Κοινωνία και πολιτισμός στην Ελλάδα από τον 7ο ως τον 5ο αιώνα π.x
M. Vegetti
Γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ., ο μυκηναϊκός πολιτισμός κατέρρευσε. Ο πολιτισμός αυτός αναπαρήγαγε στην Ελλάδα μία κοινωνική οργάνωση που είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των ανατολικών κοινωνιών της εποχής εκείνης. Η εσωτερική του ισορροπία διαταράχθηκε σοβαρά εξαιτίας μιας σειράς επιδρομών ξένων λαών, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτή των Δωριέων. Από τις κυριότερες συνέπειες αυτών των επιδρομών ήταν η μετανάστευση μίας φυλετικής ομάδας από την αρχική της κοιτίδα, προς τις ακτές της Μικράς Ασίας∙ η ομάδα αυτή πήρε αργότερα το όνομα «Ίωνες». Ως το τέλος του 8ου αιώνα, καμία ενιαία κοινωνική οργάνωση δεν διαδέχθηκε τον κατεστραμμένο μυκηναϊκό πολιτισμό, από τον οποίο δεν σώζονταν πλέον παρά ελάχιστα στοιχεία: απομονωμένα χωριά που ήσαν συγκεντρωμένα γύρω από το παλάτι του τοπικού άρχοντα (βασιλεύς) και το ναό, ο οποίος συχνά τελούσε και αυτός υπό τη διοίκηση της οικογένειας του άρχοντα. Οι επήλυδες Ίωνες αρχικά αναπαρήγαγαν τις ίδιες μορφές οργάνωσης που βρήκαν στον τόπο στον οποίο εγκαταστάθηκαν. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, η Ελλάδα φαίνεται πως διαδραμάτιζε στο μεσογειακό κόσμο έναν ρόλο αποκλειστικά περιφερειακό. Ωστόσο, μεταξύ του 8ου και του 1ου αιώνα π.Χ., μία σειρά από οικονομικές και τεχνολογικές καινοτομίες, οι οποίες άρχισαν να εισάγονται από την Ανατολή, κυρίως διαμέσου της Ιωνίας, προκάλεσαν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Πρώτα απ’ όλα, σημειώνονται αλλαγές στην τεχνολογία εξόρυξης και επεξεργασίας του σιδήρου, ο οποίος σταδιακά αντικαθιστά τον ορείχαλκο που χρησιμοποιούσαν ως τότε τόσο ο μυκηναϊκός όσο και οι ανατολικοί πολιτισμοί. Ο σίδηρος παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα: δεν ήταν κράμα και, επομένως, η επεξεργασία του ήταν πιo απλή∙ τα κοιτάσματά του ήσαν περισσότερο εξαπλωμένα γεωγραφικά και, συνεπώς, οι κατασκευαστές έπαψαν να εξαρτώνται από εκείνους που ήλεγχαν το εμπόριο του χαλκού και του κασσίτερου∙ τέλος τα χρηστικά αντικείμενα που κατασκευάζονταν από σίδηρο αποδεικνύονταν ανθεκτικότερα αλλά και πιo οικονομικά σχέση με τα ορειχάλκινα. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα έδιναν ακόμα και σε κοινότητες που δεν ήσαν ενσωματωμένες στα μεγάλα πολιτικά μορφώματα της εποχής, π.χ. στις ανατολικές αυτοκρατορίες, τη δυνατότητα καλύπτουν με δικά τους μέσα τις ανάγκες τους σε γεωργικά εργαλεία και όπλα. Στα χωριά και τις διαρκώς πολλαπλασιαζόμενες πόλεις άνοιγαν με ταχείς ρυθμούς μεταλλουργικά εργαστήρια. απόηχους όλης αυτής της δραστηριότητας συναντούμε ήδη στο έργο του Ησίοδου, κατά τα τέλη του 8ου αιώνα.
Μία δεύτερη θεμελιώδης καινοτομία υπήρξε η κοπή μεταλλικού νομίσματος (χρυσού και αργυρού), γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών. Οι πρώτες πόλεις που ευεργετήθηκαν από την καινοτομία αυτή ήσαν οι ιωνικές, καθότι βρίσκονταν ακριβώς στο σταυροδρόμι των μεγάλων εμπορικών δρόμων που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση και διέθεταν όλες τους, λόγω της παράκτιας θέσης τους, σημαντικά λιμάνια στο Αιγαίο. Η ανάπτυξη της νομισματικής οικονομίας επρόκειτο να επιφέρει σύντομα βαθιές κοινωνικές μεταβολές. Αφενός, αποδυνάμωσε τους μεσαίους και μικρούς καλλιεργητές, οι οποίοι ως τότε συνήθιζαν να προμηθεύονται τα απαραίτητα από τις τοπικές αγορές μέσω ανταλλαγής προϊόντων∙ αφετέρου, συνέβαλε στη διαμόρφωση τάξεων σχετικά ανεξάρτητων από τη γη: των εμπόρων, των αργυραμοιβών, των τοκογλύφων των επαγγελματιών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους όχι πλέον έναντι τρoφής και δώρων αλλά έναντι χρήματος, ενός μέσου πολύ πιo σημαντικού από κοινωνική άποψη.
Όλα αυτά δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις, με αφετηρία πάντοτε την Ιωνία, ενός ταχύτατου μετασχηματισμού των αρχικών αγροτικών κοινοτήτων σε πόλεις με μικτή οικονομία. Η ιωνική πόλις είχε εξαρχής διπολικό χαρακτήρα: την είχε ιδρύσει και την κυβερνούσε μία αριστοκρατία (λίγο ως πολύ άμεση απόγονος της μυκηναϊκής), η οποία τη χρησιμοποιούσε ως πολιτικό κέντρο που εξυπηρετούσε την εξισορρόπηση των συμφερόντων των μεγάλων οικογενειών, το γενικό έλεγχο του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και των συναλλαγών, που άρχιζαν να αναπτύσσονται στο λιμάνι και τη αγορά, και, τέλος, την απαραίτητη, πλέον, για τους αριστοκράτες ανάμιξη στη νομισματική οικονομία και τους ανθρώπους της. Η έδρα της αριστοκρατίας κάθε πόλης ήταν η ακρόπολις, ένα μόρφωμα με θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική υπόσταση, το οποίο εξασφάλιζε τον έλεγχο της πόλης. Η ακρόπολη είχε διάσταση κατ’ αρχάς θρησκευτική, γιατί εκεί βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι ναοί∙ επίσης πολιτική, γιατί εκεί έδρευε η Γερουσία της πόλης. τέλος, στρατιωτική, διότι η ακρόπολη ήταν ένα φρούριο που δέσποζε στην κoρυφή της πόλεως. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, η αριστοκρατία, με μερικές μόνο εξαιρέσεις, παρέμενε προσδεδεμένη στη γη, την οποία εξακολουθούσε να θεωρεί ως τη βασικότερη πηγή πλούτου. Η αριστοκρατία δεν συμμετείχε άμεσα στην εμπορική και νομισματική οικονομία (δεν υπήρχε δηλαδή μία εμπορική αριστοκρατία παρόμοια με εκείνη που αναπτύχθηκε στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή Ευρώπη)∙ Ωστόσο αντλούσε φορορολογικά ωφέλη από αυτές (δασμοί, μεταφορικά κ.λπ.), ενώ ενίοτε δάνειζε στους εμπόρους με τόκο.
Ο άλλος πόλος στην πόλη ήταν η αγορά, όπου εκινείτο ένα ετερόκλητο πλήθος εξαγωγέων και εισαγωγέων, μικροπωλητών, γεωργών που είχαν πτωχεύσει και εγκαταλείψει την ύπαιθρο, τεχνιτών και ξένων δίχως πολιτικά δικαιώματα (μέτοικοι), τους οποίους η πόλη είλκυε εξαιτίας των ευκαιριών που τους παρείχε για κέρδος. Αυτή η κοινωνική συνάθροιση σχημάτιζε το λαό, τον αστικό δήμον, ο οποίος, σταδιακά μεν αλλά όλο και πιo συ- νειδητά, άρχισε να συγκρούεται με την αριστοκρατία που τον κυβερνούσε.
Μία άλλη καινοτομία, η οποία έχει τις ρίζες της στη Φοινίκη του 8ου ή του 7ου αιώνα π.Χ., βοήθησε τον δήμον να αποκτήσει το πολιτιστικό εκείνο εργαλείο που του ήταν απαραίτητο για την κοινωνική και πολιτική του άνδρωση: την αλφαβητική γραφή. Η μυκηνακή γραφή, η οποία προερχόταν από πιο ανατολικά ιδεογραφικά συστήματα, λόγω της δυσκολίας της παρέμεινε αποκλειστική ιδιοκτησία μίας κλειστής τάξης ιερέων και ανακτορικών γραμματέων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η γραφή αυτή να εξαφανιστεί μαζί με τη μυκηναϊκή κοινωνία. Έτσι, επί τρεις αιώνες σχεδόν η Ελλάδα δεν είχε κανένα είδος γραφής. Ο πολιτισμός μεταδιδόταν αποκλειστικά μέσω του προφορικού λόγου, χάρη στο ιερατείο και τους ποιητές, οι οποίοι αφηγούνταν τραγουδιστά τους μύθους τους στα παλάτια των αριστοκρατών. Η αλφαβητική γραφή, πιo εύχρηστη και πιo εύκολη στην εκμάθηση, αποδείχθηκε αποτελεσματικό εργαλείο τόσο για τη διάδοση του παραδοσιακού πολιτισμού όσο και για την ανάπτυξη ενός νέου, ο οποίος εξαπλωνόταν με τρόπους που επινοούσε ο ίδιος (η διατύπωση των νόμων της πόλης και της αγοράς, τα επαγγελματικά εγχειρίδια, οι ταξιδιωτικές αναφορές κ.ο.κ.). Μολονότι η συστηματική διδασκαλία της αλφαβητικής γραφής γενικεύθηκε μόνο προς τα τέλη του 5ου αιώνα, είναι βέβαιο ότι η σταδιακή διάδοσή της διευκόλυνε την εκλαΐκευση και το μερικό εκδημοκρατισμό του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Σε αυτή την περίοδο, αναπτύχθηκε σε όλες τις ελληνικές πόλεις μια πολιτική, κοινωνική, αλλά και πολιτιστική ένταση ανάμεσα στην αριστοκρατία και τον δήμον, την ακρόπολιν και την αγοράν, η οποία προσέλαβε διάφορες μορφές. Έτσι, αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των πόλεων μια αντιπαλότητα, η οποία άλλοτε απλώς υπέβοσκε, ενώ άλλοτε έκανε την παρουσία της πιο αισθητή. Ως προς τη γεωγραφική, όμως, κατανομή των πολιτικών τάσεων στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, παρατηρείται ισορροπία. Στην περιοχή της Ιωνίας, η οποία αρχικά ήταν αυτόνομη και έπειτα, κατά τον 5ο αιώνα, υποτάχθηκε στην αθηναϊκή ηγεμονία, ο δήμος εμφανίζει τάσεις υπεροχής, τόσο πολιτικής όσο και πολιτιστικής, μολονότι δεν μπορεί να πει κανείς ότι η αριστοκρατία ηττήθηκε ποτέ κατά κράτος.
Κοινωνία και πολιτισμός στην Ελλάδα από τον 7ο ως τον 5ο αι
1«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»