ΑΙΩΝΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Δημοσιεύτηκε: 03 Σεπ 2009, 16:49
ΑΙΩΝΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Στους Λακεδαιμονίους, όμως, δεν επιτρέπεται να αναζητούν με κάθε τρόπο τη σωτηρία τους. Αν η σωτηρία τους δεν συνοδεύεται από ψυχική ανωτερότητα, είναι προτιμότερος ο θάνατος. Γιατί εκείνοι που διεκδικούν το τρόπαιο της αρετής, πρέπει να ενδιαφέρονται περισσότερο απ΄ όλα για τούτο. Θυμηθείτε τους τριακοσίους που συνέτριψαν όλες τις δυνάμεις των Αργείων στις Θυρρεές και τους χιλίους που πολέμησαν στις Θερμοπύλες και έχοντας να αντιμετωπίσουν επτακόσιες χιλιάδες βαρβάρους, δεν λιποτάκτησαν ούτε νικήθηκαν, αλλά πέθαναν εκεί όπου είχαν ταχθεί να μείνουν, δείχνοντας τέτοιο μεγαλείο, ώστε εκείνοι που εγκωμιάζουν με τέχνη να μην μπορούν να βρουν επαίνους αντάξιους της Αρετής εκείνων......
ΛΟΓΟΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΡΧΙΔΑΜΟΥ
Η παράδοση για την αρχαία Σπάρτη αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον Λακεδαίμονα, τον γιο του Δία και της Ταϋγέτης, ο οποίος παντρεύτηκε την Σπάρτη, την κόρη του Ευρώτα. Από τον Όμηρο γνωρίζουμε επίσης ότι η "κοίλη Λακεδαίμων", η περιοχή μεταξύ του όρους Ταΰγετος και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό, είχε βασιλιά τον Μενέλαο, τον μικρότερο αδελφό του Αγαμέμνονα και σύζυγο της ωραίας Ελένης, την οποία απήγαγε ο Πάρις στην Τροία αρχίζοντας έτσι τον μακροχρόνιο ,οδυνηρό και φημισμένο πόλεμο. Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή (η Αρχαιολογία αντίθετα πιστεύει ότι οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν το 950 π.Χ.).
Το Πολίτευμα
Οι σκληρές μάχες των Μεσσηνιακών πολέμων δεν θα είχαν κερδισθεί χωρίς την νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περισσότερο από όλα στόχευε στην πειθαρχία και στην σκληραγωγία των πολιτών. Σύμφωνα με την ρήτρα την οποία έφερε από τους Δελφούς, η Γερουσία της Σπάρτης αποτελείτο από είκοσι οκτώ άνδρες ηλικίας άνω των εξήντα ετών, εκλεγμένους εφ' όρου ζωής και από δύο βασιλείς.
Επίσης κανόνισε για περιοδικές συγκεντρώσεις των Σπαρτιατών (Απέλλα), που είχαν ηλικία άνω των τριάντα ετών, στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κνάκιον και της γέφυρας Μπάμπικα, αν και δεν ψήφιζαν ούτε τους επιτρεπόταν να συζητούν τα θέματα, αλλά μόνο να τα αποδέχονται ή να τα απορρίπτουν δια βοής. Ο Λυκούργος, για να αποφύγει τις διαμάχες στην πόλη, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους να δώσουν την κτηματική περιουσία τους, την οποία μοίρασε σε ίσα μερίδια. Επίσης έδωσε ίσα μερίδια γης και στους Περίοικους.
Με άλλους νόμους, απαγόρευσε την χρήση χρυσού και ασημιού και στην θέση τους χρησιμοποίησε σιδερένιο νόμισμα, πολύ βαρύ και πολύ μικρής αξίας. Επίσης απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες να φτιάχνουν τα σπίτια τους με άλλα εργαλεία εκτός από το τσεκούρι και το πριόνι.
Οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου, πάνω από όλα είχαν στόχο την ευνομία. Σε μια περίοδο ολίγων ετών μετά την εφαρμογή τους, η Σπάρτη κατέκτησε σχεδόν όλη την Λακωνία. Η εξέχουσα πόλη των Αμυκλών της οποίας ο πληθυσμός πολύ πιθανόν αποτελείτο από Αχαιούς, μετά από σθεναρά πολιορκία κατελήφθη γύρω στα 750 π.Χ., αλλά οι πολίτες της έτυχαν καλής μεταχειρίσεως.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Τρεις κοινωνικές τάξεις υπήρξαν στην αρχαία Σπάρτη. Ήταν οι τάξεις των Σπαρτιατών, των περιοίκων και των ειλώτων
ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Οι Σπαρτιάτες ονομάζονται μεταξύ τους και «όμοιοι» που σημαίνει ίσοι ή ευπατρίδες. Όπως και σε άλλες πόλεις, έτσι και στην Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ευγενών, από την οποία προήρχοντο οι γνήσιοι Σπαρτιάτες, οι ¨όμοιοι¨ δηλαδή πολίτες, οι οποίοι αριθμούσαν περί τα 1500-3000 άτομα. Ο αριθμός αυτός βέβαια ανήκει στους όμοιους πολεμιστές και αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας. Αργότερα ο αριθμός των ομοίων πολεμιστών μεγάλωσε φτάνοντας γύρω στους 9000.
Η κύρια και βασική υποχρέωση των ομοίων πολεμιστών, ήταν η συνεισφορά τους στα συσσίτια, η οποία αποτελείτο από ορισμένη ποσότητα κριθάλευρου, κρασιού, αποξηραμένων σύκων, τυριού και κρέατος.
Η δεύτερη υποχρέωση του όμοιου πολεμιστή προς την πατρίδα ήταν να είναι ικανός και γενναίος πολεμιστής. Ένα γεγονός που ξεκινούσε πριν ακόμα γεννηθεί αφού οι γονείς έπρεπε να διατηρούν υγιή και γυμνασμένα σώματα, καθώς επίσης και να βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία τεκνοποίησης, ώστε το παιδί που θα γεννηθεί να έχει τις καλύτερες σωματικές προϋποθέσεις για να γίνει ένας υγιής και δυνατός πολεμιστής. Μετά την γέννηση βέβαια ακολουθούσε η εκπαίδευση η οποία άρχιζε από την νηπιακή και συνεχιζόταν στην παιδική και εφηβική ηλικία. Ήθελε λοιπόν ο Λυκούργος να επιβάλλει με τους νόμους του στους Σπαρτιάτες να αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από κάθε άλλο, δείχνοντας το με το θάρρος τους στις μάχες.
Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία. Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία.
ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ
Η τάξη των περιοίκων αποτελείτο από τον πληθυσμό που κατοικούσε πέριξ της Σπάρτης και η κύρια ασχολία του ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία, τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, η αλιεία και το εμπόριο. Είχαν αυτονομία και ήταν αυτοδιοικούμενοι, καθώς είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους. Οι Σπαρτιατικοί νόμοι δεν εφαρμόζονταν στους περιοίκους, αλλά υπερίσχυαν πάνω στους νόμους των περιοίκων.
Υποχρεώνονταν από τους Σπαρτιάτες να ακολουθούν τους ίδιους συμμάχους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς, και παρατάσσονταν στις μάχες σαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό.
Αν και υστερούσαν σε μαχητική αξία σε σχέση με τους Σπαρτιάτες πολεμιστές μιας και ήταν αγρότες, συμπλήρωναν -ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις- τον απαιτούμενο αριθμό των μορών. Η Σπαρτιατική πολιτεία υποχρέωνε τους περίοικους να υπηρετούν την στρατιωτική τους θητεία και να πληρώνουν φόρο. Διοικούνταν από διορισμένους Σπαρτιάτες αρμοστές (διοικητές).
ΕΙΛΩΤΕΣ
Η άποψη ότι οι είλωτες ήταν δούλοι με την συνηθισμένη έννοια είναι λανθασμένη. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλύτερα σαν ένα είδος δούλων της πολιτείας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την έννοια θα πρέπει να δούμε ποιες ήταν οι αρμοδιότητές τους.
Δούλευαν λοιπόν για λογαριασμό των Σπαρτιατών την γη και έδιναν στον ιδιοκτήτη ένα μέρος του εισοδήματος που είχε προσδιοριστεί από πριν. Ο Σπαρτιάτης ιδιοκτήτης δεν είχε δικαίωμα να αθετήσει τον λόγο του και να πάρει περισσότερο από το συμφωνημένο εισόδημα, γιατί σε τέτοια περίπτωση τιμωρείτο με κατάρα από την πολιτεία. Οι είλωτες κρατούσαν συνήθως το μισό της παραγωγής και το πλεόνασμα της συγκομιδής (Αιμιλιανός Ποικ. Ιστορ.)
Οι οικογένειες των Ειλώτων ζούσαν στα κτήματα (κλήρους), όχι μέσα στην πόλη της Σπάρτης αλλά πέριξ αυτής, και ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν μέρος στις εκστρατείες των Σπαρτιατών. Στις εκστρατείες αυτές οι είλωτες έκαναν συνήθως διάφορες βοηθητικές δουλειές όπως το να επιβλέπουν τα ζώα η τις αποσκευές η να φυλάγουν το στρατόπεδο. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι είλωτες έπαιρναν μέρος σε μάχες μιας και πολλές φορές η πολιτεία χάριζε την ελευθερία σε αυτούς που ανδραγαθούσαν. Έτσι έφευγαν από τις τάξεις των ειλώτων και συγκροτούσαν μια καινούργια τάξη, τους νεοδαμώδεις. Με τον τρόπο αυτό οι είλωτες αυτοί αφού αποκτούσαν την ελευθερία τους, πολύ συχνά συμπλήρωναν τις τάξεις του Σπαρτιατικού στρατού ως βαριά οπλισμένοι η ψιλοί.
Κάθε Σπαρτιάτης προμηθευόταν τα προς το ζην από τον κλήρο του, αφού οι Σπαρτιατικοί νόμοι απαγόρευαν στους όμοιους Σπαρτιάτες να εργάζονται. Ολόκληρη η Λακωνική γη ήταν χωρισμένοι σε ίσους (παραγωγικά και όχι σε έκταση) κλήρους, τους οποίους επιφορτισμένοι να τους καλλιεργούν ήταν οι είλωτες.
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ
Αν μελετήσουμε την αναφορά του Ηροδότου για την μάχη των Πλαταιών μπορούμε να συμπεράνουμε περίπου την πληθυσμιακή κατανομή των τριών τάξεων κατά την περίοδο αυτή.
Αναφέρει λοιπόν ο Ηρόδοτος ότι οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους πέντε χιλιάδες οπλίτες που έστειλαν στις Πλαταιές, έδωσαν και συνοδεία ελαφρά οπλισμένων. Από αυτούς, πέντε χιλιάδες περίοικοι πολέμησαν ως ψιλοί, ενώ σε κάθε όμοιο πολεμιστή από τους πέντε χιλιάδες οπλίτες αντιστοιχούσαν επτά είλωτες.
ΑΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Πέρα από τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις στην αρχαία Σπάρτη, κυρίως η ανάγκη αύξησης του πληθυσμού οδήγησε στην δημιουργία και άλλων τάξεων.
ΜΟΘΑΚΕΣ – ΝΕΟΔΑΜΩΔΕΙΣ
Μόθακας ονομαζόταν το παιδί μιας ειλώτισσας και ενός ομοίου. Τα παιδιά αυτά μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα μόνο αν ακολουθούσαν την Σπαρτιατική αγωγή. Αυτό μπορούσε να γίνει αν ο μόθακας γινόταν σύντροφος ενός συγκεκριμένου Σπαρτιατόπουλου και ακολουθούσε μαζί του την αγωγή.
Έτσι λοιπόν αφού ο μόθακας παρακολουθούσε την αγωγή, μπορούσε μετά να γίνει πολίτης της Σπάρτης και να αποκτήσει κλήρο και δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν κάποιος που δεν γεννήθηκε γνήσιος Σπαρτιάτης μπορούσε να γίνει όμοιος πολεμιστής. Σε αυτή την περίπτωση και μετά την ολοκλήρωση της Σπαρτιατικής αγωγής, ο μόθακας ονομαζόταν «νεοδαμώδης», και ήταν πλέον όμοιος Σπαρτιάτης πολεμιστής.
Μια άλλη περίπτωση για να γίνει κάποιος «νεοδαμώδης», ήταν και η περίπτωση πολιτογράφησης ειλώτων, οι οποίοι έδειχναν μεγάλη γενναιότητα στην μάχη. Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, επειδή η Σπάρτη λόγω των συχνών πολεμικών συρράξεων, αλλά και των ιδιόμορφων συνθηκών που επικρατούσαν, υπέφερε από λειψανδρία. Έτσι θεσπίζοντας την τάξη των νεοδαμωδών, η Σπάρτη επιχειρούσε ουσιαστικά, να μεγαλώσει τεχνητά τον πληθυσμό της, χωρίς όμως να αλλοιώσει τα φυλετικά του χαρακτηριστικά, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι καινούργιοι «όμοιοι» πολεμιστές που προέκυπταν, δεν προέρχονταν από αλλόφυλες βαρβαρικές φυλές, αλλά ήταν γηγενείς Έλληνες από την τάξη των ειλώτων.
Οι απελεύθεροι αυτοί είλωτες, αλλά και οι μόθακες, εντασσόμενοι στην τάξη των νεοδαμωδών, απολάμβαναν όλα τα προνόμια των ομοίων Σπαρτιατών πολεμιστών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία. Αποκτούσαν κλήρο, και συνήθως έπαιρναν τα κτήματα των ομοίων σπαρτιατών πολεμιστών που δεν είχαν κληρονόμο, και ζούσαν εκεί. Σε περιπτώσεις που απελευθερώνονταν αρκετοί νεοδαμώδεις, τους δίνονταν κτήματα στην μεθόριο της Λακεδαίμονος, όπου πολλές φορές τα καλλιεργούσαν και μόνοι τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νεοδαμώδεις εντάσσονταν στην συνοριακή φρουρά της Σπάρτης.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νεοδαμώδεις αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του Σπαρτιατικού στρατού, αφού ανεξάρτητα με την περιοχή την οποία κατοικούσαν, εκτελούσαν υπηρεσία οπλίτη, παίρνοντας μέρος στην στρατιωτική εκγύμναση, όπως όριζαν οι νόμοι του Λυκούργου για τους όμοιους Σπαρτιάτες πολεμιστές.
Ονομαστοί μόθακες στην μεγάλη ιστορία της Σπάρτης ήταν ο Λύσανδρος, ο Καλλικρατίδας, ο Γύλλιπος κ.ά.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ
Μελετώντας κανείς την πολιτεία της Σπάρτης και εξετάζοντας την κοινωνική αλλά και την οικονομική της δομή, θα καταλάβει εύκολα γιατί οι αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν αναπτύξει σε τόσο υψηλό βαθμό το αίσθημα της φιλοπατρίας, βάζοντας πάντα το συμφέρον της πατρίδας πάνω από το προσωπικό τους. Στην πράξη η ίδια η πολιτεία ήταν αυτή που γαλουχούσε τους πολίτες της με αυτά τα πρότυπα, παραδειγματίζοντας τους με την σωστή λειτουργία της.
Στην Σπαρτιατική πολιτεία τα απαραίτητα προϊόντα εξασφαλίζονταν μέσα από την οικιακή οικονομία. Το κράτος ήταν υπεύθυνο για την κοινωνική μέριμνα, αλλά και την ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο. Έτσι το αίσθημα αυτό της ισότητας οδηγούσε στην πιστή τήρηση των νόμων, οι οποίοι για τους Σπαρτιάτες αποτελούσαν τρόπο ζωής. Ο πλούτος ήταν ανύπαρκτος και το χρυσάφι καθώς και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν καμία αξία στην Σπάρτη. Πλούτος και κόσμημα για τον Σπαρτιάτη πολίτη ήταν το όμορφο και εύρωστο σώμα, και όχι τα φανταχτερά κοσμήματα.
Επιχειρώντας να αναλύσουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα σε σχέση με την στρατιωτική δομή των πόλεων – κρατών θα οδηγηθούμε σε μερικά συμπεράσματα.
Σε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις – κράτη το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού αποτελείτο από «ερασιτέχνες» πολεμιστές, οι οποίοι έπιαναν ουσιαστικά τα όπλα μόνο σε περίπτωση ανάγκης της πατρίδας τους, ενώ την ειρηνική περίοδο απασχολούνταν με κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, μέσα από το οποίο είχαν την δυνατότητα να πλουτίσουν.
Αντίθετα στην Σπάρτη, οι νόμοι του Λυκούργου -που για πολλούς αποτελεί μυθικό η και ανύπαρκτο πρόσωπο- απαγόρευαν στους όμοιους πολεμιστές οποιαδήποτε σωματική και βιοποριστική εργασία, επιτρέποντάς τους μόνο να εργάζονται σε ότι θεωρούσαν ότι εξασφάλιζε την ελευθερία και την ενδυνάμωση της πόλης τους. Και η εργασία αυτή δεν ήταν άλλη από την συνεχή στρατιωτική εκπαίδευση, και την αρετή.
Μια άριστη άσκηση για τους Σπαρτιάτες ήταν και το κυνήγι, το οποίο πίστευαν ότι αποτελεί μια πολύ καλή σωματική άσκηση, δεδομένου ότι οι συνθήκες του μοιάζουν πάρα πολύ με τις στρατιωτικές. Μπορούσαν να δικαιολογήσουν μάλιστα και την απουσία κάποιου, ο οποίος έλειπε για κυνήγι, από το φυδίτιο, με την υποχρέωση όμως αυτός να στείλει ένα μέρος του θηράματος για τους συντρόφους του.
Μέσα στην ευρύτερη μέριμνα της σπαρτιατικής πολιτείας ήταν και ο καθορισμός των δημοσίων αξιωμάτων. Στα δημόσια αξιώματα λοιπόν εκλέγονταν Σπαρτιάτες οι οποίοι έφθαναν στην ανδρική ηλικία, και ανάλογα με την πρόοδο τους, την σωματική τους διάπλαση, αλλά και τη γενναιότητα τους, προωθούνταν στα κατάλληλα αξιώματα.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η πολιτεία ενδιαφερόταν για τους πολίτες της, σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, αντίθετα με άλλες ελληνικές πόλεις, στις οποίες οι πολίτες μετά την εφηβεία έφευγαν από την μέριμνα της πολιτείας, ενώ αυτή μπορούσε να τους επιστρατεύσει όποτε ήθελε.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Τα ενδύματα των Σπαρτιατών είχαν ερυθρό χρώμα, γιατί κατά τον Λυκούργο το χρώμα αυτό δημιουργεί αρνητική επίδραση στον αντίπαλο, αλλά και έχει την δυνατότητα να κρύβει την πληγή, σε περίπτωση που ο πολεμιστής τραυματιζόταν.
Οι Σπαρτιάτες συνήθιζαν ακόμα να έχουν μακριά μαλλιά όταν περνούσαν την εφηβική ηλικία. Υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες μετά την μάχη για την κατάληψη της Θυρέας με τους Αργείους, έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των Σπαρτιατών, οι Σπαρτιάτες σταμάτησαν να αφήνουν πλέον μακριά μαλλιά, θέλοντας έτσι να διαφοροποιηθούν από τους Αργείους οι οποίοι έκαναν το ίδιο. Η άποψη του Λυκούργου σχετικά με την μακριά κόμη ήταν πως αυτή κάνει τον άνδρα να δείχνει ψηλότερος, πιο επιβλητικός και να προκαλεί περισσότερο φόβο στον εχθρό κατά την διάρκεια της μάχης.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών αποτελείτο από έναν χάλκινο η δερμάτινο θώρακα, από ασπίδα χάλκινη στρογγυλή η οποία είχε ξύλινη η δερμάτινη επένδυση. Η ασπίδα είχε την δυνατότητα να καλύψει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του σώματος του πολεμιστή (από τα γόνατα μέχρι και πάνω από τους ώμους), προστατεύοντας τον έτσι αρκετά, κατά την διάρκεια της μάχης.
Εσωτερικά στην ασπίδα έμπαιναν λεπτές ξύλινες σανίδες, ενώ το στεφάνι της ασπίδας ήταν ενισχυμένο με χαλκό σε όλο του το μήκος. Πάνω σε αυτό το στεφάνι στερεωνόταν και η μια λαβή από την οποία οι πολεμιστές κρατούσαν την ασπίδα. Η ασπίδα διέθετε επίσης και ιμάντες με τους οποίους ο πολεμιστής είχε την δυνατότητα να την αναρτήσει στην πλάτη του κατά την διάρκεια της πορείας. Στο εσωτερικό μέρος της ασπίδας και ακριβώς στο κέντρο της, βρισκόταν ο πόρπακας, η μεταλλική δηλαδή λαβή μέσα στην οποία περνούσε το αριστερό χέρι, ώστε να είναι δυνατή η συγκράτηση της ασπίδας από τον πολεμιστή. Το αριστερό χέρι λοιπόν περνούσε μέσα από τον πόρπακα και εφάρμοζε πάνω σε αυτόν, λίγο πριν τον αγκώνα, ενώ η αριστερή παλάμη του πολεμιστή συγκρατούσε την δεύτερη λαβή, η οποία βρισκόταν πάνω στο μεταλλικό στεφάνι της περιμέτρου της ασπίδας.
Ο πόρπακας ήταν έτσι σχεδιασμένος ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί από την ασπίδα, όταν ο πολεμιστής το επιθυμούσε. Αυτό ήταν ένα μέτρο ασφαλείας από πλευράς των Σπαρτιατών, ώστε σε ενδεχόμενη εξέγερση των ειλώτων, να μην είναι δυνατή η χρήση των ασπίδων, σε περίπτωση που αυτές θα έπεφταν στα χέρια τους.
Το δόρυ που χρησιμοποιούσε ο Σπαρτιατικός στρατός είχε μήκος 2,5 – 3 μέτρα ενώ το ξίφος που χρησιμοποιούσε ονομαζόταν ξυήλη. Το κράνος ήταν συνήθως χάλκινο ενώ το λοφίο του ήταν διακοσμημένο με διάφορα χρώματα. Μία αξιοσημείωτη διαφορά στα κράνη των Σπαρτιατών αξιωματικών, είναι ότι το λοφίο βρισκόταν σε πλάγια θέση πάνω στο κράνος, κάτι που δεν ίσχυε σε άλλους στρατούς της εποχής εκείνης.
Εκτός από το κράνος Κορινθιακού τύπου, υπήρχε και το ανοιχτό πιλόσχημο κράνος, το οποίο αποτελούσε μια παραλλαγή του μάλλινου καπέλου. Το χαρακτηριστικό αυτού του κράνους ήταν ότι στο πίσω μέρος του, υπήρχε γείσο το οποίο εκτεινόταν προς τα κάτω, φτάνοντας λίγο πιο πάνω από τον αυχένα.
Οι Σπαρτιάτες στις ασκήσεις αλλά και στο κυνήγι φορούσαν υποδήματα. Στις μάχες όμως δεν συνήθιζαν να φορούν για να έχουν καλύτερο και σταθερότερο πάτημα, αφού στις συμπλοκές σώμα με σώμα, και όταν οι δύο αντίπαλοι στρατοί προσπαθούν να σπρώξουν ο ένας τον άλλο ώστε να διασπάσουν την αμυντική διάταξη του αντιπάλου, χρειάζεται να πατούν γερά, πράγμα που επιτυγχάνεται καλύτερα χωρίς υποδήματα.
Όπως είναι γνωστό η σκληραγωγία, η αυστηρότητα αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τρόπου ζωής των Σπαρτιατών. Αυτό φαινόταν και από την ενδυμασία τους, η οποία ήταν και αυτή λιτή, δεδομένου ότι τον χειμώνα φορούσαν εξωτερικά μόνο έναν ερυθρό μάλλινο χιτώνα που ονομαζόταν τρίβωνας. Μέσα από τον χιτώνα αυτό φορούσαν την εξωμίδα η οποία ήταν και αυτή σε ερυθρό χρώμα, και ονομαζόταν έτσι γιατί άφηνε τον δεξιό ώμο αλλά και τον βραχίονα ελεύθερο, ώστε να μην εμποδίζει τον πολεμιστή στην ώρα της μάχης.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Η στρατιωτική δομή της Σπαρτιατικής πολιτείας ήταν ιεραρχική, και στηριζόταν πάνω σε γερά θεμέλια, δεδομένου ότι η πειθαρχία, η υπακοή στους ανωτέρους αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα βασικότερα χαρακτηριστικά του δυνατότερου στρατού της Ελλάδας.
Ο βασιλιάς ήταν και ο αρχηγός του στρατεύματος, και μετά ακολουθούσαν οι κατώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί. Η Σπάρτη όπως είναι γνωστό, είχε δυο βασιλείς, έναν από το γένος των Αιγιαδών και έναν από το γένος των Ευρυπωντιδών. Σε εμπόλεμη κατάσταση, ο ένας βασιλιάς οδηγούσε τον στρατό στην μάχη, έχοντας και την αρχηγία του στρατεύματος, ενώ ο άλλος παρέμενε στην Σπάρτη ώστε αυτή να μην μείνει ακυβέρνητη.
Το δεύτερο σε ιεραρχία αξίωμα μετά του βασιλιά στον Σπαρτιατικό στρατό, ήταν αυτό του Πολέμαρχου. Ο σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε έξι μόρες και οι Πολέμαρχοι ήταν οι αρχηγοί των έξι αυτών στρατιωτικών τμημάτων. Το τρίτο ιεραρχικά αξίωμα ήταν αυτό των τεσσάρων λοχαγών, οι οποίοι διοικούσαν ουσιαστικά τους τέσσερις λόχους της κάθε μόρας.
Κάθε μόρα διαιρείτο σε οκτώ τμήματα που ονομάζονταν πεντυκοστύες. Διοικητές αυτών των οκτώ τμημάτων, ήταν οι πεντηκόνταρχοι οι οποίοι αποτελούσαν και τον τέταρτο βαθμό στην στρατιωτική ιεραρχία του σπαρτιατικού στρατού. Ο τελευταίος βαθμός της στρατιωτικής ιεραρχίας ήταν αυτός των ενωμοταρχών, οι οποίοι ήταν οι αρχηγοί κάθε ενωμοτίας.
Εκτός από τα παραπάνω στρατιωτικά αξιώματα, που αφορούσαν τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού, υπήρχε και το σπαρτιατικό ιππικό το οποίο διοικήτο από τους Ιππαρμοστές, τους διοικητές δηλαδή των έξι ιππικών ταγμάτων.
Η φρουρά του Βασιλέως που αποτελείτο από τριακόσιους ιππείς, διοικήτο από τους τρεις Ιππαγρέτες, οι οποίοι ήταν και αυτοί αξιωματικοί του σπαρτιατικού στρατού.
Τέλος υπήρχε και το στρατιωτικό αξίωμα των ξεναγών, το οποίο κατείχαν σπαρτιάτες αξιωματικοί, οι οποίοι ήταν εξουσιοδοτημένοι από την σπαρτιατική πολιτεία να διοικούν τον στρατό συμμαχικών προς την Σπάρτη πόλεων.
Στους Λακεδαιμονίους, όμως, δεν επιτρέπεται να αναζητούν με κάθε τρόπο τη σωτηρία τους. Αν η σωτηρία τους δεν συνοδεύεται από ψυχική ανωτερότητα, είναι προτιμότερος ο θάνατος. Γιατί εκείνοι που διεκδικούν το τρόπαιο της αρετής, πρέπει να ενδιαφέρονται περισσότερο απ΄ όλα για τούτο. Θυμηθείτε τους τριακοσίους που συνέτριψαν όλες τις δυνάμεις των Αργείων στις Θυρρεές και τους χιλίους που πολέμησαν στις Θερμοπύλες και έχοντας να αντιμετωπίσουν επτακόσιες χιλιάδες βαρβάρους, δεν λιποτάκτησαν ούτε νικήθηκαν, αλλά πέθαναν εκεί όπου είχαν ταχθεί να μείνουν, δείχνοντας τέτοιο μεγαλείο, ώστε εκείνοι που εγκωμιάζουν με τέχνη να μην μπορούν να βρουν επαίνους αντάξιους της Αρετής εκείνων......
ΛΟΓΟΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΡΧΙΔΑΜΟΥ
Η παράδοση για την αρχαία Σπάρτη αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον Λακεδαίμονα, τον γιο του Δία και της Ταϋγέτης, ο οποίος παντρεύτηκε την Σπάρτη, την κόρη του Ευρώτα. Από τον Όμηρο γνωρίζουμε επίσης ότι η "κοίλη Λακεδαίμων", η περιοχή μεταξύ του όρους Ταΰγετος και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό, είχε βασιλιά τον Μενέλαο, τον μικρότερο αδελφό του Αγαμέμνονα και σύζυγο της ωραίας Ελένης, την οποία απήγαγε ο Πάρις στην Τροία αρχίζοντας έτσι τον μακροχρόνιο ,οδυνηρό και φημισμένο πόλεμο. Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή (η Αρχαιολογία αντίθετα πιστεύει ότι οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν το 950 π.Χ.).
Το Πολίτευμα
Οι σκληρές μάχες των Μεσσηνιακών πολέμων δεν θα είχαν κερδισθεί χωρίς την νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περισσότερο από όλα στόχευε στην πειθαρχία και στην σκληραγωγία των πολιτών. Σύμφωνα με την ρήτρα την οποία έφερε από τους Δελφούς, η Γερουσία της Σπάρτης αποτελείτο από είκοσι οκτώ άνδρες ηλικίας άνω των εξήντα ετών, εκλεγμένους εφ' όρου ζωής και από δύο βασιλείς.
Επίσης κανόνισε για περιοδικές συγκεντρώσεις των Σπαρτιατών (Απέλλα), που είχαν ηλικία άνω των τριάντα ετών, στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κνάκιον και της γέφυρας Μπάμπικα, αν και δεν ψήφιζαν ούτε τους επιτρεπόταν να συζητούν τα θέματα, αλλά μόνο να τα αποδέχονται ή να τα απορρίπτουν δια βοής. Ο Λυκούργος, για να αποφύγει τις διαμάχες στην πόλη, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους να δώσουν την κτηματική περιουσία τους, την οποία μοίρασε σε ίσα μερίδια. Επίσης έδωσε ίσα μερίδια γης και στους Περίοικους.
Με άλλους νόμους, απαγόρευσε την χρήση χρυσού και ασημιού και στην θέση τους χρησιμοποίησε σιδερένιο νόμισμα, πολύ βαρύ και πολύ μικρής αξίας. Επίσης απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες να φτιάχνουν τα σπίτια τους με άλλα εργαλεία εκτός από το τσεκούρι και το πριόνι.
Οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου, πάνω από όλα είχαν στόχο την ευνομία. Σε μια περίοδο ολίγων ετών μετά την εφαρμογή τους, η Σπάρτη κατέκτησε σχεδόν όλη την Λακωνία. Η εξέχουσα πόλη των Αμυκλών της οποίας ο πληθυσμός πολύ πιθανόν αποτελείτο από Αχαιούς, μετά από σθεναρά πολιορκία κατελήφθη γύρω στα 750 π.Χ., αλλά οι πολίτες της έτυχαν καλής μεταχειρίσεως.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Τρεις κοινωνικές τάξεις υπήρξαν στην αρχαία Σπάρτη. Ήταν οι τάξεις των Σπαρτιατών, των περιοίκων και των ειλώτων
ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Οι Σπαρτιάτες ονομάζονται μεταξύ τους και «όμοιοι» που σημαίνει ίσοι ή ευπατρίδες. Όπως και σε άλλες πόλεις, έτσι και στην Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ευγενών, από την οποία προήρχοντο οι γνήσιοι Σπαρτιάτες, οι ¨όμοιοι¨ δηλαδή πολίτες, οι οποίοι αριθμούσαν περί τα 1500-3000 άτομα. Ο αριθμός αυτός βέβαια ανήκει στους όμοιους πολεμιστές και αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας. Αργότερα ο αριθμός των ομοίων πολεμιστών μεγάλωσε φτάνοντας γύρω στους 9000.
Η κύρια και βασική υποχρέωση των ομοίων πολεμιστών, ήταν η συνεισφορά τους στα συσσίτια, η οποία αποτελείτο από ορισμένη ποσότητα κριθάλευρου, κρασιού, αποξηραμένων σύκων, τυριού και κρέατος.
Η δεύτερη υποχρέωση του όμοιου πολεμιστή προς την πατρίδα ήταν να είναι ικανός και γενναίος πολεμιστής. Ένα γεγονός που ξεκινούσε πριν ακόμα γεννηθεί αφού οι γονείς έπρεπε να διατηρούν υγιή και γυμνασμένα σώματα, καθώς επίσης και να βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία τεκνοποίησης, ώστε το παιδί που θα γεννηθεί να έχει τις καλύτερες σωματικές προϋποθέσεις για να γίνει ένας υγιής και δυνατός πολεμιστής. Μετά την γέννηση βέβαια ακολουθούσε η εκπαίδευση η οποία άρχιζε από την νηπιακή και συνεχιζόταν στην παιδική και εφηβική ηλικία. Ήθελε λοιπόν ο Λυκούργος να επιβάλλει με τους νόμους του στους Σπαρτιάτες να αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από κάθε άλλο, δείχνοντας το με το θάρρος τους στις μάχες.
Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία. Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία.
ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ
Η τάξη των περιοίκων αποτελείτο από τον πληθυσμό που κατοικούσε πέριξ της Σπάρτης και η κύρια ασχολία του ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία, τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, η αλιεία και το εμπόριο. Είχαν αυτονομία και ήταν αυτοδιοικούμενοι, καθώς είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους. Οι Σπαρτιατικοί νόμοι δεν εφαρμόζονταν στους περιοίκους, αλλά υπερίσχυαν πάνω στους νόμους των περιοίκων.
Υποχρεώνονταν από τους Σπαρτιάτες να ακολουθούν τους ίδιους συμμάχους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς, και παρατάσσονταν στις μάχες σαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό.
Αν και υστερούσαν σε μαχητική αξία σε σχέση με τους Σπαρτιάτες πολεμιστές μιας και ήταν αγρότες, συμπλήρωναν -ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις- τον απαιτούμενο αριθμό των μορών. Η Σπαρτιατική πολιτεία υποχρέωνε τους περίοικους να υπηρετούν την στρατιωτική τους θητεία και να πληρώνουν φόρο. Διοικούνταν από διορισμένους Σπαρτιάτες αρμοστές (διοικητές).
ΕΙΛΩΤΕΣ
Η άποψη ότι οι είλωτες ήταν δούλοι με την συνηθισμένη έννοια είναι λανθασμένη. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλύτερα σαν ένα είδος δούλων της πολιτείας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την έννοια θα πρέπει να δούμε ποιες ήταν οι αρμοδιότητές τους.
Δούλευαν λοιπόν για λογαριασμό των Σπαρτιατών την γη και έδιναν στον ιδιοκτήτη ένα μέρος του εισοδήματος που είχε προσδιοριστεί από πριν. Ο Σπαρτιάτης ιδιοκτήτης δεν είχε δικαίωμα να αθετήσει τον λόγο του και να πάρει περισσότερο από το συμφωνημένο εισόδημα, γιατί σε τέτοια περίπτωση τιμωρείτο με κατάρα από την πολιτεία. Οι είλωτες κρατούσαν συνήθως το μισό της παραγωγής και το πλεόνασμα της συγκομιδής (Αιμιλιανός Ποικ. Ιστορ.)
Οι οικογένειες των Ειλώτων ζούσαν στα κτήματα (κλήρους), όχι μέσα στην πόλη της Σπάρτης αλλά πέριξ αυτής, και ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν μέρος στις εκστρατείες των Σπαρτιατών. Στις εκστρατείες αυτές οι είλωτες έκαναν συνήθως διάφορες βοηθητικές δουλειές όπως το να επιβλέπουν τα ζώα η τις αποσκευές η να φυλάγουν το στρατόπεδο. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι είλωτες έπαιρναν μέρος σε μάχες μιας και πολλές φορές η πολιτεία χάριζε την ελευθερία σε αυτούς που ανδραγαθούσαν. Έτσι έφευγαν από τις τάξεις των ειλώτων και συγκροτούσαν μια καινούργια τάξη, τους νεοδαμώδεις. Με τον τρόπο αυτό οι είλωτες αυτοί αφού αποκτούσαν την ελευθερία τους, πολύ συχνά συμπλήρωναν τις τάξεις του Σπαρτιατικού στρατού ως βαριά οπλισμένοι η ψιλοί.
Κάθε Σπαρτιάτης προμηθευόταν τα προς το ζην από τον κλήρο του, αφού οι Σπαρτιατικοί νόμοι απαγόρευαν στους όμοιους Σπαρτιάτες να εργάζονται. Ολόκληρη η Λακωνική γη ήταν χωρισμένοι σε ίσους (παραγωγικά και όχι σε έκταση) κλήρους, τους οποίους επιφορτισμένοι να τους καλλιεργούν ήταν οι είλωτες.
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ
Αν μελετήσουμε την αναφορά του Ηροδότου για την μάχη των Πλαταιών μπορούμε να συμπεράνουμε περίπου την πληθυσμιακή κατανομή των τριών τάξεων κατά την περίοδο αυτή.
Αναφέρει λοιπόν ο Ηρόδοτος ότι οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους πέντε χιλιάδες οπλίτες που έστειλαν στις Πλαταιές, έδωσαν και συνοδεία ελαφρά οπλισμένων. Από αυτούς, πέντε χιλιάδες περίοικοι πολέμησαν ως ψιλοί, ενώ σε κάθε όμοιο πολεμιστή από τους πέντε χιλιάδες οπλίτες αντιστοιχούσαν επτά είλωτες.
ΑΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Πέρα από τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις στην αρχαία Σπάρτη, κυρίως η ανάγκη αύξησης του πληθυσμού οδήγησε στην δημιουργία και άλλων τάξεων.
ΜΟΘΑΚΕΣ – ΝΕΟΔΑΜΩΔΕΙΣ
Μόθακας ονομαζόταν το παιδί μιας ειλώτισσας και ενός ομοίου. Τα παιδιά αυτά μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα μόνο αν ακολουθούσαν την Σπαρτιατική αγωγή. Αυτό μπορούσε να γίνει αν ο μόθακας γινόταν σύντροφος ενός συγκεκριμένου Σπαρτιατόπουλου και ακολουθούσε μαζί του την αγωγή.
Έτσι λοιπόν αφού ο μόθακας παρακολουθούσε την αγωγή, μπορούσε μετά να γίνει πολίτης της Σπάρτης και να αποκτήσει κλήρο και δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν κάποιος που δεν γεννήθηκε γνήσιος Σπαρτιάτης μπορούσε να γίνει όμοιος πολεμιστής. Σε αυτή την περίπτωση και μετά την ολοκλήρωση της Σπαρτιατικής αγωγής, ο μόθακας ονομαζόταν «νεοδαμώδης», και ήταν πλέον όμοιος Σπαρτιάτης πολεμιστής.
Μια άλλη περίπτωση για να γίνει κάποιος «νεοδαμώδης», ήταν και η περίπτωση πολιτογράφησης ειλώτων, οι οποίοι έδειχναν μεγάλη γενναιότητα στην μάχη. Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, επειδή η Σπάρτη λόγω των συχνών πολεμικών συρράξεων, αλλά και των ιδιόμορφων συνθηκών που επικρατούσαν, υπέφερε από λειψανδρία. Έτσι θεσπίζοντας την τάξη των νεοδαμωδών, η Σπάρτη επιχειρούσε ουσιαστικά, να μεγαλώσει τεχνητά τον πληθυσμό της, χωρίς όμως να αλλοιώσει τα φυλετικά του χαρακτηριστικά, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι καινούργιοι «όμοιοι» πολεμιστές που προέκυπταν, δεν προέρχονταν από αλλόφυλες βαρβαρικές φυλές, αλλά ήταν γηγενείς Έλληνες από την τάξη των ειλώτων.
Οι απελεύθεροι αυτοί είλωτες, αλλά και οι μόθακες, εντασσόμενοι στην τάξη των νεοδαμωδών, απολάμβαναν όλα τα προνόμια των ομοίων Σπαρτιατών πολεμιστών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία. Αποκτούσαν κλήρο, και συνήθως έπαιρναν τα κτήματα των ομοίων σπαρτιατών πολεμιστών που δεν είχαν κληρονόμο, και ζούσαν εκεί. Σε περιπτώσεις που απελευθερώνονταν αρκετοί νεοδαμώδεις, τους δίνονταν κτήματα στην μεθόριο της Λακεδαίμονος, όπου πολλές φορές τα καλλιεργούσαν και μόνοι τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νεοδαμώδεις εντάσσονταν στην συνοριακή φρουρά της Σπάρτης.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νεοδαμώδεις αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του Σπαρτιατικού στρατού, αφού ανεξάρτητα με την περιοχή την οποία κατοικούσαν, εκτελούσαν υπηρεσία οπλίτη, παίρνοντας μέρος στην στρατιωτική εκγύμναση, όπως όριζαν οι νόμοι του Λυκούργου για τους όμοιους Σπαρτιάτες πολεμιστές.
Ονομαστοί μόθακες στην μεγάλη ιστορία της Σπάρτης ήταν ο Λύσανδρος, ο Καλλικρατίδας, ο Γύλλιπος κ.ά.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ
Μελετώντας κανείς την πολιτεία της Σπάρτης και εξετάζοντας την κοινωνική αλλά και την οικονομική της δομή, θα καταλάβει εύκολα γιατί οι αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν αναπτύξει σε τόσο υψηλό βαθμό το αίσθημα της φιλοπατρίας, βάζοντας πάντα το συμφέρον της πατρίδας πάνω από το προσωπικό τους. Στην πράξη η ίδια η πολιτεία ήταν αυτή που γαλουχούσε τους πολίτες της με αυτά τα πρότυπα, παραδειγματίζοντας τους με την σωστή λειτουργία της.
Στην Σπαρτιατική πολιτεία τα απαραίτητα προϊόντα εξασφαλίζονταν μέσα από την οικιακή οικονομία. Το κράτος ήταν υπεύθυνο για την κοινωνική μέριμνα, αλλά και την ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο. Έτσι το αίσθημα αυτό της ισότητας οδηγούσε στην πιστή τήρηση των νόμων, οι οποίοι για τους Σπαρτιάτες αποτελούσαν τρόπο ζωής. Ο πλούτος ήταν ανύπαρκτος και το χρυσάφι καθώς και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν καμία αξία στην Σπάρτη. Πλούτος και κόσμημα για τον Σπαρτιάτη πολίτη ήταν το όμορφο και εύρωστο σώμα, και όχι τα φανταχτερά κοσμήματα.
Επιχειρώντας να αναλύσουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα σε σχέση με την στρατιωτική δομή των πόλεων – κρατών θα οδηγηθούμε σε μερικά συμπεράσματα.
Σε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις – κράτη το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού αποτελείτο από «ερασιτέχνες» πολεμιστές, οι οποίοι έπιαναν ουσιαστικά τα όπλα μόνο σε περίπτωση ανάγκης της πατρίδας τους, ενώ την ειρηνική περίοδο απασχολούνταν με κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, μέσα από το οποίο είχαν την δυνατότητα να πλουτίσουν.
Αντίθετα στην Σπάρτη, οι νόμοι του Λυκούργου -που για πολλούς αποτελεί μυθικό η και ανύπαρκτο πρόσωπο- απαγόρευαν στους όμοιους πολεμιστές οποιαδήποτε σωματική και βιοποριστική εργασία, επιτρέποντάς τους μόνο να εργάζονται σε ότι θεωρούσαν ότι εξασφάλιζε την ελευθερία και την ενδυνάμωση της πόλης τους. Και η εργασία αυτή δεν ήταν άλλη από την συνεχή στρατιωτική εκπαίδευση, και την αρετή.
Μια άριστη άσκηση για τους Σπαρτιάτες ήταν και το κυνήγι, το οποίο πίστευαν ότι αποτελεί μια πολύ καλή σωματική άσκηση, δεδομένου ότι οι συνθήκες του μοιάζουν πάρα πολύ με τις στρατιωτικές. Μπορούσαν να δικαιολογήσουν μάλιστα και την απουσία κάποιου, ο οποίος έλειπε για κυνήγι, από το φυδίτιο, με την υποχρέωση όμως αυτός να στείλει ένα μέρος του θηράματος για τους συντρόφους του.
Μέσα στην ευρύτερη μέριμνα της σπαρτιατικής πολιτείας ήταν και ο καθορισμός των δημοσίων αξιωμάτων. Στα δημόσια αξιώματα λοιπόν εκλέγονταν Σπαρτιάτες οι οποίοι έφθαναν στην ανδρική ηλικία, και ανάλογα με την πρόοδο τους, την σωματική τους διάπλαση, αλλά και τη γενναιότητα τους, προωθούνταν στα κατάλληλα αξιώματα.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η πολιτεία ενδιαφερόταν για τους πολίτες της, σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, αντίθετα με άλλες ελληνικές πόλεις, στις οποίες οι πολίτες μετά την εφηβεία έφευγαν από την μέριμνα της πολιτείας, ενώ αυτή μπορούσε να τους επιστρατεύσει όποτε ήθελε.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Τα ενδύματα των Σπαρτιατών είχαν ερυθρό χρώμα, γιατί κατά τον Λυκούργο το χρώμα αυτό δημιουργεί αρνητική επίδραση στον αντίπαλο, αλλά και έχει την δυνατότητα να κρύβει την πληγή, σε περίπτωση που ο πολεμιστής τραυματιζόταν.
Οι Σπαρτιάτες συνήθιζαν ακόμα να έχουν μακριά μαλλιά όταν περνούσαν την εφηβική ηλικία. Υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες μετά την μάχη για την κατάληψη της Θυρέας με τους Αργείους, έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς των Σπαρτιατών, οι Σπαρτιάτες σταμάτησαν να αφήνουν πλέον μακριά μαλλιά, θέλοντας έτσι να διαφοροποιηθούν από τους Αργείους οι οποίοι έκαναν το ίδιο. Η άποψη του Λυκούργου σχετικά με την μακριά κόμη ήταν πως αυτή κάνει τον άνδρα να δείχνει ψηλότερος, πιο επιβλητικός και να προκαλεί περισσότερο φόβο στον εχθρό κατά την διάρκεια της μάχης.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών αποτελείτο από έναν χάλκινο η δερμάτινο θώρακα, από ασπίδα χάλκινη στρογγυλή η οποία είχε ξύλινη η δερμάτινη επένδυση. Η ασπίδα είχε την δυνατότητα να καλύψει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του σώματος του πολεμιστή (από τα γόνατα μέχρι και πάνω από τους ώμους), προστατεύοντας τον έτσι αρκετά, κατά την διάρκεια της μάχης.
Εσωτερικά στην ασπίδα έμπαιναν λεπτές ξύλινες σανίδες, ενώ το στεφάνι της ασπίδας ήταν ενισχυμένο με χαλκό σε όλο του το μήκος. Πάνω σε αυτό το στεφάνι στερεωνόταν και η μια λαβή από την οποία οι πολεμιστές κρατούσαν την ασπίδα. Η ασπίδα διέθετε επίσης και ιμάντες με τους οποίους ο πολεμιστής είχε την δυνατότητα να την αναρτήσει στην πλάτη του κατά την διάρκεια της πορείας. Στο εσωτερικό μέρος της ασπίδας και ακριβώς στο κέντρο της, βρισκόταν ο πόρπακας, η μεταλλική δηλαδή λαβή μέσα στην οποία περνούσε το αριστερό χέρι, ώστε να είναι δυνατή η συγκράτηση της ασπίδας από τον πολεμιστή. Το αριστερό χέρι λοιπόν περνούσε μέσα από τον πόρπακα και εφάρμοζε πάνω σε αυτόν, λίγο πριν τον αγκώνα, ενώ η αριστερή παλάμη του πολεμιστή συγκρατούσε την δεύτερη λαβή, η οποία βρισκόταν πάνω στο μεταλλικό στεφάνι της περιμέτρου της ασπίδας.
Ο πόρπακας ήταν έτσι σχεδιασμένος ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί από την ασπίδα, όταν ο πολεμιστής το επιθυμούσε. Αυτό ήταν ένα μέτρο ασφαλείας από πλευράς των Σπαρτιατών, ώστε σε ενδεχόμενη εξέγερση των ειλώτων, να μην είναι δυνατή η χρήση των ασπίδων, σε περίπτωση που αυτές θα έπεφταν στα χέρια τους.
Το δόρυ που χρησιμοποιούσε ο Σπαρτιατικός στρατός είχε μήκος 2,5 – 3 μέτρα ενώ το ξίφος που χρησιμοποιούσε ονομαζόταν ξυήλη. Το κράνος ήταν συνήθως χάλκινο ενώ το λοφίο του ήταν διακοσμημένο με διάφορα χρώματα. Μία αξιοσημείωτη διαφορά στα κράνη των Σπαρτιατών αξιωματικών, είναι ότι το λοφίο βρισκόταν σε πλάγια θέση πάνω στο κράνος, κάτι που δεν ίσχυε σε άλλους στρατούς της εποχής εκείνης.
Εκτός από το κράνος Κορινθιακού τύπου, υπήρχε και το ανοιχτό πιλόσχημο κράνος, το οποίο αποτελούσε μια παραλλαγή του μάλλινου καπέλου. Το χαρακτηριστικό αυτού του κράνους ήταν ότι στο πίσω μέρος του, υπήρχε γείσο το οποίο εκτεινόταν προς τα κάτω, φτάνοντας λίγο πιο πάνω από τον αυχένα.
Οι Σπαρτιάτες στις ασκήσεις αλλά και στο κυνήγι φορούσαν υποδήματα. Στις μάχες όμως δεν συνήθιζαν να φορούν για να έχουν καλύτερο και σταθερότερο πάτημα, αφού στις συμπλοκές σώμα με σώμα, και όταν οι δύο αντίπαλοι στρατοί προσπαθούν να σπρώξουν ο ένας τον άλλο ώστε να διασπάσουν την αμυντική διάταξη του αντιπάλου, χρειάζεται να πατούν γερά, πράγμα που επιτυγχάνεται καλύτερα χωρίς υποδήματα.
Όπως είναι γνωστό η σκληραγωγία, η αυστηρότητα αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τρόπου ζωής των Σπαρτιατών. Αυτό φαινόταν και από την ενδυμασία τους, η οποία ήταν και αυτή λιτή, δεδομένου ότι τον χειμώνα φορούσαν εξωτερικά μόνο έναν ερυθρό μάλλινο χιτώνα που ονομαζόταν τρίβωνας. Μέσα από τον χιτώνα αυτό φορούσαν την εξωμίδα η οποία ήταν και αυτή σε ερυθρό χρώμα, και ονομαζόταν έτσι γιατί άφηνε τον δεξιό ώμο αλλά και τον βραχίονα ελεύθερο, ώστε να μην εμποδίζει τον πολεμιστή στην ώρα της μάχης.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Η στρατιωτική δομή της Σπαρτιατικής πολιτείας ήταν ιεραρχική, και στηριζόταν πάνω σε γερά θεμέλια, δεδομένου ότι η πειθαρχία, η υπακοή στους ανωτέρους αλλά και η συνεχής εκπαίδευση ήταν τα βασικότερα χαρακτηριστικά του δυνατότερου στρατού της Ελλάδας.
Ο βασιλιάς ήταν και ο αρχηγός του στρατεύματος, και μετά ακολουθούσαν οι κατώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί. Η Σπάρτη όπως είναι γνωστό, είχε δυο βασιλείς, έναν από το γένος των Αιγιαδών και έναν από το γένος των Ευρυπωντιδών. Σε εμπόλεμη κατάσταση, ο ένας βασιλιάς οδηγούσε τον στρατό στην μάχη, έχοντας και την αρχηγία του στρατεύματος, ενώ ο άλλος παρέμενε στην Σπάρτη ώστε αυτή να μην μείνει ακυβέρνητη.
Το δεύτερο σε ιεραρχία αξίωμα μετά του βασιλιά στον Σπαρτιατικό στρατό, ήταν αυτό του Πολέμαρχου. Ο σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε έξι μόρες και οι Πολέμαρχοι ήταν οι αρχηγοί των έξι αυτών στρατιωτικών τμημάτων. Το τρίτο ιεραρχικά αξίωμα ήταν αυτό των τεσσάρων λοχαγών, οι οποίοι διοικούσαν ουσιαστικά τους τέσσερις λόχους της κάθε μόρας.
Κάθε μόρα διαιρείτο σε οκτώ τμήματα που ονομάζονταν πεντυκοστύες. Διοικητές αυτών των οκτώ τμημάτων, ήταν οι πεντηκόνταρχοι οι οποίοι αποτελούσαν και τον τέταρτο βαθμό στην στρατιωτική ιεραρχία του σπαρτιατικού στρατού. Ο τελευταίος βαθμός της στρατιωτικής ιεραρχίας ήταν αυτός των ενωμοταρχών, οι οποίοι ήταν οι αρχηγοί κάθε ενωμοτίας.
Εκτός από τα παραπάνω στρατιωτικά αξιώματα, που αφορούσαν τα πεζοπόρα τμήματα του στρατού, υπήρχε και το σπαρτιατικό ιππικό το οποίο διοικήτο από τους Ιππαρμοστές, τους διοικητές δηλαδή των έξι ιππικών ταγμάτων.
Η φρουρά του Βασιλέως που αποτελείτο από τριακόσιους ιππείς, διοικήτο από τους τρεις Ιππαγρέτες, οι οποίοι ήταν και αυτοί αξιωματικοί του σπαρτιατικού στρατού.
Τέλος υπήρχε και το στρατιωτικό αξίωμα των ξεναγών, το οποίο κατείχαν σπαρτιάτες αξιωματικοί, οι οποίοι ήταν εξουσιοδοτημένοι από την σπαρτιατική πολιτεία να διοικούν τον στρατό συμμαχικών προς την Σπάρτη πόλεων.