Αθηναικη Δημοκρατια.
1Μια πρακτική λύση διακυβέρνησης
Φαίδων Μαλιγκούδης
Αναφερόμενος, γύρω στα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα, στα ήθη και στα έθιμα ενός λαού που μόλις είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, γράφει ο Προκόπιος: «Τα έθνη αυτά, οι Σλάβοι και οι Αντες, δεν κυβερνώνται από έναν και μόνον άνδρα, αλλά από παλιά διαβιούν υπό το καθεστώς της δημοκρατίας» («…εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι»). Για έναν πεπεισμένο εκπρόσωπο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, όπως ο Προκόπιος, ο όρος «δημοκρατία» έχει αναμφίβολα ένα αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στο έργο του ιστορικού αυτού της εποχής του Ιουστινιανού, που έζησε από κοντά τη στάση των δήμων, που συγκλόνισε τη βασιλεύουσα τον Ιανουάριο του 532 («Στάσις του Νίκα») ο όρος «δημοκρατία» χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει το πολιτειακό καθεστώς της «βαρβαρικής» κοινωνίας από εκείνο της αυτοκρατορίας: στην κοινωνία εκείνη «κρατούν» οι «δήμοι», οι φατρίες και οι φυλές και όχι ο βασιλεύς – αυτοκράτωρ.
Χίλια χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και τη γέννηση του πολιτειακού όρου, ο όρος «δημοκρατία» θα διατηρήσει, στη χρήση του αττικίζοντος γλωσσικού του απογόνου Προκόπιου, την αρχική αμφισημία του. Για τον Προκόπιο, όπως και για τους φιλοσόφους της κλασικής περιόδου, το δίλημμα παραμένει το ίδιο: είναι δίκαιο να έχει η πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη του δήμου, ο χύδην όχλος, το δικαίωμα να ανατρέπει δια της ψηφοφορίας τις αποφάσεις των εκλεκτών του πνεύματος ή των οικονομικά ισχυρότερων συμπολιτών; Ιχνηλατώντας τις απαρχές του όρου θα διαπιστώσει κάποιος ότι η μορφή αυτή διακυβέρνησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβίωση πολλών ατόμων σε έναν αστικό οικισμό, στην πόλη. «Δήμος» σημαίνει αρχικά την οικο δομημένη περιοχή, την πόλη. Η σημασιολογική διεύρυνση ως πολιτειακού όρου είναι η δευτερεύουσα.
Ως μορφή διακυβέρνησης αποτελεί η δημοκρατία μια πρακτική λύση, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αττικού άστεως της εποχής του Κλεισθένη. Δεδομένο, το οποίο θα σημαδέψει τον όρο σημασιολογικά σε όλη τη διαχρονική πορεία του: οι κανόνες συμβίωσης πολλών ατόμων σε ένα αστικό κέντρο και, κυρίως, οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που συνεπάγονται αυτοί, δεν θα βρουν πάντοτε ένθερμους υποστηρικτές. Για τον Λένιν, για παράδειγμα, οι κανόνες συμβίωσης στο άστυ, η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα φαινόμενο αρνητικό: «Η Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο που αναγνωρίζει την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, την επιβολή, δηλαδή, συστηματικής χρήσης βίας από τη μια κοινωνική τάξη εις βάρος μιας άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού εις βάρος ενός άλλου» (Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», 1919, κεφ. 4).
Μια διέξοδο από το δίλημμα προσφέρουν ίσως οι σκέψεις που διατύπωσε σε έναν λόγο του, στις 11/11/1947, ένας άνθρωπος της πολιτικής πράξης, ο Γ. Τσόρτσιλ: «Κανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η Δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Αντίθετα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης – αν εξαιρεθούν βέβαια όλες οι άλλες μορφές που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν».
* * *
Στην Αθήνα, μετά την τυραννία των Πεισιστρατιδών, εμφανίζεται ο Κλεισθένης, ο άνθρωπος που θέσπισε την άμεση δημοκρατία, δίδοντας σε όλους τους πολίτες ίσα πολιτικά δικαιώματα: ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία, επειδή το ίσον το θεωρούσαν τότε Δίκαιον και σωστικόν ομονοίας.
Το «Δίκαιον» παράγεται από το «δίχα» – ετυμολογεί ο Αριστοτέλης – και σημαίνει το μισό-μισό: το να υπάρχουν ίσες μερίδες για όλους.
Τι κάνουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες; θέτουν την έδρα του δικαστή, το βήμα της αγόρευσης και το έπαθλο του αγώνα στο μέσον ενός κύκλου ίσων, όμοιων πολιτών. Την ίση απόσταση του καθενός από το μέσον, την ακτίνα του κύκλου, την ονομάζουν Μέτρον, για να μετριάζουν με αυτό τη ματαιοδοξία, την υπερβολή, την ύβρι καθενός από τους όμοιους και για να τα βρίσκουν μεταξύ τους με Μέτρο τον άνθρωπο. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, έλεγαν.
Η τεχνική του Κλεισθένη στηρίζεται στο δεκαδικό σύστημα. Διαιρεί την Αττική σε περισσότερους από 170 δήμους, ίσους ως προς τον αριθμό των πολιτών και απ’ αυτούς τους δήμους, που λειτουργούσαν ως μικρές τοπικές δημοκρατίες, φτιάχνει τις δέκα φυλές, που πριν τη μεταρρύθμιση ήταν τέσσερις.
Αυτές οι δέκα νέες φυλές κατανέμονται σε ισάριθμα τεχνητά «πολιτειακά» διαμερίσματα που δεν έχουν κοινά γεωγραφικά σύνορα. Το έδαφος τους δεν είναι συνεχόμενο. Το 1/3 του χώρου και των κατοίκων κάθε φυλής θα ανήκει στο άστυ, το 1/3 στη μεσογαία, το 1/3 στην παραλία. Έτσι η νέα φυλή Ακαμαντίς λ.χ. θα περιλαμβάνει το 1/3 ή την τριττύα των κατοίκων του Κεραμεικού (άστυ), την τριττύα του Θορικού (Λαύρτο) κατ την τριττύα του Σφηττού (μεσογαία). Ή η νέα Πανδιονίς φυλή θα περιλαμβάνει τις τριττύες. Κυδαθηναίων (άστυ), Παιανίας (μεσογαία), Μυρινούντος (παραλία) κ.O.K.
Γιατί αυτή η αναστάτωση; Γτα να κάθονται στον ίδιο κυβερνητικό χώρο (στη θόλο λ.χ.) οι πενήντα πρυτάνεις της ιδίας φυλής, δηλαδή οι 16-17 βουλευτές εκλεγμένοι με τον κλήρο από το άστυ με τους ισάριθμούς τους από την παραλία και από τη μεσογαία.
Αυτοί, λοιπόν, το όλον πενήντα, κατά το 1/3 πάμπλουτοι τραπεζίτες, εφοπλιστές, Βιοτέχνες του άστεως, κατά το 1/3 γεωργοκτηνοτρόφοι της μεσογαίας, κατά το 1/3 ναύτες και αλιείς της παραλίας, εγκαθίστανται κάθε αττικό μήνα διαδοχικά στο «προεδρικό μέγαρο», στη θόλο αποτελούν το συλλογικό «Προεδρείο της Βουλής», και εκλέγουν μεταξύ τους, με τα κουκιά τον ημερήσιο «Πρόεδρο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας». Οι πενήντα πρυτάνεις – Βουλευτές επί δέκα, όσες οι νέες φυλές, απαρτίζουν τη Βουλή των Πεντακοσίων, που επί Σόλωνα είχε τετρακόσια μέλη. Εκτός από τη Βουλή, κάθε πολιτειακό όργανο είναι δεκαμελές. Οι Στρατηγοί λ.χ., που ο επικρατέστερος απ’ αυτούς είναι ο «πρωθυπουργός». Ακόμα οι άρχοντες και οι υπόλοιποι: Ταμίες, Αστυνόμοι, Αγορανόμοι κ.ο.κ. Και 10 επί 600 ίσον 6.000 θα είναι οι Ηλιαστές, μοιρασμένοι σε δέκα δικαστήρια των 500 μελών με 1.000 αναπληρωτές.
Νίκος Βαρδιάμπασης
ΑΜΕΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΙΣΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Μιχαήλ Σακελλαρίου
Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε το 508 π.Χ. μέσα στο πλαίσιο πολιτειακής μεταρρύθμισης που πρότεινε ο Κλεισθένης. Μία από τις διατάξεις της έδωσε στο «Δήμο» (συνέλευση των πολιτών), στον οποίο μετείχαν και οι άποροι, το δικαίωμα να αποφασίζει κυριαρχικά και τελεσίδικα περί όλων των δημοσίων υποθέσεων. Με αυτή τη διάταξη θεσπίστηκε η λαϊκή κυριαρχία, που είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Συγχρόνως έγιναν δεκτοί στο σώμα των πολιτών απόγονοι παλαιών μεταναστών που ζούσαν στην Αττική από πολλές γενεές και πάρθηκαν μέτρα ώστε να μην υπάρχουν πια ενδείξεις διακρίσεων μεταξύ ευγενών και μη ευγενών και μεταξύ παλαιών και νέων Αθηναίων. Οι άποροι πολίτες απέκτησαν επίσης δικαίωμα να αναδεικνύονται μέλη της «Βουλής», η οποία είχε έργο την επεξεργασία των νομοσχεδίων που ενέκρινε ο «Δήμος». Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικές ανισότητες μεταξύ των πολιτών, καθώς μόνον οι ευγενείς και πλούσιοι «πεντακοσιομέδιμνοι» μπορούσαν να αναδεικνύονται «άρχοντες».
Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης σταδιακά απαλείφθηκαν. Οι «ιππείς» ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν τα αξιώματα των «αρχόντων»
Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης απορρο φήθηκαν στη συνέχεια με διαδοχικές αποφάσεις του «Δήμου». Τα αξιώματα των «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και μερικών άλλων «αρχόντων» με οικονομικές αρμοδιότητες, έγιναν Βαθμιαία προ σιτά στους «τριακοσιομεδίμνους» ή «ιππείς» (487 π.Χ.), στους «Ζευγίτες» (458 π.Χ.) και, τέλος, στους «θήτες» (μετά το 450 π.Χ.). Με άλλες αποφάσεις ίου «Δήμου» η ανάδειξη «βουλευτών» και «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και λίγων άλλων, έπαψε να γίνεται με εκλογές: αφού δοκιμάστηκαν διάφορα μικτά συστήματα κληρώσεων και εκλογών, τελικά επικράτησε η καθαρή κλήρωση.
Παράλληλα καθιερώθηκαν «μισθοί», δηλαδή η μερήσιες αποζημιώσεις ίσες με ημερομίσθιο ανει δίκευτου εργάτη, για τους πολίτες που ασκούσαν κα θήκοντα «βουλευτή» ή «άρχοντα», καθώς και για τους πολίτες που κληρώνονταν μέλη λαϊκών δικα στηρίων. Οι «μισθοί» ενθάρρυναν τους άπορους πο λίτες να μην αυτοαποκλείονται από τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Το 462 π.Χ. οι ριζοσπαστικοί δημοκρατικοί αφαί ρεσαν από τον «Άρειο Πάγο», σώμα που είχε ακόμη τη δυνατότητα, χάρη στο κύρος του, να αντιδρά στις μεταρρυθμίσεις, όλες τις αρμοδιότητες που είχαν πολιτικό βάρος και τις μετέφεραν άλλες στο «Δή μο», άλλες στη «Βουλή», άλλες στα λαϊκά δικα στήρια. Τα λαϊκά δικαστήρια διαδέχθηκαν την «Ηλιαία» που είχε ιδρύσει ο Σόλων. Η σολώνεια «Ηλιαία» ήταν ουσιαστικά ο «Δήμος» που συνερ χόταν, με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών, για να εκδικάσει εφέσεις πολιτών εναντίον δικαστικών αποφάσεων «αρχόντων». Η νέα «Ηλιαία» αποτελεί ται από 6.000 Αθηναίους άνω των 30 ετών, που έχουν ληφθεί με κλήρο κατ έχουν δώσει όρκο ως προς την τήρηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων τους. Από αυτούς λαμβάνονται τα μέλη των λαϊκών δι καστηρίων, που λέγονται απλώς «Δικαστήρια».
Σε όσους κατείχαν αξιώματα δίνονταν «μισθοί». Έτσι μπορούσαν και οι άποροι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά
Οι μετακλεισθένειες εξελίξεις, πολύ σημαντικές για την εμπέδωση και εμβάθυνση της δημοκρα τίας, περατώθηκαν λοιπόν λίγο μετά το 450 π.Χ. Από τότε και έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες, οι αρετές κατ οι αδυναμίες του ριζοσπαστικού δη μοκρατικού πολιτεύματος. Ο ριζοσπαστικός δημο κρατικός ηγέτης Περικλής κατορθώνει να επιβάλλεται στο λαό. Μετά το θάνατο του, και ενώ η Αθή να έχει εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα λαϊκά στρώματα άγονται κατ φέρονται από δημαγω γούς που τα ωθούν να πιστεύουν ότι, αφού ο «Δή μος» δικαιούται να αποφασίζει κυριαρχικά περί πά ντων, μπορεί κατ να παραβιάζει τους νόμους. Παρά ταύτα, συνειδητοποιούνται τα προβλήματα που προ κύπτουν από νόμους με αντίθετες διατάξεις και λαμβάνεται ένα θεραπευτικό μέτρο, η «γραφή πα ρανόμων», δηλαδή μία αγωγή ακυρώσεως νέου νό μου που συγκρούεται με παλαιό. Γρήγορα όμως α νακαλύπτεται ότι αυτό το μέτρο εμποδίζει και χρή σιμες νομοθετικές βελτιώσεις.
Ηττημένη του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθή να υποχρεώθηκε από τους νικητές της να δεχθεί έ να τυραννικό καθεστώς, που δεν μπόρεσε να ριζώσει (404-403 π.Χ.). Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε μέσα σε οικονομικές δυσχέρειες, αλλά με ένα νέο δυναμισμό. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αναδύθηκαν με αυτοπεποίθηση και αρκετή ευρετικότητα, ενώ οι αντιδημοκρατικές δεν σήκωσαν πια κεφάλι.
Υπέρ της δημοκρατίας ήταν μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες.
Εναντίον, αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γαιών και δούλων
Μεταξύ των πρώτων νομοθετημάτων της νέας επο χής ήταν η ημερήσια αποζημίωση για τους πολίτες που θα μετείχαν σε «εκκλησία του Δήμου», μία βελτιωμένη μέθοδος διαχείρισης ίων δημοσίων εσόδων και εσόδων και η διαδικασία τακτικής ετήσιας ανα θεώρησης του σώματος των νόμων. Το πρώτο μέτρο απέβλεπε στο να προσελκύονται στις «εκκλησίες του Δήμου» ακόμη περισσότεροι φτωχοί πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερά η πλειοψηφία ίων α κράδαντα ακραίων δημοκρατικών πολιτών. Με το δεύτερο μέτρο ο «Δήμος» παραιτήθηκε από το δι καίωμα που είχε επιφυλάξει στον εαυτό ίου να αποφασίζει ο ίδιος για κάθε δαπάνη και επέτρεψε στους «άρχοντες» με οικονομικές αρμοδιότητες να καταρτίζουν και να εκτελούν ειδικούς προϋπολογισμούς. Το τρίτο μέτρο πέτυχε τη μη εφαρμογή της «γραφής πα ρανόμων» σε περιπτώσεις όπου αυτό το μέτρο ήταν χρήσιμο και, κατά συνέπεια, την κατάργηση νόμων απαρχαιωμένων ή επιβλαβών. Αργότερα καθιερώ θηκε και μία μέθοδος άμεσης αντικατάστασης ενός νομού με νέο. Επί πλέον τούτων, ο «Δήμος» επέβαλε στον εαυτό του αυστηρότερες προδιαγραφές ein Λήψη αποφάσεων του.
Η αθηναϊκή δημοκρατία αποδείχθηκε αρκετά δη μιουργική έως το τέλος της που επήλθε όχι από εσω τερικούς λόγους, αλλά από εξωτερικούς, το 322 π.Χ.
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες
Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε και λειτούρ γησε μέσα σε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες τελείως διαφορετικές α πό εκείνες που εξέθρεψαν τη νέα δημοκρατία.
Η οικονομία της αρχαιότητας ήταν προβιομηχα νική και δουλοκτητική. Ακόμη και η αθηναϊκή οι κονομία, που ήταν mo προχωρημένη από την οικονομία άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν βασικά α γροτική. Περισσότερα από τα δύο τρίτα του πληθυ σμοί; αποζούσαν από το μέρος του εθνικού πλούτου που παραγόταν στην ύπαιθρο.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που επέβαλαν, στή ριξαν και εξέλιξαν τη δημοκρατία, αποτε λούνταν από ιδιοκτήτες μικρών αγροτι κών κλήρων και από ακτήμονες, συγκε ντρωμένους στην Αθήνα και στον Πειραιά, που επιβίωναν είτε αυτοαπασχολούμενοι, ως μικρέμποροι και μικροεπαγγελματίες, είτε εκμισθώνο ντας την εργατική δύναμη τους. Μερικοί από τους μικρεμπόρους και τους μικροεπαγγελματίες μεγά λωσαν τις επιχειρήσεις τους, όχι όμως σημαντικά, τόσο μάλλον που ξεπεράστηκαν από μετοίκους. Πράγματι, οι ιδιοκτήτες των πιο μεγάλων βιοτεχνι κών επιχειρήσεων, με δεκάδες δούλους, ανήκαν σε μετοίκους. Οι πιο σημαντικοί τραπεζίτες ήσαν απε λεύθεροι δούλοι που εξομοιώνονταν με μετοίκους. Οι μέτοικοι όμως δεν μετείχαν στο δημόσιο Βίο, έτσι δεν επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις. Οι κοινωνι κές δυνάμεις που αντιστέκονταν στις δημοκρατικές προόδους ήσαν αριστοκράτες, ιδιοκτήτες γαιών και δούλων, τους οποίους ενοικίαζαν.
Το αθηναϊκό κράτος ήταν τύπου πόλεως, του mo διαδεδομένο«; και ίου mo εξελιγμένου στον ελλη νικό κόσμο. Τα κράτη ανιόν τον τύπου είχαν ως αν θρώπινη βάση τους μια κοινότητα με πολιτιστική συνοχή και ενδοστρέφεια. μικρό πληθυσμό και περιορισμένο έδαφος.
Το αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέ στερο ελληνικό (μαζί με το κράτος των Συρακουσών), έφθασε να έχει, το 431 π.Χ., το πολύ πολύ, 318.000 κα τοίκους (165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους. 120.000 δούλους). Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα είχε πληθυ σμό της τάξης των 250.000 (93.000 Αθηναίους, 20.000 μετοίκους). Οι Αθηναίοι πολίτες, δηλαδή οι ενήλι κοι άρρενες της πολιάδας κοινότητας, ήσαν περίπου 45.000 το 431 π.Χ., 31.000 το 322 π.Χ. Το μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος και οι μικρές αποστάσεις επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και να μείνει άμεση και όχι αντιπροσωπευτική.
Το αθηναϊκό κράτος αριθμούσε κατά τα μέσα του 5ου αιώνα 165.000 Αθηναίους, 33.000 μέτοικους και 120.000 δούλους.
Τα ποσοστά των οικονομικών τάξεων μέσα στο σύνολο των πολιτών υπολογίζονται ως εξής: Αυτοα πασχολούμενοι και ημερομίσθιοι: τον 5ο αιώνα 50-55%, τον 4ον αιώνα από 60 έως 70%. Μεσαία στρώ ματα: τον 5ο αιώνα 40-45%, τον 4ο αιώνα 24-26%. Ανώτερα στρώματα: 5%. Έτσι εξηγείται η επικράτη ση των ακραίων δημοκρατικών στις ψηφοφορίες και χειροτονίες στις «εκκλησίες του Δήμου» και στις ψηφοφορίες στα ηλιαστικά Δικαστήρια.
Οι φτωχότεροι Αθηναίοι τρέφονταν με χυλό (από κριθάρι ή στάρι), όσπρια, ελιές, κρεμμύδια, σκόρδα, χόρτα, ξερά σύκα, λίγες ζωικές πρωτεΐνες (αλλαντικά, ξερά ή παστά ψάρια, σπανίως κρέας και φρέσκα ψά ρια), λάδι, κρασί και ενδύονταν πενιχρά. Παρά ταύτα δεν αντιδρούσαν στη συμμετοχή μετοίκων και δούλων στην αγορά εργασίας. Άλλωστε οι ίδιοι άφηναν χώρο σ’ αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων, προτιμώντας να εισπράττουν τις αποζημιώσεις από ανάληψη κρατικών λειτουργημάτων και συμμετοχή στις «εκκλησίες του Δήμου», καθώς και να λαμβάνουν γεωργικούς κλή ρους σε εδάφη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Οι φτωχότεροι μεταξύ των Αθηναίων πολιτών ε πιδίωξαν και πέτυχαν την πολιτική εξίσωση τους, δεν απαίτησαν όμως και οικονομική ισότητα. Αντί γι’ αυτήν σταθερά προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν εισοδήματα από το κρατικό ταμείο κατ γεωργική α ποκατάσταση σε ξένα εδάφη. Για τούτο ψήφίζαν υ πέρ πολέμων για την επέκταση του ζωτικού χώρου της Αθήνας κατ υπέρ της οικονομικής εκμετάλλευ σης των συμμάχων.
Οι μέτοικοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία, ενώ ορισμένοι δούλοι να έχουν χρηματική περιουσία
Η κατάσταση των μέσων παραγωγής, που ίσχυε στον ελληνικό κόσμο κατά το κρίσιμο χρονικό διά στημα, σαφώς εμπόδισε την αθηναϊκή δημοκρατία να καταργήσει τη δουλεία. Πράγματι, με τις τότε τε χνολογικές συνθήκες, καμιά κοινωνία δεν μπορού σε να μη χρησιμοποιεί δούλους στην παραγωγική διαδικασία.
Αθηναϊκή και νεότερη δημοκρατία
Οι θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας εν μέρει μοιάζουν με τους θεσμούς της νεότερης δημοκρα τίας, εν μέρει διαφέρουν από αυτούς.
Κοινά γνωρίσματα της αθηναϊκής δημοκρατίας κατ των νεοτέρων δημοκρατιών είναι (1) η λαϊκή κυριαρχία, (2) η απόλυτη ισότητα των πολιτών. (3) η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.
Οι διαφορές τους προκύπτουν από το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία αλλού ήταν mo προωθη μένη από τη σημερινή και αλλού υστέρησε σε σύ γκριση με αυτή:
Η αθηναϊκή δημοκρατία εφάρμοσε τη λαϊκή κυ ριαρχία όχι δι’ αντιπροσώπων, αλλά άμεσα: ήταν όχι κυβέρνηση από το λαό για το λαό, αλλά κυβέρ νηση του λαού για το λαό. Το κράτος δεν διακρινόταν από τους πολίτες, αλλά ταυτιζόταν με αυτούς, καθώς αυτοί νομοθετούσαν, κυβερνούσαν και δίκαζαν. Οι πολίτες δεν ήσαν μόνον ίσοι, αλλά και εί χαν ίσες ευκαιρίες προκειμένου να ασκήσουν τα δι καιώματα τους. Έτσι συμμετείχαν στα κοινά ενεργώς και ήσαν πλήρως ενήμεροι για όλες τις δημόσιες υποθέσεις. Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονταν από τους ίδιους μέσα στο «Δήμο».
Αντίστροφα, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατάρ γησε τη δουλεία, δεν εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και υπήρξε πολύ φειδωλή στην παροχή πο λιτικών δικαιωμάτων σε μετοίκους. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη κατ τα εξής: 1) Μία από τις σπου δαίες νεότερες δημοκρατίες άργησε πολλές δεκαε τίες να καταργήσει τη δουλεία, οι πιο προχωρημέ νες νέες δημοκρατίες εξίσωσαν τις γυναίκες κατά τις δεκαετίες του μεσοπολέμου κατ μετά το Λεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ότι η πολιτογράφηση μεταναστών δεν γίνεται εύκολα ούτε και σήμερα. 2) Η α θηναϊκή δημοκρατία δέχθηκε στο έδαφος της πλήθη μετοίκων και τους έδωσε κάθε ελευθερία για να ασκούν τις δικές τους λατρείες και να τηρούν τα έθιμά τους μαζί με το δικαίωμα να ασκούν οποιαδή ποτε οικονομική δραστηριότητα και να πλουτούν, ε κτός του να αποκτούν ακίνητη περιουσία. Μέτοικοι έγιναν ισχυρότεροι από Αθηναίους σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς. Οι ημερομίσθιοι μέτοικοι α μείβονταν ίσα με τους Αθηναίους. Αναφορικά με τους δούλους, πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση των δούλων βελτιώθηκε στη δημοκρατική Αθήνα, εκτός εκείνων που εργάζονταν στα λατομεία και στα μεταλλεία. Δημιουργήθηκε κατηγορία δούλων που είχαν δικαίωμα να σχηματίσουν μικρή χρηματική περιουσία και να ντύνονται όπως οι ελεύθεροι. Ποινικοποιήθηκαν ως υβριστικές, ορισμένες σωματικές βλάβες δούλων από τους κυρίους τους.
Η ΔΟΜΗ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών δημιουργήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους. Η αρχαία δημοκρατία δεν χρειάστηκε να την εφεύρει, επειδή η συγκέντρωση όλων των εξουσιών σ’ ένα μόνο όργανο του κράτους, το «Δήμο», δεν καταπίεζε τον πολίτη, δεδομένου ότι οι πολίτες ήταν το κράτος, όταν ελάμβαναν πο λιτικές ή διοικητικές αποφάσεις σε μια «εκκλησία του Δήμου» ή δίκαζαν ως μέλη ενός ηλιαστικού δι καστηρίου.
Ο «Δήμος» ήταν ο Νομοθέτης, η Κυβέρνηση και το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι πολίτες τον αντιλαμβά νονταν ως μονάρχη.
Οι περισσότερες υποθέσεις δικάζονταν από ηλιαστικά δικαστήρια που αντιπροσώπευαν το «Δήμο».
Ένα αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών, η «Βουλή», που είχε 500 κληρωτά μέλη, βοηθούσε το «Δήμο». Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και είχε τον κύριο ρόλο στη διοίκηση του κράτους. Επό πτευε και συντόνιζε τους «άρχοντες», είχε όμως και μερικούς δικούς της τομείς δράσεως, ιδίως τον το μέα των ναυτικών εξοπλισμών.
Οι «άρχοντες» δεν ήρχαν. Ο «Δήμος» δεν είχε ε μπιστοσύνη στους πολίτες που καταλάμβαναν κά ποιο αξίωμα: τους έβλεπε ως δυνάμει τυράννους. Σοφίστηκε πλείστα όσα μέτρα για να τους κάνει α κίνδυνους. Αφαίρεσε εξουσίες από τους «άρχο ντες» που κληρονόμησε από το προηγούμενο πο λίτευμα: τον «Άρχοντα», τον «Πολέμαρχο», το «Βα σιλέα» και τους έξι «θεσμοθέτες». Αντικατέστησε την εκλογή ως μέσον αναδείξεως «αρχόντων» και «βουλευτών» με την κλήρωση. Ίδρυσε πλήθος νέ ων αρχών, με δεκάδες μέλη στις περισσότερες. Τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν στην Αθήνα 700 «άρχο ντες». Τα μέλη των πολυμελών αρχών ήσαν ισοδύ ναμα και συνυπεύθυνα. Κάθε αρχή είχε ένα ελάχι στο μέρος από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες και καμία πραγματική εξουσία. Οι «άρχοντες» ελέγχο νταν συνεχώς από το «Δήμο», τη «Βουλή» και τους πολίτες και λογοδοτούσαν στο τέλος της ετήσιας θη τείας τους. Ο έλεγχος του «Δήμου» και η καχυπο ψία των πολιτών βάραινε πιο πολύ επί των λίγων «αρχόντων» που δεν κληρώνονταν, αλλά εκλέγο νταν και επανεκλέγονταν χωρίς περιορισμό: των «Στρατηγών». Πολλοί «Στρατηγοί» δικάστηκαν από το «Δήμο» ή από ηλιαστικό δικαστήριο. Όχι λίγοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ή άλλες βαριές ποινές. Κεντρικό και μόνιμο όργανο του αριστοκρατικού πολιτεύματος, ο «Άρειος Πάγος», αποδυναμώθηκε πρώτα από τον Σόλωνα, το 593 π.Χ., επί δημοκρα τίας από τον Εφιάλτη και τον Περικλή, το 462 π.Χ., που του άφησαν μόνον την εκδίκαση των ανθρωπο κτονιών εκ προμελέτης, των εμπρησμών, δηλητη ριάσεων και πράξεων ασεβείας. Από τις τάξεις των Αρεοπαγιτών, που ήσαν όλοι όσοι είχαν διατελέσει «εννέα άρχοντες», λαμβάνονταν οι 51 «Εφέται» που εκδίκαζαν αθέλητες ανθρωποκτονίες πολιτών και όλες ας ανθρωποκτονίες μετοίκων, παρεπιδημούντων, δούλων.
Πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή δημοκρατία. Η νομοθεσία
Στη νομοθεσία ελάμβαναν μέρος: κάθε πολίτης, ο «Δήμος» και η «Βουλή». Κάθε πολίτης είχε δικαί ωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος», ο «Δήμος» παρέπεμπε το σχέδιο του «ψηφίσματος» στη «Βου λή», η «Βουλή» εξέταζε το σχέδιο από άποψη νο μιμότητας, το διατύπωνε νομοτεχνικά και το επέ στρεφε στο «Δήμο». Ο «Δήμος» αποφάσιζε με ψη φοφορία ή με χειροτονία. Τα «ψηφίσματα» ρύθμιζαν υποθέσεις άνισης σημασίας: πράγματι, ισοδυ ναμούν άλλα με δικές μας τροποποιήσεις Συντάγματος, άλλα με δικούς μας οργανικούς νόμους, άλ λα με δικούς μας κοινούς νόμους, άλλα με δικά μας διατάγματα, άλλα με δικές μας υπουργικές αποφά σεις. Η χρήση του όρου «ψήφισμα» για όλες τις α ποφάσεις του «Δήμου», ανεξαρτήτως σημασίας, προκαλούσε για αρκετό καιρό σύγχυση, έως ότου συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να διακριθούν μετα ξύ των «ψηφισμάτων» εκείνα που είχαν ευρύτερο και διαρκέστερο αντικείμενο. Αυτά ονομάστηκαν «νόμοι», όπως ονομάζονταν παλαιότερα οι νομοθε τικές ρυθμίσεις συντακτικού περιεχομένου του Δράκοντα, του Σόλωνα, του Κλεισθένη. Έπειτα κα θιερώθηκε ειδική αγωγή κυρώσεως «ψηφισμάτων» που έρχονταν σε σύγκρουση με «νόμους», η «γρα φή παρανόμων». Αυτή όμως η αγωγή δεν περιοριζόταν μόνον στην ακύρωση ενός «ψηφίσματος»: συ νεπαγόταν επίσης Βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που εισηγήθηκε το πάσχον «ψήφισμα», κα θώς και εναντίον του προέδρου της «εκκλησίας του Δήμου», αν άφησε να διαπραχθεί κάποια Οικονομι κή παρατυπία. Έτσι, έγινε επικίνδυνη ακόμη και μία πρόταση να αλλάξει ένας παλαιός «νόμος» που κρινόταν γενικά απαρχαιωμένος ή Βλαβερός.
Ο «Δήμος» δεν εμπιστευόταν τους πολίτες που έπαιρναν αξιώματα και σοφιζόταν διάφορα μέτρα για να τους κάνει ακίνδυνους
Για να αδρανοποιήσουν τη «γραφή παρανόμων» σε περιπτώσεις που εμπόδιζε την εκκαθάριση του σώματος των νόμων ή την κατάργηση άχρηστων ή Βλαβερών νόμων και εν γένει την εξέλιξη της νομοθεσίας, οι Αθηναίοι εφάρμοσαν τις ακόλουθες μεθόδους. Πρώτα, μεταξύ του 410 και του 403 π.Χ., ανέθεσαν σ’ επιτροπές πολιτών που κληρώθηκαν μεταξύ των «ηλιαστών» και στη «Βουλή» να εκκα θαρίσουν το σώμα των έως τότε ισχυόντων «νόμων» που προέρχονταν είτε από τον Δράκοντα, τον Σό λωνα και τον Κλεισθένη είτε από μετακλεισθένεια «ψηφίσματα». Στην αρχή του 4ου αιώνα καθιερώ θηκε μια διαδικασία τακτικής εκκαθαρίσεως «νό μων», που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, στην αρ χή του πολιτικού έτους. «Εκκλησία του Δήμου» με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών αποφαινόταν χωριστά για τον καθένα από τους υπό κρίση «νό μους», εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή να τροποποιη θεί. Στη συνέχεια, κάθε πολίτης που είχε σχετική γνώμη τη διατύπωνε γραπτά σε σανίδα που αναρτιόταν σε πολυσύχναστο μέρος της πόλεως. Το θέμα επαναφερόταν σ’ επόμενη «εκκλησία του Δήμου», για να αποφασίσει αυτή εάν θα το παρέπεμπε ή ό χι στην αναθεωρητική επιτροπή «Νομοθετών». Εάν αυτή η «εκκλησία του Δήμου» αποφάσιζε καταφα τικά, κληρώνονταν 501 ή 1.001 «Νομοθέται» μετα ξύ των «ηλιαστών». Οι «Νομοθέται» αποφάσιζαν, α φού ελάμβαναν υπόψη τις γραπτές προτάσεις που είχαν κάμει οι πολίτες υπέρ της διατηρήσεως ή υ πέρ της αναθεωρήσεως κάθε υπό κρίση «νόμου» και άκουγαν τους υπερασπιστές των κρινόμενων «νό μων» που είχε ορίσει η «Εκκλησία του Δήμου». Πε ρί τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκε ακόμη μία διαδικασία καταργήσεως ή αναθεωρήσεως ή α ντικαταστάσεως ενός συγκεκριμένου «νόμου» οπο τεδήποτε έκανε σχετική εισήγηση ένας πολίτης μιλώντας σ’ «εκκλησία του Δήμου». Αυτή, αν ενέκρι νε το νομοσχέδιο του πολίτη, το παρέπεμπε σε «Νο μοθέτες» που κληρώνονταν για τη συγκεκριμένη υ πόθεση. Εκείνοι, είτε ενέκριναν χωρίς τροπολογίες το νομοσχέδιο είτε το απέρριπταν.
Η διοίκηση
Στη διοίκηση εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βου λή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες». Η εκτελεστική εξουσία ανήκε oro «Δήμο», η «Βουλή» και οι «άρ χοντες» ήσαν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου», που ήταν και νομοθέτης και κυβερ νήτης. Από την αρχή της δημοκρατίας και για πο λύ καιρό, ο «Δήμος» εννοούσε να εκδίδει «ψηφί-ματα» για υποθέσεις εκτελεστικής και διοικητικής φύσεως, προκαλώντας προβλήματα, καθώς οι μεν δημοκρατικές εξελίξεις σε βάθος και σε πλάτος δι εύρυναν το πεδίον της διοικήσεως, αύξαναν και ενέτειναν τις διοικητικές λειτουργίες, οι δε «άρχο ντες» αποδυναμώνονταν. Βαθμιαία ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεως του σε διοικητικές πράξεις, διατήρησε όμως αμείωτη την τάση του να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρό τερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσε ων κατ των πολεμικών δαπανών και, ακόμη, να δι ευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η καχυποψία του «Δήμου» για τους «άρχοντες» τον εμπόδιζε να δημιουργήσει ιεραρχία μεταξύ των «Στρατηγών» και μεταξύ των οικονομικών «αρχόντων». Μόνο σε στιγμές οικονομικής δυσπραγίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά, το 354 π.Χ., οικονομική αρχή, μο νομελής, αιρετή και με τετραετή θητεία, η οποία συντόνισε με επιτυχία τις λοιπές οικονομικές αρ χές, κληρωτές, πολυμελείς και ετήσιες, και δημι ούργησε περισσεύματα. Παρά την επιτυχία της, αυ τή η αρχή καταργήθηκε μετά τη δεύτερη τετραετία της. Το 338 ή το 334 π.Χ., υπό το βάρος της ήττας στη Χαιρώνεια, οι Αθηναίοι προχώρησαν στην ί δρυση κεντρικής οικονομικής αρχής, που επίσης είχε επιτυχία.
Τα μέλη των αθηναϊκών δικαστηρίων δεν είχαν ειδική μόρφωση. Γνώριζαν, όμως, καλά τους νόμους, αφού αυτοί νομοθετούσαν.
Η δικαιοσύνη
Όργανα με αρμοδιότητες δικαστηρίων ήσαν ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, που ήταν απορ ροή και σύνοψη του «Δήμου», η «Βουλή», ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και μερικοί ετήσιοι κληρω τοί «άρχοντες», με πρώτους τους «Ένδεκα». Στην περίπτωση του «Δήμου» η δικαστική του εξουσία συνέπιπτε με τη νομοθετική του και την εκτελεστική του. Αλλά ο «Δήμος» πολύ σπάνια άσκησε τις δικαστικές δικαιοδοσίες του τον 5ον αιώνα και κα θόλου τον 4ο. Όλα τα άλλα δικαστήρια ήταν αυτό νομα και κυρίαρχα. Μάλιστα τα ηλιαστικά, ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και, εν μέρει, οι «Ένδεκα», εξέδιδαν μη εφέσιμες αποφάσεις. Το α ντίθετο ίσχυε για τις δικαστικές αποφάσεις της «Βουλής» και των δικαστηρίων των «αρχόντων». Ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, ο «Άρειος Πά γος», οι «Εφέται», οι «Ένδεκα» μπορούσαν να επι βάλουν ποινές θανάτου, δημεύσεως περιουσίας, ε ξορίας, στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ τα άλλα δικαστήρια, ακόμη και η «Βουλή» δεν μπο ρούσαν να επιβάλουν παρά χρηματικά πρόστιμα.
Κανένα μέλος κανενός αθηναϊκού δικαστηρίου δεν είχε ειδική μόρφωση. «Ηλιασταί», «Αρεοπαγίται», «Εφέται» ήσαν κοινοί πολίτες. Παρά ταύτα, γνώριζαν καλά τους νόμους, αφού οι ίδιοι τους νο μοθετούσαν στο «Δήμο» κατ τους εφάρμοζαν στα δικαστήρια. Από την άλλη μεριά όμως παρασύρο νταν από τις ατομικές πολιτικές τάσεις τους και τις ψυχολογικές παρορμήσεις.
Οι προδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες ή σαν απλές, αλλά και απλοϊκές, όταν θεωρούνται εκ των υστέρων, και μάλιστα από τη δική μας οπτική γωνία. Ωστόσο υπήρχαν νόμοι που καθιέρωναν όλες τις δικές μας αρχές περί δικαιωμάτων του κατηγο ρουμένου ή εναγομένου.
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ ΜΑΝΕΣΗ,
ακαδημαϊκού, ομ. καθη γητή Παν/μίων Αθηνών και θεσσαλονίκης
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Παν/μιο Αθηνών
Η Αθηναίων πολιτεία λειτουργούσε με θεσμούς άμεσης δη μοκρατίας.
Με την κλήρωση «από κυάμων», αντί της εκλο γής, στα περισσότερα αξιώματα και με το μισθό για την άσκηση των πολιτειακών λειτουργημάτων διασφάλιζαν την ισότητα: την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια πράγματα. Και η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση.
Έτσι, στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στην Ηλιαία και στα υπόλοιπα συλλογικά όργανα, οι Αθηναίοι πολίτες μετείχαν απ’ ευθείας, δηλαδή αυτοπροσώπως. Η δε συμμετοχή τους στα κοινά ή ταν συνεχής και καθημερινή. Στην αθηναϊκή δη μοκρατία ο θεσμός της αντιπροσώπευσης και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής ήταν άγνωστος.
Κατ’ εξαίρεση γινόταν με εκλογή η ανάδειξη σε αξιώματα που «εδέοντο εμπειρίας και τέχνης», ό πως στην περίπτωση των δέκα στρατηγών. Είναι, πά ντως, προφανές ότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρα τίας ήταν συνυφασμένοι με την «πόλη-κράτος», ενώ στα μεγάλα κράτη της εποχής μας ισχύει η έμμεση δημοκρατία της «Βουλής των αντιπροσώπων», όπου οι «αντιπρόσωποι» του λαού μπορούν να θέλουν ο τιδήποτε «εν ονόματι», «αντί» και «για λογαριασμό» των εκλογέων τους, χωρίς να λογοδοτούν απέναντι τους για γνώμη ή ψήφο, ως μονή δε «κύρωση» υ πάρχει το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής τους.
Οι «νομοθέτες» θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστούν με τη σημερινή
επιστημονική υπηρεσία της Βουλής
Η κυρίως νομοθετική διαδικασία
Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων α πό την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας.
Κατά την έναρξη του βουλευτικού έτους η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε για την ανάγκη ψήφισης νέων νόμων ή ψηφισμάτων («επιχειροτονία νόμων»).
Η απόφαση αυτή είχε χαρακτήρα ουσιαστικά κυ βερνητικό: προϋπέθετε την πολιτική επιλογή για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ο ο ποίος χωρίς τη θέσπιση συναφούς κανόνα δικαίου θα ήταν αδύνατον να πραγματωθεί.
Κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε, ασκώντας νο μοθετική πρωτοβουλία -που σήμερα, με το αντι προσωπευτικό σύστημα, ανήκει μόνο στη Βουλή και στην κυβέρνηση1- να υποβάλει γραπτώς πρότα ση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν για να καταστεί δημοσίως γνωστή. Επι πλέον η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί, προς μείζονα κατοχύρωση του δικαιώματος της πληρο φόρησης περί τα κοινά, και στο οίκημα του «επώ νυμου άρχοντα», ενός από τους εννέα άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση. Ο πολίτης που ασκούσε νομοθετική πρωτοβουλία αναλάμβανε κατ την ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης του, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο κείμενο του νό μου: «ειπόντος του τάδε». Αν η πρόταση νόμου α ποσκοπούσε όχι στη θέσπιση νέων αλλά στην τρο ποποίηση ισχυουσών ρυθμίσεων, ο εισηγούμενος την πρόταση έπρεπε να τη συνοδεύει και με τις τρο ποποιούμενες διατάσεις. Παρόμοια υποχρέωση ισχύει και στα σύγχρονα πολιτεύματα προς πληρέ στερη και ακριβέστερη ενημέρωση των μελών του νομοθετικού σώματος2.
Η Εκκλησία του Δήμου δεν επιτρεπόταν να νο μοθετήσει για οτιδήποτε «απροβούλευτον»3. Διαβίβαζε προηγουμένως την πρόταση νόμου στη Βουλή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει τη γνώμη της στην Εκκλησία του Δήμου. Η γνώμη αυτή της Βουλής, το «προβούλευμα», ήταν, με σύγχρονη ο ρολογία, μία απλή -όχι «σύμφωνη», δηλαδή δεσμευτική- γνώμη, που αποτελούσε όμως ουσιώδη τύπο της νομοθετικής διαδικασίας. Συνιστούσε εγ γύηση για την Εκκλησία του Δήμου ότι το Ζήτημα είχε ελεγχθεί σε πρώτη επεξεργασία. Η αποφασι στική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ανή κε πάντως στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δή μω δοκεί άριστον είναι». Παρόμοια διαδικασία μιας πρώτης επεξεργασίας των νομοσχεδίων ή προτάσε ων νόμων ισχύει και σήμερα: η Βουλή συζητεί επ’ αυτών μετά την επεξεργασία τους από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές («διαρκείς») επιτροπές4.
Της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετά σχει κάθε πολίτης. Στην πράξη πάντως η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολι τικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χει ρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προή δρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε ττς ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.
Μετά το 403-402 π.Χ. η διαδικασία για τη θέσπι ση νόμων από την Εκκλησία του Δήμου περιέλαβε και ένα ακόμη στάδιο επεξεργασίας των προτάσεων νόμου από ένα πολυμελές συμβούλιο «νομοθετών», δηλαδή δικαστών αναδεικνυόμενων με κλήρωση. Οι «νομοθέτες» αυτοί, λόγω της δικαστικής ιδιότη τας τους, είχαν καπότα εξοικείωση -όχι εξειδίκευ ση- με το δίκαιο (αφού ήσαν λαϊκοί, απλοί πολίτες, που αναδεικνύονταν στο δικαστικό αξίωμα είτε με κλήρωση είτε επειδή μετείχαν στο Ηλιαστικό Δικαστήριο βάσει της ιδιότητας τους ως Αθηναίων πο λιτών). Επιτελούσαν πάντως ένα έργο που θα μπο ρούσε, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστεί με το έργο που επιτελεί σήμερα η επιστημονική υπηρε σία της Βουλής στη χώρα μας5.
Η επεξεργασία των προτάσεων νόμου γινόταν πριν διαβιβαστεί n πρόταση από την Εκκλησία του Δήμου στη Βουλή. Ένα σημείο που πρέπει να τονι στεί εδώ και που καταδεικνύει το σεβασμό των Αθηναίων στους «πατρώους νόμους» είναι ότι οι «νομοθέτες», πριν εκφέρουν τη γνώμη τους ή τις παρατηρήσεις τους επί της προτάσεως νόμου, έπρε πε να ακούσουν μια επιτροπή πολιτών που ανα λάμβανε να υποστηρίζει τον παλαιό νόμο έναντι της νέας προτεινόμενης ρύθμισης.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»
Δύο «γραφές» – δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος: η «γραφή παρανόμων» και η «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι», που εκδικάζονταν από το δικα στήριο της Ηλιαίας.
Η «γραφή παρανόμων»8 ήταν μία δημοσίου δικαί ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νό μο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανό μων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος
Η αναστολή διαρκούσε, και στις δύο περιπτώσεις, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Αν η δικαστική α πόφαση επί της «γραφής παρανόμων» ήταν απαλ λακτική, η νομοθετική διαδικασία συνεχιζόταν ή ο ψηφισθείς νέος κανόνας δικαίου -νόμος ή ψήφισμα-ανακτούσε την ανασταλείσα ισχύ του.
Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»7 ήταν ε πίσης δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσε ως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο ρούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια φορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψη φίσματα. Οι ποινές επί καταδίκης ήσαν κατά πολύ βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων»: εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έ τους από την ψήφιση του νόμου.
Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, οι δύο «γραφές» είχαν και ακυρωτικό απο τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα.
Οι «γραφές» αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρι σθούν ως διφυή ένδικα βοηθήματα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα.
Εκτός από τις ήδη αναφερθείσες «γραφές» υπήρ χε και η ενώπιον του Ηλιαστικού Δικαστηρίου α σκούμενη «γραφή» και κατά του Επιστάτη των Πρυ τάνεων («επιστατική γραφή»).
Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πτο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι απο φάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο κατ επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέ λη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψηφί-σετ το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οτ ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.
Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» κατ «νό μον μη επιτήδειον θείναι» δεν ήσαν μόνο κατα σταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρή σεως των πολιτικών κατ δικαιικών θεσμών της α θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτή ρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπει λούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτι κά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Οστρακισμός
Προληπτική και κατασταλτική εγγύηση για τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν και ο θεσμός του οστρακισμού. Βάσει αυτού η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να εξορίζει επί ορισμένο χρό νο αυτούς που θεωρούσε επικίνδυνους για το πολί τευμα κατ την ασφάλεια της πόλεως, επειδή είχαν α ποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο. Ο οστρακισμός είχε ως δικαιολογητική Βάση την α ποφυγή αποκτήσεως πολιτικής ισχύος. «Ο γαρ οστρακισμός την αυτήν έχει δύναμιν τρόπον τινά, τω κολούειν τους υπερέχοντας»3. Οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα ε κείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβα ρότητας του Ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ η – κατ’ άλλην εκδοχή – η α πόλυτη πλειοψηφία έτη παρόντων τουλάχιστον έξι χιλιάδων10.
Το δικαίωμα και καθήκον αντιστάσεως κατά της καταλύσεως της δημοκρατίας
Σημαντικός θεσμός για την προστασία του δημο κρατικού πολιτεύματος υπήρξε και η μέριμνα για την αποτροπή καταλύσεως της δημοκρατίας. Σύμφωνα με το «Ψήφισμα του Δημοφάντου» (410 Π.Χ.): «Ἐάν τις δημοκρατίαν καταλύῃ τήν Ἀθήνησιν ἤ ἀρ χήν τίνα ἄρχῃ καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας, πο λέμιος ἔστω τῶν Ἀθηναίων καί νηποινί τεθνάτω καί τά χρήματα αὐτοῦ δημόσια ἔστω καί τοῦ θεοῦ τό ἐπιδέκατον, ὁ δέ ἀποκτείνας τόν ταῦτα ποιήσαντα καί ὁ συμβουλεύσας ὅσιος ἔστω καί εὐαγής…»11. Ο νό μος αυτός, πρόδρομος των συγχρόνων προστατευτικών του πολιτεύματος ποιντκών διατάξεων που τιμωρούν την «εσχάτη προδοσία», καθιερώνει το δι καίωμα αντιστάσεως, το οποίο, συνδυαζόμενο με το θαυμασμό κατ σεβασμό προς τους τυραννοκτόνους – περίπτωση Αρμοδίου και Αρκπογείτονος – αποδεικνύει πόσο περί πολλού είχαν οι Αθηναίοι το πο λίτευμα τους και τους δημοκρατικούς θεσμούς που αποτέλεσαν τη βάση της μεγαλειώδους δημιουργίας τους στον πολιτικό, το φιλοσοφικό, τον καλλιτεχνικό και τον πολιτισμικό εν γένει τομέα.
Το πολίτευμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, παρά τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του και όσα αρνητικά στοιχεία εμφάνισε στη λειτουργία του ή στις σχέσεις του και στην εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων προς άλλες πόλεις-κράτη (π.χ. έναντι των Δηλίων), υπήρξε αναμφισβήτητα μια πρωτοποριακή ιστορική κατάκτηση της ελληνικής αρχαιότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλ. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία ίων Αθηναίων Αθήνα, 1995.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. άρθρο 73 παρ. 1 Συντ.
2 Βλ. άρθρο 74 παρ. 4 Συν. και άρθρο 85 παρ. 3 και 4 του Κανονισμού της Βουλής.
3. Αριστοτέλους, Αθ. Πολ. XLV, 5.
4. Βλ. άρθρο 74 παρ. 2 Συντ. κατ άρθρο 89 του Κανονισμού της Βουλής.
5. Βλ. άρθρο 74 παρ. 1 Συντ. και άρθρο 160 επ. του Κανονισμού της Βουλής.
6. Glotz, 190 en., Mac Dowell, 80 επ., Walker, 100 επ., Stockton, 79 επ.
7. Glotz, 191, Biscardi, 121, οημ, 68.
8. Βλ. Glotz, 184 επ., Forrest, 201 επ.
9 . Αρτοτοτέλους, Πολ. 1284 α 17 επ., 20, 42.
10. Βλ. Glotz, 184 επ.
11. Βλ. Βελισσαροπούλου, 65 επ., όπου ολόκληρο το κείμενο του νόμου, καθώς και σ. 67 επ., όπου ο ιδίου περιεχομένου νόμος του Εύκρατους (336 π.Χ.) και ο νόμος Ιλίου κατά των τυράννων, ολιγαρχίας κατ δήμου καταλύοεως (3ος αιώνας π.Χ.) ·
ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.