Πως κατάντησε η τύχη

1
Η λέξη τύχη μὲ τὴ σημερινή της σημασία τῆς εὔνοιας = καλοτυχία ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο «Κακοτυχία» δὲν ὑπάρχει στὸν Ὅμηρο.
Μετὰ τὸν Ὅμηρο ἡ τύχη μπῆκε δίπλα στὴ Νέμεση (τὴ θεία δίκη) καὶ ἡ τύχη ἐξυπηρετοῦσε τὴν κάθαρση δηλ. τὴν εὐρυθμία τῆς κοινωνίας.
Ἀργότερα στὴ χρήση της ἡ τύχη νίκησε τὴ Νέμεση καὶ ἔγινε κυρίαρχη.
Τώρα κάποιος μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ πλούτη και ἀγαθὰ χωρὶς νὰ τὰ δικαιοῦται, γιατὶ δὲν δούλεψε γι’ αὐτά.
Τὰ ἀγαθὰ δὲν ἀποκτῶνται μὲ κόπους ἀλλὰ μὲ τύχη.
Ἐδῶ ἔχουμε μία γλωσσικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐκτροπὴ καὶ τοῦτο γίνεται κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς χρόνους.
Τότε ἡ κοινωνία φθίνει καὶ ἡ τύχη θεοποιεῖται καὶ γίνεται ἡ Τύχη καὶ στὴ Ρωμαϊκὴ Γλῶσσα Fortuna ἀπὸ τὸ ρῆμα ferre (φέρω) = τὸ φερόμενο.
Ἔτσι κάθε πόλη εἶχε τὴν Τύχη της καὶ κάθε ἄνθρωπος τὴ δική του Θεὰ Τύχη.
Αὐτὴ ἡ κακὴ ἐπήρεια ἢ ἀλαζονεία, δηλ. ἡ Τύχη παραμένει ἀκάθαρτη χωρὶς τὴ Νέμεση, δηλ. τὴ θεία δίκη, καὶ αὐτὴν τὴν τύχη ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Η Ελληνική Γλώσσα”