Γλωσσικά σφάλματα

1
Ομόρριζες λέξεις που διαφέρουν σημασιολογικά

Ανάγκη: υποχρέωση που επιβάλλεται από τις συνθήκες και απαιτεί δράση.
Αναγκαιότητα: ο,τι επιβάλλεται από την ανάγκη-δείχνει ιδιότητα/σχέση.

Άνθηση/ανθώ (ακμάζω). Άνθιση/ανθίζω (βγάζω άνθη).

Ανταγωνίζομαι: αγωνίζομαι για να επικρατήσω έναντι κάποιου άλλου.
Συναγωνίζομαι: αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον.

Αντιστοιχίζω (μτβ.): θέτω σε αντιστοιχία. Αντιστοιχώ (αμτβ.): είμαι αντίστοιχος με
κάποιον/κάτι.

Απευθείας: από. Κατευθείαν: προς.

Αποδύομαι: αφιερώνομαι σε έναν αγώνα, μία προσπάθεια. Απεκδύομαι (κάθε
ευθύνη): αρνούμαι να αναλάβω κάθε ευθύνη.

Αχρησία <χρήση: η μη χρησιμοποίηση. Αχρηστία<άχρηστος: η ιδιότητα του
άχρηστου.

Γλωσσικός: αυτός που σχετίζεται με τη γλώσσα. Γλωσσολογικός: αυτός που
αναφέρεται στην επιστήμη της γλωσσολογίας.

Εκδικάζω (δικ.): δικάζω. Επιδικάζω (δικ.): αποφασίζω δικαστικώς την καταβολή
αποζημίωσης, συνήθως χρηματικής.

Εξαίρετος: λαμπρός, εκλεκτός. Εξαιρετικός: ιδιαίτερος, που αποτελεί εξαίρεση.

Κατ’αρχήν και καταρχήν: βασικά. Κατ’αρχάς: αρχικά.

Κληροδοτώ σε κάποιον.Κληρονομώ από κάποιον.

Κυκλοφοριακός: κίνηση μεταφορικού μέσου. Κυκλοφορικό (όρος της βιολογίας).

Μεταγραφή αθλητή, κειμένου, περιουσιακών στοιχείων. Μετεγγραφή μαθητή,
σπουδαστή.

Μετοικίζω: εγκαθιστώ κάποιον. Μετοικώ: Αλλάζω κατοικία, μεταναστεύω.

Νομιμοποιώ: καθιστώ κάτι νόμιμο. Νομιμοποιούμαι: καθίσταμαι νόμιμος.

Ονομαστικός: σε ό,τι έχει σχέση με το όνομα. Ονοματικός: γλωσσολογικός όρος.

Πείρα: συσσωρευμένες εμπειρίες. Εμπειρία: βίωμα.

Πλειονότητα: το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου. Πλειοψηφία: το μεγαλύτερο μέρος
του συνόλου, όταν υπάρχει ψηφοφορία.

Πολιτιστικός: ό,τι προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού, κυρίως πράξεις ή
εκδηλώσεις που προωθούν πολιτισμό. Πολιτισμικός: ό,τι έχει σχέση με τον
πολιτισμό.

Πρόσκρουση (κινητού σε ακίνητο, π.χ. αυτοκίνητο σε τοίχο). Σύγκρουση (κινητού
σε κινητό, π.χ. δύο αυτοκίνητα)

Συνίσταται:<συνίσταμαι=αποτελείται. Συνιστάται:<συνιστώ=προτείνεται

Σύμβαση: συνθήκη, συμφωνία. Συμβατότητα: ταίριασμα, συμφωνια, εναρμόνιση.
Συμβατικότητα: το να ακολουθεί κανείς τις κοινωνικές συμβάσεις.

Τεχνητός: κατασκευασμένος, μη φυσικός. Τεχνικός: αυτός που έχει σχέση με την
τεχνική.

Ύπαιθρο (το): ανοιχτός χώρος. Το αντίθετο του κλειστού χώρου. Ύπαιθρος (η):
εξοχή, χωριά. Το αντίθετο της πόλης.

Υποκινώ: προκαλώ χωρίς να φαίνομαι (αρνητικό). Παρακινώ: προτρέπω, ενθαρρύνω
(θετικό).

Ψυχικός: αυτός που σχετίζεται με την ψυχή. Ψυχολογικός: αυτός που σχετίζεται με
την επιστήμη της Ψυχολογίας.



Λανθασμένη χρήση συγγενικών λέξεων


Αιτιολογώ: τεκμηριώνω, εξηγώ. Δικαιολογώ: δικαιώνω.

Απολαμβάνω: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι. Απολαύω: δέχομαι,
(εκτίμηση, αναγν).

Νοητικός: αυτός που σχετίζεται με τη νόηση. Πνευματικός: αυτός που σχετίζεται με
το πνέυμα.

Εξαιτίας: σε αρνητική περίπτωση. Χάρη σε: σε θετική περίπτωση.

Επισύρω: αρνητική σημασία. Προσελκύω: θετική σημασία.

Καταλογίζω: αρνητική σημασία. Αναγνωρίζω: θετική σημασία.

Περίπτωση: Περιστατικό. Περίσταση: κατάσταση.

Πλεονέκτημα: για πράγματα. Προτέρημα: για πρόσωπα.

Προοιωνίζομαι: προβλέπω (για πράγματα)-αρνητική σημασία. Προμηνύω: για
άψυχα.

Πρώην: στο απώτερο παρελθόν. Τέως: ο αμέσως προηγούμενος, στο εγγύς
παρελθόν.

Σαν: για παρομοίωση ή στη θέση αιτιολογικής πρότασης. Ως: Συνοδεύει συνήθως
κατηγορούμενο. Δηλώνει χαρακτηριστικό ή ιδιότητα.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Η Ελληνική Γλώσσα”