Στον αντίποδα, θα έλεγα ότι το μικρασιατικό εγχείρημα ήταν και αναπόφευκτο. Έγινε αναπόφευκτο από τη στιγμή που η επικράτηση των Νεοτούρκων συνδυάσθηκε με τη στρατηγική επιλογή να εφαρμοσθεί μια γενικευμένη πολιτική εθνοκάθαρσης και, ενδεχομένως, γενοκτονίας. Η πολιτική αυτή είχε ήδη, πριν από την ελληνική επέμβαση στη Μικρασία, δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον μικρασιατικό και τον θρακικό ελληνισμό. Ο τελευταίος όφειλε εφεξής να επιλέξει είτε την εξορία είτε την φυσική του εξόντωση. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό του οικουμενικού ελληνισμού θα ήταν σωστική για το ίδιο το ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι θα μετέβαλε άρδην την φυσιογνωμία του. Όντως, ο ελληνισμός της Μικρασίας και της Θράκης διέθετε ακμαία αστικά κέντρα, μια αστική, κοινωνική, πνευματική και πολιτισμική ιδιοσυστασία με οικουμενικά χαρακτηριστικά, ανθρωποκεντρικά ολοκληρωμένους θεσμούς και φυσικά μια κορυφαία θέση στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο. Η προοπτική αυτή δεν ήταν άγνωστη στις δυνάμεις της εθνικής ανάταξης του ελληνισμού, των οποίων η μνήμη ανακαλούσε την τραγωδία του 1897 και την υπέρβαση του 1909, με ορατά ήδη τα αποτελέσματα της ενσωμάτωσης των νέων χωρών στον εθνικό κορμό κατά τους πολέμους του 1912-13.
Όσοι επικαλούνται το ανέφικτο του εγχειρήματος προκειμένου να εξαγνισθούν οι πρωταίτιοι της καταστροφής με την αποκατάστασή τους, προσάπτουν στο Βενιζέλο την ευθύνη της διαχείρισης στο διεθνές πεδίο. Παρακάμπτουν εντούτοις το ουσιώδες, ότι δηλαδή ο Βενιζέλος υπήρξε ο αρχιτέκτονας του της Συνθήκης των Σεβρών. Εννοώ μ'αυτό ότι ναι μεν η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως αυτό ουδόλως σημαίνει ότι εντολοδόχος του διακυβεύματος και επικαρπωτής της κληρονομιάς θα ήταν νομοτελειακά η Ελλάδα. Η επιλογή της Ελλάδας να πρωταγωνιστήσει στο εγχείρημα αυτό και ως εκ τούτου να ικανοποιήσει τα «δίκαια ελληνικά συμφέροντα», όπως συνήθιζε να λέει ο Βενιζέλος, οφείλεται αποκλειστικά σ'αυτόν. Ο Βενιζέλος έπεισε με την πολιτική του τις Δυνάμεις ότι η Ελλάδα μπορεί να καλύψει το κενό που θα άφηνε η οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τρόπο που θα εξυπηρετούσε πλήρως τα συμφέροντα τους στην ευρύτερη περιοχή. Παραβλέποντας το γεγονός αυτό οι «επικριτές» του θα υποστηρίξουν ότι ο Βενιζέλος δεν φρόντισε να λάβει επαρκείς εγγυήσεις από τις Δυνάμεις. Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός συλλαμβάνεται να αγνοεί πως διαμορφώνεται το πλέγμα των διεθνών σχέσεων, θα έλεγα ότι το μόνο που δεν αντιτείνει στον Βενιζέλο είναι ότι δεν αξίωσε από τις Δυνάμεις να απελευθερώσουν εκείνες τον μικρασιατικό ελληνισμό και να τον αποδώσουν ασφαλή στο ελληνικό κράτος. Δεν συνειδητοποιούν όμως ότι με το επιχείρημα αυτό προσάπτεται, κατ'αναλογίαν, στον Υψηλάντη ότι κήρυξε την επανάσταση χωρίς να λάβει προηγουμένως «επαρκείς» εγγυήσεις από τη Ρωσία και τις άλλες Δυνάμεις, στον Κολοκοτρώνη ότι προσήλθε σ'αυτήν με την ίδια «ανευθυνότητα» και ούτω καθεξής. Υπό το πρίσμα αυτό, η ευθύνη των Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη είναι εν προκειμένω μεγαλύτερη από εκείνη του Βενιζέλου, αφού αυτοί μεν εξέθεταν τον ελληνισμό σε απείρως μεγαλύτερη θα έλεγα χωρίς όρια δοκιμασία και με δεδομένη την αντίθεση των Δυνάμεων της εποχής, ενώ ο τελευταίος διέθετε τουλάχιστον κράτος ελληνικό, ικανό να υποστηρίξει το εγχείρημά του σε μια στιγμή που η οθωμανική εξουσία έπνεε τα λοίσθια. Συμπέρασμα: Τελικά, η επιλογή της μη διακινδύνευσης που υποκρύπτει το επιχείρημα των εγγυήσεων οδηγεί στο αδήριτο συμπέρασμα ότι θα ήταν φρονιμότερο για τον ελληνισμό να είχε παραμείνει υπόδουλος. Η άποψη αυτή συναντάται σήμερα με μια σχετική επιστροφή των νοσταλγών της οθωμανικής πολιτικής στέγης με το επιχείρημα ότι έτσι θα διασωθεί ο ελληνισμός από την αδηφάγα και υλιστική Δύση ή και από τον εαυτό του.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σταθούμε για λίγο στο ζήτημα της διαχείρισης του μικρασιατικού ζητήματος. Όντως μέχρι την αποχώρηση του Βενιζέλου από την εξουσία ουδεμία υπαναχώρηση του διεθνούς παράγοντα επισημαίνεται, παρά τις αλλαγές που σημειώνονται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των Δυνάμεων. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, οι Δυνάμεις και ιδίως η Αγγλία, έτειναν να προσχωρήσουν στη στρατηγική επιλογή του Βενιζέλου να συμπράξουν για την αντιμετώπιση του κεμαλικού κινήματος. Το σχέδιο του Βενιζέλου προς την κατεύθυνση αυτή ήταν πολυσήμαντο: συνδύαζε την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων με μια ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος της Τουρκίας που αναμενόταν να οδηγήσει είτε τη συνθηκολόγηση είτε την υποταγή του Κεμάλ στις επιταγές των Δυνάμεων. Το σχέδιο αυτό προϋπέθετε τη συνέργεια των Δυνάμεων, πράγμα που καθόλες τις ενδείξεις ο Βενιζέλος την είχε ήδη επιτύχει. Τι προέβλεπε το σχέδιο αυτό; Την ανάληψη συνδυασμένης επιχείρησης του ελληνικού στρατού ο οποίος μέσα σε ένα μήνα θα καταλάμβανε την Άγκυρα (προσωρινά για έξι μήνες προκειμένου να οργανωθεί η νέα τουρκική διοίκηση) και τον Πόντο, με την κάλυψη των μετόπισθεν από τους Βρετανούς, οι οποίοι θα συνέβαλαν και στην οικονομική στήριξη του εγχειρήματος. Η επιχείρηση αυτή θα οδηγούσε στη δημιουργία δυο νέων κρατών -του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης/Στενών- τα οποία μαζί με τις πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών θα ύφαιναν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον Κεμάλ, θα τον υποχρέωναν να συμβιβασθεί και θα ακύρωναν για το μέλλον κάθε απειλή από το νέο τουρκικό κράτος. Είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε το μικρασιατικό εγχείρημα με γεωπολιτικούς και όχι με στενά στρατιωτικούς όρους. «Τα στρατιωτικά ζητήματα, έλεγε, είναι κατ'εξοχήν πολιτικά ζητήματα»... «Εγώ, θα υποσημειώσει, δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού για να κρατήσομε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα..»[2].
5.Στον αντίποδα, η επάνοδος στην εξουσία της παράταξης, που μάχονταν την πολιτική επιλογή του Βενιζέλου, θα ανατρέψει άρδην τα στρατηγικά δεδομένα πάνω στα οποία είχε στηριχθεί η εντολή των συμμάχων προς την Ελλάδα και, θα έλεγα, η απόφασή τους να οικοδομήσουν μια νέα διεθνή τάξη στην περιοχή με τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εφεξής οι Δυνάμεις είχαν απέναντι τους δεδηλωμένους εχθρούς, οι οποίοι παρόλες τις προσπάθειες να εξευμενίσουν τους συμμάχους δεν διέθεταν ούτε το ανάστημα ούτε την έξωθεν καλή μαρτυρία για να πείσουν ότι η Ελλάδα υπό την ηγεσία τους ήταν αξιόπιστος εκπρόσωπος των συμφερόντων τους. Θα ήταν, επομένως, παράλογο, υπό το πρίσμα των διεθνών σχέσεων, να αναμένει κανείς να συνεχίσουν να υποστηρίζουν μια δυνάμει εχθρική προς τα συμφέροντά τους Ελλάδα, σε μια κατεξοχήν στρατηγική περιοχή του πλανήτη. Όπως θα παρατηρηθεί, «οι σχέσεις ήταν τόσο κακές, ώστε οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας απαγόρευσαν ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις των πρέσβεών τους στην Αθήνα με τα Ανάκτορα, ενώ ούτε η τυπική επίδοση των διαπιστευτηρίων προς τον Κωνσταντίνο έγινε ποτέ»[3]. Συγχρόνως, η διεθνής απομόνωση της Ελλάδας θα την αποστερήσει την αναγκαία εξωτερική οικονομική βοήθεια ενώ οι νέοι της ιθύνοντες θα αποδειχθούν εντελώς απαράσκευοι για το μέγεθος του εγχειρήματος. Πρώτη τους ενέργεια, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, ήταν να αντικαταστήσουν τους έμπειρους αξιωματικούς με άλλους πιστούς στο καθεστώς. Τέλος, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του Βενιζέλου δεν διέθεταν την αναγκαία για τις περιστάσεις ηθική νομιμοποίηση, προκειμένου να ηγηθούν του εγχειρήματος αφού μέχρι τότε διακήρυσσαν το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» και καλούσαν το λαό να εγκαταλείψει το μέτωπο.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της προέλασης προς την Άγκυρα, η υιοθέτηση δηλαδή της στρατηγικής του Βενιζέλου χωρίς τη συνδρομή ουδεμίας εκ των προϋποθέσεων που είχε θέσει ο Μεγάλος ηγέτης, προδιέγραφε με ακρίβεια την καταστροφή. Αυτή καθεαυτή όμως η απόφαση επιβεβαιώνει την αρχική μου υπόθεση ότι τόσο η εναντίωση αρχικά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης όσο και η υιοθέτησή του στη συνέχεια υπαγορεύθηκε από εσωτερικούς καθαρά ιδιοτελείς λόγους.
Για να κατανοήσουμε τη σταθερά αυτή των δυνάμεων της κομματοκρατίας, αρκεί να σταθούμε καταληκτικά στη διαχείριση του αδιεξόδου που δημιούργησαν και εντέλει της καταστροφής. Ενώ επί Βενιζέλου οι διαβουλεύσεις των Δυνάμεων είχαν ως πρωταγωνιστή τον κρητικό πολιτικό, εφεξής γίνονται με την απουσία της Ελλάδας.
Μετά την δυσμενή τροπή των γεγονότων επανειλημμένα ο Βενιζέλος έδωσε πολιτική κάλυψη σε λύσεις που θα είχαν διαφυλάξει το ουσιώδες των ελληνικών συμφερόντων. Αρχικά, με την πρότασή του να συμπτυχθεί το μέτωπο στην ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης αντί της αδιέξοδης πορείας προς την Άγκυρα. Την άνοιξη του 1921, με την πρόταση της διάσκεψης των Δυνάμεων στο Λονδίνο για τη μερική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Με το νέο σχέδιο ειρήνευσης που επεξεργάσθηκαν οι Σύμμαχοι στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1921 που προέβλεπε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρασία και την αποστρατιωτικοποίηση της Ανατολικής Θράκης. Τέλος, τον Μάρτιο του 1922, όταν πια η Ελλάδα ευρισκόμενη ενώπιον πλήρους αδιεξόδου εναπέθετε «τας τύχας της... εις τας χείρας της Αγγλίας», η διάσκεψη των Δυνάμεων στο Παρίσι προέκρινε την εγκατάλειψη της Σμύρνης και σχεδόν του ημίσεως της Ανατολικής Θράκης, η κυβέρνηση Γούναρη αρνήθηκε να αναλάβει το κόστος της απόφασης.
Έως την τελευταία στιγμή, η ελληνική ηγεσία στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των Μικρασιατών για την λήψη μέτρων προστασίας ή για ασφαλή αποχώρηση από τις εστίες τους, παρείχε τη διαβεβαίωση ότι ο στρατός δεν θα εγκατέλειπε τη Μικρασία και ότι η Σμύρνη δεν κινδύνευε. Εντούτοις, η διαταγή για την οπισθοχώρηση του στρατού δεν περιελάμβανε την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού γύρω από τη Σμύρνη και τα παράλια ή την ασφαλή εκκένωσή τους από τον άμαχο πληθυσμό. Η ελληνική διοίκηση μερίμνησε για την ασφαλή επιβίβαση του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας στα πλοία, ενώ εγκαίρως προειδοποιούσε τον Έλληνα αρμοστή στη Σμύρνη «να μην επιτρέψει τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα», εγκαταλείποντας «τους χριστιανούς της Ιωνίας, Έλληνες και Αρμένιους», στους Τούρκους εθνικιστές του Κεμάλ
6. Η ήττα του ελληνισμού στο μικρασιατικό μέτωπο έκλεισε το κεφάλαιο της εθνικής ολοκλήρωσης. Για πρώτη φορά το ελληνικό έθνος θα συμπέσει με τα όρια του ελληνικού κράτους και παράλληλα, θα τεθούν τα θεμέλια μιας καθαρά εθνοκρατικής ιδεολογίας για τον ελληνισμό[4]. Από τότε και μέχρι σήμερα ο ελληνικός πολιτικός λόγος που ανάγεται στο εθνικό ζήτημα θα υποστηρίξει τη διατήρηση του «στάτους κβο» που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Κατά τούτο, το εγχείρημα για την αναθεώρηση της ιστορίας που θα κορυφωθεί από τη δεκαετία του 1990, δεν εξηγείται ως αντίδραση στο όποιο νεο-εθνικιστικό πρόταγμα που διακατέχει την ελληνική κοινωνία ούτε, πολλώ μάλλον, την άρχουσα τάξη. Το διακύβευμα του εγχειρήματος, ιδίως δε ο τρόπος που εγείρεται, η όλη επιχειρηματολογία του, μαρτυρεί αντιθέτως ότι το κίνητρο των φορέων του είναι στοχευμένο προς την ιστορική σταθερά της άρχουσας τάξης που ταυτίσθηκε με τη νομή του κράτους. Δεν είναι συμπτωματικό επομένως ότι οι διακινητές της ιδέας για την αναψηλάφηση της ιστορίας εγγράφονται στη λογική της ιστορικής κομματοκρατίαςανεπιθύμητο ιδιώτη στα πεπραγμένα του κράτους. Προσέγγιση η οποία υπαγορεύει την αποκοπή της κοινωνίας από τις ιστορικές της αναφορές και την αποδοχή ενός ρόλου στο διεθνές πεδίο που δεν θα την κινητοποιεί πολιτικά ώστε να παρενοχλεί το κεκτημένο της άρχουσας τάξης που προσεγγίζει την κοινωνία ως έναν
Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες από τις θέσεις της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας:
Πρώτον, επιλέγει να αντιμετωπίσει τη μικρασιατική καταστροφή ως ένα αυτοτελές συμβάν που προέκυψε από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Μικρασίας και να αγνοήσει το διακύβευμα: τον κοσμοσυστημικό συμβολισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως ακριβώς και τη σχέση του με την κοσμοϊστορία του ελληνισμού.
Δεύτερον, παραβλέπει την κομβική θέση της μικρασιατικής καταστροφής στη μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος- κράτος και, μάλιστα, τη σημασία του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία ενοποιείται για πρώτη φορά υπό την στέγη του κράτους-έθνους.
Τρίτον, αποκαλύπτει ότι η απόφαση της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας να εναρμονίσει το ελληνικό ιστορικό παρελθόν με την ιστορική εξέλιξη της Εσπερίας, εμπεριέχει δόλο, αφού αποβλέπει στη νομιμοποίηση, δηλαδή στη δικαίωση του βαθιά ανελεύθερου κράτους της πολιτικής κυριαρχίας και των επιλογών του, κατέναντι μιας κοινωνίας, η οποία βαρύνεται κατ'αυτούς -λόγω της «καθυστέρησής» της σε σχέση με την Εσπερία και των ιστορικών της καταβολών (της οθωμανοκρατίας και του Βυζαντίου)-, για τις κακές επιδώσεις του.
Τέταρτον, η ίδια αυτή επιλογή επέβαλε στις επιστήμες του κράτους να ιστορούν και να αξιολογούν τον ελληνισμό με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, αγνοώντας επιδεικτικά τη συντριπτική παρουσία του οικουμενικού ελληνισμού έως την μικρασιατική καταστροφή. Άλλωστε, η ανάδειξη της διαφοράς θα ήγειρε αυτόχρημα ζήτημα ευθυνών για την αποδόμηση του οικουμενικού ελληνισμού και προφανώς για την αποτυχία του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης.
Πέμπτον, η ίδια επιλογή υπαγορεύει την μηρυκαστική εμμονή της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας να αρνείται την ύπαρξη του εθνικού γεγονότος πριν από τη συγκρότηση του νεοτερικού κράτους, επομένως και την ύπαρξη του ελληνικού έθνους, το οποίο δηλώνεται εξ αποφάσεως ότι αποτελεί κατασκευή του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, ο ελληνισμός της Μικρασίας αντιμετωπίζεται και σήμερα υπό το πρίσμα της «ελληνοφωνίας» του και όχι της εθνικής του ταυτότητας.
Έκτον, αναπόφευκτη συνέπεια της προσέγγισης αυτής είναι η διδασκαλία της αντίληψης ότι το μικρασιατικό εγχείρημα δεν εγγράφεται στο διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Δεν δικαιολογείται δηλαδή δυνάμει της αρχής των εθνοτήτων, αλλά συνιστά μια κατ'εξοχήν επιθετική ενέργεια αποικιακού/ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ελλάδας. Αν όμως η Ελλάδα ήταν επιτιθέμενη στο μικρασιατικό μέτωπο γιατί να μη δεχθούμε ότι ήταν επίσης επιτιθέμενοι όλοι όσοι καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβητούσαν την εθνική υποτέλεια και προφανώς οι πρωτουργοί της Επανάστασης; Μόλις πρόσφατα πανεπιστημιακός καθηγητής ισχυρίσθηκε ότι οι Έλληνες και όχι οι Τούρκοι διέπραξαν γενοκτονία στη Μικρασία.
Η σταδιοδρομία της διελκυστίνδας αυτής συνδέεται, στις μέρες μας, με μια διπλή, μείζονος σημασίας, πρόθεση: Να εναρμονισθεί η οπτική της ελληνικής ιστορίας με την οπτική της άρχουσας τάξης για το κράτος. Με τον τρόπο αυτό ελπίζεται ότι η ελληνική κοινωνία θα συναινέσει, σε τελική ανάλυση, στις επιλογές του κράτους, αντί των επιταγών του έθνους. Τούτο εξηγεί γιατί οι θεράποντες της «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας διακινούν με επίταση το επιχείρημα ότι το έθνος και όχι το κράτος είναι εχθρός της ελευθερίας. Εν προκειμένω, η ελευθερία που επικαλούνται δεν έχει ως υποκείμενο την κοινωνία, αλλά την άρχουσα τάξη που επιμένει να θεωρεί ότι αυτή δια του κράτους και όχι η κοινωνία δικαιούται να ορίζει αυθεντικά την έννοια του εθνικού συμφέροντος.
Υπό την έννοια αυτή, η απέχθεια προς την κοινωνία και την ιστορία της, που εκφράσθηκε και έναντι των θυμάτων της μικρασιατικής τραγωδίας, αποδίδει μια πρωτογενώς αυταρχική λογική που συνδέεται οργανικά με την ιδεολογία της κομματοκρατίας, δηλαδή μιας αντίληψης για το έθνος που εξυπηρετεί παραδειγματικώς το κράτος νομέα/κάτοχο της κοινωνίας αντί ενός κράτους διακινητή/θεράποντος των προσδοκιών και των συμφερόντων της. Είναι φανερό ότι η σταθερά που καθόρισε τις πολιτικές χρήσεις του κράτους και της εθνικής ιδεολογίας από τη συγκρότησή του και προδιέγραψε τη μικρασιατική καταστροφή, εξακολουθεί μεταλλαγμένη να υπαγορεύει την προβληματική για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και σήμερα στη χώρα.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι θιασώτες της λογικής αυτής προκρίνουν αφενός την ενοχοποίηση της κοινωνίας για την χωρίς προηγούμενο κρίση και απαξίωση του ελληνικού κράτους και αφετέρου, την σύνταξή τους με τον εθνικισμό του άλλου (του σκοπιανού για το όνομα, του τουρκικού για το Αιγαίο και την Κύπρο κλπ) ως τρόπου για να αποτραπεί η απειλή της πλειοψηφίας της κοινωνίας δηλαδή του «σκοτεινού» μέρους του έθνους για τις ελευθερίες των εσωτερικών μειοψηφιών και της ειρήνης στην περιοχή!!.. Το τίμημα της συμφιλίωσης και της ειρήνης στην περιοχή εμφανίζεται ως μια μονομερής υποχρέωση της Ελλάδας και, σε κάθε περίπτωση, διέρχεται από την ‘άνευ όρων' -δηλαδή με την χωρίς αντάλλαγμα- εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με τις επιλογές του ηγεμόνα.
Στις ανωτέρω επισημάνσεις, περιορίζομαι κλείνοντας να προσθέσω ότι στο λιμάνι της Σμύρνης δεν ετάφη μόνο ο μικρασιατικός ελληνισμός αλλά κυρίως η δυνατότητα μιας πολιτικής που θα επανέφερε την Ελλάδα στο προσκήνιο του διεθνούς συστήματος και θα δημιουργούσε τους όρους της επιβίωσής της. Οι σημερινές εξελίξεις στην περιοχή αναδεικνύουν με πολύ γλαφυρό τρόπο το γεγονός αυτό.
Υπό τις παρούσες συνθήκες εκτιμώ ότι δεν αρκεί πια η διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Απαιτείται η ανάκτηση της ιστορίας έτσι ώστε να αποδοθεί στην κοινωνία η προοπτική μιας ανάταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και ενός σκοπού για το μέλλον. Η ελληνική κοινωνία αποκομμένη από το παρελθόν της θα είναι τελικά μια ασπόνδυλη κοινωνία χωρίς προορισμό, έρμαιο των καταστάσεων, φθίνουσα και περιδεής.
Το διακύβευμα, επομένως, για την ελληνική πολιτική ζωή είναι η υπέρβαση της ιστορικής της σταθεράς, δηλαδή της κομματοκρατίας και εντέλει του κράτους νομέα της κοινωνίας. Ο ελληνισμός ως παρελθόν δεν αποτελεί απλώς ιστορία. Διδάσκει το μέλλον, μπορεί να εμπνεύσει τις εξελίξεις και αυτό είναι που τρομάζει πολλούς, ενοίς και τους διακινητές της κατεστημένης αντίληψης για το κράτος της νεοτερικότητας.
[1] Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, εκδ. ΜΙΕΤ.
[2] Σβολόπουλος Κ, σελ. 51-52.
[3] Σβολόπουλος Κ., σελ. ιστ.
[4] με την εξαίρεση των αποδήμων οι οποίοι όμως εγγράφονται στο περιβάλλον της εθνοκρατικής δικαιοταξίας, δεν ανάγονται δηλαδή στο σύστημα της ελληνικής οικουμένης.
http://www.greekamericannewsagency.com/ ... &Itemid=83