Περί του γουνάζομαι ή γουνούμαι

1
Οι 'Έλληνες, αν και λίαν ευσεβείς, δεν "έκυπτον" ούτε καν όταν προσηύχοντο.
Είναι γνωστό οτι επεκαλούντο τους επουράνιους θεούς δι απλής ανατάσεως των χειρών.
Όταν εδέοντο προς τους θαλασσίους θεούς, τότε απλωναν τα χέρια προς την θάλασσα,
ενώ όταν απευθύνοντο προς τους θεούς του κάτω κόσμου, εκτυπούσαν το έδαφος δια του ποδός - προκειμένου να εισακουσθούν – και όχι δια της παλάμης , αποφεύγοντας έτσι την οσφυοκαμψία, το κύπτειν, αφού όπως επεξηγεί ο Λουκιανός: "ο υποκύψας, την ψυχήν ταπεινώνει, τη του σώματος ομοιότητι". (Νιγρίνος 21 ).

Ο Ν . Καζαντζάκης στο θεατρικό του δράμα ''Ιουλιανός'' θέτει στο στόμα του φιλοσόφου
αυτοκράτορος τους στίχους :
(Ιουλιανός): Είσ' Έλληνας; Τι προσκυνάς; Σηκώσου απάνω!
Εμείς και στους θεούς όρθιοι μιλούμε· λέγε.

Γι' αυτό και ο Διογένης ο Κυνικός, όταν κάποτε είδε μια γυναίκα να γονατίζη για να προσκυνήση ένα εικόνισμα, με την κεφαλή επι του εδάφους, την επετίμησε με την γνωστή του αθυροστομία:
πώς κύπτεις έτσι ανάρμοστα; Δεν φοβεϊσαι μήπως ευρέθη όπισθέν σου κάποιο -υπερβολικά παιχνιδιάρικο - δαιμόνιο;
"ουκ ευλαβή, ω γύναι, μή ποτε θεού όπισθεν εστώτος ασχημoνήσης;
(Διογ. Λαέρτ. Βίος Διογ. 37)

Μια μόνον δύναμις, και αυτή τιμωρός , δύναται να κάμψη τα γόνατα κάποιου , σε περίπτωσι συντελεσθείσης ύβρεως ή μεγάλης αμαρτίας: η Ερινύς η καμπεσίγουνος .
Το ρήμα γονατίζω, όπως το εννοούμε σήμερα, δεν υπηρχε στο αρχαίο λεξιλόγιο.
"Γονατίζω" εσήμαινε απλώς, κτυπώ δια του γόνατος, κυρίως ως όρος του Παγκρατίου αθλήματος. Με την σημερινή έννοια εμφανίζεται για πρώτη φορα στην Παλ. Διαθήκη και στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ώριγένη (2. 135α), όπως ακριβώς το μεταγενέστερο " γονυκλινώ " , σε εκκλησιαστικό συγγραφέα.
Η δε λέξις ''γονυκαμψεπίκυρτος'' είναι όρος ιατρικός και χαρακτηρΙζει τον πάσχοντα εξ αρθρίτιδος τών ποδών ("ποδάγρα"). Ακόμη και το "προσκυνώ", πριν καθορίση το συγκεκριμένο βαρβαρικό έθιμο, εσήμαινε προσ-έρχομαι (προς) και κυνέω (=φιλώ, ασπάζομαι)."
Οι 'Έλληνες, ελεύθεροι όντες, δεν έκλιναν ποτέ τα γόνατα ούτε τον αυχένα εις άγαλμα, ούτε εις βωμόν ανθρώπου " διευκρινίζει ο Αθαν. Σταγειρίτης εις την Ωγυγίαν ( Γ ' 363 )

Ύπάρχει όμως το ρήμα "γουνάζομαι" ή ''γουνούμαι'', το οποίον δεν σημαίνει ''γονατίζω'', αλλά, εγγίζω το γόνυ (κυρίως θεού) ως σημείον παρακλήσεως, αφού πρώτα καθίσω πλάι του για να συνδιαλεχθώ μαζί του . Η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέως, προκειμένου να παρακαλέση τον Δία υπερ του υίου της, "παρέζετο (=καθέζετο δίπλα του ) και έλαβε γούνων"(Α557). Δεν εγονάτισε.

Και όταν ζητή απο τον Ήφαιστο καινούργια πανοπλία για τον Αχιλλέα, χρησιμοποιεί την τυπική φράσι "τα σα γούνατα ικάνομαι" (Σ 457), ενώ είναι ήδη καθισμένη "επι θρόνου αργυροήλου " (Σ 389) και ο 'Ήφαιστος ορθός.

Εν κατακλείδι, ως επανειλημμένως έχομε διευκρινίσει, ούκ είθισται τοις Έλλησι προσκυνέειν. "Προσκύνησις, τιμή βαρβαρική". (Αριστοτ. Ρητορ. Α,5)
Οι δε μετα 'Όμηρον, την του γονυπετείν λέξιν εντεύθεν εφεύρον, συνθέντες εκ του γόνυ και του πέτειν (πετώ) . . . »
''Εμείς δεν γονατίσαμε σκυφτοί τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού, σαν τα σκουλήκια ... " (Κωστλης Παλαμάς)

("προσκυνώ σε άναξ, νόμοις βαρβάροις. . . " (= προσκυνώ βασιληά, σύμφωνα με τους νόμους τους βαρβαρικούς) . . . λέει ο Φρύγας δούλος στον Ορέστη .

«Ἐὰν μὴ ἔλπηται, ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον».
ἐὰν δὲν καλλιεργῇς μέσα σου φανταστικοὺς κόσμους, δὲν πρόκειται καὶ νὰ τοὺς συναντήσῃς. (Ἡράκλειτος)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”