Αφορισμοί Λογοτεχνών

1
Αφορισμοί Λογοτεχνών


Μπορεί αυτή την περίοδο η εκκλησία της Ελλάδος να βρίσκεται στο μέσο μιας κρίσης που αποκαλύπτει πολλά δυσώδη και βορβορώδη για τους λειτουργούς της η ίδια όμως έχει επιδείξει απαράμιλλο ταλέντο στο να κρίνει και να στιγματίζει οποιονδήποτε δεν συνάδει με τις θέσεις της και δεν ακολουθεί πιστά τα κηρύγματα της.Ο χριστιανισμός ορίστηκε στις απαρχές του ως μια κοινότητα ισότιμων και αγαπημένων μελών. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της νέας θρησκείας και των μελών της ήταν ακριβώς αυτή η έννοια της κοινότητας.

Έτσι λοιπόν, η μέγιστη ποινή για κάθε μη σύννομη πράξη ήταν η αποβολή από την κοινότητα, η εγκατάλειψη του μέλους και η αποκοπή του από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αυτή η πρακτική τιμωρία πέρασε κατά τα βυζαντινά χρόνια στο τυπικό της Εκκλησίας και έλαβε διάφορες μορφές περισσότερο ή λιγότερο αυστηρές και απέκτησε μια σημασία συμβολική.

Στο μυαλό των χριστιανών ο αφορισμός συνδέθηκε με τους παγανιστικούς βρικόλακες αφού οι πατέρες της εκκλησίας όριζαν για τους αφορεσμένους ότι: «Εν τω ονόματι της αγίας τριάδας έχομεν και κυρίττομεν αυτούς αφορισμένους, κατηραμένους και ασυγχώρητους παρά πατρός, υιού και αγίου πνεύματος και έστωσαν μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι, αι πέτραι και ο σίδηρος λυθήσονται αυτοί δε ουδαμώς». Με το πέρασμα των αιώνων ο μικρός και ο μεγάλος αφορισμός (ακοινωνησία και ανάθεμα αντιστοίχως) εφαρμόστηκαν από την εκκλησία σε αιρετικούς, εχθρούς της πίστεως, εχθρούς και αντιπάλους των κατά τόπον μητροπολιτών και αρχιερέων.Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν που ο αφορισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσω λογοκρισίας σε μια προσπάθεια της εκκλησίας να αποτρέψει τους πνευματικούς ανθρώπους της κάθε εποχής από το να σκέφτονται και να κρίνουν. Λογοτέχνες επιστήμονες και πολιτικοί έπεσαν θύματα της απολυταρχίας μιας εκκλησίας που δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει τα προνόμια της και την κυριαρχία της πάνω σε αυτόβουλα όντα. Γνωστές είναι οι περιπτώσεις του αφορισμού των Ρήγα Φεραίου, Αλέξανδρου Υψηλάντη και Ελευθερίου Βενιζέλου, και μάλιστα σε εποχές που το έθνος είχε απόλυτη ανάγκη την ενότητα και την σύμπνοια πολιτικών και θρησκευτικών δυνάμεων. Στην νεοελληνική λογοτεχνία έχουμε το παράδειγμα τριών λογοτεχνών που κυνηγήθηκαν από την εκκλησία με όλους τους δυνατούς τρόπους και που σήμερα η αξία του έργου τους είναι αναμφισβήτητη.

Ανδρέας Λασκαράτος

Ο Ανδρέας Λασκαράτος υπήρξε σπουδαίος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Εκ Κεφαλληνίας καταγόμενος, δεν έχασε ποτέ του το χαρακτηριστικό επτανησιακό μπρίο, που τον έβαλε μάλιστα σε μεγάλους μπελάδες όταν η πένα του στράφηκε κατά των εκκλησιαστικών αρχών. Ο Λασκαράτος ήταν διακριτό μέλος των επτανησιακών φιλολογικών κύκλων, με σπουδές στο Παρίσι και στην Πίζα και με πνεύμα αντιδραστικό –όπως όλοι οι Κεφαλλονίτες. Από τα πρώτα του κείμενα φάνηκε η διαφωνία του με τα τεκταινόμενα στην εκκλησία της Κεφαλονιάς. Ακόμα όμως κι αν οι τοπικοί ιεράρχες των ανέχονταν ως ένα βαθμό, μετά τη δημοσίευση των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς το 1856, όπου ειρωνεύεται και καυτηριάζει την αμάθεια και την υποκρισία του κλήρου, η ανοχή εξαντλήθηκε. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδωνας Κοντομιχάλης προβαίνει σε αφορισμό του συγγραφέα με την υποστήριξη του φανατισμένου όχλου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο της ενόχλησης των δεσποτάδων όταν η γραφή του Λασκαράτου ξεσκεπάζει τους βολεμένους κληρικούς και τους τσιγκλάει σαν αγκάθι στο πλευρό: «Μπορούνε να ειπωθούνε οπαδοί του Χριστού, επειδή πιστεύουνε πως η θεότητα είναι τρισυπόστατη, ενώ η πραγματική τους θεότητα είναι το νιτερέσο τους;» αναρωτιέται ο Λασκαράτος.

Ο αφορεσμός του επαναλαμβάνεται και την επόμενη χρονιά κι έτσι ο Λασκαράτος καταφεύγει στο Λονδίνο για να λήξει η ένταση. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στο νησί αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ αφού περνά 4 μήνες φυλακισμένος στο Σωφρονιστήριο της Κεφαλονιάς μετά από ερήμην καταδίκη του, εξαιτίας της κυκλοφορίας της καυστικής εφημερίδας Λύχνος. Το 1867 εκδίδει την Απόκριση εις τον Αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς τω 1856 και μπαίνει σε νέους μπελάδες και νέα δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά όμως το σώμα των ενόρκων τον αθωώνει. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του Όνειρο στο οποίο εμπαίζει ολόκληρο τον κλήρο και μαζί όλα τα ιερά και τα όσια. Στο διήγημα αυτό ονειρεύεται, λέει, πως πέθανε και πήγε, εξαιτίας του αφορισμού του, στην κόλαση όπου συνάντησε ένα σωρό Ιερείς, Αρχιερείς και Πατριάρχες να απολαμβάνουν περιποιήσεις ως φιλοξενούμενοι του Εωσφόρου στην κόλαση! Απευθυνόμενος μάλιστα σε γνωστό του Δεσπότη λέει τα εξής χαριτωμένα: «Μα βλέπω που αφορεσμένοι κι αφορεστάδες εις την ίδια τρύπα του Διαόλου καταντάμε!».

Στα 1899 ο ιερέας Γεράσιμος Δορίζας, φίλος και θαυμαστής του συγγραφέα, ζήτησε και πέτυχε, μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και με το Λασκαράτο να αρνείται κατηγορηματικά να απολογηθεί, την άρση του αφορισμού. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε ενάμιση χρόνο μετά στις 24 Ιουλίου του 1901 και κηδεύτηκε με όλες τις τιμές, ενώ η σπουδαιότητα του ως συγγραφέα έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ορθοδοξία”

cron