18
από Yermak
Υποχώρηση στατικού δημιουργισμού έναντι εξελικτικής σκέψης
Σε πλήρη εναρμόνιση με το "τα πάντα ρει" "και ουδέν μένει" του Ηράκλειτου ακολουθεί η εξελικτική σκέψη των σύγχρονων βιολόγων ενός απ'αυτούς και από τους πιο έμπειρους ο Ερνστ Μέϊρ τα σημαντικής επιστημονικής βαρύτητας λόγια του οποίου ακολουθούν, επισημάνοντας την ιστορικά σταδιακή υποχώρηση της θρησκόληπτης προελεύσεως ιδεοληψίας περί ενός βραχύβιου στατικού κόσμου έναντι της εξελιξικρατίας τεραστιας χρονικής διάρκειας που κυριαρχεί σήμερα στους κύκλους της σύγχρονης βιολογίας και όχι μόνο:
Η ανθρωπότητα, καθώς φαίνεται, ανέκαθεν λαχταρούσε και ποθούσε να ερμηνεύει και να κατανοεί οτιδήποτε άγνωστο ή αινιγματικό. Η λαογραφία ακόμα και των πιο πρωτόγονων ανθρώπινων φυλών δείχνει ότι είχαν προβληματιστεί σχετικά με την προέλευση και την ιστορία του κόσμου. Είχαν εξετάσει και σκεφτεί προσεκτικά ερωτήματα όπως: Ποιος ή τι έπλασε τον κόσμο; Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Πώς δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι; Μέσα από τους μύθους των φυλών δόθηκαν πολυάριθμες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Πολύ συχνά, η ύπαρξη του κόσμου απλώς θεωρήθηκε δεδομένη, όπως ήταν δεδομένη και η πίστη ότι ο κόσμος πάντοτε ήταν όπως είναι και σήμερα, από την άλλη, όμως, αμέτρητες ιστορίες πλάσθηκαν για την προέλευση ή τη δημιουργία του ανθρώπου.
Αργότερα, οι ιδρυτές των θρησκειών, αλλά και οι φιλόσοφοι, προσπάθησαν και αυτοί να βρουν απαντήσεις στα εν λόγω ερωτήματα. Μελετώντας τις απαντήσεις τους, μπορούμε να τις ταξινομήσουμε σε τρεις κατηγορίες: 1) ένας κόσμος άπειρης διάρκειας, (2) ένας σταθερός κόσμος βραχείας διάρκειας, (3) ένας εξελισσόμενος κόσμος.
(1) Ένας κόσμος άπειρης διάρκειας
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο κόσμος υπήρχε ανέκαθεν. Κάποιοι φιλόσοφοι θεωρούσαν ότι αυτός ο αέναος κόσμος δεν είχε αλλάξει ποτέ, ότι ήταν σταθερός. Άλλοι, πάλι, πίστευαν ότι περνούσε από διαφορετικά στάδια («ανακύκληση»), αλλά στο τέλος θα επέστρεφε πάντοτε σε ένα προγενέστερο στάδιο. Ωστόσο, κάθε τέτοια πίστη σε μια άπειρη ηλικία του κόσμου ποτέ δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Φαίνεται ότι υπήρχε έντονη η επιθυμία να προσδιορισθεί η αφετηρία, να εξηγηθεί το ξεκίνημα.
(2) Ένας σταθερός κόσμος βραχείας διάρκειας
Αυτή ήταν, φυσικά, η χριστιανική άποψη, όπως παρουσιάστηκε στη Βίβλο. Υπήρξε η επικρατούσα άποψη στον δυτικό κόσμο κατά τον Μεσαίωνα και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Βασιζόταν στην πίστη σε ένα υπέρτατο ον, έναν παντοδύναμο Θεό, ο οποίος είχε δημιουργήσει ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και το ανθρώπινο είδος, όπως περιγράφουν οι δύο ιστορίες περί Δημιουργίας στη Βίβλο (Γένεση).
Η πίστη ότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από έναν παντοδύναμο Θεό καλείται δημιουργισμός. Οι περισσότεροι από όσους πρεσβεύουν αυτή την πίστη, πιστεύουν επίσης ότι ο Θεός σχεδίασε τη Δημιουργία Του τόσο σοφά ώστε όλα τα ζώα και τα φυτά να είναι τέλεια προσαρμοσμένα μεταξύ τους και στο περιβάλλον τους. Καθετί στον κόσμο σήμερα εξακολουθεί να είναι όπως ήταν όταν δημιουργήθηκε. Τούτο το συμπέρασμα φαίνεται εντελώς λογικό με βάση τα όσα ήταν γνωστά την εποχή που γράφτηκε η Βίβλος. Έτσι, μερικοί θεολόγοι υπολόγισαν με βάση τη βιβλική γενεαλογία ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα, το 4004 π.Χ., δηλαδή πριν από περίπου 6.000 χρόνια.
Οι βασικές αρχές του δημιουργισμού έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα της επιστήμης, και αυτό έχει οδηγήσει τους δημιουργιστές σε διαμάχη με τους εξελικτικούς. (Για την πηγή των ιστοριών περί Δημιουργίας στη Γένεση, βλ. Moore, 2001.)
Κατά το μάλλον ή ήττον παρόμοιες ιστορίες Δημιουργίας βρίσκονται στις παραδόσεις των λαών σε ολόκληρο τον κόσμο. Συμπλήρωσαν κάπως το κενό στην επιθυμία της ανθρωπότητας να απαντήσει στα βαθιά ερωτήματα σχετικά με αυτό τον κόσμο, ερωτήματα τα οποία εμείς οι άνθρωποι θέτουμε από την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού. Εξακολουθούμε να διαφυλάσσουμε τούτες τις ιστορίες ως τμήμα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, αλλά όταν θέλουμε να μάθουμε την πραγματική αλήθεια για την ιστορία του κόσμου, στρεφόμαστε στην επιστήμη.
Η ανατολή της εξελιξικρατίας
Ξεκινώντας με την Επιστημονική Επανάσταση στον 17ο αιώνα, όλο και περισσότερες επιστημονικές παρατηρήσεις έρχονταν σε αντίθεση με τη βιβλική περιγραφή και δράση. Η δε αξιοπιστία της αποδυναμωνόταν σταδιακά από μια σειρά ανακαλύψεων. Η κοπερνίκεια επανάσταση υπήρξε η πρώτη εξέλιξη που κατέδειξε ότι δεν μπορούσε να ερμηνευθεί κατά γράμμα κάθε αναφορά της Βίβλου. Στην αρχή, η νεοαναπτυσσόμενη επιστήμη επικεντρώθηκε στην αστρονομία, δηλαδή στον Ήλιο, τα άστρα, τους πλανήτες και άλλα φυσικά φαινόμενα. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο συν τω χρόνω οι πρώτοι επιστήμονες να νιώσουν υποχρεωμένοι να βρουν πειστικές εξηγήσεις και για πολλά άλλα φαινόμενα στον κόσμο.
Οι ανακαλύψεις σε άλλες επιστήμες έθεσαν επίσης νέα βασανιστικά ερωτήματα. Η έρευνα των γεωλόγων του 17ου και 18ου αιώνα αποκάλυψε την τεράστια ηλικία της Γης, ενώ η ανακάλυψη απολιθωμένων πανίδων που είχαν πια εξαφανιστεί υπονόμευσε την πίστη στη σταθερότητα και τη μονιμότητα της Δημιουργίας. Μολονότι όλο και περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία αντέκρουαν την υπόθεση για τη σταθερότητα του κόσμου και τη μικρή του διάρκεια, μολονότι μεταξύ των επιστημόνων και των φιλοσόφων ακούγονταν όλο και περισσότερες φωνές που αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της βιβλικής περιγραφής και παρόλο που ο φυσιογνώστης Jean-Baptiste de Lamarck είχε προτείνει το 1809 μια πλήρως ανεπτυγμένη εξελικτική θεωρία, εντούτις μέχρι το 1859 επικρατούσε κάποια λίγο πολύ βιβλική κοσμοαντίληψη, όχι μόνο μεταξύ των απλών ανθρώπων, αλλά και μεταξύ των φυσικών επιστημόνων και των φιλοσόφων. Σύμφωνα με αυτή την κοσμοαντίληψη, η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο ήταν πολύ απλή: ο Θεός είχε δημιουργήσει τον κόσμο, και μάλιστα είχε σχεδιάσει τόσο σοφά τον δημιουργημένο Του κόσμο ώστε κάθε οργανισμός ήταν τέλεια προσαρμοσμένος στη θέση του μέσα στη φύση.
Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου με τις αντικρουόμενες ενδείξεις, επιχειρήδηκαν όλων των ειδών οι συμβιβασμοί για να αντιμετωπισθούν οι αντιφάσεις. Μια τέτοια προσπάθεια υπήρξε η λεγόμενη scala naturae, η φυσική κλίμακα, η Μεγάλη Αλυσίδα της Ύπαρξης, στην οποία όλες οι οντότητες του κόσμου ήταν διατεταγμένες σε μια ανερχόμενη κλίμακα. Ξεκινούσε με άψυχα αντικείμενα, όπως οι πέτρες και τα ορυκτά, συνέχιζε με τους λειχήνες, τα βρυόφυτα, και τα φυτά, και ακολούθως με τα κοράλλια και άλλα κατώτερα ξώα, καταλήγοντας στα ανώτερα ζώα, και από αυτά μέσω των θηλαστικών έφτανε μέχρι τα πρωτεύοντα και τελικά στον άνθρωπο. Η scala naturae θεωρούνταν ότι δεν μεταβάλλεται ποτέ (παραμένει σταθερή), και ότι απλώς αντικατοπτρίζει το νου του Δημιουργού, ο οποίος διευθέτησε τα πάντα σε μια αλληλουχία που οδηγεί προς την τελειότητα (Lovejoy, 1936).
Τελικά, τα αποδεικτικά στοιχεία που οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο κόσμος δεν είναι σταθερός αλλά μεταβάλλεται εσαεί, έγιναν τόσο συντριπτικά ώστε δεν μπορούσε να απορρίπτονται πλέον. Το αποτέλεσμα ήταν η πρόταση και, τελικά, η υιοθέτηση μιας τρίτης κοσμοθεωρίας.
συνεχίζετε...