπιά «υπό το πρίσμα του Θεού» δεν συνεπάγεται επ' ουδενί την απόρριψη του Θεού. Ενώ η μετανεοτερικότητα είναι απόλυτα σαφής ότι η ανθρωπότητα δεν κατέχει τη θέση του Θεού -υποθέτοντας ότι μία τέτοια θέση θα επέτρεπε μία ολική άποψη για την πραγματικότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει Θεός. Η μετανεοτερικότητα καταφάσκει μία φιλοσοφική μετριοπάθεια, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν όρια στη γνώση. Δεν κάνει -και στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει- δηλώσεις σχετικά με το τι υπάρχει και το τι δεν υπάρχει. Δεύτερον δε -και κάτι που ίσως είναι σημαντικότερο- η μετανεοτερικότητα υπονομεύει σοβαρά την ευλογοφάνεια του αθεϊσμού -για λόγους που θα εξετάσουμε στα όσα ακολουθούν αμέσως μετά.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

9
Ο Αθεϊσμός και η πρόκληση της Μετανεοτερικότητας

Η μετανεοτερικότητα αποτελεί μία πολιτισμική τάση που πανηγυρίζει την ποικιλία και επιδιώκει την υπονόμευση αυτών που προσφέρουν αυστηρές, περιοριστικές και καταπιεστικές θεωρήσεις του κόσμου. Η νεοτερικότητα -που προσπάθησε να αναγάγει τα πάντα σε μία ομοιογενή δέσμη ιδεών- αποκαθηλώνεται από τους μετανεοτερικούς συγγραφείς ως ένα είδος διανοητικού σταλινισμού, μία άρνηση να επιτραπεί η ποικιλία στις προσεγγίσεις του κόσμου εκ μέρους μας. Η μετανεοτερικότητα πανηγυρίζει την ποικιλία των πεποιθήσεων, βλέποντας κάθε απόπειρα προς εξαναγκασμό των ατόμων για την αποδοχή των απόψεων κάποιου άλλου ως καταπιεστική.

Εκ πρώτης όψεως, το μετανεοτερικό εγχείρημα ενδέχεται να φανεί ότι εργάζεται υπέρ του αθεϊσμού. Πολλοί μετανεοτερικοί συγγραφείς είναι, σε τελική ανάλυση, αθεϊστές (τουλάχιστον με την έννοια ότι δεν πιστεύουν ενεργά στο θεό). Αυτή καθεαυτήν η ιδέα της αποδόμησης μοιάζει να υπονοεί ότι η περί Θεού ιδέα θα όφειλε να εξαλειφθεί από το Δυτικό πολιτισμό ως ένα παιχνίδι ισχύος εκ μέρους των Εκκλησιών και όλων εκείνων που έχουν συμφέρον να επιβιώσει. Μολαταύτα, δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο ο κορυφαίος μετανεοτερικός συγγραφέας Ζακ Ντεριντά θα επιθυμούσε να ερμηνευθεί η εν λόγω έννοια. Το όλο θέμα αφορά την ανοικτότητα και την προθυμία για σεβασμό του Αλλου: «Η αποδόμηση δεν είναι ένας εγκλεισμός στο τίποτα, αλλά μία ανοικτότητα στο άλλο».

Ο Ντεριντά περιγράφει τις απελευθερωτικές συνέπειες της μετανεοτερικότητας με τους όρους που υποβάλλει η εικόνα της «αποκέντρωσης». Σύμφωνα με τον Ντεριντά, η νεοτερική Δυτική σκέψη βασίζεται στην ιδέα του κέντρου μιας προέλευσης, μιας αλήθειας, μιας ιδεατής μορφής, ενός σταθερού σημείου, ενός «ακίνητου κινούντος», του Θεού, ο οποίος είναι ο έσχατος εγγυητής του νοήματος. Αυτή η υπερβολική χρήση της εικόνας του κέντρου, σύμφωνα με τον Ντεριντά, οδηγεί σε μία συστηματική προσπάθεια προς αποκλεισμό μέσω της παραθεώρησης, της απώθησης ή της περιθωριοποίησης των άλλων. Ο Ντεριντά επισημαίνει τη σπουδαιότητα της έννοιας του κέντρου στη διαδικασία προώθησης της καταπίεσης εκ μέρους της Δύσης, υποστηρίζοντας ότι επί τη βάσει της οι μεγάλες Δυτικές δυνάμεις αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν τον κόσμο έτσι ώστε να ομοιάζει στη θεωρητική δομή του εθνοκεντρισμού τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα διάφορες μορφές βίας. Απρόθυμες να ανεχθούν τη διαφορά ή την απόκλιση, οι δυνάμεις αυτές επεδίωξαν να την εξαλείψουν, εξαναγκάζοντας την περιφέρεια να συμμορφωθεί προς το κέντρο -για παράδειγμα, κατά την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, της γερμανικής κυριαρχίας επί της Ευρώπης κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και της αμερικανικής ηγεμονίας κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, οι αντιπρόσωποι του Δυτικού πολιτισμού, επί τη βάσει μιας άτοπης αυτοπεποίθησης όσον αφορά τον ηθικώς επιτακτικό χαρακτήρα των πεποιθήσεων και των πρακτικών τους, προσπάθησαν να αρνηθούν και τελικά να καταστρέψουν τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές που παρέκκλιναν από τις δικές τους, είτε καταπνίγοντάς τες ολοκληρωτικά είτε αφομοιώνοντάς τες σε άλλες πολιτισμικώς αποδεκτές μορφές. Αυτή η προσπάθεια προς ολοκληρωτισμό του κέντρου μέσω ενός καθολικού ορισμού σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος θα πρέπει να υποβληθεί σε μία ριζική αποδομιστική κριτική, ως αναγκαία προϋπόθεση για την εξάλειψη της καταπίεσης.

Οι συνέπειες όλων αυτών για κάθε θρησκευτική κοσμοθεωρία δύσκολα μπορούν να παραθεωρηθούν. Η καταπίεση προκύπτει μέσα από την άρνηση να ανεχθεί κάποιος τις εναλλακτικές, επιζητώντας ως εκ τούτου την εξαφάνιση τους. Ο αθεϊσμός μπορεί να ξεκίνησε ως μία απελευθερωτική προσπάθεια να «αποκεντρωθεί» ο Δυτικός πολιτισμός εν σχέσει προς την καταπίεση των κρατικών Εκκλησιών της Ευρώπης. Εντούτοις, αντί να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία αποκέντρωσης μέχρι το τέλος, ο αθεϊσμός απλά πρότεινε ένα διαφορετικό κέντρο. Με την προβολή μιας ανθρωπότητας που κατ' ανάγκη αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού ως προϋπόθεση για αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη, ο αθεϊσμός για άλλη μια φορά επεδίωξε να πραγματοποιήσει τον ολοκληρωτισμό του κέντρου με την πρόταξη ενός μοναδικού και καθολικού ορισμού σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος· ενός ορισμού που ηθελημένα απέκλειε και περιθωριοποιούσε αυτούς που δεν αποδέχονταν τον εν λόγω εξαιρετικά περιοριστικό ορισμό.

Ο αθεϊσμός είναι αναγκασμένος να ορίσει τον Άλλο είτε ως την περί Θεού ιδέα καθεαυτήν είτε ως αυτούς που πιστεύουν στο Θεό μία κατηγορία που αγκαλιάζει τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη γη. Ως εκ τούτου, το Άλλο ανάγεται στο Ίδιον μία διαδικασία που μπορούμε να δούμε στις κριτικές της θρησκείας που εξαπέλυσαν οι Φόιερμπαχ, Μαρξ και Φρόιντ. Ο καθένας από αυτούς υποστηρίζει ότι ο Άλλος (ο Θεός) είναι απλά μία στιγμή του Ιδίου (όπως είναι για παράδειγμα οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις). Ενώ αυτοί οι τρεις συγγραφείς κατανοούν διαφορετικά το Ίδιον, έχουν μία κοινή αναγωγιστική μεθοδολογία, η οποία επιμένει ότι ο Θεός μπορεί να αναχθεί πλήρως και καταλλήλως στις κατηγορίες τους. Ενώ αυτές οι προσεγγίσεις είναι απολύτως συνεπείς με την προοπτική της νεοτερικότητας, η έμφαση της μετανεοτερικότητας για την ανάγκη σεβασμού προς τον Άλλο αμφισβητεί ριζικά την ακεραιότητα τους. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι η απουσία σεβασμού προς τον Άλλο οδηγεί τελικά στην απαράδεκτη καταπίεση του Άλλου.

Αν και υπάρχουν κάποιοι αθεϊστές που δείχνουν σεβασμό έναντι της θρησκευτικής πίστης, ο κυρίαρχος τόνος εντός του κινήματος είναι μάλλον πιο άτεγκτος. Η πίστη στο Θεό αποτελεί κάτι το κακό και πρέπει να εξαλειφθεί. Στην ομιλία του στο πλαίσιο του Lowell Lecture του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο Γκορ Βιντάλ υποστήριξε, στις 20 Απριλίου 1992, ότι ο μονοθεϊσμός ήταν η πηγή όλων των κακών της Αμερικής.

Το μεγάλο κακό που δεν μνημονεύουμε και που βρίσκεται στο κέντρο του πολιτισμού μας είναι ο μονοθεϊσμός. Από ένα βαρβαρικό κείμενο της Εποχής του Χαλκού, γνωστό ως Παλαιά Διαθήκη, έχουν αναπτυχθεί τρεις θρησκείες που είναι κατά του ανθρώπου ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Πρόκειται για θρησκείες του θεού του ουρανού. Είναι, κυριολεκτικά, πατριαρχικές -ο Θεός είναι ο Παντοδύναμος Πατέρας, εξού και η εξουθένωση των γυναικών για 2.000 χρόνια στις χώρες που μολύνθηκαν από το θεό του ουρανού και του αρσενικούς αντιπροσώπους του. Ο θεός του ουρανού είναι ένας ζηλιάρης θεός, βέβαια. Απαιτεί ολοκληρωτική υπακοή από τους πάντες στη γη, μιας και δεν υπάρχει μονάχα για μία φυλή, αλλά για όλη τη δημιουργία. Αυτοί που θα τολμούσαν να τον απορρίψουν, πρέπει ή να μεταστραφούν ή να πεθάνουν για το καλό τους.

Αν βάλουμε στη μια μεριά τις ελαφρώς υστερικές υπερβολές που καθιστούν αυτή την ομιλία ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό ανάγνωσμα (άλλωστε, πότε ήταν τα γεγονότα που καταγράφονται επακριβώς ένα καλό ανάγνωσμα, δεν μπορούμε να παραθεωρήσουμε την άλλη, τη σκοτεινή μεριά του όλου πράγματος. Ο Βιντάλ υποστηρίζει έναν «υπέρ πάντων αγώνα κατά των μονοθεϊστών». Παράλληλα αυτού του είδους των αξιώσεων μπορεί να βρει κανείς και αλλού, ειδικά στα κείμενα του Ρίτσαρντ Ντόκινς, ο οποίος ζητά το ξερίζωμα της πίστης ως του μεγαλύτερου κακού στον κόσμο. Παρ' όλα αυτά, ο εικοστός αιώνας έγινε μάρτυρας ενός εκ των μεγαλύτερων και πιο θλιβερών παραδόξων στην ανθρώπινη ιστορία: η μεγαλύτερη μισαλλοδοξία και βία αυτού του αιώνα ασκήθηκαν από εκείνους που πίστευαν ότι η θρησκεία προκάλεσε τη μισαλλοδοξία και τη βία.

Αυτή η μνεία των εξαναγκαστικών μέσων προς απόσπαση υποστήριξης υπέρ του αθεϊσμού μάς φέρνει σε ό,τι θεωρείται πια ως μία από τις πιο σοκαριστικές όψεις της ιστορίας του αθεϊσμού κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα - τη βία του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Άλλες θρησκείες & αιρέσεις,σἐκτες & παραθρησκείες,”