«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»

1
Τό τάμα.


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.241-244)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Εικόνα

Ὁ Καπετάν Κυριάκος, ἀπ’ τή Σύμη, ἕνας θεοφοβούμενος θαλασσόλυκος, κάθε χρόνο, πρίν φύγει γιά τή Μπαρμπαριά μέ τό βουτηχτάδικό του, θά πήγαινε στόν Πανορμίτη κερί καί λάδι, θά κολλοῦσε ἕνα πεντόλιρο στό μέτωπο τοῦ Ταξιάρχη καί θα’ παιρνε τόν παπά νά τοῦ κάνει ἁγιασμό.
Ἔτσι ἔκανε καί σέ τοῦτο τό ταξίδι. Ξαφνικά φύσηξε πουνέντες, ἀπό κείνους πού τύχαιναν μιά φορά τό μήνα. Γιά νά μή χάσει τόν εὐνοϊκό αὐτό καιρό ὁ καπετάνιος, πρόσταξε καί λύσανε τούς κάβους, σηκώσανε τήν ἄγκυρα κι ἁπλώσανε τά πανιά. Ὕστερα ἔριξε ἁγιασμό στή θάλασσα καί σάλπαρε μέ τή «Βασιλική», τήν τρικάταρτη μπρατσέρα του.

Μά πρίν φτάσει στόν κάβο τοῦ λιμανιοῦ, τό καΐκι τραβοῦσε ἴσα γιά τήν ξέρα. Τοῦ κάκου ὁ καπετάνιος στριφογύριζε τό διάκι δεξιά. Ἡ «Βασιλική» δέν ἄκουγε τιμόνι.
-Κάτω τά πανιά παιδιά, πιάστε τά κουπιά, θά τρακάρουμε! Φώναξε ὁ καπετάν Κυριάκος. Ρίξτε τήν ἄγκυρα κι ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ.
Ἀμέσως ὅλο τό τσοῦρμο –βουτηχτάδες, κουπάδες, μοῦτσοι- συνάχτηκαν γύρω του. Ἔφερε ἐκεῖνος ἀπό τήν κάμαρα τόν Ἅη Νικόλα καί τόν Ταξιάρχη, καί, κρατώντας τό εὐαγγέλιο, τούς εἶπε ἐπίσημα:
-Θά ὁρκίστηκαν ὅλοι, μέ τήν σειρά, πώς δέν πήρατε τίποτα ἀπό Τόν Πανορμίτη, οὔτε γρόσια οὔτε τάματα οὔτε λουλούδια.
Ὁρκίστηκαν ὅλοι, ἐκτός ἀπό ἕνα καινούργιο βουτηχτή.
-Ὁρκίσου κι ἐσύ, Μιχάλη.


-Ἐγώ δέν ὁρκίζομαι. Δέν ὁρκίστηκα ποτέ.
-Μήπως ἔκλεψες τίποτα;
-Ἐγώ; Σ’ ὁρκ...
-Καλά, δέ σέ βιάζω, εἶπε ὁ καπετάνιος, καί τοῦ’ ριξε δυό ἄγριες ματιές.
Τό τρικάταρτο συνέχισε τό δρόμο του χωρίς ἐμπόδιο. Σέ τέσσερα μερόνυχτα βρεθήκανε στά περιγιάλια τῆς Μπαρμπαριᾶς κι ἄρχισαν τίς βουτιές. Ὅλοι οἱ βουτηχτάδες γέμιζαν καθημερινά τήν ἀπόχη τους μέ σφουγγάρια, καί μόνο ὁ Μιχάλης δέν μπόρεσε νά κάνει οὔτε μιά βουτιά, γιατί ἦταν συνέχεια θερμασμένος.
Ἕνα βράδυ ὁ καπετάν Κυριάκος τόν πῆρε στήν κάμαρά του, μπροστά στά εἰκονίσματα.
-Πές μου, τί ἔκλεψες τοῦ Ταξιάρχη;
-Ἕνα καραβάκι ἀσημένιο.
-Ποῦ εἶναι;
-Τό πούλησα.
-Ἄτιμε! ἀγρίεψε ὁ καπετάνιος. Τάξε στό Μεγαλόχαρο.
-Δέν τάζω. Αὐτό ἔχει τόσα. Μ’ ἕνα πού τοῦ’ κλεψα θά φτωχύνει;
-Ἥμαρτον, Πανορμίτη μου, ψθύρισε ὁ Κυριάκος. Τό μισό μου σφουγγάρι δικό σου.
Στήν ἐπιστροφή, δέκα μίλια μακριά ἀπό τή Σύμη, φύσηξε ἄγριος σορόκος. Οὐρανός καί θάλασσα ὅλα μαῦρα. Τά πανιά μαϊναρισμένα. Μόνο ἕνας παπαφίγκος ἀνεμίζει. Ὁ καπετάν Κυριάκος δεμένος στήν πρύμη, βαστᾶ τό τιμόνι, μά πού νά τόν ἀκούσει!
-Ἀνέβα, Μιχάλη καί κατέβασε τόν παπαφίγκο. Γρήγορα θά πνιγοῦμε!
Ἐκείνος ἀνεβαίνει τρέμοντας καί μαζεύει. Ἕνα πελώριο κύμα τραντάζει τά πλευρά τῆς «Βασιλικῆς» καί ὁ Μιχάλης τινάζεται στή θάλασσα.
-Τάξε, τάξε Μιχάλη, φωνάζει ὁ καπετάνιος.
-Βοήθεια, τά... , βοήθεια.... τάζω!
-Ρίχτε σφουγγάρια, παιδιά, στή θάλασσα, δέστε ἀπάνω καί φελλούς.
Ὅλοι, κουπάδες, βουτηχτάδες, ἁρπάζουν τσουβάλια γεμάτα σφουγγάρια, καί πετᾶνε στή θάλασσα.
-Πανορμίτη μου, κάνε νά πιάσουμε λιμάνι καί θά σοῦ φέρω τ’ ἀσημένιο καραβάκι μαλαματένιο, ἔταξε ὁ καπετάνιος.
Μιά ὥρα πάλεψαν ἄγρια μέ τό κύμα. Ὕστερα ὅλα ἡσύχασαν. Ὁ σορόκος ἔπαψε καί ἡ μπρατσέρα μπῆκε περίφανη στό λιμάνι. Τά σφουγγάρια ὅλα πεταμένα στή θάλασσα. Μά ὁ καπετάν Κυριάκος τά χαλαλίζει.
-Αὐτός πού μᾶς τά πῆρε, αὐτός θά μᾶς τά δώσει, παιδιά. Κατεβάστε τή βάρκα.
Ἡ βάρκα ξεκινάει, μά σέ λίγο ἀκούγονται φωνές ἀπ’ τό καϊκι:
-Καπετάν Κυριάκο! Καπετάνιο!
-Τί εἶναι μωρέ!
-Τά τσουβάλια μας, τά τσουβάλια μας ἦρθαν!
Ἡ βάρκα γυρίζει πίσω, μά, πρίν φτάσει, τρακάρει σ’ ἔνα μαῦρο ὄγκο.
-Τά σφουγγάρια μας! φωνάζει ὁ Μανωλιός.
Σηκώνεται ὁ καπετάν Κυριάκος, καί τί νά δεῖ! Τριγύρω στή βάρκα ἔπλεαν πέντε-ἕξι τσουβάλια, και σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά ἦταν γαντζωμένος ὁ Μιχάλης!
Τόν πιάνουν ἀμέσως καί τόν ἀνεβάζουν ἀναίσθητο μαζί μέ τά σφουγγάρια στή «Βασιλική». Σκίζουν τά ροῦχα του, τρίβουν μέ ρούμι τήν καρδιά, τοῦ βάζουν ἀέρα ἀπ’ τό στόμα μέ τό φυσερό.
-Νερό, ψιθυρίζει ὁ ναυγαγός, καί ἀνοίγει τά μάτια του.
-Τάξε, Μιχάλη, τάξε στόν Ταξιάρχη.
-Τάζω.. συχωρᾶτε με.
Δυό δάκρυα κύλησαν ἀπό τά μάτια τοῦ καπετάν Κυριάκου.
-Πανορμίτη μου, συχώρα τον. Τό μισό μου σφουγγάρι δικό σου.


ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
(σελ.241-244)
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007

Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»

2
Ἡ τιμωρία τῆς μνησικακίας.
Εικόνα

Ὁ πρεσβύτερος Τίτος καί ὁ διάκονος Εὐάγριος ἦταν ἐπίσης συμμοναστές στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ διάβολος, πού πάντοτε σπέρνει ζιζάνια, δημιούργησε ἔχθρα ἀνάμεσά τους. Κι ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀγαπημένοι, ἔφασαν τώρα στό σημεῖο νά μή θέλουν νά ἰδωθοῦν.

Στήν ἐκκλησία δέν θύμιαζε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Κι ὅταν ὁ ἕνας θύμιαζε, ὁ ἄλλος ἔφευγε μακριά.
Οἱ ἄλλοι μοναχοί πάσχιζαν νά τούς συμφιλιώσουν, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα.

Κάποτε ὁ πρεσβύτερος Τίτος ἀρρώστησε βαριά. Συνῆλθε τότε καί κάλεσε μετανοημένος τόν Εὐάγριο γιά νά συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νά τόν συγχωρήσει, κι ἄρχισε ἀπό μακριά νά τόν καταριέται καί νά τόν βρίζει. Τόν ἄρπαξαν τότε καί τότε τόν ἔφεραν μέ τή βία στόν ἄρρωστο.

-Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, ἱκέτεψε ὁ Τίτος μέ δάκρυα, μόλις τόν εἶδε.
-Ποτέ δέν θά συμφιλιωθῶ μαζί σου οὔτε σ’ αὐτήν τή ζωή οὔτε στήν ἄλλη, δήλωσε ἄσπλαχνα ὁ Εὐάγριος.
Τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε κάτω νεκρός. Ἀντίθετα ὁ Τίτος σηκώθηκε ἀπό τό κρεββάτι ὑγιής καί διηγήθηκε στους πατέρες τά ἀκόλουθα:
-Εἶχα φτάσει κοντά στό θάνατο, χωρίς νά ἔχω συμφιλιωθεῖ μέ τόν Εὐάγριο. Καί τότε, τί νά δῶ! Μέ πλησίασαν ἄγγελοι, ἀλλά ἔφυγαν ἀμέσως κλαίγοντας γιά τό χαμό τῆς ψυχῆς μου. Τότε ἦρθαν κοντά μου οἱ δαίμονες, χαρούμενοι πού θά μέ κέρδιζαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό φώναξα νά μοῦ φέρετε τόν ἀδελφό νά συγχωρεθοῦμε.

Ὅταν ὅμως ἔσκυψα στά πόδια του κι ἐκεῖνος γύρισε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, βλέπω ξαφνικά δίπλα μου ἕναν φοβερό ἄγγελο. Κρατοῦσε στά χέρια του φλογισμένο ἀκόντιο. Μ’ αὐτό τρύπησε ἀνελέητα τόν Εὐάγριο, πού ἔπεσε νεκρός. Ὕστερα ὁ ἄγγελος ἅπλωσε τό χέρι του σέ μένα καί μέ σήκωσε. Καί νά, εἶμαι ὑγιής!
Ἡ τιμωρία τοῦ Εὐαγρίου ἀπό τόν ἄγγελος συγκλόνισε τούς ἀδελφούς, κι ἀπό τότε ἔγιναν ὅλοι πιό σπλαχνικοί.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.198-199)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007


http://aktiston.blogspot.gr/2014/05/blog-post_21.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»

3
Τό μάθημα τοῦ Πατριάρχη

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄ (1748-1751,1752-1757), ταλαιπωρημένος ἀπό τούς Τούρκους, καθώς καί ἀπό ὁρισμένους δύστροπους ἀρχιερεῖς, ἐγκατέλειψε τό θρόνο του καί ἦΡθε στό Ἅγιον Ὄρος (1757), ὅπου κοινοβίασε σάν ἁπλός μοναχός στήν καλύβη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης.

Ἄν καί προχωρημένος στήν ἡλικία, καλλιεργοῦσε μέ ἀπαράμιλλη ὑπομονή καί ἀντοχή ἕνα κτῆμα τῆς καλύβης μέ ἐλαιόδενδρα, πού βρισκόταν στήν παραλία.

Οἱ πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ ἔδωσαν, ἀπό σεβασμό καί συμπάθεια, ἕνα γαϊδουράκι, γιά νά μεταφέρει τά ἐργαλεῖα του καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο.
Μία καλοκαιρινή μέρα μέ δυνατή ζέστη ὁ πατριάρχης ἀνέβαινε μέ τό ὑποζύγιο ἀπό τό κτῆμα πρός τό κελλί. Καί ξαφνικά, στό δυσκολότερο σημεῖο τοῦ δρόμου, βλέπει δύο λαμπρούς νέους, πού σκούπιζαν τόν ἱδρώτα ἀπό τό πρόσωπο ὅσων ἀνέβαιναν τό κουραστικό μονοπάτι.
Μόλις πλησίασε κι αὐτός, οἱ δύο νέοι σκούπισαν μόνο τόν ἱδρώτα τοῦ ζώου. Ὁ πατριάρχης δαγκώθηκε.

‟Περίεργο!’’ σκέφτηκε. ‟Σκούπισαν τό ζῶο καί ὄχι ἐμένα. Μήπως εἶμαι χειρότερος κι ἀπ’αὐτό;’’.
Τότε ἄκουσε τούς λαμπροφόρους ἐκείνους ἄνδρες νά τοῦ λένε:

-Δέν σκουπίσαμε τόν δικό σου ἱδρώτα, γιατί δέν κουράστηκες ἐσύ γιά τή μεταφορά τοῦ φορτίου, ἀλλά τό ζῶο.

Ἀπό τότε ὁ πατριάρχης ἐγκατέλειψε τό γαϊδουράκι καί μετέφερε τά πράγματα ἀπό τήν παραλία στό κελλί του ὅπως καί οἱ ἄλλοι πατέρες, γιά νά λάβει ἀκέραιο τό μισθό του.
Κοιμήθηκε τό 1775, ἀφοῦ πρόβλεψε καί προεῖπε τό θάνατό του. Τήν τελευταία ἐκείνη μέρα, λάμποντας ἀπό χαρά, δέχθηκε ἐπισκέψεις ἁγίων καί ἀγγέλων.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.247-248)
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»

4
Το θαύμα της Μονής Δοχειαρίου


Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ΄ του Βοτανειάτη (1078-1081), ησύχαζε στο Άγιον Όρος. στην τοποθεσία Δάφνη, ο μοναχός Ευθύμιος με την συνοδεία του.

Ύστερα όμως από επιδρομή των Σαρακηνών, αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη θέση που βρίσκεται σήμερα η μονή Δοχειαρίου. Αυτοί έχτισαν εκεί τη μονή.

Τον Ευθύμιο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος είχε στον κόσμο μεγάλη περιουσία, που τη διέθεσε τώρα για να χτίσει εκκλησία και ν’ ασφαλίσει τη μονή με τειχόκαστρο και πύργο. Ήταν όμως λυπημένος, γιατί τα χρήματά δεν επαρκούσαν για την αγιογράφηση του ναού.
Ζήτησε τότε τη βοήθεια του Θεού, κι Εκείνος απάντησε με το ακόλουθο θαύμα:

Εξήντα μίλια από το Άγιον Όρος, στο νησί Λόγγος, είχε η μονή ένα μετόχι, κι εκεί κοντά βρισκόταν στύλος αρχαίος με την επιγραφή: «Όποιος με χτυπήσει στο κεφάλι, θα βρει χρυσάφι άφθονο».

Πολλοί δοκίμαζαν, πετώντας πέτρες στην κορυφή του στύλου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Κάποτε ένας εικοσάχρονος νέος, εργάτης στο μετόχι της μονής αφού συλλογίστηκε πολύ, αποφάσισε να σκάψει στο σημείο όπου έπεφτε η σκιά της κορυφής του στύλου με την ανατολή του ήλιου. Καθώς έσκαβε, βρήκε μια μαρμάρινη πλάκα, και κάτω απ’ αυτήν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο γεμάτο χρυσά νομίσματα.

Χαρούμενος για το εύρημα, σκεπάζει το δοχείο και τρέχει στο μοναστήρι.

-Γέροντα, λέει εμπιστευτικά στον ηγούμενο Νεόφυτο, βρήκα χρυσάφι πολύ στο μετόχι μας. Δώσε ευλογία να έρθουν μοναχοί, για να το φέρουμε στο μοναστήρι.

Ο ηγούμενος κάλεσε τρεις μοναχούς, που, με οδηγό το νέο, πήγαν, έβγαλαν το χάλκωμα μαζί με το μάρμαρο που το σκέπαζε, μπήκαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το μοναστήρι.

Οι μοναχοί όμως δεν άντεξαν στον πειρασμό. Σκέφτηκαν να ρίξουν τον εργάτη στη θάλασσα και ν’ αρπάξουν το χρυσάφι.

Έτσι κι έκαναν. Όταν άρχισε να βραδιάζει, έδεσαν το μάρμαρο στο λαιμό του νέου και τον πέταξαν στη θάλασσα. Εκείνος ενώ βυθιζόταν, φώναξε:

- Άγιοι αρχάγγελοι σώστε με!

Αμέσως παρουσιάστηκαν οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ σαν αετοί χρυσόφτεροι, τον άρπαξαν από το βυθό και τον μετέφεραν αστραπιαία μέσα στην εκκλησία του Δοχειαρίου.

Οι μοναχοί, στο μεταξύ, μοιράστηκαν το χρυσάφι, το έκρυψαν έξω από το μοναστήρι και οι ίδιοι έμειναν στον αρσανά.

Ο νέος, μέσα στην εκκλησία, από το φόβο του κοκάλωσε και αποκοιμήθηκε.

Όταν σήμανε ο όρθρος και πήγε ο εκκλησιαστικός ν’ ανοίξει την εκκλησία, είδε μέσα το νέο και τρόμαξε. Τρέχει τότε στον ηγούμενο και του λέει:

-Γέροντά μου, είδα ένα φάντασμα στην εκκλησία και δεν μπορώ να μπω.

-Μη φοβάσαι, του απαντάει εκείνος. Κάνε το σταυρό σου και προχώρησε με θάρρος.

Ο μοναχός έκανε δεύτερη απόπειρα, αλλά είδε και πάλι το νέο. Κάλεσε τότε τον ηγούμενο, που διαπίστωσε πως το φαινόμενο ήταν αληθινό. Ο νέος κοιμόταν πεσμένος στο έδαφος, με την πέτρα δεμένη στο λαιμό. Ο γέροντας χτύπησε κάτω το ραβδί του και το παιδί ξύπνησε.

- Πού βρίσκομαι; ρώτησε. Μου φαίνεται πως είμαι στη θάλασσα, όπου μ’ έριξαν οι μοναχοί.

- Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι; Είσαι στο μοναστήρι, μέσα στην εκκλησία. Εγώ είμαι ο ηγούμενος Νεόφυτος. Πες μου λοιπόν, πώς βρέθηκες εδώ;

Το παιδί ζήτησε να το αφήσουν λίγο για να συνέλθει, κι ύστερα διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί.

Το πρωί ο ηγούμενος συνάντησε τους τρεις εκείνους μοναχούς, που είχαν στο μεταξύ ανεβεί στη μονή, και τους ρώτησε:

- Πατέρες, τι έγινε με το θησαυρό;

- Ψέματα ήταν, γέροντά μου, απάντησαν εκείνοι. Μας απάτησε ο νέος, γι’ αυτό τον απειλήσαμε κι έφυγε.

- Καλά. Πάμε τώρα στην εκκλησία να ευχαριστήσουμε το Θεό.

Μπαίνοντας στο ναό, βλέπουν κατάπληκτοι το παιδί με την πέτρα δεμένη στο λαιμό του. Ήταν τόσο αναπάντεχο, που έμειναν άφωνοι. Ο ηγούμενος τους απείλησε κι έφεραν όλο το θησαυρό στο μοναστήρι. Ύστερα τους έδιωξε για πάντα, ενώ το νέο τον κούρεψε μοναχό. Την εκκλησία την αγιογράφησε και την αφιέρωσε στους αγίους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων” της Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004


http://www.agioritikovima.gr/thavmata/i ... on-aggelon
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων»

5
Ό φίλος των αγγέλων

Ο ΑΓΙΟΣ Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανης, αρχαίος ιεράρχης της Αλεξανδρινής Έκκλησίας και σύγχρονος του Μ. Αθανασίου (4ος αι.), αξιώθηκε νά δει στήν επίγεια ζωή του πλήθος οραμάτων, κι ανάμεσα σ’ αυτά πολλές άγγελοφάνειες.

Ηταν οικείος και αγαπητός στους αγγέλους. Συχνά του φανερώνονταν, χάρη στήν αγία του βιοτή, και του αποκάλυπταν μυστήρια τοϋ ούρανού, ωφέλιμα και διδακτικά σέ όλους.

Νέος ακόμα ο άγιος, ζώντας στήν Κωνσταντινούπολη, υποχώρησε στήν κακή επιθυμία. Οι δαίμονες πανηγύρισαν γιά τήν ήττα του, πού είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με φοβερούς πειρασμούς. Εκείνος όμως, μετανοημενος, τα έβαλε με τή σάρκα του κι άρχισε μ’ όλη του τή δύναμη νά χτυπάει τό πρόσω¬πο του. Πύρινη προσευχή έβγαινε άπό τα χείλη του με κατάνυξη και συντριβή.


Αμεσως παρουσιάστηκε άγιος άγγελος και τόν στεφάνωσε γιά τή μετάνοια του. “Υστερα άπλωσε ένα σχοινί κι έδεσε όλους μαζί τούς δαίμονες, πού τόν είχαν ρίξει στήν αμαρτία. Και βγάζοντας έναν-έναν, τούς έδινε άπό χίλιους ραβδισμούς, λέγοντας:


- “Αλλη φορά νά μή γίνεστε αιτία νά χτυπούν οι δούλοι του Θεού τό κορμί τους!

Ό άγγελος τούς τυράννησε γιά πολύ, κι οι δαίμονες χάλαγαν τόν κόσμο με τις κραυγές τους. Άπό τότε, όταν έβλεπαν τό Νήφωνα, γίνονταν άφαντοι, γιατί φοβούνταν τό ξύλο…


-------------------------------

Κάποτε, περνώντας έξω άπό ένα κακόφημο σπίτι, είδε έναν άνθρωπο ευγενικό άλλά θλιμμενο. Έκλαιγε, έχοντας τό πρόσωπο σκεπασμενο με τις παλάμες του και προσευχόταν στενάζοντας.

- Τί συμβαίνει, αδελφέ; τόν ρώτησε ο άγιος. Γιατί είσαι τόσο θλιμμενος;

- Είμαι άγγελος Κυρίου, Νήφων. Αυτή τή στιγμή, μεσα σέ τοϋτο δω τό καταγώγιο, άμαρτάνει με κάποια γυναίκα ο άνθρωπος πού μοϋ ανέθεσε ο Θεός νά προστατεύω. Πώς νά μή θρηνώ γιά τήν εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε τόσο;

- Γιατί δέν τόν νουθετείς νά σταματήσει τήν αμαρτία;

- Δέν μπορώ νά τόν πλησιάσω. ‘Απ’ τή στιγμή πού άρχισε, έγινε δούλος των δαιμόνων, κι έτσι εγώ δέν έχω εξουσία επάνω του.

- Πώς δέν έχεις εξουσία! Δέν σού εμπιστεύθηκε ο Θεός τή σωτηρία του;

- ο Κύριος μας έπλασε τόν άνθρωπο αυτεξούσιο, αποκρίθηκε ο άγγελος, και τόν άφησε νά πορευθεί στό δρόμο πού του αρέσει. Λοιπόν, τί νουθεσία νά του δώσω, άφού ο ίδιος ο Χριστός, με τό δικό Του στόμα, νουθετεί και διδάσκει ν’ απέχουν όλοι άπό τήν αμαρτία;

- Και γιατί σήκωνες τα χέρια σου στόν ουρανό και αναστέναζες;

- Έβλεπα γύρω του τούς δαίμονες νά τραγουδούν, νά παίζουν κιθάρα, νά χτυπούν παλαμάκια και νά τόν περιγελούν. Γι’ αυτό παρακαλούσα τό Θεό νά τόν λυτρώσει, και νά χαρώ έτσι κι εγώ γιά τήν επιστροφή του.

----------------------------------------

Μιά μερα ο όσιος αξιώθηκε νά δει τήν ακόλουθη οπτασία: Περνώντας έξω άπό ένα σπίτι, είδε μεσα καθισμενους στό τραπέζι τόν οικοδεσπότη με τή γυναίκα και τα παιδιά του. Γύρω τους είδε νά παραστέκουν κάποιοι λαμπροντυμενοι νέοι.


“Τί συμβαίνει;” αναρωτήθηκε. “Οι καθιστοι είναι πάμπτωχοι, ενώ οι όρθιοι λαμπροντυμενοι!”.

Αυτοι οι νέοι, καθώς του φανέρωσε ο Θεός, ήταν άγγελοι. “Εχουν εντολή νά παραστέκουν στους χριστιανούς τήν ώρα του φαγητού με σταυρωμενα χέρια, σάν καλοι δούλοι. “Αν όμως ακούσουν στό τραπέζι κατάκριση ή οποιαδήποτε άλλη κακολογία, φεύγουν αμεσως όπως οι μελισσες απ’ τόν καπνό. Στή θέση τους τότε έρχεται ένα μαύρο δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους συνδαιτημόνες.

------------------------------------------

Με πολλή χαρά ο όσιος έτρεχε στους ναούς γιά τις ιερές ακολουθίες. Σέ μιά λειτουργία βλέπει ξαφνικά νά κατεβαίνει φωτιά άπό τόν ουρανό και νά σκεπάζει τό θυσιαστήριο και τό λειτουργό. Στόν τρισάγιο ύμνο κατέβηκαν τέσσερις άγγελοι και συνέψαλλαν με τούς πιστούς.
Λίγο πριν άπό τή μεγάλη είσοδο, άνοιξε ο ουρανός κι άρχισαν νά κατεβαίνουν άγγελοι, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες. Αμεσως φάνηκε ένα γλυκύτατο βρέφος. Τό μετέφεραν Χερουβείμ πάνω στίς παλάμες τους και τό απόθεσαν στό άγιο δισκάριο. Γύρω του μαζεύτηκαν πλήθος λευκοφόροι νέοι.


Όταν βγήκε ο ιερέας γιά τή μεγάλη είσοδο, προπορεύονταν δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ, κι ακολουθούσαν άπειροι άγγελοι ψάλλοντας. Μόλις ο λειτουργός τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στήν άγια Τράπεζα, Οι άγγελοι τή σκέπασαν με τις φτερούγες τους.


Κι όταν, μετά τό «Πιστεύω», ευλόγησε τα άγια και είπε, «…μεταβαλών τω Πνεύματί σον τω άγίω…», βλέπει ο όσιος έναν άγγελο νά σφάζει με μαχαίρι τό βρέφος. Κι άφού έχυσε τό αίμα του στό άγιο ποτήριο, τεμάχισε τό σώμα του και τό έβαλε πάνω στό δισκάριο.
Όταν ήρθε η ώρα νά μεταλάβουν οι πιστοί, οι άγγελοι παρακολουθούσαν αοράτως. Μόλις πλησίαζε κάποιος ενάρετος, του έβαζαν στεφάνι στό κεφάλι. “Αν όμως ερχόταν κάποιος αμετανόητος, τόν αποστρέφονταν.


Άφού μετέλαβαν όλοι κι έγινε ή κατάλυση, βρέθηκε πάλι σώο τό θείο βρέφος στίς ύπτιες παλάμες τών Χερουβείμ, πού τό ανέβασαν με ψαλμωδίες στόν ουρανό.


-------------------------------------------

Κάποτε ο όσιος, εκεί στήν Κωνσταντινούπολη, επισκέφθηκε τό ναό του άγιου Νικολάου, πού ήταν κοντά στό παλάτι της Αφθονίας. Έκεί αξιώθηκε νά δει και νά συζητήσει με τόν άγιο άγγελο πού φρουρούσε τό ιερό θυσιαστήριο.


- Άπό καιρό έπιθυμούσα νά σέ δώ, είπε ο άγγελος στόν όσιο. Παρακαλούσα τό Θεό νά έρθεις κάποτε νά προσευχηθείς εδώ, γιά νά σε γνωρίσω κοά ν’ απολαύσω την προσευχή σου.
- Που με ξέρεις; απόρησε ο Νήφων. Και γιατί επιθυμείς τόσο πολύ νά δεις ένα γέρο σαπισμενο στην αμαρτία;
- Γι’ αυτό σέ ποθούσα, γιά νά γνωρίσω αυτή σου τήν ταπείνωση. Είχα ακούσει στόν ουρανό ότι σου τή χάρισε ο Χριστός με τό ίδιο Του τό χέρι.
- Μά είναι δυνατό νά γίνεται λόγος στόν ουρανό γιά ένα έκτρωμα σάν κι εμενα;

- Σου είπα τήν αλήθεια. Έγώ, καθώς βλέπεις, υπηρετώ αυτό τό άγιο θυσιαστήριο. Κάθε φορά πού ανεβαίνω στόν ουρανό γιά νά προσφέρω στό Θεό τις προσευχές τών πιστών, ακούω όσα Οι άγγελοι λένε γιά σένα: Ότι ο Νήφων είναι αγαπητός στόν Ύψιστο, γιατί με τή βαθειά του ταπείνωση κάνει στάχτη τούς δαίμονες, κι ότι θυμάται στις προσευχές του τις μακάριες δυνάμεις. Γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο και αρχάγγελο νά σέ μνημονεύουν αδιάκοπα στις νοερές τους θυσίες.

Αυτά είπε ο άγγελος, κι αφού μακάρισε πάλι τόν όσιο γιά τήν ταπείνωση του, έγινε άφαντος.

-----------------------------

Συχνά ο δίκαιος έφευγε άπό τήν πόλη πρός τις βορεινές περιοχές, γιατί αγαπούσε πολύ νά συνομιλεί με τό Θεό στήν ησυχία. Κάποτε, ενώ προσευχόταν στήν έξοχη, είδε ν’ ανοιγουν οι ουρανοι. Είδε τόν Κύριο καθισμενο σέ ένδοξο θρόνο και περιστοιχισμενο άπό πλήθος αγγέλων. Κι ένώ κοιτούσε έκθαμβος, άκουσε τούς αγγέλους νά λένε μεταξύ τους:

- Νά ο αγαπητός μας Νήφων! Με τί αγάπη και πόθο μας κοιτάζει! Δίκαια κι έμεϊς τόν μνημονεύουμε στις θείες ιερουργίες μας.
Αποφεύγοντας ο Νήφων τή δόξα τών ανθρώπων, εγκατέλειψε τή Βασιλεύουσα και ταξίδεψε στήν Αλεξάνδρεια. Έκεϊ όμως έπεσε στή θεϊκή παγίδα. Χειροτονήθηκε, παρά τή θέληση του, επίσκοπος Κωνσταντιανής και εργάστηκε με ζήλο γιά τό ποιμνιο του.

Στά τελευταία της ζωής του ήρθε σέ έκσταση. Είδε πώς μπήκε σέ θεϊκά ανάκτορα.

- Μιχαήλ, άκουσε τήν ήρεμη φωνή του ουράνιου Βασιλιά, δείξε στόν αγαπητό μας Νήφωνα τόν τόπο της καταπαύσεώς του.
Αμεσως ο αρχάγγελος τόν οδήγησε σέ κάποια παλάτια τόσο φωτεινά, πού τόν θάμπωσαν. Έκεί τούς κύκλωσαν πλήθος λευκοφόροι λέγοντας:

- Δέσποτα Μιχαήλ, πότε θά μάς δώσεις τόν αγαπητό μας Νήφωνα;

- Ή βουλή του Θεού, απαντούσε εκείνος, είναι νά σάς χαριστεί μετά άπό τρεις μερες.

Οι άγγελοι, ακούγοντας το, σκίρτησαν άπό χαρά. Μερικοι μάλιστα άρχισαν τις ουράνιες προετοιμασίες.

- Η φιλανθρωπία του Χρίστου, πού σ’ ελέησε, του είπε ο αρχιστράτηγος οδηγός του, όρισε έδώ τήν κατάπαυση σου. Σου τα χάρισε όλ’ αυτά, γιατί αγάπησες κι Αυτόν κι εμάς. Νά, τώρα θά έχεις θρόνους, φωτεινά ιμάτια, κοιτώνες και θαλάμους αμετρητους. Όλα στά έχει ετοιμάσει με τό ίδιο Του τό χέρι ο πανάγαθος Θεός.


Πηγή: Εμφανίσεις και θαύματα αγγέλων, Ιερά Μονή Παρακλήτου



http://agiosmgefiras.blogspot.gr/2011/0 ... _2465.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ορθοδοξία”