Η λέξη Αμήν αποτελεί μεταγραφή της εβραϊκής λέξης αμήν (אמן) και σημαίνει «έτσι ας γίνει», «βέβαια» ή «γένοιτο» ως ισχυρή επιβεβαίωση των λεγομένων. Προέρχεται από το εβραϊκό ρήμα αμάν που σημαίνει «είμαι όσιος, αξιόπιστος»
Ωστόσο άλλοι υποστηρίζουν οτι προέρχεται απο το αρχαίο ελληνικό ρημα η μήν = αληθώς, (Ιλιάδα Ομήρου β291-301), ημέν.
Διαβάζουμε στο Ομηρικό λεξικό: ημέν σημαίνει αληθώς και χρησιμοποιείται στους όρκους.
στην .. Ὁμήρου Ὀδύσσεια, Ραψωδία θ, Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαιάκας.
"δὴ τότ᾽ ἄρ᾽ Ἀλκίνοον προσεφώνεε δῖος Ὀδυσσεύς·
"Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἠμὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους,
ἠδ᾽ ἄρ᾽ ἑτοῖμα τέτυκτο· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα."
Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
Τότε ὁ Ὀδυσσέας γύρισε καὶ λάλησε τοῦ Ἀλκίνου·
“Ἀλκίνο, πρῶτε βασιλιὰ καὶ τῶ λαῶν καμάρι,
καὶ τὸ καυκιόσουν πὼς αὐτοὶ λαμπροί 'ναι χορευτάδες,
κι ἀληθινὰ τὸ δείξανε· τοὺς βλέπω καὶ σαστίζω.”
Η εξέλιξη του ημέν είναι το σημερινό ..... αμέ!