Η πρώιμη αρχαία ελληνική φιλοσοφία της φύσης
To ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ δημοσιεύει σήμερα στη σειρά ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ένα μέρος από το βιβλίο του Erwin Schrodinger
«Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» - Ο Κόσμος και η Φυσική)
Η φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη στη Δύση, εκπηγάζουν από την ίδια παρόρμηση. Αρχικά, τα δύο είδη σκέψης ταυτίζονταν. Η ώρα και των δύο έφτασε γύρω στην αλλαγή του έβδομου προς τον έκτο προχριστιανικό αιώνα, όταν το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, «εκείνων των αληθινά υγιών» κατά τον Νίτσε, άρχισε να υπερβαίνει τις ως τότε πεποιθήσεις και να κοιτά γύρω του τόσο με κατάπληξη όσο και με διάθεση για έρευνα.
Τα πρώτα ερωτήματα που έθεσε δεν αφορούσαν το νόημα του ανθρώπινου μοναχικού ή κοινωνικού βίου. Αφορούσαν τις ιδιότητες και τις απαρχές του εξωτερικού Κόσμου, αφορούσαν τη Φύση ως το σύνολο όσων αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις.
Όμως, το Ελληνικό πνεύμα συνέλαβε ή, πολύ περισσότερο, διείδε τη Φύση, οργανική ή ανόργανη, ως έμβιον Όλον, ως κινούμενο αρθρωτό Όλον, ως Σύμπαν. Και τούτο το συμπαντικό Όλον, με τη σειρά του, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την προηγούμενη περίοδο, θεωρήθηκε ως "φυσική" ενότητα, δηλαδή δεν ήταν πια αντιληπτό ως κάτι το "υπερφυσικό", μόλο που η εξέλιξη του ερμηνευόταν ακόμη ως "κοσμικός κύκλος" υπό τη μυθική έννοια και η νομοτέλεια του ως "ειμαρμένη" υπό τη θεολογική έννοια. Εν πάση περιπτώσει, ο σκεπτόμενος λόγος δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί από τη δύναμη της φαντασίας και επί δύο σχεδόν αιώνες, δηλαδή μέχρι την εμφάνιση του Σωκράτη, εικόνα και ιδέα, αριθμός και πράγμα, αντίληψη και προαίσθηση παρέμεναν σχεδόν αδιαχώριστα, όπως αντιστοίχως η εικοτολογία και η παρατήρηση βρίσκονταν συχνά εγγύτατα, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτου.
Γι' αυτό και η γλώσσα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας δεν είναι πια εύκολα προσιτή από τη διανόηση των νεοτέρων χρόνων. Απλώς και μόνο στους "Ρομαντικούς" στοχαστές, για παράδειγμα, στους φυσικούς φιλοσόφους του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, ή ακόμη σε φαινόμενα όπως του Hamann1 ή του Novalis, εμφανίζεται για μια ακόμη φορά κάτι από την πολυσημαντότητα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας (την οποία ο Martin Heidegger υπέβαλε τελευταία σε μια, θα μπορούσαμε να πούμε, υπερορθολογική ανάλυση). Η πρώιμη αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, η οποία μας παραδόθηκε μόνο μέσω περικοπών και αποσπασμάτων, ήταν επομένως ουσιαστικά μια εικοτολογική θεώρηση της Φύσης, ένα ιδιόμορφο μόρφωμα, προϊόν ανάμιξης αποφθεγμάτων και λυρικής ποίησης (καθώς η τελευταία συχνά επέλεγε την εξωτερική μορφή του "διδακτικού ποιήματος").
Δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπτωση το γεγονός ότι η θεώρηση αυτή δεν αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Ελληνικής χώρας, αλλά σε αποικιακό έδαφος: στις πλούσιες, εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελληνικής Κάτω Ιταλίας. Αυτά τα εμπορικά κέντρα αποτελούσαν συγχρόνως σημεία ανταλλαγής και διάδοσης ιδεών κατά την "κορύφωση του Πολιτισμού". Ακόμη πρόσφεραν στους ελεύθερους πολίτες τους τον ελεύθερο χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη κάθε γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης.
Παρότι στις μικρασιατικές ακτές, η γνωριμία με τη βαβυλωνιακή Αστρολογία και την αιγυπτιακή Τοπογραφία μπορεί να γονιμοποίησε τόσο τη γνώση όσο και την αντίληψη των πρώιμων θεωρητικών της Φύσης, ωστόσο οι βαθύτερες απόψεις τους δεν επηρεάστηκαν τόσο πολύ από τις ανατολικές διαδρομές του πνεύματος —χαραγμένες ad hoc κατά την αποκρυφιστική ή την πραγματιστική έννοια— όσο αντιπαρατέθηκαν σε αυτές. Μετά βίας υπάρχει ένας από αυτούς τους Έλληνες φιλοσόφους που να έμεινε στη σκιά. Αναφορικά με την προσωπική ζωή του ζήτημα αν υπήρχε κάποιος που να μην ήταν ειδικός σε κάποιον "πρακτικό" τομέα —Πολιτική, Εμπόριο ή Τεχνολογία— και συγχρόνως ερασιτέχνης στοχαστής, με τη γονιμότερη έννοια του όρου. Η φιλοσοφία δεν είχε γίνει ακόμη, όπως αργότερα στους Σοφιστές, σχολική σοφία ή ακόμη επάγγελμα προς βιοπορισμό.
Ως πατέρας της Ελληνικής αλλά και ολόκληρης της ύστερης Δυτικής Φιλοσοφίας θεωρείται ο Θαλής, ο οποίος άκμασε περί το 600 π.Χ. στη Μίλητο. Ένας από τους "Επτά Σοφούς", υπήρξε ο πρώτος που έθεσε το ερώτημα περί των απαρχών ή του πρώτου αιτίου κάθε ύπαρξης.
Πρώτη αρχή όλων των πραγμάτων ήταν γι' αυτόν το νερό, κατανοούμενο όχι βέβαια υπό τη σημερινή έννοια ως χημική ένωση, αλλά ως κοσμικό στοιχείο που παράγει, γονιμοποιεί, τρέφει, συντηρεί και φέρει. Αντίθετα, για τον κάπως νεότερο Αναξίμανδρο, πρώτο αίτιο ήταν το απροσδιόριστο, το μη προσδιορίσιμο, το απεριόριστο από το οποίο ξεχώρισαν για πρώτη φορά αργότερα, "αδίκως" χειραφετήθηκαν, οι ποιότητες της ύλης, δηλαδή η —σε πολωμένες αντιθέσεις— διαρθρούμενη ύπαρξη.
Ο Αναξιμένης, (που πέθανε το 586 π.Χ.), έδωσε στην πρωταρχική ύλη και πάλι το όνομα ενός στοιχείου, αυτό του αέρα σε αιθέρια μορφή, ο οποίος για τον Αναξιμένη σήμαινε συγχρόνως "πνοή ζωής" και ως παράσταση παρέμενε, κατά κάποιον τρόπο, αιωρούμενος μεταξύ έννοιας και συμβόλου.
Έτσι, η μυθική θεογονία είχε πια αποσυνδεθεί από μια "συμπαντική" κοσμογονία, η σκέψη μιας δημιουργίας ή πολύ περισσότερο ενός σχηματισμού του σύμπαντος, είχε αποχωριστεί από εκείνην μιας γέννησης και εξέλιξης του.
Όμως, ενώ η Ιωνική Φιλοσοφία κατάφερνε να αντιπαρατάξει στην πρώιμη Ελληνική θρησκεία μια τελείως δική της ερμηνεία του Παντός, χωρίς να έρχεται άμεσα σε σύγκρουση μαζί της (αντιθέτως, o Werner Jäger2 την χαρακτηρίζει ως "Ενότητα της πνευματικής θεώρησης του Θεού και της σκεπτόμενης αποκάλυψης του Όντος"), οι Ιταλοί φιλόσοφοι του 5ου αιώνα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα νέο θρησκευτικό κίνημα, τον Ορφισμό. Ο τελευταίος είχε συντεθεί κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο από πρωτόγονα-οργιαστικά και ανατολικά-πνευματικά στοιχεία (αντιλήψεις περί μετεμψύχωσης και απολύτρωσης). Η Φιλοσοφία, αφομοιώνοντας ή απορρίπτοντας εκείνο το κίνημα, διαιρέθηκε σε δύο ακραίες κατηγορίες, οι οποίες πάλι συνήψαν μεταξύ τους τις πιο παράδοξες ενώσεις: ενώθηκαν σε ένα είδος κάποιου μυστηριακά προετοιμαζόμενου πνευματισμού και σε έναν υλισμό πραγματιστικής κατεύθυνσης.
Εκπρόσωπος της πρώτης τάσης υπήρξε η αινιγματική μορφή του Πυθαγόρα (περί το 500 π.Χ.), που είχε γεννηθεί στη Σάμο, είχε γίνει ο ιδρυτής μιας αποκρυφιστικής αίρεσης στην Ιταλία, και είχε προσπαθήσει να συζεύξει την πιο ασύλληπτη από όλες τις πνευματικές εμπειρίες, δηλαδή τη θρησκευτική, με την πιο αυστηρή από όλες τις επιστήμες, δηλαδή τα Μαθηματικά: υπό το σύμβολο του τόσο μονοσήμαντου όσο και μυστηριώδους αριθμού, ο Πυθαγόρας αντικατέστησε την πρωταρχική ουσία με την πρωταρχική σχέση μεταξύ πραγμάτων και σφαιρών ύπαρξης.
Εντούτοις, για τον κάπως νεότερο Ηράκλειτο από τη μικρασιατική Έφεσο, ίσως τον πλέον οξυδερκή όλων των Προσωκρατικών, εκείνη η πρωταρχική σχέση παρουσιαζόταν ως πρωταρχική ένταση, ως "πόλεμος", και η εικόνα με την οποία αναζητούσε να αντί καθρεφτίσει μια πραγματικότητα που είχε συλλάβει σε ακατάπαυστη μεταβολή, ήταν εκείνη της διαρκώς αυτοαναλισκόμενης και πάλι αναζωπυρούμενης φωτιάς. Συγχρόνως, όμως, πίσω από τον λαμπρό παροδικό κόσμο των φαινομένων ο Ηράκλειτος αντιλαμβανόταν και το Αμετάβλητο, το Διαρκές, το Διαφεύγον κάθε Γήινης έντασης, στο οποίο έδωσε το όνομα "Λόγος".
Απέναντι σ' αυτά, ο σύγχρονος του και πνευματικός του αντίπαλος, ο Παρμενίδης, που δρούσε στην ιταλική πόλη Ελέα, δεχόταν μία και μοναδική, σταθερή, δίχως αρχή, διαρκή πραγματικότητα του Είναι, της οποίας το σύμβολο ήταν γι' αυτόν η τέλεια σφαίρα. Όμως, αυτή ακριβώς η αμετάβλητη πραγματικότητα αποκαλύφθηκε και εκπληρώθηκε στον Παρμενίδη μέσα από το παιχνίδι των εναλλαγών των εφήμερων στοιχείων, παιχνίδι που περιέγραψε αργότερα ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (περί το 450 π.Χ.), μια ιδιόμορφη παρουσία όμοια του Παράκελσου, ως διεργασία "μίξης" και "διάλλαξης", "σύνθεσης" και "αποσύνθεσης", αλλά παράλληλα αποδιδόταν στην επίδραση ανωτέρων συμπαντικών δυνάμεων, δυνάμεων έλξης και άπωσης, αγάπης και μίσους.
Όμως, μπορούσε άραγε μια τέτοια διεργασία, κατά την οποία το χάος μετατρεπόταν τελικά στο σύμπαν, να είναι μια διεργασία, τυφλή, διεπόμενη από την τύχη;
Ο Αναξαγόρας, σύγχρονος του Εμπεδοκλή, θεωρούσε τη διεργασία αυτή σχεδιασμένη και κατευθυνόμενη από μια ανώτερη πνευματική δύναμη, που την ονόμαζε Νου, παγκόσμιο νου, και η οποία γι' αυτόν, αντίθετα προς τον οιονεί αιωρούμενο Λόγο του Ηράκλειτου, παρενέβαινε στην πραγματικότητα και μάλιστα ήταν μέρος αυτής ως η πλέον ανώτερη και πλέον ευκίνητη από κάθε ύλη, χωρίς ωστόσο να "αφομοιώνεται" από αυτήν την πραγματικότητα.
Η πρώιμη αρχαία ελληνική φιλοσοφία της φύσης
1«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»