Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

1
Εικόνα

Πληροφορίες για το βίο και τη δράση του βρίσκομε στα συγγράμματά του, και ιδίως τις επιστολές, σε έργα συγχρόνων του ή μεταγενεστέρων εκκλησιαστικών ιστορικών, σε βιογραφίες και πανηγυρικούς λόγους γραμμένους στα ελληνικά και λατινικά. Η σπουδαιότερη όμως περί αυτού πηγή είναι ο Διάλογος περί Βίου και Πολιτείας του Μακαρίου Ιωάννου, που συντάχθηκε από το μαθητή του Παλλάδιο, επίσκοπο Ελενοπόλεως.

Ο Ιωάννης ήταν γόνος επίσημης οικογένειας της Αντιόχειας· «Υιός γεγονώς των διαπρεψάντων ευγενώς παρά τη τάξει του στρατηλάτου της Συρίας». Ο πατέρας του δηλαδή ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Συρίας. Το όνομα του Σεκούνδος προδίδει λατινική καταγωγή, αλλά πολύ μακρινή, όπως εικάζεται από το ότι ο Ιωάννης δεν είχε γνώση της λατινικής γλώσσας. Ο Σεκούνδος πέθανε λίγο χρόνο μετά τη γέννηση τον υιού του, Η μητέρα του Ανθούσα, είκοσι χρόνων τότε, δεν σκέφθηκε να υπανδρευτεί εκ νέου, αλλ’ αφοσιώθηκε στην ανατροφή τον υιού της και διαχειρίσθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα την περιουσία της. Τη διάδοση της φήμης για τη σωφροσύνη της μαρτυρεί η είδηση, κατά την οποία διακεκριμένος διδάσκαλος τον Ιωάννη, πιθανώς ο Λιβάνιος, όταν πληροφορήθηκε το λόγο για τον όποιο προτίμησε αυτή τη χηρεία, αναφώνησε· «οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς είσιν». Προφανώς ήταν Χριστιανοί και οι δύο γονείς του. Για την πρωτότοκο θυγατέρα τους, την οποία τυχαία αναφέρει ο Παλλάδιος, δεν γίνεται αλλού λόγος, ούτε το όνομα της διατηρείται.

Ο χρόνος γεννήσεως του Ιωάννη τοποθετείται από τους κριτικούς μεταξύ 344 και 354. Τα χρονολογικά δεδομένα του βίου του μέχρι της αρχιερατείας του θεωρούνται ασαφή, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι, διότι ο φίλος και γνώστης των πραγμάτων Παλλάδιος φρόντισε να τα διατηρήσει με ιδιαίτερη σχολαστικότητα. Λέγει λοιπόν· Σε ηλικία 18 ετών εγκατέλειψε αυτός τις ρητορικές σπουδές, άρχισε την παρακολούθηση θεολογικών μαθημάτων και βαπτίσθηκε· μετά 3 έτη χειροτονήθηκε σε αναγνώστη και έφυγε στην έρημο, όπου μόνασε 4 έτη κοντά σε γέροντα, και 2 μέσα σε σπήλαιο· αφού επέστρεψε στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε σε διάκονο, μετά 5 έτη σε πρεσβύτερο, και μετά άλλα 12 σε αρχιεπίσκοπο. Ήτοι μέχρι τη χειροτονία του σε αρχιεπίσκοπο (Δεκέμβριος 397) συγκεντρώνονται 44 έτη, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός γεννήθηκε κατά τις αρχές του 354. Η με μεγάλη ακριβολογία σημείωση των χρόνων από τον Παλλάδιο δεν επιτρέπει να δίνομε κενά, και αν κατά τις μεταβάσεις από το ένα στάδιο στο άλλο παρέρχεται κάποιο χρονικό διάστημα, αυτό προφανώς ενσωματώνεται στα στοιχεία που δίνονται χονδρικά. Μπορεί μόνο ν’ αμφισβητηθεί ο χρόνος της διακονίας· « Εντεύθεν χειροτονείται διάκονος διά του Μελετίου, υπηρετήσας τω θυσιαστηρίω δύο προς τοις τρισίν έτεσιν». Ερμηνευόμενο αυτό κατ’ ακριβή σύνταξη σημαίνει. Αφού υπηρέτησε στο θυσιαστήριο επί 5 έτη, έπειτα χειροτονείται από τον Μελέτιο διάκονος. Από τους περισσότερους κριτικούς εκλαμβάνεται σαν κάτι που σημαίνει την υπηρεσία του σαν αναγνώστης, αλλά κακώς· διότι σε αναγνώστη είχε χειροτονηθεί σε χρόνο πριν από την πενταετία και διότι η υπηρεσία του αναγνώστη δεν είναι στο Θυσιαστήριο, αλλά στο αναλόγιο· στο θυσιαστήριο κυριολεκτείτε η υπηρεσία του διακόνου. Εξ άλλου, αν θεωρήσουμε ότι η πενταετία δεν αναφέρεται στη διακονία, τότε θα απουσίαζε οποιαδήποτε ένδειξη για τη διάρκεια της θητείας του ως διακόνου, πράγμα που αντίκειται στη συνήθεια του Παλλαδίου να σημειώνει με ακρίβεια τη διάρκεια κάθε σταδίου. Η σύνταξη της ανωτέρω φράσεως είναι ανώμαλη μεν, όχι ασυνήθης όμως σε βυζαντινά και νεοελληνικά αδόκιμα κείμενα. Το ορθό θα ήταν « Εντεύθεν χειροτονηθείς διάκονος υπό Μελετίου, υπηρέτησε τω θυσιαστηρίω δύο προς τοις τρισίν έτεσιν». Επομένως σαν έτος γεννήσεως του Ιωάννη πρέπει να ορίσουμε το 354, καθώς ήδη έπρατταν με βάση τον Παλλάδιο και πολλοί Βυζαντινοί ιστορικοί. Συνηγορεί στην τοποθέτηση αυτή και ο χαρακτηρισμός του εαυτού του στην κατά τη χειροτονία του εκφωνηθείσα ομιλία το 386 σαν μειρακίσκο. Εάν είχε γεννηθεί ενωρίτερα, π.χ. το 344 ή 349 και ήταν σαράντα ετών, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του έτσι.

Η Ανθούσα φρόντισε ώστε να λάβει επιμελημένη παιδεία ο υιός της που της θύμιζε μάλιστα διαρκώς τη μορφή του πεθαμένου συζύγου της. Πιθανότατα αυτός διδάχθηκε τη ρητορική από τον Λιβάνιο και τη φιλοσοφία από τον Ανδραγάθιο. Ο Λιβάνιος, μετά από πολυετή περιπλάνηση σε μεγαλουπόλεις της αυτοκρατορίας, είχε οριστικά εγκατασταθεί στη γενέτειρα του Αντιόχεια, όπου μάταια προσπαθούσε να στηρίξει τον ειδωλολατρικό πολιτισμό που οδηγούνταν στην παρακμή, αλλά δίδασκε με επιτυχία τη ρητορική και τη φιλολογία. Το ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο ο Λιβάνιος, όταν ρωτήθηκε προς τα τέλη της ζωής του για το πρόσωπο του διαδόχου του, απάντησε ότι θα όριζε διάδοχο τον Ιωάννη, αν δεν είχαν συλήσει αυτόν οι Χριστιανοί, δεν βλέπομε για ποιό λόγο θα έπρεπε να θεωρηθεί μεταγενέστερης επινοήσεως.

Η επίδραση των κλασικών σπουδών είναι έκδηλη στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία των πρώτων συγγραμμάτων του Ιωάννη, έθεσε δε τη σφραγίδα της στην άνεση γλωσσικής εκφράσεως που παρατηρείται σ’ ολόκληρο το έργο του.

Άλλοι μεγάλοι Πατέρες μετά την αποφοίτηση τους από τις κοσμικές σχολές άσκησαν το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου, το ίδιο δε διαβεβαιώνει ο Σωκράτης και για τον Χρυσόστομο, ενώ ομολογεί και ο ίδιος ότι σύχναζε στα δικαστήρια και τα θέατρα. Επειδή ο Παλλάδιος παραλείπει και δεν ομιλεί γι’ αυτό, πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν ασχολήθηκε ο Ιωάννης με το έργο αυτό πέρα από τους λίγους μήνες, και μάλιστα ότι αυτό συνέπιπτε περίπου με την έναρξη παρακολουθήσεως θεολογικών μαθημάτων.

Άκμαζε κατά την εποχή αυτή το Ασκητήριο, ήτοι η θεολογική σχολή που είχε ιδρύσει στην Αντιόχεια ο γνωστός θεολόγος Διόδωρος, μετέπειτα επίσκοπος Ταρσού, μαζί με τον Καρτέριο. Σ’ αυτήν φοίτησε ο Ιωάννης, έχοντας συμφοιτητές μεταξύ άλλων τον Θεόδωρο, μετέπειτα Μοψουεστίας, και τον Μάξιμο, μετέπειτα Σελευκείας. Από την έναρξη των σπουδών του αυτών συνδέθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο, βαπτίσθηκε πιθανώς απ’ αυτόν (372) και μετά τριετία χειροτονήθηκε αναγνώστης (375). Ο Παλλάδιος δεν αναφέρει το όνομα του επισκόπου που τον χειροτόνησε, που δεν μπορεί να είναι ο Μελέτιος, διότι αυτός βρισκόταν ήδη στην εξορία (372-378), αλλ’ ήρθε από έξω άλλος επίσκοπος. Ίσως κατά το χρόνο αυτό ο νεαρός Ιωάννης πιέσθηκε να δεχθεί την Ιεροσύνη, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει, προς δικαιολογία δε της φυγής του σύνταξε τους Περί Ιεροσύνης λόγους αργότερα.

Επιθυμώντας ήδη ν’ ακολουθήσει το μοναχικό βίο, συγκρατήθηκε από τα δάκρυα της μητέρας του για λίγο μέχρι που πέθανε αυτή, οπότε ασκήτευσε επί εξαετία, κατ’ αρχή μεν κοντά σε Σύρο γέροντα, που γνώριζε ασφαλώς ελληνικά, διότι ο Ιωάννης αγνοούσε τη συριακή, έπειτα όμως μόνος μέσα σε σπήλαιο. Δεν κατόρθωσε να βγει μέσα από αυτό χωρίς βλάβη της υγείας του από τις θεληματικές ταλαιπωρίες· αφού προσβλήθηκε από βαρύτατο νεφρικό νόσημα, επέστρεψε στην Αντιόχεια κατά τα τέλη του 380. Κατά το χρόνο της ασκήσεώς του συνέγραψε αριθμό δοκιμίων, που αναφέρονται στο μοναχικό βίο ή απευθύνονται προς συνασκητές του.

Κατά τις αρχές του 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μελέτιο, ο οποίος μετά από λίγο μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη προς συμμετοχή στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, απ’ όπου δεν επέστρεψε πλέον στην Αντιόχεια, πεθαίνοντας εντός του έτους εκείνου. Σαν διάκονος επιδόθηκε στο διδασκαλικό έργο και συνέχισε τη συγγραφή πραγματειών.

Μη έχοντας πλέον το φόβο ενώπιον του αξιώματος της Ιεροσύνης, τον οποίο αισθανόταν άλλοτε, δέχθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος πριν από την Τεσσαρακοστή του 386 από τον αρχιεπίσκοπο Φαβιανό. Κατά την πρώτη του ομιλία εκφράζει βέβαια πάλι φόβο προσεγγίζοντας την αγία Τράπεζα και λέγει ότι του φαινόταν απίστευτο το ότι μιλούσε ενώπιον του εκκλησιάσματος αυτός ο μειρακίσκος, αλλά δεν έπεισε το ακροατήριο, το οποίο έβλεπε το λόγο του και ασυνήθιστα ικανοποιητικό, και άλλα δείγματα για τις ικανότητες που είχε.

Η Αντιόχεια ήταν μεγαλούπολη, που είχε κατά τον Χρυσόστομο 200.000 κατοίκους ελεύθερους, μαζί με τους δούλους δε ίσως και 500.000. Ο εκκλησιαστικός βίος υφίστατο επιπλοκές από εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες. Δεν ήταν μόνο οι Εθνικοί, πολυάριθμοι ακόμα αλλά καταπτοημένοι, ούτε οι Ιουδαίοι που επηρέαζαν και μια μερίδα Χριστιανών, που παρέμβαλλαν εμπόδια στην πρόοδο του χριστιανικού έργου, ήταν και οι αιρετικοί Αρειανοί, Ανόμοιοι και Απολιναριστές, και το χειρότερο οι αποσχισμένοι Ορθόδοξοι υπό τον Παυλίνο. Μετά το θάνατο του τελευταίου δεν εκλέχθηκε νέος σχισματικός επίσκοπος και μετά από λίγο αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο μερίδων η Αλεξάνδρεια αναγνώρισε τον Φλαβιανό το 394, η δε Ρώμη το 398 μετά από επέμβαση του Χρυσοστόμου, ως αρχιεπισκόπου ήδη Κωνσταντινουπόλεως, και αποστολής εκεί του Ακάκιου Βέροιας και του Αλεξανδρινού πρεσβυτέρου Ισιδώρου.



Κάτω από τέτοιες συνθήκες άρχισε το ιερατικό του στάδιο ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια και κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πνευματική ζωή της πόλεως. Μεγάλο όπλο του ήταν ο λόγος. Μιλούσε ακατάπαυστα κάθε Κυριακή και Παρασκευή, τις δε Τεσσαρακοστές και Διακαινησίμους κάθε ήμερα, περιερχόμενος όλους τους ναούς της πόλεως και τα παρεκκλήσια, αλλά προτιμώντας τη μεγάλη εκκλησία που είχε ιδρύσει ο Μ. Κωνσταντίνος. Προφύλασσε το λαό από τις αιρέσεις, συμπαραστεκόταν αυτόν κατά τις δύσκολες ήμερες, όπως η στάση των ανδριάντων (387), ανέλυε προς αυτόν τα περιεχόμενα της Γραφής, προΐστατο της κοινής προσευχής, οργάνωσε τη φιλανθρωπία. Η Εκκλησία Αντιοχείας έτρεφε κατά τους χρόνους του 3.000 καταγραμμένες χήρες και παρθένους και μεγάλο αριθμό ορφανών, περιέθαλπε δε πολυάριθμους ξένους, ασθενείς και φυλακισμένους. Από την περίοδο αυτή προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των ομιλιών του.

Η φήμη του είχε διαπεράσει τα όρια της Συρίας και, ενώ όλοι περίμεναν να διαδεχθεί στην Αντιόχεια τον Φλαβιανό, τα πράγματα ακολούθησαν άλλη οδό. Όταν πέθανε ο Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως, ο επιτήδειος ιεράρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, κρίνοντας κατάλληλη τη στιγμή να επιβάλει τις απόψεις της έδρας του επί του ζητήματος της διαδοχής, μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον γέροντα πρεσβύτερο Ισίδωρο, που τον προόριζε για την κενωθείσα θέση. Αλλ’ ο ευφυέστατος ευνούχος πρωθυπουργός Ευτρόπιος, που είχε δώσει αυτοκράτειρα στην πρωτεύουσα, ήταν αποφασισμένος να δώσει και αρχιεπίσκοπο τώρα. Κατά μία επίσκεψη του στην Αντιόχεια είχε λάβει γνώση για την προσωπικότητα και το έργο του Χρυσοστόμου, και έπεισε τον Αρκάδιο ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της πρωτεύουσας άνδρας. Ίσως είχε κάνει λάθος, τουλάχιστο από τη δική του πλευρά, διότι ο Χρυσόστομος δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να προσαρμοσθεί σε αυτοκρατορικό περιβάλλον, και αυτό υπήρξε δυστύχημα γι’ αυτόν και την Εκκλησία, θέλοντας λοιπόν να εξουδετερώσει ενδεχόμενη άρνηση του Χρυσοστόμου και πιθανότατη αντίδραση του λαού της Αντιόχειας, ο Ευτρόπιος φρόντισε μέσω του έπαρχου να επιβιβασθεί αυτός σε άμαξα παραπλανητική και να οδηγηθεί διά ξηράς στην Κωνσταντινούπολη, για να μη δει πλέον ξανά τη γενέτειρα του. Ο υποψήφιος πληροφορήθηκε τις προθέσεις των αρχόντων καθ’ οδό και φαίνεται ότι δεν έφερε μεγάλες αντιρρήσεις. Στο μεταξύ ο Αρκάδιος είχε προσκαλέσει αριθμό επισκόπων, οι οποίοι μαζί με τον κλήρο και το λαό επικύρωσαν την αυτοκρατορική, εκλογή, διαφώνησε δε μόνο ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Τέλος αυτός όχι μόνο υποχώρησε, αλλά και αναγκάσθηκε να χειροτονήσει τον Ιωάννη σε επίσκοπο την 15 Δεκεμβρίου 397· δεν λησμόνησε όμως ποτέ την ταπείνωση που υπέστη. Ο νέος αρχιεπίσκοπος ενθρονίστηκε την 26 Φεβρουαρίου 398.

Ο Χρυσόστομος υπήρξε ρήτορας που συνάρπαζε τα πλήθη και σπουδαίος οργανωτής του εκκλησιαστικού και κοινωνικού έργου. Σε μια επαρχιακή μεγαλούπολη, όπως ήταν η Αντιόχεια, σαν αρχιεπίσκοπος θα μεγαλουργούσε· αλλά στην πρωτεύουσα δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει όλες τις ικανότητες του, διότι στερούνταν το προσόν της ελαστικότητας και προσαρμοστικότητας απέναντι στους πολιτικούς άρχοντες. Σφοδρός τιμητής των πάντων, μετέβαλλε τους φίλους σε εχθρούς. Γι’ αυτό δεν του επιτράπηκε ν’ ασκήσει επί μακρό χρόνο τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και όσο χρόνο ποίμανε δεν ήταν αδιατάρακτος στα έργα τον. Εξ αιτίας αυτού η Εκκλησία στερήθηκε την αναμενόμενη προσφορά απ’ αυτόν, αλλά κέρδισε αιώνια από το παράδειγμα της ακατάβλητης ηθικής αντιστάσεως του.

Αφού ανέβηκε στο θρόνο συγκρότησε επιτελείο από αφοσιωμένους κληρικούς μαθητές, μεταξύ των όποιων διακρίνονταν οι Τίγριος, Παύλος, Πρόκλος, Φίλιππος, Γερμανός, Κασσιανός, Στέφανος, Ελλάδιος και Σεραπίωνας, και μαθήτριες, όπως η Ολυμπιάδα, η Πενταδία, η Πρόκλη και η Σιλβίνη, και επιδόθηκε στο πολύπλευρο έργο του, που επεκτεινόταν από την ιεραποστολή μέχρι τη διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας, και από την ηθική κάθαρση του Κλήρου μέχρι την αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής.

Έχοντας τη συνείδηση ηγέτη της καθολικής Εκκλησίας, ενδιαφέρθηκε για την επέκταση του Χριστιανισμού στην οικουμένη. Οργάνωσε ιεραποστολές στη Γοτθία, τη Σκυθία, την Κελτική, την Περσία και τη Φοινίκη. Στους Γότθους της Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε ναό, όπου κήρυττε πολλές φορές και ο ίδιος. Της δε Φοινίκης ο οριστικός εκχριστιανισμός οφείλεται στις προσπάθειες του, που συνεχίσθηκαν αμείωτες και από την εξορία.

Μία από τις πρώτες φροντίδες του υπήρξε επίσης ο λατρευτικός βίος του ποιμνίου. Οι γυναίκες μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις ακολουθίες της ημέρας, ενώ οι άνδρες εργάζονταν, γι’ αυτό εισήγαγε τις συνηθισμένες και στην Αντιόχεια νυχτερινές προσευχές, για να τις παρακολουθούν οι άνδρες, τις οποίες στην Κωνσταντινούπολη τελούσαν τότε μόνο οι Αρειανοί. Σύνταξε δε και λειτουργικές ευχές που συμπεριλήφθηκαν στη λειτουργία που ήταν τότε σε χρήση.

Ο λαός στην πρωτεύουσα, που απότομα τότε διογκώθηκε, είχε ανάγκη από πνευματική και ηθική καθοδήγηση, την οποία ο Ιωάννης παρείχε πλούσια με τα συνεχιζόμενα πάντοτε κηρύγματά του. Προσέλκυαν κυρίως την προσοχή του η αδιαφορία για την ηθική συμπεριφορά και η χαλάρωση των ηθών. Η μανιώδης παρακολούθηση ιπποδρομιών και θεατρικών παραστάσεων κακής ποιότητας, η σκληρότητα προς τους κατώτερους, η φιλαργυρία και η πολυτέλεια ήταν αντικείμενα των χωρίς τέλος φιλιππικών του αρχιεπισκόπου, που έβλεπε τους φιλοθεάμονες άλλοτε μεν με αγαλλίαση να γεμίζουν τους ναούς, άλλοτε δε με λύπη να τους εγκαταλείπουν για να μη χάσουν τα θεάματα.

Οι μεγάλες πολιτικές και θρησκευτικές μεταβολές, με τη βαθμιαία εγκατάλειψη του θεσμού της δουλείας, είχαν δημιουργήσει οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα. Ο Ιωάννης, αποδίδοντας τόση αξία στην προσωπικότητα του άνθρωπου, όση δεν είχε αυτή συναντηθεί κατά τους προηγούμενους χρόνους της αυτοκρατορίας, έδειχνε προς τους δυστυχείς συμπάθεια που συγκινούσε. Αλλ’ επειδή δεν αρκούσε η συμπάθεια, έλαβε πρακτικά μέτρα προς ανακούφιση αυτών, χρησιμοποιώντας τον με οποιοδήποτε τρόπο εξευρισκόμενο πλούτο, πουλώντας ακόμα και πολυτελή αντικείμενα του επισκοπικού μεγάρου και καταργώντας τα προς τους επίσημους γεύματα. Έκτισε πολλά νοσοκομεία· «Περιττευούσης δε της χρείας, κτίζει πλείονα νοσοκομεία, προσκαταστήσας δύο των ευλαβών πρεσβυτέρων, έτι μην ιατρούς και μαγείρους και χρηστούς των άγαμων εργάτας τούτοις εις υπηρεσίαν ώστε τους επιχωριάζοντας ξένους και υπό νόσον ληφθέντος τυγχάνειν επιμελείας». Πρόσθεσε γηροκομεία και πτωχοκομεία και οργάνωσε με συστηματικό τρόπο το έργο της κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο ανέθεσε στις διακόνισσες που μνημονεύθηκαν παρά πάνω, με προϊσταμένη την αριστοκράτισσα Ολυμπιάδα, χήρα του έπαρχου Νεβριδίου και συγγενή Γρηγορίου του Θεολόγου.

Στην προαγωγή του εκκλησιαστικού έργου δεν συμβάλλει μόνο η προσπάθεια, αλλά και το ήθος των κληρικών. Και κατά την εποχή εκείνη, όπως πάντοτε, μαζί με τους ευσυνείδητους κληρικούς υπηρετούσαν και μερικοί ασυνείδητοι, ή απλώς αδιάφοροι. Πολλούς τους τάρασσε το πάθος της φιλαργυρίας και άλλους τους προσέλκυε η καλοπέραση · ο Χρυσόστομος απαίτησε από όλους να μιμηθούν τη δική του ολιγάρκεια και πλήρη λιτότητα. Καταδίκασε επίσης την επικίνδυνη και σκανδαλώδη συνήθεια της συνοικήσεως κληρικών μετά μοναστριών με δύο δοκίμια του.

Στα πλαίσια της καθάρσεως της Εκκλησίας από τους ανάξιους κληρικούς περιλαμβάνεται και η τρίμηνη περιοδεία στη Μ. Ασία (401) που έγινε μετά από πρόσκληση, και που κατέληξε στην καταδίκη έξι σιμωνιακών επισκόπων με απόφαση συνόδου της Εφέσου. Η ενέργεια αυτή, που ικανοποίησε τους πολλούς, προκάλεσε το μίσος εκείνων που θίγονταν, οι οποίοι βρήκαν σαν αντικανονική την έκτος δικαιοδοσίας επέμβαση του Χρυσοστόμου. Είναι αλήθεια ότι ο Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε ακόμα δικαιοδοσία στην περιοχή της Εφέσου, αλλ ‘ ήταν ήδη η εποχή της απορροφήσεως των Εξαρχιών από τα Πατριαρχεία.

Τα παραπάνω μέτρα είχαν ολέθριες για τη σταδιοδρομία του Χρυσοστόμου συνέπειες. Ομάδα δυσαρεστημένων κληρικών, αποτελούμενη από τους Σεβηριανό Γαβάλων, Ακάκιο Βέροιας της Συρίας, Αντίοχο Πτολεμαΐδος, και τον μοναχό Ισαάκ, καταγόμενοι όλοι από τη Συρία, και από δύο πρεσβυτέρους και πέντε διακόνους, αναζητούσε στηρίγματα για να επιτεθεί εναντίον του αρχιεπισκόπου. Προσπάθεια τους να βρουν στοιχεία από τη νεανική ηλικία του στην Αντιόχεια απέτυχε, αλλ’ ανέθεσαν τις ελπίδες τους στον Θεόφιλο Αλεξανδρείας που καιροφυλακτούσε. Ο Θεόφιλος, παλαιός Ωριγενιστής, είχε εξαναγκασθεί από ανθρωπομορφιστές μοναχούς ν’ αποκηρύξει τον Αλεξανδρινό διδάσκαλο και μάλιστα να τον καταπολεμεί. Όταν ο ευνοούμενός του πρεσβύτερος Ισίδωρος, αποφεύγοντας την οργή του για τη χρησιμοποίηση μεγάλης δωρεάς σε φιλανθρωπία, ενώ ο Θεόφιλος θα προτιμούσε με τη δωρεά αυτή την ανέγερση μεγαλοπρεπών οικοδομών, προσήλθε στους Μακρούς Αδελφούς, τέσσερις ηγέτες των μοναχών της Νιτρίας, που ονομάζονταν έτσι από το ανάστημα τους, αυτός έδιωξε τους αδελφούς. Τότε, αφού μετέβηκαν αυτοί στην Κωνσταντινούπολη, φιλοξενήθηκαν μεν από τον Χρυσόστομο, αλλά δεν έγιναν δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Θεόφιλος άρχισε νέες επιθέσεις εναντίον του Χρυσοστόμου και ήταν έτοιμος να λάβει μέτρα εναντίον του. Οι προθέσεις του δεν άρεσαν στον αυτοκράτορα Αρκάδιο, που τον κάλεσε στην πρωτεύουσα προς απολογία ενώπιον συνόδου για τις επεμβάσεις του σε θέματα του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι οι ενέργειες των κληρικών έχθρων του Χρυσοστόμου θα έπεφταν στο κενό, εάν στο μεταξύ δεν άλλασσε η απέναντι σ’ αυτόν στάση των πολιτικών αρχών. Το τελευταίο ήταν η αδύνατη πλευρά του.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

2
Στην πολιτική σκηνή δρούσαν τότε ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, ευσεβής και σώφρονας, αλλά με κάπως αδύνατο χαρακτήρα· η σύζυγός του Ευδοξία, θυγατέρα φράγκου στρατηγού, ωραία, ευφυής και ευσεβής, άλλ’ επίσης εύπιστη και φιλάργυρη γυναίκα· και ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, μίγμα δυναμισμού και πονηριάς. Ο Ευτρόπιος, απολαμβάνοντας την εύνοια της Ευδοξίας, διότι ήταν ο προξενητής στο γάμο της, κατόρθωσε να εξοντώσει τους πολιτικούς ανταγωνιστές του και να μείνει μόνος κυρίαρχος. Ένα από τα μέσα ασφάλειας ήταν και η κατάργηση του ασύλου των ναών, που παραχωρήθηκε από τον Θεοδόσιο, οφειλόμενη στο ότι στο ναό κατέφυγε και σώθηκε η Πενταδία, χήρα στρατηγού, που διωκόταν. Όπως είναι γνωστό, η Πενταδία συμπεριλήφθητε στον κύκλο των δραστήριων διακονισσών του Ιωάννη. Ο Χρυσόστομος, μολονότι ένιωθε ευγνωμοσύνη προς τον Ευτρόπιο, δεν ήταν δυνατό να μη καθιστά αυτόν προσεκτικό ως προς ορισμένες αδυναμίες του, την αγάπη του προς τα πανηγύρια και τη φιλοχρηματία, και να μη απαιτεί την εκ νέου απόδοση του ασύλου. Ήταν πεπρωμένο όμως πρώτος ο Ευτρόπιος να υποστεί τις συνέπειες της καταργήσεως του. Ήταν περίοδος της επικρατήσεως των Γερμανών στο στρατό του Βυζαντίου. Γότθοι της Μ. Ασίας, υποκινούμενος, καθώς φαίνεται, από τον βρισκόμενο στην πρωτεύουσα στρατηγό Γαϊνά, επαναστάτησαν και απαίτησαν την απομάκρυνση του Ευτροπίου, αυτός δε, καταδιωκόμενος από το πλήθος, εισήλθε στον καθεδρικό ναό και προσέφυγε στο θυσιαστήριο. Τότε ο Χρυσόστομος εκφώνησε τον περίφημο λόγο του επί του ρητού «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Και σώθηκε μεν τότε ο Ευτρόπιος, αλλά μετά από λίγο χρόνο εξορίστηκε στην Κύπρο και αργότερα καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Γαϊνάς, κύριος της Κωνσταντινουπόλεως για λίγο χρόνο με 35,000 γερμανικού στρατού και λαού, εκδιώχθηκε από εκεί και από τότε διεύθυνε τα πράγματα η Ευδοξία, που ανακηρύχθηκε Αυγούστα (400), μαζί με τον Αρκάδιο.

Η Ευδοξία στην αρχή επέδειξε σεβασμό και αγάπη προς τον Χρυσόστομο, παρακολουθούσε κηρύγματά του και λιτανείες, αυτός δε επανειλημμένως επαίνεσε αυτήν για τις αρετές της και την παρομοίασε με τη Φοίβη και την Πρίσκιλλα. Αλλά δεν δίσταζε να καταδικάζει και τα ελαττώματά της, ιδίως τη φιλοχρηματία, χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά της, αλλά διαγράφοντας τη φωτογραφία της, όπως θα λέγαμε σήμερα. Παρ’ όλα αυτά όμως η σύνεση της την εμπόδιζε ν’ αντιδρά. Ο,τι δεν επέτυχαν οι πύρινοι υπαινιγμοί του αρχιεπισκόπου, το επέτυχαν τρεις αυλικές Κυρίες, από τις οποίες μάλιστα η πρώτη ήταν κηδεμόνας αυτής κατά την παιδική της ηλικία. Οι Μάρσα, Καστρικία και Ευγραφία, χήρες σπουδαίων αξιωματούχων, επιδεικτικές και νεάζουσες «ταραξάνδριαι και ανασείστριαι», όπως λέγει ο Παλλάδιος. Σε κήρυγμα ο Χρυσόστομος έπληξε τη γυναικεία φιλοτιμία τους·«Γραΐδες ούσαι δια τον χρόνον, τί ανηβάν παραβιάζεσθε το σώμα, βοστρύχους επί του μετώπου φέρουσαι καθάπερ εταιρίδες, ύβρίζουσαι και τας λοιπάς ελευθέρας, επί απάτη των συντυγχανόντων, και τούτο χήραι;».

Οι γυναίκες αυτές και οι κληρικοί κατόρθωσαν να μεταστρέψουν τα αισθήματα της βασίλισσας, η οποία, ενώ απουσίαζε ο Χρυσόστομος στην Έφεσο, ανέθεσε τη βάπτιση του διαδόχου Θεοδοσίου στον Σεβηριανό Γαβάλων. Δεν είναι βέβαια τα σχετικά με ιδιαίτερη επίπληξη της Ευδοξίας από τον Χρυσόστομο για αρπαγή κτήματος, σαν νέα Ιεζάβελ, διότι αυτά για πρώτη φορά αναφέρονται μετά αιώνες. Το βέβαιο είναι ότι τη στιγμή που ο Θεόφιλος αποβιβαζόταν στην Κωνσταντινούπολη σαν κατηγορούμενος, η βασίλισσα είχε προσχωρήσει εξ ολοκλήρου στο στρατόπεδο των εχθρών του Χρυσοστόμου, και ο Θεόφιλος βρέθηκε κατήγορος. Αυτός είχε φέρει και τον έντιμο, αλλ’ αφελή, γέροντα Επιφάνιο Κωνσταντίας, φανατικό αντιωριγενιστή, του οποίου όμως οι υπηρεσίες δεν χρειάζονταν πλέον. Το 403 συγκάλεσε στην τοποθεσία Επί Δρυν, κοντά στη Χαλκηδόνα, σύνοδο 36 επισκόπων – οι 29 ήταν από την Αίγυπτο – η οποία κάλεσε τον Χρυσόστομο σε απολογία για φανταστικές κατηγορίες, αλλ’ αυτός αρνήθηκε να εμφανισθεί, διότι οι κατήγοροι του είχαν μεταβληθεί σε δικαστές. Τα πρακτικά της διατηρεί ο Φώτιος.

Ο Χρυσόστομος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αλλ’ ενώ ανέμενε στη Βιθυνία γνωστοποίηση του τόπου εξορίας, ανακλήθηκε. Είχε συμβεί «θραύση» στον κοιτώνα της βασίλισσας, ίσως καταστροφή από σεισμό ή άλλο ατύχημα, λόγω της οποίας η δεισιδαίμονα και κατά βάθος αγαθή Ευδοξία, ζήτησε την αποκατάσταση του ιεράρχη. Το πλήθος, που ήταν σχεδόν το μόνο που του είχε μείνει απόλυτα πιστό, γεμάτο ενθουσιασμό απαιτούσε άμεση επανεγκατάσταση στο θρόνο, ενώ αυτός ο ίδιος προτιμούσε ν’ αποκατασταθεί με σύνοδο μεγαλύτερη από εκείνη που τον είχε καταδικάσει· αλλά δεν βρέθηκε καιρός να πραγματοποιηθεί το τελευταίο αυτό.

Η βασίλισσα εξέφρασε με επιστολή της τη χαρά της για την επάνοδο του αρχιεπισκόπου, αυτός δε ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με ομιλία κατά την επόμενη ήμερα. Δυστυχώς οι ομαλές σχέσεις δεν διάρκεσαν για πολύ, διότι το φθινόπωρο του ίδιου έτους επήλθε νέα σύγκρουση. Στη μεγάλη πλατεία της Γερουσίας, απέναντι στον καθεδρικά ναό, υψώθηκε αργυρό άγαλμα της Ευδοξίας, του όποιου μάλιστα σώζεται ακόμα το βάθρο. Κατά τα εγκαίνια αυτού τελούνταν πανηγύρια με χορούς και μουσική, τα οποία και ειδωλολατρικό χαρακτήρα είχαν και τις ακολουθίες του ναού διατάρασσαν, γι’ αυτό ο Ιωάννης τα κατέκρινε. Ο Σωκράτης πληροφορεί ότι ο ιεράρχης, αναλαμβάνοντας τη σκληρή γλώσσα του λόγω του επεισοδίου αυτού, εκφώνησε ομιλία που έθιγε καίρια το γόητρο της βασίλισσας· «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν ζητεί την κεφαλήν Ιωάννου επί πίνακι». Ο ιστορικός σημειώνει την αρχή, διασώθηκε όμως ομιλία που αρχίζει ακριβώς με τις λέξεις εκείνες, αλλά δεν είναι βέβαιο αν αυτή γνώρισε ο Σωκράτης ή αυτή κατασκευάστηκε από τους μεταγενέστερους βάσει των λόγων του Σωκράτη. Η ομιλία είναι χωρίς αμφιβολία νόθα, διότι αν ο Ιωάννης είχε τη σκληρότητα ν’ αποκαλεί Ηρωδιάδα τη βασίλισσα, δεν είχε ασφαλώς την υπεροψία να συγκρίνει τον εαυτό του με τον πρόδρομο Ιωάννη. Φαίνεται λοιπόν ότι η ομιλία αυτή κατασκευάστηκε από τους εχθρούς του προς παροργισμό της βασίλισσας, αλλά βέβαια το γεγονός ότι ο Ιωάννης άρχισε να ομιλεί πάλι με τη συνηθισμένη αυστηρότητα του δεν αίρεται.

Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να πεισθεί η βασίλισσα ότι με τέτοιο αρχιεπίσκοπο δεν θα συνεννοούνταν ποτέ, διότι αυτός δεν συμβιβαζόταν και δεν υποχωρούσε ποτέ. Επιθυμώντας να βρει τρόπο απαλλαγής, έγραψε στο Θεόφιλο Αλεξανδρείας και εκείνος απάντησε ότι θα ήταν δυνατό να συγκληθεί σύνοδος, που θα τον απομάκρυνε με το δικαιολογητικό ότι κακώς κατέχει το θρόνο, εφόσον καταδικάσθηκε και δεν αποκαταστάθηκε με άλλη σύνοδο· αυτό δε και συνέβηκε, όπως άλλωστε είχε φοβηθεί κατά την επάνοδό του ο Χρυσόστομος.

Τη φορά αυτή ο αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Εκκλησία, αλλά συνελήφθηκε από στρατιωτική δύναμη την παραμονή του Πάσχα του 404, την δε Πεντηκοστή εξορίστηκε ξανά με συνοδεία στρατιωτών, οι οποίοι του φέρονταν με σεβασμό. Ανέμεινε στη Νίκαια να μάθει τον τόπο της εξορίας, μετά δε από ταξίδι ένδεκα εβδομάδων έφθασε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας, όπου έγινε δεχτός φιλικά, και εγκαταστάθηκε στο φρούριο της Αραβισσού. Ήταν ασθενής και υπέφερε από το ψύχος, αλλά στις επιστολές του διακρίνομε άνδρα αποφασισμένο να συνεχίσει το μεγάλο έργο του.

Στην Κωνσταντινούπολη αρχιεπίσκοπος αναδείχθηκε ο γέροντας Αρσάκιος (+405) και μετά από αυτόν ο Αττικός, από τους εχθρούς του Ιωάννη. Οι στενοί φίλοι του, απροστάτευτοι, τέθηκαν σε διωγμό και περιφρόνηση, αυτός δε από την εξορία χρειάσθηκε να τους παρηγορεί μ’επιστολές και δοκίμια. Έγραψε επίσης προς τους αρχηγούς διαφόρων Εκκλησιών, ζητώντας την επέμβαση τους προς υποστήριξη των δικαίων αξιώσεων έναντι των διωκτών. Ο Ιννοκέντιος Ρώμης, που τάχθηκε υπέρ του, επιχείρησε να συγκαλέσει σύνοδο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς επιτυχία όμως, λόγω της εμμονής του αυτοκράτορα στα όσα έγιναν, αν και η Ευδοξία είχε πεθάνει πλέον. Επειδή όμως η προσπάθεια προς επαναφορά του συνεχιζόταν και πολλοί φίλοι του τον επισκέπτονταν στην εξορία, πράγμα που δημιουργούσε υποψίες στους εχθρούς του, διατάχθηκε η μεταφορά του στα Κόμανα του Πόντου. Πέθανε καθ’ οδό στην Πιτυούντα την 14η Σεπτεμβρίου 407, προφέροντας σαν τελευταίους λόγους, το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Η έκπτωση του Χρυσοστόμου προκάλεσε διπλό σχίσμα στην Εκκλησία. Κατά πρώτο μεν οι Ιωαννίτες, οι οπαδοί του, μη αναγνωρίζοντας τους διαδόχους του, αποσπάσθηκαν από την κοινωνία με αυτούς. Δεύτερο δε η Ρώμη διέκοψε τις σχέσεις της με την Κωνσταντινούπολη, καθώς και με την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, που είχαν αποδεχθεί τη μεταβολή. Το δεύτερο αυτό σχίσμα άρθηκε, αφού οι παραπάνω Εκκλησίες επανέγραψαν το όνομα του Ιωάννη στα δίπτυχα, το 413 της Αντιόχειας, το 417 της Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Των Ιωαννιτών άρθηκε με την ανακομιδή των λειψάνων του Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη το 438 επί αρχιεπισκόπου Πρόκλου.

Από τον 6ο αιώνα το όνομα του συνοδεύεται με το επώνυμο «Χρυσόστομος», το δε 1908 ο πάπας Ρώμης αναγνώρισε αυτόν ως προστάτη των ιεροκηρύκων της Εκκλησίας. Η μνήμη του εορτάζεται την 13η Νοεμβρίου, την 27η Ιανουαρίου (ανακομιδή) και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους ιεράρχες από τον 11ο αιώνα. Από το λαό αγαπήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Πατέρα της Εκκλησίας για τη δύναμη του λόγου και του χαρακτήρα του.

(+ Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Γενική εισαγωγή στα Άπαντα Ιωάννου του Χρυσοστόμου τ. 1 της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (Ε.Π.Ε),Πατερικές Εκδόσεις, « Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1984 σ. 9-22).

vatopaidi.wordpress
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

3
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρςὸς, ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν· ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ, θησαυροὺς ἐναπέθετο· τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχς γ’. Θείας πίστεως.
Στόμα πάγχρυσον, τῆς Ἐκκλησίας, ῥήτωρ ἔνθεος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη Χρυσόστομε· καταυγασθεὶς γὰρ τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, λόγους ζωῆς ἀναβλύζεις τοῖς πέρασι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Ἐκ τῶν οὐρανῶν, ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν, χειλέων πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι, τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν ποταμὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸν χρυσόρρειθρον

Καὶ εὐσεβείας τὴν κιθάραν τὴν χρυσόφθογγον

Τὸν Χρυσόστομον αἰνέσωμεν Ἰωάννην·

Χρυσουργίᾳ γὰρ τοῦ λόγου κατεχρύσωσε

Τὰς καρδίας τῶν πιστῶν καὶ τὰ νοήματα·
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός, ὁ τὴν οἰκουμένην, καταρδεύων νᾶμα χρυσοῦν· χαίροις ὁ τὴν γλῶτταν, χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν, Χρυσόστομε τρισμάκαρ, Πατριαρχῶν ἡ κρηπίς.

phpBB [video]



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Πώς να σε ονομάσω άνθρωπο; Όταν ορμάς και χοροπηδάς σαν ταύρος, κλωτσάς σαν γαϊδούρι, χλιμιντρίζεις σαν άλογο όταν βλέπεις γυναίκα, τρως σαν αρκούδα, παχαίνεις όπως το μουλάρι, μνησικακείς όπως η καμήλα, αρπάζεις σαν λύκος, οργίζεσαι σαν φίδι, δαγκώνεις όπως ο σκορπιός, φέρεσαι ύπουλα σαν αλεπού, χύνεις δηλητήριο όπως η κόμπρα και η οχιά, πολεμάς τα αδέρφια σου όπως ο διάβολος; Πως μπορώ, λοιπόν να σε ονομάσω άνθρωπο, όταν δεν βλέπω σε σένα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης;
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

4
Η θαυμαστή αφθαρσία του αυτιού και του χεριού του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου

Κάποτε στην Κωνσταντινούπολή ένας άνδρας είχε κανονίσει μια συνάντηση με τον αγίο Ιωάννη τον Χρυσοστόμο. Ο γραμματέας του αγίου, όταν πήγε να αναγγείλει την άφιξη του, τον βρήκε απασχολημένο με κάποιον άλλον άνδρα, ο οποίο ήταν σκυμένος κοντά στο αυτί του αγίου και του υπαγόρευε κάτι, ενώ ο άγιος έγραφε σε χαρτί αυτά που άκουγε. Ο γραμματέας δεν θέλησε να τους ενοχλήσει και είπε στον επισκέπτη να περιμένει. Κάθε φορά που πήγαινε, τους έβλεπε σε αυτή την εργασία. Στο τέλος ο επισκέπτης αγανάκτησε και έφυγε. Όταν βρήκε τον άγιο μόνο, του ανέφερε για τον επισκέπτη που έφυγε. Ο άγιος Ιωάννης τότε τον ρώτησε γιατί δεν τόν πέρασε αμέσως στο γραφείο και αυτός δικαιολογήθηκε ότι δεν ήθελε να τον ενοχλήσει στην εργασία που είχε με τον άλλον άνδρα. Ο Χρυσοστόμος του αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα στο γραφείο του όλη αυτή την ώρα και ότι ήταν μόνος.

Εικόνα
Η σχετική αγιογραφία απο το συμβαν

Λέγεται ότι ο άνδρας αυτός ήταν ο Απόστολος Παύλος που εκείνη των ώρα υπαγόρευε στο άγιον Ιωάννη τον Χρυστοστομο την ερμηνεία των επιστολών του. Γι'αυτό το λόγο, σε ένδειξη σημείου και θαύματος αυτού του γεγονότος, το αυτί του αγίου Ιωάννου είναι μέχρι σήμερα άφθαρτο και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.
Εικόνα

Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου το οποίο έχει σχήμα ευλογίας και παραμένει και εκείνο άφθορο(διακρίνονται το δέρμα και τα νεύρα) ευρίσκεται στη Ιερά Μονή Φιλόθεου του Αγίου Όρους και η κνήμη του Αγίου στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.
Εικόνα

http://proskynitis.blogspot.gr/2011/11/ ... st_13.html

Παρακλητικός Κανών στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο



Σε μορφή Pdf εδω

Χαιρετισμοί ως τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

5
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρος στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από την έντονη πολιτική κρίση στην πενόμενη Ελλάδα, καθώς υπήρξε ο πλέον σκληρός επικριτής των ακροτήτων της πολιτικής εξουσίας και των φορέων αυτής που διαβιούσαν κοντρα στα διδάγματα της Εκκλησίας και σε βάρος του πενόμενου λαού.

Ο έλεγχός του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημόσιου βίου, ο οποίος όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό, που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας.

Ο Χρυσόστομος ουδέποτε χαρίστηκε στους άρχοντες του κόσμου τούτου και γι’ αυτό τον λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εκ των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους. Ουδέποτε ο ιερός πατέρας δίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για τον φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπιζε και τους πολιτικούς άνδρες της ανώτατης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.

Ευθεία σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία

Έτσι, δεν άργησε να συγκρουστεί ευθέως και χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας και της σπατάλης που έκανε, ενώ πεινούσε ο λαός. Στηλίτευσε την μεγάλη και προκλητική πολυτέλεια, τις ασυλλόγιστες δαπάνες και τις αισχρές και ανήθικες διασκεδάσεις της ανακτορικής αυλής, αλλά και του ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιμανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυρολοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν…» και όλες εκείνες τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.

Αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία προς τον πρωθυπουργό της εποχής, Ευτρόπιο

Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών. Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματός του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως μοναδικής ρητορικής δεινότητας κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας.

Ο λαός στο πλευρό του Χρυσοστόμου

Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως από τους πολιτικούς.

«Ψευδοσύνοδος» καταδίκης του Χρυσοστόμου

Όμως, όπως είναι γνωστό, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι, ο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε ποτέ την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.

Τότε οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιοδόξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν. Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρυ, το έτος 403 μ.Χ. μια ψευδοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε «ληστρική σύνοδος» και κατεδίκασαν άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.

Επαναφορά στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εξαιτίας της οργής του πλήθους

Αγανακτισμένος από την άδικη αυτή απόφαση χιλιάδες λαού, έφθασαν σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και απειλούσαν να κατακρεουργήσουν τους πάντες για την εξορία του φιλάσθενου ποιμενάρχου τους. Τότε η ηθική και φυσική αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στην βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος ένδακρυς βροντοφώναξε: «Τι ποίησω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ τη υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου…».

Και πάλι στη εξορία ο Χρυσόστομος

Το δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ. Αφορμή για τη νέα και τελευταία δοκιμασία του ιερού πατρός εδόθη όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρείας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του ναού της Αγίας Σοφίας (ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός) και στο κέντρο της δημοσίας αγοράς. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…».



Μεταφορά μετά από επτά αιώνες στον πατριαρχικό ναό των ιερών λειψάνων του Χρυσοστόμου

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁδηγήθηκε στὴν Κουκουσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀραβισσὸ καὶ ἔπειτα, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 404 μ.Χ., στὴν Πιτιούντα τοῦ Πόντου. Ἡ πορεία του μέχρι ἐκεῖ, ἦταν ὄχι μόνο περιπετειώδης, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ μαρτυρική, γεμάτη ἀπὸ κακουχίες καὶ δεινοπαθήματα.

Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν Πιτιούντα, ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος κλήθηκε ἀπὸ τὸν πάντων Δεσπότη στὶς αἰώνιες σκηνές, τὸ ἔτος 407 μ.Χ., ἐνῶ τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου μαζὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου καὶ Λουκιανοῦ, καθὼς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σὲ αὐτὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους διὰ νυκτερινῆς ὀπτασίας, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε.

Τὸ σχίσμα τῶν «Ἰωαννιτῶν» ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 438 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Πρόκλου. Ἡ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὰ Κόμανα συνοδεύτηκε ἀπὸ μία ἐπιστολὴ – διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, υἱοῦ τοῦ Ἀρκαδίου καὶ τῆς Εὐδοξίας, ἡ ὁποία ἔγραφε:



«Ἐπιστολὴ Βασιλέως Θεοδοσίου πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχην, Διδάσκαλο καὶ Πνευματικὸ Πατέρα Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Ἐπειδή, Πάτερ τίμιε, θεωρήσαμε τὸ σῶμά σου νεκρό, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ ἄλλα, θελήσαμε ἁπλῶς νὰ τὸ πάρουμε καὶ νὰ τὸ μεταφέρουμε πρὸς ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ἀστοχήσαμε στὸν πόθο μας.

Ἀλλὰ σὺ τουλάχιστον, Πάτερ τιμιότατε, ποὺ δίδαξες σὲ ὅλους τὴν μετάνοια, συγχώρησέ μας ποὺ σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὰν παιδιὰ ποὺ ἀγαπᾶμε τοὺς πατέρες μας ἐπίδωσέ μας τὸν ἑαυτό σου καὶ εὔφρανε μὲ τὴν παρουσία σου αὐτοὺς ποὺ σὲ ποθοῦν».



Αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὴν πῆγαν στὸν Ἅγιο καὶ τὴν τοποθέτησαν πάνω στὴν λάρνακά του. Τότε ὁ Ἅγιος ἔδωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι αὐτοὶ μετέφεραν τὴν λάρνακα ποὺ περιεῖχε τὸ ἅγιο λείψανο στὴν Κωνσταντινούπολη, χωρὶς νὰ κοπιάσουν καθόλου. Ἡ ὑποδοχὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε παλλαϊκή. Σύσσωμος λαός, κλῆρος καὶ μοναχοί, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν αὐτοκράτορα, τοὺς αὐλικούς, τὴ σύγκλητο καὶ ὅλους τους ἄρχοντες, ὑποδέχθηκαν καὶ προσκύνησαν μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανά του. Μὲ πολὺ εὐλάβεια μετέφεραν ἀρχικὰ τὴ λάρνακα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, στὰ Ἀμαντίου, ἔπειτα δὲ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὸ σύνθρονο καὶ ἅπαντες ἐβόησαν: «Ἀπόλαβε τὸν θρόνο σου, Ἅγιε». Στὴ συνέχεια ἡ λάρνακα τοποθετήθηκε σὲ αὐτοκρατορικὴ ἅμαξα καὶ μεταφέρθηκε στὸ περιώνυμο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ ἔβαλαν τὸ ἅγιο λείψανο πάνω στὴν ἱερὴ καθέδρα καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα: ὁ Ἅγιος ἐπεφώνησε πρὸς τὸν λαὸ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα τὸ ἐναπέθεσαν μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.


http://www.agioritikovima.gr/diafora/th ... ros-chruot
http://www.romnios.gr/%E1%BC%80%CE%BD%C ... %B0%CF%89/
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (13 Νοεμβρίου)

6
phpBB [video]
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων”

cron