Η ψυχή μετά θάνατο κατά το Σωκράτη

1
Αναφέρει λοιπόν ο Σωκράτης στο έργο "Φαίδων" του Πλάτωνος για την ψυχή μετά θάνατο τα εξής :
Διότι η ψυχή πηγαίνει εις την κατοικίαν
του Άδου χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ανατροφήν της και τας συνηθείας της· τα οποία και
λέγουσι μάλιστα ότι τα μέγιστα ωφελούν ή βλάπτουν εκείνον, ο οποίος έπαυσε να ζη, αμέσως άμα
αρχίση το ταξείδιόν του δι' εκεί. Λέγουσι δε τοιουτοτρόπως, ότι τάχα ο άγγελος καθενός, εις τον
οποίον έλαχεν, όταν έζη, αυτός αναλαμβάνει να οδηγήση κάθε αποθανόντα εις ένα κάποιον τόπον,
όπου οι συναθροισθέντες, αφ' ού κριθούν, πρέπει να πορευθούν εις την κατοικίαν του Άδου μαζί με
εκείνον (δηλαδή τον άγγελον) ως οδηγόν, εις τον οποίον είναι διατεταγμένον τους απ' εδώ να
περάση εκεί. Εκεί δε, αφ' ού πάθωσιν όσα πρέπει να πάθωσι και μείνωσιν όσον καιρόν χρειάζεται,
άλλος οδηγός τους φέρει πάλιν εδώ κατά διαστήματα καιρού πολλά και μεγάλα (23). Το δε
ταξείδιον λοιπόν δεν είναι όπως ο Τήλεφος του Αισχύλου το διηγείται. Διότι εκείνος μεν λέγει ότι
δρόμος απλούς φέρει εις τον τόπον του Άδου· εις εμέ όμως φαίνεται ότι ούτε απλούς είναι ο δρόμος
ούτε είς· διότι τότε δεν θα υπήρχεν ανάγκη από οδηγούς· διότι, όταν ο δρόμος είναι είς, δεν είναι
βέβαια δυνατόν να τον χάση κανείς ποτέ. Τώρα όμως φαίνεται ότι έχει και χαράδρας και γύρους
πολλούς· και λέγω τούτο συμπεραίνων από τα γινόμενα και εις τας θυσίας και εις τας θρησκευτικάς
τελετάς τας γινομένας εδώ (εις την γην). Η ψυχή λοιπόν η εγκρατής και σοφή ακολουθεί τον
οδηγόν της και ηξεύρει τα συμβαίνοντα εις αυτήν. Εκείνη δε, η οποία έχει σωματικάς επιθυμίας, το
οποίον είπον εις τα προηγούμενα, συρομένη από έρωτα προς το σώμα και προς τον ορατόν (δηλαδή
τον υλικόν) τόπον επί πολύν καιρόν, αφ' ού αντισταθή πολύ και πάθη πολλά, φεύγει συρομένη με
την βίαν από τον διατεταγμένον άγγελον και με δυσκολΆμα δε φθάση εκεί, οπού έφθασαν αι
άλλαι, την μεν ακάθαρτον και η οποία έκαμε καμμίαν τοιαύτην ακαθαρσίαν, ή ανεμίχθη εις αδίκους
φόνους, ή έχει πράξει άλλας τοιαύτας πράξεις, αι οποίαι τυγχάνει να είναι αδελφαί τούτων και
πράξεις ψυχών αδελφών (δηλαδή ομοίων με αυτήν), κάθε μία ψυχή αποφεύγει αυτήν και δεν
γυρίζει να την κυττάξη και δεν θέλει να γείνη ούτε συνοδοιπόρος αυτής ούτε οδηγός· αυτή δε
γυρίζει εδώ και εκεί κυριευμένη από τελείαν αμηχανίαν, έως να περάσουν κάμποσοι χρόνοι, οι
οποίοι αφ' ού περάσουν, αναγκαστικώς σύρεται εις την κατοικίαν, η οποία της αρμόζει. Εκείνη δε,
η οποία επέρασε την ζωήν καθαρά και με εγκράτειαν, αφ' ού απαντήση συνοδοιπόρους και οδηγούς
θεούς, κάθε μία, λέγω, τοιαύτη ψυχή θα κατοικήση εις τον τόπον, ο οποίος αρμόζει εις αυτήν.
Είναι δε πολλοί και αξιοθαύμαστοι τόποι της γης· και αυτή δε η ιδία (η γη) δεν είναι ούτε τοιαύτη
ούτε τόσον μεγάλη, όσον νομίζουν εκείνοι, οι οποίοι συνηθίζουν να ομιλούν περί της γης, καθώς
κάποιος μ' έχει πληροφορήσειίαν.
και αλλού αναφέρει :
Αυτά λοιπόν τα πράγματα η φύσις έτσι τα διέταξεν, όταν δε οι αποθανόντες φθάσωσιν εις τον
τόπον, όπου ο άγγελος φέρει τον καθένα, κατά πρώτον μεν δικάζονται και εκείνοι, οι οποίοι έζησαν
καλά και άγια, και εκείνοι, οι οποίοι δεν έζησαν καλά. Και εκείνοι μεν, οι οποίοι ήθελον θεωρηθή
ότι έχουν ζήσει μέτρια (δηλαδή ούτε καλά ούτε κακά), αφ' ού πορευθούν εις τον Αχέροντα
ποταμόν, αναβαίνουν επάνω εις πλοιάρια, τα οποία υπάρχουν εκεί δι' αυτούς, και επάνω εις αυτά
ταξειδεύοντες φθάνουν εις την λίμνην και εκεί και κατοικούσι και ελευθερώνονται καθαριζόμενοι,
υποφέροντες τιμωρίας διά τα αδικήματά των, αν κανείς από αυτούς έπραξε καμμίαν αδικίαν, και
λαμβάνουσιν ανταμοιβάς διά καλά των έργα, ο καθείς σύμφωνα με την αξίαν του. Εκείνοι δε, οι
οποίοι ήθελον θεωρηθή ότι είναι εις κατάστασιν αθεράπευτον ένεκα των μεγάλων των σφαλμάτων,
διότι έχουν πράξει ή πολλάς και μεγάλας ιεροσυλίας, ή πολλούς αδίκους και παρανόμους φόνους, ή
άλλας πράξεις του αυτού είδους, η δε αρμόζουσα εις αυτούς μοίρα τους ρίπτει μέσα εις τον
Τάρταρον, όπου δεν εξέρχονται πλέον ποτέ· εκείνοι δε, οι οποίοι ήθελε θεωρηθή ότι υπέπεσαν εις
σφάλματα, τα οποία ημπορούν μεν να θεραπευθούν, είναι όμως μεγάλα, διότι έπραξαν λόγου χάριν
ένεκα θυμού καμμίαν βιαίαν πράξιν εναντίον του πατρός ή της μητρός των και μετανοούντες δι'
αυτήν έζησαν την επίλοιπον ζωήν, ή με κανένα άλλον τοιούτον τρόπον έγειναν φονείς, είναι
αναγκαίον αυτοί να πέσουν μεν μέσα εις τον Τάρταρον, άμα όμως πέσουν, το κύμα τους εκβάλλει,
αφ' ού μένουν εκεί ένα χρόνον, και τους μεν φονείς φέρει εις τον Κωκυτόν, τους δε πατροκτόνους
και μητροκτόνους εις τον Πυριφλεγέθοντα. Συρόμενοι δε όταν φθάσουν εις την λίμνην
Αχερουσιάδα, εκεί φωνάζουν και προσκαλούν οι μεν πρώτοι εκείνους, τους οποίους εθανάτωσαν,
οι δε άλλοι εκείνους, τους οποίους προσέβαλον, αφ' ού δε τους προσκαλέσουν, τους ικετεύουν και
τους παρακαλούν να επιτρέψουν εις αυτούς να περάσουν εις την λίμνην και να τους δεχθούν. Και
αν μεν τους καταφέρουν, εξέρχονται εις την ξηράν και παύουν τα βάσανά των· αν όμως δεν τους
καταφέρουν, σύρονται πάλιν οπίσω εις τον Τάρταρον και από εκεί εκ νέου εις τους ποταμούς· και
δεν παύουν από του να παθαίνουν αυτά έως ότου καταφέρωσιν εκείνους, τους οποίους ηδίκησαν.
Διότι αυτή είναι η τιμωρία, η οποία επεβλήθη εις αυτούς από τους δικαστάς. Εκείνοι δε, οι οποίοι
ήθελον θεωρηθή ότι έζησαν εξαιρετικώς με αγιότητα, αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι ελευθερώνονται
και λυτρώνονται από τούτους τους τόπους, οι οποίοι ευρίσκονται εις την γην, ωσάν από φυλακάς,
φθάνουν δε επάνω εις την καθαράν κατοικίαν και ορίζονται να κατοικούν επάνω εις εκείνην την
γην. Από τούτους δε τους ιδίους εκείνοι, οι οποίοι εκαθαρίσθησαν αρκετά διά της φιλοσοφίας, εις
τον κατόπιν καιρόν ζουν όλως διόλου χωρίς σώματα και φθάνουν εις κατοικίας ακόμη ωραιοτέρας
από αυτάς, τας οποίας ούτε εύκολον είναι ούτε ο καιρός κατά την παρούσαν στιγμήν μας εξαρκεί
να παραστήσωμεν.
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”

cron