ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ : ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ΄ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ... (21 Νοεμβρίου 1991)

1
Εικόνα
Η ιστορική Μονή τού Οσίου Δαβίδ τού θαυματουργού...

"....Με βαθειά συγκίνηση θέλω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό που μου συνέβη πριν 45 χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαβίδ.

Την εποχή εκείνη ζούσα με την οικογένειά μου στο χωριό Κοκκινομηλιά, ένα πανέμορφο χωριό της Β. Ευβοίας, ορεινό με θέα το γαλάζιο Αιγαίο.

Εκείνη την περίοδο υπηρετούσα ως ψάλτης στο αναλόγιο των ενοριών στη Κούλουρη και Μαρούλη, δύο γειτονικά μικρά χωριά με ξεχωριστή και αυτά ζωντάνια και ομορφιά.

Στις 31 Οκτωβρίου 1960 είχαμε αποφασίσει με την σύζυγό μου να πάμε στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ για να προσευχηθούμε επειδή την άλλη ημέρα ήταν η γιορτή του Αγίου. Η μετάβαση τότε γινόταν ή με τα ζώα ή με τα πόδια.

Αιφνιδίως όμως το κοριτσάκι μας, αρρώστησε γεγονός που συνέβαλε στη ματαίωση του προσκυνήματος μας. Αν και κατά τη διάρκεια της νύχτας συνήλθε εν τούτοις η αναχώρηση μας για το μοναστήρι αναβλήθηκε.

Στις 5 Δεκεμβρίου 1960, την παραμονή του Αγίου Νικολάου ξεκινήσαμε να πραγματοποιήσουμε το προσκύνημά μας. Στο μοναστήρι συναντήσαμε και άλλους 30 περίπου προσκυνητές από ένα κεντρικό χωριό της Ευβοίας, την Αγία Άννα.

Στην Ιερά Μονή βρισκόταν ως προσκυνητής και ο σημερινός ηγούμενος της Μονής π.Κύριλλος, λαϊκός τότε με την μητέρα του, εκμεταλλευόμενος την άδεια του από το στρατό, όπου υπηρετούσε. Κατά τον Εσπερινό που τελέστηκε από τον πατέρα Ιάκωβο Τσαλίκη και τον πατέρα Γρηγόριο (που σήμερα βρίσκεται στην Αλόννησο), οι προσκυνητές από την Αγία Άννα μας πληροφόρησαν ότι μαζί τους είναι και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι Γυμνασίου που συνομιλεί με τον Άγιο.

Η πρώτη επικοινωνία του έγινε στην Εκκλησία της Αγίας Άννας, όπου είχαν μεταφερθεί τα ιερά λείψανα του Οσίου Δαβίδ. Το δωδεκάχρονο κορίτσι έβλεπε τον Όσιο Δαυίδ και αυθόρμητα άρχισε διάλογο μαζί του.

Αυτό επαναλήφθηκε και στο μοναστήρι του Οσίου. Η έκπληξή μας ήταν μεγάλη. Παρακολουθούσαμε το διάλογο και από τις απαντήσεις συμπεραίναμε τι έλεγε στη μικρή ο Όσιος Δαυίδ.

Σημειωτέον πως δεν βλέπαμε ούτε ακούγαμε την φωνή του Αγίου.

Παραθέτω ορισμένα τμήματα από τον καταπληκτικό αυτό διάλογο που ειλικρινά σημάδεψε από τότε τη ζωή μας:

Ο Άγιος είπε,

--«Ο καθηγητής σου Μαντζ… είναι αμαρτωλός».

--«Όχι Όσιε, είναι πολύ καλός...» του απάντησε η κοπελίτσα.

--«Ναι, θα ’ρθει μια μέρα που θα μετανοήσει και στο κήρυγμά του θα πιστέψουν δύο χιλιάδες άνθρωποι» συμπλήρωσε ο Άγιος Δαυίδ.

Σε η ερώτηση του Αγίου, αν επιθυμεί να δει την κόλαση, η απάντηση του κοριτσιού ήταν καταφατική.

--«Ναι, θα ήθελα να δω την κόλαση και τους κολασμένους», (εδώ θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το κορίτσι καθόταν και βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης).

Αμέσως τότε βρέθηκαν στην κόλαση. Η κοπελιά τρόμαξε μ’ αυτά που αντίκρισε και ξεφώνησε:

--«Πάρε με Άγιε από εδώ, γιατί δεν αντέχω να βλέπω...»

Ρώτησε όμως τον Άγιο να εξηγήσει για μια φρικτή εικόνα που αντίκρισε.

--«Γιατί αυτή η γυναίκα τρώει το παιδί της;»

--«Επειδή το γέννησε και το σκότωσε, για αυτό το τρώει;» απάντησε ο Όσιος Δαυίδ.

Τότε ξανά παρακάλεσε τον Άγιο να φύγουν, διότι δεν άντεχε να βλέπει άλλο το φρικτό εκείνο θέαμα. Από τους μορφασμούς του προσώπου του κατανοούσες τη φρίκη που έβλεπε...

Ο Όσιος Δαυίδ τής είπε:

--«Θέλεις τώρα να δεις τους εκλεκτούς του Παραδείσου»;

--«Ναι, θέλω Όσιε» ήταν η απάντηση της μικρής. Αμέσως βρέθηκαν στον Παράδεισο.

--«Όσιε τού Θεού, τι λαμπρός που είναι ο Ήλιος εδώ και τι ωραία τριαντάφυλλα; Γιατί όμως τα τριαντάφυλλα είναι άλλα ανοιγμένα, άλλα μισοανοιγμένα και άλλα κλειστά»;

--«Τα ανοιγμένα είναι οι καθαρές ψυχές των χριστιανών, τα μισοανοιγμένα όχι και τόσο καθαρές και τα κλειστά οι άπιστες».

--«Όσιε, αυτοί με τα λευκά φτερά, γιατί σκουπίζουν τους δρόμους»;
Εικόνα
O μακαριστός τώρα, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης ο άνθρωπος τού Θεού, με την εικόνα τού Οσίου Δαβίδ με τον οποίο τακτικά καί ζωντανά συνομιλούσε...





--«Αυτοί είναι οι Άγγελοι και σκουπίζουν τους δρόμους για να περάσει η ψυχή του πατρός Ιακώβου» (ο πατήρ Ιάκωβος ήταν μαζί μας και τ’ άκουγε αυτά).

-- «Και θα ’ρθει τώρα η ψυχή του πατρός Ιακώβου;

--«Θα αργήσει πολύ, γιατί πρέπει να εξομολογεί τον κόσμο...»

Τότε είδα τον γέροντα Ιάκωβο να σκουπίζει με ένα λευκό μαντήλι τα δάκρυά του...

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας ήλθε ένα λεωφορείο με 25 περίπου επιβάτες. Εισήλθαν στον Ιερό Ναό. Η ησυχία που επικρατούσε τους ώθησε την περιέργεια.

--Τι συμβαίνει, μας ρώτησαν.

Τους εξηγήσαμε πως ζούμε ένα θαύμα. Παρακολουθούμε μια συζήτηση του κοριτσιού με τον Άγιο Δαυίδ. Γέλασαν ειρωνικά και μας χλεύασαν...

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταμάτησε η συνομιλία του κοριτσιού με τον Άγιο. Με απορία η κοπελίτσα απευθυνόμενη στον Άγιο ρωτά:

--«Όσιε, γιατί φεύγεις; μήπως οι ψυχές των χριστιανών δεν είναι καθαρές»;

--«Το πούλμαν που ήλθε τώρα με τα 25 άτομα είναι όλοι άθεοι; εκτός από μια γερόντισσα 85 περίπου ετών, η οποία είναι πολύ πιστή και χάριν αυτής της ψυχής έφτασε εδώ το πούλμαν;

--Τι είπες Άγιε;

--Στο πούλμαν υπάρχει και ένας Αθηναίος ψηλός και άκληρος που έχει ένα σκυλί που το ταΐζει καλύτερα από το παιδί του, ενώ πολλοί φτωχοί που έπεσαν στα χέρια του τους πέταξε στους δρόμους»; (τα λόγια τούτα του Αγίου συμπεραίνουμε από τις ερωτήσεις της κοπελίτσας...)

Ο άνθρωπος που περιέγραψε η κοπελιά ( ο Αθηναίος ), κατά σύμπτωση με πλησίασε και με ρώτησε:

--«Κύριε, τι είναι εδώ που ήλθαμε»;

Είναι το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, του είπα.

--«Μα αυτά που είπε το κορίτσι, αυτός που περιέγραψε είμαι εγώ. Πού ξέρει αυτό για μένα»;

Την στιγμή εκείνη πήρε την γυναίκα του και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα του Αγίου λέγοντας:

--«Άγνωστε Άγιε, δεν σε ξέρω ποιος είσαι, αλλά σ’ ευχαριστώ που μέσα σ’ αυτή την ερημιά βρήκα τον Θεό μου».

Τότε το κοριτσάκι απευθυνόμενη προς αυτούς που είχαν εισέλθει στον Ιερό Ναό είπε:

--«Σας παρακαλώ, όσοι έχουν βαριά την συνείδησή τους ας βγουν έξω, διότι ο Άγιος δεν θέλει να τους βλέπει».

Οι επιβάτες του πούλμαν αναχώρησαν αφού δεν είχαν σκοπό και να μείνουν άλλο.

Μόλις έφυγαν, άρχισε πάλι η συζήτηση με τον Άγιο.

Ήταν πλέον περασμένα μεσάνυχτα.

--«Μη φεύγεις Όσιε, δεν κουράστηκα» είπε η κοπελίτσα και αμέσως συμπλήρωσε: «Α! θα ’ρθεις στις 3.00 η ώρα και θα κάνεις και θαύμα»;

Στη συνέχεια έτριψε τα μάτια του και απευθυνόμενη στη φίλη της που στεκόταν δίπλα της είπε:

--«Κοιμήθηκα»;

--«Ναι, σε είχε πάρει ο ύπνος» απάντησε εκείνη.

--«Συγχώρεσέ με Άγιε, ήλθα να σε προσκυνήσω και κοιμήθηκα» μονολόγησε. Τότε πράγματι καταλάβαμε ότι αυτά που προηγήθηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας τα αγνοούσε.

Εμείς όμως, με αγωνία περιμέναμε το θαύμα στις 3.00 π.μ. που είχε προαναγγείλει ο Άγιος. Ήταν 2:45 π.μ όταν οι καμπάνες του μοναστηριού άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Πεταχτήκαμε έξω.

Κτυπούσαν μόνες τους!

Το γεγονός αυτό το εκλάβαμε ως το θαύμα που αναμέναμε. Εισήλθαμε πάλι στον Ναό. Το ρολόι έδειχνε 3:00.

Ξαφνικά η ματιά όλων μας επικεντρώθηκε στο πάνω μέρος του τέμπλου. Στο ύψος του μικρού παραθύρου στον λευκό τοίχο παρουσιάστηκε μια σκιά που τράβηξε σαν μαγνήτης την προσοχή μας. Διερωτηθήκαμε, τι είναι εκείνο πού προκαλεί αυτή τη μαύρη σκιά στον τοίχο;

Τότε είδαμε να προβάλλει το κεφάλι του Οσίου Δαβίδ, με τα λευκά γένια του, όπως ακριβώς είναι στην εικόνα η μορφή του. Φάνηκε ακόμη το πετραχήλι, καθώς και δύο, ή τρεις σταυροί από το πετραχήλι. Κουνούσε το κεφάλι του. Στο χέρι του κρατούσε το θυμιατό. Άρχισε να θυμιάζει. Τα κουδουνάκια του θυμιατού ακουγόντουσαν δυνατά...

Δάκρυα κατάνυξης πλημμύρισαν τους πάντες. Ικετεύαμε τον Άγιο να μας ελεήσει. Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Ο Άγιος έπαιρνε το θυμιατό στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογούσε τον κόσμο...

Ομολογώ ότι το θυμάμαι όσο ζω και δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την γλυκύτητα του προσώπου του. Μια γλυκύτητα που αγαλλίαζε την ψυχή μου.

Τη στιγμή που ο Άγιος έσκυψε και προσκυνούσε το κοριτσάκι φωνάζει δυνατά:

--«Παναγιά μου! Χριστέ μου! περνάει ο Χριστός, περνάει η Παναγία, ο Μ. Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος». Ανέφερε πλειάδα Αγίων για αρκετή ώρα.

Του λόγου μας διακρίναμε μόνο τον Όσιο Δαβίδ που έκανε αυτή την υπόκλιση. Εξ΄ αυτών που έλεγε το κορίτσι δεν βλέπαμε τίποτε.

Μέσα σε όλα αυτά οφείλω να σας διηγηθώ και ένα εξίσου σοβαρό περιστατικό που συνέβη στη σύζυγό μου την βραδιά εκείνη. Κρατούσε το μικρό μας κοριτσάκι στην αγκαλιά της όλη την νύχτα χωρίς να αισθάνεται κούραση. Σε μια στιγμή όμως που προσπαθούσε να δει καλύτερα, αισθάνθηκε ότι το μικρό έγινε φοβερά βαρύ.

Προσπάθησε να αφήσει κάτω το μικρό, αλλά εκείνο παρέμεινε στην αγκαλιά της χωρίς ωστόσο η ίδια να το κρατά.

Επί μία ώρα ο Όσιος Δαυίδ παρέμεινε ορατός δια γυμνού οφθαλμού μέσα στον Ναό του.

--«Παιδιά μου, ιδού ο Άγιος μας είναι εδώ κοντά μας. Να τον παρακαλείτε να σας βοηθάει πάντα. Ας αρχίσουμε όμως τώρα τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία» ( είπε ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης ).

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας συνομίλησα με τον τότε φαντάρο φίλο μου και σημερινό Ηγούμενο της Μονής πατέρα Κύριλλο ( τότε Κωνσταντίνο ).

--«Είδες Κώστα- είπα- απόψε τι έγινε»;

--«Ναι Σταύρο, ζωντανά πράγματα αυτά, έχω συγκλονισθεί. Όπως βλέπεις είμαι στρατιώτης και αυτή τη στιγμή σου λέω πως όταν απολυθώ θα έλθω κατευθείαν εδώ και δεν θα πάω στο χωριό μου. Γιατί πλέον θέλω να υπηρετήσω τον Άγιο τον οποίο απόψε είδα με τα μάτια μου. Θα μείνω μοναχός στην Ιερά Μονή του Αγίου, διότι όπως είδες και συ τον είδα ζωντανό, τι άλλη απόδειξη θέλω».

Πράγματι έτσι και έγινε. Όταν απολύθηκε πήγε στο Μοναστήρι. Σήμερα είναι ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ.

Εύχομαι ολόψυχα να είναι πάντα Άξιος, να του δίδουν ο Όσιος Δαβίδ και ο Μακαριστός προκάτοχός του Ιάκωβος, δύναμη, κουράγιο και υγεία για να υπηρετεί τους πιστούς που προστρέχουν σε αυτό το λιμάνι, ώστε να βρουν την γαλήνη της ψυχής τους.



π. Σταύρος Αναγνώστου, εφημέριος Ιστιαίας Ευβοίας , αυτόπτης μάρτυς τού θαύματος.

Πηγή: Στύλος Ορθοδοξίας (ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2005)
Πηγή http://www.kivotoshelp.gr/Pages/twkairw.html#Iordanis
”Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου.” “Ελλάς γάρ μόνη ανθρωπογενεί, φυτόν Ουράνιον και βλάστημα θείον ηκριβωμένον. Λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμην.”

Re: ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ : ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ΄ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ...

2
21 Νοεμβρίου 1991-2012: 21 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα Ἰάκωβου Τσαλίκη


τοῦ Ἀρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυὶδ Εὐβοίας

Ὁ γέροντας γεννήθηκε στὶς 5 Νοεμβρίου 1920 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὴν Θεο­δώρα ἀπὸ τὸ Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸν Σταῦρο ἀπὸ τὴν Ρόδο. Ἡ οἰκογένεια τῆς μητέρας τοῦ ἦταν γνω­στοὶ στὸ Πατριαρχεῖο, εὐερ­γέτες τῶν σχολείων τῆς Μάκρης καὶ μὲ σπουδαία ἐκκλη­σιαστικὴ παράδοση. Στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 1922 «Τοῦρκοι πιάσανε τὸν πατέρα τοῦ ὁ ὁποί­ος ὁδηγήθηκε στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Μετὰ τὴν καταστρο­φὴ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀκολού­θησε τὸν σκληρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Τὸ καράβι τοὺς μετέφερε στὴν Ἰτέα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Ἀμφισσα Ε­κεί γιὰ καλή τους τύχη τὸ 1925 βρῆκαν τὸν πατέρα τοῦ μικροῦ Ἰακώβου καὶ μαζὶ πλέ­ον ἡ οἰκογένεια μετακινήθη­κε στὸ χωριὸ Φαράκλα τῆς Εὔβοιας. Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος ἤ­ταν ἑπτὰ χρονῶν καὶ εἶχε μά­θει ἀπέξω τὴν θεία Λειτουρ­γία χωρὶς νὰ γνωρίζει γράμ­ματα. Τὸ 1927 πῆγε σχολεῖο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιδό­σείς του. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐκκλησία ἦταν ἔκδηλη. Τὴν ἴ­δια χρονιὰ ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ λαμπρὸ ἐκκλησιαστικό του μέλλον ἐνῶ συχνὰ διάβαζε εὐχές, προσευχόταν καὶ θε­ράπευε συγχωριανούς του. Τὸ 1933 τελείωσε τὸ δημοτικὸ ἀλλὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες τῆς οἰκογένειάς του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει στὸ γυμνάσιο. Ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν δουλειά του.
Ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ψάλσιμο τοῦ τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὸ 1938 καὶ μετὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν καθαρὰ ἀσκητική. Ἔτρωγε λί­γο, κοιμόταν ἐλάχιστα, προ­σευχόταν συνεχῶς καὶ δού­λευε σκληρά. Τὰ βάσανα καὶ οἱ κακουχίες τῆς κατοχῆς τα­λαιπώρησαν τοὺς...

ἄτυχους πρόσφυγες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα τοῦ προλέγοντάς του ὅτι θὰ γίνει ἱερέας.
Τὸ 1947 ὁ Ἰάκωβος πῆγε στρατιώτης. Τὰ πειράγ­ματα τῶν συναδέλφων του ποὺ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ παρατσούκλι ὁ «πάτερ Ἰάκω­βος» ἀλλὰ καὶ ὁ χλευασμός τους δὲν τὸν πτοοῦσαν. Ὁ δι­οικητὴς τοῦ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰ­διαίτερα καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ κατάλαβε τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ θὰ εἶχε τὸ νεαρὸ προσφυγόπουλο. Με­τὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατὸ (1949) ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 χρονῶν χάνει καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ ἀγώνας τοῦ τώρα γιὰ νὰ ἀποκατα­στήσει τὴν ἀδελφὴ γίνεται ἐντονότερος, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο πο­θεῖ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρό­νια. Νὰ γίνει μοναχός.
Ἔχοντας ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του, νὰ παντρέψει τὴν ἀδελφή του τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 προ­σέρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὶς Ροβιές, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καὶ τὴν δική του ἐπιθυμία Σὲ ἡλικία 32 ἐ­τῶν πλέον ὁ Ἰάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴν Χαλ­κίδα ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Ἔτσι συνέχισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀ­σκητῆ Ἰάκωβου, ἐργασία στὸ μοναστήρι, προσευχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, οἱ θεοπτίες καὶ θαύματα τὰ ὀ­ποία μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν. Ὁ βαθμὸς ἄσκησης τοῦ ἦλθε σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπιπε­δα καὶ πολλὲς φορὲς οἱ δαί­μονες τὸν ἔδειραν βάναυσα. Ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ συνομι­λοῦσε συχνὰ μὲ τοὺς ὁσίους Δαβὶδ καὶ Ἰωάννη Ρῶσο, ἐνῶ τὸ προορατικό του χάρισμα ἦταν σπουδαῖο. Τὸν Αὔγου­στο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστὸ τρόπο ταΐσε μὲ δυόμισι ὀκά­δες μανέστρα, 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ περίσσεψε καὶ μισῆ κα­τσαρόλα.!
Στὶς 25 Ἰουνίου 1975 ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του. Ἀπὸ τὴν λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἡ ὑγεία τοῦ ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Οἱ φλέβες τοῦ ποδιῶν τοῦ ἦταν σάπιες, ἔκανε ἐγ­χείριση Βουβωνοκήλης, σκω­ληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ καθηγητῆ Κρεμαστινοῦ ποὺ τοῦ ἔβαλε τὸν βηματοδότη «..ἡ θεία δύνα­μη κρατοῦσε τὸν παππού..».
Ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετὰ ὁ γέ­ροντας δὲν εἶχε πλέον δυ­νάμεις καὶ οἱ κρίσεις στὴν ὑ­γεία τοῦ αὐξήθηκαν. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991 μετὰ ἀπὸ μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικό. Ε­πιστρέφοντας στὴν μονὴ ἔ­παθε φλεγμονὴ ἡ ὁποία ἐξε­λίχτηκε σὲ πνευμονία Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του. Τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμ­βρίου 1991 πῆγε στὴν ἀκο­λουθία, ἔψαλε καὶ κοινώνη­σε. Μετὰ ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μία πνευματι­κὴ τοῦ κόρη, ἐνῶ τὸν ὑποτα­κτικὸ τοῦ Ἰλαρίωνα, τὸν ὁποῖον ἐκείνη τὴν μέρα θὰ χει­ροτονοῦσε σὲ ἱεροδιάκονο ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος. Μό­λις ἦλθαν οἱ πατέρες ὁ γέ­ροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίστηκε. Ἡ ἀναπνοὴ τοῦ βάρυνε, ὁ σφυγ­μὸς τοῦ ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ βγῆκε ἕνα μικρὸ φύσημα. Ὁ γέροντας εἶχε πά­ρει πλέον τὸν δρόμο γιὰ τὴν μακαρία ζωή.
Οἱ λαϊκοὶ ποὺ εἰδοποιήθηκαν γῆ τὴν κηδεία τοῦ ἦταν ἐλάχιστοι. Τὰ τηλε­φωνα πῆραν φωτιὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδιδαν τὸ θλι­βερὸ γεγονός. Τὴν ἑπόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέ­κλυσαν τὸ μοναστήρι, κληρι­κοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦλθαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀ­σπασμό. Ἡ αὐλὴ τῆς μονῆς ἤ­ταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσι­μος ἀκολουθία ἐψάλη στὸ ὕ­παιθρο καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους, ὁ πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εἴ­πε νὰ ὑψώσουν τὸ φέρετρο ψηλὰ νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Ὅσιο γέροντα. Μόλις ἐφάνη τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ μία φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν κραύ­γασαν « Ἅγιος, Ἅγιος». Σήμερα 21 χρόνια ἀκριβῶς με­τὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές, ἔχει γίνει πλέον πεποίθηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅτι ὁ γέ­ροντας Ἰάκωβος μὲ τὰ δεκα­δες μετὰ θάνατον τοῦ θαύ­ματα, ἔχει καταταγεῖ στὴν χο­ρεία τῶν Ἁγίων. Μένει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν καὶ οἱ ἐκκλη­σιαστικοὶ μᾶς ταγοὶ καὶ νὰ τοῦ δώσουν καὶ αὐτοὶ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ ἐπι­σημα στὴν ἱεραρχία τῆς Ὀρ­θόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς αἰτούμεθα ἀπὸ τὸν γέροντα Ὅσιο Ἰάκωβο νὰ μᾶς προστα­τεύει καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/201 ... 11-20.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ : ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ΄ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ...

3
Η τελευταία μέρα του Γέροντα Ιακώβου(+21-11-1991)



Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος


Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονεμένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περίπου σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτω ση. 21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα ‘πρεπε, μα το ήθελε πολύ. Τόσο πολύ που τίποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία. Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του Γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξεχείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.
Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί.
Στις 10 η ώρα εξομολόγησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
- Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύγεις.
Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του Γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως - γι' αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του. Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθάριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό Γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτινοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.
Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλλίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σιγά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταματούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μοναστήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο...και το 'χε βρει ερείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαινισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι.
- Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι.
Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πως ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πως θα κάνει τούτο, πως εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέξιος, μα ο Γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρότανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμισε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του Γέροντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προσεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο...και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ...Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος...ψάλε το Απολυτίκιο τους...
-Παιδί μου, άνοιξε την πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του...Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι έγειρε, χάνοντας την ευστάθεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγχρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα...Γονάτισε δίπλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια...άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανεπαίσθητος...Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα...έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία...και μια στιγμή έκανε με τα σεπτά χείλη του ένα μικρό φύσημα...
Αυτό ήταν, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ : ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ΄ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ... (21 Νοεμβρίου 1991)

4
Εικόνα
(ο Γ.Ιάκωβος εκοιμήθη εν Κυρίω στις 21-11-1991, ημέρα που τιμούνται τα Εισόδια της Θεοτόκου)

Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες καί αγιασμένες μορφές των ημερών μας. ολιγογράμματος καί απλοϊκός όμως πλήρης της θείας Χάριτος έγινε πόλος έλξης γιά χιλιάδες ανθρώπους. Παρηγορούσε, στήριζε, συμβούλευε, έδιδε λύσεις αλλά καί βοηθούσε τούς συναθρώπους του μέ θαυματουργικούς καί υπερφυσικούς τρόπους. Τό καταπληκτικό- πού μαρτυρεί τήν αγιότητά του – είναι ότι συνεχίζει νά βοηθάει μέ διαφόρους τρόπους (ακόμη καί εμφανιζόμενος ολοζώντανος!) καί μετά τήν κοίμησή του, όποιον έχει ανάγκη.


Σχετικά μέ τά παραπάνω αλλά καί πολλά αλλα στοιχεία γιά τόν βίο του καί τά θαύματά του μπορείτε νά παρακολουθήσετε στό υπέροχο ντοκιμαντέρ πού εξέδωσε η αδελφότητα της Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ του Γέροντος στήν Εύβοια, της οποίας ο Γέροντας Ιάκωβος διετέλεσε ηγούμενος. Ας έχουμε τήν ευχή του!

phpBB [video]

Εικόνα
Σύντομος βίος

Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης (1920-1991) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του μοναχικού χώρου στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα. Ξεχώρισε για τον ασκητικό οσιακό του βίο, καθώς και για τα χαρίσματα τα οποία ανέπτυξε και τα οποία τον κατατάσσουν στις σύγχρονες μορφές αγιότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μικρασιατικής καταγωγής, το μεγαλύτερο όμως μέρος της μοναχικής του ζωής, το πέρασε σε μοναστήρι στην Εύβοια. Εκοιμήθη τελικά το 1991, σε ηλικία 71 ετών.

Νεανικά χρόνια

Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στο Λιβίσι της Μικράς Ασίας στις 5 Νοεμβρίου του 1920. Ήταν μέλος χριστιανικής οικογένειας (η μητέρα του είχε γεννήσει 9 παιδιά, αλλά από τις κακουχίες είχαν επιζήσει μόλις τα τρία), που στα παιδικά του χρόνια έζησε τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο χωριό Άγιος Γεώργιος Άμφισσας, όπου οι συνθήκες διαβίωσής του ήταν πολύ δύσκολες, κυριολεκτικά στα όρια της ανέχειας. Το 1925 η οικογένειά του μετακινήθηκε στα Φάρακλα της βόρειας Εύβοιας. Εκεί ο Γέροντας Ιάκωβος, διδάχτηκε τα θύραθεν και εκκλησιαστικά γράμματα, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του χωριού.

Εικόνα
ο προσφυγικό σπιτάκι, στη Φαράκλα, της οικογένειας Τσαλίκη

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής ο μικρός Ιάκωβος έδειχνε από την τη νεανική του ηλικία κλίση προς το μοναχισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί τον αποκαλούσα καλόγερο, ένεκα του ασκητικού βίου που διήγαγε καθώς και εξ αιτίας των πρώτων χαρισμάτων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Η εμφάνιση της Αγίας Παρασκευής την ίδια περίοδο τον στιγμάτισε και τελικά αποφάσισε ότι θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε ότι αφορά την εκπαίδευσή του, ο Γέροντας Ιάκωβος δεν κατάφερε να παρακολουθήσει το Γυμνάσιο, εξ αιτίας των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να εργάζεται από μικρή ηλικία σε οικοδομή.

Σε ηλικία 15 ετών ασθένησε σοβαρά, αλλά τελικά επέζησε. 5 χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και αυτή την εποχή δοκιμάστηκε η υγεία του, ενώ έχασε και τη μητέρα του το 1942. Το επόμενο έτος ο Ιάκωβος θα πιαστεί αιχμάλωτος με πολλούς συγχωριανούς του από Γερμανούς, που τους οδήγησαν στο χωριό Στροφιλιά. Τα χρόνια του εμφυλίου η πείνα και οι κακουχίες ήταν μεγάλο πρόβλημα που ταλάνισε και δοκίμασε όλο τον Ελληνισμό, όπως και την οικογένεια του Ιακώβου. Το 1947 κλήθηκε στο στρατό και το 1949 απολύθηκε. Ήταν η χρονιά που πέθανε και ο πατέρας του.
Εικόνα
Ο π. Ιάκωβος ως στρατιώτης το 1949, μαζί με το συνταγματάρχή του Πολύκαρπο Ζώη και συναδέλφούς του
Η μοναστική ζωή

Το 1951 και αφού παντρεύτηκε η αδελφή του, οδηγήθηκε στη μοναχική ζωή. Επέλεξε να εισέλθει στη μονή του Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια, που την εποχή εκείνη είχε τρεις μοναχούς. Η κατάσταση εκεί όμως ήταν δύσκολη. Αφενός το μοναστήρι ήταν εγκαταλελειμμένο, αφετέρου οι μοναχοί δεν του έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, με αποτέλεσμα να γυρίσει πίσω στα Φάρακλα. Τελικά, παρά τις αντίθετες πιέσεις ξανά πήγε στο Μοναστήρι. Στις 31 Νοεμβρίου του 1952 εκάρη μοναχός και στις 17 Δεκεμβρίου στη Χαλκίδα διάκονος και δύο ημέρες μετά ιερέας. Το 1975 ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής. Ήδη όμως και ιδίως μετά το 1970 είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με αποτέλεσμα αρκετός κόσμος να εισέρχεται στη Μονή για εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να εισέρχονται σημαντικοί οικονομικοί πόροι τους οποίους ο Γέροντας του χρησιμοποιούσε για σημαντικό φιλανθρωπικό έργο.

Η σκληρή άσκηση του Γέροντα του επιδείνωνε συχνά την την υγεία του. Έτσι από τα πρώτα χρόνια εμφανίστηκαν σημαντικά προβλήματα υγείας. Τέτοια ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα στη μέση που τον ταλαιπωρούσε από το 1956. Το 1964 εμφάνισε πρόβλημα στις αμυγδαλές σε σημείο να ασθενήσουν και τα νεφρά του. Ο Γέροντας ήταν πολύ εργατικός και εξ αιτίας αυτού λόγου συνέβαιναν και άλλα προβλήματα. Το 1967, έκανε εγχείρηση βουβωνοκήλης, ενώ από το 1974 απέκτησε πρόβλημα φλεβίτιδας. Το 1980 του διαγνώστηκε καρδιακή ανεπάρκεια. Στις 23 Σεπτέμβρη του 1990 νοσηλεύτηκε με καρδιακή αρρυθμία. Την ίδια εποχή και λίγες ημέρες αργότερα ο Α. Παπανδρέου εγχειρίστηκε στο ίδιο νοσοκομείο όπου γνωρίστηκαν και ο Γέροντας τον ευλόγησε, μετά από προτροπή των οικείων του. Ένα έτος αργότερα στις 21 Νοεμβρίου ο Γέροντας εκοιμήθη, αφού συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία των Εισοδίων της Θεοτόκου και μετάλαβε του Σώματος και Αίματος του Κυρίου.

Βιβλιογραφία Στυλιανός Παπαδόπουλος, “Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης”, Ακρίτας, Αθήνα 2009..


Είδε και άγγιξε το πανάγιο αίμα του Κυρίου

Το μεγαλύτερο και θαυμασιότερο θαύμα, που του πρόσφερε ο Θεός, έγινε το πρωί της 22ας Νοεμβρίου του 1975.
Συγκλονίστηκε τόσο πολύ από το θαύμα τούτο, που αμέσως μετά το κατέγραψε σ’ ένα σημείωμα, το οποίο βρήκαμε σε τετράδιο του. Το σημείωμα αρχίζει με την παραπάνω ημερομηνία και περιλαμβάνει
ακριβώς τα εξής:

-Την 22αν Νοεμβρίου, ημέραν Σάββατον το πρωί εις την αγίαν Προσκομιδή μετά την μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα άγια Δώρα, είδα ζωντανή και εν αγιότητι ομολογώ 1 κομμάτι αίμα στεγνό, το
άγγιξα, και στο δάκτυλό μου, απάνω έμεινε το αίμα. Φωνάζοντας τον αδελφόν της Ι. Μονής Μοναχόν π. Σεραφείμ, είπα την υπόθεσιν και μου είπε εμείς πάτερ δεν βλέπωμεν, αλλά είδες τι είναι; Και εγώ του
απήντησα ότι πιστεύω και προσκυνώ ότι είναι ο ίδιος ο Θεός παρών.

Κύριε ελέησον τρις, είπα.
Αρχιμ. Ιάκωβος

Εικόνα
https://antexoume.wordpress.com
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ : ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ΄ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ... (21 Νοεμβρίου 1991)

5
Το… “φθινοπωρινό πουλάκι” που αγίασε!
(από τα παιδικά χρόνια του Γ. Ιακώβου Τσαλίκη)

Οι Άγιοί μας, καθώς και οι μεγάλοι γέροντες και ασκητές μας, ήταν κι αυτοί κάποτε παιδιά! Ας διαβάσουμε, λοιπόν, ένα μικρό απόσπασμα, μια θαυμαστή ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Γέροντα Ιάκωβου Τσαλίκη, όπως καταγράφεται στο εξαιρετικό βιβλίο της Άννας Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδιά - Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης»

….Φθινοπωρινό πουλάκι τον έλεγε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, τον Ιάκωβο.
Έτσι αδύνατος κι ασθενικός που ήταν, έμοιαζε περισσότερο μ’ εκείνα τα φθινοπωρινά πουλάκια που, σαν τα βλέπεις, αναρωτιέσαι πώς θ’ αντέξουνε τα πρωτοβρόχια, πώς θα πετάξουν κόντρα στους πρώτους παγωμένους αγέρηδες, πώς θα σκίσουν με τα φτερά τους εκείνους τους γκρίζους ουρανούς.

Και ήθελε η κυρά-Δωρούλα γερό και δυνατό τον μικρό Ιάκωβο για τα πρώτα του πεταρίσματα στη ζωή. Την ίδια όμως έγνοια είχε και για τις πνευματικές του πτήσεις.

Πιο πολύ γι’ αυτά τα φτερουγίσματα ήθελε ο Ιάκωβος να κάμει γερά φτερά...

Και τώρα, που τον έβλεπε να μεγαλώνει και δειλά ν’ ανοίγει τις φτερούγες του σαν νιόβγαλτο πουλάκι να πετάξει στους δρόμους της γης και τ’ ουρανού, χτύπαγε πιότερο με λαχτάρα η καρδιά της.

Το πρώτο της ζωής του το φτερούγισμα ο Ιάκωβος το έκανε στα εφτά του χρόνια. Κι έφτασε τούτο το πετάρισμα ως του σχολειού τα σκαλοπάτια. Ένα σχολειό ασυνήθιστο που είχε στηθεί για χάρη των παιδιών μέσα στο μικρό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, μιας και σχολειό κανονικό στο χωριό τους δεν είχε ακόμη γίνει. Εκεί μάζευε ο δάσκαλος τα παιδιά και τους έκανε το μάθημα. Το χειμώνα μέσα. καθισμένοι στα στασίδια της εκκλησιάς, αντάμα μ’ Αγίους κι Αγγέλους να μαθαίνουνε γραφή κι ανάγνωση. Και σαν έμπαινε η άνοιξη, βγαίνανε έξω, στα πεζούλια της αυλής, κάτω απ’ τα πυκνόφυτα πεύκα που κρύβανε περίτεχνα το μικρό ξωκλήσι του λόφου.

Μεγάλη αγάπη είχε ο Ιάκωβος στο σχολειό του. Μεγάλη όμως αγάπη είχε και στο μικρό εκκλησάκι. Κι έλαχε και σμί­ξανε τούτες οι δυο αγάπες του και γίνηκαν ένα. Με χαρά, πετώντας, πήγαινε το πρωί στο ξωκλήσι για να μάθει γράμματα και το απόγευμα για ν’ ανάψει τα καντηλάκια και να προσευχηθεί.

Έφτιαχνε και τα στασίδια, καθάριζε, όπου τύχαινε να πέσουν, και τις σταλαματιές των κεριών από τις πλάκες, μάζευε και τα μαραμένα αγριολούλουδα, που φέρνανε τα παιδιά, από την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, κάνοντας έτσι τόπο την άλλη μέρα να χωρέσουν τα καινούργια.

Και σαν τέλειωνε απ’ όλα ετούτα, στεκόταν μπρος στην Αγία κι έκανε μετάνοιες.

όπως είχε δει κρυφά τη μάνα του να κάνει τα βράδια την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόνταν.
Ήξερε και κάποιες μικρές προσευχές που ντροπαλά σιγοψιθύριζε.

Τις πιο πολλές όμως τις έφτιαχνε μόνος, με το νου του. Κι έβανε εκεί μέσα την ψυχή του..

Όλα ετούτα, τους κόπους και τις προσευχές του, τα έβλεπε η Αγία Παρασκευή κι έπαιρνε χαρά μεγάλη. Μήπως νοιαζόταν εκείνη να ζητήσει για προσευχές του νόμου τα γραμμένα από ένα τόσο δα ψιχαλάκι που ήτανε ο μικρός Ιάκωβος;

Μήτε ψαλμούς και κοντάκια ήθελε, μήτε χαιρετισμούς και μεγαλυνάρια, μήτε τροπάρια, αίνους κι εξαποστειλάρια. Μια στρωτή μετάνοια στηριγμένη πάνω στα παιδικά τα δάχτυλα και έσβηνε μεμιάς των σοφών κοντυλάδων τα προσευχητάρια. Ένας ήχος, ένα ψέλλισμα στης Παναγιάς τ’ όνομα απ’ τα τρυφερά τα χείλη κι έφτανε για να σιγάσουν φωνές ψαλτάδων γλυκόλαλες.

Γι’ αυτό πήρε και τα θάρρητα η Αγία κι άρχισε σιγά-σιγά να του φανερώνεται.
Τη μιαν εκεί, στης εκκλησιάς την πόρτα, την άλλη μέσα στο Ιερό, την τρίτη έξω στον περίβολο να σεργιανίζει, να πλένει τα καντήλια της, να τακτοποιεί τα πεζούλια.

Και ο Ιάκωβος, όταν την πρωτοαντίκρισε, λογάριασε πως ήτανε τόσο φυσικό ετούτο που γινόταν!
- Μια νοικοκυρά που νοικοκυρεύει το σπίτι της, σκεφτότανε. Όπως ακριβώς έκανε και η μάνα του που, σαν ερχόταν το δειλινό, συγύριζε κι έπλενε τα πιάτα του σπιτιού, μη και μείνουν για την άλλη μέρα άπλυτα.

Έτσι τ’ ουρανού και της γης τα πράματα είχανε γίνει ένα για τον μικρό Ιάκωβο. Και λέξη σε κανέναν δεν είχε φανερώσει το παιδί απ’ όλα ετούτα, ώσπου μια μέρα τον έκαμε η ανάγκη στη μάνα του όλα να τα πει…

- Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; τον ρώτησε η μάνα του κι απλώνοντας το χέρι πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας μη διπλωθεί και πέσει στα σκαλιά.

- Την είδα στο ξωκλήσι της απέξω, είπε το παιδί λαχανιασμένο απ’ την τρεχάλα.
- Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Ρώτησε η μάνα βάζοντας γλύκα και μέλι στη φωνή μη και τρομάξει το παιδί απ’ τα ξαφνιάσματά της.

- Να, αποκρίθηκε εκείνο σιγανά, καθώς πλησίαζα στο εκκλησάκι, την είδα να στέκει εκεί, μπρος του. Η Αγία ήταν σαν μοναχή. Όταν με είδε. μου λέει…
«Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!». Εγώ όμως φοβήθηκα να πλησιάσω.

- «Φοβούμαι να έρθω κοντά σου», της είπα, «πες μου από δω που στέκομαι τι θέλεις να μου πεις!».
- Τότε τι έγινε; τον ρώτησε η μάνα.

- Τότε μου λέει η Αγία… «- Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσον καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα! Τι χάρισμα να σου δώσω!».

- Κι εσύ τι της είπες; τον ρώτησε η μάνα του και κατεβαίνοντας αργά τη σκάλα του σπιτιού ήλθε και στάθηκε κοντά του, εκεί στη μέση της αυλής.
- Εγώ…! Δεν ήξερα τι να ζητήσω, είπε ντροπαλά το παιδί, «Να ρωτήσω τη μητέρα μου και θα σου πω!», αυτό της είπα μόνο.

Η κυρά Δωρούλα χαμογέλασε.
- Άκουσε, Ιακωβάκι μου, του είπε. Να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει. Κατάλαβες; Την τύχη σου, του είπε. και χάθηκε με τούτη την κουβέντα σαν σκιά μέσα στο σπίτι.
Ό,τι του είπε η μάνα του, εκείνο ζήτησε και ο Ιάκωβος την άλλη μέρα το απόγευμα, όταν πήγε και πάλι τρέχοντας στο ξωκλήσι. Και η Αγία του μίλησε εκείνο το δείλι για την τύχη του.

Με όλα ετούτα που έβλεπε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, χαι­ρότανε. Κι ο παπα-Θοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ’ άλλα. Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπα-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ’ αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκό­τανε στον ουρανό.

Ο παπα-Θοδόσης ερχότανε στη Φαράκλα κάθε δυο εβδομάδες για να λειτουργήσει. Όλο τον υπόλοιπο καιρό έστεκε στο πόδι του ο μικρός παπα-Ιάκωβος για ό,τι έκτακτο και βιαστικό τύχαινε κι ας ήτανε μόνο εννιά χρονών παιδί.

Αυτόν φωνάζανε οι χωριανοί, όταν αρρωσταίνανε τα ζωντανά να τους διαβάσει μιαν ευχή για να γίνουν καλά. Αυτόν φανίζανε σαν αρρωσταίνανε και οι ίδιοι για να τους σταυρώσει και να γιάνουν.

Τον παπα-Ιάκωβο παίρνανε να τους ρίξει αγιασμό στα θεμέλια του καινούργιου τους σπιτιού, να ραντίσει μ’ αγιονέρι τ’ αμπέλια, σαν τα ’πιανε φυλλοξέρα, να προσευχηθεί να φύγει η ακρίδα απ’ τα σπαρτά.

Ακόμη κι ο παπα-Θοδόσης τον Ιάκωβο κάλεσε για να διαβάσει μιαν ευχούλα, όταν η παπαδιά δεν μπορούσε να γεννήσει τον Βαγγελάκη και κοιλοπονούσε μια βδομάδα.
Τον Ιάκωβο πήγανε κι εκείνη τη μέρα οι μανάδες στο σπίτι του να βρούνε, να πέσουν στα πόδια του, να τον παρακαλέσουν …

- Την ευχή μου να ’χεις παιδάκι μου, Ιάκωβε, και το κακό το περιμέναμε τώρα που είναι άνοιξη, είπε η μάνα του Δημητρού.
- Όπως έρχονται τα χελιδόνια έρχονται κι αυτές οι παιδικές αρρώστιες, είπε με κομμένη την ανάσα η μάνα του Γρηγόρη.

- Και τι έχουν τα παιδιά; ρώτησε ο Ιάκωβος.
- Μαγουλάδες να σε χαρώ, είπε η κυρα-Ζωή.
- Και πρηστήκανε τα μάγουλα τους. συμπλήρωσε η κυρα-Ευτέρπη.
- Ο δικός μου ο Θανάσης απόψε κόντεψε να σκάσει από τον πυρετό, είπε η κυρα-Ματούλα.

- Εάν με αφήσει η μάνα μου, εγώ ευχαρίστως να πάω στη Λίμνη, να φωνάξω το γιατρό, είπε πρόθυμα, συμπονώντας την έγνοια τους ο Ιάκωβος.

- Ποιος γιατρός, μάτια μου; φωνάξανε ταραγμένες μ’ ένα στόμα εκείνες.
- Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα λέμε, Ιάκωβε; Εδώ χάνουμε τα παιδιά μας, είπε η κυρα-Ζωή.

- Για φαντάσου να περίμενε κι ο αδερφός σου το γιατρό από τη Λίμνη, όταν τον δάγκωσε στο χέρι εκείνο το καταραμένο το φίδι στο χωράφι σας, είπε η κυρα-Ματούλα. Μαύρα θα είχε φορεθεί η μάνα σου.

- Βρε γυιε μου, μαύρα θέλεις να φορέσουμε κι εμείς; είπε με πόνο η κυρα-Ευτέρπη.

Όπως διάβασες τότε μιαν ευχούλα στον αδερφό σου και γίνηκε νερό το δηλητήριο, έτσι διάβασε τώρα και σε τούτα εδώ τ’ αδέρφια σου μιαν ευχή. Γιατί, Ιάκωβε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Αδέρφια είστε όλα. Μαζί μεγαλώνετε, μαζί παίζετε, μαζί πηγαίνετε στο σχολειό.

- Μα τι είναι αυτά που λέτε, ψέλλισε ντροπιασμένο το παιδί.
Τι είμαι εγώ για να διαβάζω τις ευχές;

- Εσένα σ’ ακούει ο Θεός, Ιάκωβε μου. είπε η Ελένη που ήρθε να παρακαλέσει για το Λευτέρη τον αδερφό της και που τόση ώρα καθότανε αμίλητη στη γωνιά.

Όλους μας ακούει το ίδιο ο Θεός, είπε ο Ιάκωβος, έχοντας κολλημένα τα μάτια του στο χώμα.

Αγιασμό κι εσείς έχετε στα σπίτια σας· ας πιούνε λίγο τα παιδιά …

**********************************

Άννα Ιακώβου, Ήταν κάποτε παιδιά. Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. (Άθως- παιδικά, εκδ. Σταμούλη 2008.)

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogsp ... z3LlJPH0V8
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων”