Το άρθρο-φωτιά του Αλκίνοου Ιωαννίδη

1
Το άρθρο-φωτιά του Αλκίνοου Ιωαννίδη




Ο γνωστός τραγουδοποιός στέλνει το δικό του μήνυμα μ' ένα κείμενο που έχει τίτλο "Ελεύθεροι Κατακτημένοι".

Κάνοντας κυριολεκτικά βουτιά πίσω στο χρόνο, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μίλησε μέσα στο κείμενο του για τα δύσκολα χρόνια που έφυγαν, για το πόσο Ελληνική ή όχι παραμένει η Ελλάδα, αλλά και για το πως ο λαός της Κύπρου που έζησε σε ένα «ξοδεμένο, ανέραστο, ανίερο παρόν», αντάλλαξε τον έρωτα με το…στριπτιτζάδικο.




Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Αλκίνοου Ιωαννίδη:

Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με: Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.

Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλύνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει. Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.

Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν; Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.

Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα. Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο! Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;

Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας, που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»; Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.

Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι Ελληνική, όμως, πόσο λίγο Κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο Ελληνική είναι η Ελλάδα! Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ” έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;

Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω…

Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ” αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δε ζει καλά, κανείς δε ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ” αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι». Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ” ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.

Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Κι όσοι πιστεύουν πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε, να μην ξεχνούν πως, όποιο κομμάτι μας έμεινε απροστάτευτο, ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.

Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει «plan B». Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς «Όχι». Έστω και για μια στιγμή. Ένα «Όχι» καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας «Ναι».

Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.

Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.


ilovestyle.com
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Το άρθρο-φωτιά του Αλκίνοου Ιωαννίδη

2
Aν και διαφωνώ με την άποψη του φοιτητή,ωστόσο την παραθέτω για αν υπάρχει ως άποψη.

Αντιλαμβάνομαι οτι υπάρχει μια διαφορά ηλικίας και ο φοιτητής τα βλέπει απο την πλευρά του,ωστόσο κανείς δεν μίλησε για ενα ωραιοποιημένο παρελθόν και ενα δαιμονοποιημένο μέλλον,η κάθε εποχή έχει τα καλά της και τα κακά της.Απο πνευματικής πάντως πλευράς όσο προχωρούν τα χρόνια βελτίωση ως σύνολο δεν υπάρχει,το αντίθετο μάλλον.
Τα ιδανικά ,οι αξίες,οι παραδόσεις ξεχνιούνται.Δεν πρέπει να φοβόμαστε το παρελθόν,ούτε και να το ξεχνάμε,αποτελεί την βάση για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη και βασιζόμενοι σε αυτό να φτιάξουμε ενα καλύτερο μέλλον.

Το ερώτημα λοιπόν είναι.Είναι το παρόν μας καλύτερο απο το παρελθόν μας σε πνευματικό επίπεδο;


Τώρα ένας 24χρονος φοιτητής έρχεται να απαντήσει στο άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη με μια επιστολή που έστειλε στη LifO και που κάνει ήδη το γύρο το διαδικτύου.

Πρόκειται για τον 24χρονο Σοφοκλή Παπαδόπουλο, που απαντά στις αναφορές του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τονίζοντας «Αλήθεια, πότε πεινάσαμε; Πότε κρυώσαμε χρόνια (!); Εμείς; Ποτέ. Ούτε η γενιά μου, ούτε η γενιά σου, ούτε η προηγούμενη γενιά. Τι παρηγοριά είναι αυτή απ' το παρελθόν –πάλι– φερμένη;».

Αναλυτικά, η επιστολή έχει ως εξής:

Αγαπητέ Αλκίνοε,

Είμαι 24χρονος Κύπριος φοιτητής στην Αθήνα, όπως υπήρξες κάποτε κι εσύ. Αποτελούσες ανέκαθεν για μένα αξιόλογη προσωπικότητα. Παρακολουθώ από κοντά την πορεία σου ως μουσικού, και με προσοχή διαβάζω τους προβληματισμούς και τις απόψεις σου όπως τις διατυπώνεις σε συνεντεύξεις και άρθρα, καλή ώρα. Το τελευταίο σου άρθρο με τίτλο "Ελεύθεροι Κατακτημένοι", με προβλημάτισε έντονα κι αφού το διάβασα αρκετές φορές, αποφάσισα δημόσια να εκθέσω κάποιες παρατηρήσεις μου στα όσα λες.

Γενικά ομιλούντες, βρήκα το άρθρο σου σε μεγάλο βαθμό χαμένο στην αοριστία, συχνά αντιφατικό και επικίνδυνα βυθισμένο σ' έναν άκρατο ρομαντισμό. Θα εξηγήσω αναλυτικά τι εννοώ. Κατ' αρχάς ολόκληρο το άρθρο διαχέεται από τη νοσταλγία ενός απολεσθέντος όμορφου και βαθιά ανθρώπινου παρελθόντος, που έρχεται σε αντίφαση με ένα πεζό, απρόσωπο και στιγματισμένο από την παντοδυναμία του χρήματος παρόν. Αναφέρεσαι σε "τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων", όπου "αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ό,τι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα". Αναφέρεσαι σε ψεύτικους γάμους, χωρίς "από καρδιάς ευχή", χωρίς "αινίγματα". Λες ότι "αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο", "τον έρωτα με το στριπτιτζάδικο". Και παραθέτεις μιαν όμορφη ειλικρινή ιστορία, όπου παιδάκι πήγες κι έπαιξες τύμπανο στην κερκίδα της αντίπαλης ομάδας.

Θα συμφωνήσω πως ναι, κάναμε το χρήμα αφεντικό, αφεθήκαμε στον νεοπλουτισμό και στο αρχοντοχωριατιλίκι, αλλά γιατί αυτή η υπερβολή, αυτή η ισοπέδωση, αυτή η εύκολη απλούστευση των πάντων; Ποιος ο λόγος να καταφεύγεις σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και να ξορκίζεις ένα δαιμονοποιημένο παρόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι οι παππούδες μας ήταν πιο ανθρώπινοι από εμάς; Ότι οι καλημέρες τους ήταν αληθινές κι ότι υπήρχε ανάμεσά τους αλληλεγγύη; Οι κοινωνίες αλλάζουν. Η ανθρώπινη φύση όχι. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία. Στα χωριά δεν τρωγόντουσαν μεταξύ τους; Δεν ζηλεύαν; Δεν σκοτώνονταν για τα χωράφια και τις περιουσίες τους; Κι οι γάμοι τους, επειδή είχαν όμορφα γλέντια (που στο μυαλό μας περιβάλλονται από ένα νοσταλγικό φαντασιακό περίβλημα) πάει να πει πως ήταν πιο αγαπητικοί και πιο ουσιαστικοί; Πόσοι γάμοι συμφωνήθηκαν από τα πεθερικά πριν καν γεννηθεί το ζευγάρι; Πόσοι άντρες ξυλοκοπούσαν τις γυναίκες τους ή τις είχαν σαν δούλες; Ποιος σου μίλησε γι' αυτές τις αγγελικά πλασμένες κοινωνίες, γεμάτες αγνούς κι άγιους ανθρώπους; Όσο για την ειλικρινή κι όμορφη ιστορία των παιδικών σου χρόνων, όσο κι αν είναι αληθινή και συγκινητική, αφορά εσένα και τον παιδικό κόσμο σου. Να σου θυμίσω ότι τον ίδιο ακριβώς καιρό, οι μεγάλοι – χωρισμένοι σε μακαριακούς και γριβικούς - βγάζαν πιστόλια και πυροβολούσαν τον αδερφό τους που ήταν στην αντίπερα όχθη της παράνοιας. Αλλά και με το παρόν; Γιατί τόσο μίσος; Μήπως οι Κύπριοι σήμερα δεν συγκινούνται με τους ωραίους στίχους; Ξεχνάς ποια γενιά σε αγάπησε και σε ανάδειξε; Εσένα και τα τραγούδια σου; Μιλάς για ψεύτικους γάμους. Δε θα 'λεγα όχι. Αλλά δεν μπορείς να με πείσεις πως δεν υπάρχει σήμερα αγάπη. Ή ότι υπάρχει λιγότερη από παλιά. Λες κι είναι η αγάπη ποσότητα χημική που μετριέται στον αέρα.

Η γενιά σου κι η γενιά μας, πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μετά από αιώνες, έρχεται αντιμέτωπη τόσο απροκάλυπτα με τα συναισθήματά της. Είναι αυτό που λες "της λείπουν τα αινίγματα"; Ίσως. Έτσι, όμως, συχνά γίνεται πιο ειλικρινής, πιο συνειδητή και πιο ουσιαστική. Δεν είναι το (όμορφο ή ξενέρωτο) γλέντι που κάνει το γάμο, όπως ακριβώς δεν είναι το ράσο που κάνει τον παπά. Γίνεσαι, στ' αλήθεια, πολύ άδικος όταν λες πως ο έρωτας αντικαταστάθηκε από το στριπτιζάδικο, αν και – ομολογώ – λεκτικά κάνεις ωραία αντίθεση και πείθεις. Ναι, μας λείπει η ποίηση στην καθημερινότητα, μας λείπει η αίσθηση της ομορφιάς. Ναι, φερόμαστε δουλοπρεπώς σε κουλτούρες που δεν μας πάνε και δεν τις κοιτάμε στα ίσα από κόμπλεξ κατωτερότητας. Αλλά, προς Θεού, η επιστροφή στην ιδέα ενός ανύπαρκτου παρελθόντος δεν είναι λύση. Η επιστροφή στο παρελθόν είναι ακριβώς αυτό: πισωγύρισμα. Μου φαίνεται πως έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε σ' ένα ωραιοποιημένο παρελθόν, επειδή φοβόμαστε ν' αντιμετωπίσουμε το ατελές της ανθρώπινης μας φύσης. Αποφεύγουμε να μάθουμε την πραγματικότητά του, ακριβώς επειδή μας αρέσει να φαντασιωνόμαστε και να ελπίζουμε σ' ένα παρομοίως τέλειο μέλλον. Ακροβατούμε από τη μιαν αυταπάτη στην άλλη, ενώ στα χέρια μας κρατούμε ένα παρόν που πρέπει να μας φανεί ολότελα σιχαμερό, ώστε να το μισήσουμε, να το εξοβελίσουμε και να πορευθούμε καθαροί στο φωτεινό μέλλον, που φωταγωγείται απ' το υπέροχο παρελθόν.

Η ανασφάλεια μάς οδηγεί στην απλούστευση. Και πού καταλήγουμε; Σ' ένα φαύλο κύκλο απογοητεύσεων, σ' ένα οδοιπορικό παλινδρομήσεων, γιατί το τέλειο που ονειρευτήκαμε παραμένει πάντα άπιαστο. Και κάπως έτσι κατρακυλάμε πάλι στη διαφθορά σαν να 'ναι η μοίρα μας. Στη συνέχεια προχωράς σ' ένα εγκώμιο του "όχι", που έδωσε, λες, "νόημα στη δημοκρατία", που για λίγο θύμισε πως "οι εκπρόσωποι εκπροσωπούν πράγματι". Λες, κάνοντας μάλλον ηρωικούς συνειρμούς, πως δημιουργεί "προηγούμενο", πως "σηματοδοτεί, καθορίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό", πως με λίγα λόγια γράφει ιστορία. Καμαρώνεις που αυτό το "όχι" περιφρόνησε τους "λογικούς λογιστές" και λέχθηκε "ενστικτωδώς", "χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική".

Πάλι θα διαφωνήσω. Αυτό ακριβώς που μας λείπει είναι ο καθαρός νους, η λογική, η κριτική σκέψη, η σοβαρότητα. Κι αυτό που θα πρέπει ν' αποβάλουμε είναι ακριβώς τις ενστικτώδεις παρορμήσεις, τις σπασμωδικότητες, τον ακατάσχετο συναισθηματισμό και τον παραλογισμό που τον συνοδεύει. Ναι, οι εκπροσώποι για μια στιγμή εκπροσώπησαν πράγματι: Εκπροσώπησαν τον λαό τους που δεν ερευνά πριν αποφασίσει, που δεν έχει καθαρή πολιτική σκέψη, που ακόμα ψηφίζει με κριτήριο το επώνυμό του. Σκεφτήκαν σοβαρά πριν ορθώσουν περήφανα το ανάστημά τους; Μελέτησαν τα ενδεχόμενα; Βρήκαν εναλλακτικές λύσεις; Αν όχι, τότε το "όχι" τους θα μείνει στην ιστορία μάλλον σαν ηλίθιο παρά σαν ηρωικό. Δεν ξέρω από πότε το ελληνικό φρόνημα συνδυάστηκε μ' αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη παρορμητικότητα. Να σου θυμίσω μόνο πως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έβαλαν τις βάσεις του ορθού λόγου κι η δημοκρατία τους βασιζόταν στην ελεύθερη σκέψη και το διάλογο, κι όχι στις ψευτοπαληκαριές. Κι οι εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες, είτε του '21 είτε του '55 – '59, πέτυχαν όχι επειδή βασίστηκαν στη νεανική "ελληνική" τρέλα των αγωνιστών, αλλά γιατί υπήρχαν κάποια μυαλά πίσω που οργανώναν με καθαρή σκέψη και σύνεση, και κατεύθυναν αυτή την τρέλα.

Μου φαίνεται τόσο αντιφατικό να λες: "Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει "plan B". Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης (...) μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς "Όχι"." Είναι σαν να λες: "Αυτοί οι άνθρωποι ήταν παράλογοι. Κι όμως είπαν ένα παράλογο όχι!" Μα βέβαια, αφού ήταν παράλογοι. Τέλος, πάλι αυτή η τόσο αλλόκοτη τάση υπερβολής που δεν ξέρω, αλήθεια, από πού πηγάζει και πού αποσκοπεί – αν αποσκοπεί κάπου. Και μαζί της η αντιφατικότητα: "Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. (...) Και φοβόμαστε. (...) Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε." Εμείς δεν είμαστε "οι αρχοντοχωριάτες, οι απρόσωποι, οι γυμνοί, οι υποταγμένοι, οι εξαρτημένοι, οι ανέραστοι, οι ανίεροι"; Πώς στο τέλος καταλήξαμε τόσο σκληραγωγημένοι, τόσο ηρωικοί; Και τελοσπάντων, αλήθεια, πότε πεινάσαμε; Πότε κρυώσαμε χρόνια (!); Εμείς; Ποτέ. Ούτε η γενιά μου, ούτε η γενιά σου, ούτε η προηγούμενη γενιά. Τι παρηγοριά είναι αυτή απ' το παρελθόν – πάλι – φερμένη; Αν η ιστορία του τόπου μας και των προγόνων μας είναι στοιχειωμένη από κατακτήσεις και πόνο πα' να πει είμαστε κι εμείς έτοιμοι ή, ακόμα χειρότερα, μοιρολατρικά καταδικασμένοι να μπορούμε να υπομείνουμε πόνο; Όχι. Για άλλη μια φορά το πίσω κοίταγμα δεν είναι λύση. Είναι μάλλον καταδίκη. Λοιπόν; Να ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο που καλούμαστε να κοιτάξουμε στον καθρέφτη κι είναι τρομακτικά αληθινό: το πρόσωπο της ευάλωτης ανθρώπινης φύσης μας.

"Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου", όπως λες. Κι η ευάλωτη φύση μας μαθαίνει πια ότι δεν μπορεί να τρέφεται με μύθους κι απολυτοποιήσεις. Τα λεφτά είναι μέσο. Απ' τα πιο ισχυρά μέσα για την ευτυχία μας. Δεν είναι όμως από μόνο του ευτυχία. Πλέον δεν θα μπορούμε να καυχιόμαστε για τη λιμουζίνα και τη σπιταρόνα μας: ξέρουμε πια πόσο εύκολα χάνονται αυτοκίνητα και σπίτια. Δεν μπορούμε, όμως, ούτε να προσφεύγουμε σε παρελθοντικές φαντασιώσεις και γεννήματα του συναισθηματισμού. Να σου θυμίσω άλλωστε – κι αυτό θα σε τρομάξει – πως αυτή ακριβώς η εξιδανίκευση του παρελθόντος και της ιδέας του είναι που τρέφει τους "βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ' έξω κι από μέσα»" που τόσο αποστρέφεσαι. Η καταφυγή στο μύθο δεν είναι λύση. Τη λύση δεν τη δίνει η άγνοια και η φαντασία, αλλά η αλήθεια και η γνώση – ή έστω η γνώση της άγνοιας. Ας γίνουμε πιο συνετοί. Ας μάθουμε ν' ακούμε, να διασταυρώνουμε απόψεις, να σχηματίζουμε άποψη, ν' αναζητούμε την αλήθεια. Η αίσθηση της αδυναμίας ας μην μας φέρει κοντά λόγω κοινού μίσους και αγανάκτησης προς ορατούς κι αόρατους εχθρούς, αλλά λόγω ταπείνωσης και συμπόνιας. Το πλήγμα ας μας κάνει πιο σώφρονες, όχι φαντασιόπληκτους και τσαμπουκάδες.

Με εκτίμηση, Σοφοκλής Παπαδόπουλος
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Γενικά περί Ελλάδας”

cron