Ακολουθεί ένα πολύ αναλυτικό και κατατοπιστικό άρθρο σχετικά με την Παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα που αξίζει να του δώσετε προσοχή :
____________
3. Η Παρούσα Κατάσταση και οι Τάσεις
Σήμερα, παρά τη σημαντική οικονομική μεγέθυνση των τελευταίων ετών, το ελληνικό μοντέλο απασχόλησης χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας και δημιουργία χαμηλής ποιότητας θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι την περίοδο 2000-2006 πάνω από τις μισές νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν σε τέσσερις μόλις κλάδους παραγωγής: στις κατασκευές, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες εστίασης και ξενοδοχείων και στα ιδιωτικά νοικοκυριά που απασχολούν οικιακό προσωπικό, Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων & Ανέργων (2012) . Το γεγονός ότι η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας αφορούν εργασίες χαμηλής ειδίκευσης συνεπάγεται την αδυναμία αξιοποίησης των δυνατοτήτων των εργαζομένων με αρνητικές συνέπειες τόσο στην παραγωγικότητα της εργασίας όσο και στο αίσθημα ικανοποίησής τους από την εργασία τους.
Ειδικά στους νέους η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι περίπου ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι η εργασία που κάνει δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα του. «Παράπλευρη απώλεια» της έλλειψης θέσεων υψηλής ειδίκευσης σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο είναι και η ένταση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και των εργαζομένων με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, (Gedes, 2000), δεδομένου ότι ακόμα και
για θέσεις ανειδίκευτης εργασίας «ανταγωνίζονται» μέχρι και πτυχιούχοι πανεπιστημίου. Χαρακτηριστικότερο είναι ίσως το παράδειγμα των πτυχιούχων πανεπιστημίου που επιλέγουν να δώσουν ΑΣΕΠ διεκδικώντας θέσεις Υποχρεωτικής ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2008 διαμορφώθηκε στο 7,2% του εργατικού δυναμικού, ακολουθώντας πτωτική πορεία από το 2004. Όσον αφορά τους ανέργους, με βάση τα στοιχεία του 2006:
Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είναι εξαιρετικά υψηλό (57,5% του συνόλου των ανέργων), χωρίς να παρουσιάζει διαχρονικά τάσεις μείωσης.
60,1% των ανέργων είναι νέοι έως 34 ετών.
Για το 77,1% των ανέργων η κύρια πηγή συντήρησης είναι τα άλλα άτομα του νοικοκυριού. Μόλις 8,9% των ανέργων δηλώνει ως κύρια πηγή συντήρησης τα πάσης φύσης επιδόματα και βοηθήματα.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανέργων αναζητεί εργασία μέσω «άτυπων» διαδικασιών. (90,2% απευθύνθηκε σε συγγενείς και φίλους, 88,3% σε εργοδότες, 63,8% ήρθε σε επαφή με δημόσιο γραφείο εύρεσης εργασίας και 9% απευθύνθηκε σε ιδιωτικό γραφείο εύρεσης εργασίας
Μόλις 14,8% των ανέργων παίρνουν επίδομα ανεργίας
33,1% των ανέργων είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Σύμφωνα με στοιχεία της Γ.Σ.Ε.Ε., (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, 2011), οι γυναίκες εμφανίζονται σε δυσμενέστερη θέση σε όλες τις κατηγορίες. Σήμερα, υπάρχουν πάνω από 65.000 ηλικιωμένοι (άνδρες άνω των 60 ετών και γυναίκες άνω των 55 ετών) άνεργοι μακράς διάρκειας που δεν έχουν τη δυνατότητα να ξαναβρούν εργασία και επομένως δεν μπορούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Υπάρχουν επίσης, οι 250.000 μακροχρόνια άνεργοι, που η επιδότησή τους, για όσους τη δικαιούνται, σταματά στους 12 μήνες και οι οποίοι μετά δεν έχουν καν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, 2011). Αντίστοιχα, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας εντείνει την εξάρτηση των νέων και των γυναικών από το οικογενειακό εισόδημα ασκώντας πίεση και στον προϋπολογισμό του νοικοκυριού, αλλά κυρίως δυσκολεύοντας τη χειραφέτηση των εξαρτώμενων μελών του.
Σήμερα δεν είναι λίγοι οι νέοι και οι νέες που στα τριάντα τους χρόνια μένουν ακόμα στην οικογενειακή εστία ή δεν διαθέτουν ένα αυτόνομο δικό τους εισόδημα. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί μια αγορά εργασίας με έντονες τάσεις συμπίεσης των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δημιουργεί μια αγορά εργασίας που συστηματικά αποκλείει κατά κύριο λόγο αυτούς και αυτές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για εργασία. Σύμφωνα με τους (Meulders et al.,1995), δίπλα στους νέους και στις γυναίκες, βρίσκονται τα άτομα με αναπηρία, πρόσφατα αποφυλακισμένοι που προσπαθούν να επανενταχθούν, πρώην χρήστες ναρκωτικών που παρά το γεγονός ότι αποτοξινώθηκαν δεν μπορούν να βρουν εργασία εξαιτίας του κοινωνικού στίγματος. Αυτή η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης. Ο 21ος αιώνας μπήκε με μαζική ανεργία και υποαπασχόληση - ημιαπασχόληση του εργατικού δυναμικού στον πλανήτη, στην Ευρώπη και στη χώρα μας.
Στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης αύξησης της παραγωγικότητας οι διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου δημιουργούν και αυξάνουν τον λεγόμενο «εφεδρικό στρατό» των ανέργων, δηλαδή ένα σημαντικό «πλεόνασμα» εργαζομένων. Αυτό το «πλεόνασμα» εργαζομένων δημιουργείται όχι σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά μόνο σε σχέση με τις ανάγκες των δυνάμεων του κεφαλαίου να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερη υπεραξία. Η μαζική ανεργία και υποαπασχόληση στην εποχή μας αποδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η πλήρη απασχόληση για όλους τους εργαζόμενους και να εξαλειφθεί η ανεργία.
Η ανεργία είναι ένα φαινόμενο με οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο. Η ύπαρξή της υποδηλώνει την απαξίωση ανθρώπινου δυναμικού, υποσκάπτει τη συνοχή της κοινωνίας και προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο καθώς και στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, που στερείται πολύτιμους πόρους, (McLaren, 2002). Ειδικότερα στη χώρα μας, από το 1983 και μετά, η ανεργία βρίσκεται μόνιμα σε υψηλά επίπεδα άνω του 7%, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο (Livanos, 2010). Μάλιστα τη δεκαετία 1996-2005, που χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ανεργία κινήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα της μεταπολιτευτικής περιόδου, γύρω στο 10-12% του εργατικού δυναμικού.
Η διατήρηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των ετών οικειοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από το κεφάλαιο. Το γεγονός ότι μεγαλύτερος πλούτος παραγόταν με λιγότερη εργασία δεν οδήγησε ούτε σε αύξηση των μισθών, αφού οι ετήσιες πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς υπολείπονταν κατά κανόνα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά ούτε με μείωση των ωρών εργασίας. Με άλλα λόγια, η ένταση του ρυθμού ιδιοποίησης από το κεφάλαιο του επιπλέον πλούτου δεν επέτρεψε τη μείωση της ανεργίας. Ταυτόχρονα η απουσία μιας συνεκτικής βιομηχανικής πολιτικής επέτεινε την τάση αποβιομηχάνισης προσθέτοντας χιλιάδες στις λίστες των ανέργων και περιορίζοντας σημαντικά τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας (Voulgaris et al., 2000).
Τα πραγματικά ποσοστά της όμως είναι πολύ μεγαλύτερα. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί η ΕΣΥΕ δεν καταμετρά όσους έχουν εργαστεί έστω και μία ώρα την εβδομάδα που προηγείται της έρευνας εργατικού δυναμικού. Ακόμη περισσότερο, στους ανέργους δεν καταγράφονται όσοι παρακολουθούν προγράμματα κατάρτισης. Από την άλλη, η πολιτική απασχόλησης που ακολουθήθηκε απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το αντίθετο, το σύνολο των οικονομικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια οδήγησαν στην επιδείνωση των προβλημάτων, αφού στο επίκεντρό τους δεν είχαν την επίτευξη της πλήρους και ποιοτικής απασχόλησης αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαχείριση των αρνητικών συνεπειών της. Η ενίσχυση της απασχόλησης ποτέ δεν αποτέλεσε κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, αλλά θεωρήθηκε «δευτερεύον μέγεθος», η ανεργία θεωρήθηκε ότι θα έπεφτε αυτόματα μέσω της επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (Livanos, Ι. 2010). Αυτό που συνιστά το πλαίσιο της πολιτικής απασχόλησης στην Ελλάδα τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια είναι ο δημιουργικός συνδυασμός των νεοφιλελεύθερων συνταγών για την αγορά εργασίας με όλο και μεγαλύτερη ευελιξία και με έναν άκρως πελατειακό μηχανισμό ικανοποίησης αιτημάτων. Έτσι στα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση (ΕΣΔΑ), που εφαρμόζονται στη χώρα μας από το 1998, κεντρική θέση καταλαμβάνει η ευελιξία της αγοράς εργασίας που επιδιώκεται μέσα από την επέκταση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσω και θεσμικών αλλαγών αλλά και της ανοχής στην επέκταση των παράνομων εργοδοτικών πρακτικών. Ταυτόχρονα έχει καταντήσει παροιμιώδης η παντελής απουσία αξιολόγησης της όποιας πολιτικής απασχόλησης.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης διαφημίστηκαν ευρέως, αλλά ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από εκθέσεις αξιολόγησης όπως π.χ. πόσοι άνεργοι βρήκαν δουλειά, πόσοι εργαζόμενοι διατήρησαν την εργασία τους και μετά το πέρας της επιδότηση, πόσοι βρήκαν εργασία μετά το πέρας των σεμιναρίων κατάρτισης κλπ. Με αυτόν τον τρόπο οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης μετατράπηκαν συχνά σε μηχανισμούς απευθείας κάλυψης τμήματος του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις. Δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά ότι οι κυβερνήσεις στη χώρα μας δεν προωθούν πολιτικές αντιμετώπισης αλλά διαχείρισης της ανεργίας. Αντίθετα,
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας εξακολουθεί να παρουσιάζει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2007 το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είχε εισοδήματα 6 φορές υψηλότερα σε σύγκριση με το φτωχότερο 20%, Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, (Eurostat, 2012). Επίσης το ποσοστό φτώχειας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, παρέμεινε σταθερό στα επίπεδα του 20-21% του συνολικού πληθυσμού από το 1996 έως το 2007, την περίοδο δηλαδή που οι ρυθμοί ανάπτυξης κινούνταν σε υψηλά επίπεδα, περί το 4% ετησίως. Η ανεργία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, στο 8,3% το 2007 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, παρά την ισχυρή οικονομική μεγέθυνση. Παράλληλα ενισχύθηκε η ανασφάλεια των εργαζομένων με την προώθηση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, τη συνεχή καταπάτηση της εργατικής νομοθεσίας, την αναπαραγωγή και διαιώνιση ενός οικονομικού συστήματος το οποίο στηρίζεται στις χαμηλές αμοιβές και την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Επίσης ευνοήθηκε η δημιουργία θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί σημαντικά η ανεργία των νέων επιστημόνων, οι οποίοι διαθέτουν γνώσεις και δεξιότητες τις οποίες η παραγωγική δομή δεν μπορεί να αξιοποιήσει (Eurostat, 2012).
Σημειώθηκε παραγωγική υποβάθμιση σε τομείς όπως η βιομηχανία και η γεωργία και η ελληνική οικονομία εξακολούθησε να στηρίζεται σε κλάδους που είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στις διεθνείς οικονομικές διακυμάνσεις. Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται δυσανάλογα κάποιοι κλάδοι σε βάρος άλλων, δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις στην παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων, ενώ επίσης ευνοείται η διαπλοκή, τα σκάνδαλα και η κατασπατάληση των δημόσιων πόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σημείωσε ραγδαία άνοδο τα τελευταία χρόνια και από 0,1% το 1994 ξεπέρασε το 14% του ΑΕΠ το 2008, Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, (Eurostat, 2012). Τέλος, αυξήθηκαν σημαντικά οι ενεργειακές απαιτήσεις της οικονομίας, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ποικίλα προβλήματα τόσο από τη διογκούμενη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας όσο και στο ίδιο το περιβάλλον, αλλά και στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Η «ανάπτυξη» πέρασε μέσα από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων (Hondroyiannis et al. 2002).
Επομένως, το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα μας όλα τα προηγούμενα χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπο με μια διπλή κρίση: από τη μία δεν μπορεί να σταθεί σε διεθνές επίπεδο και από την άλλη καθίσταται μη βιώσιμο οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση χρειάζονται βαθιές αλλαγές στην οικονομία, στον τρόπο που αναπτυσσόμαστε, δηλαδή χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο παραγωγής, κατανάλωσης, διανομής και ανάπτυξης (Hondroyiannis et al. 2002).
Η Ελλάδα παρουσίασε την τελευταία δεκαετία εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς να βελτιωθεί ουσιαστικά η κατάσταση της απασχόλησης, χωρίς να μειωθεί η ανεργία, χωρίς να βελτιωθεί η ποιότητα της εργασίας. Η οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση δεν είναι αταξική, δεν παράγει αυτόματα θετικά αποτελέσματα για τον κόσμο της εργασίας. Σημασία επομένως δεν έχει μόνο ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, σημασία έχει και το πώς επιτυγχάνεται αυτή η αύξηση της παραγωγής και το πώς τα κέρδη, ο επιπλέον πλούτος, που είναι πλούτος πρωτίστως κοινωνικός, μοιράζεται στους παραγωγούς του. Αποδείχτηκε ότι η πλήρης και ποιοτική απασχόληση, ότι η καταπολέμηση της ανεργίας, δεν πρόκειται να επιτευχθούν αυτόματα. Από την μέχρι τώρα έρευνα, πιστεύω ότι η επίτευξή τους προϋποθέτει κοινωνικές αλλαγές, κοινωνικούς συσχετισμούς τέτοιους που θα μετατρέψουν τις σχέσεις παραγωγής και διανομής εις όφελος της εργασίας.
Τέλος, παρά το μύθο ότι «οι Έλληνες εργάζονται λίγο», σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο εργάσιμο χρόνο στην Ευρώπη με βάση το νόμιμο ετήσιο ωράριο εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οι έλληνες εργάζονται κατά μέσο όρο1820 ώρες έναντι 1690 της ΕΕ των 15 και 1760 της ΕΕ των 27, συμπεριλαμβανομένων του συμβατικού χρόνου της εβδομαδιαίας εργασίας, των ετήσιων αδειών και των αργιών. Επιπλέον, η χώρα μας παρουσιάζει και από τα υψηλότερα μεγέθη πραγματικού χρόνου εργασίας στον οποίο συνυπολογίζεται η υπερωριακή απασχόληση καθώς είμαστε στη δεύτερη θέση με 42 ώρες την εβδομάδα μετά τη Βρετανία. Αν προσθέσει κανείς τις υπερβάσεις στο ωράριο, που συχνά δεν αμείβονται σύμφωνα με τα νόμιμα, το φαινόμενο αυτό παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις (Eurostat, 2012). Ο υψηλός πραγματικός εργάσιμος χρόνος οφείλεται τόσο στην πολιτική πολλών επιχειρήσεων, που αξιοποιούν το θεσμό της υπερεργασίας - επιβάλλοντας ουσιαστικά υποχρεωτικό 9ωρο - και των υπερωριών όσο και στο γεγονός ότι μεγάλη κατηγορία των εργαζομένων αποδέχεται και επιδιώκει την υπερωριακή απασχόληση προκειμένου να ενισχύσει τα ήδη χαμηλά της εισοδήματα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το εκτεταμένο φαινόμενο της πολυαπασχόλησης, αφού σύμφωνα με έρευνες το 20% των εργαζομένων κάνει περισσότερες από μία δουλειές, για βιοποριστικούς λόγους (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2012).
https://el.wikibooks.org/wiki/%CE%91%CE ... E%B1%CF%82