Ποια είναι η θέση του Χριστιανού διανοούμενου μέσα στην κοινωνία;

1
Εικόνα
Η βαθιά περισυλλογή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο «κυρ-Αλέξανδρος» ήταν για όλους τους Έλληνες λογίους η ενσάρκωση της βαθιάς και ανθρώπινης πίστης στον κόσμο των διανοουμένων. Αυτός και ο λόγος που χαρακτηρίστηκες «Άγιος των Γραμμάτων»!..

Ποια είναι η θέση του Χριστιανού διανοούμενου μέσα στην κοινωνία;
Διαβάστε την βαθιά ανθρώπινη και πολύ φιλοσοφημένη άποψη του παγκοσμίως γνωστού φιλοσόφου, Πωλ Εμίλ-Ρουά, ο οποίος, πέραν των άλλων, διατυπώνει και πρωτότυπες θέσεις για το θέμα της Τέχνης απέναντι στον άνθρωπο, που βιώνει με τον δικό του τρόπο την Διδασκαλία του Ιησού!...

Πωλ Εμίλ-Ρουά

Ο Χριστιανός διανοούμενος μέσα στην Εκκλησία

Από το «Χριστιανικόν Συμπόσιον» 1969, εκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Αθήνα 1968.
(Απόδοση : Λουκίας Ι. Μεταξά)

Η Εκκλησία, κατά την έκφραση του Πασκάλ, σχηματίζει ένα σώμα «στοχαζομένων μελών». Είναι ένα σώμα, ένας οργανισμός που παραχωρεί στα μέλη που το αποτελούν την ατομικότητά τους, αλλά με την πρόθεση να τα εισαγάγη σε μια κοινωνία ειδικού τύπου, σ’ ένα κοινό πνεύμα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πνεύμα του Χριστού. Τούτο εδώ αρκεί για να πη κανείς ότι υπάρχει μια κατάσταση του χριστιανού διανοούμενου που δεν είναι εκείνη του ξένου για τη πίστη μας διανοούμενου. Όπως ο πιο απλός από τους πιστούς, ο διανοούμενος που είναι χριστιανός κεντροθετείται πάνω στο Χριστό από τον οποίο λαμβάνει το φως και τη δύναμη. Η ζωή του ξετυλίγεται μέσα στο κόσμο των γήινων μεριμνών, λαβαίνει μέρος στις μεγάλες συζητήσεις για το πολιτισμό, διατρέχει όλους τους γήινους δρόμους, αλλά φυλάγει ένα άνοιγμα προς το σύμπαν του Αναστάντος από το οποίο αδιάκοπα ξαναποτίζεται.

Αυτό που χαρακτηρίζει έκτοτε τη θέση του χριστιανού διανοουμένου, είναι ότι στηρίζεται πάνω σε μια κοινωνούσα ύπαρξη αντλώντας τη συνεκτική της αρχή από το Θεάνθρωπο που αναστήθηκε και που μεταδίδει τη ζωή του στον κόσμο. Ο Χριστιανός είναι μπολιασμένος πάνω στο Χριστό μέσα στον οποίο συναντά τους αδελφούς του. Ποτέ δεν ξαναβρίσκεται απόλυτα μόνος απέναντι στους άλλους και στην οικουμένη. Έχει την πεποίθηση ότι δεν εγκαταλείπεται στην προσωπική του αθλιότητα, και η ύπαρξή του προσδιορίζεται πρώτα σα μια πείρα αλληλεγγύης. Μπασμένος μέσα στη δίνη της θείας ζωής που από το σώμα του Χριστού διαχύνεται μέσα στην ιστορία, θέλει, κατά την έκφραση του Père de Montshenil, «να συμπράξη στ’ αλήθεια στη κοινή προσπάθεια», να εργαστή στη «συμπλήρωση του Σώματος του Χριστού». Δεν είναι μονάχα φορέας ιδεών ή εικόνων που κατασκευάστηκαν μέσα στο προσωπικό του εργαστήρι, είναι, σαφώς ή όχι, ζωντανός μάρτυρας μιας ανθρωποθεϊκής πείρας που ξαπλώνεται σ’ όλους τους τομείς των γήινων δραστηριοτήτων μας.

Ο Χριστιανός διανοούμενος βρίσκεται έτσι ν’ αποτελή έναν από τους κυριότερους υπευθύνους για την παρουσία της Εκκλησίας στον πολιτισμό. Σ’ όποιο τομέα και αν δρα με το στοχασμό του, δρα σε ομοφωνία με το ιστορικό γεγονός της Ενσάρκωσης του Υιού του Θεού και της Λύτρωσης.

Υπ’ αυτή την έννοια μπορούν ν’ αποδοθούν στο Χριστιανό διανοούμενο αυτές οι γραμμές του Πίου XII: «Όλοι οι πιστοί έχουν το καθήκον να συντείνουν στη διείσδυση του Χριστιανικού πνεύματος στην οικογενειακή ζωή, την κοινωνική, την οικονομική και πολιτική επίσης».

Αυτή η κίνηση της χριστιανικής επικοινωνίας με τον κόσμο δεν έχει μοναδική έννοια, κατά πόσο ο διανοούμενος εξασφαλίζει μια παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο, εξασφαλίζει επίσης μια παρουσία του κόσμου στην Εκκλησία. Αυτή εδώ βρίσκεται ξανανιωμένη, ζωντανεμένη, σε διέγερση. Είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιή μέσα, τα οποία διαφορετικά θα έμεναν ανεκμετάλλευτα, σε τέτοιο σημείο, ώστε μπορεί κανείς να υποδείξη πως στις περιόδους που οι Χριστιανοί διανοούμενοι δεν επιβλήθηκαν, η ζωή της Εκκλησίας επιβραδύνθηκε, ζάρωσε, σκληρύνθηκε, όπως η μηχανή που φθείρεται όταν γυρίζει στο κενό. Θέτοντας μπρος στην Εκκλησία τα προβλήματα της ιστορίας, οι διανοούμενοι την αναγκάζουν να εγκαταλείψη την εύκολη και άνετη ζωή, την ικανοποίηση μέσα στα υπερβολικά ανθρώπινα έργα, για να προσηλωθή σ’ αυτό που γι’ αυτήν είναι Θείο και που δεν προσμένει παρά να ραγίση τ’ όστρακό της για να εκδηλωθή.

Μπορεί κανείς να πη απ’ αυτό ότι ο Χριστιανός διανοούμενος, με το διάλογο που εξαναγκάζει την Εκκλησία να διατηρή προς τον κόσμο, συμμετέχει στην επεξεργασία της αποκαλυμμένης παρακαταθήκης. Μιλά κανείς συχνά για την παρακαταθήκη της Χριστιανικής αλήθειας. Η έκφραση έχει έννοια και μπορεί να διεκδικήση μια μακριά παράδοση. Εκφράζει τον αναλλοίωτο χαρακτήρα της Αποκάλυψης στην οποία πρέπει να μένη κανείς προσκολλημένος με την πιο ευσυνείδητη και λεπτομερειακή προσήλωση. Κινδυνεύει όμως να ερμηνευτή με μια πενιχρή έννοια, σαν η χριστιανική αλήθεια να μην ήταν παρά ένα σύνολο πετρωμένων διατυπώσεων, αποξεραμένων, απόλυτα αποξενωμένων από τα ζωντανά πλαίσια της ιστορίας. Τούτο σημαίνει ότι ξεχνά κανείς πως εκείνος που είπε ότι είναι η αλήθεια, υπενθύμισε επίσης ότι ήταν η ζωή, και ότι αν το χριστιανικό μυστήριο είναι περαιωμένο κατά τη διατύπωσή του, δεν είναι κατά την αφομοίωσή του από τους ανθρώπους. Η Βασιλεία του Θεού, έλεγε ο Κύριός μας ο ίδιος, είναι ένας θησαυρός από τον οποίο καλούμεθα να παίρνουμε πράγματα παλιά και πράγματα καινούργια. Ένας θησαυρός που δεν αλλάζει, αλλά που είναι ανεξάντλητος, και που το ξετύλιγμα της ιστορίας επιτρέπει να του αποκαλυφτούν τ’ αναρίθμητα πλούτη του. Η χριστιανική αλήθεια δεν αλλάζει, αλλ’ οι άνθρωποι αλλάζουν, η ιστορία ανανεώνεται και αδιάκοπα πρέπει να την υποβάλη κανείς στο φωτισμό της πίστης. Ο Θεός επενέβη στην ιστορία για να την πληροφορήση κατά το ίδιο της γίγνεσθαι επίσης• η χριστιανική αλήθεια όταν κοκαλώνει, δεν μένει αληθινή προς τον εαυτό της, γιατί δεν είναι πια πιστή προς τη ζωή και γιατί ο Χριστιανισμός είναι ιστορικός. Η χριστιανική αλήθεια εκφρασμένη από τους ανθρώπους, δε μπορεί ν’ ανανεωθή παρά πηγαίνοντας ν’ αντλήση μέσα στην αποκαλυμμένη παρακαταθήκη για ν’ απαντήση έτσι στα μεγάλα ερωτήματα που η ιστορία της θέτει. Για τον χριστιανό, η ιστορία είναι μια κλήση για στοχασμό και για δράση, μια εκδήλωση προοδευτική της κατάστασης του ανθρώπου που ζητά να συμπεριληφθή μέσα στο απολυτρωτικό έργο. Έτσι είναι φυσικό να έχη φτάσει η χριστιανική σκέψη τις πιο ψηλές κορφές στις εποχές κατά τις οποίες τής είχαν υποβληθή οι πιο δύσκολες ερωτήσεις.

Ριζωμένος ταυτόχρονα μέσα στην ιστορία και μέσα στην Εκκλησία, ο χριστιανός διανοούμενος καλείται έτσι να παίξη ένα ρόλο που μονάχα αυτός μπορεί να εκπληρώση. Η αποχή του είναι βλαβερή και για τη μία και για την άλλη.


Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία, ο διανοούμενος πρέπει να εμψυχώνεται από την πίστη χωρίς την οποία δε μπορεί κανείς να εισέλθη στο Σώμα του Χριστού. Πίστη στο Χριστό, αλλά πίστη επίσης σ’ αυτή την Εκκλησία δια της οποίας ο Χριστός μιλά, και υπό όρους που προσδιόρισε Αυτός ο ίδιος.

Αυτή η Εκκλησία, είναι οργανωμένη ιεραρχικά και είναι ο Χριστός που θέλησε να είναι οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους οι φύλακες της διδασκαλίας Του. Ο χριστιανός διανοούμενος δεν είναι η Ιεραρχία, ακόμα και αν πολυάριθμοι επίσκοποι είναι διανοούμενοι. Δεν έχει την εξουσία να διδάσκη κατά την έννοια που λέμε πως είναι η Ιεραρχία που μεταδίδει τη διδασκαλία του Χριστού. Λαβαίνει την παρακαταθήκη της αποκάλυψης της παιδαγωγούσας Εκκλησίας. Ο ρόλος του είναι ν’ ανακαλύψη τη δομή μέσα στο περίπλοκο της συγκεκριμένης ζωής, να ξανασκεφτή τ’ ανθρώπινα προβλήματα υπό το φως της αλήθειας που του μεταβιβάζεται.

Έπρεπε να κάνουμε αυτούς τους προσδιορισμούς για ν’ αποφύγουμε κάθε αμφιβολία, αλλ’ αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για το θέμα μας, είναι να δούμε τώρα πώς θα πραγματοποιηθή η ανάπτυξη μιας σκέψης αληθινά εναρμονισμένης με την ιστορία και την αποκάλυψη. Ο γάμος αυτών των δύο πραγματικοτήτων δεν είναι αυτονόητος και προϋποθέτει για το στοχαστή ικανότητες που θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε. Το ότι ο χριστιανός διανοούμενος πρέπει να διαθέτη μια κοσμική μόρφωση πλατιά και βαθιά, αυτό είναι αυτονόητο. Αλλ’ έχει επίσης ανάγκη από μια σταθερή θρησκευτική μόρφωση, αν θέλη η σκέψη του να είναι εμποτισμένη από τον Χριστιανισμό. Δεν μπορεί ν’ αρκείται να επιθέτη πάνω σε μια κοσμική και πολυτελή μόρφωση, τις στοιχειώδεις θρησκευτικές γνώσεις του καρβουνιάρη. Το έργο που τον περιμένει δεν είναι εύκολο γιατί οι θεολογικές μελέτες, δυστυχώς, είναι αποκλειστικός κλήρος των κληρικών. Σα λαϊκός μπορεί ν’ αποκτήση επίκαιρα μια θεολογική μόρφωση προσαρμοσμένη στις δραστηριότητές του; Είναι καταδικασμένος να παραμείνη ένας αυτοδίδακτος σ’ ό,τι αφορά στην αρχέγονη όψη της συγκρότησής του; Είναι αλήθεια ότι τα ινστιτούτα της ιεράς επιστήμης τείνουν ν’ αμβλύνουν αυτές τις δυσκολίες, αλλά η συμβολή τους δε μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική αφού οι διάφορες ειδικότητες απορροφούν σχεδόν όλη την ενέργεια του ανθρώπου που απασχολείται μ’ αυτά. Πρέπει να προσθέση κανείς ότι μια κάποια ραθυμία, μια αδιαφορία λίγο ή πολύ εκφρασμένη, εξηγούν λυπηρές παραλείψεις, αλλά φαίνεται πως δεν βρήκαμε ακόμα μία διατύπωση σωστή που θα μας επέτρεπε να πραγματοποιήσουμε τη συμβίωση της πίστης και της μόρφωσης. Μπορεί κανείς ασφαλώς να καταγγείλη την ανεπάρκεια της θρησκευτικής διδασκαλίας στο επίπεδό της μέσης παιδείας αλλά θα ήταν απόδειξη μιας όχι κοινής επιπολαιότητας.

Οι χριστιανικές πεποιθήσεις δε δίδονται μια και καλή. Μπορεί να τις θησαυρίζη κανείς δια βίου. Πρέπει να μεταμορφώνονται, να εμβαθύνονται, ν’ ανακαλύπτονται κάθε τόσο από την επαφή με τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και δε μπορεί να το πετύχουν παρά αν λαβαίνουν κάθε μέρα την τροφή που απαιτείται. «Είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη, έγραφε ο Péguy, να πιστεύη κανείς ότι μπορεί να δίνη χωρίς να λαβαίνη, να γράφη χωρίς να διαβάζη, να μιλά χωρίς ν’ ακούη, να παράγη χωρίς να τρέφη, να δίδη τον εαυτό του χωρίς ν’ ανανεώνεται». Αυτό που έχει σημασία για την πνευματική γενικά ζωή, απλούστατα, έχει σημασία και για τον χριστιανικό στοχασμό. Δε μπορεί κανείς να ζήση από την πίστη χωρίς να τη μελετήση, χωρίς να τη γνωρίση. Δεν μπορεί να πάρη μια χριστιανική στάση έναντι του κόσμου χωρίς να συλλογιστή κανείς πάνω στα θεμελιώδη δεδομένα της πίστης, χωρίς να τα έχη δοκιμάσει με την πείρα.

Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήση κανείς τις επαρκείς θρησκευτικές γνώσεις και κυρίως για να κατέχη μια ζωντανή πίστη, χωρίς την οποία ο χριστιανικός στοχασμός μαραίνεται. Όταν μιλάμε για ζωντανή πίστη, εννοούμε μια συναίνεση στο έργο του Χριστού μέσα στην Εκκλησία και μέσα στον κόσμο. Η πίστη μας θέτει στην υπηρεσία μιας πραγματικότητας που μας ξεπερνά. Εισάγει τις δραστηριότητές μας μέσα σ’ ένα μονοπάτι που είναι αυτό τούτο του Χριστού. Δεν είναι της δικής μας αρμοδιότητας ν’ αποφασίσουμε για τον τρόπο με τον οποίο θα εκπληρωθή η σωτηρία του ανθρώπου. Δεχόμαστε να συμπεριληφθούμε σε μια διευθέτηση που μας προτείνεται από έναν άλλο. Πιστεύουμε ότι ο Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο, ότι δεν τον εγκατέλειψε, ότι βρίσκεται στο μέσο των δραστηριοτήτων μας και ότι ενεργεί, όποια και αν είναι τα φαινόμενα. Δε μπορεί κανείς να είναι Χριστιανός και να διακηρύττη ότι ο άνθρωπος έχει εγκαταλειφθή σ’ ένα παράλογο σχέδιο, ότι ο Θεός αδιαφορεί για τις αθλιότητές μας, ότι αποτραβιέται μέσα σε μια αινιγματική σιωπή. Υπάρχει ένα μοντέρνο άγχος που μπορεί να είναι μια κραυγή προς το Θεό, αλλά που, ως κραυγή είναι έξω από τη Λύτρωση, η οποία την αγνοεί.

Ο Χριστιανός δεν έχει να κρίνη τους μη χριστιανούς ούτε να τους καταδικάζη, αλλά υπάρχει μια απαισιόδοξη σύλληψη της ζωής που δε μπορεί αυτός να προσαρμόση στα δεδομένα της πίστης του, ένα αίσθημα αμηχανίας που δε μπορεί να οικειοποιηθή χωρίς ν’ απαρνηθή τον εαυτό του.

Ίσως πρέπει κανείς ν’ αναγνωρίση, στη στάση εκείνων που θέλουν όλα να τα ρίξουν κατά γης και να ξαναρχίσουν από την αρχή, μιαν έλλειψη πίστης στη συμπαράσταση του Πνεύματος. Αν ένα τέτοιο διάβημα δεν είναι παραδεκτό πάνω σ’ ένα καθαρά διανοητικό επίπεδο, είναι ακόμα πολύ λιγότερο πάνω στην πίστη, γιατί αφήνει να εννοηθή ότι ο Θεός θα είχε για έναν ορισμένο καιρό εγκαταλείψει την Εκκλησία του, πράγμα που προϋποθέτει ότι δε θα είχε μείνει πιστός στις υποσχέσεις Του.

Είπαμε ότι η πίστη μας συμπεριλαβαίνει στην Εκκλησία, σε μία προνοιακή διευθέτηση μέσα στην οποία είχαμε κληθή να μπούμε. Και είναι αλήθεια ότι κάθε χριστιανός είναι μέλος της Εκκλησίας, ότι αποτελεί μέρος της. Η Εκκλησία είναι εμείς όλοι με το Χριστό. Τούτο δε θα πη όμως ότι μπορούμε να διαθέτουμε την Εκκλησία όπως το θέλουμε, ότι ιδρύθηκε για να ικανοποιή τις ιδιοτροπίες μας. Δεν είναι μια κληρονομιά που θα μας ήταν επιτρεπτό να σπαταλήσουμε ή να εκθέσουμε σε φαντασίες. Ο πιστός γνωρίζει ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε για να δώση θεία ζωή στους ανθρώπους και δεν έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιή για εγωιστικούς σκοπούς. Μέσα στον παράλογο κόσμο όπου ζούμε, ο πνευματικός κόσμος φαίνεται καμιά φορά σαν ένα προσοδοφόρο εμπόρευμα που χρησιμοποιεί κανείς ασυνείδητα. Τα παράσιτα αφθονούν. Πόσες ταινίες, μυθιστορήματα δεν ζουν από τον πνευματικό κόσμο, τον εκμεταλλεύονται όπως άλλοι εκμεταλλεύονται τον ερωτισμό ή την κτηνωδία; Ο χριστιανός διανοούμενος δε μπορεί να δεχθή τέτοιες απάτες και οφείλει να μεταχειρίζεται τον πνευματικό κόσμο μ’ όλο το σέβας για το οποίο είναι άξιος. Μονάχα μια ζωντανή πίστη, ποτισμένη από αγάπη, θα μπορή να τον εμπνεύση μέσα στις δραστηριότητές του και να τον εμποδίση να βεβηλώση την αλήθεια που έλαβε από το Χριστό.

Αυτή η πίστη, όταν είναι ζωντανή, δεν ανάγεται μοναδικά σε μια καθαρή συναίνεση του πνεύματος, αλλά πληροφορεί όλο τον ψυχισμό και τον υποτάσσει σιγά-σιγά στην επίδραση της χάρης. Παιδαγωγεί τα αισθήματα, καθαρίζει τη μνήμη και τη φαντασία, φωτίζει τη νοημοσύνη και εξαγνίζει τη θέληση. Η επίδρασή της γίνεται αισθητή ως τα βάθη της προσωπικότητας και φωτίζει ακόμα και τα πιο κρυφά μέρη του δυναμισμού μας. Είναι ακόμα ο λόγος που τα δημιουργικά έργα του χριστιανού διανοούμενου είναι κανονικά σφραγισμένα από την πίστη του, αν αυτή είναι στ’ αλήθεια βαθιά, ζωντανή, ενεργός. Φυσικά, αυτή η επίδραση είναι τελείως άλλο πράγμα παρά μια πρόθεση προσηλυτισμού. Είναι πριν από όλα ένα ζήτημα νοοτροπίας, τόνου. Ο χριστιανός καλλιτέχνης δε χρειάζεται να διδάσκη. Δε χρειάζεται να κηρύττη. Δεν έχει παρά να εκφρασθή με πληρότητα, με ακέραια πίστη προς τις εσωτερικές απαιτήσεις της τέχνης του, και αν η συγκεκριμένη πείρα του είναι στ’ αλήθεια χριστιανή, δε θα μπορέση παρά να παράγη έργα που θα είναι σημειωμένα με μιαν αυθεντική χριστιανική έννοια. Και τούτο, χωρίς υστεροβουλία προπαγάνδας, διότι ο Χριστιανισμός δεν είναι μια προπαγάνδα, μια πραγματικότητα της πρόσοψης. Είναι πριν από όλα μια ζωτική πείρα ή μία πείρα ιστορική, αλλά μία πείρα υποταγμένη σε ακριβή δεδομένα.

Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ μίλησε για μια «υπαρξιακή εκλογή » στην καρδιά του έργου τέχνης. Είναι αυτή η υπαρξιακή εκλογή το κλειδί της οικουμένης που ένας καλλιτέχνης προβάλλει με μια πράξη δημιουργίας, και είναι στο επίπεδό της που η πίστη μπορεί να είναι ενεργός χωρίς να παραβιάση την αυτονομία της δημιουργικής κίνησης. Αν δεν αγγίζει παρά την περιφέρεια του ψυχισμού, δεν μπορεί προφανώς να μεταγγίση τη δημιουργική ορμή και το έργο δεν φέρει τη σφραγίδα της. Αλλά αν είναι παρούσα σε κάθε άνθρωπο, περιλαβαίνει την υπαρξιακή εκλογή που είναι η αρχή όλων του των δημιουργιών έναντι της οικουμένης και καθιστά δυνατό το χριστιανικό έργο.

Έτσι, ένα χριστιανικό έργο δημιουργίας θα είναι σφραγισμένο με έναν ορισμένο σεβασμό της δημιουργίας που είναι το έργο του Θεού, με μιαν ειδική στάση των ανθρώπων, των μεν έναντι των δε, είναι όλο το δίκτυο των δεσμών που κάνουν να ριζώση η προσωπικότητα μέσα στην ύπαρξη που θα πάρη ένα ειδικό χαρακτήρα, από το γεγονός της συμπαραλαβής της ανθρωπότητας και της δημιουργίας στην Ενσάρκωση και στην Λύτρωση του Υιού του Θεού. Έτσι ακόμα, ένας χριστιανός καλλιτέχνης δε μπορεί, χωρίς ν’ απαρνηθή τον εαυτό του, να επιδοθή σε μια διατύπωση σαδιστικής τέχνης που φαίνεται να αρέσκεται στο να ρυπαίνη τον άνθρωπο, να τον γελοιοποιή, να τον γκρεμίζη. Η πίστη δεν έχει τίποτε να κάνη μ’ αυτή την τέχνη που αναπτύσσεται σαν να μην είχε ποτέ λάβει χώρα η Λύτρωση, σα να είχε εγκαταλειφθή ο άνθρωπος στην ίδια του την κατάπτωση. Η τέχνη άλλωστε που τρέφεται από την ουσία του ανθρώπου, που δε μπορεί να οικοδομηθή παρά επάνω στα ερείπιά του, δεν είναι ίσως τόσο γενναιόδωρη όσο φαίνεται καμιά φορά. Πρέπει να φοβάται κανείς μήπως δεν εισάγεται μέσα στην ίδια δημιουργική πράξη ένα ποσοστό μνησικακίας που διαφθείρει την υπαρξιακή εκλογή και την ψευτίζει.

Θα αντείπουν ίσως ότι ο καλλιτέχνης δε χρειάζεται να ωραιοποιή την πραγματικότητα. Έστω, δε χρειάζεται να ομορφαίνη ο,τιδήποτε. Χρειάζεται να εκφραστή ο ίδιος και να εκφράση τον κόσμο που περνά δια της προσωπικότητάς του για να φτάση σε μια καινούργια ύπαρξη. Η τέχνη δεν οφείλει να κάνη πιο ωραία την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι πάλι μια απλή φωτογραφία του πραγματικού. Είναι μάλλον περισσότερο μια μεταμόρφωση της πραγματικότητας που την ξαναφτιάχνη αναδείχνοντας τη σημασία της. Μ’ αυτόν, ο κόσμος πλουτίζει κατά κάποιο τρόπο μ’ όλη την πληρότητα της ύπαρξης ενός μεγάλου δημιουργού.

Είναι ένα εγχείρημα, το λιγότερο, περίεργο, ν’ αναγνωρίζουμε πιο εύκολα χαρακτήρα αυθεντικότητας στα Έργα που εξευτελίζουν τον άνθρωπο παρά σ’ εκείνα που τον εξαίρουν.

Ίσως αναζητούμε μ’ αυτή τη στάση μια δικαιολογία για τις παραιτήσεις μας η αναγνωρίζουμε μια μυστική συνενοχή με τα σκοτάδια. Επικρίνουμε τους δημιουργούς που γίνονται προσηλυτιστές της αρετής κι έχουμε δίκιο κατά το μέτρο που η πίστη ζημιώνει τη δημιουργική πράξη. Αλλά συγχωρούμε εύκολα τους αποστόλους του νοσηρού και της ειδωλολατρίας σαν μέσα σ’ αυτή τη τελευταία, η αυτονομία της τέχνης να γινόταν σεβαστή. Εν τούτοις, και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για μια μεροληψία βλαβερή στην τέχνη, για μια καθαρή παραβίαση των νόμων της δημιουργικής δραστηριότητας.

Ανεξάρτητα από κάθε αισθητική σκέψη, αρνούμαι να πιστέψω ότι πραγματοποιεί κάποιος έργο αλήθειας, με το να μη δείχνη από τον άνθρωπο παρά την πληθωρική του κλήση στο κακό, ή το ένστικτό του για το θάνατο. Μέσα σε κάθε άρρωστο υπάρχει ακόμα ένα ποσοστό υγείας χωρίς το οποίο η ζωή δε θα υπήρχε, ούτε η τέχνη επίσης, γιατί η τέχνη δε μπορεί να κάνη τίποτα για τον θάνατο. Είναι ακριβώς το αντίθετο, όταν το όραμα που ζωογονεί το έργο, δεν είναι αρκετά βαθύ. Η απλή αντίληψη των πραγμάτων δεν είναι αρκετά διεισδυτική. Θ’ αρκούσε κανείς να έσκαβε λίγο περισσότερο για να βρη μέσα σε κάθε άνθρωπο βέβαιες εκδηλώσεις ζωής και αμέτρητα αναβρύσματα.

Αν προσπαθήση κανείς τώρα να τοποθετήση την τέχνη, κατά ουσιώδη τρόπο, μέσα στο περίπλοκο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, πρέπει να παραδεχτή ότι τα έργα τα οποία, ενώ είναι αυθεντικά ως καλλιτεχνήματα, προέρχονται από μιαν εκλογή υπαρξιακή βλαβερή για τον άνθρωπο, δε μπορούν αδιάκοπα να κυκλοφορούν μέσα σε μια κοινωνία χωρίς να επιφέρουν τελικά την έκπτωση του ανθρώπου. Προσπαθώντας να μη δείχνει κανείς στους ανθρώπους παρά το άθλιο μέρος της ύπαρξής τους, καταλήγει να σκοτώση τον ενθουσιασμό και το δυναμισμό χωρίς τα οποία καμιά κοινωνία δε μπορεί να σταθή. Λοιπόν, ο άνθρωπος είναι πάνω από την τέχνη. Προκειμένου να εκλέξη κανείς μεταξύ μιας διεφθαρμένης τέχνης και του ανθρώπου, καλύτερα είναι να ψηφίση υπέρ αυτού. Και καταλαβαίνει κανείς ότι ορισμένες στιγμές οι κοινωνίες επιβάλλουν μέτρα ασφαλείας. Αμύνονται. Όταν είναι εκφυλισμένες, σε σημείο που να μη αναγνωρίζουν αυτό που τις καταστρέφει, γκρεμίζονται και η τέχνη συντείνει στο να καταβαραθρωθούν.

Κατά τ’ άλλα, είμαι προσωπικά πεπεισμένος ότι η τέχνη που εξευτελίζει αληθινά τον άνθρωπο, προδίδεται πρώτα ως τέχνη και παραβιάζει τους εσωτερικούς της νόμους. Αν οι άνθρωποι στέκουν απέναντί της με μιαν υπερβολική επιείκεια, είναι γιατί κολακεύει αυτό που καλύπτει την κατάπτωσή τους και προσδίνει στον ίδιο τους εκφυλισμό μια επίφαση αλήθειας. Εν τούτοις, οι άνθρωποι δε χορταίνουν απεριόριστα με μια τροφή που τους αρρωσταίνει κι έρχεται μια μέρα που αντιδρούν άγρια εναντίον αυτού που τους καταστρέφει. Οι νέοι ειδικά, αρέσκονται προς στιγμή σ’ έργα που δικαιολογούν τη τεμπελιά τους αλλ’ ανασηκώνουν μια μέρα το κεφάλι και απορρίπτουν συνολικά τα βιβλία που απειλούν την ύπαρξή τους. Αντίθετα προς ένα μεγάλο αριθμό των δημιουργών μας, οι νέοι μας εμπιστεύονται τη ζωή, θέλουν να ριζώσουν μέσα στον αιώνα τους, γυρεύουν αιτίες ζωής. Αποστρέφονται τους καλλιτέχνες ή τους στοχαστές που θυμώνουν τον νεότερο κόσμο. Αντί να τους κατηγορή κανείς για έλλειψη καλλιεργείας και για τύφλωση, θα ήταν ίσως καλλίτερα αν αναθεωρούσε τις ίδιες του τις πεποιθήσεις.

Η θέση του χριστιανού διανοούμενου μέσα στην Εκκλησία αποτελεί πρόβλημα, όταν διερωτάται κανείς πως να συμφιλιώση τη δημοκρατική νοοτροπία και τη στάση του πιστού που κυβερνάται και διδάσκεται από τους διαδόχους των Αποστόλων και των αμέσων τους συνεργατών. Στη δημοκρατία, η κυβέρνηση προέρχεται από το λαό. Υπάρχει, από το λαό και για το λαό. Μέσα στην Εκκλησία, η πρωτοβουλία προέρχεται από το Θεό. Η θεία ζωή δίδεται στους ανθρώπους από το Θεό, η προτεινόμενη αλήθεια δεν εξαρτάται από τις αποφάσεις μας ή από την εκλογή μας. Μας προτείνεται. Δεν είμαστε αναγκασμένοι να τη δεχτούμε, αλλ’ αν τη δεχτούμε, δεν είμαστε ικανοί να τη συνδυάσουμε με τις επιθυμίες μας και με τις ιδέες μας. Μάλλον εμείς πρέπει να συμμορφωθούμε με κανόνες που δεν εξαρτώνται από την κρίση μας. Μπορούμε προφανέστατα να τη μεταχειριστούμε όπως μας αρέσει, αλλά παύουμε από αυτό το ίδιο το γεγονός να είμαστε χριστιανοί.

Θεωρητικά πάντως, η λύση είναι αρκετά εύκολη. Ο Θεός πράγματι δε μας αφαιρεί τίποτε. Δεν έρχεται για ν’ αντείπη ή να γελοιοποιήση τις ανθρώπινές μας απαιτήσεις. Μας προσφέρει κάτι περισσότερο. Μας δίνει κάτι, και για να το λάβουμε, είναι αναπόφευκτο να είμαστε σε στάση ανάλογη εκείνου που λαβαίνει. Η Εκκλησία, τέτοια όπως έχει ιδρυθή από το Χριστό, αφήνει τις ανθρώπινες πραγματικότητες στις ίδιες τους πρωτοβουλίες, σέβεται την εσωτερική τους σκοπιμότητα. Προσθέτει μονάχα μια καινούργια διάσταση στην ύπαρξη. Δεν αδικεί την ελευθερία μας, όπως δεν αδικώ εκείνη ενός σπουδαστού που θέλει να μελετήση την ελληνική τέχνη και ο οποίος δε διαθέτει παρά μερικά βιβλία, στον οποίο προσφέρω ένα ταξίδι στο Λούβρο και στην Ελλάδα. Προφανώς, για να πάη στην Ευρώπη, είναι ελεύθερος να πάρη το βαπόρι ή το αεροπλάνο, αλλά θα ήταν πολύ άδικο να επικρίνω τον εαυτό μου ότι του επιβάλλω να ταξιδέψη δια θαλάσσης ή δι’ αέρος!

Στην πράξη όμως, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Συμβαίνει συχνά ο κλήρος να κάνη ώστε να υπερβαίνη το επίπεδο των γήινων πραγματικοτήτων η αυθεντία που κατέχει στο επίπεδο των υπερφυσικών πραγματικοτήτων. Γνωρίζουμε όλες τις μορφές αυταρχισμού και κληρικαλισμού που εκδηλώνονται κατά ορισμένες περιόδους της εκκλησιαστικής ιστορίας, και οι οποίες συμπιέζουν τις ελευθερίες η τουλάχιστο τις παραλύουν.

Κανένας δε μπορεί να διαψεύση αυτές τις καταχρήσεις και δεν είναι δυνατό να μη υπάρξουν, αφού ο Κλήρος είναι ανθρώπινος και αρέσκεται στην κυριαρχία όπως κάθε γιος του Αδάμ. Πολύ περισσότερο που η Χάρη έρχεται να εισδύση μέσα στο ανθρώπινο με τρόπους που είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστούν και που μπορούν να δώσουν λαβή σε διάσταση γνωμών που πιθανόν υποκρύπτουν πάθη. Γι’ αυτό ο Κλήρος πρέπει να μην εμπιστεύεται στον εαυτό του, να εφαρμόζη μίαν αυστηρή αυτοκριτική. Γι’ αυτό επίσης οι λαϊκοί πρέπει να μπορούν να εκφρασθούν μέσα στην Εκκλησία και να επαναφέρουν τους κληρικούς στην αρμοδιότητά τους όταν προσπαθούν να την υπερβούν.

Έχοντας παραδεχτή όλα αυτά, πρέπει ασφαλώς να καταλάβουμε ότι η Εκκλησία είναι οργανωμένη κατά τρόπο μη δημοκρατικό, αλλά Ιεραρχικό. Δηλαδή ότι δεν είναι ο καρπός μιας ανθρώπινης απόφασης ή της λαϊκής θέλησης κατά τον Ρουσσώ, αλλ’ η εκπλήρωση ενός σχεδίου επεξεργασμένου από τον Θεό. Δίδεται από τον Θεό η νέα Ιερουσαλήμ που κατεβαίνει από τον Ουρανό. Και τούτο δεν εξαρτάται ούτε από τη θέληση των κληρικών, ούτε από εκείνη των λαϊκών. Είναι ο Θεός που θέλησε η Εκκλησία Του να κυβερνάται κατά τέτοιο τρόπο, που να μοιράζη τα δώρα Του έτσι ή αλλιώς και δεν μπορούμε να του ζητήσουμε λογαριασμό. Συνεπώς, υπάρχει μια ορισμένη νοοτροπία, που θα μπορούσε να διαστρέψη τη συμπεριφορά μας ως χριστιανών.

Σημαίνει αυτό ότι ένας ρωμαιοκαθολικός δε μπορεί να είναι ένας καλός δημοκράτης; Το ακούει κανείς να λέγεται καμιά φορά και μάλιστα από ρωμαιοκαθολικούς. Θα φαινόταν ότι είμαστε μαθημένοι από τη θρησκεία να λαβαίνουμε τα πάντα από την εξουσία και όσοι δε μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά το κανονικό παιγνίδι της δημοκρατίας. Μεταφέραμε στο πολιτικό ή αστικό επίπεδο, διατείνονται, μια θρησκευτική συμπεριφορά, που δεν έχει πια πέραση. Μια τέτοια γνώμη μπορεί να περιέχει ένα ποσοστό αλήθειας. Μπορεί επίσης να προδίδη μια σύλληψη λιγάκι διφορούμενη και για την Εκκλησία και για τη δημοκρατία.

Η δυσπιστία που ορισμένοι δημοκράτες τρέφουν έναντι τού ρωμαιοκαθολικισμού προέρχεται από το ότι ένα μέρος σημαντικό της εκκλησίας της Γαλλίας επί παραδείγματι έζησε κατά ένα τμήμα του δεκάτου ενάτου αιώνος μέσα στη νοσταλγία του παλαιού καθεστώτος και σε ανοικτή αντίθεση με τη δημοκρατία. Υπάρχει εκεί ένα ιστορικό πρόβλημα που τέθηκε κατά διαφορετικό τρόπο στην Ιταλία αλλά που δεν χάλασε λιγότερο τις σχέσεις μεταξύ τού ρωμαιοκαθολικισμού και της δημοκρατικής κίνησης μέσα στο νεότερο κόσμο. Αν οι κληρικοί ξεπέρασαν τα όρια της δικαιοδοσίας τους, δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι ορισμένοι δημοκράτες ξεπέρασαν τα όρια των απαιτήσεων της δημοκρατίας και συνετέλεσαν στο να δηλητηριάσουν τις συζητήσεις. Αυτές οι παρεξηγήσεις φαίνονται να εξαλείφτηκαν σήμερα και θα ήταν απρεπές να τις διατηρήση κανείς περισσότερο. Ο ρωμαιοκαθολικισμός, φαίνεται, ή μάλλον, απέδειξε ότι δεν σχετίζεται από τη φύση του με κανένα πολιτικό καθεστώς και πρέπει ν’ απομακρυνθή κανείς μια και καλή από αυτούς τους στείρους καυγάδες.

Η ίδια δυσπιστία μπορεί ακόμα να προέρχεται από μια χονδροειδή ερμηνεία της δημοκρατίας. Θα πη κανείς επί παραδείγματι: στη δημοκρατία η κυβέρνηση έρχεται από το λαό, όχι από τον Θεό. Και βέβαια, οι κυβερνώντες, μέσα σε μια δημοκρατία, δεν περιβάλλονται με το θρησκευτικό κύρος που η στέψη, η οποία ήταν μια θρησκευτική τελετή, παρείχε στο βασιλιά που στεφόταν. Η δημοκρατία όμως δεν είναι ένας σφετερισμός της θείας διακυβέρνησης. Εκλεγόμενος δημοκρατικά, ο αρχηγός του λαού γίνεται ο υπεύθυνος της κοινωνικής τάξης και υπό την ιδιότητά του αυτή ενεργεί εν ονόματι του Θεού, όπως άλλοτε ο βασιλιάς. Ακόμα και στη δημοκρατία, η κυβέρνηση προέρχεται από το Θεό, αλλά δια του λαού. Ο Απόστολος Παύλος απαιτούσε άλλοτε από τους χριστιανούς να υπακούουν τους ρωμαίους αυτοκράτορες που κατεδίωκαν τους χριστιανούς, όχι διότι είχαν ευλογηθή από την Εκκλησία, που δεν είχαν, αλλά γιατί ήταν οι αρχηγοί της κοινωνικής τάξης. Ο Θεός θέλησε οι άνθρωποι να ζουν μέσα σε κοινωνία, και τούτο απαιτεί κυβερνήσεις οι οποίες να πραγματοποιούν το σχέδιό του και οι οποίες, αφού έγιναν εξουσία, να ενεργούν εν ονόματί του, όποιο και αν είναι το πολιτικό καθεστώς που υιοθετείται.

Προσωπικά πιστεύω, ότι η αντίθεση αρχής μεταξύ της Εκκλησίας και της δημοκρατίας εμφανίζεται όταν προκαταλήψεις σκοτεινιάζουν τη νοημοσύνη και ψευτίζουν τη φύση της μιας και της άλλης. Οι χριστιανοί διανοούμενοι έχουν να παίξουν εδώ ένα σημαντικό ρόλο για να διασαφηνίσουν ιστορικές καταστάσεις και να φωτίσουν τις συνειδήσεις. Αν πλάθουν από τη δημοκρατία ένα μύθο, προφανώς αυτή δεν μπορεί να συμφωνήση με την Εκκλησία. Και πρέπει να παραδεχτούμε ασφαλώς ότι η ιδέα της δημοκρατίας είναι συχνά κηλιδωμένη, μολυσμένη. Ο Πεγκύ και ο Μουνιέ θα μπορούσαν να μας φωτίσουν σχετικά. Κατά τα άλλα, αν οδηγήση κανείς την Εκκλησία ξανά στην Ιεραρχία, αν σταματήση κανείς όλη τη δραστηριότητα του χριστιανού μπρος σε μιαν απόφαση του Πάπα, κάνει τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εχθρική της δημοκρατίας αλλά και την παραμορφώνει. Η Εκκλησία ασφαλώς δίδεται από το Θεό, διοικείται και διατηρείται από Αυτόν. Το Άγιον Πνεύμα είναι παρόν μέσα στους αρχηγούς της Εκκλησίας και τους φωτίζει στα καθήκοντά τους διοίκησης και διδαχής, Αλλά είναι παρόν επίσης μέσα στο λαό των πιστών, μέσα σ’ όλο το Σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό από τα μέλη του Σώματος ως τον Αρχηγό της υπάρχει και πρέπει να υπάρχη ανταλλαγή, διάλογος, επικοινωνία. Έτσι εισερχόμαστε στο πρόβλημα της κριτικής μέσα στην Εκκλησία.

Ότι η κριτική είναι δυνατή και παραδεκτή μέσα στην Εκκλησία, τα γεγονότα το αποδεικνύουν αρκετά. Πρέπει όμως η κριτική αυτή να υποταγή σε ορισμένους όρους γιατί αλλιώς εκφυλίζεται σε αντιχριστιανική σταυροφορία. Ο πρώτος όρος, που περιέχει όλους τους άλλους, είναι να εμπνέεται από την αγάπη, από την επιθυμία του καλού για την Εκκλησία, από μια φροντίδα εξαγνισμού και ανάπτυξης του Σώματος του Χριστού. Ένας χριστιανός αληθινά πιστός δεν θα θελήση να παρασυρθή σε πικρές κριτικές που θα παρέλυαν την επίδραση της Εκκλησίας διχάζοντας τους πιστούς κι’ ελαττώνοντας την εμπιστοσύνη τους προς τον πνευματικό τους αρχηγό.

Πρέπει να θυμηθούμε ότι υπάρχει μια κριτική που διεξάγεται από ανθρώπους, που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία και που θέλουν την καταστροφή της, που πάντως θα ήθελαν να επαναφέρουν την ανθρώπινη ζωή σε διαστάσεις καθαρά κοσμικές. Υπάρχει μια άλλη κριτική που είναι εσωτερική της Εκκλησίας και που θέλει το καλό της, που θέλει να βοηθήση την ακτινοβολία του Πνεύματος μέσα στην ανθρωπότητα. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνη κανείς τη μία από την άλλη, και πρέπει να προσέχουμε να μη παίξουμε το παιχνίδι των εχθρών της Εκκλησίας.

Σημαίνει αυτό ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι περιορισμένη μέσα στην Εκκλησία; Ναι, αν εννοή κανείς μ’ αυτό ότι θα μπορούσε να λέγη ό,τι του περνά από το κεφάλι, ότι θα μπορούσε να αφήνεται σ’ όλους τους μικροθυμούς του και στις προσωπικές του μνησικακίες. Αν ο χριστιανός σοβαρεύεται, γνωρίζει ότι το καλό της Εκκλησίας προηγείται από τα ξεθυμάσματά του και τις διαμαρτυρίες του. Θα θυσιάση την ευχαρίστηση της κριτικής για την κριτική, στην αγάπη που θέλει απολύτως να κυριαρχήση μεταξύ των ανθρώπων. Προφανώς, δεν πρόκειται να σωπάση κανείς εμπρός στις αδικίες ή τις ακαταστασίες για να μη δυσαρεστήση τον τάδε πιστό ή το δείνα θρησκευτικό αρχηγό. Θα είναι μάλιστα ένα καθήκον, σ’ ορισμένες περιστάσεις, να μαστιγώση τους κοιμισμένους και τους νωθρούς. Αλλ’ αυτό το θάρρος είναι τελείως άλλο πράγμα από το κριτικό πνεύμα που ασκεί τη κριτική ως ένα ανωτέρου είδους σπορ.

Πολύ συχνά, υπάρχει μέσα στην Εκκλησία αρκετή αρνητική κριτική, αλλά ελάχιστη οικοδομητική κριτική. Καταγγέλλει τα ελαττώματα κανείς της χριστιανικής κοινότητας, σημειώνει τις αδυναμίες της, γελοιοποιεί τα λάθη της. Αρκείται σ’ αυτό. Και πρέπει κανείς να παραδεχτή ότι οι δικαιούμενοι, που περιφρονούν και απορρίπτουν βίαια τη λογοκρισία, είναι συχνά τρομεροί λογοκριτές.

Κάθε κριτική επάγει μια σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα έπρεπε να είναι, ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και ένα δεδομένο κανόνα. Πρέπει πρώτα να βλέπη κανείς με σαφήνεια την πραγματικότητα. Δεν έχει το δικαίωμα ν’ αρκήται σε αόριστες διαισθήσεις και προαισθήματα. Τείνει κανείς πάρα πολύ, από τον Ρουσσώ και πέρα, να δίνη στο αίσθημα τη βεβαιότητα και το αλάθητο που έδινε άλλοτε στο νου. Συμβαίνει ν’ αρκείται κανείς σε υπολογισμούς κατά προσέγγιση, ανεπαρκείς για να διατυπώση κρίσεις ποὺ δε μπορούν παρά να θολώσουν τα πνεύματα. Ο διανοούμενος λέγει ο Gabriel Marcel, δεν έχει να κάνη με μια σαφή και σταθερή πραγματικότητα όπως ο εργάτης και ο αγρότης. Εργάζεται με λέξεις και το χαρτί τα τραβά όλα. Μπορεί να συμβή να πιστέψη ότι η πραγματικότητα είναι όπως θα ήθελε να είναι, επειδή τον διευκολύνει στη θέση που αναπτύσσει. Γοητευμένος από τη λάμψη της μορφής της, θα βάλη την αλήθεια σε δεύτερο επίπεδο και θα αποφανθή χωρίς πραγματικά να γνωρίζη την κατάσταση ενός προβλήματος. Κανένας προφανώς δεν είναι απόλυτα προστατευμένος από αυτούς τους κινδύνους και πολύ απλοϊκός είναι όποιος νομίζει ότι τους αποφεύγει εντελώς. Ένας λόγος περισσότερο για να λαβαίνη κανείς όλα του τα μέτρα.

Αλλά δεν είναι το παν να βλέπη κανείς καλά την πραγματικότητα, χρειάζεται ακόμη και ένας κανόνας για να την κρίνη. Για ένα χριστιανό, χρειάζεται να αντιλαμβάνεται καλά τις απαιτήσεις της πίστης, τη φύση της Εκκλησίας. Οι βιαστικές μας κρίσεις προέρχονται συχνά από το ότι δεν γνωρίζουμε επαρκώς την πραγματικότητα, αλλά κι από το ότι δεν είμαστε επαρκώς φωτισμένοι από μια υγιή και φωτεινή έννοια για τη φύση της Εκκλησίας, Θα μπορούσε κανείς να συζητήση δια μακρών την ιδέα που σχηματίζουν πολλοί για τους ιερείς της Εκκλησίας. Χωρίς να είναι αιρετική, αυτή η ιδέα είναι φτωχή, παραμορφωμένη, σκληρωτική. Μπορεί να πη κανείς το ίδιο για τους διανοούμενους; Όχι για όλους ασφαλώς. Αλλ’ αν ο χριστιανός διανοούμενος δεν προσέχει, δεν θ’ αντισταθή στη τάση να φαντάζεται την Εκκλησία ως εξάρτημα μιας élite. Θα κάνει κριτικές που δεν θα ήταν έγκυρες παρά μονάχα αν υπήρχε μια διανοούμενη é1ite μέσα στην Εκκλησία, αλλά που δεν έχουν παρά μερική αξία, γιατί ο λαός των πιστών συμπεριλαμβάνει επίσης απλοϊκούς ανθρώπους που η ευσέβεια, oι γνώσεις και η ίδια η πίστη τους είναι μιας άλλης φύσης, χωρίς να είναι αναγκαστικά λιγότερο έγκυρες.

Η κριτική προκύπτει από τη σύγκριση της πραγματικότητας μ’ αυτό τον κανόνα για τον οποίο μόλις μιλήσαμε. Γίνεται μια κρίση που εκφράζει την τέλεια σχέση η την μη τέλεια σχέση του γεγονότος με το ιδεώδες. Και εδώ ακόμα, υποθέτει κανείς ασφαλώς ότι η υποκειμενικότητα μπορεί να εισχωρήση καθώς προχωρεί η σκέψη και να την κάνη να παρεκκλίνη. Είναι όλες οι εσωτερικές μας διαθέσεις που μας τυφλώνουν και παραλύουν την κρίση μας. Αν αγαπά κανείς τη συμπλοκή, θα βρη αφορμές για να ξεκινήση σε σταυροφορία. Αν κλίνη κανείς στην μνησικακία, θα επωφεληθή από τις ανεπάρκειες της σκέψης για να προβή σε αντεγκλήσεις. Ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ έγραψε: Είναι αδύνατο ν’ αμφισβητήση κανείς ότι η ανάπτυξη του πνεύματος της διεκδίκησης μπορεί να συμπίπτη με μιαν ορισμένη ηθική χαλάρωση. Τα συμπλέγματά μας, τα αισθήματά μας αβεβαιότητας, οι ψυχολογικές μας δυσαρέσκειες όλων των ειδών, αμβλύνουν λιγότερο η περισσότερο σοβαρά την διαύγειά μας. Μια ορισμένη μορφή αντικληρικαλισμού αυξάνει άνετα σ’ αυτές τις περιοχές. Ένας αντικληρικαλισμός τυπικός, χαμογελαστός. Παίρνει κανείς στάσεις προφήτη, η ακόμα παίζει το ρόλο του μάρτυρα και του καταδιωκόμενου.

Αλλά δεν είναι το παν να διαπιστώνη κανείς τη μη τέλεια σχέση της πραγματικότητας με τον κανόνα. Πρέπει να βρη τον λόγο, την αιτία να αποδώση ευθύνες. Συμβαίνει να γυρεύη κανείς να τις βρη έξω απ’ αυτόν. Ας αρκεστούμε να ξαναδιαβάσουμε αυτές τις λίγες γραμμές του Pére Ernest Gagnon: «Να πραγματοποιούμε, να δημιουργούμε, να κάνουμε κάτι τι παρά τις δυσκολίες, είναι μια στάση ώριμου. Προτιμούμε να παραπονούμεθα για τους άλλους κυρίως όταν είναι μακρινοί και ανώνυμοι».

Ας θέσουμε ένα τελικό σημείο σ’ αυτές τις σκέψεις λέγοντας ότι η φροντίδα μας πρέπει να είναι να δεχόμαστε την Εκκλησία μέσα στη σαρκική της κατάσταση, να δεχόμαστε το γεγονός της ενσάρκωσης μ’ όλες της τις συνέπειες. Οι διανοούμενοι κλίνουν στο να πνευματοποιήσουν την Εκκλησία, να την απομονώσουν από τους ανθρώπους που αποτελούν μέρος της, να τη σκέφτονται αντί να τη ζουν. Εφεύραν στον 18ον αιώνα ένα παράξενο δυαδισμό που έδιδε την εμφάνιση μιας θεολογίας καλά αποκαταστημένης αλλά που ήταν στην πράξη μια πολεμική μηχανή εναντίον της Εκκλησίας. Έλεγαν παραδείγματος χάρη, πως σέβονται την θρησκευτική ζωή αλλ’ ότι χτυπούσαν τα λάθη της και τις παραμορφώσεις της. Παραλάμβαναν τον κλήρο, αλλά σέβονταν τη θρησκεία. Διατείνονταν ότι υπερασπίζονταν την θρησκεία από τη βλαβερή επίδραση του κλήρου. Έδιναν την εντύπωση ότι υπεράσπιζαν την Εκκλησία αλλά στη πράξη, εργάζονταν για την καταστροφή της. Για όποιον δεν αισθανόταν το δόλο, η διαδικασία ήταν ελκυστική, γιατί η Εκκλησία δεν είναι μόνο θεία, είναι επίσης ανθρώπινη, και αμαρτωλή μέσα στα περισσότερα μέλη της. Αλλά οι αμαρτωλοί που είμαστε εμείς, έχουν ανάγκη του Χριστού, και η Εκκλησία υπάρχει για να μας Τον δίνη. *

---

* Το παραπάνω κείμενο μπορεί να το βρει κανείς σε πολυτονική γραφή μέσα στη γνωστή ιστοσελίδα "Μυριόβιβλος".
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικές αναζητήσεις”

cron