Αναίρεσις των αιρετικών θέσεων των αποτειχισμένων νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών. (Μέρος 1ο.)
Η εργασία που αναδημοσιεύουμε είναι λίαν σημαντική και χρήσιμη για όποιον ενδιαφέρεται να βαδίζει την απολύτως ασφαλή οδό των Αγίων Πατέρων. Επειδή κάποιοι νεοημερολογίτες και παλαιοημερολογίτες, οι απόψεις των οποίων ταιριάζουν σε πολλά σημεία με τις απόψεις του π. Ευθυμίου, συγκροτούν ομάδες αποτειχισμένων λαϊκών μη υπαγομένων εκκλησιαστικώς σε κάποια Σύνοδο Επισκόπων, επικαλούμενοι δήθεν πως αυτή είναι η Αγιοπατερική στάση διαχρονικώς, παραθέτουμε και από τον ιστότοπό μας την μελέτη αυτή που αποδεικνύει την πλάνη που διέπει την, αιρετικώ τω τρόπω, αποτείχιση αυτού του είδους, ευχόμενοι όπως οι πλανηθέντες αδελφοί μας ανανήψουν από το δηλητήριο της προτεσταντικής αποστασίας και ακολουθήσουν την ιστορική και Αγιοπατερική στάση της Εκκλησίας. Μετά την προσεκτική ανάγνωση της παρούσης μελέτης, ελπίζουμε να αναθεωρήσουν τις αιρετικές απόψεις τους οι περιφερόμενοι στο διαδίκτυο αδελφοί μας, διαδίδωντας τις αντιπατερικές πλάνες τους και προσπαθούντες να αλιεύσουν οπαδούς για το νέο τους δόγμα.
Η μετάδοσις της Αποστολικής Διαδοχής κατά την περίοδον της Αποτειχίσεως και η θεώρισις των τελεσιουργηθέντων υπό των αιρετικών.
Απάντησις εις το νέον βιβλίον του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά περί του 15ου Ιερού Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και περί Ημερολογίου. (Ὑπό Ἰωσήφ Μοναχοῦ, Ἅγιον Ὄρος, 2012).
Εἰσαγωγή.
Τό παρόν πόνημα εἶναι μία σύντομος ἀπάντησις εἰς τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ''Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν''. Τό βιβλίον αὐτό, ἄν καί δέν μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους εἰς τήν κεντρικήν του ἰδέαν, περί τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους ὅπου κηρύττουν κακοδοξίας καί αἱρέσεις, ἀλλά μᾶλλον συνηγόρους, ἐν τούτοις περιέχει πλεῖστα ἐπιλήψιμα στοιχεῖα, ἱκανά νά βλάψουν ψυχικῶς τούς μή ἐντριβεῖς ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀναγνώστας.
Δι’ αὐτό θεωρήσαμεν ἀναγκαῖον, ὅπως προβῶμεν εἰς ἐπισήμανσιν καί ἀνατροπήν τῶν σημαντικοτέρων ἐξ αὐτῶν, ὥστε νά γίνῃ φανερόν τοῖς πᾶσι τό πεπλανημένον καί σαθρόν τῶν παρατιθεμένων εἰκασιῶν τοῦ συγγραφέως. Δύο εἶναι οἱ βασικοί ἄξονες πέριξ τῶν ὁποίων κινεῖται παραπαίοντας καί ἐμπίπτων συνεχῶς εἰς ἀντιφάσεις καί αὐτοσχεδιασμούς ὁ συγγραφεύς. Ὁ πρῶτος ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα ὑπάρξεως δύο Ἐπισκόπων, (Ὀρθοδόξου καί αἱρετικοῦ), ταυτοχρόνως εἰς μίαν Ἐπισκοπήν καί ὁ δεύτερος ἀφορᾷ τήν κανονικότητα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοεορτολογιτῶν ἀπό τήν νεοημερολογητικήν ἐκκλησίαν τό 1924.
Ἄς ἀρχίσωμεν ὅμως ἀπό τό πρῶτον. Ἀναφέρει λοιπόν ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς: «Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο» (σελ. 248 τοῦ βιβλίου). Τό συμπέρασμα τοῦτο εἶναι ὄχι μόνον τελείως ἄστοχον καί ἀτεκμηρίωτον, ἀλλά καί ὁδηγοῦν εἰς αἵρεσιν, ἀφοῦ ἀνατρέπει ὅλην τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν! Ἐμεῖς ὅμως, ὄχι μόνον ἕνα, ἀλλά πολλά παραδείγματα θά τοῦ παραθέσωμεν ἀποδεικνύοντες, ὅτι οἱ ἀνά τούς καιρούς ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς ψευδεπισκόπους (ἀκρίτους καί κατακεκριμένους) ὀρθόδοξοι οὐδόλως ἐλάμβανον αὐτούς ὑπ’ ὄψιν τους, ὅταν διεπιστώνετο πλέον ἡ ἀμετανοησία ἐκείνων, καθώς εἶχον πλήρη τήν αἴσθησιν καί τήν πίστιν περί τῆς μοναδικότητός των ὡς κατόχων τῆς Ἀληθείας καί ἑπομένως περί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας των ἐπί τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου! Θά παραθέσωμεν ἐπίσης παραδείγματα, ὅπου ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν εἶχον τήν ''πολυτέλειαν'', ἐγκαθιστοῦσαν ἐπισκόπους ὄχι μόνον εἰς ἁπλάς ἐπισκοπάς, ἀλλά καί εἰς αὐτούς τούς Πατριαρχικούς Θρόνους, καί ὄχι μόνον, ἀλλά συγκροτοῦσαν καί συνόδους διά τήν εὔρυθμον λειτουργίαν καί ὁμαλήν διευθέτησιν τῶν ὑποθέσεων τῆς ἐμπεριστάτου Ἐκκλησίας.
(Πολλοί αποτειχισμένοι προτεσταντίζοντες αδελφοί μας συκοφαντούν την ύπαρξη Συνόδων, με πρόσχημα την ύπαρξη της οικουμενιστικής νεοημ/κης Συνόδου. Είναι αδαείς ως προς την εκκλησιαστική ιστορία και ως ένα σημείο δικαιολογούνται, αλλά κατόπιν της αναγνώσεως της μελέτης αυτής δεν θα έχουν δικαιολογία να επιμένουν στην εκκλησιαστικώς και ιστορικώς αβάσιμη θέση τους. Αν το πράξουν, ή θα οδηγούνται από τον εγωϊσμό τους ή εύλογα θα αναρωτηθούμε τί σκοπό εξυπηρετεί η επιμονή τους.)
Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν τό γεγονός, ὅτι ὁ συγγραφεύς καί οἱ ὁμόφρονές του ἀντλοῦν τά ἐπιχειρήματά τους διά τό θέμα αὐτό ἀπό τήν περίοδον μετά τήν ἀναγνώρισιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου Θρησκείας τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁπότε ἡ κρατική ἐξουσία ἄρχισε ''πολιτικῷ δικαίῳ'' νά ἐπεμβαίνει εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, καθώς θεωροῦσε αὐτήν σημαντικόν παράγοντα διά τήν κρατικήν ἀσφάλειαν. Ἀποροῦμε ὅμως, διά τί οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς θεωρίας παραβλέπουν τάς προηγουμένας περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναφέρονται ἐπιλεκτικῶς μόνον εἰς τήν μετέπειτα χρονικήν φάσιν τῆς νομιμοποίησεώς της; Ἆρά γε πρό τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ὑπῆρχαν αἱρέσεις; Ἀπό μόνον του αὐτό φανερώνει ὅτι ἡ ἀνοχή ὅπου ἐπέδειξε ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν παραμονήν ἑνός αἱρετικοῦ ἐπισκόπου εἰς ἐπισκοπικόν τινα θρόνον, χωρίς νά σπεύσῃ ἄμεσα εἰς πλήρωσίν του, δέν ὠφείλετο εἰς λόγους ἐκκλησιολογικούς, ἀλλ’ ἑτέρους τούς ὁποίους καί θά ἀναλύσωμεν εἰς τήν συνέχειαν.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν πάντοτε θεωροῦσε τούς αἱρετικούς (ἀκρίτους καί κεκριμένους) ὡς Λυκοποιμένας καί Ψευδεπισκόπους, μή ἀναγνωρίζουσα αὐτούς ὡς φορεῖς τῆς Χάριτος τῆς Ἱερωσύνης, τοῦ Θείου Βαπτίσματος καί γενικότερα τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία καί τελεσιουργεῖ πάντα τά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεπραγμένα (βλπ. Σύνοδον Καρχηδόνος). Διό καί οὐδέποτε θά ἐπέτρεπε εἰς τό Λογικόν Ποίμνιόν της νά κυβερνᾶται ἀπ’ αὐτούς, ἔστω διά μίαν στιγμήν! Θά ἀνεχόταν ποτέ ἕνας βοσκός, ἐλλείψει κυνῶν, νά φυλάξῃ τήν μάνδραν τῶν προβάτων ἕνα λύκος, ἔστω καί δι’ ὀλίγον; Δέν τό νομίζομεν... (Τον αιρετικής εμπνεύσεως διαχωρισμό εις αιρετικούς ακρίτους και κεκριμένους, τον έκανε πρώτη φορά στην εκκλησιαστική ιστορία του 20ου αιώνος, ο Μητροπολίτης π. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης τον Οκτώβριο του 1935. Έκτοτε αμφιταλαντευόταν μεταξύ του παλαιού ημερολογίου που κρατούσε σε χρήση και την αναγνωρίσεως της νεοημερολογίτικης Εκκλησίας της Ελλάδος ως Κανονικής Εκκλησίας. Απορεί λοιπόν κάποιος, γιατί τότε εμφανιζόταν ως ''παλαιοημερολογίτης''; Την θεωρία αυτή στην πράξη την υιοθέτησαν οι ''παλαιοημερολογίτικες'' Σύνοδοι που έλκουν τις χειροτονίες τους, εν έτει 1960 και 1962, από την οικουμενιστική Σύνοδο των Ρώσσων της Διασποράς. Βλέπε για ιστορικό χειροτονιών εδώ )
Ἀπό τήν ἄλλην ὅμως καί οἱ αἱρετικοί δέν παρεδέχοντο τάς πληρώσεις τῶν Θρόνων ὑπό ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ὡς βλέπομεν κυρίως ἀπό τάς ἀντιδράσεις των. Ὅταν λοιπόν ἐπιχειροῦντο ἐνθρονίσεις Ὀρθοδόξων εἰς διαφόρους ἐπισκοπάς, οὗτοι ἔσπευδον ταχύτατα νά διαβάλλουν αὐτάς εἰς τούς ἄρχοντας ὡς δῆθεν ἀντικανονικάς,[1] μέ σκοπόν νά ἐπιτραπῇ μόνον εἰς αὐτούς (τούς αἱρετικούς) νά προβοῦν εἰς πλήρωσιν τῶν κενῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων, ὥστε κατ’ αὐτόν τόν τρόπον νά ὑπαχθῇ ἀναγκαστικῶς εἰς τήν δικαιοδοσίαν τους τό ἀκυβέρνητον ὀρθόδοξον ποίμνιον, καί νά τό ἀπορροφήσουν ἀνενόχλητοι.
Ἡ διαχρονική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ὑπό τῶν Αἱρετικῶν κατεχομένων Ἐπισκοπικῶν Θρόνων.
Παῦλος Κωνσταντινουπόλεως καί Μακεδόνιος.
Μία ἀπό τάς πολλάς περιπτώσεις, ὅπου αἱρετικοί δέν ἀνέχθησαν ἐνθρόνησιν παραλλήλως ἑτέρου Ἐπισκόπου εἶναι καί αὐτή τοῦ ὀρθοδόξου πατριάρχου ΚΠόλεως Παύλου του Α΄. Ἀναφέρει περί αὐτοῦ ὁ Μανουήλ Γεδεών εἰς τούς ''Πατριαρχικούς Πίνακας’’: «Φαίνεται ὅμως καί αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ὑποστηρίζουσα τήν ἀξίωσιν ταύτην τῶν «γερόντων»· ὅτε μετά τόν θάνατον Ἀλεξάνδρου Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγετο διάδοχος αὐτοῦ ὁ Παῦλος ὁ Ὁμολογητής, οἱ τῆς Ἀρείου πλάνης ὀπαδοί κατηγόρουν αὐτοῦ ὡς ἑαυτῷ πραγματευσαμένου τήν ἀρχιερωσύνην παρά γνώμην Εὐσεβίου τῆς Νικομήδειας ἐπισκόπου καί Θεοδώρου τοῦ τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας, οἶς ὡς γείτοσιν ἡ χειροτονία διέφερε» . Ταῦτα γράφει ὁ Σωζόμενος,[2] ἐπιρωννύει δέ πως τήν ἀξίωσιν τῶν «γερόντων» ἰδίᾳ δέ τῶν πέντε πλησιοχώρων τῇ Κωνσταντινουπόλει μητροπολιτῶν, ὁ Δ΄ κανών τῆς ἐν Νικαίᾳ ἁγίας οἰκουμενικῆς Συνόδου»[3].
Κατά τήν διάρκειαν τῆς πατριαρχείας τοῦ ὁμολογητοῦ αὐτοῦ Ἱεράρχου ἔγιναν πολλές ἐναλλαγές ὑπό τῶν Ἀρειανῶν διεκδικητῶν τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου. «Τότε (μᾶς λέγουν οἱ Πατριαρχικοί Πίνακες), ὁ Παῦλος ἀπῆλθεν εἰς Ῥώμην, πρός τόν πάπαν Ἰούλιον, παρ’ ᾧ προσφυγών ἔμενε καί ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος, γράμματα δέ λαβών ἰσχυρά, ἐπανῆλθεν εἰς Ἀνατολήν καί πάλιν ἀνέλαβεν τόν ἴδιον θρόνον. Συγχρόνως ὅμως οἱ ἀρειανοί ἐχειροτόνουν τόν αἱρετικόν Μακεδόνιον, ἐνῷ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος ἀπέστελλεν εἰς Κωνσταντινούπολιν Ἑρμογένην στρατηλάτην ὅπως ἐξώσῃ τόν παρά τήν θέλησιν καί γνώμην αὐτοῦ ἐπανελθόντα Παῦλον»[4]. Καί εἰς ἄλλον σημεῖον τοῦ ἰδίου βιβλίου ἀναφέρονται ἐπίσης τά ἑξῆς: «’Αλλ’ ἐνῷ ἐξελέγετο ὁ Παύλος, οἱ ἀρειανοί ἐχειροτόνουν πατριάρχην τοῦ Βυζαντίου τόν αἱρετικόν Μακεδόνιον»[5]. Ἀξία προσοχῆς εἶναι καί ἡ περί τοῦ Παύλου ἀναφορά τῆς ΘΗΕ,[6] ὅπου μᾶς λέγει: «Τέλος ἀπαντᾶται ἡ πληροφορία, ὅτι σύνοδος ἐκ τῶν ὀπαδῶν τῶν δύο ὡς ἄνω ἐπισκόπων (Θεόγνιν καί Εὐσέβιον), προέβη εἰς τήν χειροτονίαν τοῦ Μακεδονίου ὡς ἐπισκόπου Κπόλεως, ἀντί τοῦ ὑπὀ τῶν ὀρθοδόξων ἐκλεγέντος Παύλου».[7] Ὁ πολύτλας αὐτός Παῦλος τρεῖς φοράς ἀπῆλθεν εἰς Ῥώμην ζητών τήν συνδρομήν τοῦ Πάπα, ὅπως ἀναλάβῃ τόν θρόνον του, καί τάς τρεῖς φοράς τό ἐκατόρθωσεν, ἐν τέλει ὅμως ἐξωρίσθη εἰς Κουκουσό, ὅπου καί μαρτυρικῶς ἀπέθανεν.
Μελέτιος Ἀντιοχείας καί Ἀντιοχείας... Ἀννίας, κ.ἄ.
Ἄν καί ὁ π. Εὐθύμιος μᾶς λέγει, ὅτι οἱ Λατῖνοι (σελ. 248) ἦταν αὐτοί, ὅπου μετά τό σχίσμα τοποθέτησαν διπλούς ἐπισκόπους, ἐν’ ὅσῳ ζοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐν τούτοις καί πάλιν βλέπομεν, ὅτι κατά τήν ἐπισκοπικήν θητείαν τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας (μετά τήν μεταστροφή αὐτοῦ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν), οἱ Ἁρειανοί ἐχειροτόνησαν ἕτερον ἐπίσκοπον, εἰς τήν θέσιν τοῦ Μελετίου, τόν ὁποῖον ὁ Στεφανίδης, ναί μέν δέν κατονομάζει εἰς τήν ὑποσημείωσιν τῆς σ. 203, ἀλλ’ ὅμως εἰς τόν κατάλογον[8] τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας παραθέτει τό ὄνομα τινός Ἀννία, πατριαρχεύσαντος κατά τά ἔτη 357-360, πρίν τόν ἀρειανόν Εὐζώϊον, δηλαδή κατά τήν διάρκειαν τῆς πατριαρχείας τοῦ Μελετίου 354-360. Ἀναφέρεται λοιπόν εἰς τήν ἐν λόγῳ ὑποσημείωσιν ὅτι: «Μετά τριακονταετίαν οἱ ἀρειανοί τῆς Ἀντιοχείας εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ μετατεθέντος ἐπισκόπου αὐτῶν ἐξέλεξαν τόν Σεβαστείας Μελέτιον (360), ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκ τῆς ἀρειανικῆς μερίδος τῶν Ὁμοίων... ὁ τοιοῦτος δέ εὐκόλως ἐπλησίασεν ἤ ἔφθασεν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν. Οἱ ἀρειανοί τῆς Ἀντιοχείας ἐξέλεξαν ἄλλον ἐπίσκοπον»[9]. Ταὐτοχρόνως ὅμως καί πάλιν ὁ ἐπίσκοπος Λουκίφερ τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Πάπα Δαμάσου χειροτονεῖ παρά Κανόνας ἕτερον ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας τόν Παυλῖνον. Οἱ Ἀρειανοί κατά τήν περίοδον ἐκείνην κατεῖχαν ὅλους τούς Ναούς, ἐνῷ ὁ «... Παυλῖνος μίαν μόνον καί ἐκείνη μικράν, ὁ δέ Μελέτιος ἐκκλησίαζεν ἔξω τῆς πόλεως»[10]. Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων ὅμως ὁμιλεῖ περί πληθύος ἄλλων ἐπισκόπων, φερομένων καί αὐτῶν ὡς ''Ἀντιοχείας'': «ἡ Ἀντιόχεια ἐκρατεῖτο οὐχ ὑπό μόνου τοῦ ὁρθοδόξου Μελετίου, ἀλλά καί ὑπό Παυλίνου, Οὐϊταλίου, Ἀπολλιναρίου, καί ἑτέρων Αἱρετικῶν...»[11]. Καί πάλιν: «ἦν δέ εἰς τήν Ἀντιόχειαν καί ὁ Αἱρεσιάρχης Ἀπολλινάριος ἀντιποιούμενος τοῦ θρόνου Ἀντιοχείας... (ὁ ὁποῖος) κατά πεισμονήν ἀποτυχεῖν τοῦ Πατριαρχείου, χειροτονεῖ εἰς τόν θρόνον Ἀντιοχείας Οὐϊτάλιόν τινα...»[12]
Ἀρειανός Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιος.
Εἰς τήν ΚΠολιν κατά τήν περίοδον 360-369 πατριάρχης τῶν ἀρειανῶν ἦταν ὁ γνωστός ἀπό τό θαῦμα τῶν κολλύβων Εὐδόξιος. Ἐπ’ αὐτοῦ οἱ ἀποσχισθέντες ἀρειανοί Ἀέτιος καί Εὐνόμιος, ὅπως ἀναφέρουν καί οἱ ''Πατριαρχικοί Πίνακες'', «ἵδρυσαν ἄλλην παρασυναγωγήν καί ἐχειροτόνησαν ἴδιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ὀνόματι Ποιμένιον, οὕτινος ἀποθανόντος μετ’ ὀλίγον χειροτονοῦσι Φλωρέντιον∙ ἐχειροτόνησαν δέ τότε καί Λέσβου ἐπίσκοπον Θάλλον, καί τῆς ἐν Πόντῳ Γαλατίας καί Καππαδοκίας Ἐφραίνιον, καί τῆς Κιλικίας Ἰουλιανόν, ἐνῷ τῶν μέν ὁμοφρόνων τῶν ἐν Αἰγύπτῳ τήν δῆθεν ποιμαντορίαν οἱ ἐπίσκοποι Σέρρας, Ἡλιόδωρος καί Στέφανος διεῖπον, τῆς δ’ ἐν κοίλῃ Συρίᾳ Ἀντιοχείας αὐτόκλητος ἐπέστη ποιμήν Θεόφιλος ὁ Ἰνδός, Ἀρριανός δέ καί Κάνδιδος τῶν ἐν Ἰωνίᾳ καί Λυδίᾳ ἐκκλησιῶν αὐτῶν προΐσταντο, καί τῆς Παλαιστίνης ὁ Θεόδουλος. Τοιοῦτος τεμαχισμός τῆς Ἐκκλησίας ἐγίνετο τότε...»[13]. Βλέπομεν λοιπόν τήν μερίδα αὐτήν τῶν ἀρειανῶν νά χειροτονῇ ἐπισκόπους εἰς ὅλας σχεδόν τάς γνωστάς ἐπισκοπάς, παραβλέπουσα ὄχι μόνον τήν ὕπαρξιν τῶν προγενεστέρων ἐκεῖ ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, ἀλλά καί ἐκείνων ὅπου ἀνῆκαν εἰς διαφόρους ἐκφάνσεις τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως!!!
Ἐρωτῶμεν ἑπομένως, κατά τάς περιπτώσεις ὅπου οἱ ἀντίπαλες τῶν ὀρθοδόξων, διά τήν διεκδίκησιν ἑνός ἐπισκοπικοῦ θρόνου, αἱρετικές ὁμάδες ἦσαν περισσσότερες τῆς μιᾶς, τότε ποία ἀπό ὅλες θά ἦταν αὐτή, ὅπου θά εἶχε τό νόμιμον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας δικαίωμα νά ἀνέβη εἰς τόν θρόνον, ἀδυνατούντων τῶν ὀρθοδόξων; Οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ Εὐνομιανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ ἀκραῖοι ἀρειανοί ἤ ὅλοι μαζί; Ἄς μή χάσωμεν τάς φρένας μας... οὐδείς ἐξ αὐτῶν! Μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν ψευδεπίσκοποι καί ἄρα ἀνύπαρκτοι ἐκκλησιολογικῶς διά τούς Ὀρθοδόξους. (Οι αποτειχισμένοι όμως προτεσταντίζοντες αδελφοί μας πρεσβεύουν την άποψη πως μέχρι δήθεν να καταδικαστούν οι σχισματικοί ή οι αιρετικοί Επίσκοποι, απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες οι Ορθόδοξοι να εκλέξουν και να χειροτονήσουν Επίσκοπο σε Επισκοπή όπου εδρεύει αιρετικός ή σχισματικός Επίσκοπος. Βέβαια δεν παρουσιάζουν κάποιον Κανόνα που να θεμελιώνει την αιρετική σκέψη τους γιατί δεν υπάρχει τέτοιος. Πλάνη και αποστασία λέγει ο απόστολος Παύλος πως θα επικρατήσει στα έσχατα χρόνια...)
Δύο ἐπίσκοποι ἐν Συνάδοις.
Χαρακτηριστική ἐπίσης νομίζομεν εἶναι καί ἡ περίπτωσις τῆς πόλεως τῶν Συνάδων, ὅπου ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Θεοδόσιος κατέτρεχε τόν Μακεδονιανόν ''ἐπίσκοπον'' Ἀγαπητόν[14]. Ἡ ἀντιδικία αὐτή ἄν καί εἶχε οἰκονομικά περισσότερον κίνητρα παρά θρησκευτικά, ἐν τούτοις εἶναι ἐνδεικτική διά τήν κατάστασιν ὅπου ἐπικρατοῦσε εἰς τάς ἐπαρχιακάς πόλεις, ὅπου συνυπῆρχαν ἐπίσκοποι διαφορετικῶν μερίδων, ἀνταγωνιζόμενοι κυρίως διά τήν ἐπικράτησιν τῆς πίστεως ἑκάστου. Ἄλλωστε αὐτό ὅπου ἐνδιέφερε τήν ἐξουσίαν πρωτίστως, ἦταν ἡ ἐπικράτησις εἰς τάς μεγάλας πόλεις, ὅπου ἐγκαθιστοῦσε αἱρετικούς ἐπισκόπους, οἵτινες μέ τήν σειράν τους ἐχειροτόνουν οἰκείους ἐκκλησιαστικούς τῆς ἰδίας αἱρέσεως.[15]
Ἡ γενικοτέρα κατάστασις ἐν ΚΠόλει, Ἀλεξανδρείᾳ καί Ἀντιοχείᾳ.
Μετά τήν πατριαρχείαν τοῦ ἀρειανοῦ Εὐδοξίου, ἐχειροτονήθη νέος πατριάρχης, ὁ ἀρειανός Δημόφιλος. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως χωρίς νά ὑπολογίσουν ὅτι εἰς τόν θρόνον ὑπῆρχεν ἄλλος πατριάρχης, ἐχειροτόνησαν ἰδικόν τους ὀρθόδοξον, τόν Εὐάγριον[16] (369 μ.Χ.). Τήν χειροτονίαν ἐποίησεν ἐν κρυπτῷ ὁ μέχρι τότε ἐξόριστος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος διερχόμενος ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ χειροτονία αὐτή σήμερον πιθανόν νά φαντάζῃ ἀντικανονική (ὡς ὑπερόρια) εἰς τά ὄμματα τινῶν νομικολάγνων, ἀλλά κατά τάς δυσκόλους καταστάσεις εἰς τάς ὁποίας εὑρέθη ἡ διωκομένη ἀνά τούς αἰῶνας Ἐκκλησία ἦταν καθόλου συνήθεις καί μάλιστα ἀναγκαῖες. (Το ίδιο έπραξε και ο Άγιος Ματθαίος ο Ομολογητής, Επίσκοπος Βρεσθένης, εν έτει 1948, όταν ο Μητροπολίτης π. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης και δύο αυτοκαθηρημένοι Επίσκοποι που τον ακολουθούσαν, Μητροπολίτης Μεγαρίδος Χριστόφορος Χατζής και Επίσκοπος Διαυλείας Πολύκαρπος Λιώσης, αρνούντο εγγράφως και δημοσίως, να χειροτονήσουν Επισκόπους για την εμπερίστατη Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος. Βλέπε εφημερίδα ''Ελευθερία'', 14 Νοεμβρίου 1945. Η εφημερίδα υπάρχει σε ψηφιακή μορφή για όποιον επιθυμεί να δει την δημόσια έγγραφη δήλωση τους.) Ἰδού ὅμως πῶς παρουσιάζει ὁ Μανουήλ Γεδεών τά διαδραματισθέντα κατ’ ἐκείνην τήν ἐποχήν: «Ἀποθανόντος τοῦ Εὐδοξίου, ἐδιχάσθη ὁ χριστιανικός τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληθυσμός, ἤ μᾶλλον εἰς πολλά κατετμήθη. Ἀντί δ’ ἑνός δύο πατριάρχαι ἐξελέγησαν» καί συνεχίζει∙ «Τόν Εὐάγριον ἐξελέξαντο οἱ ὀρθόδοξοι μετά τόν θάνατον τοῦ Εὐδοξίου, ὁ δέ τῆς Ἀντιοχείας πατριάρχης Εὐστάθιος, ἐπανελθών μέν ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπί Ἰοβιανοῦ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐν Κωνσταντινουπόλει δέ κρυπτόμενος ἐχειροτόνησεν αὐτόν. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης, τήν τοῦ Εὐαγρίου χειροτονίαν μαθών, ἀφίκετο ἐκ Μαρκιανουπόλεως ἔνθα διέτριβεν, εἰς Κωνσταντινουπόλιν, καί τόν μέν ὀρθόδοξον πατριάρχην Εὐάγριον ἔπαυσε, τάς δέ ἐκκλησίας ἁρπάσας ἀπό τῶν ὀρθοδόξων ἔδωκεν εἰς τούς ἀρειανούς, ἀναγνωρίσας τόν κακόδοξον Δημόφιλον, καί τόν ἱερόν Εὐστάθιον ἐξώρισεν εἰς Κύζικον»[17]. Ἄμεσος καί σκληρά ἡ ἐπέμβασις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ὅπως βλέπωμεν καί πάλιν, ἡ ὁποία δέν ἀποστεροῦσε μόνον τήν ''πολυτέλειαν'' τῆς ὐπάρξεως ἐπισκόπου εἰς τούς ὀρθοδόξους, ἀλλά καί αὐτήν τήν κατοχήν ἱερῶν ναῶν. Σημειωτέον, ὅτι ὁ ἀρειανός Δημόφιλος συνέχισε τήν πατριαρχείαν αὐτοῦ καί ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ὀρθοδόξου Νεκταρίου (381-387), ἄν και ό Στεφανίδης τήν περιορίζει μέχρι τό 380. Τήν πληροφορίαν αὐτήν ἀντλοῦμε ἀπό τόν Δοσίθεον Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Βασιλεύς Θεοδόσιος θέλοντας νά διαπιστώσῃ, ποία μερίδα εἶναι σύμφωνος μέ τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε τούς πρωτοκαθέδρους ἑκάστης ἐξ αύτῶν νά δώσουν τήν ἰδικήν τους Ἔκθεσιν Πίστεως. Προσῆλθον δέ οἱ ἑξῆς: «Νεκτάριος ἐπίσκοπος τῆς καθόλου Ἐκκλησίας (Ὀρθόδοξος), Ἀγέλιος τῶν Ναυατιανῶν, Δημόφιλος Ἀρειανῶν, Εὐνόμιος τῶν Εὐνομιανῶν, καί τῶν Μακεδονιανῶν Ἐλεύσιος ὁ Κυζίκου...»[18].
Ἡ κατάστασις ὅμως αὐτή ἐσυνεχίσθη καί μετέπειτα, ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω, καθώς ἑκάστη πλευρά ἐχειροτόνει τούς ὁμόφρονές της ἐπισκόπους∙ οὕτω βλέπομεν: «Ἐπί Ἀττικοῦ, πατριάρχης τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀρειανῶν ἦν ὁ γέρων Θεόδωρος, οὕτινος ἀποθανόντος εἰς ἡλικίαν ἐτῶν εἴκοσι καί ἑκατόν, ἐχειροτόνησαν οἱ ἀρειανοί πατριάρχην αὐτῶν τόν Βάρβαν»[19]. Ἡ τακτική ἑπομένως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά ἐγκαθιστᾷ ἐπισκόπους εἰς ἐπισκοπάς, ὅπου οἱ θρόνοι εἶχον ἀρπαγῇ[20] καί καταληφθῇ ἀπό αἱρετικούς ἦταν καθολική καί ὄχι περιστασιακή καί κατά τόπους, ὅταν βεβαίως καί οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν[21]. Ὑπ’ αὐτό τό πνεῦμα κινούμενος (δηλ. τῆς συνειδήσεως ὅτι αὐτός καί μόνον εἶναι ὁ νόμιμος Πατριάρχης ἔναντι τοῦ ἐπεισάκτου) καί ὁ ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ταλαΐας διεκδικοῦσε τόν θρόνον του ἔναντι τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου τῆς ἰδίας πόλεως Πέτρου τοῦ Μογγοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπεστηρίζετο ἀπό τόν ἐπίσης αἱρετικόν Ἀκάκιον Πατριάρχην ΚΠόλεως.[22] Περί αὐτοῦ ἀναφέρεται καί ὁ Φιλάρετος Βαφείδης εἰς τήν Ἱστορίαν του, λέγων τά ἑξῆς: «Κατά τό αὐτό ὅμως ἔτος ἀποθανόντος τοῦ Αἰλούρου ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, οἱ μονοφυσῖται ὡς διάδοχον αὐτοῦ ἐκλέγουσι Πέτρον τόν Μογγόν, ἐνῷ οἱ ὀρθόδοξοι μετά τόν θάνατον Τιμοθέου τοῦ Σαλοφακιόλου, Ἰωάννην τόν Ταλαΐα»[23] . Τελεία δέ ἦταν εἰς τήν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας ἀπ’ αὐτήν τήν ἐποχήν καί μετέπειτα ἡ ἐπικράτησις τῶν Μονοφυσιτῶν, εἰς σύγκρισιν πρός ἄλλα μεγάλα κέντρα τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὅπως τῆς Ἀντιοχείας, κ. ἄ., ἀφοῦ ἠ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ εἶχε μέ φανατισμόν ἀσπασθεῖ τήν αἵρεσιν. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν συνθηκῶν ἦταν οἱ ὀρθόδοξοι νά εὑρίσκονται κάτω ἀπό συνεχεῖς διωγμούς καί πιέσεις ὑπό τῶν αἱρετικῶν, εἰς σημεῖον νά στεροῦνται ἀκόμη καί ναούς, διά νά ἀσκοῦν τά λατρευτικά τους καθήκοντα. Τοσαύτη δέ ἦταν ἡ δύναμις αὐτῶν, ὥστε καί αὐτός ἀκόμη ὁ Αὐτοκράτωρ νά ἀδυνατῇ νά ἐπιβάλλῃ ὀρθόδοξον Πατριάρχην, ὅταν ἡ βούλησις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας εὐνοοῦσε τήν ἐγκαθίδρυσίν του. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἀκόμη ἕνας λόγος διά τόν ὁποῖον εὑρίσκομεν κάποτε εἰς τούς ἐπισκοπικούς θρόνους ἐπισκόπους μόνον τῆς μιᾶς μερίδος, δηλαδή ἡ ὕπαρξις ἰσχυράς παρουσίας αἱρετικῶν, ἤ καί ὀρθοδόξων ἐνίοτε[24], ἱκανῆς ὥστε νά καθιστᾷ τήν κρατικήν ἐξουσίαν ἀνήμπορον νά ἐπιβληθῇ! Ἴδωμεν ὅμως πρός πίστωσιν τῶν λεγομένων, πῶς ἀναγράφεται τό γεγονός: «Τότε ἐξεδιώχθησαν τῶν ἐπισκοπῶν των ὁ Ἀντιοχείας Σευῆρος, ὁ Μαβούγ Ξεναΐας (ἤ Φιλόξενος) ὁ Ἀλικαρνασσοῦ Ἰουλιανός κα ί ἄλλοι, ὥν οἱ πλεῖστοι κατέφυγον εἰς Ἀλεξάνδρειαν. Διότι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέν ἐτόλμα ὁ αὐτοκράτωρ νά προσβάλῃ τόν μονοφυσιτισμόν ὡς ὑποστηριζόμενον ὑπό τοῦ λαοῦ θερμῶς».[25]
Ἀντιθέτως εἰς τήν Ἀντιόχειαν ὁ χειροτονηθείς αἰρετικός πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Κωδωνᾶτος δέν ἐγένετο δεκτός ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τήν ἐποχήν ἐκείνην ἦσαν ἰσχυροί καί τόν ἀπεμάκρυναν. «Οὗτος κατήγετο ἐκ ΚΠόλεως καί ἐχειροτονήθη τό 476 ὑπό τοῦ μονοφυσίτου ἀρχιεπισκόπου Πέτρου τοῦ Κναφέως, τόν ὁποῖον ἐπανέφερεν ἐκ τῆς ἐξορίας ὁ σφετεριστής Βασιλίσκος, ἐπίσκοπος Ἀπαμείας. Δέν ἐγένετο ὅμως δεκτός ὑπό τῶν κατοίκων τῆς πόλεως καί διέτριβεν ἐν Ἀντιοχείᾳ (τά ἴδια προβλήματα ὡς φαίνεται εἶχον οἱ μονοφυσῖτες καί εἰς τήν Ἀπάμεια). Μετά τήν πτῶσιν τοῦ Βασιλίσκου καί τήν ἐξορίαν τοῦ Πέτρου τοῦ Κναφέως ἐξελέγη ὑπό τῶν ὀμοφρόνων του ὡς διάδοχος τούτου. Διά τῶν ἐνεργειῶν ὅμως τῶν ὀρθοδόξων ἀπεμακρύνθη τῆς ἀρχῆς μετά τρίμηνον πιθανῶς καθαιρεθείς ὑπό συνόδου συνελθούσης ἐν τῇ πόλει ταύτῃ»[26] Οἱ μονοφυσῖτες παρά τήν ἀναδιοργάνωσίν τους ἀπό τόν ἐπίσκοπον Ἰάκωβον Βαραδαῖον (ἐκ τοῦ ὁποίου ἔκτοτε οἱ μονοφυσῖτες τῆς Συρίας ἔλαβαν τό ὄνομά τους) δέν ἐπέτυχαν νά γίνουν κύριοι τῆς ἀρχῆς καί ἔκτοτε ἀπετέλεσαν διακεκριμένην ἐκκλησίαν, ἔχουσαν τάς ἀρχάς της εἰς τόν Ε΄ αἰῶνα. Παρά τάς ἀκαταστάτους ὅμως καί ἀνωμάλους αὐτάς συνθήκας «ἡ διαδοχή τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καί πατριαρχῶν (εἰς τήν Ἀντιόχειαν) οὐδέποτε διεκόπη», ἀλλά καί «οἱ Ἰακωβῖται (Μονοφυσῖτες) πατριάρχαι διεδέχοντο χωρίς διακοπήν ὁ εἷς τόν ἕτερον καί ἡ διαδοχή τῶν ἐπισκόπων, μολονότι οὗτοι περιωρίζοντο εἰς ἀριθμόν, ἐπροχώρει» [27]. Οὕτω Πατριάρχες καί λοιποί ἐπίσκοποι ἑκάστης μερῖδος ἐποίμαινον καί ποιμένουν ἀπό τήν ἐποχήν τῆς Βυζαντινῆς ἐπικυριαρχίας ἕως καί σήμερον παραλλήλως τήν χῶραν τήν Συρίας[28]. Νά σημειώσωμεν ὅμως, ὅτι διαδοχή παραλλήλων Πατριαρχῶν ὑπῆρχεν καί εἰς ἄλλας αἱρέσεις, ὅπως τῶν Νεστοριανῶν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα κατά τόν 8ον αἰῶνα ἔφθασαν εἰς τό μέγιστον τῆς ἰσχύος των[29].
Σχίσματα καί διπλοί Πάπαι ἐν Ῥώμῃ.
Δυστυχῶς ὅμως οὔτε ἡ Ῥώμη ἔμεινε ἄγευστος τοιούτων καταστάσεων, ἀλλά πολλάκις κατεσπαράσσετο ὑπό ἐσωτερικῶν σχισμάτων, τά ὁποῖα μάλιστα ἔγιναν πρόξενα ἀκόμη καί αἱματοχυσιῶν∙ ἄς ἀνατρέξωμεν λοιπόν εἰς τήν Ἱστορίαν τοῦ Βαφείδου διά νά ἴδωμεν τά γεγονότα αὐτολεξεί: «...μετά τήν ἐξορίαν δηλ. τοῦ Ῥώμης Λιβερίου διάδοχος αὐτοῦ ἐξελέγη ὁ Φῆλιξ∙ ἀλλά μετ’ ὀλίγον ὑπογράψας ὁ Λιβέριος τήν ἐν Σιρμίῳ ὁμολογίαν ἐπέστρεψεν εἰς Ῥώμην καί διώκει (διοικοῦσε) κοινῶς μετά τοῦ Φήλικος. Ἐν τούτοις μετά τήν ἐξορίαν τοῦ Λιβερίου μερίς τις αὐτοῦ ἀπεσχίσθη τῆς λοιπῆς ἐκκλησίας καί δέν ἀνεγνώρισε τόν Λιβέριον καί ἐπιστρέψαντα. Ὁ Λιβέριος ἀπέθανε τό 366, ἀντί δέ ἑνός ἐπισκόπου ἐξελέγησαν δύο, ὁ Δάμασος καί ὁ Οὐρσῖνος∙ ἀλλ’ αἱ δύο μερίδες τοσοῦτον ἐξηγριωμέναι ἦσαν κατ’ ἀλλήλων, ὥστε περιῆλθον εἰς αἱματηράν ῥῆξιν∙ ἡ μερίς τοῦ Δαμάσου ἐπετέθη κατά τῆς τοῦ Οὐρσίνου καί ἐφόνευσε 137 ἐκ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ»[30].
Ὑπάρχουν ὄμως καί ἄλλες πολλές περιπτώσεις, ὅπου ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία εὑρέθη κάτω ἀπό παρόμοιες καταστάσεις διχασμοῦ. Βλέπουμε λοιπόν κατά τό ἔτος 418, ἐπί Πάπα Βονιφατίου Α,΄ νά διεκδικῇ τόν θρόνον ἕτερος Πάπας ὁ Εὐλάλιος∙ ἐπίσης κατά τά ἔτη 498-514 καί ἐνῷ εἰς τόν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης ἀνέβη ὁ Πάπας Σύμμαχος, μετά τόν θάνατον τοῦ Ἀναστασίου, ταυτοχρόνως ἐφηφίσθη ὑπό τινῶν ἐπισκόπων ἕτερος Πάπας Λαυρέντιος τῷ ὀνόματι, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψουν πολλές ταραχές καί σκάνδαλα δι’ ἀρκετά ἔτη.[31] Δύο ἄλλα σχίσματα κατά τούς χρόνους Ἰουστινιανοῦ τοῦ αὐτοκράτορος κατετάραξαν τήν ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης∙ τό πρῶτον μεταξύ τῶν Παπῶν Βονιφατίου Δ΄ καί Διοσκόρου καί τό δεύτερον καί χειρότερον μεταξύ των Παπῶν Σιλβερίου καί Βιγιλίου.[32] Διά νά μήν μακρηγοροῦμε ὅμως μέ τάς πολλάς ἀναφερομένας περιπτώσεις ὅπου εἰς τόν ἐπισκοπικόν θρόνον τῆς Ῥώμης ἀνῆλθον διπλοί Πάπες, ἄς ἀνατρέξῃ ὁ φιλίστωρ εἰς τούς Πατριαρχικούς καταλόγους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Στεφανίδου (σελ. 802) καί θά εὕρῃ ἐκεῖ τάς ἀποδείξεις, ὅπου ἀναζητᾷ.[33]
Σχισματικοί Ναυατιανοί κ.ἄ.
Ἡ διαμάχη ὅμως διά τήν ἐπικράτησιν εἰς τούς ἐπισκοπικούς θρόνους δέν ὑφίστατο μόνον μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν διαφόρων ἀρειανικῶν ἐκφάνσεων, ἀλλά καί μέ ἄλλες αἱρετικές καί σχισματικές ὀμάδες, ὅπως τῶν Ναυατιανῶν κ. ἄ.. Ἄλλωστε ἡ ὕπαρξις τοιούτων ἐπισκόπων φανερά γίνεται καί ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ἠσχολήθησαν μέ τήν καταδίκην ἤ καί μέ τήν ἀποδοχήν αὐτῶν εἰς τούς κόλπους της, ὅταν οὗτοι ἐπιθυμοῦσαν νά ἐνταχθοῦν εἰς Αὐτήν[34]. Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν προήρχοντο ἀπό πόλεις ὅπου συνυπῆρχαν ἐπίσκοποι ἀνήκοντες εἰς διαφορετικάς μερίδας. Βλέπομεν οὕτως, ταυτοχρόνως (ἐν ἔτει 381) μέ τόν ὀρθόδοξον πατριάρχην ΚΠόλεως Γρηγόριον τόν Θεολόγον[35] νά συνυπάρχῃ καί πατριάρχης σχισματικός, ὀνόματι Μάξιμος, ὁ ἐπιλεγόμενος ‘’κυνικός’’[36], τόν ὁποῖον τελείως ἀντικανονικῶς καί χωρίς καμίαν δικαιοδοσίαν ἐχειροτόνησεν ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος (ἤ ὁ Πέτρος), τόν ὁποῖον καί καθήρεσεν ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Βλέπομεν ἐπίσης τούς σχισματικούς Ναυατιανούς νά ἔχουν ὄχι μόνον ἰδικόν τους πατριάρχην, ἀλλά καί ἱεραρχίαν συγκροτοῦσαν ὁλόκληρον Σύνοδον! «Καί οἱ ναυτιανοί (ἀναφέρουν οἱ Πατριαρχικοί Πίνακες) εἶχον ἴδιον πατριάρχην ἐν Κωνσταντινουπόλει καί τόν μέν συγχρόνως τῇ Α' Οἰκουμενικῇ συνόδῳ ζῶντα Ἀκέσιον εὗρεν αὐστηρότατον ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, τοῦτον δέ πιθανῶς διεδέξατο ὁ Ἀγέλιος, ἄνθρωπος εὐάρεστος, ἀποστολικόν ζήσας βίον, κατά τόν Σουΐδαν, ἀλλ’ οὐχί πεπαιδευμένος∙ οὗτος ἐποίμανε τούς ναυατιανούς ἔτη τεσσαράκοντα, ἀπό τό 345—385, ὅτε ἀπέθανε. Ὁ Ἀγέλιος ἤ Ἀγγέλιος ἐχειροτόνησε διάδοχον τόν σοφώτατον τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀλλά καί φιλοσοφίας γνώστην πρεσβύτερον Σισίνιον, ἀλλ’ ἐπειδή οἱ ὀπαδοί αὐτοῦ ἐμεμψιμοίρουν, ὅτι παρεῖδεν ἄλλον ἱερέαν ἐπίσημον καί εὐλαβῆ τόν Μαρκιανόν, ὁ καλός Ἀγέλιος ἀφείς τόν Σισίνιον ἐπιχειροτόνει τόν Μαρκιανόν, παραγγείλας αὐτόν νά ἔχωσιν ἐπίσκοπον, αὐτοῦ δ’ ἀποθανόντος ’να λάβωσι τόν Σισίνιον. Μετά τινα χρόνον, ἀποθανόντος τοῦ Μαρκιανοῦ, τῶν ναυατιανῶν τήν ἐπισκοπήν ἀνέλαβεν ὁ Σισίνιος, παρατείνας τήν ποιμαντορίαν ἄχρι τῶν χρόνων τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτε μέλλομεν νά συναντήσωμεν αὐτῷ»[37]. Σημειωτέον δέ, ὅτι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἐπετράπη εἰς τούς Ναυατιανούς νά ἔχουν μέσα εἰς τήν πόλιν τῆς ΚΠόλεως ἐκκλησίας, ἦταν, ὅτι μόνον αὐτοί συμφωνοῦσαν μέ τούς ὀρθοδόξους ὡς πρός τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως[38]. Διαπιστώνωμεν λοιπόν καί πάλιν, ὅτι παντοῦ καί πάντα ἡ κρατική ἐξουσία ἦταν ὁ ῥυθμιστής τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, λειτουργοῦσα ἀναλόγως πρός τό νομιζόμενον συμφέρον της, ἄλλες φορές εὐεργετοῦσα καί ἄλλες κατατρέχουσα τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησίαν ἤ καί τούς αἱρετικούς ἀντιστοίχως! Κάτω λοιπόν ἀπό ἕνα τοιοῦτον καθεστώς κρατικῆς κηδεμονίας δέν νομίζω, ὅτι εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τό πῶς ἔφθασεν ἡ κάθε μερίδα νά ἀνταγωνίζεται τήν ἄλλην πρός τόν προσεταιρισμόν τῆς κρατικῆς ὑποστηρίξεως. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό ἄτυπον σύστημα τῆς συναλληλίας εἰς τάς σχέσεις της μέ τό κράτος κατόρθωσεν νά διασταθμίσῃ τήν θέσιν της καί νά διατηρήσῃ οὕτως τόν θεοσύστατον χαρακτῆρα χωρίς νά καταλήξῃ γρανάζι τῆς ὅλης κρατικῆς μηχανῆς, ὅπως τοὐναντίον ἔπαθεν ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπόσχισίν της ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος μας.[39]
Source: http://eggolpio.blogspot.gr/2014/01/1.html
Αναίρεσις αιρετικών θέσεων αποτειχισμένων νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών. (Μέρος 2ο.)
Κοσμᾶς Ἀλεξανδρείας.
Ἀξιοσημείωτος ὅμως, ἀλλά καί πλέον ἐνδεικτική διά τάς συνθήκας ὅπου ἐβίωναν εἰς τάς δυσκόλους ἐκείνας ἐποχάς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Κοσμᾶ (727-768). Οὗτος ὁ Κοσμᾶς προήρχετο ἐκ τῆς μερίδος τῶν Μονοθελητῶν (σημ. ὁ Μονοθελητισμός ὡς γνωστόν εἶχε ἐπικρατήσει τελείως εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ πατριάρχου Κύρου[40]), ὅστις καί μεταστραφείς[41] εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν ἔγινε ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Πατριάρχης μετά τήν κατάκτησιν τῆς πόλεως ἀπό τούς Ἄραβας τό 640 μ.Χ.! Κατόπιν τούτου προέβη εἰς μεγάλους ἀγῶνας ἐναντίον τῶν μονοφυσιτῶν τῆς Αἰγύπτου καί δή κατά τοῦ πατριάρχου αὐτῶν Μιχαήλ Α΄ ἤ Χαήλ (743-766), (τῶν ὁποίων ἡ διαδοχή συνεχιζόταν κανονικῶς χωρίς διακοπή), πρῶτον διά τήν ἐπιστροφήν τῶν ἁρπαγεισῶν ὑπ’ αὐτῶν ναῶν καί δεύτερον διά τήν ἀναγνώρισιν αὐτοῦ ὡς τοῦ νομίμου Πάπα καί Πατριάρχου τῆς Ἀλεξανδρείας καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Διά τόν λόγον δέ αὐτόν μετέβη τό 749 ἤ 750 εἰς τήν Δαμασκόν διά νά παρασταθῇ εἰς τόν Χαλίφην διεκδικών ὅλας τάς ὑπό τῆς μουσουλμανικῆς πολιτείας ἀνεγνωρισμένας πρός τούς χριστιανούς προνομίας, οἱ ὁποῖες εἶχον δοθῆ παρανόμως ὑπό τῶν διοικητῶν τῆς Αἰγύπτου εἰς τούς Κόπτας[42]. Ἀξία προσοχῆς εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν, εἰς τόν ἱστορικόν Κεδρηνόν, λέγει τά ἑξῆς: «Ὁ Συγγραφεύς (ὁ Κεδρηνός σ.σ.) λέγει πῶς ἔγινεν ὁ Κοσμᾶς πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τῷ ψμβ΄ (742), ἀλλ’ ἦν χηρεύουσα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ψιβ΄ (712), ἕως σχεδόν τοῦ ψνε΄ (755), ἐν τῷ μεταξύ αἱρετικοί Ἰακωβῖται ἦσαν Συμεών, Ἀλέξανδρος, Κοσμᾶς καί Θεόδωρος, εἰς τόν καιρόν ὅπου ἔλαβεν ἡ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἐκκλησία ὀρθόδοξον ποιμένα τόν Κοσμᾶν ἐν ἔτει ψνε΄ (755). (Τόμ. 2ος, σελ. 227, ὑποσημ. γ΄). Βλέπομεν λοιπόν καί πάλιν συνύπαρξιν ταὐτοχρόνως εἰς μίαν καί τήν αὐτήν Ἐπισκοπήν πολλῶν ἐπισκόπων διαφορετικῶν δογματικῶν δοξασιῶν, χωρίς ἐν τούτοις οἱ αἱρετικοί νά λογίζονται οἱ νόμιμοι κατά διαδοχήν ἐπίσκοποι, ἐλλείψει ὀρθοδόξου, τό ἐναντίον μᾶλλον οἱ Ἐπισκοπές ἐθεωροῦντο χηρεύουσες. (Ας δουν μετά προσοχής οι προτεσταντίζοντες αποτειχισμένοι, πως θεωρούσαν την κατάσταση οι Εκκλησιαστικοί ηγέτες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πως την θεωρούν ούτοι, οι οποίοι επιπλέον προσπαθούν να πείσουν εαυτούς και τους αδαείς αναγνώστες των αιρετικών κειμένων τους, πως ακολουθούν την Πατερική οδό...)
Λατινοκρατουμένη Ἀντιόχεια.
Μέ τάς δοξασίας αὐτάς τοῦ π. Εὐθυμίου δέν νομίζω ἀσφαλῶς νά ἦσαν σύμφωνοι οὔτε καί αὐτοί οἱ Λατῖνοι, καθώς ἡ διαχρονική τακτική τους ἄλλα φανεροῖ. Οὕτω λοιπόν ἀμέσως μετά τό σχίσμα (1054), πιστεύοντες στερρῶς ὅτι αὐτοί καί μόνον ἐκπροσωποῦν τήν ἀληθινήν ἐκκλησίαν, ὄχι μόνον κατεφρόνησαν τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς δικαιοδοσίας ἄλλά καί ἀπηνῶς τάς κατεδίωξαν. Μέ τό πρόσχημα δέ τῶν σταυροφοριῶν κατέλαβον ὅλας σχεδόν τάς ἐπαρχίας τῶν παλαιφάτων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, εὑρίσκοντες πρόσφορον ἔδαφος δι’ ἐφαρμογήν τοῦ σκοποῦ των, μέ ἀποτέλεσμα οἱ Ὀρθόδοξοι νά ὑποστοῦν τά πάνδεινα ὑπ’ αὐτῶν. Πολλές ἦσαν οἱ περιπτώσεις ὅπου οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐξαναγκάζονταν νά ἐγκαταλείψουν ἀκουσίως τούς θρόνους τους ἕνεκα τῆς ἀπανθρώπου συμπεριφορᾶς τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ὡς πρῶτον μέλημα τους ἐκτός ἀπό τάς διώξεις (λεηλασίας) εἶχον καί τάς ἁρπαγάς τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων! Χαρακτηριστική περίπτωσις τοιαύτης συμπεριφορᾶς εἶναι τά γεγονότα ὅπου συνέβησαν εἰς τήν πόλιν τῆς Ἀντιοχείας: «Κατά τά τέλη τοῦ 1091 (ὁ ὀρθόδοξος Πατριάρχης Ἰωάννης), μετέβη εἰς Ἀντιόχειαν, ἥτις ἀπό ἑπταετίας κατείχετο ὑπό τῶν Σελτζούκων Τούρκων... Ἐπέπρωτο δέ νά ἴδη καί τήν ἅλωσιν τῆς Ἀντιοχείας ὑπό τῶν σταυροφόρων (3 Ἰουνίου 1098), οἱ ὁποῖοι κυριεύσαντες τήν πόλιν ἵδρυσαν τήν φράγκικην ἡγεμονίαν τῆς Ἀντιοχείας καί παραγκωνίσαντες τόν ὀρθόδοξον πατριάρχην ἐγκαθίδρυσαν Λατῖνον μετά πολυαρίθμου Κλήρου. Μετά δύο ἔτη ἠναγκάσθη ὁ Ἰωάννης νά ἀπομακρυνθῇ τῆς Ἀντιοχείας καί ἐπανακάμψας εἰς ΚΠολιν ὑπέβαλεν τῇ 19ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ 1100 τήν παραίτησίν του ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, ἀποκαμών ἐκ τῶν ταλαιπωριῶν καί ἀσθενειῶν...».[43]
«Οἱ πατριαρχικοί θρόνοι Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας, (γράφει ἐπίσης καί ὁ ιστορικός Βλάσιος Φειδᾶς), ὑπέστησαν πρῶτοι τίς ὀδυνηρές συνέπειες τῆς ἱδρύσεως τῶν λατινικῶν κρατιδίων σέ ἐδάφη τῆς δικαιοδοσίας τους μετά τήν πρώτη σταυροφορία, ἀφοῦ οἱ σταυροφόροι ἐπέβαλαν στούς θρόνους αὐτούς λατίνους πατριάρχες καί ἀξίωναν τήν ὑποταγή τῆς ὀρθοδόξου ἱεραρχίας καί τοῦ κλήρου στήν παπική αὐθεντία μέ τήν ἀπειλή ἐκθρονίσεως ἤ καί διωγμῶν ἐναντίον τῶν ἀντιδρώντων. Πράγματι, οἱ πατριαρχικοί θρόνοι τῆς Ἀνατολῆς παρέμειναν κενοί γιά μεγάλες περιόδους, οἱ δέ πατριάρχες τῶν θρόνων αὐτῶν ἐξελέγοντο καί διέμεναν στήν ΚΠὀλη, ἐφ’ ὅσον δέν ἦταν δυνατή ἡ ἐγκαθίδρυσή τους στήν Ἀντιόχεια ἤ στά Ἱεροσόλυμα»[44]. Ἔστω ὅμως καί μακράν τῶν θρόνων τους οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες ἐσυνέχιζαν νά χειροτονοῦνται κανονικῶς καί διαδοχικῶς εἰς αὐτούς, μή ἀναγνωρίζοντες παντελῶς τήν παρουσίαν Λατίνων ψευδοπατριαρχῶν. (Οι προτεσταντίζοντες αποτειχισμένοι αδελφοί μας έχουν την πεποίθηση πως πρέπει να αναγνωρίζουν οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι την Επισκοπική ιδιότητα των σχισματικών ή αιρετικών Επισκόπων και να μην χειροτονούν Επισκόπους σε Επισκοπή που εδρεύει ένας τέτοιος Επίσκοπος... Μεγάλη διάσταση έχουν οι απόψεις τους από την ποιμαντική των Αγίων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο μισών την Σωτηρία του ανθρώπου διάβολος βρήκε άλλον ένα τρόπο να πολεμήσει την Εκκλησία Του Χριστού.)
Λατῖνοι Ψευδοπατριάρχαι καί Ὀρθόδοξος ἀμυντική τακτική.
Ἄλλην μίαν μαρτυρίαν διά τήν αὐθεντικήν στάσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (δηλ. τῆς ἀδιακόπου συνεχίσεως τῆς διαδοχῆς τῶν χειροτονιῶν) βλέπομε καί πάλιν ξεκάθαρα εἰς τήν ἀφήγησιν τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου[45] διά τά χρόνια τῆς Λατινοκρατίας εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν. Ἄς τόν ἀκούσωμεν: «Ἐποίησαν οἱ Λατῖνοι εἰς τήν Κων/πολιν ψευδοπατριάρχην Θωμᾶν βενέτικον, ψαλιδωτά φοροῦντα (παντελόνια), καί τό γένειον χεῖρον δρώπακος ἐξυρισμένον ἔχοντα, ἔστειλεν καί ὁ Πάπας Λεγᾶτον τινά Πελάγιον ὀνόματι, ἐρυθροβαφῆ καί ἀλλόκοτα ἱμάτια ἐνδεδυμένον, καί ἐβίαζε τούς πολίτας παπίσαι, ἐκρέμα τούς Μοναχούς, (Πόσοι Μοναχοί έδωσαν μαρτυρικώς την ζωή τους δια την Ορθόδοξον Πίστην διωκώμενοι υπό των Παπικών και κάποιοι σήμερον αναγνωρίζουν την Παπικήν Εκκλησία ως αδελφή εν Χριστώ...) ἐδέσμευε τούς Ἱερεῖς, καί τούς Ναούς τούς ἁγίους ἔκλειε, ἵνα ὁμολογήσωσι τόν παπισμόν, ὅθεν ἑτοιμαζομένων φυγεῖν τῶν πολιτῶν, Ἐρρῆς ὁ Βυζαντίου τότε Βασιλεύς τό ἀπότομον τοῦ Λεγάτου ἐκώλυσε, καί ἤνοιξε καί τάς Ἐκκλησίας, πόλλοι ὅμως καί Μοναχοί καί Κληρικοί καί Ἄρχοντες πρός τόν Λάσκαριν ἀνεχώρησαν εἰς τήν Νίκαιαν διά ταῦτα, ὥς φησιν, ὁ Ἀκροπολίτης, ἀλλά καί ἐν ὅσῳ ὥρισαν τήν ΚΠολιν, Ἀντιόχειαν καί Ἱερουσαλήμ, ἐχειροτόνουν ἐκεῖ ψευδοπατριάρχας αὐτῶν, εἴων ὅμως καί ἐχειροτόνουν καί αἱ Ἐκκλησίαι Πατριάρχας τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ὀρθόδοξος ἐννοεῖται), καίπερ καί ἐπεβούλευον αὐταῖς, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐκώλυον, καθώς ἐσημείωσε τοῦτο καί ὁ Βαλσαμών Θεόδωρος, ὅν οὐκ εἴων (δέν ἄφηναν) οἱ Λατῖνοι ἀπελθεῖν εἰς τόν θρόνον αὐτοῦ τήν Ἀντιόχειαν».[46] Δέν χωρᾶ ἀμφισβήτησιν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ μάλιστα διωγμῶν καί πιέσεων ἀπό πλευρᾶς τῶν Λατίνων ἐποίουν χειροτονίας Πατριαρχῶν, (ἀλλά βεβαίως καί τῶν ἄλλων βαθμῶν τοῦ κλήρου), καταφρονοῦντες καί παραβλέποντες τάς ἁρπαγάς τῶν θρόνων τους ἀπό ψευδοπατριάρχας καί λοιπούς ψευδεπισκόπους∙ οὔτε ἐταράσσοντο ἀπό ἀνοήτους νομικισμούς βλέποντες τούς θρόνους των μετατιθεμένους εἰς διαφορετικάς πόλεις καί χώρας. Τρανταχτόν παράδειγμα εἶναι, ὅτι μετά τήν ἐνθρόνισιν εἰς ΚΠόλιν τοῦ λατίνου ψευδοπατριάρχου καί τήν φυγήν τοῦ Ὀρθοδόξου, οἱ Ὀρθόδοξοι συνέχισαν τήν κανονικήν χειροτονίαν Πατριαρχῶν ΚΠόλεως εἰς ἑτέραν ὅμως πόλιν τήν Νίκαιαν, ἔως καί τήν ἀνακατάληψιν τῆς πόλεως ὑπό τοῦ Ἕλληνος στρατηγοῦ Στρατηγοπούλου. Οἱ Λατῖνοι μάλιστα ἐκώλυαν τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά πλησιάσουν τούς θρόνους τους, ὥστε νά φαίνονται μόνον αὐτοί οἱ γνήσιοι διάδοχοι ἐκείνων, ὅπως βλέπωμεν καί ἀπό τήν ἀναφοράν τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος. Ἀναρρωτώμεθα λοιπόν, ἐάν οἱ τότε Ὀρθόδοξοι εἶχον τάς θεωρίας τοῦ π. Εὐθυμίου, συμφώνως πρός τάς ὁποίας ἔπρεπεν νά περιμένουν τήν ἀνακατάληψιν τῆς ΚΠόλεως ὑπό τῶν Ἑλλήνων διά νά προβοῦν εἰς ἀνάδειξιν ἰδικοῦ των Πατριάρχου, ἐκδιωχθέντος τοῦ Λατίνου διά τόν φόβον ὑπάρξεως διπλοῦ ἐπισκόπου εἰς μίαν ἐπισκοπήν, θά ὑπῆρχεν ἆρα σήμερον ὀρθόδοξος διαδοχή εἰς τήν ΚΠόλιν ἤ καί ὅπου δήποτε ἀλλοῦ; Τοῦτο ἀσφαλῶς εἶναι κατά πολύ ἀμφίβολον! (Αυτό το ερώτημα έχει τεθεί από τον γράφοντα σε αιρετικό αποτειχισμένο αδελφό αλλά απάντηση δεν εδώθει, παρά μόνο φωνές και ανεξήγητο μένος... Πείσμα και αρνητική επιμονή στα αυτονόητα της εκκλησιαστικής ιστορίας μας.) Τί θά ἔκαμε ὁ π. Εὐθύμιος εἰς τήν θέσιν τῶν τότε Ὀρθοδόξων, τῶν ὁποίων ὁ Πατριαρχικός θρόνος εἶχε καταληφθῇ ὑπό τῶν αἱρετικῶν Λατίνων; Ἁπλῶς θά ἐπερίμενε ἀδρανής; Δέν ἐννοεῖ, ὅτι μέ αὐτάς τάς ῥηξικελεύθους διδασκαλίας ὑπηρετεῖ ἀρίστως τά σχέδια καί τούς σκοπούς τῶν ἀνά τῶν αἰώνων ἐπιβούλων τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας μας; Τό συμπέρασμα λοιπόν εἶναι, ὅτι βάσει τῆς θεωρίας του αὐτῆς συνεπάγεται, ὅτι οἱ λεγόμενοι ψευδεπίσκοποι ἐκλαμβάνονται ὡς νόμιμοι διεκδικητές τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκοπικῶν θρόνων, ἄρα ὡς ἰσόνομοι καί ἰσότιμοι τῶν Ὀρθοδόξων! [47] (Ὅπερ ἀτοπώτατον). Δηλαδή μόνον εἰς τά λόγια τούς ὀνομάζουν ψευδεπισκόπους!
Λατινοκρατουμένη Κύπρος.
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα καταφρονήσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου εἶναι αὐτό, τό ὁποῖον μᾶς διηγεῖται ὁ (νεοημερολογίτης) Ἀρχ/πος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εἰς τό βιβλίον του ''Ἐκκλησία τῆς Κύπρου''[48]. Ἀπό τόν καιρόν τῶν Σταυροφοριῶν ἡ Κύπρος εἶχε κατακτηθῇ ὑπό τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῆς πολιτικῆς ξενοκρατίας ἐπέβαλον καί τήν ἐκκλησιαστικήν. Καταργήσαντες οὗτοι τελείως τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐσύστησαν τήν παπικήν Ἀρχιεπισκοπήν, εἰς τήν ὁποίαν ὑπήγαγον τόν ἐναπομείναντα ὀρθόδοξον κλῆρον, ὁ ὁποῖος πλέον ἠναγκάζετο νά ἀναγνωρίζῃ ὡς κεφαλήν του τόν Πάπαν. «Οὐδαμοῦ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι» γράφει ὁ Ἱστορικός συγγραφεύς, καθώς «ὑπό λατῖνον ὑπέκειντο Ἀρχιεπίσκοπον καί δι’ αὐτοῦ ὑπό τόν Πάπαν Ῥώμης». Διά τόν λόγον αὐτόν καί τό Πατριαρχεῖον ΚΠόλεως παρά τάς παρακλήσεις τῶν Κυπρίων ὅπως ἑνωθοῦν μετ’ αὐτό, ἠρνεῖτο τοῦτο καθώς τούς ἐθεώρει σχισματικούς![49] Κατά τό ἔτος λοιπόν 1570 οἱ Τούρκοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τήν κατεχομένην ὑπό τῶν Λατίνων Κύπρον, κατακυριεύσαντες αὐτήν ἄνευ σοβαράς ἀντιστάσεως. Ἐπηκολούθησεν δέ ἡ ὑπό τῶν Τούρκων ἐκδίωξις τῶν Λατίνων καί ἡ ἀποκατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας εἰς τούς παλαιούς θρόνους των. Περιγράφων λοιπόν ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τήν δεινήν αὐτήν κατάστασιν εἰς ἥν περιῆλθεν ἡ ἁγιοτόκος νῆσος, ἀναφέρει σύν τοῖς ἄλλοις καί περί ἑνός φανατικοῦ λατινόφρονος Κυπρίου Δομινικανοῦ μοναχοῦ, Ἀγγέλου Καλεπίου τῷ ὀνόματι, ταῦτα τά σημαντικά διά τό θέμα μας: «Δομινικανός μοναχός Ἄγγελος Καλέπιος, μετά χαιρεκακίας εἶδε τήν ὑποδούλωσιν τῶν Κυπρίων ὑπό τούς Ἀγαρηνούς, θεωρήσας αὐτήν ὡς τιμωρίαν, δῆθεν, παρά Θεοῦ διά τήν ἀπείθειαν αὐτῶν πρός τόν Πάπαν Ῥώμης. Λησμονήσας δέ ὅτι ὅπου ἐπέδραμον οἱ Λατῖνοι, εἶχον ἐκδιώξει τούς κανονικούς ἱεράρχας, ἐγκαθιδρύσαντες ἰδίους ἐπεισάκτους Ἐπισκόπους, μετ’ ἀγανακτήσεως ἀνέγραψε γεγονός ὅτι μετά τήν τουρκικήν κατάκτησιν ἐγκαθιδρύθη ἐν Κύπρῳ Ἀρχιεπίσκοπος (Ὀρθόδοξος σ.σ.), ἐνῷ ἔζη ἔτει ὁ λατῖνος Ἄρχιεπίσκοπος»! Ἐχολώθη λοιπόν ὁ Λατῖνος μοναχός διά τήν ἐνθρόνησιν Ὀρθοδόξου Ἀρχιεπισκόπου, ζῶντος τοῦ λατίνου, τόν ὁποῖον θεωροῦσε ὡς τόν μόνον νόμιμον καί ἀναντικατάστατον, πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου, δυστυχῶς ἀκόμη καί σήμερον τινές δέν ἠμποροῦν νά ἐννοῆσουν! Ἴσως ἐάν ἔζων κατ’ ἐκείνην τήν ἐποχήν καί εἶχον εἰς τάς χείρας των αὐτοί τά ἠνία τῆς Ἐκκλησίας νά ἔπραττον ἄλλως, ἴσως δηλαδή, νά ἐπερίμεναν νά τούς προσφερθῇ ἐθελουσίως ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἔδρα ὑπό τῶν Λατίνων, ἵνα μή θίξωσιν τήν ὁμαλήν διαδοχήν... καί εὑρεθοῦν ἀντικανονικῶς δύο ἐπίσκοποι εἰς μίαν ἐπισκοπήν!!! Ἐάν αὐτό δέν εἶναι ἀναγνώρισις αὐθεντίας καί κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν, τότε τί ἄλλο ἠμπορεῖ νά εἶναι; (Ουσιαστικώς και οι προτεσταντίζοντες, αποτειχισμένοι, ακέφαλοι αδελφοί μας, αναγνωρίζουν τους αιρετικούς οικουμενιστές αλλά δεν το κατανοούν και επιτίθενται στην ύπαρξη Ορθοδόξου Ιεράς Συνόδου παραλλήλως με την νεοημερολογίτικη...)
Λατινοκρατούμεναι Ἀθῆναι.
Εἰς ἕτερον βιβλίον του, «Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν»,[50] ὁ προαναφερόμενος συγγραφεύς περιγράφει τήν κατά τήν αὐτήν ἐποχήν χαλεπήν ἕνεκα τῆς λατινοκρατίας κατάστασιν εἰς τήν Μητρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν. Ἄν καί οἱ Λατῖνοι ὅπου ἐκυρίευσαν τήν Ἀττικήν ἦταν ἠπιότεροι ἀπ’ ἐκείνων τῆς Κύπρου, ἐν τούτοις καί αὐτοί μέ δυναστικόν τρόπον ἐξέβαλον τόν ὀρθόδοξον Μητροπολίτην Ἀθηνῶν, ἀφήνοντες τόν θρόνον κενόν διά 190 ἔτη, ἔως τῆς ἐπαναφορᾶς του, καί τοῦτο διά λόγους πολιτικῆς ἀπό τόν ἐπιεικῆ Δοῦκα Νέριον Ἀτζαϊώλη. Λόγῳ ὅμως τοῦ ἀντιλατινικοῦ ἀγῶνος τοῦ Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου καί τῶν διαδόχων του καί τῆς στηρίξεως τοῦ ποιμνίου των εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, οἱ Λατῖνοι ἀντικατέστησαν τό 1453 τόν τελευταῖον ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων (Μητροπολίτη Γερβάσιον), ἀντικαταστήσαντες αὐτόν μέ λατινόφρονα ἀποδεχόμενον τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας καί μνημονεύοντα εἰς τά Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τόν Πάπαν!
Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος θεωρεῖ τό ὀρθόδοξον ποίμνιον τῶν Ἀθηνῶν, καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς κατοχής τοῦ θρόνου ὑπό λατινόφρονος ἐπισκόπου, ''ἀποίμαντον''. Σημειωτέον δέ, ὅτι οἱ Λατῖνοι ἅμα τῇ καταλήψει τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἐγκατέστησαν ἰδικόν τους Ἀρχιεπίσκοπον, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐπαναφοράν τοῦ Ὀρθοδόξου ἀλλά καί ἀργότερα τοῦ ἀντικατασταθέντος λατινόφρονος ἀσκοῦσε μετ’ αὐτῶν τά καθήκοντά του παραλλήλως! Ὁ δέ λατινόφρων δροῦσε ὡς Οὐνίτης. Ἡ λατινική Ἀρχιεπισκοπή κατηργήθη ἅμα τῇ τουρκικῇ κατακτήσει (1456), ἡ ὁποία καί ἐπέφερεν τήν ἐπικράτησιν τῆς ὀρθοδόξου ἱεραρχίας. Οἱ Λατῖνοι λοιπόν, ὅπως βλέπομεν, οὐδέποτε ἐλάμβανον ὑπ’ ὄψιν τους, ἐάν εἰς τάς ἐπαρχίας, ὅπου κατακτοῦσαν ἤ προσηλύτιζον, ὑπῆρχεν ἐπίσκοπος ἑτέρας πίστεως, ἀλλά τελείως συνεπεῖς εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν τους (εἰς ἀντίθεσιν πρός τούς σημερινούς ἡμετέρους), ἐγκαθιστοῦσαν ἰδικούς των ἐπισκόπους, ὡσάν νά ἐποίμανον εἰς παρθένα ἱεραποστολικῶς ἐδάφη...!
Source: http://eggolpio.blogspot.gr/2014/01/2.html
Αναίρεσις αιρετικών θέσεων αποτειχισμένων νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών. (Μέρος 3ο.)
Ἡ κατάστασις σήμερον.
Τό περίεργον εἶναι, ὅτι συναντῶμεν τήν ἀταξίαν αὐτήν ὄχι μόνον εἰς χρονικάς περιόδους ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐβάλετο ἀπό αἱρέσεις, ἀλλά καί εἰς καιρούς σχετικῆς εἰρήνης, ὅπου οἱ μέν ἐξωτερικοί ἐχθροί κατεσίγαζον, οἱ δέ ἐσωτερικές διαμάχες καλά κρατοῦσαν. Δέν εἶναι ὀλίγες μάλιστα οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐμακροθύμησεν καί ἠνέχθη καταστάσεις λίαν ἀντικανονικές, ἀποβλέπουσα εἰς τό γενικότερον συμφέρον καί καλόν. Τί νά εἰπῇ κανείς διά τήν σημερινήν κατάστασιν ὅπου ἐπικρατεῖ εἰς τήν μακρινήν ἥπειρον τῆς Ἀμερικῆς, εἰς τήν ὁποίαν συναντῶμεν ἕνα τραγικόν φαινόμενον, ἐγεῖρον πολλάκις τόν γέλωτα καί τήν εἰρωνείαν τῶν χαιρεκακούντων αἱρετικῶν, νά βλέπωμεν δηλαδή εἰς μίαν καί τήν αὐτήν ἐπισκοπήν πλείστους ἐπισκόπους, ἀνήκοντας εἰς διαφορετικήν ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, κοινωνικούς ὅμως πρός ἀλλήλους!!! Ὁ μέν ἀνήκει εἰς τήν Ἐλληνικήν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀμερικῆς, ὁ δέ εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, ὁ ἄλλος εἰς τούς Οἰκουμενιστάς Ῥώσους τῆς Διασπορᾶς, ἕτερος εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας... καί πάει λέγοντας!
Ἐάν δικαιολογεῖται ὅμως, ὡς λέγουν, αὐτή ἡ κατάστασις διά τήν Ἀμερικήν λόγῳ τῆς νεωστί ἀνακαλύψεώς της, ποίαν δικαιολογίαν βρίσκουν διά τήν ἡμετέραν ἥπειρον τῆς Εὐρώπης, ὅπου ἔχει εὐαγγελισθῇ κατά τό πλεῖστον αὐτῆς ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καί ἐγκατέστησαν εἰς ἑκάστην πόλιν ἴδιον ἐπίσκοπον; Οὐδεμίαν! Μήπως ἀγνοοῦν ὅλοι αὐτοί τόν 8ον ἱερόν Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου λέγει: «...μή ἐν τῇ πόλει δύω ἐπισκοποι ὦσιν»; Ἤ διέφυγε τῆς προσοχῆς των ὁ 16ος τῆς Πρωτοδευτέρας, ὅπου ἐντέλλεται: «...μηδενί τρόπῳ Ἐπίσκοπον καταστῆναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἧς ἔτι ὁ προεστώς ζεῖ, καί ἐν τῇ ἰδίᾳ συνίσταται τιμῇ, εἰμή αὐτός ἑκών τήν Ἐπισκοπήν παραιτήσεται»; Πῶς πάλιν ἐλησμονήθη ὁ 12ος τῆς Δ΄, ὁ ὁποῖος προειδοποιεῖ, ὅτι «ἐκπίπτει τοῦ ἰδίου βαθμοῦ» ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος θά τολμήσῃ νά μοιράσῃ διά τόν ἑαυτόν του ξένην ἐπισκοπήν, μέ ἀποτέλεσμα «δύω Μητροπολίτας εἶναι ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ»; Δέν καταπατοῦνται βαναύσως οἱ προειρημένοι ἱεροί Κανόνες ἀπό ὅλους ἐκείνους τούς Ἐπισκόπους, ὅπου συνεδρεύουν ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ, ποιμένοντες ἕκαστος τό ἑαυτοῦ ποίμνιον, ὡσάν νά ἀνῆκαν εἰς διαφορετικάς Ἐκκλησίας; Καί ὅμως τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας μέλη τυγχάνουν καί κοινωνίαν μυστηριακήν ἔχουν!!! Ἡ μόνη διαφορά τους εἶναι ἡ ἐθνικότης εἰς τήν ὁποίαν ἕκαστος ἀνήκει καί ἡ ὁποία κατά τρόπον παράδοξον γίνεται αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξωτερικῆς διασπάσεως, ὡσάν νά ἦτο ἀνωτέρα τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως. Ὁ ἐθνικισμός λοιπόν λειτουργεῖ καταλυτικά εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς καί καταπατᾷ κάθε ἔννοιαν κανονικότητος.[51] (Δεν συμφωνούμε με την άποψη αυτή. Θεωρούμε πως δεν υφίσταται λόγος διασπάσεως λόγω εθνικιστικών ιδεολογιών αλλά καθαρώς λόγω γλώσσης. Είναι δυνατόν κάποιος Ρώσσος να παρακολουθήσει την Θεία Λειτουργία στην Ελληνική γλώσσα; Δεν θα καταλάβει τίποτα. Αν δε, είχε κάνει ιεραποστολή η Σέρβικη Εκκλησία, ας πούμε, στην Μαδρίτη και είχε εγκαταστήσει πρώτη Επίσκοπο εκεί, θα μπορούσε Έλλην Ορθόδοξος να ακούσει την Θεία Λειτουργία στη Σερβική Γλώσσα; Τι θα καταλάβει; Δεν θεωρούμε σωστό το φαινόμενο υπάρξεως πλέον του ενός, ομοπίστων Επισκόπων, στην ίδια Επισκοπή αλλά δεν θεωρούμε τον εθνικισμό αιτία εκκλησιαστικής αντικανονικότητος. Το 99% των πιστών αυτών των ενοριών αν ερωτηθούν τί είναι εθνικισμός δεν γνωρίζουν καν.)
Δέν ἐμπίπτει ἆρά γε εἰς κάποιαν μορφήν σχίσματος καί πήξεως ἰδίου θυσιαστηρίου ἡ ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτος αὐτή κατάστασις τῆς διασπάσεως διά τούς ἀνωτέρω λόγους; Ἀποροῦμε λοιπόν, πῶς ὁ π. Εὐθύμιος ἐνοχλεῖται, διότι οἱ Γ.Ο.Χ. χειροτονοῦν Ἐπισκόπους (διά λόγους πίστεως καί μόνον) εἰς ἐπαρχίας, ὅπου εἶναι ἤδη τοποθετημένοι Οἰκουμενιστές Νεοημερολογῖτες ἐπίσκοποι, θεωρῶν τήν πρᾶξιν αὐτήν ἀντικανονικήν, ἐνῷ δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τό χάος, ὅπου προαναφέραμεν, τῆς ἐκκλησίας ὅπου μέχρι καί πρίν ὀλίγα χρόνια ἀνῆκε! Μήπως οἱ Νεοημερολογῖτες ἔχουν τό ἀκαταλόγιστον τῶν πράξεών τους; Δέν νομίζω!
Ὅτι δέ ἡ κανονική ἀπαγόρευσις ὑπάρξεως περισσοτέρων τοῦ ἑνός ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς μίαν Ἐπισκοπήν οὐδόλως ἐνδιαφέρει τήν Οἰκουμενιστικήν παγκόσμιον ἐκκλησίαν, ἀποδεικνύει ἔτι μᾶλλον τό γεγονός, ὅτι ὄχι μόνον ἀνέχονται τήν ὕπαρξιν περισσοτέρων τῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν εἰς τόν αὐτόν γεωγραφικόν χῶρον, ἀλλά καί ὀργανώνουν κοινούς φορεῖς, καινοφανεῖς καί πρωτακούστους εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν. Οὕτω λόγου χάριν ἐπίσκοποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας καί Ῥουμανίας, ὅπου ὅλοι τους νέμονται τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν τῆς Γαλλίας, συναποτελοῦν τήν ‘’Συνέλευσιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων τῆς Γαλλίας’’ (“Assemblèe des Evệques Orthodoxes de France”) (βλπ. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔτους 2012, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 1031). Ὁμοίως καί εἰς τήν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ ἐπίσκοποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας, Ῥουμανίας καί Βουλγαρίας ἀποτελοῦν τήν ''Ἐπιτροπήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ'' (“Kommision der Orthodoxen Kirch in Deuthschland” - KOKiD) (βλπ. αὐτόθι, σελ. 1040). Οἱ καινοφανεῖς αὐτοί θεσμοί, σαφῶς λίαν ἀντικανονικοί, δείχνουν εἰς ποῖον βαθμόν καταφρονήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κανονικῆς τάξεως ἔχουν φθάσει οἱ Οἰκουμενιστές. Τά φαινόμενα αὐτά ἀποτελοῦν οὐχί ἁπλῶς παράβασιν, ἀλλά παντελῆ ἀθέτησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπου ἀπαγορεύουν τήν ὕπαρξιν δύο ἤ περισσοτέρων Ἐπισκόπων εἰς τήν αὐτήν Ἐκκλησιαστικήν περιφέρειαν. Πλήν ὅμως τοῦτο φαίνεται, ὅτι δέν ἐνδιαφέρει τόν π. Εὐθύμιον, ὁ ὁποῖος ἐνοχλεῖται ἀπό τήν ὕπαρξιν Ὀρθοδόξου ''παλαιοεορτολογίτου'' Ἐπισκόπου εἰς πόλιν, τήν ὁποίαν ''ποιμαίνει'' λυκοποιμένας Οἰκουμενιστής ψευδεπίσκοπος, ὅπως ὁ ἴδιος τούς θεωρεῖ. Ὦ καιροί, ὦ ἤθη!
Δυστυχῶς ὅμως ὁ π. Εὐθύμιος καί εἰς ἄλλον σημεῖον τοῦ βιβλίου του ἀντιφάσκει τελείως πρός τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, αὐτοσχεδιάζων καί δημοσιεύων καινοφανεῖς ἐκκλησιολογίας! Οὕτως εἰς τάς σελ. 177-180 τοῦ βιβλίου του γράφει πολύ ὁρθῶς: «...’’Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ''Ἐκκλησία'' πού προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές...», καί «νεοΐδρυτος...», καί συνεχίζει: «Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ (Καλόθετος) διά τόν Καλέκα εἶναι σά νά τά λέγη διά τούς σημερινούς οἰκουμενιστάς». Ἐν τούτοις, εἰς συνδυασμόν τῶν ἀνωτέρω μέ τήν βασικήν νεόκοπον θεωρίαν τοῦ π. Εὐθυμίου περί δύο ἐπισκόπων εἰς μίαν ἐπισκοπήν, γεννᾶται τό παράδοξον συμπέρασμα, ὅτι, ἐνῷ εἶναι δύο διαφορετικές Ἐκκλησίες, ταὐτοχρόνως ἔχουν κοινάς ἐπισκοπάς μέ ξεχωριστούς καί ἀκοινωνήτους μεταξύ των ἐπισκόπους, ὥστε ἡ τοποθέτησις δευτέρου νά θεωρῆται ὡς μοιχεπιβασία, ὅπως δηλαδή δύο ἄνδρες ἔχουν τήν ἰδίαν γυναῖκα! Αὐτό ἀναγκαστικῶς ἀπορρέει ὡς συμπέρασμα ἀπό τά γραφόμενά του. Θά πρέπῃ ἐπίσης νά γνωρίζωμεν, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἦταν ἄκριτος κατά τόν καιρόν, ὅπου ὁ Ἰωσήφ Καλόθετος ἀναφερόμενος περί αὐτόν ἔγραφεν, ὅτι «ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν» καί «νεοφανῆ δόγματα» (σελ. 176), δηλαδή ἵδρυσε καινούργια ἐκκλησίαν ἀπό τό τίποτε. Νέαν ἐκκλησίαν δηλαδή στήνει (αὐτομάτως) αὐτός, ὅπου καινοτομεῖ εἰς τήν πίστιν καί ὄχι αὐτός ὅπου εἰς τήν προσπάθειάν του νά τήν ὑπερασπίσῃ καταφρονεῖ καί ἀγνοεῖ τήν ὕπαρξιν ψευδεπισκόπων, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (καί πρό Συνοδικῆς ἀκόμη κρίσεως), τοποθετώντας ὀρθοδόξους εἰς κενάς εἰς τήν κυριολεξίαν ἐπισκοπικάς ἔδρας. Δέν διστάζει δέ (ὁ Ἰωσήφ), νά χαρακτηρίσῃ «νεοφανῆ» τήν ἐπίσημον ἐκκλησία τῆς Αὐτοκρατορίας (πρό Συνοδικῆς καταδίκης), πράγμα ὅπου σημαίνει, ὅτι ἔχει χάσει τόν σύνδεσμόν της μέ τό ὑπόλοιπον σῶμα τῆς ὀρθοτομούσης Ἐκκλησίας καί εὑρίσκεται μετέωρος ἡ Ἀποστολική διαδοχήν της! Κάθε μέλος ἑνός σώματος θεωρεῖται ἀνενεργόν καί νεκρόν ἀπό τήν στιγμήν ἐκείνην ὅπου ἀποκόπτεται ἀπ΄ αὐτό. Ἄς προσέχῃ λοιπόν εἰς τό ἑξῆς τά παραδείγματα, ὅπου ἐπικαλεῖται!
Ἐκ τούτου συνάγεται ἐπίσης τό συμπέρασμα, ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά γίνῃ διαχωρισμός τῶν αἱρετικῶν εἰς ἀποκεκομμένους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μή, καθώς ἀποκεκομμένος θεωρεῖται ἀμέσως πᾶς αἱρετικός, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τά κακόδοξα φρονήματά του καί δέν μετανοεῖ ἐλεγχθείς. Παράδειγμα ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσεν αὐτομάτως καινούργιαν ἐκκλησίαν, ἀμέσως μετά τήν φανέρωσιν τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του, συνοδικῶς ἀκατάκριτος ὤν! Ἡ ἀναφορά δηλαδή τοῦ πατρός Εὐθυμίου περί «τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καί Μονοφυσιτῶν καί τῆς μή ἀποκαταστάσεως εἰς τούς τόπους των τῆς Ὀρθοδοξίας...» (σελ. 313) εἰς ἀντιδιαστολήν πρός αὐτούς, ὅπου φαινομενικῶς καί μόνον κινοῦνται εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ μίαν ἀκόμη παρέκκλισιν αὐτοῦ ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ὁ π. Εὐθύμιος κατηγορεῖ ἐπίσης τούς (Φλωριναίους) Γ.Ο.Χ. διά τάς χειροτονίας, ὅπου ἔλαβαν ἀπό τούς Ῥώσους τῆς Διασπορᾶς καί κυρίως διά τήν μετέπειτα σύστασιν Συνόδου εἰς τόν ἑλλαδικόν χῶρον. Τήν πρᾶξιν αὐτήν θεωρεῖ ἀντικανονικήν, διότι λέγει, ὅτι ὄχι μόνον ἡ χειροτονία ἦταν ὑπερόριος, καθώς οἱ Ῥώσοι δέν εἶχον τήν ἀνάλογον ἁρμοδιότητα, ἀλλά καί ὅτι ἡ ἐγκατάστασις τῶν ἐπισκόπων ἔγινεν εἰς ἐπισκοπάς, ὅπου ἤδη ὑπῆρχον τοποθετημένοι ἐπίσκοποι, καί οὕτως δημιουργεῖται τό φαινόμενον νά ὑπάρχουν δύο ἐπίσκοποι εἰς μίαν ἐπισκοπήν! (Οι χειροτονίες τις οποίες έλαβαν οι σχισματοαιρετικοί ''Φλωριναίοι'' ''ΓΟΧ'', κατά τα έτη 1960 και 1962, είναι άκυρες και αντικανονικές αλλά για άλλους λόγους από αυτούς που αναφέρει ο π. Ευθύμιος. Περί των χειροτονιών των ''Φλωριναίων'' υπό των Διασποριτών Ρώσσων βλέπε εδώ.) Ὡς προκατόχους δέ τῶν ἐπισκοπικῶν ἐδρῶν ἐννοεῖ βεβαίως τούς Οἰκουμενιστάς ἐπισκόπους τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἐνῷ ὡς ἐπεισάκτους τούς ''Παλαιοημερολογῖτας'', οἱ ὁποῖοι κατ΄ αὐτόν ἔπρεπε νά ἀναμένουν ἄχρι καιροῦ, ἕως τῆς κενώσεως τῆς ἐπισκοπικῆς ἔδρας, ἵσως λόγῳ... βιολογικοῦ θανάτου. Ἀδιάφορον ὅμως εἶναι δι’ αὐτόν, τό πώς θά ἐκαλύπτοντο οἱ λατρευτικές ἀνάγκες τῶν γνησίων ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀφοῦ οὕτω θά ἦταν ἀδύνατος ἡ ἀναπλήρωσις τῶν κενῶν θέσεων τῶν ὀρθοδόξων θρησκευτικῶν λειτουργῶν καί ὁ λαός θά ἔμενε μετέωρος καί εὔκολος λεία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἑάν ὁ κατά τ’ ἄλλα συμπαθής π. Εὐθύμιος ἐφαρμόσῃ τά λεγόμενά του εἰς ἑαυτόν καί τούς ἀκολουθοῦντας αὐτόν, πολύ φοβούμεθα, ὅτι λίαν συντόμως θά ἐξαλειφθῇ τό μνημόσυνον αὐτῶν... ἄνευ ἤχου! Εἶναι ἀνόητον νά πιστεύουν, ὅτι εἰς τήν σημερινήν ἐποχήν, ὅπου ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία δέν εἶναι παρά μία κρατική ὑπηρεσία, θά ὑπάρξῃ περίπτωσις νά ἀναλάβῃ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος μίαν ἐκ τῶν κενωθεισῶν ἐπισκοπῶν. Καί αὐτό διότι οἱ Νεοημερολογῖτες κληρικοί (ἀνώτεροι καί κατώτεροι) δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά δημοσίοι ὑπάλληλοι, ἐνῷ ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἐμμέσως κτῆμα τοῦ κράτους καί δή τῆς Ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας!!! Ἆρά γε θά διεκδικοῦσε ποτέ ὁ Μέγας Βασίλειος μίαν ἐπισκοπήν τοιαύτης ἐκκλησίας; Δέν τό νομίζω... Ἀντιθέτως μάλιστα θά ἀγωνιζόταν, ὅπως καί ἐκ τοῦ βίου του γνωρίζομεν, μέ ὅλην του τήν δύναμιν, ὄχι ἁπλῶς διά νά προλάβῃ τήν πλήρωσιν μιᾶς κενωθείσης ἐπισκοπῆς δι’ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου, ἀλλά καί διά τήν συγκρότησιν Συνόδων, ὅπου ἡ ἐξουσία τό ἀνεχόταν. Γράφουν ἀναφερόμενοι εἰς τήν 207ην ἐπιστολήν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου μας οἱ ἐπιμελητές τῶν ἐκδόσεων τῆς ΕΠΕ (Β. Ψευτογκᾶς καί Θ. Ζήσης) τά ἑξῆς: «Ὁ Βασίλειος εἶχεν ὀργανώσει ἐπιτυχῶς τό μέτωπον τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Καππαδοκίαν καί εἰς πολλάς ἄλλας ἐπαρχίας τῆς Ἀσίας. Δέν φαίνεται ὅμως νά εἶχε πολλήν ἐπιτυχίαν εἰς τόν Πόντον. Διά τοῦτο τό 375 ἀνέλαβε μίαν προσπάθειαν συγκροτήσεως μικρῶν συνόδων εἰς διάφορα σημεῖα τοῦ Πόντου».[52]
Οἱ σύνοδοι ἀποβλέπουν καθαρῶς εἰς τήν εὐταξίαν καί τήν εὔρυθμον λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόστασις τῆς ὁποίας πηγάζει μόνον ἀπό τόν ἴδιον τόν Χριστόν, καί ὄχι ἐκ τῆς συγκροτήσεως ἤ μή συνόδων. Ἡ σύστασις συνόδου εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπαραίτητον ἐργαλεῖον εἰς τάς χεῖρας τῆς Ἐκκλησίας. Τοιαύτην σύνοδον συγκρότησαν τό 1935 οἱ πρῶτοι ''Παλαιοημερολογῖτες'' ἀρχιερεῖς, προβαίνοντες συνάμα καί εἰς τήν διενέργειαν χειροτονιῶν ἐν μέσῳ μάλιστα τῶν γνωστῶν εἰς ὅλους μας διωγμῶν ἐκ μέρους τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας. Ὥς ἐκ τούτου ἡ γνώμη τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅτι: «...ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας καί ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως» εἶναι τελείως λανθασμένη, ἄστοχος, καί ἀντιφατική! (Αυτά δυστυχώς πρεσβεύουν και κάποιοι αποτειχισμένοι αδελφοί μας ιδρύωντας δική τους εκκλησία, σαν να είχε εξαφανιστεί Η Εκκλησία Του Χριστού. Το ίδιο έπραξαν και οι διαμαρτυρόμενοι οπαδοί του Λουθήρου, του Καλβίνου και του Ζβίγγλιου πρεσβεύοντας την άποψη πως: ''Η Εκκλησία αποστάτησε και μεις την επαναφέρουμε στην τάξη''...) Καθώς δέν εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι ὅπου ἀποκόπτονται ἀπό τήν αἵρεσιν, ὥστε νά ἱδρύσουν καινοῦργιες Συνόδους, ἀλλά οἱ αἱρετικοί ἐκεῖνοι, ὅπου διά τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπό τήν ἀλήθειαν εὐρίσκονται παρευθύς ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἐν γένει ἐκτός Συνόδου καί πρό Συνοδικῆς ἀκόμη καταδίκης, διό καί ὁ ΙΕ΄Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὀνομάζει τούς ἀκατακρίτους ἐπισκόπους ὡς Ψευδεπισκόπους!, ὀπότε καί τό συνοδικόν τους σχῆμα χαρακτηρίζεται κατά συνέπειαν ὡς Ψευδοσύνοδος!
Οὕτως ὁ ἀγών πλέον δέν γίνεται ἁπλῶς καί ἀορίστως, ὡς λέγει, διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκην τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κυρίως καί διά τήν επαναφοράν αὐτῶν, ἤ ἔστω τοῦ ἀπεπλανημένου ποιμνίου των, εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί εἰς τούς κόλπους τῆς πραγματικῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ''ἀποκατάστασιν'' λοιπόν πρέπει πάντοτε νά ἐννοῶμεν τήν ἐπαναφοράν τῶν αἱρετικῶν, καθώς ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐκπίπτει τῆς ἀληθινῆς Πίστεως οὔτε ἔχει ποτέ ἀνάγκην ἀποκαταστάσεως! Μέ αὐτό τό σκεπτικόν οἱ Παλαιοημερολογῖτες τό 1924 δέν ἵδρυσαν νέαν ἰδικήν τους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐκάλυψαν τό κενόν ὅπου ἄφησε ἡ ἐκπεσοῦσα Ἱεραρχία μέ τήν αὐθαίρετον καί ἀντικανονικήν εἰσαγωγήν τοῦ κατεδικασμένου ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1583, 1587, 1593) Γρηγοριανοῦ (παπικοῦ) Ἡμερολογίου. Μετά τήν παρέλευσιν 13 (Το ιστορικώς ορθόν είναι 11 έτη και όχι 13.) ἐτῶν ἀπό τήν ἐπάρατον ἀλλαγήν κατάφεραν νά προσελκύσουν τούς τρεῖς ἐκείνους Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι ἀπετειχίσθησαν τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας μέ σκοπόν τήν ἀνάληψιν τῆς διαποιμάνσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τήν διοργάνωσιν ἀγῶνος διά τήν ἐπαναφοράν τοῦ Παλαιοῦ Ἑορτολογίου ἐκ μέρους τῆς ''ἐπισήμου'' κρατικῆς ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπανέλθῃ τό παλαιόν ἑορτολογικόν καθεστώς καί νά ἐπιτευχθῇ ἡ πολυπόθητος ἕνωσις.
Τό ἐάν ὁ π. Εὐθύμιος δέν θεωρεῖ σοβαρόν λόγον ἀποτειχίσεως τήν ἀλλαγήν τοῦ Ἑορτολογίου, αὐτό οὐδόλως παραβλάπτει τήν ἀλήθειαν, καθώς τοῦτο ἀποτελεῖ ἰδικήν του προσωπικήν γνώμην, καί ὄχι φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σαφῶς ἀπεφάνθη περί αὐτοῦ, ὅπως ἀλλοῦ ἀναφέρουμε. Ἄλλωστε καί κάποιοι ἄλλοι δέν θεωροῦν σοβαρούς τούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν τόν π. Εὐθύμιον εἰς τήν ἀποτείχισίν του (δηλ. τόν Οἰκουμενισμόν), ὅμως οὗτος δέν τούς ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν του!
Source: http://eggolpio.blogspot.gr/2014/01/3.html
Αναίρεσις των αιρετικών θέσεων των αποτειχισμένων νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών (Μέρος 1 εως 6)
1►«Όσο κι αν είναι λίγοι αυτοί όπου διατηρούν την ευσέβεια, αυτοί είναι η Εκκλησία» (Αγ.Νικηφόρος)\n\n►«Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν.» (Λουκ.ιβʼ32)