Σελίδα 1 από 3

Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 06 Ιουν 2014, 20:12
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΡΟΤΥΠΑ ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ
Εικόνα
Ως γνωστόν η ανδρεία δεν είναι μόνο ανδρική ιδιότητα αλλά και γυναικεία. Είναι μια υπερβατική ενέργεια που σχετίζεται με το σθένος και την ανυποχωρητικότητα μπροστά στις δυσκολίες, τις φοβίες και τις προκλήσεις της ζωής αλλά και της προσωπικής μας καθημερινής αναμέτρησης με τον εαυτό μας.
Ολοι γνωρίζουμε πόσο καίριο ρόλο διαδραματίζει η μάνα στην διάπλαση και διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών της. Εκτός από τις κατά φύσιν μάνες, υπάρχουν και οι κατ’ εκπαίδευση και κατά γνώση και χάρη μάνες όπως πρέπει να είναι οι ευσυνείδητες δασκάλες και ιδιαίτερα οι Ελληνίδες δασκάλες που ως πρώτιστο μέλημα πρέπει να έχουν την Ελληνοκεντρική και Χριστοκεντρική εκπαίδευση των Ελληνόπαιδων.

Τέτοια, λοιπόν, λαμπρά παραδείγματα Ελληνίδων θα παρουσιάσουμε σε αυτό το αφιέρωμα.
Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με την ηρωική Αικατερίνη Χατζηγεωργίου που πυρπολήθηκε ζωντανή από τους φανατικά ανθέλληνες Βούλγαρους συμμορίτες στο χωριό ΓΚΡΙΤΣΙΣΤΑ (ΕΛΛΗΝΟΧΩΡΙ) ΓΕΥΓΕΛΗΣ στην σημερινή δημοκρατία της VARDARSKA.
Η ηρωίδα Αικατερίνη Χατζηγεωργίου αρνήθηκε να σταματήσει να διδάσκει την ελληνική γλώσσα στα παιδιά της Γκρίτσιστας και να προσχωρήσει στην Βουλγαρική Εξαρχία. Παρά τις επανειλημμένες απειλές των Βουλγάρων έμεινε ακλόνητη στο λειτούργημά της μέχρι την ημέρα που το σπίτι της κυκλώθηκε από συμμορία κομιτατζήδων που πυρπόλησε το σπίτι της και αυτή αντί να φοβηθεί και να υποκύψει έβγαλε το περίστροφο που είχε για να προστατεύει τον εαυτό της από τους βαρβάρους και έπεσε μαχόμενη περνώντας έτσι στο Ελληνικό Πάνθεον των ηρώων, αφού έστειλε πρώτα ουκ ολίγους κομιτατζήδες να συναντήσουν τους προγόνους τους.
Συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας στον ακριτικό Έβρο με τις δύο σύγχρονες Ελληνίδες πρότυπα. Η μια ζωντανή και η άλλη δικαιωμένη. Ξεκινώντας πρώτα από την κεκοιμημένη να αναφερθούμε ότι πρόκειται για την Βασιλική Λαμπίδου την κυρά των Μαρασίων της οποίας το βλέμμα ακτινοβολούσε Ελληνικό φως σαν το φως της Ουράνιας Πατρίδας μας στην οποία τώρα αναπαύεται.
Δύο ήταν τα χαρακτηριστικά της γλυκιάς αυτής γερόντισσας: Ηταν μητέρα τεσσάρων τέκνων, τρία εκ των οποίων έχασε νωρίς. Το έτερο άλλο κυριότερο χαρακτηριστικό της ήταν η λατρεία για τον Ελληνικό Στρατό και την μητέρα Ελλάδα.
Διακονούσε με αυταπάρνηση τους στρατιώτες του φυλακίου των Μαρασίων επί πενήντα συναπτά έτη ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών και έκανε κάθε πρωί και βράδυ έπαρση και υποστολή της λατρεμένης της Ελληνικής Σημαίας. Βλέπετε το σπίτι της απείχε μόνο 300 μέτρα από την κατεχόμενη υπό των Τούρκων ανατολική Θράκη.
Η άλλη ηρωίδα της Θράκης και της Ελλάδας μας που επίσης φωτίζεται από το ΕΛΛΑΝΙΟ ΦΩΣ είναι η δασκάλα Χαρά Νικοπούλου. Θα μπορούσε να διάγει βίον ανέμελον και ανέφελον μεταξύ Εκάλης – Κολωνακίου και Μυκόνου – Αραχώβης.
Η ελληνική της συνείδηση όμως και η λατρεία της για την μητέρα Ελλάδα καθώς και η συναίσθηση αποστολής, την έκαναν αυτοβούλως να επιλέξει ένα πόστο μάχης: Το ακριτικό χωριό Δέρειο (ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΔΕΡΟΣ;) στην ορεινή Ροδόπη και στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα όπου οργιάζει η προπαγάνδα του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής και είναι νωπές οι μνήμες όλων μας από τις επιθέσεις φανατικών ανθελλήνων εναντίον Γαλλικού τηλεοπτικού συνεργείου και λίγο παλαιότερα εναντίον Ελλήνων ηθοποιών που έκαναν ένα απλό γύρισμα για μια τηλεοπτική σειρά ιδιωτικού τηλεσταθμού.
Όλα βέβαια τα παραπάνω γεγονότα έμειναν αναπάντητα από τους ελληνόφωνους πολιτικάντηδες και ιδιαίτερα από τους πελατειακά σκεπτόμενους Ελληνες (;) βουλευτής της Θράκης.
Η αγαπημένη μας Χαρά πάνω στης Θράκης τα βουνά από το 2004 που διορίστηκε εκεί άρχισε να επανελληνίζει τα ζαλισμένα από την μισαλλόδοξη τουρκική προπαγάνδα παιδιά του Μεγάλου Δερείου.
Αυτό δεν άρεσε στο προξενείο της Κομοτηνής που άρχισε να την απειλεί στην αρχή λεκτικά και όταν διαπίστωσε ότι αυτή η τακτική δεν φέρει αποτέλεσμα, δια χειρός μίσθαρνου οργάνου της, προκάλεσε κάταγμα στον βραχίονα της ηρωικής δασκάλας στις 8/2/2008.
Αυτό που δεν κατάλαβαν όμως, οι μισέλληνες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής είναι ότι μ’ αυτήν τους την κίνηση έσκαψαν μόνοι τους τον λάκκον τους γιατί η Χαρά πείσμωσε και δυνάμωσε περισσότερο και όταν θυμώνει ένας Ελλάνιος Γόνος ξέρουμε τι συμβαίνει μετά…
Να κατηφορίσουμε όμως από την ακριτική Θράκη προς ένα ακόμη σημείο της πατρίδας μας που επιβουλεύεται η πάντα ύπουλη Τουρκία. Μιλάμε για το πανέμορφο Καστελόριζο, το νησιώτικο σύμπλεγμα του οποίου αποτελείται από εννέα νησιά μαζί με αυτό. Ολοι μας γνωρίζουμε τι δύναμη γεωπολιτική, γεωστρατηγική και ενεργειακή δίνει αυτό το νησί στην πατρίδα μας και πόσο σκληρά πρέπει να το υπερασπιστούμε ανεξαρτήτως θυσιών.
Για να παραμένει, όμως, μέχρι σήμερα το νησί αυτό Ελληνικό μαζί με την συστάδα νησιών γύρω του, σημαντικό ως καίριο ρόλο διαδραμάτισε η Δέσποινα Αχλαδιώτου η επονομαζόμενη Κυρά της Ρω.
Αυτή η Αγνή Δωδεκανήσια Ελληνίδα με την παραδοσιακή αρχοντική της φορεσιά είχε γίνει ένα με την σημαία την Ελληνική την οποία ύψωνε (όπως και η Βασιλική Λαμπίδου) στην νησίδα Ρω από το 1943 έως το 1982, έτος κοιμήσεώς της.
Τι κοινό είχαν και οι δύο αυτές γιαγιάδες; Την Ελληνική Φλόγα μέσα τους που πήγαζε από την πίστη και την λατρεία για την ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ. Υψωνε λοιπόν την σημαία σε μια περίοδο που η πλειοψηφία των κατοίκων του νησιωτικού συμπλέγματος – της Μεγίστης είχαν μεταναστεύσει σε Κύπρο, Μέση Ανατολή, Αίγυπτο, Νότιο Αφρική, Αυστραλία.
Ας κάνουμε όλοι μας τους συσχετισμούς με το σήμερα που το ανθελληνικό σύστημα θέλει να μας διώξει από την θαλασσοφίλητη πατρίδα μας και γιατί με νύχια και με δόντια και μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος μας πρέπει να γαντζωθούμε πάνω στον ΙΕΡΟΝ ΒΡΑΧΟΝ – ΦΩΤΕΙΝΟΝ ΛΙΘΟΝ που ονομάζεται Ελλάδα.
Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες έγραφαν οι Κύπριοι Αγωνιστές από το 1931 στην εξέγερση εναντίον του Αγγλικού ζυγού μέχρι την λαμπρήν εποποΐαν της ΕΟΚΑ τα έτη 1955 – 1959 πάλι εναντίον των Αγγλων. Βέβαια σε λίγο καιρό και στην Ελλάδα και στην Κύπρο θα τρώμε με χρυσά κουτάλια γιατί έχουν αρχίσει οι διαδικασίες εξόρυξης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας μας που είναι πλουσιότατες σε πάσης φύσεως μεταλλεύματα, υδρογονάνθρακες και ποιοτική ενέργεια.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ ΣΤΙΣ ΕΣΤΙΕΣ ΣΑΣ!!!
Αφήστε τους πολιτικάντηδες να φύγουν να πάνε στην αγαπημένη τους Αγγλία απ’ όπου παίρνουν διαταγές και κατευθύνσεις.
Ξεφύγαμε όμως από το θέμα μας και για να συνεχίσουμε με την αγαπημένη μας Κύπρο η οποία έχει γίνει το μήλον της Εριδος για όλες τις υπερδυνάμεις του πλανήτη θα πούμε ότι έχει και αυτή τα παραδείγματά της όσον αφορά την Ελληνίδα Ηρωίδα – Δασκάλα – Μάνα.
Θα ξεκινήσουμε την αναφορά μας με την Ελένη Φωκά την ηρωική δασκάλα του Κατεχόμενου Ριζοκάρπασου με τους εγκλωβισμένους του, της οποίας η συμπαιγνία και η πλεκτάνη που έστησαν ο αγγλόδουλος χειριστής της ROYAL AIR FORCE Γλαύκος Κληρίδης με τον Ραούφ Ντενκτάς της στέρησε την δυνατότητα συνέχισης του έργου της στην Αγία Τριάδα Γιαλούσης Ριζοκάρπασου, όπου διατηρούσε ζωντανή την εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσης στα εγκλωβισμένα Ελληνόπουλα εκεί.
Η ιστορία της Ελένης Φωκά μας γεμίζει πόνο, συντριβή, οδύνη και οργή. Αυτή είναι όμως η σημασία των άσχημων βιωμάτων της εν λόγω Δασκάλας: Ότι η ίδια αποτελεί ζωντανή μαρτυρία των φρικτών εγκλημάτων που διέπραξαν, διαπράττουν και θα συνεχίζουν να διαπράττουν οι Τούρκοι εάν δεν τους κόψουμε τα μακριά πιθηκίσια χέρια τους από τον ώμο.
Πρέπει, λοιπόν, η οδυνηρή μνήμη να μας οδηγήσει στην λυτρωτική, απελευθερωτική δράση. Η τελευταία μας αναφορά στις Ελληνίδες πρότυπα των ακριτικών μας περιοχών θα κλείσει με την Καλλιόπη Αβραάμ την επονομαζόμενη γιαγιά της ΕΛΔΥΚ. Η Καλλιόπη Αβραάμ ήταν μητέρα εννέα τέκνων με ταπεινή καταγωγή από ποιμενική οικογένεια.
Αυτό, όμως, δεν την εμπόδιζε να φλέγεται από αγάπη για την μητέρα Ελλάδα και φρόντιζε να το δείχνει αυτό με το να διακονεί φυλάκια της ΕΛΔΥΚ και πτωχούς Ελλαδίτες στρατιώτες. Η προσφορά της αναγνωρίστηκε από την διοίκηση της ΕΛΔΥΚ. Και έτσι η γιαγιά και η οικογένειά της εντάχθηκαν στο δυναμολόγιο και την σίτιση της ΕΛΔΥΚ της έμπρακτης παρουσίας της ΜΑΝΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ στο νησί.

Κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής και ενώ όλα τα μέλη της οικογένειάς της έφυγαν μακριά από τις εγκαταστάσεις της ΕΛΔΥΚ για να γλιτώσουν από την λαίλαπα του πολέμου η γιαγιά Καλλιόπη ουδέποτε απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο και έδωσε κάθε ικμάδα των δυνάμεών της για να περιθάλπτει και να τονώνει ηθικά τους σκληρά μαχόμενους και δοκιμαζόμενους ΕΛΔΥΚΑΡΙΟΥΣ.
Ετσι την ημέρα της κορυφώσεως και σφοδροποίησης της τουρκικής επιθέσεως εναντίον του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ κατά το τριήμερο 14-16/08/1974 και παρ’ όλες τις παροτρύνσεις των στρατιωτών (παιδιών της όπως τα έλεγε) η γιαγιά έπεσε ηρωικά μαχόμενη από τουρκική βόμβα αεροπλάνου στην προσπάθεια της να σώσει τους Ελλαδίτες Στρατιώτες.
Η Αγία Σορός της βρέθηκε σε προστατευτική στάση πάνω από τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν μαζί της, σκέποντας έτσι τους Ελδυκάριους όπως δεν σκέπασαν οι ηγέτες της μεταπολίτευσης την αγαπημένη μας Κύπρο αφήνοντάς την αβοήθητη στις ορδές του Αττίλα. (Τ’ ακούτε εθνάρχα;).
Όταν στην έναρξη των επιχειρήσεων οι συγγενείς της είπαν να φύγει μαζί τους, αυτή τους απάντησε: Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ η παλιόγρια.
ΑΙΩΝΙΑ ΣΑΣ Η ΜΝΗΜΗ
ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ
ΧΑΡΑ ΞΑΝΑ ΣΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ!





http://www.pentapostagma.gr/2012/02/blo ... 5H1j3bNwXV

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 06 Ιουν 2014, 20:18
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Μακρυνίτσα και Ευθυμία Ζαφειράκη
Εικόνα
Αναστάσιος Καρατάσος

Όταν όλη η Ελλάδα φλεγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη από την επανάσταση, δεν θα μπορούσαν να λείπουν απ’ αυτό το κάλεσμα οι Μακεδόνες, τα παιδιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Το προπύργιο των επαναστατών στην Μακεδονία βρισκόταν στην πόλη της Νάουσας και στα γύρω χωριά.

Κατά τον Φεβρουάριο του 1822 στην Μακεδονία επικρατούσε αναβρασμός. Οπλαρχηγοί του αγώνα εναντίον των τούρκων ήταν τρία παλληκάρια.

Ο μεγαλύτερος από όλους ο Αναστάσιος Καρατάσος από την Βέροια, ο Αγγελής Γάτσος από το χωριό Σαρακηνοί της περιόχης της Αλμωπίας του νομού Πέλλας και ο Θεοδόσιος Λογοθέτης Ζαφειράκης από την Νάουσα. Αυτή η τριανδρία καθοδηγούσε τους εξεγερμένους Έλληνες να σπάσουν τις αλυσίδες της τυραννίας. Στην αρχή του αγώνα νικούσαν συνέχεια τους τούρκους αν και λιγότεροι αριθμητικά. Οι Έλληνες αμύνονταν του πατρίου εδάφους και δεν άφηναν ούτε πόντο γης αν δεν ήταν ποτισμένος με το αίμα τους για να βλαστήσει από εκεί ο καρπός της Ελευθερίας.
Στις 11 Απριλίου 1822 κατέφτασε στην Νάουσα μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής ο Μεχμέτ Εμίν Πασάς ή αλλιώς Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος) με 15.000 στρατό, 12 κανόνια και 600 εβραίους έτοιμους για πλιάτσικο και για να ρουφήξουν σαν βδέλλες το αίμα των άτυχων Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν περίπου τέσσερις με πέντε χιλιάδες επαναστάτες.
Η πολιορκία ξεκίνησε και ήταν πολύ σκληρή. Τα κανόνια χτυπούσαν με τις μεταλλικές μπάλες τα τείχη και τα σπίτια. Καπνός και σκόνη σκέπαζαν σαν ένα τεράστιο πέπλο όλη την πόλη. Οι αγωνιστές όμως δεν έκαναν πίσω και αντιστέκονταν όλοι μαζί. Ακόμη και οι γυναίκες είχαν μπει στην μάχη. Η Μακρυνίτσα (ή Κρινίτσα) Ζαφειράκη, όπως και η κόρη της Ευθυμία ενθαρρύναν τα γυναικόπαιδα να μην φοβούνται τον θάνατο και να πολεμήσουν δίπλα στους άνδρες και τους γιους τους. Η γυναίκα του Καρατάσου φώναζε κι αυτή να μην αφήσουν τούρκο να διαβεί, αλλά να τους χτυπάνε όπου τους βρίσκουν ακάλυπτους. Η γυναίκα του Αγγελή Γάτσου βλέποντας τον χαλασμό που γινόταν γύρω της προσπαθούσε όπως – όπως να βοηθήσει, είτε φέρνοντας μπαρουτόβολα είτε νερό και φαγητό για τα παλληκάρια που μάχονταν μπροστά. Όλη η πόλη πάλευε για την επιβίωσή της. Κανείς δεν καθόταν, μικροί και μεγάλοι βοηθούσαν. Η κατάσταση των πολιορκουμένων ήταν κάτι παραπάνω από τραγική, ήταν οικτρή. Τα σοκάκια της πόλης πλημμύρισαν από το αίμα των παιδιών της, τα χαλάσματα κλείναν τους δρόμους και τις εξόδους διαφυγής. Δεν είχαν πουθενά να πάνε. Ξέραν ότι θα πεθάνουν σ’ εκείνα τα άγια χώματα, χωρίς να κάνουν πίσω. Μαζί τους στην Νάουσα είχαν έρθει και περίπου 5.000 οικογένειες από τα γύρω χωριά και τις κωμοπόλεις. Αυτό το μεγάλο πλήθος έκανε την πόλη να ασφυκτιά και να μοιάζει σαν χωριουδάκι που δεν τους χωράει.

Οι μάχες συνεχίζονταν σε όλη την περίμετρο των τειχών και στις 13 Απριλίου οι κανονιές βρήκαν την πύλη του Αγίου Γεωργίου και την έριξαν κάτω. Οι τούρκοι σαν ύαινες όρμηξαν στα τείχη και σφάζαν αδιακρίτως όποιον άτυχο βρισκόταν μπροστά τους. Ακολούθησε γενική σφαγή του πληθυσμού. Aπό παντού ακούγονταν κλάματα και οιμωγές. Οι άνθρωποι τρέχαν να κρυφτούν μέσα στις εκκλησίες, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους σώσει. Οι οδομαχίες συνεχίζονταν από στενό σε στενό και από σπίτι σε σπίτι. Όλη η Νάουσα τυλίγθηκε στις φλόγες. Στον ναό του Αγίου Δημητρίου οχυρώθηκε ο Βαρβαρέσης με τους Σιουγγαρέους και πολέμησε λυσσαλέα τους τούρκους. Η Μακρυνίτσα όρθια εμψύχωνε τα γυναικόπαιδα στην δυσκολότερη ώρα του αγώνα. Η σφαγή της Νάουσας κράτησε πέντε μερόνυχτα. Οι τούρκοι μακέλευαν, τα πτώματα συσσωρεύονταν και η οσμή του θανάτου είχε κατακλύσει την πόλη.

Στον ποταμό Αράπιτσα στέκονταν 13 κοπέλες ανύπαντρες αλλά και παντρεμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά, κοιτάζοντας τον γκρεμό μπροστά τους με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Είναι γλυκιά η ζωή λέγαν, αλλά αν είναι να ατιμαστείς πιότερος είναι ο θάνατος. Ακούγοντας πίσω τους να πλησιάζουν οι τούρκοι, ξέραν τι τις περιμένει και μ’ ένα πήδημα χάθηκαν μέσα στις δίνες του ποταμού.

Στο κιόσκι, μια περιοχή έξω από την Νάουσα οι τούρκοι μάζεψαν περίπου 1.500 Έλληνες αιχμαλώτους. Οι εβραίοι ως πιστοί υπηρέτες των τούρκων διψούσαν για Ελληνικό αίμα. Αφού χτύπησαν με ρόπαλα τους δύσμοιρους τους έκοχαν τους λαιμούς σαν τα πρόβατα και ηδονίζονταν βλέποντας να τρέχει το αίμα ποτάμι. Κρεμούσαν παιδιά στα δέντρα και τα έβαζαν φωτιά και από κάτω λαμπάδιαζαν και την μητέρα που θα προσπαθούσε να το σώσει. Ατελείωτες στιγμές φρίκης! Τα κεφάλια που έκοβαν τα παστώναν για να τα στείλουν δώρο στην υψηλή πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Δεν χορταίναν την αιματοχυσία, δεν τους έφτανε, ήθελαν κι άλλο. Όμως, έναν Έλληνα του κόψαν το κεφάλι, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει. Αυτό το θεώρησαν σημάδι από τον θεό τους ότι φτάνει τόση σφαγή. Μαζέψαν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους και πήραν τον δρόμο για την Θεσσαλονίκη. Μαζί τους είχαν και τις τρεις γυναίκες των οπλαρχηγών, δώρο στο σεράι του Βεζύρη για να τις κάνει ό,τι θέλει.
Εικόνα
Η γυναίκα του Γάτσου τούρκεψε μόλις έμαθε τι μαρτύρια πρόκειται να της κάνουν. Υπερίσχυσε η ανθρώπινη φύση της, αλλά οι άλλες δύο η Μακρυνίτσα Ζαφειράκη και η γυναίκα του Καρατάσου δεν δείλιασαν αν και ήξεραν τι πρόκειται να ακολουθήσει, μείναν ακλόνητες. Ο αιμοδιψής Μεχμέτ Εμίν Πασάς τις έβριζε, τις απειλούσε και τις χτύπαγε πιστεύοντας πως θα τις κάνει να τουρκέψουν όπως την γυναίκα του Γάτσου, αλλά δεν ήξερε πως οι ψυχές που κρύβονται σε αυτά τα δύο γυναικεία σώματα είναι ανώτερες από όλων των αντρών του. Οι στρατιώτες τις έβριζαν και τις έβριζαν χυδαία, αυτές όμως υπομείναν στωικά το μαρτύριο. Τα ρούχα τους κουρελιασμένα από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, σχίζονταν με ένα άγγιγμα. Ο Βεζύρης βλέποντας πως οι γυναίκες δεν κάνουν πίσω, διέταξε να τις καρφώσουν με καρφιά στους τοίχους του σεραγιού του στην αίθουσα που βρισκόταν το χαρέμι. Οι πόνοι αφόρητοι, τα θνητά κορμιά τους δεν αντέχαν.Οι τούρκοι για να παρατείνουν την αγωνία και τον πόνο τους, άλοιψαν τα πρόσωπά τους με μέλι για να τις τσιμπούν οι σφήκες. Τις πέταξαν ακαθαρσίες και ό,τι άλλο βρήκαν για να τις μειώσουν. Το μαρτύριό τους ήταν απάνθρωπο, τα σώματά τους πονούσαν παντού. Έβγαζαν πνιχτές κραυγές πόνου, αλλά δεν θα αλλάζαν ούτε φυλή ούτε πίστη. Μετά από λίγες ώρες πεθαίνουν μέσα σε αβάσταχτους πόνους, η ψυχή τους όμως ελεύθερη θα φτερουγίσει πάνω από την Μακεδονία.

Αυτές ήταν οι γυναίκες της Μακεδονίας που προτίμησαν χίλιες φορές αυτόν τον αργό και βασανιστικό θάνατο παρά να προδώσουν την φυλή τους και να τουρκέψουν. Όσο για την γυναίκα του Γάτσου ας μην την κρίνουμε σκληρά. Όλοι οι άνθρωποι δεν είμαστε ίδιοι, άλλωστε ήταν μια γυναίκα μόνη της ανάμεσα στους εχθρούς και δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Η Νάουσα καταστράφηκε ολοσχερώς 5.000 σφαγιάστηκαν ανηλεώς, άλλοι 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα σαν να επρόκειτο για ζώα. Από τα γύρω χωριά της πόλης της Νάουσας 120 παραδόθηκαν στην σφαγή και στην λεηλασία και στο τέλος ισοπεδώθηκαν. Έτσι έσβησε η επανάσταση στην Μακεδονία.

Πυρήνας Καβάλας
Αίας ο Τελαμώνιος








http://www.diakonima.gr/2012/03/24/%CE% ... %81%CF%85/

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 06 Ιουν 2014, 20:28
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΜΑΤΩΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Εικόνα
1822 – Οι πολιορκημένοι από τους Τούρκους στον πύργο του Ζαφειράκη στη Νάουσα πραγματοποιούν ηρωική έξοδο. 13 κορίτσια της Νάουσας, μανάδες και παιδιά, συγκεντρώνονται στη γέφυρα της Αραπίτσας και ρίχνονται στον καταρράκτη, επαναλαμβάνοντας το χορό του Ζαλόγγου…

Για εκείνους που εξακολουθούν να αρνιούνται την καταματωμένη Ελληνική Ιστορία…

Ρεπούση αυτό πως σου γλύτωσε; Τα σύμβολα δεν ξεριζώνονται, πάρτε το χαμπάρι!!!

Μεταξύ άλλων θα διαβάσετε για τη σφαγή που προκάλεσαν και οι Εβραίοι σε χιλιάδες κάτοικους της περιοχής και ποιος έσβησε από τα βιβλία το ιστορικό αυτό γεγονός…
Εικόνα
“Διαβάτη, στάσου με ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου, βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822″.

Η πόλη της Νάουσας, σύμφωνα με βασιλικό διάταγμα του 1955, έχει τον τίτλο “ηρωική“. Στο σημείο της θυσίας των γυναικών, στην περιοχή Στουμπάνοι δίπλα στο ποτάμι της Αράπιτσας, υπάρχει το χαρακτηριστικό μνημείο, με το άγαλμα της Ναουσαίας με τα παιδιά στην αγκαλιά της.

Ο Χώρος της Θυσίας!

phpBB [video]


Και έρχεται η “εφημερίδα της τότε εποχής” το Δημοτικό Τραγούδι, να περιγράψει την καταστροφή, για να μείνει μέσα αιώνια στην Ιστορία…

Απριλίος 1822

Παρά τον Πύργον του Χ. Ζαφειράκη οπλαρχηγού της Ναούσης οι γυναίκες των Ναουσαίων σαν άλλες Σουλιώτισσες διά να μην υποστούν τα όργια των Τούρκων, πέφτουν και φονεύονται στα νερά του Μαυρονερίου.

“Μας χάλασαν κι αϊμάν αμάν την Νιάουστα
που ήταν κεφαλοχώρι μα τον ουρανό, κορμί που τυραννώ
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν μανί- κι αϊμάν αμάν -τσις με πιδιά
κι οι πιθηρές μι νίφες μα τη θάλασσα, κορμί που αγκάλιασα
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.
Πηράν τη ζαφειρόνυφη, τριών ημερών νυφούλα Μακρυνίτσα μου
καημό πο’χει η καρδίτσα μου
έναν μιλώ αμάν κι άλλον μιλώ αμάν
βράδιασε και που θα μείνω.”

phpBB [video]


Το χορεύουν ακόμη και σήμερα οι γυναίκες σε ανάμνηση της πτώσης των γυναικών στον ποταμό “Αράπιτσα”, το 1822 ως άλλες Σουλιώτισσες.

Έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου οι Ναουσαίες τιμούν το παρελθόν τους…

phpBB [video]


Το «άγνωστο» ολοκαύτωμα

Το ολοκαύτωμα της Νάουσας είναι κυρίως γνωστό από τη θυσία των γυναικών που έπεσαν στην Αράπιτσα, κι αυτό εξαιτίας της μικρής αναφοράς που γίνεται στα μαθητικά εγχειρίδια του δημοτικού. Όμως η θυσία των Ναουσαίων και ο αγώνας τους για ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερα, αφού, όπως καταγράφουν έγκριτοι ιστορικοί, στη σφαγή χιλιάδων κατοίκων της πόλης εκτός από τους Τούρκους «συνέβαλαν», και μάλιστα με πολλή αγριότητα, και οι Εβραίοι.

Χαρακτηριστικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Πάμπολλοι δε Εβραίοι ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας». Στο πλαίσιο άμβλυνσης του αντισημιτισμού, το κεφάλαιο που αναφέρεται στις αγριότητες των Εβραίων απαλείφθηκε με παρέμβαση του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.

Το ιστορικό της σφαγής

Η Νάουσα στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν μια ευημερούσα πόλη με χίλιες οικογένειες, καθώς, όπως λέγεται, απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (βασιλομήτωρ). Παρόλα αυτά, ο λαός τής Νάουσας θα ξεσηκωθεί ενάντια στον τούρκο κατακτητή τον Φεβρουάριο του 1822, με ηγετικές μορφές τον Ζαφειράκη Λογοθέτη, τον Αναστάσιο Καρατάσο και τον Αγγελή Γάτσο.

Γρήγορα απελευθερώνουν τη Νάουσα και την γύρω περιοχή και φτάνουν μέχρι τη Βέροια. Παρότι οι Τούρκοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, εν τούτοις οι Έλληνες δεν κυριεύουν την πόλη, καθώς μαθαίνουν πως ήδη εκστρατεύει εναντίον τους ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Mεχμέτ Eμίν πασάς, γνωστός και ως Αμπντούλ Eμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος), με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Το εκστρατευτικό σώμα το ακολουθούσαν και 600 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πληρώσει τους Τούρκους για την απόκτηση των δικαιωμάτων πάνω στους εν δυνάμει σκλάβους και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της εποχής.

Στην πόλη της Νάουσας καταφθάνουν περί τις 5.000 χιλιάδες οικογένειες των γύρω περιοχών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Οι όροι όμως είναι άνισοι. Ο Αμπντούλ Εμπού, παρ’ όλη την αντίσταση που συναντά για περίπου έναν μήνα, θα φτάσει τελικά στη Νάουσα στις 11 Απριλίου 1822. Έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και των συν αυτώ, η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.

Οι αγριότητες

Ακολουθούν σκηνές αλλοφροσύνης. Η πόλη επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και Εβραίους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων έως περίπου 5.000, ενώ άλλοι τόσοι (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων, αν και, σύμφωνα με τα τουρκικά αρχεία, τα θύματα ήταν μόνο 409 και άλλοι τόσοι περίπου οι αιχμάλωτοι.

Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης, και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης, «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…». Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).

Ο Αμπντούλ Εμπού, όμως, είχε μεριμνήσει και για το δώρο του σουλτάνου αλλά και για τη δική του διασκέδαση. Έτσι, συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί οι Εβραίοι ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο, και αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του Εμπού, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λέει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Έκθεση ξένου προξενείου στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές που προηγήθηκαν της «διαλογής» των σκλάβων και έλαβαν χώρα πλάι στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».







http://ethnikismos.net/2014/04/13/%CE%B ... %B9%CE%BA/

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 06 Ιουν 2014, 20:36
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Λένω Μπότσαρη...Η ατρόμητη Σουλιώτισσα !!
Εικόνα
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 στις κακοτράχαλες πλαγιές του Σουλίου ακούγονται κλάματα και οιμωγές. Άντρες και γυναίκες από το Σούλι τραβάνε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού από την γλυκιά τους πατρίδα. Ο καταραμένος ο Αλή πασάς τα κατάφερε να τους διώξει με την στενή πολιορκία, καθώς δεν έμπαινε τίποτε στο Σούλι, μήτε σπυρί σιταριού. Το μακρύ ποτάμι των Σουλιωτών χωρίζεται σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη και πιο πολυπληθής με 2000 ψυχές και αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, θα τραβήξει προς την ανυπόταχτη πολιτεία της Πάργας, στις ακτές του Ιονίου. Οι άλλες δύο φάλαγγες στάθηκαν πιο άτυχες καθώς χτυπήθηκαν αλύπητα από τους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά. Σε μια από αυτές ήταν και η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Νότη Μπότσαρη και πρώτη ξαδέρφη του Μάρκου Μπότσαρη, ήρωα της επανάστασης.


Η ομορφιά και η εξυπνάδα της Λένως ήταν ξακουστή σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι που κι’ ο ίδιος ο Αλής είχε τάξει μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον την έφερνε στο χαρέμι του. Ήταν μόλις 20 ετών, μα η γενναιότητα και η τόλμη της μπορούσαν να βάλουν κάτω δεκάδες άντρες. Ο Νότης, ο πατέρας της καμάρωνε την κόρη του που ήξερε να χειρίζεται το ντουφέκι και το σπαθί καλύτερα από πολλούς άντρες. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά της, έδιναν την αίσθηση νεράιδας βγαλμένης από κάποιο παραμύθι.

Η Λένω ακολούθησε κι’ αυτή την μοίρα των υπολοίπων Σουλιωτών και βαδίζοντας μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και βουνά. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν άντεχαν, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τις εμψυχώσει αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών.

Τράβηξαν για το μοναστήρι στο Ζάλογγο που είναι φύσει οχυρή θέση, αλλά δυστυχώς χωρίς έξοδο διαφυγής. Οχυρώθηκαν και περίμεναν. Ήξεραν πως ο Αλής, όπως πάντα, δεν επρόκειτο να τηρήσει τις υποσχέσεις και τους όρκους που τους έδωσε. Ο Μπεκίρ Τζογαδούρος, ο αρχηγός της τουρκοαλβανικής ορδής, επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου με αλαλαγμούς στο μοναστήρι. Οι Σουλιώτες ήταν 1.148 και αμύνθηκαν λυσσαλέα χτυπώντας τους τουρκαλβανούς με τα ντουφέκια τους.

Καθώς η μάχη είχε ανάψει τα κορμιά των λιάπηδων (μουσουλμάνων αλβανών) κάλυπταν την χέρσα γη σαν ένα μεγάλο χαλί. Όσο εξελισσόταν η μάχη το χιόνι σκέπαζε τα κορμιά και το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Μετά από ώρες τα βόλια των Σουλιωτών σώθηκαν και έμειναν με τα σπαθιά και τα γυμνά τους χέρια.

Στις 17 Δεκεμβρίου οι λιάπηδες ορμήσαν σαν τσακάλια πάνω στους Σουλιώτες για να ξεσκίσουν τις σάρκες τους, αλλά οι Σουλιώτες ως άλλοι Σπαρτιάτες και αυτοί τους χτυπούσαν με ό,τι μέσο διέθεταν. Ο θείος της Λένως, ο Κίτσος Μπότσαρης, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, κάλεσε την Λένω κοντά του και της είπε: «απόψε σουρουπώνοντας καλά, θα βγούμε με τα σπαθιά. Θα μάσεις τις γυναίκες, θα μπεις μπροστά, θα σας βάλουμε στην μέση». Η Λένω άκουσε τα λόγια του θείου της. Έτρεξε να συντονίσει τις υπόλοιπες γυναίκες και να τις ενθαρρύνει να μην λιγοψυχήσουν αυτές τις δύσκολες ώρες, αν και ήξερε πως οι Σουλιώτισσες δεν είναι σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, αλλά σωστά παλληκάρια δίπλα στους άνδρες και τους αδελφούς τους.

Όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, οι Σουλιώτες μαζεύτηκαν γύρω από τους αρχηγούς τους Κίτσο και Νότη Μπότσαρη για τις τελευταίες οδηγίες.

Μια βουή ακούστηκε μέσα από το μοναστήρι. Οι λιάπηδες έσφιγγαν στα χέρια τους τα ντουφέκια κι’ η καρδιά τους χτυπούσε δαιμονισμένα, μιας και ήξεραν τι είναι ικανοί να κάνουν έστω και μια δράκα Σουλιωτών.

Οι Σουλιώτες ξεχύθηκαν σαν ένα σώμα και πέσαν μ’ ορμή πάνω στους τουρκαλαβανούς. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι δεν ξεχώριζες ποιοι είναι οι Σουλιώτες και ποιοι οι λιάπηδες. Το τουφεκίδι ανάβει. Η Λένω βρισκόταν στην μέση της φάλαγγας. Το σπαθί της παίρνει φωτιά σκοτώνοντας πολλούς λιάπηδες στο πέρασμά της. Πατούσε τα κορμιά τους και σαν μπροστάρισα που ήταν άνοιγε δρόμο για τις άλλες γυναίκες που μετέφεραν μωρά παιδιά και τραυματίες στις πλάτες τους. Οι στιγμές τραγικές και ηρωικές συνάμα.

Η Λένω προχωρούσε μπροστά μην μπορώντας να δει τι γίνεται πίσω της. Μερικά γυναικόπαιδα αποκλείσθηκαν από τους τουρκαλβανούς και μην έχοντας να κάνουν κάτι καλύτερο τραβιούνται για το Ζάλογγο. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας 56 γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και 13 άνδρες θα βρεθούν γαντζωμένοι στο φρύδι του Ζαλόγγου.

Οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν με άγριες διαθέσεις, θέλουν να τις ατιμάσουν. Οι Σουλιώτισσες όμως ήταν αποφασισμένες. Δεν επρόκειτο να αφήσουν κανένα χέρι ξένο να τις αγγίξει, πάνω από όλα γι’ αυτές ήταν η Τιμή. Πιάστηκαν χέρι – χέρι, χορεύοντας και τραγουδώντας, κι’ αφού έριξαν τα παιδιά τους στο κενό, ακολουθούν μετά μία – μία, φιλώντας η πρώτη την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Τα σώματά τους έπεφταν στο βάραθρο σαν φύλλα το φθινόπωρο. Τόσο ανάλαφρα και αέρινα, πέρα από κάθε τι υλικό και ανθρώπινο.

Η Λένω σώθηκε και μαζί με τους άλλους Σουλιώτες που έσπασαν τον κλοιό των λιάπηδων κατευθύνθηκαν νότια. Δεν γνώριζαν προς τα πού πήγαιναν, απλά και μόνο βάδιζαν.

Μέσα στις κακουχίες ο πόνος για τον χαμό των οικείων δεν ζυγώνει. Δεν είχαν καιρό για στεναχώριες και για κλάματα.

Φτάνοντας στο χωριό Βουλγαρέλι της Άρτας αποφάσισαν να πάνε προς τα απάτητα βουνά των Αγράφων, για να ενωθούν με άλλους αγωνιστές από την Θεσσαλία και να πολεμήσουν τους τούρκους. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφτασαν στην Βρεστένιτσα και συνέχισαν προς την οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Σέλτσο. Την 22α Δεκεμβρίου έφτασαν εκεί και εγκαταστάθηκαν κατάκοποι από τις πορείες μέσα στο καταχείμωνο. Κάτω από το μοναστήρι περνάει σαν ένα μεγάλο φίδι ο ποταμός Αχελώος (ή Ασπροπόταμος).

Οι Σουλιώτες μάζεψαν προμήθειες και μπαρουτόβολα από τις γύρω περιοχές για την άμυνά τους. Έβαλαν τέσσερις φρουρές στην περίμετρο του μοναστηριού και φύλαγαν κάθε μονοπάτι. Ήξεραν καλά, ότι ο Αλή πασάς δεν θα ησυχάσει αν δεν ξεπαστρέψει όλη την Σουλιώτικη φάρα.

Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς μάζεψε στρατό περίπου 5.000 λιάπηδων υπό την αρχηγία του Μπεκήρ Τζογαδούρου και του Βασιάρη για να κυνηγήσουν τους Σουλιώτες και να μην αφήσουν ούτε έναν ζωντανό. Τους ζήτησε μόνο να του φέρουν την Λένω στο χαρέμι του να δει από κοντά την ομορφιά της.

Έρχεται η στιγμή που 8000 τουρκαλβανοί θα κυκλώσουν την Μονή Σέλτσου μαζί με τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά. Οι μήνες όμως, περνάνε χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι οι λιάπηδες για να εξοντώσουν τους Σουλιώτες.

Κάποιος Γιώργης Κίριος από τα Γιάννενα, δασκαλεμένος από τον Αλή πασά που του είχε τάξει το αρματολίκι της Λάκκας, παριστάνει τον μετανιωμένο και ζήτησε μαζί με τον αδελφό του να πολεμήσει στο πλευρό των Σουλιωτών. Ο Κίτσος Μπότσαρης με την μεγαλοψυχία που τον διέκρινε, τον συγχωρεί και τον βάζει στην φρουρά του μοναστηριού. Αυτός όμως τις νύχτες, έχοντας πάντα στον νου του την προδοσία έστελνε μηνύματα στον Μπεκήρ Τζογαδούρο και του αποκάλυψε ένα μονοπάτι που πάει ίσια στην Μονή.

Μέτα την αποκάλυψη του μονοπατιού, οι στρατηγοί καταστρώνουν το ύπουλο σχέδιό τους. Ο Τζογαδούρος θα έκανε ένα ψεύτικο αιφνιδιασμό και θα χτυπούσε τις θέσεις με τους περισσότερους Σουλιώτες όταν 3.000 τουρκαλβανοί με 1.200 εφεδρικούς αλβανούς θα χτυπούσαν τους Σουλιώτες από ένα δύσβατο μονοπάτι στο πιο αδυνατισμένο σημείο από την πλευρά του προφήτη Ηλία.

Στις 15 Απριλίου τα μεσάνυχτα, όπως πριν από κάθε καταιγίδα, έτσι και τότε, η γαλήνια ηρεμία έσπασε με τουφεκίδι και κραυγές τρόμου. Οι λιάπηδες επιτέθηκαν σαν τις ύαινες που περιμένουν να ξεσκίσουν το κουφάρι του ετοιμοθάνατου ζώου. Όμως, οι Σουλιώτες δεν τους έκαναν την χάρη και τους χτύπησαν με ό,τι είχαν. Η κολασμένη νύχτα γέμισε κλάματα, βρισιές και κατάρες πότε στα Ελληνικά πότε στα αλβανικά και πότε στα τούρκικα.

Ο πατέρας της Λένως, ο Νότης Μπότσαρης λαβώνεται στο σώμα. Δύο βόλια τον βρήκαν. Μέχρι να τρέξει να τον βοηθήσει η Λένω τον χτύπησε και τρίτο βόλι. Όταν τον βρήκε ήταν κάτω από ένα δέντρο στον περίβολο του μοναστηριού. Προσπάθησε να τον γιατρέψει όπως – όπως και με λόγια γλυκά να του απαλύνει τον πόνο. Ο Νότης όμως, το ένοιωθε πως είχε φτάσει πια το τέλος του.

Όταν τον ρώτησε η Λένω τι να κάνει, αυτός της αποκρίθηκε: «να πεθάνεις παιδί μου, ήρθε η ώρα σου», όπως απαντούσαν τα αρχαία χρόνια οι Σπαρτιάτισσες μανάδες στους γιους τους «ή ταν ή επί τας».

Εκείνη την στιγμή ένα τέταρτο και τελευταίο βόλι βρίσκει τον Νότη Μπότσαρη στο μέτωπο σωριάζοντας το άψυχο σώμα του στα πρώτα χόρτα του Απρίλη ποτίζοντάς τα με το άγιο αίμα του.

Η Λένω έτρεξε με το σπαθί στο χέρι να ξεφύγει από τους διώκτες της που κατέφθαναν με βήμα ταχύ. Οι άλλες Σουλιώτισσες ξέροντας τον δρόμο της Τιμής πήγαν στην άκρη του γκρεμού που στεφανώνει το μοναστήρι και έπεσαν από ύψος 300 μέτρων στο σκοτεινό βάραθρο. Ένα δεύτερο Ζάλογγο μόλις είχε γεννηθεί.

Η Λένω με χίλια βάσανα κατεβαίνει την απότομη πλαγιά και κατευθύνεται προς τον Αχελώο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στα παγωμένα νερά του ποταμού και κολύμπησε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει. Οι τουρκαλβανοί σαν λυσσασμένα σκυλιά την ακολουθούν για να την κατασπαράξουν. Μετά από πολύ πάλεμα στα νερά του ορμητικού ποταμού κατάφερε να φτάσει μια λωρίδα γης που σχηματίστηκε μέσα στο ποτάμι. Κατάκοπη μα σώα βγήκε έξω. Από απέναντι την κοιτούσαν οι λιάπηδες σκεφτόμενοι την αμοιβή που τους έταξε ο πασάς αν του την φέρουν ζωντανή. Ένας λιάπης της φωνάζει «Δεν λυπάσαι πουλάκι μου τα νιάτα σου; Έλα να σε γλυτώσω». Της έδωσε το ντουφέκι του από την λαβή. Η Λένω όμως, ως Σουλιώτισσα προτιμάει χίλιες φορές τον θάνατο πάρα την αιχμαλωσία στα χέρια των πιο αδίστακτων εχθρών της. Προσποιήθηκε λοιπόν πως πάει να πιάσει το ντουφέκι, και χουφτώνει την σκανδάλη. Το βόλι φεύγει σαν μαχαίρι και βρίσκει τον λιάπη σωριάζοντάς τον κάτω. Ένας άλλος βλέποντας την τόλμη της κοπέλας όρμησε κατά πάνω της. Η Λένω τον χτύπησε με τα χέρια της και του έσφιξε τον λαιμό για να το πνίξει. Πάλεψε μ’ όλη της την δύναμη. Του έμπηξε τα νύχια της στα μάτια και στο σώμα. Τέλος τον έσπρωξε στα αφρισμένα νερά του Αχελώου και πέσαν μαζί μέσα κάνοντας πάταγο. Συνέχισε να μάχεται σαν πραγματική λέαινα.

Αυτό ήταν δεν ξαναείδε κανείς πια ζωντανή την γενναία Σουλιώτισσα, την Λένω την κόρη του Νότη Μπότσαρη μα ούτε και τον λιάπη. Από τότε εκείνο το σημείο της όχθης λέγεται «το πήδημα της Καπετάνισσας». Από όλο αυτόν τον χαμό έμειναν όρθιοι μόνο 80 από τους 1.400 Σουλιώτες και άλλους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Για την αυτοθυσία της Λένως γράφτηκαν μετά πολλά δημοτικά τραγούδια, για να θυμίζουν πως μόνη μια κοπέλα 20 χρονών τα έβαλε με την τουρκιά και την «νίκησε». Αυτό είναι το δημοτικό τραγούδι της Λένως.

Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι

όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,

σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,

κʼ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.

Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,

σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,

έχει και ʽς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.

Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.

Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,

σέρνω φουσέκια ‘ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις

-Κόρη, για ρηξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.

-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;

Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,

και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια”.

Πυρήνας Καβάλας - Αίας ο Τελαμώνιος







http://www.katohika.gr/2011/12/blog-post_4160.html

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 07 Ιουν 2014, 11:38
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Δόμνα Βιζβίζη:η ηρωική Θρακιώτισσα καπετάνισσα της Επανάστασης
Εικόνα
Δόμνα Βιζβίζη. Η Θρακιώτισσα Ηρωίδα που την ξέχασε το Ελληνικό κράτος
Κείμενο Θόδωρου Ορδουμποζάνη


(Αφιερωμένο στις χιλιάδες ξεχασμένους αγωνιστές της Θράκης)

Μια από τις Θρακιώτισσες ηρωίδες γυναίκες που αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους και προσέφερε και όλη την περιουσία της υπήρξε και η εξ Αίνου Ανατολικής Θράκης καταγόμενη Δόμνα Βισβίζη. Αφιερώθηκε εις την Μεγάλην ιδέαν της Φιλικής Εταιρείας, εις την οποία μυήθηκε μετά τον σύζυγό της Χατζηαντώνη Βισβίζη, ξόδεψε για τον αγώνα και τον τελευταίο οβολό της, δια τη συντήρηση του πλοίου της ως ετοιμοπόλεμου και μάχιμου και όταν δεν μπορούσε η ίδια να το συντηρήσει, το προσέφερε και αυτό στον αγώνα. Το τέλος της; Πέθανε εγκαταλειμμένη, πτωχή και λησμονημένη. Μέσα από μια σειρά εγγράφων, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται, διαπιστώνει κανείς την αγωνία της Θρακιώτισσας αγωνίστριας για την επιτυχία του αγώνα, την μεγάλη προσφορά της αλλά και την ολοσχερή εγκατάλειψη από την πολιτεία.
Εικόνα
Το Μνημείο του Χατζη Αντώνη και Δόμνας Βιζβίζη στη παραλιακή Λεωφόρο της Αλεξανδρούπολης. Φιλοτεχνήθηκε το 1987 από τον Γλύπτη Γιώργο Μέγφκουλα. Στη βάση του αναγράφεται: “ΧΑΤΖΗΑΝΤΨΝΗΣ & ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΝΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ 1821. ΣΥΛΛΟΓΟΣ “ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΙΝΟΥ” ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ 1987″.

Η Δόμνα Βισβίζη προσέφερε και θυσίασε τα πάντα στον αγώνα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μια επιστολή του την προσφωνεί «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη». Υπήρξε κόρη πλούσιας οικογένειας από την Αίνο όπου και γεννήθηκε το 1784 και το 1808 παντρεύτηκε τον Αντώνη Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και καραβοκύρη. Φλεβάρης του 21 και ο Θρακιώτης Χατζηαντώνης Βισβίζης αρματώνει το ιδιόκτητο καράβι του, την“Καλομοίρα”, ένα μπρίκι ναυπηγημένο στην Οδησσό με 16 κανόνια και 140 ναύτες και ξεκινά να μπει στην δούλεψη του Γένους, εγκαταλείποντας την εύπορη ζωή του Αίνου. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολουθεί η γυναίκα του Δόμνα, παίρνοντας μαζί της στο καράβι τα πέντε παιδιά τους, όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή της οικογένειας και ενώνεται με τον στόλο των Ψαριανών.
Εικόνα
Το βάπτισμα του πουρός το πήρε στην Ίμβρο και έκτοτε ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, περιπέτειες, μεγάλες δυσκολίες, φτώχια, δυστυχία και εγκατάλειψη. Το μπρίκι μεταφέρει στον Άθω μαζί με πολεμοφόδια και όπλα και τον επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, το Σερραίο μεγαλέμπορο και τραπεζίτη που κι αυτός ξόδεψε την περιουσία του και τη ζωή του για χάρη της πατρίδας. Το ζευγάρι των καπεταναίων συμμετέχει στον αγώνα του 21 και βρίσκεται παρών σ’ ολόκληρο το Αιγαίο κυβερνώντας την «Καλομοίρα», ναυμαχώντας παλικαρίσια, υπερασπίζοντας παγιδευμένους αγωνιστές και πολιορκώντας τους εχθρούς.«Για να κτισθή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας», όπως συνήθιζε να λέει το ζεύγος.
Στις 21 του Ιούλη του 1822 η Δόμνα με τον άνδρα της που κυβερνά το πλοίο τους, πρωτοστατούν στην από θαλάσσης πολιορκία της Εύβοιας. Κάποια στιγμή ο άνδρας της σκοτώνεται. Η Δόμνα δίνει εντολή να τον κλάψουν τα παιδιά και να τον ετοιμάσει ο παπάς και αυτή αναλαμβάνει πλήρως σαν καπετάνισσα την «Καλομοίρα» και συνεχίζει τον αγώνα. Η σκέψη να ξαναγυρίσει στην πλούσια ζωή που άφησε πίσω της δεν της περνά καν από το μυαλό. Παίρνει μέρος σε μπλόκα, σε ναυμαχίες και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο στην επιτυχία της Επανάστασης.
Εικόνα
“Η ευπειθεστάτη πατριώτισσα και δούλη, Δόμνα Βισβίζη“… Η υπογραφή της σεμνής Θρακιώτισσας ηρωϊδας.

Τέλος του 1823, σε μια αναφορά της προς το Υπουργείο Ναυτικών, η Δόμνα Βισβίζη γράφει: «Κατά το 1822 έτος, εσυμφώνησεν ο μακαρίτης άνδρας μου μετά των αρεοπαγιτών και εφόρων της Εύβοιας δια να σταθή με το πλοίο του εις την πολιορκίαν της Εύβοιας, μέλλων να πληρώνεται παρά των αρεοπαγιτών. Μ΄ όλον δ΄ ότι ο ρηθείς άνδρας μου ετελεύτησε, μόλον τούτο, μηδόλως παραβάσα από μέρους μου τας άνωθι συμφωνίας, ένα ήμιση ολόκληρον χρόνον , μ΄ όλον τον πατριωτικόν ζήλον τας εκτέλεσα. Αγκαλά δε δις, τρις και πολλάκις να εζήτησα το να πληρωθώ εν καιρώ, ως η συμφωνία μας, με το σήμερον και αύριον όμως αναβαλλομένου του καιρού, και μηδ΄ οβολού μη δοθέντος μοι, στενοχωρηθείσα δ΄ από τους ναύτας, και φοβούμενη μήπως ήθελον αναχωρήση, ενώ άνευ τούτων, ήτο αδύνατον το να κρατηθή η πολιορκία, ελπίζουσα δε και ότι επομένως ήθελα πληρωθή, επλήρωσα εξ ιδίων τα μηνιαία των, εξοδεύσασα δε προς τούτοις εις αυτό το διάστημα, τόσον εις τας των ναυτών τροφάς, όσον και εις πολεμοφόδια, ποσότητα όχι ευκαταφρόνητον, καθώς καλώτατα γινώσκει το έξοχον υπουργείον, με πόσην ποσότητα χρημάτων δύναται να εξοικονομηθή εν πολεμικόν πλοίον, από εβδομήκοντα πέντε ναύτας κυβερνούμενον, με την πρόβλέψιν των τροφών, πολεμοφοδίων και μηνιαίων».
Εικόνα
Το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό πλοίο της οικογένειας Βισβίζη, η “ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ”, που προκαλούσε τον τρόμο και φόβο του Τουρκικού στόλου.

Πράγματι η προσφορά της Δόμνας Βισβίζη στην πολιορκία της Εύβοιας ήταν σημαντική. Και αυτό βεβαιώνεται από τους προκρίτους της Εύβοιας που σε μια επιστολή τους αναφέρουν «…ο μακαρίτης σύζυγός της, ζων, και αυτή μετά τον θάνατον εκείνου, εις την νήσον Εύβοιαν κατά το βόρειον μέρος, με ειλικρίνειαν και πατριωτικόν ζήλον, χωρίς να παρακούσωσι τας προσταγάς, εδούλευσεν με το πλοίον του». Και από άλλα πολλά έγγραφα που διασώθηκαν επιβεβαιώνεται η μεγάλη προσφορά του ζεύγους Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη στον μεγάλο αγώνα. Στο υπ΄ αριθμ. 17293/15.8.1922 έγγραφο του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Άνθιμου Γαζή, μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «…ο φιλογενέστατος Καπετάνιος Χατζή Αντώνιος Βισβίζης με το καράβι του από αρχάς Απριλίου του 1822, δεύτερον έτος της ελευθερίας, μέχρι τέλους Ιουλίου εδούλευεν εις τον Άρειον Πάγον και μετά πάσης προθυμίας και πίστεως, ως ουδείς άλλος, περιπλέων αδιαλείπτως το Βόρειον στενόν της Ευβοίας και καταπολεμών τον εχθρόν εις τε την Στυλίδα, Θερμοπύλας και Εύριπον και εις τα Βρυσάκια, ρίπτων ακαταπαύστως κανόνια με τα ίδια του εφόδια πολεμικά και φανείς ευδόκιμος εν πάσι, γίνεται δήλον…». Αλλά και ο ίδιος ο Οδησέας Ανδρούτσος σε έγγραφό του περί των υπηρεσιών του Καπετάν Αντ. Βισζβίζη που έγραψε στη Λιβάδα στις 13 Μαϊου 1822, γράφει μεταξύ των άλλων:«…Εκ τούτου φανερώνω ότι ο Καπ΄ Αντώνης Βιζβίζης ευρισκόμενος εις Λιβάθα με το πλοίον του, το εις την πολιορκίαν στρατόπεδόν μας έχων μεγαλωτάτην ανάγκην τόσον από τροφάς όσον και από πολεμοφόδια μας έδωσεν ο ρηθείς 3, τρία κανόνια του κάμπου, διακοσίας πενήντα επτά οκ΄΄ Μπαρούτι, πεντακόσια δεκάρια φυσέκια ντουφεκιών, πενήντα μπάλας των κανονιών, εννενήντα μπάλες γρανάτες, εικοσιπέντε σακέτα μπάλα μιδραλία, εβδομήντα πέντε κα΄΄ παξιμάδι και πεντακόσια εξήντα οκ΄΄ αλεύρι και υπεσχέθη να μας οικονομίση και άλλα, αν λάβωμεν χρείαν. Και ούτω εκρατήσαμεν την πολιορκίαν πάλιν και εστάθημεν επειδή είμεθα έτοιμοι να σκορπίσωμεν όλοι. Διό δίδεται το παρόν δια να έχη να παρρησιασθή εν καιρώ εις το Γένος δια ταύτην του την δούλευσιν και τον πατριωτισμόν».
Εικόνα
Όμως ο καιρός περνά και τα γρόσια αρχίζουν εξανεμίζονται. Τα έξοδα για τη διατήρηση σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα ενός καραβιού με 16 κανόνια και 140 ναύτες είναι δυσβάσταχτα. Η κάσα της Καπετάνισσας είναι πια άδεια. Και παρά την πλειάδα εγγράφων και συστατικών επιστολών που έχει για την προσφορά του άνδρα της και της ιδίας στον αγώνα κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις ανάγκες του σκάφους της και των πολεμιστών του. Τον Σεπτέμβριο του 1824 η“Καλομοίρα” περνά στα χέρια του Κράτους, καθώς η Δόμνα Βισβίζη αναγκάζεται να την παραχωρήσει. Συγκεκριμένα στα τέλη του 1823 οι Υδραίοι ζητούν από την Δόμνα το πλοίο της για τις ανάγκες του υδραίικου στόλου και χωρίς δεύτερη σκέψη η Δόμνα παραχωρεί την «Καλομοίρα» για να χρησιμοποιηθεί σαν πυρπολικό «μ΄ όλα τ΄ αναγκαία εξοπλισμένον», ενώ τα άλλα πλοία που προσέφεραν για τον ίδιο σκοπό ήταν «γυμνά τε και πάντων υστερημένα πλοία». Το τέλος της «Καλομοίρας», του πλοίου που όργωσε τις θάλασσες και απετέλεσε απρόσιτο φρούριο και φόβος και τρόμος των Τούρκων, ήταν εξίσου ηρωικό και επάξιο της καπετάνισσάς του! Με το πλοίο αυτό το 1924 ο Πιπίνος έκαψε τη Τουρκική φρεγάτα του Χαζνέ Γκεμνισί.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα που έδωσε τον άνδρα της, το καράβι της, άδειασε γενναιόδωρα τη γεμάτη χρυσό κασέλα της, αφιέρωσε την ικμάδα της νιότης της αναζητώντας πατρίδα και λευτεριά, παράτησε έρημα σπίτια και ακίνητα στα χέρια του Τούρκου, έμεινε ολομόναχη να συντηρήσει και να αναθρέψει σε ξένο τόπο τα παιδιά της. Την παρακολουθούμε μέσα από έγγραφα που σώθηκαν στα ελληνικά αρχεία – να τριγυρνά από τόπο σε τόπο, την Ερμιόνη, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη της Σύρου στερημένη, περιφρονημένη, άστεγη με τα πέντε παιδιά της, να προστρέχει “εις το έλεος της σεβαστής επιτροπής της Ελλάδας” και να ζητά βοήθεια»…

Το 1924 την βρίσκει χωρίς το καράβι της, πάμπτωχη, με τα πέντε ορφανά της «…υστερούμενα και αυτού του επιούσιου…. Μη έχουσα ούτε οίκον, ούτε μίαν πατρίδα, ούτε τα λοιπά αναγκαία» στην αρχή για λίγο στην Ύδρα και τη Σύρα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο. Εκεί αναγκάζεται για να επιβιώσει να ζητήσει βοήθεια από τη Διοίκηση με την ελπίδα ότι «δεν θέλει αφήσει εγκαταλελειμμένα και απροστάτευτα τα υπέρ της πατρίδος αποθανόντος πατρός τέκνα, και εξοδεύσασα και όλη του την περιουσία, αλλά θέλει χορηγήσει εις αυτά τα προς το ζην αναγκαία από την πικράν ορφανίαν των και σκληράν δυστυχίαν, δια να παρακινώνται και οι λοιποί ομογενείς εις τον Ιερόν τούτον αγώναν αλύπως, βλέποντες την Διοίκησιν προστάτην των ορφανών και χηρών». Αλλά η Διοίκηση κωφεύει και αδιαφορεί!
Εικόνα
Με τον καιρό η κατάσταση χειροτερεύει. Μέσα στο καταχείμωνο του 1826 η Δόμνα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Στο λιμό που είχε προηγηθεί έχασε το ένα από τα πέντε παιδιά της και απελπισμένη γράφει«….Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. Άχρι και των ουρανών κραυγάζω. Ώτα ανεωγμένα δεν βλέπω! Πως άλλως να εκφράσω τον πόνο μου; Ή με οποίον άλλον τρόπο να κινήσω ανθρώπων σπλάγχνα εις συμπάθειαν»; Αλλά όλα αυτά φωνή βοώντος εν τη ερήμω! Και τα χρόνια περνούσαν αλλά η κατάσταση της Δόμνας δεν διορθωνόταν. Ήταν Αύγουστος του 1829 και η καπετάνισσα άρρωστη βαριά, πήρε την απόφαση να γράψει από το Άργος όπου βρισκόταν στον Κυβερνήτη Καποδίστρια.

«…Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη όμως μεγίστη μ΄ αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ΄ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν! Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου…. Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολόγου χάνονται…. Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι. Της εξοχότητός της δούλη, η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη».
Εικόνα
Kαι η βοήθεια κάποια στιγμή ήρθε. Κάποιοι φρόντισαν να βγάλουν για την καπετάνισσα μια μικρή σύνταξη μόλις τριάντα (30) δραχμών το μήνα. Τόσο αξιολόγησαν τη μεγάλη της προσφορά στον αγώνα! Όμως οι 30 αυτές δραχμές το μήνα ήρθαν ν΄ ανακουφίσουν τη φτώχια της Δόμνα στη Μύκονο, όπου έζησε μέχρι το 1832. Μετά έφυγε και πήγε στη Σύρα, όπου έμεινε μέχρι το 1845 για να καταλήξει γερόντισσα, ξεχασμένη απ΄ όλους και πικραμένη και να πεθάνει στον Πειραιά, πάμπτωχη και εγκαταλελειμμένη σε ηλικία 66 ετών! Αυτή ήταν η ανταμοιβή της για την προσφορά και τη θυσία του συζύγους της και της ιδίας στον μεγάλο του γένους αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Όχι βέβαια της δικής της πατρίδας, γιατί η αγαπημένη της Αίνος ουδέποτε ανάσαινε της λευτεριάς αγέρα. Και όπως έλεγε και η ίδια: « ….Η Αίνος, λοιπόν, και συγχωράτε με που όλη ώρα μιλώ για τον τόπο μου, μα έτσι γίνεται σαν αγαπάς κάτι πολύ, και την Αίνο την αγαπώ. Και τη στερήθηκα, όσο λέω πως τώρα, να ήρθεν η ώρα να γυρίσω πίσω, τόσο μου βγαίνουν εμπόδια. Κι είναι και τούτη η πίκρα πως ο τόπος μου μένει πάνω εκεί αλύτρωτος ακόμα..».
Εικόνα
Η Δόμνα Βιζβίζη μέσα στην αρρώστια και στη δυστυχία της, δεν σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρεται και για το μέλλον των παιδιών της. Κυρίως όμως για τον πρωτότοκο γιος της, τον Θεμιστοκλής, για τον οποίο ζήτησε μια συστατική επιστολή απ΄ τη Διοίκηση για να τη δώσει στον Γ. Δρακάτο, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα τον έπαιρνε μαζί του στο Λονδίνο, ύστερα από παράκληση της μητέρας του «…Δια να ωφεληθή και ο παις μου και ωφελήση και την πατρίδα του», όπως του έλεγε. Όταν το 1824 ήλθε στην Ελλάδα, ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Συλλόγου των Παρισίων, ο Γάλλος στρατηγός Ρος, για να πάρει μαζί του μερικά Ελληνόπουλα, τα οποία θα σπούδαζαν με υποτροφία στη Γαλλία, μεταξύ των 10 συνολικά επιλεγέντων, κατά προτίμηση από τους απογόνους των ονομαστών αγωνιστών της Επανάστασης, όπως του Κανάρη, του Γιαννίτση, του Μπότσαρη, του Μπαλάσκα και άλλων, με τη φροντίδα του Γ. Δρακάτου συμπεριλήφθηκε και ο μεγαλύτερος και ομορφότερος γιος του Χατζηαντώνη και της Δόμνας Βισβίζη, ο 12χρονος Θεμιστοκλής, ο οποίος, όταν έφθασε στη Γαλλία, έγινε το αγαπημένο παιδί των φιλελληνικών κύκλων των Παρισίων και έτυχε της ιδιαιτέρας προστασίας της κυρίας Ρεκαμιέ και της επί Ελληνική καταγωγή καυχώμενης δούκισσας Νταμπρεντές, ενώ η Γαλλίδα καλλιτέχνης Αδέλα Ταρντιέ φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε τότε σε χιλιάδες δελτάρια σε ολόκληρη τη Γαλλία, ως αντιπροσωπευτική μορφή Ελληνόπουλου. Γνωστά έγιναν από τους Φιλέλληνες στην Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τ΄ όνομά της και το έργο της παντού, τα λόγια του αποχωρισμού προς τον γιό της, όταν έφευγε για το Παρίσι: «Παιδί μου! Πρόκειται να υιοθετηθείς και να ανατραφείς από την γαλλική γενναιοδωρία. Όταν θα μεγαλώσεις, ίσως να μην ζω πια. Στοχάσου τότε, ότι έχεις να εκδικηθείς τον θάνατο του πατέρα σου». Και σαν να το ήξερε η Καπετάνισσα, ο γιος της μετά από λαμπρές σπουδές στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα και πρόκοψε! Το 1842 διορίσθηκε ακόλουθος στο υπουργείο των Εξωτερικών ενώ το 1845 ανέλαβε την ανώτατη θέση του διοικητή της Νάξου. Την προτομή του στη παραλία της Αλεξανδρούπολης, δίπλα στη προτομή της μάνας του και κάτω από το ηρώο των Βιζβίζιδων, φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941).
Εικόνα
Η προτομή του Θεμιστοκλή Αντωνίου Βισβίζη στη παραλιακή λεωφόρο της Αλεξανδρούπολης. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Γιώργο Δημητριάδη τον Αθηναίο (1880 – 1941).

Η ηρωική στάση της , η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του αγώνα, την αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν τουλάχιστον στην ίδια θέση με την Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους. Πέθανε το 1850. Ήταν Αρχόντισσα! Ήταν Καπετάνισσα. Ήταν Ηρωίδα! Ίσως για αυτό και να την παραμμέλησε η Ελληνική Πολιτεία. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι, ” ……οι ήρωες χρειάζονται μόνο την εποχή του πολέμου! Είναι επικίνδυνοι στην εποχή της ειρήνης”!















ht[url]tp://antexoume.wordpress.com/2014/03/20/%CE%B4%CF%8C%CE%BC%CE%BD%CE%B1-%CE%B2%CE%B9%CE%B6%CE%B2%CE%AF%CE%B6%CE%B7%CE%B7-%CE%B7%CF%81%CF%89%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B8%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%B1/[/url]

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 08 Ιουν 2014, 20:32
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
ΣΤΑΥΡΙΑΝΝΑ Η ΣΑΒΒΑΙΝΑ

«Μια αγνοημένη ηρωΐδα του 1821»

Γράφει ο Αθαν. Στρίκος

«Θνάσκει σιγηθέν (ή σιγασθέν) και μέγα έργον» λέει ένα αρχαίο μας ρητό, που δεν έμαθα ποτέ τον πατέρα του. Ποιός τό σπειρε. (Περίεργο να γνωρίζουμε το έργο και ν’ αγνοούμε τον εμπνευστή). Που σημαίνει (το ρητό) ότι: Και μέγα έργο πεθαίνει αν αποσιωπηθή. Ως και ο Όμηρος θα είχε ξεχαστεί αν δεν τον μελετούσαμε.
Έτσι και τώρα. Αυτή η ηρωίδα, η ΣΤΑΥΡΙΑΝΝΑ η ΣΑΒΒΑΙΝΑ, που γεννήθηκε εδώ σ’ αυτό το χωριό, το Παρόρι, δηλαδή σε τόπο ζάμπλουτον και δαφνοτραφή, κάτω από τη σκιά του Ταϋγέτου και τα στοιχειωμένα παλάτια του Μυστρά, από ’κει που αυτοθέλητα ώδευαν στη
θυσία, θα είχε σβήσει ίσως οριστικά, η ίδια και το μέγα έργο της κι ας την μνημονεύουν οι ιστορικοί της εποχής της, αν δεν την είχαν προσέξει τρεις άνθρωποι: Ο Μηνάς Αναστασάκης από τα Βάτικα, ο Γιάννης Ρουμελιώτης στο βιβλίο του «Ηρωίδες της Λακωνίας και της Μάνης όλης 1453-1944 και η φίλη Νίκη Κούλη-Κούρταλη από την Τρίπολη, και δεν την έφερναν στην επιφάνεια. Κι είναι τούτο χρέος μου και καθήκον να το ειπώ ευθύς εξ αρχής. Και η παρούσα σχεδίασμα στηριγμένο σ’ εκείνων τα έργα:
Τιμημένε κύριε Πρόεδρε της Ένωσης των Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας
Άξιε κ. Πρόεδρε του Πολιτιστικού Συλλόγου Παρορίου.
Κυρίες και Κύριοι:
Πολλές φορές στη ζωή μου αναρωτήθηκα: Μήπως ο άνθρωπος, όπως παίρνει από τα υλικά της φύσης, το σιτάρι, το ψωμί, το λάδι, το γάλα, το κρασί, το κρέας για να χτίσει το σώμα του, τα κόκκαλα του, τα δόντια του, τα μαλλιά του, τα νύχια του, τα νεύρα του, τα μάτια του, παίρνει κι απ’ την ψυχή της, την ψυχή της φύσης, τον ήλιο, το φως, του ελάτου τη δροσιά, τις τρικυμίες, τους αέρηδες, των νερών το μουρμούρισμα, τη μάνητα μ’ ένα λόγο και την ηρεμία για να φτιάσει και την ψυχή του; Κι αν σ’ αυτά βάλουμε τις κραυγές των πολεμιστάδων, τα κλέφτικα τραγούδια, που απ’ αυτά φαίνεται να χαράζει, απ’ το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» που στίχοι αληθινότεροι στην ιστορία πιστεύω δεν υπάρχουν, ούτε εικόνες βαθύτερες και τ’ άλλα, κι ας λένε οι όψιμοι «ιστορικοί» πως απομυθοποιούν τάχα την ιστορία. Αν βάλουμε τ’ όνομα του Ζαχαριά του πρωτοκλέφτη και πρωτοκαπετάνιου, που ζωντανός, λάμια κι αερικό, βύζαινε το αίμα κι άρπαζε το βιος που ήταν δικό του μα τό ‘χε τώρα ο αγαρηνός και σκοτωμένος παρέμενε εφιάλτης. Που τόσες φορές τον είχε ιδεί η Σταυριάννα το Ζαχαριά με τα ίδια της τα μάτια να περνά με τα παλληκάρια του απ’ το χωριό, χωρίς να τολμούν οι Τούρκοι να τον θίξουν, μόνο γρούζανε οι αγάδες του κάμπου και της ποταμιάς σαν έμπαινε κουρσάρος καβαλάρης σ’ άτια τούρκικα, μ’ άλλα αμούστακα ρωμιόπουλα, αρματωμένοι αστακοί, και τάζανε γρόσια και τιμές σ’ εκείνον που θάμπαζε το Ζαχαριά δεμένο ή σκοτωμένο στην αυλή τους.
Αν λέω μαζέψετε αυτά κι άλλα ακόμα – Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι τους Τούρκους να δουλεύω / Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια / Μαύρη μωρέ πικρή ‘ναι η ζωή που κάνουμε…. – σκλάβοι από αιώνες αυτοί που στήσανε την ιστορία με τη σοφία τους – έχετε συγκεφαλαιωτικά την ψυχή της Σταυριάννας και πυκνωμένον μέσα της πυρηνικά τον πόθο για λευτεριά. Κάτεχε πως η λευτεριά που σ’ αυτόν τον τόπο γεννήθηκε ούτε χάθηκε, ούτε θα χαθή, γιατί ’ναι της φύσης και της ψυχής του τόπου παιδί. Φωτιά στα σωθικά του Έλληνα.
Σα σήμερα ήταν, 12 Μαΐου του 1821 που η ιστορία έγραψε την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στο Βαλτέτσι.
Είχαν προηγηθή η 17η Μαρτίου που οι Έλληνες ορκίστηκαν στην Αρεόπολη στο Ναό των Ταξιαρχών να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν ύστερα από σκλαβιά 400 χρόνων. Είχαν αναθυμηθή το του φιλοσόφου του Μυστρά Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού λίγο πριν την άλωση της Βασιλεύουσας «Έλληνες εσμέν το γένος ως η τε πάτριος γλώσσα και παιδεία μαρτυρεί».
Κι έστειλαν την προκήρυξη στις «Ευρωπαϊκές Αυλές» από «Το Στρατόπεδο των Σπαρτιατών». Προσέξτε, παρακαλώ από πού και πού. Προς τις «αυλές της Ευρώπης» από το «Στρατόπεδο των Σπαρτιατών». Ζωντάνεψαν εκείνοι που ποτέ δεν είχαν πεθάνει. Κάμετε και αντιστοιχίσεις με το σήμερα.
Είχε προηγηθή κι ο γάμος της αρκετά χρόνια πριν με τον άρχοντα του Μυστρά Γιωργάκη Σάββα, τον προύχοντα και υπερασπιστήν των Ραγιάδων που οι Τουρκομπαρδουνιώτες κατατυραννούσαν, κι έβαφαν αίμα οι νεροσυρμές κι οι κάμποι, και η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.
Είναι δε εξαιρετικά υπερήφανη και χαρούμενη, και ζουν μαζί πια την αγωνία και τους συλλογισμούς για τη λευτεριά του Γένους, όταν αμέσως μετά μυείται και η ίδια στο μεγάλο μυστικό.
Ποτέ της δεν θα ξεχάσει «το κεράκι που σήμαινε την θυσίαν της εκατόμβης κι ήταν ο μόνος μάρτυς, στον όρκο της του να λάβη τον θάνατον προ οφθαλμών, διότι μόνος ο θάνατος ημπορεί να ελευθερώσει την δυστυχισμένην πατρίδα και δίδει δεσμόν εις τον όρκον της Ελευθερίας». «Τον μέγαν όρκον των φιλογενων Ελλήνων». Και γίνεται λάμψη του χρέους.
Είχε προηγηθή ακόμη αρχές Μάρτη του 1821 η σύλληψη του άντρα της μαζί με άλλους προύχοντες της Λακωνίας και αμέσως σχεδόν ο απαγχονισμός του από τον ίδιο τον Αγά των Μπαρδουνοχωρίων, τον θηριόμορφον και ωμότατον Ρουμπή, που ήταν Τουρκαλβανός, στον πλάτανο κάτω απ’ τον Μυστρά.
Η λύπη της για τον απαγχονισμό του άντρα της υπήρξε χωρίς μέτρο. Εκδηλώθηκε όμως βουβά. Και τους θρήνους και τα μοιρολόγια που διαδέχονται το ένα τ’ άλλο έψαλλαν άλλες γυναίκες. Η Σταυριάννα την ημέρα εκείνη δεν είπε μοιρολόι καθώς ξεπροβόδιζε τον άντρα της για τον άλλο κόσμο. Του παράγγειλε μόνο ν’ αναγγείλει στους Έλληνες εκεί που πάει ότι η λευτεριά κερδίζεται με το σπαθί και πήρε όρκο δεύτερη φορά εκεί μπροστά στον ίδιο το θάνατο πως θα πράξει όπως λαχταρούσαν οι ψυχές τους.
Σαράντα χρονών ήταν η Σταυριάννα με την κήρυξη της Επανάστασης και μάννα τεσσάρων (4) παιδιών ανήλικων. Και δεν διαθέτει μόνον όλη την κτηματική της περιουσία κι όσα χρήματα είχε για τον αγώνα, αλλά αποφασίζει να διαθέσει και τον ίδιο της τον εαυτό στον ιερό σκοπό.
– Μάννα, είπε στην πεθερά της, σου εμπιστεύομαι τα παιδιά μου. Και η ίδια αφιερώνεται στον μεγάλο σκοπό.
– Έχει πιο πολύτιμο από τη λευτεριά της πατρίδας; έλεγε. Και ποιας πατρίδας. Εκείνης που έστησε την ιστορία και τη σοφία του κόσμου!

Φεύγει και με άλλες γυναίκες που συγκεντρώνει και συγκροτεί ένοπλο τμήμα με δικά της χρήματα, και ψηλή, μελαχρινή, με παράστημα αντρικό όπως είναι – «που βάδιζε σαν άντρας και μιλούσε σα στρατιώτης», όπως θα γράψει ο ιστορικός Φιλήμων, βρίσκεται στις 23 Μαρτίου του 1821 στο Γύθειο. Στο στρατόπεδο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, γιατί κι ο άντρας της συνδεόταν με τον Κυριακούλη με μακρά και στενή φιλία. Κι έτσι, όπως την είδε από μακριά, φορεμένη τ’ άρματα και τραγουδώντας τραγούδια κλέφτικα ρώτησε:
- Ποια είναι, μωρέ, αυτή και τι θέλει;
- Μπέη μου, του απαντά η ίδια. Είμαι η Σταυριάννα η χήρα Σάββαινα. Ξέρω πως δε πάμε σε πανηγύρι. Τό ‘χω τάμα στον Άη Γιώργη να σκοτώσω πολλούς αγαρηνούς. Τούτη τη μέρα την περίμενα χρόνια. Θυμάμαι κάτι σοφά λόγια που άκουσα από το μακαρίτη τον άντρα μου: «Θα ’ρθη καιρός που θα σηκωθούν οι Ρωμιοί και θα διώξουν την Τουρκιά».
Ο Κυριακούλης δάκρυσε. Θυμήθηκε τις παραδόσεις της Σπάρτης και καμάρωσε. Κοίταξε και την αρματωμένη Σταυριάννα, την αντρογυναίκα που τό ‘λεγε η καρδιά της και τα μάτια της πέταγαν φωτιές και το μυαλό της έκοβε… Κι από ’δω και πέρα πια η Σταυριάννα θα ανήκει στην ιστορία. Οι ιστορικοί θα την αναφέρουν και προπαντός θα τη χαιρετούν σαν αδερφή, μάνα και συντρόφισσα με τα ονόματα Σταυριάννα, Σταυρούλα, Σάββαινα, Σπαρτιάτισσα, Λάκαινα. Και για όλους από ’δω και πέρα θα είναι η Καπετάνισσα. Η ίδια θα υπογράφει πάντα με το όνομα Σάββαινα η Σπαρτιάτισσα. Κι όπως λέει ο ποιητής, «εδώ τελειώνει ο θάνατος / εδώ η ζωή αρχίζει».

Β. Αυτά όλα επαναλαμβάνω είχαν προηγηθή της μάχης του Βαλτετσίου που έγινε μια μέρα σαν τη σημερινή. Την 12η Μαΐου 1821 κι ήταν σημαδιακή. Γιατί εσήμαινε την πρώτη μεγάλη νίκη του σκλαβωμένου γένους κατά του κατακτητή. Κι ο Κολοκοτρώνης: Ήταν η σωτήρια μάχη. Αυτή την ημέρα να τη φυλάτε. Από ’δω ξεκίνησε η λευτεριά μας».
Όμως στη μάχη εκείνη, ημέρα σαν εσήμερα, εκτός από τους Κολοκοτρωναίους, τους Μαυρομιχαλαίους, τους Γιατρακαίους, τους Βαρβιτσιωταίους, τον Νικηταρά, τους Πλαπουταίους, Κρεββατάδες, Γορτύνιους, Πουλικάκους, τον Καπετάν Δεσπότη, τον Θεοδώρητο των Βρεσθένων και τόσους άλλους – (Ποτέ στην Ιστορία θα ειπεί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ακαδημία Αθηνών δεν υπήρξαν συγκεντρωμένοι σε τόσο λίγο χρόνο τόσοι πολλοί ήρωες. Όσοι κατά τον Τρωϊκό πόλεμο και το 1821. Όντως μυθική η Επανάσταση του ’21) – εκτός λέω απ’ αυτούς άστραψε και βρόντηξε και φεγγοβόλησε η αφοβιά το άστρο της Σταυριάννας.
«Έτρεχε, θα γράψει ο Φιλήμων, από προμαχώνος εις προμαχώνα, εκεί που η επικοινωνία ήτο πλέον αδύνατος, διότι τα πρανή εβάλλοντο εξ όλων των πλευρών, μία γυναίκα που ευρίσκετο εις το σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και εμοίραζε πολεμοφόδια. Ήτο Μανιάτισσα, υψηλή, μαυριδερή, φέρουσα αείποτε το οικείον Λακωνικόν ένδυμα, ανδρογυναίκα, με τραχείαν γλώσσαν στρατιώτου, έως σαράντα χρόνων, με θάρρος αλύγιστον, από της μιας θέσεως είς την άλλην, στόχος βολής των Τούρκων. Και όμως αβλαβής, ακατάβλητος, ψυχή του πολέμου» (Ας τα προσέξει αυτά ο καλλιτέχνης οψέποτε φιλοτεχνήσει την προτομή της).
Και αυτή δεν ήταν άλλη από τη Σταυριάννα που από ’δω και πέρα η πολεμική της δράση θα είναι αμείωτη μέχρι το τέλος της Επαναστάσεως ώστε ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης θα την ταυτίσει με την ίδια τη Λευτεριά.
Κυρίες και Κύριοι:
Είναι πιεστικός ο χρόνος για να ειπούμε σήμερα λεπτομέρειες απ’ το συναπάντημα της Σταυριάννας στη μάχη του Βαλτετσίου με τον σκληρότατο κι εκδικητικότατο Ρουμπή, που βασάνισε και κρέμασε τον άντρα της. Ας ελπίσουμε πως θα δοθή η ευκαιρία. Εδώ απλώς θα σημειώσουμε: «Πάνε, βρε Τούρκοι, εκείνα που ξέρατε, είπε η Σταυριάννα. Αν θέλετε να σας χαρίσουμε τη ζωή, και να πάτε όπου θέλετε, κάμετε καλά να μας δώσετε τ’ άρματά σας, γιατί θα μας παρακαλείτε στερνά και δεν θ’ ακούμε!».
Ο Ρουμπής νικήθηκε μεν στο Βαλτέτσι, χώθηκε όμως εν συνεχεία στα τείχη της Τριπολιτσάς. Και η Σταυριάννα έλεγε και ξανάλεγε του Κυριακούλη μισοσοβαρά, μισοαστεία και κάποτε μισοαλλοπαρμένα: «Τον Ρουμπή να τον παραδώσετε σε μένα». Από δω και πέρα τη Σταυριάννα τη βρίσκουμε στην Πελοπόννησο σχεδόν παντού: Στα Τρίκορφα, τη Βλαχοκερασιά, την Τρίπολη – απ’ την πολιορκία της ως την άλωση. Αγωνίζεται να σταματήσουν οι αγριότητες και γίνεται προασπιστής των γυναικών των Τούρκων επισήμων ότι στο εξής δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο. Εκτός δε από την γενναιότητά της αναδεικνύεται και η ανιδιοτέλειά της πέρα – πέρα. Η Σταυριάννα αρνήθηκε να λαφυραγωγήσει. Δεν πήρε τίποτα. Ούτε πράγματα, ούτε κοσμήματα, ούτε χρήματα, όπως έκαναν πολλοί. Μονάχα τα όπλα του Αλή – Τσεκούρα του μεγαλύτερου διώκτη των Χριστιανών, ο οποίος βρήκε θάνατο βάζοντας ο ίδιος φωτιά στο σπίτι που έμενε με την οικογένειά του. (Μνημόνεψα το περιστατικό γιατί τα όπλα αυτά που τα κράτησε ενθύμιο η Σταυριάννα, θα τα βρούμε αργότερα, μέχρι το 1862 κρεμασμένα στον τοίχο του φτωχικού σπιτιού στ’ Ανάπλι όπου έμενε).
Όμως εκτός απ’ την Πελοπόννησο θα πάρει μέρος και σε πολλές άλλες μάχες κι εκστρατείες εκτός της Πελοποννήσου. Ακολούθησε τον Κυριακούλη, στην Αττική, την Εύβοια, «την Εύριππον», όπως λέει σε αναφορά της, τα Ψαχνά, την Ήπειρο. Από το Μεσολόγγι στον Μαυροκορδάτο στη μάχη της Σπλάντζας (4 Ιουλίου 1822 Φανάρι Ηπείρου), όπου σκοτώνεται ο Κυριακούλης και η Σταυριάννα του έκλεισε τα μάτια, χωρίς να κλάψει, πιστή στα δικά του λόγια: «Σε τέτοιους θανάτους για την πατρίδα Σταυριάννα, δεν χρειάζονται κλάϊματα και μοιρολόγια».
Αφού συνόδεψε το νεκρό μέχρι το Μεσολόγγι που έγινε η κηδεία και η ταφή, η Σταυριάννα γύρισε στο Μωριά. Κατατάχτηκε στο τμήμα του Διονυσίου Μούρτζινου. Έτρεχε πρόθυμα παντού.
Στον εμφύλιο δεν αναμίχτηκε. Κατέκρινε εξ ίσου και τις δύο παρατάξεις, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Η δολοφονία του Κρεββατά από τους ανθρώπους του Γιατράκου την πίκρανε πολύ. Στάθηκε ολομόναχη. Ήταν η πρώτη φορά που η Σταυριάννα λύγισε. Ούτε όταν κήδευε τον άντρα της και τον Κυριακούλη. Τότε βάσταξε η δύναμη της καρδιάς.Τώρα νιώθει ρίγη. Ασήκωτο το βάρος απ’ τον Εφύλιο σπαραγμό. Αισθάνεται σα γυναίκα και αγωνίστρια τη δύναμη του κακού και φοβάται. Φοβάται πως ο σπόρος θα φυτρώσει κι εύκολα δεν θα ξεριζωθεί. «Δεν ξεφορτώνεται τούτο το κακό. Γίνεται άμετρη κατάσταση» έλεγε. Κι έβρισκε παρηγοριά στο Θεό. «Θεέ μου, έλεγε και ξανάλεγε. Εγώ δούλεψα για την πατρίδα και τώρα τη μαχαιρώνουμε…». Γι’ αυτό φεύγει κι εγκαθίσταται στο Ναύπλιο.
Η απόβαση του Μπραΐμη στην Πελοπόννησο την αναστατώνει. Ένα ρεύμα που την πήγαινε στη φορά του πόθου της ξαφνικά γύρισε ανάποδα. Ο κίνδυνος είναι μέγας. Κρίνει χρέος της να βοηθήσει μ’ ό,τι μπορεί «τα πάντα για τη λευτεριά της πατρίδας» επαναλάμβανε συχνά. Έτσι αφήνει τα παιδιά της στο Ναύπλιο τούτη τη φορά και κατατάσσεται στο στρατό του Μούρτζινου. Αγωνίζεται παντού. Τη βρίσκουμε στη Βέργα φέρουσα το βαθμό του Ταγματάρχου. Κινητοποιεί τις γυναίκες όλων των γύρω χωριών. Σαν ταγματάρχης τις κατατάσσει σε τμήματα και καθορίζει τι θα κάνουν. Η παρουσία της εμψυχώνει τους πάντες, άντρες και γυναίκες. Και τελικά στη Βέργα τ’ Αλμυρού 22 & 23 Μαΐου 1826 στην Πύλη της Μάνης οι Μανιάτες κι οι Μανιάτισσες, ανάμεσά τους η Σταυριάννα πρώτη στις επάλξεις και μοναδική στην περιποίηση τραυματιών, θριαμβεύουν. Αναδεικνύεται αρίστη παντού. Θαυμάζεται απ’ όλους. Η ίδια χωρίς ίχνος έπαρσης, ακόμπαστα, με ωμή ειλικρίνεια, σεμνότητα, απλότητα λες και διαβάζεις αρχαίο πολεμικό Σπαρτιατικό ανακοινωθέν, θα γράψει αργότερα σε αίτησή της δυο λέξεις μόνον για τ’ ανδραγαθήματά της στον Αλμυρό: «Έλαβον μέρος και εις τον Αλμυρόν». Τίποτ’ άλλο.
Μετά την επανάσταση τη βρίσκουμε στο Ναύπλιο. Δίχως περιουσία. Εγκαταλειμμένη. Κατεστραμμένη. Περιφρονημένη, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια κατά τη Βαυαροκρατία. Στο τέλος της ζωής της έμενε σ’ ένα ισόγειο δωμάτιο ευρισκόμενο παραπλεύρως της εισόδου του Γυμνασίου. Εκεί κατέφευγαν οι μαθητές για να καπνίσουν. «Την γραίαν, θα γράψει ο Μ. Γ. Λαμπρινίδης στο Σπαρτιατικόν Ημερολ. 1907: εφοβούντο οι μαθηταί διότι δεν εδίσταζεν να καταφέρει επί της ράχεώς των την οζώδη βακτηρίαν της (τη ροζιασμένη μαγκούρα). Αλλά και την εσέβοντο οι μαθηταί και οι γείτονες. Διότι έβλεπον από το παράθυρο της χαμηλής κάμαρης μικράν τράπεζαν και δύο τρεις ξυλίνους σκίμποδας (σκαμνιά). Αυτά ήσαν τα μόνα έπιπλα της μυστηριώδους κατοικίας της κυρα-Σάββαινας. Πλην υπεράνω της πενιχράς κλίνης παρετήρει τις παραδόξως, ανηρτημένα επί του τοίχου, στίλβοντα διάφορα όπλα, εκ των του Αγώνος, και εν τω μέσω αυτών γυμνήν σπάθην, τεθλασμένην έχουσα την λεπίδα. Η εν τη κατοικία, τοσούτον επιφανώς ανηρτημένη πανοπλία, ήτο εκ των λαφύρων της αλωθείσης πρωτευούσης του Μορέως, η δε εν τω μέσω αυτής τεθλασμένη σπάθη, ανήκεν εις τον περιλάλητον επί ωμότητι δυνάστην των Χριστιανών Τριπολιτών Αλή – Τσεκούραν, όστις ουδεμίαν ελπίδα σωτηρίας προσδοκών, εκλείσθη εν τη κατοικία αυτού και εκάη μετά της οικογενείας του, αφού πρότερον πολλούς πολλούς εκ των επιτεθέντων Ελλήνων κατά την πρώτην ορμήν της αλώσεως έσφαξε δια της θλασθείσης τότε ιστορικής ταύτης σπάθης».
Εγκαταλειμμένη η Σταυριάννα. Αγνοημένη. Αδικημένη. Με κομμένη τη μικρή σύνταξη που της είχε δώσει ο Καποδίστριας και συντροφιά τη μεγάλη πίκρα. Αυτή που τα είχε δώσε όλα για την πατρίδα. Από την αρχή που είχε αναλάβει ως «και την εμψύχωσιν των αρχαρίων στρατιωτών Ελλήνων» ως την απελευθέρωση. Σαν τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους (που το ελληνικό κράτος την καλούσε να του αποδείξει παρθενοφθορία για να της δώσει μια μικρή σύνταξη να μην πεθάνει από την πείνα απ’ την οποία και πέθανε), σαν το Νικηταρά (που είχε εφοδιάσει με άδεια να ζητιανεύει στον Πειραιά. Η εκκλησία που στεφανώθηκε την Αγγελίνα κόρη του Ζαχαριά στη Βαρβίτσα σώζεται. Μήπως πρέπει κάτι να κάνουμε;). Τον Κίτσο Τζαβέλα, τον «καπετάν παούρα» όπως τον περγελούσαν τα παιδιά στη Ναύπακτο, τον Ματρόζο, τον Βρεσθένης Θεοδώρητο, τον «καπετάν Δεσπότη», που κι αυτόν τον άφησαν και πέθανε απ’ την πείνα, και τόσους άλλους.
Και νάναι η Σταυριάννα και αρχαία Σπαρτιάτισσα και Μπουμπουλίνα και Μαντώ και γυναίκα της Αράπιτσας και «μάννα μάννας που με το βυζί γυμνό χορεύοντας νάχει δοθή στη λευτεριά του Χάρου» που άνοιξε το δρόμο στις Ελληνίδες π’ ανέβαζαν τα κανόνια εκεί που δεν πήγαιναν ζώα και μηχανές για να πάρουμε τα Γιάννενα» και στις γυναίκες του ’40 «τα ξαφνιάσματα της φύσης / κι εχθρέ γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις!» πρώτο «ξάφνιασμα» η Σταυριάννα από ’κείνα που εμπνέουν τους ποιητές.
Κυρίες και Κύριοι:
Αυτή υπήρξεν αδραίς γραμμαίς και «πετώντι καλάμω», όπως θά ‘λεγε ο αρχαίος, η Σταυριάννα, η σύζυγος του Γιωργάκη Σάββα απ’ το Μυστρά. Η Σάββαινα.
Ας εμπνευστούμε κι εμείς σήμερα από την Παρορίτισσα, ηρωίδα του 1821 που τόσο αγνοήσαμε. Κι ό,τι δεν έγινε ας το κάνουμε εμείς τώρα έστω και αργά. Και δεν είναι τούτο ανωφέλευτη υστεροφημία. Ούτε «υποχρέωση» από ‘κείνες που πολλές φορές αναλαμβάνουν οι τιμώντες για να προβληθούν.
Έχουμε χρέος πιστεύω να τιμάμε και ν’ αναγνωρίζουμε τους ανθρώπους που ιστόρησαν την Πατρίδα. Ήδη ο κ. Πρόεδρος της Ένωσης των Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας Βασίλης Βλαχάκος συνέλαβε πρώτος ιδέαν ανεγέρσεως προτομής της στον τόπο καταγωγής της, αποσπάσας και την σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Πολιτιστικού σας Συλλόγου κ. Περικλή Σταυράκου και ύμνον συνέθεσεν για την Σταυριάννα. Είναι τα ελάχιστα.
Ιδιαιτέρως όμως σήμερα, που η πατρίδα μας βρίσκεται κάτω από νέα χειρότερη εκείνης υποδούλωση
Δεν έχω αμάχη της Τουρκιάς αμάχη και του Χάρου
μον’ έχω αμάχη της Φραγκιάς αμάχη και του Φλάρου»
Και:
«Θα σε θάψουν με κοτρώνια γι’ άλλα τετρακόσια χρόνια», όπως λέει ο Ν. Γκάτσος, μήπως ένα χρέος μας επιβάλλεται επιτακτικώτερον; ΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ. Κι αν δεν μπορούμε, να την σηκώσουμε στα χέρια μας την Ελλάδα και να τη θάψουμε τουλάχιστον με τιμές. Φτάνει πια η δουλικότητα μπροστά στους Ευρωπαίους του Βορρά. Τους Ράϊχεμπαχ, τους Τόμσεν, τους Σόϊμπλε και τους άλλους ξένους και ντόπιους Γκαουλάϊντερ. Κάτω τα χέρια από την Ελλάδα να τους πούμε. Αλλιώς να τους τα κόψουμε. Ολονώνε. Μπορούμε. Μπορεί πάλι ν’ ακουστεί το: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». «Το την πόλιν, σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου τινός…». Το «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ». Από ’δω. Απ’ την κοιτίδα τους που πρωτακούστηκαν. Το χρωστάμε στη Σταυριάννα τη Σάββαινα και σ’ όλους τους προγόνους. Στο πνεύμα της διαθήκης – που κατέλειπαν –κληρονομιά. Στα κάστρα της ελευθερίας που ύψωσαν. Κι ας μην έχουμε ευμάρεια. Δεν είναι δα κανένα ιδανικό να εκλιπαρείς «την άλλη δόση». Ούτε να εξισώνεται ο νοικοκύρης με το ληστή. Η Ελλάδα όταν μεγαλουργούσε δεν ήταν ποτέ πλούσια. Ψυχή είχε. Γιατί «πανί θέλει κι αέρα η ζωή να πλεύσει».

Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 2013
με πρωτοβουλία του πολιτιστικού Συλλόγου Παρορίου
για την εορτή της μητέρας.








http://olympia.gr/2013/05/24/%CF%83%CF% ... %BD%CE%B1/

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 11 Ιουν 2014, 20:29
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Οι άγνωστες μάχες των Ελληνίδων του 1821
Εικόνα
Σκόρπια χαρακτηριστικά σκίτσα γυναικείας δραστηριότητος θα παρουσιαστούν στην γρήγορη παρακάτω έρευνα, γιατί μια μελέτη του ρόλου της γυναίκας στην Επαναστατική περίοδο του 1821 και πριν από αυτή, δεν μπορεί να περιοριστεί σε λίγες σελίδες.
Το έργο αυτό είναι πολύμοχθο μα και Εθνικά αναγκαίο για την συνειδητοποίηση της συνεισφοράς στην εθνική μας Αναγέννηση του μισού πλην παραγνωρισμένου ιστορικά πληθυσμού...
Δύο ακριτικές περιοχές, το Σούλι και η Μάνη μας δίδουν άφθονο υλικό και στα προεπαναστατικά χρόνια και στα κατοπινά για να εκτιμήσουμε τη συμβολή της Γυναίκας στην αναβίωση του Έθνους μας. Ελεύθερες και αυτόνομες κι’ οι δύο περιοχές, με ανεπτυγμένο δημοκρατικά το κοινοτικό τους σύστημα, στους αδιάκοπους αγώνες διά την διατήρηση της αυτονομίας τους, είχαν επιτύχει μια πολύ βελτιωμένη θέση στην κοινωνική ζωή της γυναίκας.
Η ξακουστή Κωνσταντινιά αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής
του Ζαχαριά που η παράδοση άλλοτε μας την φέρνει σαν την μονάκριβη όμορφη κόρη ενός παπά της Κυνουρίας που τιμώρησε ο Ζαχαριάς για τις ανομίες του κι’ άλλοτε πάλι σαν εκδικήτρια 7 αδελφών της σκοτωμένων.
Η καπετάνισσα η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, άλλη ιστορική μορφή του Μωρηά.
Η Βλαχοθανάσω που συνέδεσε τ’ όνομά της με τη γόνιμη πατριωτική δράση του Καπετάν – Μαντά, μεγάλου Κλέφτη στα μέσα του 18ου αιώνα.
Κι εδώ μια παρένθεση: Η γυναίκα αντάρτισσα, σύντροφος και συμπολεμιστής του Κλέφτη κι’ αργότερα του Επαναστάτη, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Άλλες κοπέλες με φανερή την ιδιότητα του φύλλου τους και άλλες μεταμφιεσμένες σε παλικάρια, στάθηκαν κι’ αυτές δημιουργοί του Αθάνατου Έπους της Κλεφτουριάς.
Οι Μανιάτισσες στον πόλεμο και στο κούρσεμα ασυναγώνιστες δίπλα στους άνδρες είχαν την τιμή πρώτες να μπουν στην Καλαμάτα, και να ελευθερώσουν την πόλη.
Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς από την στοματική παράδοση κι’ από τις αφηγήσεις των αγωνιστών, βρίσκουμε σκόρπια μα άφθονα στοιχεία της γυναικείας παρουσίας. Τα στρατόπεδα ήσαν ανάμικτα με άνδρες και γυναίκες. Η ίδια σκληρή ζωή δοκίμασε αμφότερα τα φύλα. Καθένας πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Κι’ έμεινε ξακουστή η δράση τωνΤεγεατισσών, των γυναικών της Βορείας Κυνουρίας και του Χρυσοβιτσιού.
Εικόνα
Εδώ ας θυμηθούμε τις γυναίκες απ’ τα Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας, περίφημες για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ένα χρόνο ύστερα η ομαδική γυναικεία δραστηριότητα και τόλμη απαθανατίζεται από τον Φωτάκο: "Η εκστρατεία του Δράμαλη και οι πρώτες του νίκες έχουν γεμίσει με τρόμο τον Μωριά. Μανιάτικα τμήματα που βρίσκονταν στο Άργοςπανικόβλητα περνούν τον Αχλαδόκαμπο με κατεύθυνση την Τρίπολη.
Πετιούνται αγριεμένες οι γυναίκες του Αχλαδοκάμπου και με τα γουχαΐσματα και τις αποδοκιμασίες τους, καλώντας τους να τους δώσουν τα όπλα να πάν αυτές να πολεμήσουν, κατορθώνουν να συγκρατήσουν την κατάσταση και να σταματήσουν τον πανικό. Πιο ύστερα όταν ο Ιμπραήμ περνάει με την φωτιά και το σίδερο ολόκληρη την Πελοπόννησο, Μανιάτισσες στην μάχη της Βέργας θαυματουργούν."
Ο τύπος της Μανιάτισσας που πολεμάει συνοδεύει τον άνδρα, πολεμάει μαζί του, κουρσεύει μαζί του, γκρεμοτσακίζει τον Ιμπραήμ την κρίσιμη ώρα, είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος της Ελληνίδας γυναίκας του 21.
Η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη μαθαίνει το θάνατο του ανδρός της στα Ψαχνά της Ευβοίας. Ζητάει να της φέρουν την πάλλα (σπαθί) του σκοτωμένου. Την βάζει στην κούνια του νεογέννητου παιδιού της και το νανουρίζει να μεγαλώσει για να εκδικηθεί τον πατέρα του.
Η γριά Μαυρομιχάλαινα μαθαίνει το σκοτωμό του Καποδίστρια και την εξόντωση του γιου της και ανεψιού της που ήσαν οι δολοφόνοι του… Κάνει μνημόσυνο και για τους τρεις…
Κι’ ερχόμεθα στην Επανάσταση.
Στην Δημητσάνα οι γυναίκες με την αυτοθυσία τους μέσα σε μια νύχτα κατορθώνουν να καμουφλάρουν τόσο καλά τους μπαρουτόμυλους και να ξεγελάσουν τους Τούρκους. Οι ίδιες πάλι καθ’ όλην την διάρκεια του αγώνος ενισχυμένες κι’ από τις γυναίκες της υπόλοιπης Γορτυνίας, καταστρέφοντας την περίφημη Δημητσανίτικη Βιβλιοθήκη φτιάχνουν τ’ απαραίτητα πυρομαχικά και σώζουν την Επανάσταση.
Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα που επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπεί το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη που η ευγνώμων μούσα χιλιοτραγούδησε αργότερα.
Από την ίδια ηρωική γενιά βγαλμένη η χήρα του Γιώργη Μπότσαρη, γιαγιά του Μάρκου, μας γνωρίζει το ηθικό ύψος της αρετής της, όταν χάριν της ενότητος του αγώνος συγχωρεί τον Γώγο Μπακόλα, θανάσιμο αντίπαλο της οικογένειας της και φονιά του ανδρός της, και πείθει το ίδιο να κάνουν και τα παιδιά της και όλο το συγγενολόι.
Αργότερα την τραγική αυτή σύζυγο και μητέρα θα την συναντήσουμε αδάκρυτη και αλύγιστη μαζί με το γέρο Νώτη Μπότσαρη, αφού έχει θάψει το παιδί του παιδίου της το Μάρκο με τα ίδια της τα χέρια, να παίρνει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγιού επί κεφαλής των δικών της.
Αφήνοντας κατά μέρος τη θρυλική περίπτωση του Ζαλόγγου, βρίσκει κανείς άφθονα στοιχεία, της γυναικείας παρουσίας, στην άλλη αυτόνομη γωνιά, τη Μάνη.
Πριν από την Επανάσταση η γυναίκα κι’ οι νυφάδες του φοβερού Παναγιώταρου που πολεμούν Τουρκαρβανίτες και τους νικούν.
Εικόνα
Στο Ίσαρι της Αρκαδίας μονάχες οι γυναίκες με πρόχειρα μέσα άμυνας εμποδίζουν Τούρκικα αποσπάσματα να πατήσουν το χωριό. Κι’ εκεί κάπου κοντά στα σύνορα Αρκαδίας – Ηλείας ξετυλίγεται ένα από τα φοβερώτερα δράματα της Επαναστάσεως: Στα χέρια του Ιμπραήμ πέφτει ο ανθός από νεαρές κοπέλλες.
Η παράδοση διέσωσε τα ονόματα της Τρισεύγενης Δεληβοριά από τα Λαγκάδια που καταδιωκομένη από τις ορδές του Ιμπραήμ προτίμησε να πνίξη τα δύο μικρά παιδιά της και να πνιγή κι’ αυτή στο Λάδωνα παρά να αιχμαλωτισθή και να ατιμασθή.
Και η Ελένη Λιαροπούλου από τη Βυτίνα προτίμησε κι’ αυτή το θάνατο πέφτοντας μαζί με το παιδί της στον ποταμό Λούσιο.
Τι τράβηξαν οι γυναίκες αυτές το αφηγείται παραστατικά στο Μακρυγιάννη μια Παπαδιά από το χωριό του Μεγάλου Σπηλαίου:
«Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν.
Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη».
Χωρίς να εξαντλείται το απέραντο θέμα της ομαδικής δραστηριότητος από ανάγκη χώρου, περνούμε στην υπόμνηση της ιστορικής δράσης εξαιρετικών γυναικών:
Στην Δημητσάνα η Κυρά-Θανάσω Αντωνοπούλου από το Δεληγιαννέϊκο σόϊ.
Πιο κάτω στο Παλούμπα η αδελφή του Γιωργακλή Κολοκοτρώνη, η Στεκούλα, κατοπινή σύζυγος του Στρατηγού Πλαπούτα.Φημιζόταν για την παλληκαριά της και σε μάχη με Λαλαιούς Τουρκαλβανούς, είχε αφοπλίσει και σκοτώσει τον περίφημο για τη θηριωδία του Αχμέτ Αγά.
Πιο κάτω στο Λεοντάρι η γυναίκα του Πέτρου Σαλαμώνου, παραστάτη (Βουλευτού) της επαρχίας Λεονταρίου, κατά την Επανάσταση, περίφημη για τις οικονομολογικές της ικανότητες και την ευψυχία της. Στάθηκε η ψυχή του ανεφοδιασμού των Λεονταρίτικων τμημάτων και δεν δίστασε νάρθη εις ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα!
Εδώ οι γυναίκες του Λεονταριού είναι ανάγκη να μιλήσουμε και για την περίφημη Χανούμισσα, φιλενάδα και εμπνεύστρια του Παπαφλέσσα που βαπτίσθηκε Χριστιανή. Η παράδοση δεν διέσωσε ούτε τ’ όνομά της κι’ όμως φαίνεται πως ήταν μια εξαιρετική γυναίκα που είχε υποτάξει το θρυλικό Αρχιμανδρίτη.
Εικόνα
Η Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, γυναίκα του Νικηταρά, είναι μια άλλη εξαιρετική Ελληνίδα άξια σύζυγος πλάι στον υπεράξιο Τουρκοφάγο.
Στη Μάνη ξεχωρίζει η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη που πρόωρα σκοτώθηκε στην Εύβοια.
Στο Μιστρά για τη σοφία της και τον πατριωτισμό της, η Ηγουμένη της Παντάνασσας.
Πιο κάτω στο Ναύπλιο έζησε και έδρασε, κυρίως στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια επί Όθωνος, η περίφημη Παπαλέξαινα.
Απ’ τα Μελίσσια της Κορινθίας η Σοφία Ρέντη, στάθηκε η ηρωίδα εμφυλίων πολέμων, γιατί για το χατίρι της οι Νοταράδες, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και ο Καλλέργης, παρ’ ολίγο να πετσοκοφτούν για τα όμορφα μάτια της και τα πλούσια σταφιδοχώραφα του πατέρα της.
Ας θυμηθούμε ακόμη και την Κυρά – Φλώρα, γυναίκα του Σισίνη στο Χλιμούτσι της Ανδραβίδας.
Υπάρχουν βέβαια εκατοντάδες κι’ ίσως χιλιάδες επώνυμες γυναίκες που δικαιούνται να μνημονεύονται για την Εθνική τους δράση στην Επανάσταση του '21 και πριν απ’ αυτή, και υπάρχουν, και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ανώνυμες που με την ομαδική τους δράση ορθοπόδησαν την Εθνική μας Απελευθέρωση.
Γιατί όσο και αν οι άνθρωποι έχουν ενισχυμένη την μνήμη τους μονάχα σαν πρόκειται για μεγάλους πολέμαρχους, για φονικές μάχες και για ηρωισμούς με τη στενή έννοια του όρου, η σύγχρονη ιστορία ενδιαφέρεται και δια τους οικονομικούς συντελεστές μιας προσπάθειας.
Το πώς ο πολεμιστής έφθασε στην μάχη, έχοντας τα στοιχειώδη εφόδια, που βρέθηκαν τα υλικά μέσα, πως κρατήθηκε η παραγωγή σε ώρα πολέμου, όλα αυτά έπαψαν πλέον να αποτελούν τις φτωχοσυνοικίες της ιστορικής έρευνας, διότι δίχως αυτά δεν θα μπορούσε να κρατηθεί η Ελληνική Επανάσταση.

πηγή:Δήμητρα Θ. Κατριβάνου
Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1957, «Ιστορία – Λαογραφία – Τέχνη – Επιστήμη», Αθήνα, 1957.
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ











http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/ ... 21_26.html

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 12 Ιουν 2014, 17:49
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Αφιέρωμα: ηρωικές Δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα
Εικόνα
Από τότε που ο πατρο-Κοσμάς μ ε τις διδαχές του έκανε φανερό ότι το ποθούμενο δεν θα ερχόταν όσο το Γένος παράδερνε στην αμάθεια…

αφ΄ οτου απέδειξε ότι άνδρας και γυναίκα είναι πλάσματα του Θεού ισότιμα…

τα Παρθεναγωγεία άρχισαν αν ιδρύονται και οι απόφοιτές τους να προσφέρουν το έργο τους στον ελληνισμό ,που άρχισε να αποτινάζει από πάνω του τις αλυσίδες της σκλαβιάς.

Στην Μακεδονία ιδιαίτερα άνθισαν μετά τα 1870 και την απόσχιση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο , οπότε και άρχισε άγριος ο θρησκευτικός προσηλυτισμός.

Τότε ο ελληνισμός αφυπνίστηκε και με το όπλο της παιδείας αγωνίστηκε να προασπίσει τα ελληνικά συμφέροντα έναντι της βουλγαρικής απειλής.

Και όταν ξέσπασε ο ένοπλος μακεδονικός αγώνας, οι δασκάλες των δεκαεπτά με είκοσι ετών επιτέλεσαν το χρέος τους ακέραια. Με την πένα στο χέρι και το περίστροφο κρυμμένο στον κόρφο, αντιμετώπισαν τους κομιτατζήδες που θέλανε να τις εξοντώσουν γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, η Μακεδονία θα έπεφτε στα χέρια τους…

Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα ήταν πραγματικά ανδρείες και την αντρειοσύνη αυτή μετάγγισαν και στις ψυχές όχι μόνο των μικρών μαθητών τους, αλλά και των φοβισμένων Ελλήνων. Και πήραν θάρρος οι κατατρεγμένοι από τους Βουλγάρους χωρικοί και αντιστάθηκαν στον κομιτατζή .Και ήρθε, με αγώνες και θυσίες από πολλούς γνωστούς και αφανείς ήρωες, η πολυπόθητη λευτεριά στην μακεδονική γη…

Για τις δασκάλες αυτές , που σαν φάροι του Ελληνισμού φώτισαν τα χωριά και τις πόλεις της μαρτυρικής Μακεδονίας, σώζοντας με την δράση τους την Ελληνικότητά της…

για την θυσία και την προσφορά τους, αυτό το μικρό αφιέρωμα…

ΑΘΑΝΑΤΕΣ!!!









http://antexoume.wordpress.com/2013/10/ ... %B4%CE%BF/

Re: Γυναίκες Ελληνίδες που περήφανο με κάνουν!

Δημοσιεύτηκε: 12 Ιουν 2014, 17:55
από ΤΗΛΕ-ΜΑΧΟΣ
Η ηρωίδα δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα, Βελίκα Τράικου
Εικόνα
(προσέξτε την επιγραφή του σχολείου!)

ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ

Καυτές ἱστορικές μνῆμες κουβαλᾶ τοῦτος ὁ μήνας. Ζωντανεύει μπροστά μας καί τούς νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-13. Πολλές πόλεις τῆς Μακεδονίας γιορτάζουν τοῦτες τίς μέρες τά ἐλευθέριά τους ἀπό τή μακρόχρονη τουρκική σκλαβιά καί παιανίζουν τή νίκη τους κατά τῶν βουλγάρων κομιτατζήδων. ᾿Αλλά, μέχρι νά φουντώσει καί νά θεριέψει ὁ Μακεδονικός ᾿Αγώνας, πόσοι καί πόσες δέν ἐργάστηκαν ἀνύσταχτα πολλές δεκαετίες πρίν, δέν ριψοκινδύνευσαν καί δέν ἔγιναν ὁλοκαυτώματα, σπέρνοντας ἀπό τό δικό του μετερίζι ὁ καθένας τό σπόρο τῆς λευτεριᾶς!



Νεαρή δασκάλα Μακεδονομάχος εἶναι ἡ Βελίκα Τράικου ἀπό τό Γραδεμπόρι, σημερινό Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Δέν εἶναι τυχαία ἐκπαιδευτικός. ῎Εχει ἀποφοιτήσει ἀπό τό ξακουστό ἐκπαιδευτήριο, τό ᾿Ανώτερο Παρθεναγωγεῖο Θεσσαλονίκης. Σ᾿ ἐκεῖνο τό πνευματικό φυτώριο πυροδοτήθηκε ἡ καρδιά της κι ἄναψαν οἱ μεγάλοι πόθοι νά ὑπηρετήσει τή χειμαζόμενη μακεδονική γῆ, ὅπου καί νά τή στείλουν. Καί νά την, ἕτοιμη δασκαλίτσα, διορίζεται, στά 1900, σ᾿ ἕνα χωριό κυκλωμένο ἀπό κομιτατζῆδες, στήν Καρατζόβα, στά βόρεια τῆς ῎Εδεσσας. ῎Εχει ὑπεράνθρωπο ἔργο νά ἐπιτελέσει. Πόσο στενοχωριέται πού βλέπει τά μικρά ῾Ελληνόπουλα, τά μαθητούδια της, νά μή γνωρίζουν τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ἱστορία τῶν προγόνων τους! Συνειδητοποιεῖ γιά ἄλλη μιά φορά πώς ἡ ἀγαπημένη της Μακεδονία ψυχορραγεῖ, πώς ἡ βουλγαρική ἐξαρχία ἔχει βάλει στόχο νά τήν ἀποκόψει ἀπό τίς θαλερές της ρίζες, τόν ῾Ελληνισμό καί τήν ᾿Ορθοδοξία. ῾Η Βελίκα ἀνασκουμπώνεται. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας πρέπει νά διαλυθεῖ. Στίς παιδικές ὑπάρξεις μέ τά σπινθηροβόλα ματάκια ἐμφυσᾶ τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας.



Σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τή φωλιά τῶν κομιτατζήδων ἡ ἀτρόμητη δασκάλα ἐπιτελεῖ ἄλλου εἴδους μάχες, ἀφυπνίζοντας πνευματικά τά Μακεδονόπουλα. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια πού εἶχε ξεστομίσει σ᾿ ἐκεῖνο τό συνέδριο τῶν Μακεδονομάχων, πού ἔγινε στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τόν Αὔγουστο τοῦ 1901·



«῾Οπλίστε τούς χωρικούς!.. Κι ὅταν ἐμεῖς προετοιμάσουμε τό ἔδαφος, ἀπό παντοῦ θ᾿ ἀνάψει ὁ ἀγώνας!…».



᾿Αλλ᾿ ὁ ἡρωισμός μιᾶς τέτοιας ψυχωμένης δασκάλας παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, πού μᾶς ἀφήνει ἔκθαμβους.



Εἶναι φθινόπωρο τοῦ 1901. ῾Ο διπλωμάτης στό ἑλληνικό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου, ὁ ῎Ιων Δραγούμης, ἔχει κάνει ἔκκληση στό «Κέντρο» τῆς Θεσσαλονίκης νά τοῦ στείλουν ἕνα ταλαντοῦχο πρόσωπο γιά μιά πολύ σοβαρή, ἐχέμυθη καί ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου ἀνάμεσα στό Μοναστήρι – Καστοριά – Θεσσαλονίκη. ᾿Αναρωτιέται ποιόν ἄραγε θά τοῦ στείλουν. Μένει βουβός, σάν ἀντικρύζει μπροστά του τή δεκαοκτάχρονη Βελίκα ἕτοιμη ν᾿ ἀναλάβει καθήκοντα. Κι ὅμως, ἡ γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.



Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ ἀξιολύπητη μές στά κουρέλια, δίχως παπούτσια, πού μιλᾶ τούρκικα κι ἀφήνει τό Μοναστήρι, διασχίζει δυσκολοδιάβατα μέρη, βουνά, ρεματιές, φαράγγια, λαγκάδια μέ προορισμό τήν ῎Εδεσσα ἤ τήν Καστοριά, τά Γιαννιτσά ἤ τή Θεσσαλονίκη; Κανείς δέν τῆς δίνει σημασία. ῞Ολοι τήν ἀποστρέφονται καί τήν οἰκτείρουν. Μέ μιά τρελή Τουρκάλα θά ἀσχοληθοῦν;



῾Ο φακός τῆς ἱστορίας φωτογραφίζει καί μία ἄλλη.



Εἶναι μιά φτωχή Βουλγάρα, πού ρίχνεται καθημερινά στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Τριγυρνάει στή φύση καί συνεχῶς σκυμμένη μαζεύει ραδίκια. ῎Επειτα πάει στά παζάρια τῶν Τούρκων ἤ τῶν Βουλγάρων νά πουλήσει τίς λιγοστές της πραμάτειες, χόρτα ἤ γάλα, γιά νά βγάλει «τόν ἐπιούσιον».



Στ᾿ ἀλήθεια, τί παράξενο! Εἶναι πολλές φορές πού ὁ φακός συλλαμβάνει τήν τρελή Τουρκάλα ἤ τή βουλγάρα ραδικοῦ ἤ γαλατοῦ ἔξω ἀπό Προξενεῖα, Μητροπόλεις, Διοικητήρια, ᾿Αστυνομίες, στρατόπεδα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Κι ὅμως, ποιός θά τό ὑποπτευόταν; ῾Η τραγική αὐτή φιγούρα γίνεται ὁ σύνδεσμος ἀνάμεσα στόν ῎Ιωνα Δραγούμη, στόν Δεσπότη Καστοριᾶς Γερμανό Καραβαγγέλη καί στόν Πρόξενο τῆς Θεσσαλονίκης. Τί κι ἄν οἱ περαστικοί κουνοῦν τό κεφάλι τους καί τήν ἐλεεινολογοῦν; ῾Η Βελίκα ἔχει πλήρη συναίσθηση τῶν πράξεών της. ῾Υπηρετεῖ τό χειμαζόμενο ἔθνος της. Χαλάλι γιά τήν πατρίδα της νά κάνει τρομερές ὑπερβάσεις, νά χάσει καί τήν ὑπόληψή της.

Παριστάνοντας τήν Τουρκάλα ἤ τή Βουλγάρα, μέσα στίς πυκνές πλεξοῦδες της ἤ κάτω ἀπό τόν ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα ἔγγραφα τοῦ ᾿Αγώνα. Σκιαγμένη συνεχῶς μήπως τ᾿ ἁρπάξει ὁ ἐχθρός, τά μεταφέρει στούς κατά τόπους ὑπευθύνους τοῦ ἑλληνικοῦ κομιτάτου. Τούς ἐνημερώνει γιά ὅ,τι ἅρπαξε τό αὐτί της ἀπό τούς Βουλγάρους καί τούς Τούρκους, ἀφοῦ γνωρίζει καλά καί τίς δύο γλῶσσες. Κι ὅταν καταφθάνει στή μακεδονική γῆ ὁ σταυραετός τοῦ ᾿Αγώνα, ὁ Παῦλος Μελᾶς, κι οἱ μάχες πιότερο ἀνάβουν, ἡ λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ ὅλους τούς κινδύνους, νά «μεταμορφώνεται» καί νά ἀποτελεῖ «τό μάτι καί τό αὐτί τοῦ ᾿Αγώνα».



Ξαφνικά, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1904, τό ἐθνικό ἔργο τῆς ἡρωίδας ἀνακόπτεται. ῞Ενας βούλγαρος κομιτατζής τήν ἀνταμώνει στά Γιαννιτσά καί μπήγει τό μαχαίρι του στό στῆθος της. Τή βασανίζει ἄγρια. Θέλει ν᾿ ἁρπάξει τά μυστικά της. Μά ἡ τρελή Τουρκάλα τά παίρνει μαζί της στήν αἰωνιότητα. Θρηνεῖ γοερά στήν κηδεία της ἡ Θεσσαλονίκη τό ἄξιο βλαστάρι της καί καταγράφει τό ὄνομά της στό πάνθεο τῶν ἡρώων.



Στή μνήμη σου, μαρτυρική ἡρωίδα δασκάλα, καταθέτουμε εὐγνωμοσύνης στεφάνι καί ὑποκλινόμαστε μπρός στό μεγαλεῖο σου. ῾Υπερέβης τά ὅρια τῆς γυναικείας ἀντοχῆς. Παραμέρισες ἀξιοπρέπειες καί κοσμιότητες. Προτίμησες νά ξευτελιστεῖ ἡ ἴδια σου ἡ προσωπικότητα γιά χάρη μιᾶς ἐλεύθερης ἑλληνικῆς Μακεδονίας.













http://antexoume.wordpress.com/2013/09/ ... %8E%CE%BD/