Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

1
Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:

18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.

19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.

Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.

Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.

Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.

Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.

Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.

-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ


από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου:

Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.

Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.

Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.

Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

logomnimon.wordpress.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

2
από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:

Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.

Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.

από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ


«Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα»

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:

Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.

“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.

Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

από το Χρονικό 1940-1944 των Α. και Κ. Κύρου:

Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:

Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι καραμπινιέροι, οι οποίοι εφρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι, τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα “ξυλοπόδαρά” του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
“Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…”
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
“Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε”.
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…

από το βιβλίο “ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ”


logomnimon.wordpress.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

3
dominique έγραψε: «Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα»

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:

Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.

“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.

Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.
Μια χαγούλα τα είπε ο Τσαγούχης ! :541
Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη ! 

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

4
Φύλλα κατοχής. – Ιωάννας Τσάτσου. (Αποσπάσματα.)


Πρόλογος της συγγραφέως.
Tούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για την δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραζαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί.

Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρηση του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον. Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους • σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε.

Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες. Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάζω τη ζωή μου πού πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.

Αποσπάσματα του ημερολογίου.

14 Σεπτέμβρη 1941

Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα, και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή, πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
« Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου ; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
«Έτσι μοιάζει».
« Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε κα¬λά την πόρτα σου, και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. «Έρχομαι αμέσως ».

Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυ¬γαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πί¬σω απ’ αυτούς, είμαστε μια αλυσίδα φίλων, έτοι¬μοι να τους στηρίξωμε.

Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρό¬χειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι, κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην ο¬δό Σωτηροζ.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσουμε λίγες λέξεις, και βγαίνομε προσεκτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του, και προχωρούμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.

Βαδίζαμε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μιά πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson.

Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά εί¬ναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα τακτικά. Καθίζουμε άνετα, και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη, και έχει ανάγκη να μιλήση. Εί¬ναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα, και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. « Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω.

15 Σεπτέμβρη 1941


Το μεσημέρι τον είδα, όπως είχαμε συμφωνή¬σει. Το βραδάκι τον μετακινήσαμε προς άλλη διεύ¬θυνση.

Είμαι ευχαριστημένη. Κάθε φορά που βοηθού¬με άγγλο, έχω αυτή την πρόσθετη ικανοποίηση πως απαντούμε κατά κάποιο τρόπο στη βία του κατακτητή. Γιατί, είτε με την απάτη, είτε με την εξέγερση, την απάντηση στη βία τη νοιώθουμε σα νόμο ανάγκης.

30 Σεπτέμβρη 1941


Οι ιταλοί πιάσανε τη Λέλα Καραγιάννη, και τον άντρα της για απόκρυψη άγγλων. Και οι δυο δεν ομολογούν τίποτα. Κανένα μυστικό δεν ξεφεύ¬γει.

Οι κίνδυνοι παραμονεύουν από απίθανες μεριές. Για να προστατέψωμε τους φίλους μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, προσπαθούμε να γνωρίζωμε όσο το δυνατόν λιγώτερα. Ίσα ίσα αυτά που μας είναι αναγκαία για τη δουλειά μας. Μα η Λέλα Καρα¬γιάννη έχει απλωμένη δράση. Με δικό της καΐκι έστελνε στην Αίγυπτο όσους σκόρπιους συμμάχους εμάζευε. Το όνομά της μαθεύτηκε από ακριτομύθια άγγλων.

10 Οκτώβρη 1941


Ο καημένος ο Levesque , ένας βαθιά πνευ¬ματικός άνθρωπος και καλός φίλος, δοκίμασε να φύγη τη φρικτή ώρα της εισβολής των γερμανών. Μα το πλοίο ναυάγησε και κείνος γύρισε πίσω σε κακά χάλια, χωρίς χρήματα, χωρίς ρούχα. Είναι μόνος, αβοήθητος. Πως θα ζήση, λεπτός και καλ¬λιεργημένος, σε μιάν εποχή όπου μόνο οι μαυραγορίτες μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους;

Σκεφθήκαμε να του οργανώσωμε στο σπίτι μας μαθήματα λογοτεχνίας, και οι ακροατές κάτι να πληρώνουν. Για τον πρώτο καιρό είναι μιά διέξοδος.

16 Οκτώβρη 1941

Χτες βράδυ είχαμε το πρώτο μάθημα του Levesque. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Πήρε ως κεντρι¬κό θέμα τον «Άσωτο Υιό » του Andre Gide, και από κει προχώρησε και στην ανάλυση όλων των τρόπων, με τους οποίους άλλοι συγγραφείς έχουν δουλέψει την παραβολή αυτή του Ευαγγελίου. Το σαλόνι, η τραπεζαρία, η βιβλιοθήκη ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Περίπου ογδόντα άνθρωποι καθόμαστε πάνω στα τραπέζια, στο γραφείο του Κωστάκη, διπλοπόδι χάμω, και ακούγαμε μαγνητισμένοι. Άθελα ξαναγυρίζαμε στην παλιά γνώριμη πνευ¬ματική ατμόσφαιρα. οι αποχρώσεις της γνήσιας αισθητικής σκέψης του ομιλητή, γαλήνευε μέσα μας το δαίμονα του μίσους και της δράσης που μας κατέχει από την αρχή τής σκλαβιάς.

18 Οκτώβρη 1941

Όλο το πρωινό το περάσαμε με την Φωτεινή Αργυροπούλου στην Αγία Βαρβάρα. Άγγλοι α¬βοήθητοι βρίσκονται εκεί, σκορπισμένοι σε φτωχά σπίτια. Εκτός από ρούχα και τρόφιμα, είχαμε μα¬ζί μας και κάτι φυλλάδια με τις στοιχειώδεις αγ¬γλικές λέξεις μεταφρασμένες στα ελληνικά. Γιατί όλοι αυτοί οι ξένοι φίλοι μας, πρέπει να μοιάζουν όσο το δυνατόν λιγώτερο ξένοι.

20 Οκτώβρη 1941

Σήμερα ακούσαμε τα πρώτα ανεπανόρθωτα. Στην Ελευσίνα έγιναν εκτελέσεις ελλήνων. Χτες οι γερμανοί τουφέκισαν τρία παλληκάρια, τον Βαβουράκη, τον Πανωλιάσκο και τον Νίκα. Πριν λί¬γες μέρες είχαν τουφεκίσει και τον Χρήστο Στάμο. Και οι τέσσερες πεθαίνοντας, εξομολογούνται στον παπά που τους κοινώνησε, το μεγάλο καημό τους. την έννοια τους για τις γυναίκες και τα παιδιά τους που εγκαταλείπουν χωρίς προστάτη.

24 Οκτώβρη 1941

Ο Γιάννης Γιωργάκης ήρθε εκ μέρους του Μακαριωτάτου Δαμασκηνού, να μου πή ν’ αναλάβω τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Θα έχω κάθε βοήθεια από την Αρχιεπισκοπή. Θα τους δίνωμε μηνιαίο βοήθημα, ρούχα και τρόφιμα. Το δέχτηκα μ’ ευγνωμοσύνη.

27 Οκτώβρη 1941


Μεγάλη μέρα σήμερα. Σαν ανοίξαμε τα πα¬ράθυρα και να πλημμύρισε ήλιος το σπίτι. Ο Κω¬στάκης είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, ε¬πέτειο της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέ¬μου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πως θα το κάνη σήμερα, αντίθετα προς την εντολή της Κυ¬βέρνησης , γιατί την 28 Οκτωβρίου τη θεω¬ρούσε μέρα γιορτής εθνικής.

Έτσι κι έκανε. Το βράδυ μετά το μάθημα, όταν γύρισε στο σπίτι, πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιαν έκφραση θλίψης και περη¬φάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι από τα λόγια του, ένοιωθαν σαν ελεύθεροι σκλαβωμένοι.
Όταν μείναμε μόνοι, για να περάση η ώρα, αποφασίσαμε να βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας. Ανοίγω η ίδια. Κάποιος φίλος από την Ασφάλεια μας ειδοποιεί πως έρχονται να συλλάβουν τον Κωστάκη. Μια στιγμή συζητούμε τί πρέπει να γίνη. Είμαστε αναποφάσιστοι. Μα καλύτερα να φύγη από το σπίτι, μιά που πίσω απ’ αυτή τη δίωξη είναι ο εχθρός. Φεύγει λοιπόν αμέσως, και πάει στου παλιού καλού του φίλου, στου Γιώργου Λάπα. Σε μισή ώρα χτυπά πάλι η πόρτα, ανοίγω. Δυό νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άν¬δρα μου. Τους λέω πως λείπει. Με ρωτούν πότε θα γυρίση. Απαντώ, στις εννιά το βράδυ. Φεύγουν. Πλησιάζει οχτώ. Τα παιδιά πλαγιάζουν να κοι¬μηθούν. Η Δέσποινα με την κούκλα της αγκαλιά, η Ντόρα με την Τέντυ της, την πελώρια αρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις εννιά χτυπάει πάλι η πόρτα. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι.

«Ο κ. Τσάτσος ; » « Δεν είναι εδώ. »
Δείχνουν τις ταυτότητες των, και λένε : «’Α¬σφάλεια. θα κάνωμε έρευνα στο σπίτι». Και αρ¬χίζουν να ψάχνουν με τους δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στα δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα και τη Ντόρα με τον Τέντυ της. Δεν καταλαβαίνουν ποια είναι αυτή η σκιά κοντά στο παιδί. Ευτυχώς που η Ντό¬ρα κοιμάται βαθιά.
Μετά την έρευνα, μου δηλώνουν πως έχουν εν¬τολή ο ένας να εγκατασταθή στο σπίτι, και οι δυο άλλοι να φυλάνε την εξώπορτα. Πραγματικά οι δυο φεύγουν, και ο άλλος ξα¬πλώνει σε μιά βαθειά πολυθρόνα. Η ώρα περνά, έντεκα., μεσάνυχτα.. Έχω μιά νύστα αβάστακτη.
Ο άνθρωπος που έχει μείνει στο σπίτι μου λέει :
« τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συνέλαβα και επί Μεταξά » !
Τον κοιτάζω με οίκτο. « Μά δεν είσαι πολύ νέος να κάνης συνέχεια, αυτή τη δουλειά ; » τον ρωτώ.
Δέν μου απαντά μα σα να ντράπηκε, γιατί σε λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει : « Πρέπει να κατέβω να ιδώ τί κάνουν οι άλλοι » και εξαφανίζεται.
Κλείνω με ανακούφιση την πόρτα μου, και πάω επιτέλους στο κρεββάτι μου.

28 Οκτώβρη 1941

Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δεν τον έχω ξαναζήσει. Από τις εφτά με ξύπνησαν τα τηλέφωνα που από κείνη τη στιγμή κουδουνίζουν ακατάπαυ¬τα, οι σημερινές εφημερίδες γράφουν: «ο Κων¬σταντίνος Τσάτσος απολύεται και στερείται της συντάξεως του ». Το σπίτι γεμίζει από γνωστούς και άγνωστους. Την εξώπορτα την έχω αφήσει α¬νοιχτή. Πολιτικοί, αξιωματικοί και αξιωματού¬χοι, κοινοί θνητοί, όλοι είναι εδώ. Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει να μου μιλήση χωριστά. « Μετά το αλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος » μου λέει σιγά. Τα μάτια του είναι θολά από δάκρυα. « Θέλω να σας προσφέρω ό,τι διαθέτω » και βγάζει δειλά από την τσέπη του μιά χρυσή λίρα. Μιά στιγμή χάνω τα λόγια μου, συγκινημένη από το αίσθημα αυτού του ανθρώπου.
« Τώρα δέν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ. . . » ψιθυρίζω με φόβο μή τον προσβάλω. « Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ αληθινά ».

Φωνές ακούγονται στην οδό Κυδαθηναίων. Τρέ¬χω στο μπαλκόνι. ο δρόμος έχει μαυρίσει από φοιτητές. Τα παιδιά, αφού καταθέσανε λουλούδια στον Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω από το σπίτι μας. «Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » φωνάζουν με ρυθμό. «Άλλο θύμα του άξονα, ο Τσάτσος ».
Το τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω το ακου¬στικό. Είναι αξιωματικός της Αστυνομίας. « Προσπαθήστε να διαλύσετε τους φοιτητάς » μου λέει, «έρχονται οι ιταλοί».

Κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, βγαίνω στο δρόμο και λέω στους νέους : « Το μεγαλύτερο κα¬κό που μπορεί να συμβή στο δάσκαλο σας, είναι να χτυπηθή ένας από σας. Σας παρακαλώ να διαλυθήτε, να πάτε ήσυχα στα σπίτια σας. Πολύ σύν¬τομα θα είμαστε πάλι όλοι μαζί ».
Καταλαβαίνουν, και με δυσκολία αρχίζουν να διαλύωνται.

Ώς αργά τη νύχτα το σπίτι είναι ένα προσκύνη¬μα. οι άνθρωποι της ασφάλειας, φυλάνε πάντα στην οδό Κυδαθηναίων.

2 Νοέμβρη 1941

Ο κόσμος αραίωσε. Χτες δεν ήρθε κανείς. Ό¬λη τη μέρα ήμουν μόνη με τα παιδιά μου και τους μυστικούς που φυλάνε στο δρόμο. Σήμερα ούτε αυτοί. Πήγα στο Κέντρο Διανο¬μής Πλάκας, να μοιράσω γάλα. Δουλειά ωρών γιατί οι γυναίκες είναι πολλές. Πάνω στη φούρια ήρθε η Αντιγόνη , μιά περίφημη κοπέλλα πλακιώτισα, συνεργάτις μου από την αρχή του πολέ¬μου, και μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Πηγαίνετε στο σπίτι σας. είναι ανάγκη ». Άφησα τα χαρτιά μου στην Κίττη Βαλαωρίτη, που εργάζονταν πλάι μου, και γύρισα στο σπί¬τι. Τί να ιδώ ; οι άνθρωποι της Ασφάλειας είχαν αναστατώσει τα πάντα. Η Ευδοξία έκλαιγε τρέμοντας σε μιά γωνιά της τραπεζαρίας.
Τα παι¬διά μου στο δωμάτιο τους ήταν αμίλητα. Έφεξε το προσωπάκι τους σαν με είδαν. Ξαναβγήκα στο χώλλ. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μαζευτή γύρω από το τηλέφωνο.
« Τί θέλετε ; » τους είπα, « Δεν έχετε καταλάβει πως ο Τσάτσος κρύβεται : Είναι η τρίτη έρευνα που μας κάνετε. Γιατί μας ενοχλείτε ; Σε ποιόν κάνετε πόλεμο νεύρων ; στα μικρά παιδιά την ώρα που λείπω ; την ώρα που μοιράζομε γάλα στον κόσμο που πεθαίνει της πείνας ; »
Ο ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε. Πήρε το ακου¬στικό του τηλεφώνου και είπε δυνατά για να με τρομάξη : « Αυτή την υπόθεση πρέπει πιά να την αναλάβουν οι ιταλοί ». «Ίσως να είναι καλύτεροι από σας » απάν¬τησα και τους γύρισα την πλάτη.

4 Νοέμβρη 1941

Κανείς δεν φάνηκε σήμερα. Ούτε καλός, ούτε κακός. Στο Πανεπιστήμιο τα παιδιά εξακολουθούν να φωνάζουν ρυθμικά : « Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » και να χτυπούν τα πόδια τους και τα θρανία τους.

6 Νοέμβρη 1941

Φρικτή ατμόσφαιρα. Από παντού το αδιέξο¬δο. Δε θέλω να μιλήσω σε κανένα για μας. Ντρέπο¬μαι για τη σκλαβιά, όπως ντρέπομαι για την ασχή¬μια.

7 Νοέμβρη 1941

Το πρωί τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμα¬σκηνός. Όλες αυτές τις μέρες έλειπε στην Φανερωμένη της Σαλαμίνας. Μόλις γύρισε και πληροφορήθηκε τα πανεπιστημιακά, με κάλεσε στην Αρχιεπισκοπή. Πήγα και τον είδα για πρώτη φορά από κοντά, και του εξιστόρησα τα γεγονότα. Με άκουσε με προσο¬χή, και μου είπε. «Ο Κωστάκης να μη γυρίση σπίτι του αν δε σου πω εγώ ». Μου έκανε εντύπωση η μεγάλη του ειλικρίνεια και η ταχύτητα και η ασφάλεια της κρίσης του.

15 Νοέμβρη 1941
Ο Δεσπότης μου τηλεφωνεί ταχτικά και πάν¬τα λιγόλογα. «Ο Κωστάκης να μή γυρίση».

18 Νοέμβρη 1941


Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος μου είπε στο τηλέ¬φωνο γελώντας: « Καιρός είναι να πής στον άντρα σου να μαζευτή στο σπίτι του ».
Ο Κωστάκης είναι πάλι εδώ………

Από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου Φύλλα κατοχής, σελίδες 12 έως 23.

Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.




Copyright Ορθόδοξη Πορεία
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

5
1940: Η Παναγία στο μέτωπο


Πορεία στα χιόνια στο Αλβανικό Μέτωπο (από εδώ).
Προσευχή για τους νεκρούς των πολέμων, δικούς και εχθρούς

Το ιστολόγιό μας δεν έχει πολιτικό ενδιαφέρον, ούτε πατριωτικό, αλλά καθαρά πνευματικό. Αν και αγαπώ την πατρίδα μου, είμαι και ορθόδοξος χριστιανός (έννοια απολύτως πανανθρώπινη), άρα για μένα η ζωή και η σωτηρία της ψυχής του Τούρκου ή Γερμανού εισβολέα έχει την ίδια αξία με εκείνη του Έλληνα στρατιώτη. Έτσι το βλέπω, εκεί με οδηγεί η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά του λαού μου, είτε αρέσει αυτό σε μερικούς είτε όχι. Θα προτιμούσα να μη σκανδαλιστείτε, όλοι οι πατριώτες, αλλά να προβληματιστείτε και να δείξετε έστω κατανόηση.
Αυτή η ορθόδοξη άποψη έχει σοβαρά ερείσματα στην ιστορία του λαού μας. Ναι, έχουν υπάρξει χαροκαμένες μανάδες που έχουν φερθεί με ανθρωπιά σε τραυματίες, αιχμάλωτους ή νεκρούς εισβολείς.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άγιοι εμφανίζονται σε μάχες υπέρ των (αμυνόμενων) χριστιανών: ο άγιος Δημήτριος στην πολιορκία του Σκυλογιάννη και στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913, ο άγ. Μηνάς στο Ελ Αλαμέιν, ο αρχάγγελος Μιχαήλ στο Μανταμάδο (όπου μάλιστα σκότωσε τους πειρατές), η Παναγία κατά την επίθεση των Αβάρων (όταν ψάλθηκε ο Ακάθιστος Ύμνος) και φυσικά στο Αλβανικό Μέτωπο.
Γιατί οι άγιοι το κάνουν αυτό; Παρεμβαίνουν σωστικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για λόγους που εκείνοι ξέρουν. Συγκαταβαίνουν στην ανθρώπινη αδυναμία. Έρχονται να προστατέψουν. Σταματάνε μεγαλύτερες συμφορές. Υπακούνε σε αγωνιώδεις προσευχές ανθρώπων με καθαρή καρδιά. Αυτά είναι ΠΙΘΑΝΟΙ ΛΟΓΟΙ. Δε μπορώ να το κρίνω - εγώ δεν αγαπώ τον εχθρό μου πιο πολύ απ' όσο τον αγαπούν ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοι. Μπορώ μόνο να καταγράψω τις μαρτυρίες.
Η Παναγία στον Ορχομενό και ο άγ. Χαράλαμπος στα Φιλιατρά σταμάτησαν τους ναζί, δεν τους σκότωσαν. Γιατί το έκαναν; Δε γίνεται μάρτυρας ο αθώος που πεθαίνει από μαχαίρι εισβολέα; Γιατί δεν το έκαναν στα Καλάβρυτα ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στους θαλάμους βασανιστηρίων; Μπορεί στον Ορχομενό, στα Φιλιατρά και όπου αλλού έγινε κάτι παρόμοιο, οι άνθρωποι να μην ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες ή μπορεί ο Θεός να παρενέβη, επειδή ίσως κάποια προτεστάντισσα Γερμανίδα μάνα προσευχόταν με αγωνία & καθαρή καρδιά για το γιο της κι ο Θεός δεν τον άφησε να λερώσει τα χέρια του με αίμα γυναικόπαιδων.
Επαναλαμβάνω, δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι η σφαγή το θύμα το καθαγιάζει (όταν είναι αθώο) και το σφαγέα τον στέλνει στην κόλαση, ξέρω πως ο Θεός νοιάζεται πιο πολύ για τα θύματα της αδικίας απ' όσο νοιάζομαι εγώ ή ένας ιστορικός ή δημοσιογράφος ή ακόμη και η μητέρα τους - και ξέρω πως ο Θεός ενεργεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι θα θέλαμε εμείς να ενεργήσει. Αυτό μας σκανδαλίζει, γιατί πάντα ξεγελάμε τη συνείδησή μας λέγοντάς της πως εμείς είμαστε σοφότεροι ή πιο δίκαιοι απ' το Θεό και πως ο Θεός κάνει λάθη, ενώ εμείς, αν ήμασταν στη θέση Του, "δε θα κάναμε" - οι καημένοι...


Η εικόνα της Παναγίας του Ορχομενού. Ζωγραφίστηκε με έξοδα του Γερμανού διοικητή Χόφμαν, που είχε κάνει την αποτυχημένη επίθεση στις 10 Σεπτ. 1942.

Είναι οφθαλμοφανές πως οι εμφανίσεις αυτές θυμίζουν τις παρεμβάσεις των θεών στα ομηρικά έπη. Αυτό βοηθάει όποιον θέλει να τις ερμηνεύσει ως μύθουςή ψευδαισθήσεις, γεννημένες απ' τη φαντασία των πιστών που έχουν επείγουσα ανάγκη να νιώσουν την υψηλή προστασία κάποιου ισχυρού (αλλά ανύπαρκτου) πνεύματος. Όμως οι πιο καλά μαρτυρημένες τέτοιες εμφανίσεις -της Παναγίας στο μέτωπο του 40- είναι πολύ κοντά σε μας (δεν απέχουν αιώνες, ώστε να μπορούμε να τις αγνοήσουμε πλήρως) και καλό είναι να μην απορριφθούν ελαφρά τη καρδία ακόμη κι από έναν "άπιστο", χωρίς να τον κάνουν, όχι να "πιστέψει", αλλά να βάλει ένα ερωτηματικό.
Ο μέσος άνθρωπος δεν περιμένει να δει την Παναγία, ώστε να αυθυποβληθεί σε οράματα, και μάλιστα πολλά & ομαδικά. Την Παναγία την έστειλαν στους φαντάρους, περισσότερο ακόμα κι από τη δικαιοσύνη του αμυντικού αγώνα, οι προσευχές των μανάδων τους. Αυτό νομίζω.
Όσο για τις εμφανίσεις των αρχαίων θεών, εμφανίσεις πνευμάτων καταγράφονται σ' όλους τους πολιτισμούς, όλες τις εποχές. Αυτές τις αμέτρητες εμφανίσεις, ο πιστός του Διαφωτισμού απλά τις χαρακτηρίζει μύθους (αυθαίρετα) χωρίς να προβληματιστεί καν· ο πιστός των θρησκειών τις δέχεται όπως είναι, χωρίς να το ψάξει (όταν ένα πνεύμα τού λέει πως είναι θεός ή άγγελος το πιστεύει αμέσως)· ο ορθόδοξος χριστιανός, ακόμα κι αν εμφανιστεί ο Χριστός,το αμφισβητεί και διερευνά την ταυτότητα του οράματος ανάλογα με τη συμπεριφορά του πνεύματος.

Εμφανίσεις της Παναγίας σε Έλληνες στρατιώτες το 1940

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ (εδώ & εδώ)


Επιμέλεια: π. Δημητρίου Αθανασίου

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Πίνδο, η Παναγία ήταν η προστάτιδα και οδηγός των στρατιωτών. Οι στρατιώτες την έβλεπαν με τα μάτια της πίστης τους να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Β. Μπούρη, σύμφωνα με την οποία ο θείος της, Σπυρίδων Χουλιάρας, που πολέμησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να αφηγείται το εξής θαύμα της Παναγίας: ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και σαν οδηγός τους οδήγησε μπροστά στον εχθρό, έτοιμους να τον αντιμετωπίσουν.
Το θαύμα αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους στρατιώτες που πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου. Κατά μήκος όλου του μετώπου έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια γυναικεία μορφή βάδιζε ψηλόλιγνη, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Ήταν η Παναγία, η υπέρμαχος στρατηγός των Ελλήνων.
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:

«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .

Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .

«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…»

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.

«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» ["Νεκρός": άραγε πού να βρίσκεται τώρα αυτό το κειμήλιο;].

Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.

Απόσπασμα από την εργασία "Η τιμή της Θεοτόκου στην Ήπειρο"

Η Αγία Σκέπη: ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών, βλέπει την Παναγία να σκεπάζει προστατευτικά το λαό μ' ένα ουράνιο ύφασμα. Στη μέση στέκεται ο μεγάλος ποιητής και μουσικός άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Σ' αυτό το όραμα βασίστηκε η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που γιορτάζεται 1 Οκτ., αλλά στην Ελλάδα, από το 1952, 28 Οκτ.

Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζαρος γράφει για τις εμφανίσεις της Παναγίας στον πόλεμο του '40

Ο άγων ήταν ιερός. Οι Έλληνες πολεμούσαν υπέρ Πί­στεως και Πατρίδος. Εγνώριζαν, ότι αν πατούσαν τον τόπο μας οι Φράγκοι, οι παπικοί θα μας νόθευαν την πίστι και θα μόλυναν την Ορθοδοξία.
Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη στον υπολοχαγό Νικόλαον Γκάντζαρον. Στα χρόνια της Κατοχής είχα την ευκαιρία, να τον γνωρίσω στα Γιάννενα. Εκεί μου το διηγήθηκε και ο ίδιος.
Επειδή όμως δεν διέσωζα τις λεπτομέρειες, τον παρα κάλεσα να μου τα γράψη. Παραθέτω την απάντησί του και την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο της απαντητικής επιστολής του και η αναφορά του:

Εν Ιωαννίνοις τη 3.2.1968
Πανοσιολογιώτατε,
Ο αδελφός μου Σωτήριος δι’ επιστολής του μοι διεβίβασε την υμετέραν παράκλησιν, όπως σας γράψω περί του υπ’ εμού οράματος της Θεοτόκου κατά τον Ελληνοϊταλικόν πόλεμον 1940-41…
Ετύγχανον Διμοιρίτης της Γ’ Διμοιρίας (2ου Λόχου, Ι Τάγματος, 40ου Συντάγματος Ευζώνων), ότε εις την περιοχήν Α’, του χωρίου Γκολέμι εν Β. Ηπείρω (Αλβανία) κατά μίαν προσωρινήν ανάπαυλαν του Τάγματος εν εφεδρεία, καθ’ ην δεν εδικαιολογείτο παραίσθησις ή ολιγοψυχία, συ νέβη το όραμα. Θεωρώ λοιπόν επιβεβλημένον μου καθήκον να σας ε νημερώσω περί του γεγονότος εκείνου.
Τούτο περιγράφεται εν τη υποβληθείση αναφορά μου, της οποίας ακριβές αντίγραφον σας εγκλείω.
Επειδή ως Χριστιανός δεν επιθυμώ θόρυβον περί το ό νομά μου, παρακαλείσθε θερμότατα, όπως μείνω άγνωστος, πράγμα όπερ έχω και ως αρχήν.
Μετά σεβασμού
Νικόλαος Γκάτζαρος
Οδός Λόρδου Βύρωνος 9, Ιωάννινα

Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυρια κήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύ σει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επι στροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγ μεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλ μοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ί να γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβρι ζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπε ρισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικη τήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

* * *
«Θεοτόκε η ελπίς, πάντων των Χριστιανών, σκέπε φρούρει φύλαττε, τους ελπίζοντας εις Σε»

Κοντάκιον της αγίας Σκέπης
Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Ώσπερ νεφέλη αγλαώς επισκιάζουσα, της Εκκλησίας τα πληρώματα Πανάχραντε, εν τη πόλει πάλαι ώφθης τη βασιλίδι. Αλλ’ ως σκέπη του λαού σου και υπέρμαχος, περισκέπασον ημάς εκ πάσης θλίψεως, τους κραυγάζοντας. Χαίρε Σκέπη ολόφωτε.

* * *

Άξιόν εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θε ού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την Όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.

Πηγή: Περιοδικόν «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
Αριθμ. 62-63, ΙΟΥΛΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1995
Από το o-nekros

http://kalyterotera.blogspot.com/2011/10/1940.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

6
ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ
ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΤΣΑΜΗΔΕΣ ΤΟ 1941 - 1944


Εγκλήματα Βουλγάρων και Τουρκοτσάμηδων.
Ένω αί δυνάμεις Κατοχής των Γερμανών καί Ιταλών έτήρουν κατ' ανάγκην ώρισμένα προσχήματα, κατά τήν συμπεριφοράν των, έναντι τοϋ άνυπερασπίστου Ελληνικοί) λαοΰ, οΐ Βούλγαροι καί Τουρκοτσάμηδες επέδειξαν άπροσχημάτιστον καί έπαίσχυντον διαγωγήν έναντι τούτου.

Έπέπεσαν κατ' αϋτοϋ ως ΰαινες και τσακάλια καί επεχείρησαν δι' όλων των μέσων νά εφαρμόσουν ευθύς εξ αρχής τους σκοπούς των. Ησαν δέ οΐ σκοποί αυτοί, όσον αφορά τους Βουλγάρους,
απλοί καί λίαν ρεαλιστικοί.
Πλήρης εκβουλγαρισμός καί έξαφάνιοις τοϋ Ελληνικού στοιχείου είς τάς παραχωρηθείσας είς αυτούς περιοχάς καί εντός συντόμου χρόνου.
Ριζική λύσις τοϋ θέματος τής εθνικότητος των ως άνω περιοχών δι' άπαλήψεως πόσης Ελληνικής μαρτυρίας ή διαφόρου στοιχείου.

Οι Έλληνες κάτοικοι ήμέράν τίνα έπληροφορήθησαν ότι ήσαν Βούλγαροι καί εκλήθησαν όπως εντός ολίγων ήμερων παραλάβουν τάς νέας ταυτότητας των αϊ όποίαι είχαν τά νέα βουλγαρικά ονόματα των.

Τά σχολεία των, αι έκκλησίαι, αί πόλεις καί οι δρόμοι των, τά χωρία τα ορη καί όλα τά τοπωνύμια έγιναν βουλγαρικά.

Άπηλείφθη κάθε τί τό έλληνικόν ακόμη καί είς τους προγονικούς τάφους των είς τό νεκροταφεία ,

Απηγορεύθη ή "Ελληνική γλώσσα καί εδόθη μικρά προθεσμία άπομακρύνσεως έκ τής περιοχής παντός ατόμου έχοντος διάφορον άποψιν.

Είναι τέλος γνωστά τά απάνθρωπα καί ανατριχιαστικά εγκλήματα των Βουλγάρων σωβινιστών είς βάρος του
Ελληνικού πληθυσμού τής περιοχής, ώς καί ή έκτασις ήν ελαβον ταύτα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρακάτω
28-9-1941 Οί Βούλγαροι αρχίζουν όμαδικάς σφαγάς τοΰ πληθυσμού της Μακεδονίας. Έξετελέσθησαν 1500 άτομα εϊς Δράμαν,397 εις Δοξατον,133 εις Κύρνα 160 είς Χωρισίήν,1 εις Κ. Νευροκόπι, 38 εις Μεγαλόκαμπο κλπ.


Αϊ σφαγαί συνεχίσθησαν μέχρι της 20ης Όκτωβρίου, τά δέ θύματα υπερέβησαν συνολικώς τάς 15.000.

Επεχειρείτο αληθής γενοκτονία είς βάρος τοΰ Ελληνικού λαού.

Ενω οι Βούλγαροι έσφαζαν Έλληνες Ο Ελας έκανε Δημόσιες Σχέσεις μαζί τους στη Μακεδονία (πατηστε εδω)

Οι Τουρκοτσάμηδες τής περιοχής Θεσπρωτίας ηθέλησαν νά μιμηθούν τους Βουλγάρους και οπωσδήποτε νά μή υστερήσουν τών προγόνων των τής εποχής τής τουρκοκρατίας.

Τό έγκλημα, ή αρπαγή καί ή έξαφάνισις ατόμων εν πλήρη ήμερα ήτο σύνηθες φαινόμενον.
'
Απήχησαν επιμόνως καί άπό τής πρώτης ημέρας τής είσόδου τών Ιταλών είς τήν περίοχήν, τήν ένσωμάτωσιν τής Θεσπρωτίας είς τό Ίταλο Άλβανικόν βασίλειον.

Ήγωνίσθησαν σκληρά μετά τών Ιταλών καί έν συνεχεία τών Γερμανών εναντίον των Ελλήνων ανταρτών.
Μέ τό τέλος τής κατοχής κατέΦυγον, Οσοι επέζησαν, είς τήν γείτονα Άλβαν'ιαν, ϊνα αποφύγουν τήν Νέμεσιν τής Δικαιοσύνης, άπαλλαξαντες οπωσδήποτε τήν περίοχήν τής παρουσίας των, οριστικώς καί αμετακλήτως
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 30-7-46
κλικ στην φωτογραφία για μεγαλύτερο μέγεθος

pathfinder.gr/Iapetos_/839973
http://www.gataros1.info/
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

7
Αφιέρωμα με πολλά άρθρα και φωτογραφικό υλικό.

http://www.filoumenos.com/index.php?opt ... &Itemid=91
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

8
«Έτσι μεταφέραμε τα πυρομαχικά...»


«Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε.

Μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη». Γυναίκες της Πίνδου (Νικηφόρος Βρεττάκος).

Πιστές στο καθήκον τους οι γυναίκες της Πίνδου που γι’ αυτές έχουν γραφτεί εκατοντάδες κείμενα και μαρτυρίες. Κάποιες από αυτές (στο Εφταχώρι και στη Ζούζουλη) είχε καταγράψει ο κ. Λάζαρος Αρσενίου (δημοσιογράφος και συγγραφέας).

Η Κατερίνη Κωστάρα, 40 χρονών τότε, αφηγήθηκε: «Εκεί που είμαστε κρυμμένες στο δάσος με τα παιδιά, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε στο χωριό. Ήρθε, μας είπαν, ο στρατός μας και χρειάζεται να τον βοηθήσουμε. Πήραμε όλες θάρρος και γυρίσαμε. Όταν, κατόπιν, μας είπαν ότι η βοήθεια είναι να μεταφέρουμε πυρομαχικά, πήγαμε πρόθυμα όλες οι γυναίκες.

Η Γλυκερία Ευαγγέλου προσθέτει: «Στη μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες, 20 μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στη μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από τη μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας».

Η Βαγγέλη Ντινολάζου, 31 χρονών τότε, με 5 παιδιά, γυναίκα του αγροφύλακα, είπε: «Τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, με δεκαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες».

Η Ευτυχία Λαζοπούλου, 33 χρονών τότε, είπε: «Ο άντρας μου πήγε οδηγός σε τμήμα κι εγώ στη μεταφορά. Τα πέντε παιδιά μας τα αφήσαμε μόνα τους. Τα πυρομαχικά από το χωριό τα ανεβάζαμε στον Σταυρό και στο Εικόνισμα Πασιαλή, τις πρώτες μέρες. Έπειτα στις Βρίζες και στα Λευκάδια. Αποστάσεις μισής ή μίας ώρας, κάναμε σε διπλάσιο ίσως και περισσότερο χρόνο. Εκτός από την ανηφόρα και από το φορτίο ήταν και οι σφαίρες με τις οβίδες. Γινόταν μάχη εκεί κοντά και έπεφταν συνέχεια. Κάθε τόσο σταματούσαμε, για να προφυλαχτούμε. Στην αρχή φοβόμαστε. Έπειτα συνηθίσαμε και τις εκρήξεις από οβίδες και τα σφυρίγματα από σφαίρες. Γελούσαμε και πειραζόμαστε η μία με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμάμε».

Η Χάιδω Γεωργίου συμπληρώνει: «Μας είχαν πει να μην χτυπάμε τα κασάκια απότομα στο ξεφόρτωμα ή στο σταμάτημα για ξεκούραση, υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν οι χειροβομβίδες ή άλλα πυρομαχικά. Με τα κασάκια πηγαίναμε στα παιδιά που πολεμούσαν νερό να ξεδιψάσουν, ψωμί, τυρί ό,τι άλλο πρόχειρο είχαμε. Ξέραμε ότι δεν είχαν τίποτα να φάνε. Αλλά ούτε κι εμείς είχαμε. Άλλωστε ποια γυναίκα πρόφταινε να μαγειρεύει καθημερινά εκείνες τις ώρες;».

Η Τριανταφυλλιά Αδάμου λέει: «Τα κασάκια μας είπαν δεν έπρεπε να βρέχονται. Δεν θα έπαιρναν φωτιά τα πυρομαχικά τους στη μάχη και θα πήγαινε ο κόπος μας χαμένος. Εκείνες, ιδίως, τις μέρες έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να προφυλάξουμε τα κασάκια, τα «φασκιώναμε» με μάλλινες κουβέρτες, όπως τα μωρά. Οι κουβέρτες μούσκευαν και γινόταν πολύ βαριές. Όταν πριν τον πόλεμο ανεβάζαμε στον Σταυρό έναν τρουβά με ψωμί και τυρί στους άντρες μας που βοσκούταν εκεί πρόβατα, μας φαινόταν βαρύς. Τώρα, το κασάκι με σφαίρες και με κουβέρτα μουσκεμένη μας φαινόταν ελαφρό».

Η Κατερίνη Απ. Κωστάρα, 29 χρονών τότε, αφηγείται: «Μια μέρα, κατά το μεσημέρι, ήρθε ένα ιταλικό αεροπλάνο. Μας είχαν πει πρωτύτερα οι στρατιώτες να μην φοβόμαστε τα αεροπλάνα και να μην τρέχουμε εδώ κι εκεί να κρυφτούμε, αλλα να μένουμε ακίνητες. Έτσι, πέσαμε όλες καταγής. Το αεροπλάνο έκανε μερικές βόλτες κι έφυγε. Εμείς σηκωθήκαμε και συνεχίσαμε τη μεταφορά».

Η Ασημίνα Παπαβασιλείου, 30 χρονών τότε, με τρία παιδιά, είπε: «Κάποια φορά στις Βρίζες βρήκαμε έναν τραυματισμένο. Οι άλλοι στρατιώτες πολεμούσαν και δεν άδειαζαν να τον μεταφέρουν. Είπαν να τον μεταφέρουμε εμείς. Τον φορτωθήκαμε πρόθυμα και προσεκτικά τον κατεβάσαμε στη Ζούζουλη. Γύρω μας έπεφτε και από καμιά σφαίρα. Από τη Ζούζουλη τον πήγαν άλλοι στο Εφταχώρι, όπου έγινε νοσοκομείο. Εμείς συνεχίσαμε να ανεβάζουμε πυρομαχικά και να κατεβάζουμε τραυματισμένους όταν υπήρχαν».

* Σύμφωνα με το βιβλίο του κ. Λάζαρου Αρσενίου «Ο πόλεμος της Ελλάδας το 1940 – 1941 με την Ιταλία και με τη Γερμανία» όταν κατέκτησαν την Ελλάδα οι Ιταλοί «απέστειλαν στη Ζούζουλη μια μονάδα φασιστών μελανοχιτώνων. Κάποιοι βίασαν γυναίκες, που μετέφεραν πυρομαχικά. Για ταπείνωση και εκδίκηση. Οι γυναίκες της Πίνδου - οι ίδιες οι παθούσες μας έδωσαν τα ονόματά τους - υπέστησαν και την ταπείνωση αυτή σιωπηλά. Αλλά δεν μετάνιωσαν για όσα πρόσφεραν στην πατρίδα».



http://www.agioritikovima.gr/
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Αφιέρωμα στο 1940 και την Γερμανική κατοχή

9
Άοπλοι πολεμήσατε πάνοπλους και νικήσατε...
Εικόνα
Ο Ρ/Σ της Μόσχας το 1942, την επέτειο της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, μετέδωσε: '' Άοπλοι πολεμήσατε πάνοπλους και νικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και υπερισχύσατε.

Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, διότι είστε Έλληνες. Οι Ρώσοι ως άνθρωποι κερδίσαμε χρόνο χάριν στην αντίστασή σας, για να αμυνθούμε. Σας ευχαριστούμε ''.


Ιταλία και Γερμανία χρειάστηκαν συνολικά 7 μήνες για να καταλάβουν την Ελλάδα. Έτσι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να αναβάλει την επίθεση της κατά της Σοβιετικής Ενώσεως κατά 6 εβδομάδες, με συνέπεια τις αρχικές σαρωτικές νίκες του, να διαδεχθεί η δεινή ήττα του στο Ανατολικό Μέτωπο, που αποτέλεσε αφετηρία της ήττας της Γερμανίας στην Ευρώπη.

Νικόλαος Μάρτης
πρώην Υπουργός και βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.


http://proskynitis.blogspot.gr/2014/10/ ... t_763.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα”