Απ' τα Μέγαρα στο μαγαρίζω
Δημοσιεύτηκε: 19 Οκτ 2014, 13:16
Μέγαρο, σήμερα σημαίνει μέγα και επιβλητικό κτήριο.
Κατά τον Όμηρο και τις ανασκαφές, μέγαρον ονομαζόταν ένας μέγας ορθωγόνιος χώρος, με πρόδρομο σε μια απο τις στενές πλευρές και μια ακίνητη εστία στο κέντρο.
Αυτό δηλώνουν οι στίχοι:
“λίπε δ' ερκεά τε μέγαρον τε.” (Οδύσσεια Π 341)
“ήλθον δ' αμφίπολοι λευκώλενοι εκ μεγάροιο”. (Οδύσσεια Σ 198)
Στον Όμηρο η λέξη μέγαρον σημαίνει επίσης, μεγάλη οικία, ανάκτορο, παλάτι, όταν πρόκειται να δηλωθεί η οικία του Δία.
Έτσι η Θέτις πηγαίνει στον Όλυμπο “πατρός ενί μεγάροισιν” (Ιλ. Α 396) όπου ο πλυθυντικός υπονοεί πολλά δωμάτια.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. Στο έργο του κωμικού ποιητή Μενάνδρου “Άδηλοι” (στοιχ. 365) το μέγαρο παρουσιάζεται με τη μορφή μάγαρον, όπου η λέξη δηλώνει τον ιερό θάλαμο του ναού του Απόλλωνος στους Δελφούς.
Στον Ηρόδοτο (Α 47): “εν δε Δελφοίσιν ως εσήλθον τάχιστα ες το μέγαρον οι Λυδοί χρησόμενοι τω Θεώ” (για να λάβουν χρησμό απο τον Θεό).
Η χρήση αυτή επεκτάθηκε και για όλους τους ναούς να σημαίνει ιερώτατο μέρος.
Μέγαρα ή μάγαρα, ονομάζονταν επίσης τα υπόγεια σπήλαια, ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν γουρούνια κάποια ορισμένη ημέρα των Θεσμοφορίων, τα οποία ονομάζονταν “μυστηριακά” και “μυστικά χοιρία”. (Αριστοφ. Αχαρνής 747)
Μεγαρίζω ή μαγαρίζω = επισκέπτομαι τα μέγαρα δηλαδή τα υπόγεια σπήλαια, τα ιερά της Δήμητρας κατά τα Θεσμοφόρια.
Στα αρχαία ελληνικά το ρήμα “μαγαρίζω” δήλωνε πράξη ευσεβή, στα νέα ελληνικά κατάντησε να σημαίνει βρομίζω, μολύνω ηθικά, βεβηλώνω.
Πότε όμως έγινε η μεταβολή της σημασίας του ρήματος μαγαρίζω απο ενέργεια καλή σε κακή και γιατί?
Κατά τον Όμηρο και τις ανασκαφές, μέγαρον ονομαζόταν ένας μέγας ορθωγόνιος χώρος, με πρόδρομο σε μια απο τις στενές πλευρές και μια ακίνητη εστία στο κέντρο.
Αυτό δηλώνουν οι στίχοι:
“λίπε δ' ερκεά τε μέγαρον τε.” (Οδύσσεια Π 341)
“ήλθον δ' αμφίπολοι λευκώλενοι εκ μεγάροιο”. (Οδύσσεια Σ 198)
Στον Όμηρο η λέξη μέγαρον σημαίνει επίσης, μεγάλη οικία, ανάκτορο, παλάτι, όταν πρόκειται να δηλωθεί η οικία του Δία.
Έτσι η Θέτις πηγαίνει στον Όλυμπο “πατρός ενί μεγάροισιν” (Ιλ. Α 396) όπου ο πλυθυντικός υπονοεί πολλά δωμάτια.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. Στο έργο του κωμικού ποιητή Μενάνδρου “Άδηλοι” (στοιχ. 365) το μέγαρο παρουσιάζεται με τη μορφή μάγαρον, όπου η λέξη δηλώνει τον ιερό θάλαμο του ναού του Απόλλωνος στους Δελφούς.
Στον Ηρόδοτο (Α 47): “εν δε Δελφοίσιν ως εσήλθον τάχιστα ες το μέγαρον οι Λυδοί χρησόμενοι τω Θεώ” (για να λάβουν χρησμό απο τον Θεό).
Η χρήση αυτή επεκτάθηκε και για όλους τους ναούς να σημαίνει ιερώτατο μέρος.
Μέγαρα ή μάγαρα, ονομάζονταν επίσης τα υπόγεια σπήλαια, ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν γουρούνια κάποια ορισμένη ημέρα των Θεσμοφορίων, τα οποία ονομάζονταν “μυστηριακά” και “μυστικά χοιρία”. (Αριστοφ. Αχαρνής 747)
Μεγαρίζω ή μαγαρίζω = επισκέπτομαι τα μέγαρα δηλαδή τα υπόγεια σπήλαια, τα ιερά της Δήμητρας κατά τα Θεσμοφόρια.
Στα αρχαία ελληνικά το ρήμα “μαγαρίζω” δήλωνε πράξη ευσεβή, στα νέα ελληνικά κατάντησε να σημαίνει βρομίζω, μολύνω ηθικά, βεβηλώνω.
Πότε όμως έγινε η μεταβολή της σημασίας του ρήματος μαγαρίζω απο ενέργεια καλή σε κακή και γιατί?