Θεοδώρα η πορφυρογέννητη: η τελευταία Μακεδόνισσα αυτοκράτει

1
Στην παρούσα θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τις γυναικείες μορφές και πιο συγκεκριμένα τις Βυζαντινές αυτοκρατόρισσες που κατείχαν το θρόνο μετά το θάνατο του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου μέσα από τη μαρτυρία του Μιχαήλ Ψελλού. Προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι αναφορές του Ψελλού θα ιστοριογραφήσουμε το κοινωνικό, πολιτειακό και οικονομικό πλαίσιο της εποχής της Μακεδονικής δυναστείας. Θα αναφερθούμε επίσης στο ρόλο της Αυγούστας και θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην αυτοκρατόρισσα Θεοδώρα, είναι ο τελευταίος γόνος της «ένδοξης» μακεδονικής δυναστείας. Μέσα από τη Χρονογραφία του Ψελλού θα ξετυλίξουμε το νήμα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου της Αυγούστας και θα αποκωδικοποιήσουμε τα παραθέματά του για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που αφορούν στην προσωπογραφία της, στη θέση της αλλά και στον ρόλο της ως γυναίκας-μονάρχου στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης.

Ζωή Γκίνη, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

976 – 1056: το ιστορικό πλαίσιο

Ο 11ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί αιώνας αλλαγών: στις πολιτειακές, οικονομικές, θρησκευτικές αλλά και κοινωνικές δομές του Βυζαντινού κράτους με αρκετές ιδιοτυπίες.

Κατά την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976-1025)[1], μέλους της Μακεδονικής δυναστείας, κάτω από την διοικητική του δύναμη, η Βυζαντινή αυτοκρατορία επέκτεινε τα εδάφη της και αύξησε την ακτινοβολία της. Τα σύνορα της ήταν εξασφαλισμένα και εκτείνονταν μετά από συνεχής πολέμους από την Αδριατική ως την Αρμενία και από τον Δούναβη έως τον Ευφράτη. Η οικονομία, άμεσα συνυφασμένη με τους εμπορικούς δρόμους της αυτοκρατορίας ανθούσε, όπως και ο πνευματικός βίος, ο οποίος μεταλαμπαδεύτηκε στη Δυτική Ευρώπη[2].

Η τελευτή του Κωνσταντίνου Η’ (1025-1028) -αδελφού του Βασίλειου του Β’- χωρίς άρρενα διάδοχο σφράγισε το τέλος μιας εποχής και την αυγή μιάς νέας, καθώς καινούριες δυνάμεις - πολιτικές και στρατιωτικές αριστοκρατικές ομάδες - πρόβαλλαν στο πολιτικό προσκήνιο, απόρροια κοινωνικών και θεσμικών μετασχηματισμών, συνυφασμένων με την μεταβολή στον τρόπο στρατολογίας αλλά και την «ταξική» διαφοροποίηση του πληθυσμού στις πόλεις[3].

Έτσι, από το 1028 στην εσωτερική δομή του κράτους, ένας Μακεδονικός δυναστικός αγώνας επικράτησε -με εμφύλιες διαμάχες, διενέξεις και αντιζηλίες- αφού έφερε στην εξουσία αυτοκράτορες, αριστοκράτες πολίτες, με έλλειψη ισχυρής στρατιωτικής πείρας.

Ο ηλικιωμένος συγκλητικός Ρωμανός Αργυρός (1028-1034) παντρεύτηκε την κόρη του Κωνσταντίνου του Η’ -που δεν είχε προβλέψει για τη διαδοχή- Ζωή και έγινε αυτοκράτορας. Η Ζωή, μετά το θάνατό του, σε ηλικία πενήντα έξι ετών, νυμφεύθηκε τον αγαπημένο της Μιχαήλ Παφλαγώνα, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας για να βασιλεύσει ως Μιχαήλ Δ’ Παφλαγών, από το 1034 έως το 1041. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και της σύντομης βασιλείας του ανιψιού του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη (1041-1042) - υιοθετημένου γιου της Ζωής - ξέσπασε επανάσταση και δυσαρέσκεια στην αυτοκρατορία, που τελείωσε με την εκθρόνιση και την τύφλωσή του. Για επτά περίπου εβδομάδες η Βυζαντινή αυτοκρατορία διοικείτο από τη Ζωή, χήρα για δεύτερη φορά και την νεώτερη αδελφή της Θεοδώρα (1042). Τον ίδιο χρόνο η Ζωή παντρεύτηκε για τρίτη φορά και κήρυξε αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο τον Θ’ το Μονομάχο (1042-1055). Η Ζωή πέθανε πριν τον τρίτο της άνδρα, αλλά η Θεοδώρα επέζησε του Κωνσταντίνου του Μονομάχου και βασίλευσε ως μόνη κυρίαρχος της αυτοκρατορίας από το 1055 έως το 1056. Λίγο πριν από τον θάνατό της η Θεοδώρα υποχώρησε στις αξιώσεις της αυλής και επέλεξε για διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ Στ’ Στρατιωτικό (1056-1057). Μετά την αποβίωση της Θεοδώρας της Πορφυρογέννητης, το Βυζάντιο περιήλθε σε περίοδο κρίσης και η αυτοκρατορία σταδιακά εξασθένησε αφού η Μακεδονική δυναστεία στα χρόνια 867-1056 εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα, την κοινωνική συνοχή καθώς και την οικονομική και πνευματική ευημερία[4].

Σημαντική αλλαγή στη θρησκευτική δομή επέφερε σε Ανατολή και Δύση το οριστικό Σχίσμα ανάμεσα στην Ρωμαϊκή και Ανατολική Εκκλησία το 1054. Άραβες, Ρώσοι, Πετσενέγοι και Τούρκοι, οι εξωτερικοί εχθροί του κράτους, εμφανίστηκαν σε όλα τα μέτωπα, τόσο στο βόρειο και το ανατολικό σύνορο όσο και στην Ιταλία.

H προαγωγή των γραμμάτων ενώ σημείωνε πνευματική ωριμότητα, υπό το καθεστώς της πολιτικής αριστοκρατίας παρήκμασε. Βαθιά «ηθική κρίση» άρχισε να μαστίζει τον πνευματικό κόσμο, γεγονός που αποκτά εξέχουσα σημασία στο μέτρο που πνευματικοί άνθρωποι χειρίζονταν τις κρατικές υποθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής αποτελεί ο Mιχαήλ Ψελλός. Μάλιστα το 1045 αποδέχθηκε τον τίτλο του Ύπατου των Φιλοσόφων, έναν τίτλο που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τον ίδιο από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο[5].

Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078;) [6]

Ο Ψελλός ζούσε στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης την εποχή που έγραψε τη Χρονογραφία. Η πολυμάθειά του διαφαίνεται στο έργο τού αυτό. Η προσπάθεια για ιστοριογράφηση με χρονολογικό χαρακτήρα, οι βίοι των αυτοκρατόρων και η απομυθοποίηση του αυτοκρατορικού αξιώματος καθώς και η πολιτειακή λειτουργία της αυτοκρατορίας είναι οι κύριοι στόχοι του. Τα γραφώμενά του μπορούν να χαρακτηριστούν «αναξιόπιστα» όσον αφορά στην ιστορική τους δομή, καθώς σημαντικά πολιτικά γεγονότα δεν περιλαμβάνονται, όπως λόγου χάρη το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών. «Η ουσία του ουμανισμού» είναι η παράμετρος για το αινιγματικό του χρονικό[7].

Η Αυγούστα κατά τον 11ο αι.

Πριν αναφερθούμε στην Αυγούστα Θεοδώρα, θα παραθέσουμε τη θέση και το ρόλο της γυναίκας-αυτοκράτειρας στο δημόσιό της βίο και τα βασικά χαρακτηριστικά του Βυζαντινού αυτοκρατορικού θεσμού, για να τα εντάξουμε στο συμμετοχικό ρόλο, όχι μόνο της αυτοκρατορικής συζύγου και παλλακής, αλλά βασιλέως-αυτοκράτορας δηλαδή της απόλυτου μονάρχη.

Η επικράτηση του Χριστιανισμού, η σύμπραξη και η συμμετοχή των γυναικών στην εκκλησιαστική κοινότητα - παρά τις αντιλήψεις των Πατέρων της εκκλησίας - και η θέση της Παναγίας στη Χριστιανική λατρεία, ανέδειξαν τη θέση της γυναίκας στο δημόσιο βίο[8]. Τα Χριστιανικά πρωτεία του Βυζαντίου κάνουν τον αυτοκράτορά του, μοναδικό αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης. Ένας λοιπόν Θεός στον ουρανό και ένας ο αντιπρόσωπός του στη γη. Βασική ιδιότητα του αυτοκράτορα, η προσήλωσή του στη Χριστιανική πίστη, κάτι βέβαια που δεν μπορεί να αποκλείσει το γυναικείο φύλο από την διεκδίκηση του αυτοκρατορικού τίτλου.

Οι πορφυρογέννητες αδελφές Ζωή και Θεοδώρα, αδελφές αυγούστες, οι τελευταίοι κρίκοι στην αλυσίδα της Μακεδονικής δυναστείας, αποτελούν τις δύο που κατόρθωσαν να ανέλθουν στο βυζαντινό θρόνο και να κυβερνήσουν ως αποκλειστικοί κάτοχοι της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η αδελφή τους Ευδοκία - πρωτότοκη κόρη του Κωνσταντίνου του Θ’ - αποποιήθηκε το θρόνο οικειοθελώς - προτίμησε την μοναχική κουρά. Ο Ψελλός αναφέρει ότι «είχε πεθάνει»[9].

Οι δύο γυναίκες, έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από το λαό και τους αξιωματούχους εξαιτίας της ιστορικής τους σημασίας, ως τελευταίοι απόγονοι μιάς «λαμπρής» δυναστείας όπως μας πληροφορεί ο Ψελλός[10] αποτελώντας από κοινού φορείς γυναικείας φύσης αλλά και νόμιμα κληροδοτημένης αυτοκρατορικής εξουσίας, πράγμα που τους έδινε δυνατότητες που καμιά άλλη γυναίκα στο Βυζάντιο δε μπορούσε να έχει, όπως επίσης και ότι ήταν σε θέση -κυρίως η Ζωή- να αψηφούν τους κανόνες της Βυζαντινής κοινωνίας γύρω από την επιθυμητή γυναικεία συμπεριφορά.

Η Ζωή, ως σύζυγος του Ρωμανού Γ’, μπορούσε ελεύθερα να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με νεαρούς άνδρες, όπως ο Κωνσταντίνος Αρτοκλίνης, πριν τελικά παραδοθεί στο Μιχαήλ Παφλαγόνα, για χάρη του οποίου ήταν σε θέση να οργανώσει ακόμη και τη δολοφονία του νόμιμού της συζύγου-αυτοκράτορα. Αυτό που ενδιέφερε τη Ζωή κατά τον Ψελλό ήταν οι παρασκευές καλλυντικών και αρωμάτων, η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, που με τόση φροντίδα είχε συγκεντρώσει στα αυτοκρατορικά ταμεία ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος[11]. Ο Ψελλός ίσως διαισθανόταν μια επερχόμενη παρακμή και πίστευε ίσως ότι το κράτος θα ευημερούσε αφού είχε εξασφαλισμένες πηγές πλούτου[12]. Η Garland όμως πρεσβεύει ότι ο σκοπός της Ζωής ήταν «ένα αναπόσπαστο μέρος των προνομίων της κληρονόμου της αυτοκρατορίας»[13]. Την προσωπογραφία της Ζωής έχουμε σε ψηφιδωτό του γυναικωνίτη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.

Από τον 11ο, η γυναίκα είναι σε θέση για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της εικονομαχικής έριδας, να λάβει μέρος, όταν το επιβάλλουν φυσικά οι περιστάσεις, και σε γεγονότα λαϊκής πολιτικής παρέμβασης. Έτσι, είναι χαρακτηριστικά τα όσα μας διηγείται ο Ψελλός στη Χρονογραφία του, σχετικά με την εξέγερση του λαού της Κωνσταντινούπολης το 1042, κατά του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, με αφορμή την απομάκρυνση της αυγούστας Ζωής από τα ανάκτορα με αυτοκρατορική εντολή και τον εγκλεισμό της σε μοναστήρι στην Πρίγκηπο. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον ωστόσο έχει η παρατήρηση του Ψελλού ότι ο ίδιος είδε γυναίκες σ΄ εκείνη την περίσταση, που ποτέ δεν είχαν βγει από τον γυναικωνίτη, να εμφανίζονται δημόσια χτυπώντας τα στήθη τους και θρηνώντας για την τύχη της αυτοκράτειρας, πράγμα που δείχνει με ενάργεια τη χαλαρή σχέση μεταξύ στερεότυπης γυναικείας συμπεριφοράς και κοινωνικής πραγματικότητας[14].

Αμέσως μετά την αποπομπή του υιοθετημένου γιου της Ζωής, Μιχαήλ Ε’, από τον αυτοκρατορικό θρόνο (Απρίλιος 1042), οι δύο αδελφές βασιλεύουν από κοινού. Παρέμειναν στον αυτοκρατορικό θρόνο τον οποίο και διατήρησαν για λιγότερο από δύο μήνες. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ψελλό η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί τότε για πρώτη φορά ο γυναικωνίτης σε βασιλικό βουλευτήριο[15]. Ο Ψελλός, κρίνοντας τη σύντομη διακυβέρνηση των δύο αδελφών διαπιστώνει «την αρχή της πτώσης και της ταπείνωσης»[16] της αυτοκρατορίας. Η άποψή του αυτή όμως έρχεται σε αντίθεση με τις διοικητικές ικανότητες των αυτοκρατορισσών καθώς κατά την περίοδο της κοινής τους βασιλείας είχαν εκδώσει χρυσά νομίσματα με απεικονίσεις των προσωπογραφιών τους αφού κατά τη διάρκεια της βασιλεία τους «δεν έλειψε ούτε η τελετουργική επισημότητα, με την οποία εκδηλώνεται η εξωτερική λαμπρότητα της εξουσίας, ούτε οι επίσημες κυβερνητικές πράξεις με τις οποίες ουσιαστικά αποδεικνύεται η εξουσία αυτή»[17].

Η συμβασιλεία Ζωής και Θεοδώρας θα λάβει τέλος με τον τρίτο γάμο της πρώτης με τον Κωνσταντίνο Μονομάχο και την συνακόλουθη άνοδο του τελευταίου στο βυζαντινό θρόνο (Ιούνιος 1042). Ο Κωνσταντίνος υπήρξε και αυτός τρείς φορές έγγαμος. Η παλλακεία του με την όμορφη Μαρία Σκλήραινα - η οποία είχε πολιτικές βλέψεις και προετοίμαζε το έδαφος για τη σταδιοδρομία του αδελφού της Ρωμανού Σκληρού - θα ωθήσει τη Ζωή τέταρτη φορά στην εξουσία, στα αυτοκρατορικά διαμερίσματά της προκειμένου να μείνει μακριά από τον θόρυβο που προκαλούσε στην αυλή η πολυτάραχη διαμονή της ερωμένης του αυτοκράτορα στο Μεγάλο παλάτι. «Βασίλισσα και Δέσποινα είναι οι τίτλοι που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος Μονομάχος μαζί με τη σύζυγό του Ζωή και την αδελφή της Θεοδώρα στην ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα. Η Σκλήραινα είχε επίσης και τον τίτλο σεβαστή («Ελληνική μετάφραση του Αυγούστα»)»[18].

Η γυναίκα λοιπόν, είτε ως σύζυγος είτε ως ερωμένη, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο ως σύμβουλος ή ακόμα και ως ενδιάμεσος. Η Ζωή απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα ετών, περίπου το 1050.
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεοδώρα η πορφυρογέννητη: η τελευταία Μακεδόνισσα αυτοκράτει

2
Θεοδώρα: η τελευταία απόγονος της Μακεδονικής δυναστείας

Η Θεοδώρα, η νεώτερη από τις κόρες του Κωνσταντίνου του Η’ ήταν - όπως μας μαρτυρεί ο Ψελλός σκιαγραφώντας το χαρακτήρα της, σε αντιπαραβολή με αυτόν της Ζωής - ψηλή, αδύνατη, απότομη και γρήγορη στο λόγο, χαμογελαστή, όχι ιδιαίτερα εύστροφη και όμορφη, και ιδιαίτερα φειδωλή[19].

Διέθετε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα καθώς στην αρχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1029) φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εκδήλωση των συνωμοσιών του Προυσιανού και του Κωνσταντίνου Διογένη, οδηγώντας τη Ζωή στην απόφαση να την περιορίσει στη μονή Πετρίου. Ο Ψελλός αναφέρει ότι «ο φθόνος [...] χώρισε τις δύο αδελφές» και πως η θέση της στο μοναστήρι ήταν «αξιοσέβαστη»[20]. Η κουρά της Θεοδώρας, ισοδυναμούσε με ποινή και αποκλεισμό από την πολιτειακή οργάνωση της αυτοκρατορίας. Συμμετείχε επίσης και στην τιμωρία με τύφλωση του Μιχαήλ Ε’ και του Ιωάννη Ορφανοτρόφου το 1043.

Η Θεοδώρα, θα αναλάβει για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία - ως μόνη κάτοχός της - στις 11 Ιανουαρίου του 1055[21], αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις απειλές που είχαν εμφανισθεί. Από την μιά πλευρά οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου του Θ΄ προσπάθησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον δούκα Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Απέτυχαν όμως και έχασαν τις θέσεις τους. Από την άλλη πλευρά, ο πατρίκιος Βρυέννιος, εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας και αρχηγός των Μακεδονικών δυνάμεων (των δυνάμεων δηλαδή που είχαν υποστηρίξει τον πατρίκιο Λέοντα Τορνίκιο οκτώ χρόνια νωρίτερα) αποπειράθηκε φαίνεται και αυτός να στασιάσει. Απέτυχε και εξορίστηκε, ενώ η μεγάλη περιουσία του δημεύτηκε[22]. Τα παραπάνω γεγονότα παραλείπονται από την εξιστόρηση του Ψελλού.

Αποφάσισε να μην παντρευτεί και απέκρουσε κάθε προσπάθεια από στρατό ή κλήρο - ο πατριάρχης Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριος δυσανασχετούσε επειδή αυτοκράτωρ ήταν μια γυναίκα[23] - να πάρει σύζυγο συνάρχοντα[24], υπερασπίσθηκε δραστικότατα την ανεξαρτησία της από τις επιβουλές και επιρροές της στρατιωτικής τάξης, αλλά και της κοινής γνώμης που σύμφωνα με τον Ψελλό δεν ήταν σύμφωνη με μία τέτοια διευθέτηση των πραγμάτων. «Όλοι βέβαια το θεωρούσαν απρεπές να εκθηλύνεται έτσι η άλλοτε αρρενωπή εξουσία των Ρωμαίων»[25]. Όχι τόσο από την επιθυμία για μονοκρατορία, όσο όπως παρατηρεί ο Ψελλός, επειδή ίσως δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μοίρα της Ζωής[26]. Έτσι, παίρνοντας την έγκριση των ικανών αξιωματούχων που πρόσκεινταν σ’ αυτήν[27], παραχώρησε τη διοίκηση του κράτους στον έμπιστό της πρωθυπουργό πρωτοσύγκελο Λέοντα Παρασπόνδυλο, ενός δυσπρόσιτου αλλά ικανού πολιτικού τον οποίο ο Ψελλός μέμφεται, καθώς κατακρίνει τη Θεοδώρα για την επιλογή της αυτή[28].

Παρά το ότι ο Ψελλός καταρχάς χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση της Θεοδώρας συνετή, κατόπιν παρατηρεί ότι ήταν απαραίτητη η ανάληψη των κρατικών ηνίων από έναν άνδρα. Εντούτοις, ο Ψελλός μαρτυρεί την ύπαρξη ενός γενικότερου κλίματος δυσαρέσκειας, εξαιτίας του ότι η Ρωμαϊκή αρχή βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας, ενώ τέλος, ακόμη και τα θετικά στοιχεία που αποδίδει στη βασιλεία της Θεοδώρας έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διεθνή και εσωτερική πολιτική συγκυρία και πολλή λιγότερο με τις πραγματικές της ικανότητες στην άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας[29].

Κυβέρνησε όπως οι αυτοκράτορες: ήταν προϊσταμένη της αυλής, διόριζε αξιωματούχους, εξέδιδε διατάγματα, ρύθμιζε δικαστικές διαφορές, δέχονταν πρέσβεις και αρχηγούς κρατών, εκπλήρωνε τυπικό ρόλο του αυτοκράτορα και λάμβανε αποφάσεις σχετικά με ζητήματα οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, πάντα με «σοβαρή φωνή» όπως μας πληροφορεί ο Ψελλός[30]. Το μοναδικό ίσως μειονέκτημα ήταν ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει προσωπικά το στρατό στη μάχη.

Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο[31]. Εδώ έχουμε και μια πρόσθετη πληροφορία που αφορά στη φιλαργυρία της αλλά και την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία. Η Θεοδώρα κατά την περίοδο της βασιλείας της έκοψε χρυσά νομίσματα.

Πέθανε τον Αύγουστο του 1056 σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, από κάποιο γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Ψελλός[32], και έστεψε διάδοχό της τον Μιχαήλ ΣΤ΄ τον Στρατιωτικό, χωρίς όμως να έχει προνοήσει για τη διαδοχή. Η βασιλεία της Θεοδώρας της πορφυρογέννητης σήμανε και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.

Φαίνεται πως οι βυζαντινές αυτοκράτειρες που κατάφεραν να αναρριχηθούν στο ύπατο αξίωμα και πιο συγκεκριμένα η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ως ικανή αυτοκρατόρισσα-μονάρχης που εκμεταλλεύθηκε τις προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες του κύκλου της, χωρίς να παραιτηθεί από τα προνόμια που της παρείχε η θέση της ως μέλους της Μακεδονικής δυναστείας.

Βιβλιογραφία

Angold M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204: μια πολιτική ιστορία», μτφ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, επιμ.Παναγιώτης Αγαπητός, Παπαδήμας, Αθήνα, 2004.²
Garland L., Βυζαντινές αυτοκράτειρες - Γυναίκες και εξουσία στο Βυζάντιο 527-1204 μ.Χ., μτφ.Ν.Κουβαράκου, επιμ. Γ. Αντωνόπουλος, Έλλην, Αθήνα, 2000.
Νικολάου Κ., Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα, 2000.
Οικονομίδης Ν., «Η ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου 945-1071» στο Το Βυζαντινό κράτος στην ακμή της δυνάμεως του τόμ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000.
Schlumberger G, Η Βυζαντινή εποποιία κατά τα τέλη της Ι’ εκατονταετηρίδος, Τρίτο μέρος, Αι πορφυρογέννηται Ζωή και Θεοδώρα (1025-1057), μτφρ. Λαμπρίδου Ι., Σακελλαρίου Δ., Αθήνα, 1906.
Χριστοφιλοπούλου Α., Βυζαντινή ιστορία, Β2’, Θεσσαλονίκη, 1998.
Ψελλός Μιχαήλ, Χρονογραφία, τόμ. Β’, (μτφρ-εισ-σχ. Βρ. Καραλής, Άγρωστις, Αθήνα, 1992.

Σημειώσεις-παραπομπές

[1] Οι ημερομηνίες αφορούν στην έναρξη και στη λήξη της βασιλείας του εκάστοτε αυτοκράτορα.
[2] Ν. Οικονομίδης στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «Η ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου 945-1071» στο «Το Βυζαντινό κράτος στην ακμή της δυνάμεως του» τόμος Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, 2000, Αθήνα, 98.
[3] Α.Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία», Β2’, Θεσσαλονίκη, 1998, 196.
[4] Ν.Οικονομίδης στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους «Η ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου 945-1071» στο «Η παρακμή (1025-1071» τόμος Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, 2000, Αθήνα, 131.
[5] ό.π., 131.
[6] Η ημερομηνία αυτή αφορά στη γέννηση και στην πιθανή ημερομηνία θανάτου του Ψελλού.
[7] M. Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204: μια πολιτική ιστορία, μτφ. Ε. Καργιανιώτη, επιμ. Π. Αγαπητός, Παπαδήμας, Αθήνα, 2004². 173-180.
[8] Κ.Νικολάου, Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα, 2000, 33.
[9] Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, τόμος Β’, (μτφρ-εισ-σχ. Βρ. Καραλής), Αθήνα, Άγρωστις, 1992, 179.
[10] ό.π., 191.
[11] ό.π., 195.
[12] ό.π., 14.
[13] L. Garland, Βυζαντινές αυτοκράτειρες - Γυναίκες και εξουσία στο Βυζάντιο 527-1204 μ.Χ. , μτφ. Ν. Κουβαράκου, Έλλην, Αθήνα, 2000, 165.
[14] Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, τόμ. Β’, (μτφρ-εισ-σχ. Βρ. Καραλής), Αθήνα, Άγρωστις, 1992, 178 [15] ό.π., 191.
[16] ό.π., 194.
[17] Νικολάου Κ., Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 2000. 34.
[18] Garland L., Βυζαντινές αυτοκράτειρες - Γυναίκες και εξουσία στο Βυζάντιο 527-1204 μ.Χ., μτφ. Ν. Κουβαράκου, Έλλην, Αθήνα, 2000, 3.
[19] Χρονογραφία, 193-194. [20] ό.π., 180.
[21] Οικονομίδης Ν., στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «Η ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου 945-1071» στο «Η Θεοδώρα (1055-1056) τόμος Ζ', Εκδοτική Αθηνών, 2000, Αθήνα, 140.
[22] Schlumberger G, Η Βυζαντινή εποποία κατά τα τέλη της Ι’ εκατονταετηρίδος , Τρίτο μέρος , Αι πορφυρογέννηται Ζωή και Θεοδώρα (1025-1057), μτφ. Λαμπρίδου Ι., Σακελλαρίου Δ., Αθήνα 1906.
[23] Χρονογραφία, 304.
[24] ό.π., 300.
[25] Νικολάου Κ., ό.π., 35.
[26] Χρονογραφία, 296.
[27] ό.π., 296.
[28] ό.π., 298.
[29] ό.π., 297.
[30] ό.π., 296.
[31] ό.π., 297.
[32] ό.π., 306.

© 2006 Ζωή Γκίνη
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα”

cron