Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

10
Το βαβυλωνιακό έπος «Γιλγαμές» και η «Οδύσσεια».

Το ότι δε τα ομηρικά έπη στον ιστορικό τους πυρήνα περιγράφουν επιδράμες, αγώνες, ήθη και έθιμα προελληνικά22, αυτό είναι φανερό κι' από το γεγονός ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος για τους Δωριείς 23. Υπάρχει όμως και μιά άλλη σπουδαία απόδειξη. Το βαβυλωνιακό έπος Γιλγαμές έχει κάμποσες ομοιότητες με την Οδύσσεια. Όχι μόνο αρχίζει: «Όστις πάντα... είδε. . . χώρας . . . όστις πολλά εγνώριζε ...» μα και πολλές φράσεις και στίχοι (ίσως αποσπάσματα παλαιών ύμνων) είναι όμοιοι. Λ.χ. ο ομηρικός στίχος «ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς» υπάρχει στο έπος «Γιλγαμές» αυτούσιος «μιμμασεριϊνανάμαρι». Μα εξόν από τις τέτοιες φραστικές ομοιότητες υπάρχουν και ομοιότητες εσωτερικές. Ο βίος και οι περιπέτειες του Οδυσσέα σε πολλά μοιάζουν με το βίο του ήρωα του έπους «Γιλγαμές». Έπειτα και η ιστορία του Αλκινόου περιέχεται στο έπος «Γιλγαμές» όχι και πολύ αλλαγμένη. Τα επεισόδια του Οδυσσέα-Σειρήνων υπάρχουν και στο βαβυλωνιακό έπος καθώς και τόσοι άλλοι θρύλοι και «ιστορίες» της Οδύσσειας, όπως λ.χ. τα βάσανα και οι περιπέτειες του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς και τόσα άλλα «κατορθώματα» ή και «ατυχήματα» του 24. Μιά λοιπόν που το έπος «Γιλγαμές» περιγράφει μιά μακρινή εποχή, εποχή πού δεν είχαν ακόμα εμφανισθή οι Δωριείς στο Αιγαίο, και μιά που οι Αχαιοί έπρεπε να είναι εγκατεστημένοι στα παράλια του Αιγαίου, εκείνα τα χρόνιαδηλαδή στην πριν του 2200 π.Χ. εποχή 25, είναι φως φανερό πως οι Αχαιοί δεν μπορούν να έχουν καμμιά σχέση με τους Δωριείς 26. Μόνο αν παραδεχθούμε πως η «Οδύσσεια» στα περισσότερα της μέρη είναι απλή περιγραφή του έπους «Γιλγαμές» και πως αυτό μεταγλωττίστηκε ύστερα από το 1000 χρόνια, τακτοποιούνται κάπως τα πράγματα. Μα τότε κατ' ανάγκη θα παραδεχθούμε πως οι Αχαιοί δανείσθηκαν και υιοθέτησαν παραδόσεις άλλων λαών Φρυγών, Φοινίκων, Αιγυπτίων και μάλιστα των Βαβυλωνίων 27. Κι' ακόμα αν γίνη δεκτό αυτό, τότε ο πυρήνας της «Οδύσσειας» δεν έχει πια καμμιά σχέση με την «ιστορία» της αχαϊκής φυλής.

* * *

Η πιθανή χρονολογία της γραφής των Ομηρικών επών.

Ήλθε τώρα η σειρά του να εξετάσουμε το ζήτημα πότε γράφηκαν τα Ομηρικά έπη. Το λέμε ευθύς εξ αρχής πως γράφηκαν «μόλις» τελείωσε ο Τρωϊκός «πόλεμος». Φυσικά δεν εννοούμε με αυτό που λέμε πως γράφηκαν από την αρχή ως το τέλος με τη μορφή πού είναι σήμερα. Κάθε άλλο. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες και οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι είπαν την τελευταία λέξη. Τα Ομηρικά κείμενα έχουν ένα σωρό προσθήκες, και όπως βγαίνει από τη μελέτη του έπους «Γιλγαμές» και «ιστορίες» που ήταν κοινές για τους μεσογειακούς λαούς σε μιά εποχή πολύ μακρινή από τα χρόνια που τοποθετείται ο Τρωικός «πόλεμος». Κι' αυτό δείχνει πως μαζί με την «ιστορία» του Τρωϊκού «πολέμου» και τις περιπέτειες του Οδυσσέα ανακατεύθηκε και υλικό από ύμνους και παραδόσεις που επιχωρίαζαν στο Αιγαίο και στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη πολύ πρίν του 1200. Κι' αφού αυτό είναι γεγονός, πρέπει να παραδεχθούμε πώς τάχα κάποιος ποιητής κάθησε κι' έγραψε την «ιστορία» του Τρωϊκού «πολέμου» και μαζί και την «ιστορία» του Αχιλλέα, Αγαμέμνονα και Οδυσσέα, παραγεμίζοντας τες με τους θρύλους που ήταν πασίγνωστοι στα χρόνια του, ή μήπως πρέπει να δεχθούμε πως το πιθανώτερο είναι ότι δεν γράφηκε ποτέ μιά τέτοια «ιστορία» από έναν ποιητή, παρά απλώς καταγράφονταν (δηλαδή «κωδικοποιούντανε») τα διάφορα γεγονότα από το ιερατειο των Αχαιών; Τη δεύτερη υπόθεση τη βρίσκω πιο σωστή και νά που στηρίζω τη γνώμη μου. Στα πολύ παλιά χρόνια σ' όλους τους λαούς δεν υπήρχαν ποιητές πού έπαιζαν σαν άτομα το ρόλο που έπαιζαν στα χρόνια του πολιτισμού και υστέρα. Δηλαδή διάφορα άτομα που είχαν το χάρισμα να φτιάνουν στίχους και να τους δημοσιεύουν όπως λέμε σήμερα. Πριv γίνη η κοινωνική διαφοροποίηση και σχηματισθή ο θεσμός του Κράτους, σε κάθε Γένος υπήρχε το ιερατείο28 που είχε τη φροντίδα να φροντίζη για όλα τα οργανωτικά και παραγωγικά ζητήματα της ομάδας. Φυσικά το ιερατειο αποτελούντανε από πολλά άτομα και μέσα σ' αυτά υπήρχε κάποιος καταμερισμός εργασίας. ʼλλοι φρόντιζαν να κρατούν ζωντανή τη θρησκευτική παράδοση. ʼλλοι τις τεχνικές γνώσεις. ʼλλοι «κωδικοποιούσαν» τις παραδόσεις γύρω στην πολεμική τέχνη. ʼλλοι ήταν οι αποθησαυριστές της πείρας για την οργάνωση της παραγωγής.

Στίς Ασιατικές μάλιστα χώρες το ιερατείοή αν θέλετε το επιτελείο των ειδικών και σοφώνεπειδή χρειάζονταν να γίνουν και να συντηρούνται μεγάλα υδραυλικά και άλλα σπουδαία τεχνικά έργα, είχεν ειδικευθή τόσο πολύ, ώστε να βάλη τις βάσεις ωρισμένων επιστημών. Κι' ακόμα όσο πιο μεγάλα ήταν τα έργα που χρειάζονταν να εκτελεσθούν, τόσο οι κοινότητες στην αρχή και κατόπιν το Κράτος έπρεπε να εξαπλώνουνται σε μεγάλη περιοχή. Μιά που χρειάζονταν πολλά χέρια και γενικά ομαδική προσπάθεια για να εκτελεσθούν τα μεγάλα αυτά τεχνικά έργα δεν μπορούσαν να σχηματισθούν μικρές κοινότητες και στα ύστερα χρόνια, μικρά Κράτη. Το αντίθετο συνέβη στην Ελλάδα. Εξ αιτίας του γεωγραφικού περιβάλλοντος δημιουργήθηκαν στην αρχή μικρές-μικρές κοινότητες (γένη, φυλές, φρατρίες) και ύστερα μικρά Κράτη (πόλεις). Και φυσικά στίς ελληνικές χώρες ο ρόλος του ιερατείου (των σοφών και ειδικών) ήταν πολύ περιωρισμένος απ' αυτές τις αντικειμενικές γεωοικονομικές συνθήκες.



Ο προοδευτικός ρόλος του Ιερατείου κατά την προκρατική περίοδο

Έχοντας λοιπόν υπ' όψη τον τέτοιον ρόλο του ιερατείου, πρέπει να τονίσουμε πως στην προκρατική29 περίοδοστους ασιατικούς δε λαούς ακόμα και στη μετακρατική περίοδοτο ιερατείο έπαιξε προοδευτικό ρόλο, γιατί ήταν ο φύλακας των παραδόσεων και κυρίως ο αποθησαυριστής τής πείρας του παρελθόντος30. Από την τέτοια θέση του μέσα στην κοινωνία απόκτησε μεγάλη δύναμη και εμονοπώλησε κάθε γνώση.

Στο ιερατείοστην τάξη των σοφών και ειδικώνανήκαν και οι «ποιητές». Και όταν λέμε ποιητές φυσικά δεν πρέπει να νομίζουμε πως η ποίηση του καιρού εκείνου ήταν μια ιδιωτική ενασχόληση. Κάθε άλλο. Η «ποίηση» εξυπηρετούσε ωρισμένους κοινωνικούς σκοπούς. Γι' αυτό η ποίηση θεωρούντανε θείο δώρο, οι ποιητές εμπνέονταν από το θείο. Στην αρχαία Ελλάδα οι παλαιοί ποιητές εμπνέονταν από τις Μούσες31.

Αυτό μας διδάσκει η αρχή της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας», καθώς και η «Θεογονία» του Ησιόδου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

11
Ο ρόλος και τα καθήκοντα των αοιδών.

Στην αρχαία γραπτή ελληνική παράδοση δεν υπάρχει καμμιά μαρτυρία που να μας λέη πώς οι ποιητές στα πριν του Η' αίώνα χρόνια έφτιαχναν ποιήματα για το γούστο τους. Τέτοιοι ποιητές δεν υπήρχαν. Υπήρχαν μόνον οι αοιδοί32 που έψαλλαν όταν το καλούσε η περίσταση, {...} ʼτομα, από δική τους πρωτοβουλία και διάθεση να ζουν έξω από το Γένος και να τραγουδούν τον έρωτα, να υμνούν τα κλέα ανδρών και ηρώων ή να καλλιεργούν τον έμμετρο λόγο δεν υπήρχαν, γιατί δεν ήταν δυνατό στα παλιά εκείνα χρόνια να υπάρχουν ιδιώτες που να μπορούν να ζήσουν και σταδιοδρομήσουν έξω από το Γένος. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά. Κάθε πνευματική εργασία και εκδήλωση αναγκαστικά έπρεπε να προέρχεται από την πιο καλλιεργημένη «τάξη» της ομάδαςκαι τέτοια τάξη ήταν μόνο το ιερατείοκαι ακόμα κάθε ενέργεια σημαντική ή ασήμαντη, έπρεπε να είναι μέρος της ομαδικής ενέργειας, γιατί έξω από την κοινότητα δεν μπορούσε να υπάρξη ούτε ατομική δράση ούτε ατομικός βίος. ʼρα δεν μπορούσαν να υπάρχουν άτομα που να φτιάχνουν ποιήματα ή να ζωγραφίζουν ή να καταγίνουνται με τη μουσική. Βέβαια άτομα προικισμένα με το ταλέντο της μουσικής, της ζωγραφικής, της «στιχουργίας» ίσως να υπήρχαν, μα τα άτομα αυτά όταν δεν προέρχονταν από το ιερατείο κατ' ανάγκη δεν μπορούσαν να εκδηλώσουν τις τέτοιες πνευματικές τους ικανότητες.

Σ' όλους λοιπόν τους αρχαίους λαούς για μιά μεγάλη περίοδο το ιερατείο, όπως είπαμε, έπαιξε σπουδαίο οργανωτικό, καθοδηγητικό και πνευματικό ρόλο. Και για πολλούς αιώνες είχε συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη και εξουσία στα χέρια του. Το ίδιο φυσικά έγινε και στους Προέλληνες και Έλληνες. Από την «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια» μαθαίνουμε πως οι μάντεις, οι αοιδοί33, οι κήρυκες είχαν σπουδαία καθήκοντα στα παλιά εκείνα χρόνια μέσα στην κοινωνία των Αχαιών, και δίχως άλλο τα επαγγέλματα αυτά ανήκανε στο ιερατείο.

Ενώ όμως το ιερατείο στους Ασιατικούς λαούς κράτησε την προνομιούχα θέση του μέσα στην κοινωνία και στην μετακρατική περίοδο, στις ελληνικές χώρες εξ αιτίας των γεωοικονομικων συνθηκών αρχίζει να χάνη την επιρροή του από τον Η' πάνω κάτω αιώνα. Ειδικοί (σοφοί) που να αποτελούν χωριστή τάξη και να επηρεάζουν την πολιτική και κοινωνική ζωή με την εξουσιαστική τους δύναμη απ' τον Η' και κάτω αιώνα δεν υπάρχουν πια. Η μονοπώληση των γνώσεων καταργήθηκε και οι ιερείς περιορίζονταν στο να φροντίζουν για το τελετουργικό μόνο μέρος της θρησκείας.

Όταν δεχθούμε αυτή την άποψη (και πρέπει να τη δεχθούμε, γιατί στηρίζεται στην προϊστορία όλων των αρχαίων λαών και η σημερινή εθνογραφία που μελετά τις κοινωνικές συνθήκες των απολίτιστων και μισοαγρίων λαών μας πληροφορεί πως παντού υπάρχει ο θεσμός του ιερατείου) θα καταλήξουμε στα συμπέρασμα πως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στην πρωταρχική τους μορφή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ύμνοι, «ιστορίες». παραδόσεις, χωρίς καμμιά εσωτερική ενότητα αναμεταξύ τους, αφού το περιεχόμενο τους ήταν διαφορετικό και σε διαφορετικές εποχές αποθησαυρισμένο. Βέβαια όσα γεγονότα σχετίζονται άμεσα με τον Τρωϊκό «πόλεμο», αυτά έχουν οργανική ενότητα, τα πιο πολλά όμως είναι παλαιότεροι θρύλοι. Ο νόστος του Οδυσσέως λ.χ. σε πολύ λίγα σημεία σχετίζεται με τον Τρωϊκό «πόλεμο», γιατί το περισσότερο υλικό της «Οδύσσειας», όπως φαίνεται από το περιεχόμενο του βαβυλωνιακου έπους «Γιλγαμές», είναι πολύ παλαιότερο του Τρωικού «πολέμου». Κι' αν φυλάχθηκε χιλιάδες χρόνια, είναι γιατί στην πρώτη του μορφή ήταν η γεωγραφική περιγραφή των παραλίων του Αιγαίου και της μεσογειακής λεκάνης. ʼρα χρησίμευε σαν οδηγός των ναυτιλλομένων, και γι' αυτό όχι μόνο δεν έσβησε η αρχική παράδοση για τα δεινοπαθήματα κάποιου «θαλασσοπόρου», μα ίσα ίσα που πλουτίσθηκε κιόλας με νέες περιγραφές, άθλους και ιστορίες.

Πρέπει τώρα να κάνουμε λόγο και για τους Αρχηγούς του Γένους. Στίς χώρες εκείνες που η τεχνική έκαμε ωρισμένη πρόοδο, οι Αρχηγοί άρχισαν να παίζουν «εξέχοντα» ρόλο μέσα στην ομάδα.

Ο καταμερισμός της εργασίας όσο κι' αν ήταν ακόμα στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι της ανάπτυξης, ωστόσο δημιούργησε ανάλογες διαφοροποιήσεις και παράλληλα έδωκε τις δυνατότητες για επιδρομές στις γύρω περιοχές. ʼμα μάλιστα δαμάστηκε η θάλασσα, οι επιδρομές αυτές ήταν κάτι το συνηθισμένο. Στην περίοδο όμως αυτή παίζει ρόλο η τόλμη, η παλληκαριά και η επινοητικότητα του Αρχηγού. Γι' αυτό και ο Αρχηγός άρχισε να ξεχωρίζη μέσα στην ομάδα και να φαίνεται πως οι πράξεις και ενέργειες του ήταν τέτοιες που δεν μπορούσε κανένας άλλος να τις κάμη. Κι' ακόμα δημιουργόντανε η αντίληψη πως απ' τις τέτοιες πράξεις και ενέργειες του Αρχηγού εξαρτόντανε η ευτυχία της ομάδας. Μα και το ιερατείο φυσικά είχε κάθε συμφέρο να μεγαλοποιή τις πράξεις και ενέργειες των αρχηγών και να τις παριστάνη σαν εντολές των θεών. Και είχε συμφέρο το ιερατείο να μεγαλοποιή τις ικανότητες του Αρχηγού, γιατί μοιράζονταν μαζί του τα αγαθά, το πλιάτσικο όπως θα λέγαμε σήμερα, απ' τις τέτοιες επιδρομές. Μιά και ο Αρχηγός ξεχώριζε απ' τα άλλα μέλη κι' απ' τις πράξεις του εξαρτόντανε η επιτυχία της επιδρομής, έπρεπε να παίρνη την καλύτερη και μεγαλύτερη μερίδα από τα αρπαγμένα πλούτη των γειτονικών λαών. Και για να καλλιεργηθή η αντίληψη αυτή για την υπεροχή του Αρχηγού το ιερατείο χρησιμοποιούσε για μέσο τη θρησκεία και με διάφορες τελετές εξυμνούσε τα κατορθώματα των Αρχηγών που ήταν πια κάτι παραπάνω από κοινοί θνητοί, ήταν ήρωες. Τότε αναφαίνεται και η επική ποίηση.

Η επική ποίηση

Δεν πρόκειται φυσικά για τραγούδια που έφτιαχναν τα διάφορα άτομα-ποιητές. Τέτοια «άτομα» όπως είπαμε δεν υπήρχαν. Η επική ποίηση στα πολύ παλιά χρόνια ήταν έργο του ιερατείου και σκοπός της ήταν να εκθειάζη με ύμνους και εγκώμια τα ανδραγαθήματα και τις αρετές των Αρχηγών. Ήταν η εποχή που όπως είπαμε παραπάνω, οι Αρχηγοί με τις ληστοπειρατικές τους πράξεις έφερναν πλούτο στο Γένος34. Εξ άλλου χρειάζονταν να εγκωμιάζωνται τα ανδραγαθήματα των Αρχηγών, γιατί έτσι από τη μιά μεριά κωδικοποιούντανε η πείρα από τους τέτοιους «πολέμους» και από την άλλη δημιουργόντανε μιά «φιλοπόλεμη» ψυχολογία και γίνονταν πιο στενός ο σύνδεσμος των διαφόρων φυλών πού κατάγονταν από το ίδιο Γένος 35. Από όλους τους παραπάνω λόγους γεννήθηκε η ανάγκη να δημιουργηθή η επική ποίηση. Στην πρώτη της εμφάνιση η ποίηση αυτή βγαίνει μέσα από την Ομάδα-Γένος και δεν έχει καθόλου ατομικιστικό χαρακτήρα. Όσο κι' αν υμνείται ο Αρχηγός, ο τέτοιος ύμνος αντανακλά σ' όλη τη φυλή - γένος36.

Όταν όμως διασπάσθηκε το Γένος και δημιουργήθηκε η νέα κοινωνία, που στηρίζεται στο καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, τότε η επική ποίηση υποχώρησε και αναφαίνεται η λυρική ποίηση, που εκφράζει ατομικά συναισθήματα και εγκωμιάζει κάθε λογής ατομικές πράξεις όχι μόνο των αρχηγών-κυβερνώντων, μα και του κάθε ατόμου, αφού στην περίοδο αυτή το άτομο είναι η υπολογίσιμη μονάδα της κοινωνίας. Εννοείται πως και στα χρόνια αυτά η επική ποίηση δεν ξεχνιέται ολότελα. Ίσα-ίσα που επιζεί, γιατί παίρνει διδακτικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο κυριώτερος λόγος που οι γύρω στον Τρωικό «πόλεμο» παλιές παραδόσεις, ιστορίες και θρύλοι, ήλθε στιγμή που επέζησαν και για αιώνες ολόκληρους εχρησίμευσαν σαν ένα είδος «ευαγγέλιο» στους Έλληνες της ιστορικής εποχής.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

12
Είπαμε παραπάνω πως το ιερατείο κατέγραφε όλα τα σημαντικά γεγονότα που είχαν σχέση με τις κάθε λογής επιτυχίες των Αρχηγών και κάθε πράξη και παράδοση που είχε σημασία και χρειάζονταν να αποθησαυρισθή. Κι' αφού είναι έτσι, και η «εκστρατεία» των Αχαιών κατά της Τροίας και το πάρσιμο και το κούρσεμα της «πολιτείας» των Τρωών, μια που ήταν σημαντικά γεγονότα, καταγράφηκαν από τους αρμόδιους ιερείς, και κάθε τόσο, όταν το καλούσε η περίσταση ή όταν γίνονταν θυσίες και τελετές, οι αοιδοί έψαλλαν τα κατορθώματα αυτά. Γενικά λοιπόν κάθε σημαντικό περιστατικό επειδή δεν ήταν δυνατό να διατηρηθή μόνο με το μνημονικό, καταγράφονταν ή επάνω σε δέρματα ή σε πήλινες πλάκες 37. Το μνημονικό έπαιξε βέβαια πολύ σπουδαίο ρόλο στα παλιά εκείνα χρονιά και ως που να εφευρεθή και καθιερωθή η γραφή, το μνημονικό των ιερέων ήταν ένα είδος «αρχείου». Δεν μπορούμε όμως να γενικεύσουμε την περίπτωση αυτη και να παραδεχθούμε πως για τους λαούς που κατοικούσαν στα παράλια του Αιγαίου κατά την προελληνική και πρωτοελλαδική εποχή ήταν άγνωστη η γραφή ως τον Ζ' α'.ωνα, πως όλες οι παραδόσεις για την Αργοναυτική εκστρατεία, για τον πόλεμο των Αμαζόνων, για τους πολέμους των Ατρειδών, για την κάθοδο των Δωριέων, για τους άθλους του Θησέα και Ηρακλέα, για τις περιπέτειες του Οδυσσέα και τόσες άλλες «ιστορίες» έφτασαν ως τους ιστορικούς χρόνους χάρις στο μνημονικό μερικών ανθρώπων. Αν είναι έτσι, πρέπει να παραδεχθούμε πως το χάρισμα αυτό το είχαν μόνο οι Έλληνες, γιατί οι άλλοι μεσογειακοί και ασιατικοί λαοί επινοήσανε τη γραφή και μέσο της γραφής σημειώνανε όλα τα σημαντικά περιστατικά που παρουσιάζονταν στο δρόμο της κοινωνικής τους εξέλιξης, που θα πη πως το μνημονικό των ιερέων των δεν μπορούσε να «κωδικοποίηση» την ιστορία χιλιάδων χρόνων. Και το ο,τι οι μεσογειακοί λαοί από πολύ νωρίς επινοήσανε και χρησιμοποιήσανε τη γραφή, και αρχαίες γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν πού το πιστοποιούν και οι αρχαιολογικές ανασκαφές το επιβεβαιώνουν. Το δρόμο λοιπόν που ακολούθησαν οι άλλοι μεσογειακοί λαοί στο ζήτημα αυτό, ακολούθησαν και οι Έλληνες.

Έπειτα είναι δυνατό να υποθέσουμε πως οι Πελασγοί, οι Αχαιοί, οι Ίωνες, που ήλθαν σε επαφή με τους ασιατικούς λαούς και με το λαό πού κατοικούσε την Κρήτη, να μην διδάχθηκαν απ' αυτούς τη χρησιμότητα της γραφής; Κι' αφού οι Αχαιοί και Ίωνες οι ήξεραν πως οι ασιατικοί λαοί έχουν το μέσο να καταγράφουν όλα τα σπουδαία γεγονότα, άραγε δεν αποπειράθηκαν να μάθουν τη γραφή; Κι' αν είναι έτσικαι δεν μπορεί να είναι κι' αλλοιώςοι Δωριείς, κι' αν ακόμα παραδεχθούμε πως ήταν πολύ καθυστερημένοι όταν κατέβηκαν στην Ελλάδα, αφού σε πολλά δέχθηκαν τον πολιτισμό πού υπήρχε, και μάλιστα στο ζήτημα της λατρείας αναγνώρισαν τους περισσοτέρους προελληνικούς θεούς, στο ζήτημα της γραφής γιατί θα αντιδρούσαν και θα αδιαφορούσαν;

Εκείνο όμως που πρέπει να ξεδιαλύνουμε καλά είναι τούτο. Τι είδος γραφή38 ήταν γνωστή και καθιερωμένη στους Ασιατικούς και Μεσογειακούς λαούς; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Από τα αρχαιολογικά επιγραφικά ευρήματα και από τις αρχαίες γραπτές πηγές ξέρομε πως οι ασιατικοί λαοί χρησιμοποίησαν στην αρχή μεν την εικονογραφική 39 (ιδεογραφική) γραφή, ύστερα την ιερογλυφική και με τον καιρό έφτασαν στην ιερατική
και απ' αυτήν στη δημοτική.

Όλη η μυθολογία και η προϊστορία και μέρος της ιστορίας των ασιατικών λαών έχει καταγραφή ή με τα ιερογλυφικά ή με τα ιερατικά γράμματα. Αν συμβουλευθούμε τον Ιώσηπο, θα μάθουμε πως και στη Βαβυλώνα και στην Τύρο, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, οι ιερείς κρατούσαν τα «αρχεία» και αυτοί κατέγραφαν όχι μόνο τους ιερούς ύμνους και τα σχετιζόμενα με τις ιεροτελεστίες και γενικά την λατρεία του θείου, αλλά και τα «ιστορικά» γεγονότα της εποχής των40.

Μάλιστα προσθέτει ο Ιώσηπος πως ήταν απαγορευμένο άλλος εκτός από τους ιερείς να καταπιασθή με το έργο αυτό, δηλαδή με την «ιστοριογραφία»41. Ό,τι δε «καταχωρούσαν» οι ιερείς στα δημόσια αρχεία, αυτό, ήταν η αλήθεια! Επειδή δε οι ιερείς θεωρούντανε θεόπνευστοι, γι' αυτό και τα βιβλία που κρατούσαν θεωρούνταν ιερά3 και απόρρητα.

Είναι φανερό πως η δημοτική γραφή άργησε πολύ να εφευρεθή και να επικράτηση στίς χώρες της Ασίας. Υπάρχουν μαρτυρίες πού μας πληροφορούν πως στην Αίγυπτο η δημοτική γραφή επιβλήθηκε μόνο στον Ζ' αιώνα. Μόνο άμα το ιερατείο άρχισε να χάνη την προνομιούχα εξουσιαστική του θέση μέσα στην κοινωνία, γιατί παράλληλα ο εμπορισμός δημιούργησε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, η δημοτική γραφή έγινε ανάγκη και επεβλήθηκε43. Μα και πάλι σε πολλούς ασιατικούς λαούς (Αιγυπτίους, Εβραίους κλπ.) η ιστοριογραφία και υμνογραφία ήταν αποκλειστικό έργο των ιερέων και υστέρα ακόμη από τον ΣΤ' αίώνα.

Οί ελληνικές Πολιτείες όμως δεν ακολούθησαν τον ίδιο βραδυκίνητο ρυθμό της ιστορικής εξέλιξης των ασιατικών λαών. Εξηγήσαμε δε παραπάνω γιατί στην Ελλάδα σχηματίστηκαν μικρές Πολιτείες και γιατί το ιερατείο δεν μπόρεσε να καστοποιηθή και να κρατήση την προνομιούχα θέση του και στην μετακρατική εποχή. Μιά λοιπόν που η εξέλιξη ήταν διαφορετική και μάλιστα από τον Η' αιώνα και δώθε πιο γρήγορη σε ρυθμό ανάπτυξης, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλοι όροι να μην υπάρχη διγραφία και το ελληνικό ιερατείο να παραμερίση από το στίβο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Και μιά πού δημιουργήθηκαν αυτοί οι όροι, η δημοτικήδηλαδή η απλουστευμένη γραφήέπρεπε να καθιερωθή και για τον επίσημο 44 και τον ιδιωτικό λόγο.



Ως τα 700 πάνω-κάτω όμως θα υπήρχε και στη χώρα που υστέρα πήρε το όνομα Ελλάς ιερογλυφική ή ιερατική γραφή. Όσο κι' αν το ιερατείο δεν είχε σπουδαία καθήκοντα να επιτέλεση στη χώρα αυτή, έπρεπε να συγκεντρώση τις παλαιές παραδόσεις, να «κωδικοποιή» την πείρα των περασμένων γενεών πάνω στα ζητήματα της παραγωγής και της κοινωνικής συμβίωσης, να κρατή ζωηρή την ανάμνηση των «αρετών» και κατορθωμάτων των προγόνων και μαζί να διαιωνίζη κάθε παράδοση που σχετιζόταν με την λατρεία και θρησκεία. Αυτό το έργο, όσο κι' αν σήμερα μας φαίνεται απλό και ασήμαντο, για τα παλιά εκείνα χρονιά ήταν πολύ σημαντικό και εξαιρετικά σπουδαίο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

13
Η πρoϊστορία της Ελληνικής γραφής













Έπρεπε λοιπόν να υπάρχη γραφή και φυσικά η γραφή αυτή ήταν γνωστή μόνο στους σοφούς (ιερατείο). Να παραδεχθούμε πως οι Έλληνες ιερείς είχαν πάρα πολύ ασκημένο το μνημονικό τους και όλη την πριν απ' αυτούς «ιστορική» παράδοση τη διαιωνίζανε από γενεά σε γενεά με τον προφορικό λόγο, δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό, και εξηγήσαμε το γιατί πιο παραπάνω. Μπορεί όμως κανείς να ρωτήση: Το ότι οι ασιατικοί λαοί χρησιμοποιούσαν γραφή από τα πολύ παλιά χρόνια μας το λένε και πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και το απέδειξαν τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Στην Ελλάδα όμως ούτε οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνική γραφή πρίν από τον Ζ' αίωνα και ούτε υπάρχουν μαρτυρίες που να βεβαιώνουν πως ήταν γνωστή η γραφή στα πρίν του 650 π. Χ. χρόνια.

Η ερώτηση αυτή είναι δικαιολογημένη και πρέπει να την προσέξουμε. Είναι αλήθεια πως ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει καθόλου παλαιά «ελληνικά χρονικά». Ο Ηρόδοτος κάνει μεν λόγο για την ελληνική γραφή, μα δεν καθορίζει πότε εισήχθηκε κι' ούτε λέει καθαρά αν υπήρχε διγραφία στην Ελλάδα. Βγαίνει ωστόσο από τα γραφόμενά του πως η γραφή καθιερώθηκε στα πολύ παλιά χρόνια. Ο Πλάτων πάλι στο διάλογο του «Τίμαιος» κάνοντας λόγο για την πανάρχαια ιστορία της Αττικής βάλλει στο στόμα ενός Αιγυπτίου 45 ιερέα τούτα εδώ τα λόγια:

«Εσείς οι Έλληνες είστε όλοι σας νέοι... γιατί δεν έχετε καμμιά παλαιά γνώμη που να προέρχεται από παλιάν παράδοση... Και η αιτία του πράγματος αυτού είναι η εξής: Πολλές και διαφορετικές η μιά από την άλλη καταστροφές ανθρώπων έχουν γίνει και θα γίνωνται... από φωτιά και νερό... Για τις αιτίες αυτές (μιά που σε μας ο Νείλος είναι ευεργετικός) όσες παραδόσεις διασώζονται στη χώρα μας είναι, έτσι λένε, πολύ παλαιές... Είτε λοιπόν στη χώρα σας είτε στην εδώ τη δική μας είτε κι' αλλού.. έγινε κάτι ωραίο ή μεγάλο και από άλλη άποψη αξιοσημείωτο, όλα αυτά είναι γραμμένα από την παλαιά εποχή μέσα στους ναούς. Τα ιδικά σας όμως πράγματα και τα πράγματα των άλλων χωρών κάθε φορά που θα τύχη να έχουν καταγραφή και όλα όσα που οργανώνονται στις πολιτείες, γιατί είναι χρήσιμα σ' αυτές, έρχεται κάθε τόσο σαν αρρώστεια επάνω σ' αυτά το ρεύμα του ουρανού, τα σαρώνει όλα και αφήνει μόνο τους αγράμματους και τους αμαθείς...» (22c23b).

Όπως βλέπομε υπήρχε παράδοση στας Αθήνας που έλεγε πως εξ αιτίας μεγάλων καταστροφών χαθήκανε όλα τα γραπτά «αρχεία» της προϊστορίας των Ελλήνων και των Αθηναίων, και αντιθέτως πως στην Αίγυπτο δεν έγιναν τέτοιες καταστροφές. ʼρα, υπήρχε παλαιά παράδοση στην Ελλάδα που μιλούσε για παλαιά ιερά αρχεία που καταστράφηκαν.

Έχομε ωστόσο μερικές άλλες νεώτερες μαρτυρίες που πρέπει να τις προσέξουμε. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς παραδέχεται πως στην Ελλάδα από τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχαν λογογράφοι που εξέταζαν και αντέγραφαν τα ιερά Βιβλία των πόλεων και των γενών και πως τα τέτοια παλαιά Χρονικά ήταν γραμμένα άλλα στην ιερατική γραφή και άλλα στη δημοτική. «Ὅσαι διασοζονται γράφει παρα τους επιχωριοις μνημαι κατ΄ εθνη και κατα πολεις ειτ' εν ιεροος ε΄τ' ον βεβηλοις46 υποκείμεναι γραφαι» (περί Θουκυδίδου 5 εκδ. Reiske τ. VI). Ο Πλούταρχος πάλι (προς Κολώτην I7 F) ομιλεί για τις πολύ παλαιές αναγραφές των Λακεδαιμονίων, ενώ ο Λατίνος Βάρρων (de ling. lat. V, 27) αναφέρει μερικές λέξεις των Ιερών Βιβλίων (των Ελλήνων) που σώζονταν στας Αθήνας και που η γλώσσα τους ήταν αρχαϊκή47. Ο Παυσανίας δε όταν περιώδευε την Ελλάδα μάθαινε από τους ιερείς των πόλεων τις τοπικές γύρω στη θρησκεία και την ιστορία παραδόσεις που τις διδάχθηκαν από τα παλαιά Ιερά Βιβλία.

Κοντά στις παραπάνω μαρτυρίες θαρρώ πως αξίζει να αναφέρω και τα όσα λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς σχετικά με τα Ιερά Γράμματα των ασιατικών λαών στην παλαιά προχριστιανική εποχή. Πρώτα πρώτα τονίζει κι' αυτός πως στην Αίγυπτο στα χρόνια του μάθαιναν για τις ανάγκες του εμπορίου την επιστολογραφική γραφή, δηλαδή τη δημοτική, και οι επίσημοι, και οι σοφοί την ιερατική και ιερογλυφική.



Υπάρχει όμως και μιά άλλη μαρτυρία. Ο Θεοδώρητος, ένας από τους πρώτους πατέρας της Εκκλησίας, που έζησε στον Ε' αιώνα, γράφει κι' αυτός:


Κι' αν δεν υπήρχαν οι παραπάνω μαρτυρίες, πάλι δεν θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε πως τάχα οι Έλληνες έκα ναν εξαίρεση και πως στην περίοδο που δεν είχαν ακόμα πατήσει το κατώφλι του πολιτισμού, οι ιερείς των δεν κρατούσαν γραπτά «αρχεία». Τέτοιες «εξαιρέσεις» δεν υπάρχουν στην ιστορία. Ες άλλου ούτε ο Ηρόδοτος θάβρισκε μιά τόσο πλούσια αρχειακή πηγή για να συνθέση την ιστορία του, ούτε ο Θουκυδίδης θα μας πληροφορούσε με κατηγορηματικό τρόπο για ένα σωρό θεσμούς και παραδόσεις της παλιάς ιστορίας της Αττικής. Μα ούτε και ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την έμπνευση τους με το «ιστορικό» υλικό της προϊστορικής εποχής. Και ούτε μπορούσαν να γραφούν η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», η «Θηβαΐς», η «Θεογονία», οι διάφοροι «Ύμνοι» στους θεούς, οι «Επίγονοι» και τόσα άλλα έπη και ιστορίες.


Αν όμως η ιερατική παράδοση (τα Ιερά Βιβλία) χάθηκαν ή αχρηστεύθηκαν στην υστερα από το 700 π. Χ. εποχή δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν κάποτε τέτοια Ιερά βιβλία. Για να χαθούν τα τέτοια ιερά χρονικά θα πη πως υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος. Αν εξετάσουμε καλύτερα τα πράγματα θα ιδούμε ποια ήταν η αιτία. Πρώτα πρώτα ας μη ξεχνούμε πως και στην ιστορική εποχή χάθηκαν πολλά έργα, που μάλιστα είχαν εκδοθή σε πολλά αντίγραφα. Η «Θηβαΐς», οι «Επίγονοι», τα «Κύπρια Έπη», η «Αιθιοπίς», ο «Μαργίτης» κλπ. και πιο ύστερα πολλές τραγωδίες του Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδου, έργα του Θαλή, Ξενοφάνη, Αναξίμανδρου, Δημόκριτου, Λεύκιππου, Ηράκλειτου, και τόσων άλλων έχουν χαθή. Έπειτα, κι' αυτό είναι το σπουδαιότερο, από την εποχή που το ιερατείο στις ελληνικές χώρες περιορίστηκε αποκλειστικά στα θρησκευτικά-ιεροτελεστικά του καθήκοντα και έπαυσε να παίζη το ρόλο που έπαιζε πριν μέσα στο Γένος, δηλαδή έπαυσε να είναι το πνευματικό επιτελείο της κοινότητας, και παράλληλα, η μεν θρησκευτική υμνολογία και παράδοση μεταγράφηκε στη δημοτική γραφή, τα νέα δε ιστορικά γεγονότα αναγράφονταν από ανθρώπους του λαού, τα παλαιά «ιερά» Χρονικά δεν είχαν πια καμμιά αξία και δεν υπήρχε κανένας λόγος να φυλάγουνται όπως πριν.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

14
Ας μη ξεχνούμε ακόμα πως η γύρω στον Πυθαγόρα και τους Ορφικούς παράδοση αφήνει να μαντεύσουμε πως έγινε κάποια συστηματική προσπάθεια για να νεκραναστηθή η παλαιά ιερατική παράδοση. Η μυστική σιωπή που επεβάλλετο στους μαθητές του από τον Πυθαγόρα σήμαινε όχι πραγματική σιωπή μα το απόρρητο των διδασκαλιών του. Επίσης τα σύμβολα του και οι αριθμοί του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ιερατική ή ιερογλυφική γραφή. Αυτός είναι και ο σπουδαιότερος λόγος που δεν σώθηκαν τα «έργα» του ονομαστού φιλοσόφου.

Και σα συνέχεια σημειώνω ακόμα και την αρχαία παράδοση που έλεγε πως στο ναό των Δελφών υπήρχε ένα μεγάλο Ε ή ΕΙ που κανένας δεν μπορούσε να το εξήγηση. Ο Πλούταρχος, που έμεινε στο Μαντείο μερικά χρόνια και έγινε και ιερέας, προσπάθησε να δώση μιαν εξήγηση (βλ. Περί του Ε του εν Δελφοίς, Πλουτ. Ηθικά, έκδ. Βερναρδάκη τ. Γ') μα καθόλου δεν τα κατάφερε. Το ότι το Ε ή ΕΙ σήμαινε ΕΙΣΑΙ, δηλαδή ήταν μια θετική επιβεβαίωση του προσερχόμένου πιστού πως αναγνωρίζει και αποδέχεται την ύπαρξη του θεού, είναι εξήγηση που δε λέει τίποτα. Ο Πλούταρχος όταν ζούσε είχε πια σβήσει η ιερατική παράδοση και γι' αυτό δεν ήταν καλά κατατοπισμένος. Το Ε ή ΕΙ ήταν σύμβολο της πολύ παλιάς εποχής που ήταν καθιερωμένη η ιερογλυφική ή η ιερατική γραφή.

Μια λοιπόν που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ειδικοί ιερείς που να καταχωρούν τα ιστορικά γεγονότα στα ύστερα από τον Η' αιώνα χρόνια, όλες δε οι παλιές παραδόσεις έγιναν κτήμα του λαού γιατί στο αναμεταξύ καταγράφηκαν από τους ραψωδούς, η παλιά ιερά γραπτή παράδοση μόνο σαν ανάμνηση διατηρήθηκε για μερικούς αιώνας, γιατί δεν ενδιαφέρονταν πια κανένας γι' αυτήν, μια που δεν υπήρχαν ούτε Ιερά Βιβλία ούτε διγραφία. Θαρρώ πώς όλοι αυτοί οι λόγοι δίνουν ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση που διατυπώθηκε παραπάνω. Εξ άλλου, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, οι παλαιοί έγραφαν σε τομάρια. Μα τα τομάρια καταστρέφονται από την πολυκαιρία. Αν σε ωρισμένες πόλεις χρησιμοποιούσαν πήλινες πλάκες κι' αυτές χάθηκαν ή καταστράφηκαν από πυρκαϊές, πλημμύρες, επιχωματώσεις, σεισμούς και από άλλες αιτίες48, δεν αποκλείεται όμως κάπου να υπάρχουν πλάκες θαμμένες μέσα στο χώμα περιμένοντας να τις απελευθέρωση η αρχαιολογική σκαπάνη για να πουν τα μυστικά τους στους ειδικούς.

* * *

Οι αρχαίες ελληνικές πηγές για την ιστορία της γραφής

Μα για να κατατοπισθούμε καλύτερα, ας δούμε τώρα τί λένε οι αρχαίες ελληνικές πηγές σχετικά με το ζήτημα της εισαγωγής στην Ελλάδα της γραφής.

Όπως ξέραμε, η αρχαιότερη μαρτυρία είναι του Ηροδότου. Ο πατέρας της ιστορίας, που είχε μάλιστα ένα σωρό «αρχειακό» υλικό για την ιστορία της ελληνικής φυλής καθώς και για την ιστορία των ασιατικών λαών, λέει τούτα εδώ για την εισαγωγή της ελληνικής γραφής:

«Οι δε Φοίνικες ούτοι που ήλθαν μαζί με τον Κάδμο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Γεφυραίοι, οικήσαντες τη χώρα αυτή (Βοιωτία), δίδαξαν πολλά πράματα (στους ντόπιους) και μαζί με τα αλλά και τη γραφή που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν πριν γνωστή στους Έλληνες. Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίστηκαν oι Φοίνικες. Ύστερα όμως άμα πέρασε πολύς καιρός, άλλαξαν και τη μορφή των γραμμάτων και την προφορά τους. Από τους Έλληνες, οι Ίωνες ήταν εκείνα τα χρόνια που κατοικούσαν γύρω από την Βοιωτία. Αυτοί λοιπόν αφού έμαθαν από τους Φοίνικες τη χρήση της γραφής την μεταρρύθμισαν σε μερικά σημεία και την μεταχειρίστηκαν. Μιά δε που μεταχειρίζονταν τα γράμματα (τα φοινικικά) είπανε πως ήταν δίκαιο, αφού οι Φοίνικες ήταν που τα εισήγαγαν στην Ελλάδα, να τα ονομάσουν φοινικικά. Ακόμα δε και τας βίβλους (=φλούδες παπύρου) οι Ίωνες τις λένε διφθέρας από παλιά συνήθεια και επειδή η βίβλος ήταν πολύ σπάνια μεταχειριζόνταν άλλοτε τομάρια γιδίσια και πρόβεια για να γράφουν πάνω σ' αυτά. Ακόμα δε και στην εποχή μας πολλοί από τους βαρβάρους γράφουν πάνω σε τέτοιες διφθέρες» (V, 6.

Και προσθέτει παρακάτω ο Ηρόδοτος πως είδε με τα μάτια του στας Θήβας τρεις επιγραφές με καδμικά (φοινικικά) γράμματα (V, 5961).

Από τα γραφόμενα του Ηροδότου49 βγαίνουν τα εξής θετικά συμπεράσματα: α) πως οι Ίωνες μεταχειρίστηκαν τη φοινικική γραφή· β) πως ύστερα από πολλά χρόνια «ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ρυθμὸν τῶν γραμμάτων»· γ) πως οι Ίωνες καθώς και οι Βάρβαροι μεταχειρίζονταν διφθέρες για γραφική ύλη και δ) πως το φοινικικό αλφάβητο οι Έλληνες το μεταρρύθμισαν50.

Ποιο όμως νόημα έχουν αυτά που ιστορεί για την καταγωγή της ελληνικής γραφής ο Ηρόδοτος; Έχουν το νόημα πως οι Έλληνες «ύστερα από πολλά χρόνια» από τότε που πήραν το φοινικικό αλφάβητο, μεταρρύθμισαν τη γραφή τους. Πολλοί νομίζουν πως η μεταρρύθμιση περιωρίστηκε στην προσθήκη και άλλων γραμμάτων. Δεν νομίζω πως αυτό το νόημα βγαίνει στα όσα αναφέραμε παραπάνω πως γράφει ο Ηρόδοτος. Στα γραφόμενα του υπάρχει πολύ καθαρά τολυο το νόημα: Οι Έλληνες πήραν από τους Φοίνικας τη γραφή· στην αρχή χρησιμοποίησαν τη γραφή αυτή όπως τη χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες, ύστέρα όμως από πολλά χρόνια την μεταρρύθμισαν. Ποια λοιπόν είναι η μεταρρύθμιση αυτή; Ήταν η «μεταβολή της φωνής και του ρυθμού» των γραμμάτων, δηλαδή η ιερογλυφική ή ιερατική γραφή μεταρρυθμίστηκε σε δημοτική. ʼλλη έννοια δεν χωρεί στο ηροδότειο. κείμενο. Έπειτα, έχομε και τη μαρτυρία του Διοδώρου51 που κι' αυτήν οι φιλόλογοι δεν την πρόσεξαν όσο έπρεπε ή πιο σωστά δεν την ερμήνευσαν σωστά. Ο Διόδωρος ακολουθώντας την κρητική παράδοση λέει:

{...}

Όπως βλέπομε ο Διόδωρος ως ένα σημείο ακολουθεί την πανελλήνια παράδοση και δέχεται πως το αλφάβητο το πήραν οι Έλληνες από τους Φοίνικες. Προσθέτει όμως πως οι Φοίνικες δεν είναι οι πρώτοι που βρήκαν τη γραφή, εκείνο που έκαμαν αυτοί ήταν ότι άλλαξαν τον τρόπο του γράφειν, δηλαδή άλλαξαν το σχήμα των γραμμάτων, πράγμα που το υιοθέτησαν όλοι οι λαοί. Η μαρτυρία αυτή του Διόδωρου, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σπουδαία, γιατί μας πληροφορεί πως οι Φοίνικες ήταν εκείνοι που τροποποίησαν την ιερατική γραφή και την απλούστευσαν ώστε να την πάρουν και οι άλλοι λαοί. Η τέτοια όμως απλοποίηση δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η επινόηση της δημοτικής γραφής 53.

Τι λέγει ο Ιώσηπος για τnv ιστορία της ελληνικής γραφής.

Αλλού όμως ο Διόδωρος λέει ακόμα πως οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τη φοινικική γραφή τον καιρό που κατοικούσανε στην Ελλάδα οι Πελασγοί,που πρώτοι κάνανε χρήση του φοινικικού αλφάβητου (III. 67) 54. Έχομε ακόμα και μιά άλλη μαρτυρία του Ιωσήπου που αξίζει να την προσέξουμε. Λέει ο Ιώσηπος πως:

«Αργά πολύ έμαθον οι Έλληνες τη γραφή. Εκείνοι πάλι (από τούς Έλληνες) που από τα παλιά χρόνια ήξεραν τη γραφή καυχιένται πως τήν εδιδάχθηκαν από τους Φοίνικες και από τον Κάδμο.» (Κατ' Απίωνος, Α, 10).

Δεν λέω, ο Ιώσηπος τα παραλέει ίσως γιατί ο λόγος του εναντίον στον Απίωνα έχει απολογητικό χαρακτήρα και θέλει να παρουσίαση τους Έλληνες πως δεν ήταν οι πρωτοπόροι του αρχαίου πολιτισμού και ούτε ο μόνος φωτισμένος λαός του αρχαίου κόσμου, Ωστόσο ο,τι γράφει δεν το γράφει από κεφαλιού του, γιατί ήξερε πως οι Έλληνες θα του ανταπαντούσαν. Γι' αυτό εκεί που τα παραλέει είναι η ιστορία των Εβραίων και των Σημιτικών λαών. Όσο για την παλιά ελληνική ιστορία συμβουλεύεται το δίχως άλλο τις γραπτές πηγές και μάλιστα τις ελληνικές 55για να δώση κύρος στα όσα υποστηρίζει. Γι' αυτό το λόγο είναι αξιοπρόσεκτα αυτά που γράφει. Τονίζει λοιπόν ο Ιώσηπος πως οι Έλληνες «ὀψὲ καὶ μόλις ἔγνωσαν φύσιν γραμμάτων» κι' ακόμα όσοι Έλληνες παρουσιάζονταν πως χρησιμοποιούσαν τη γραφή από τα παλιά τα χρόνια, αυτοί διδάχθηκαν τα γράμματα από τους Φοίνικες και από τον Κάδμο. ʼρα δέχεται πως υπήρχαν μερικοί παλαιοί Έλληνες που κατά το λέγειν των έμαθαν τη γραφή από τους Φοίνικες και άλλοι που πολύ αργά διδάχτηκαν να γράφουν. Η διαστολή αυτή που κάνει ο Ιώσηπος φυσικά έχει το λόγο της, γιατί σχετίζεται με την ύπαρξη της ιερατικής γραφής που ήταν γνωστή από τα παλιά χρόνια, και της πανελλήνιας 56 γραφής που έγινε γνωστή πολύ αργά (ὀψὲ καὶ μόλις).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

15
Μερικοί, επειδή ο Ιώσηπος 57 κάνει λόγο για τον Κάδμο το Μιλήσιο 58, έχουν να πουν πως αυτά που γράφει ο Ηρόδοτος, και ο Διόδωρος για την προέλευση του ελληνικού αλφάβητου δεν είναι σωστά και πως γίνεται σύγχυση της Φοινίκης που ήταν στην Καρία με τη Φοινίκη της Ασίας. Γι' αυτό λένε πως το όνομα Φοίνιξ κακώς ταυτίστηκε με το όνομα των βορειοδυτικοσημιτικων λαών. ʼρα ο Κάδμος της προηροδοτείου εποχής είναι άσχετος με τους Σημίτες-Φοίνικες. Όλες αυτές τις υποθέσεις δεν τις βρίσκω σωστές. Φοίνικες μπορεί στα χρόνια που η Μικρασία πήρε ελληνικό χαρακτήρα, να υπήρχαν στην Καρία σαν άποικοι 59, Και ίσως αυτοί να είναι εκείνοι που δί'δαξαν για δεύτερη φορά τη χρήση της δημοτικής γραφής στους Αιολο-Ίωνας τον καιρό που μόλις άρχισε να χρησιμοποιήται το όνομα Έλληνες σαν εθνικό όνομα των Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων. Φαίνεται δε πως η κοινωνική διαφοροποίηση στα μέρη της Μικρασίας άρχισε πρώτα στην αντικρινή περιοχή της Χίου (στα σύνορα Αιολέων και Ιώνων), γιατί η περιοχή αυτή επηρεάζονταν οικονομικώς από τη Λυδία που εκείνο τον καιρό ήκμαζε πολύ. Είτε λοιπόν υπήρχαν στον Η' αιώνα Φοίνικες άποικοι στην Καρίακαι φαίνεται να υπήρχανείτε όχι, ένα είναι σωστό πως: και οι Προέλληνες χρησιμοποιούσαν γραφή (είχαν την ιερογλυφική κι' ύστερα την ιερατική γραφή) και οι Έλληνες πέρασαν από το ίδιο στάδιο και στην αρχή χρησιμοποίησαν την ιδεογραφική γραφή και υστέρα πέρασαν στην ιερογλυφική και ιερατική. Σε μιά όμως ωρισμένη περίοδο επικράτησε η φοινικική (ιερατική) γραφή. Δεν μπορούμε φυσικά να καθορίσουμε χρονολογικά την περίοδο αυτή, και αν αυτό έγινε πριν κατεβούν οι Δωριείς στην Ελλάδα. Κατά τη δική μας γνώμη, φαίνεται αυτό έγινε πριν κατεβούν οι Δωριείς. Όπως κι' αν έχει το πράγμα ο λαός που στα ύστερα από τον Η' αίώνα πήρε το όνομα Έλληνες χρησιμοποίησε το παλιό ιερατικό φοινικικό αλφάβητο. Αυτό το αλφάβητο διατηρήθηκε ως το 700 πάνω-κάτω και τότε από την επίδραση πάλι των Φοινίκων που είχαν απλοποιήσει τη γραφή τους, οι Ίωνες και Αιολείς, μιμήθηκαν τους Φοίνικες και καθιέρωσαν το νέο τροποποιημένο
αλφάβητο (τη δημοτική γραφή).

Kαι μερικές άλλες ενδείξεις για την ύπαρξη γραφής στην Ελλάδα στα παλιά χρόνια.

Εξ άλλου υπάρχουν και αρχαίες πηγές και δοκουμέντα που ενισχύουν τη γνώμη μας. Αναφέραμε δε παραπάνω τις μαρτυρίες αυτές μία προς μία. Μα και από την «Ιλιάδα» (Ζ,168) κάτι βγαίνει. Πρώτα-πρώτα γίνεται λόγος για «σώματα λυγρα» που ήταν γραμμένα,{...}». Τα λυγρά αυτά σήματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιερογλυφική ή ιερατική γραφή. Κι' αυτό, το ότι δηλαδή υπήρχε ιερογλυφική και ιερατική γραφή πριν από τον Η' αιώνα στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας, μπορούμε να το μαντεύσουμε και από κάτι άλλο. Στην «Ιλιάδα» (Ξ, 291) γίνεται λόγος για ένα νυχτοπούλι που οι μεν άνθρωποι του λαού το έλεγαν κύμινδιν, οι δε θεοί χαλκίδα. Το ίδιο και για το ποτάμι Σκάμανδρος (Γ, 74) οι θεοί το έλεγαν Ξάνθον. Μα και άλλες τέτοιες διπλές ονομασίες υπάρχουν στα ομηρικά έπη. Ο Πλάτων μάλιστα (βλ. Κρατύλ. 392 a - b) απορεί και εξίσταται γιατί υπήρχαν για τα ίδια πράγματα διπλά ονόματα. Μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το πράγμα. Υπήρχαν αυτά τα διπλά ονόματα, γιατί προϋπήρχε η ιερατική γραφή και το ιερατείο σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούσε διπλές ονομασίες, ακολουθώντας δήθεν τη θεία θέληση, εξυπηρετώντας με τον τρόπο αυτόν ωρισμένους σκοπούς που σήμερα δεν μπορούμε να τους ξέρουμε. Έπειτα έχομε και μιαν άλλη αξιοπρόσεχτη μαρτυρία.





Από τον Πλούταρχο μαθαίνομε πως τον καιρό που γύρισε από τη Μικρασία ο Αγησίλαος (394) και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία ανακαλύφθηκε παλαιός τάφος και μέσα σ' αυτόν χάλκινη πινακίδα με άγνωστη γραφή 60. Κι' επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το τί έλεγαν τα γράμματα την έστειλαν στην Αίγυπτο για να την ερμηνεύσουν οι εκεί ιερείς επειδή τα γράμματα έμοιαζαν μάλλον τα παλαιά αιγυπτιακά. Σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Πλούταρχος πρέπει να δεχθούμε πως η γραφή αυτή ήταν προελληνική 61, μπορεί όμως να ήταν και πρωτοελλαδική ιερατική. Στην Ελλάδα ωστόσο, όταν πια οι Έλληνες μπήκαν στην ιστορική περίοδο της εξέλιξης τους και άρχισαν να παίζουν πρωτοποριακό ρόλο στην ιστορία της Μεσογείου, η γραφή άλλαξε απότομα και στη νέα γραφή διατυπώθηκαν όχι μόνο οι τολμηρότερες συλλήψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, μα και σ' αυτή γράφηκαν όλα τα αριστουργήματα του πεζού και εμμέτρου λόγου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

16
Γιατί καταργήθηχε η ιερατική γραφή και καθιερώθηχε η δημοτική;

Γιατί όμως στήν Ελλάδα έχομε απότομη αλλαγή της γραφής και την εξαφάνιση της ιερατικής; Να ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε. Αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε παραπάνω, δεν είναι δύσκολη η απάντηση. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται άμεσα με τη θέση του ιερατείου μέσα στην ελληνική ιστορία. Τονίσαμε και εξηγήσαμε πιο μπροστά πως το ιερατείο στίς ελληνικές χώρες και μάλιστα στίς πολιτείες του Αιγαίου και της Ιωνίας, έχασε την προνομιακή του θέση από τις αρχές του Ζ' αιώνα και δώθε. Αν συμβουλευθούμε την ελληνική ιστορία εκείνου του καιρού θα μάθουμε πως γύρω στα χρόνια 700-650 στα παράλια της Μικρασίας που τα κατοικούσαν Ιωνες και Αιολείς, άρχισαν να συντελούνται μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Οι πόλεις που χτίστηκαν στα μέρη αυτά, πλουτίσαν και αναπτύχθηκαν πολύ, γιατί έγιναν τα πρώτα αξιόλογα οικονομικά κέντρα που χρησίμευσαν ως γέφυρα Ασίας και Ευρώπης και έμαθαν στους άλλους Έλληνες το εμπόριο και τη ναυτιλία 62. Στην περίοδο αυτή άρχισε με γοργό ρυθμό και η κοινωνική διαφοροποίηση στίς πόλεις αυτές. Το ιερατείο άρχισε να χάνει ένα-ένα τα προνόμια του. Από τους νέους δε ιστορικοκοινωνικούς και παραγωγικούς όρους που δημιουργήθηκαν στο αναμεταξύ, ο ρόλος του ιερατείου έγινε τροχοπέδη στην κοινωνική εξέλιξη. Γι' αυτό και άρχισε συστηματικά από τα κάτω η αντίδραση και η πολεμική. Όσο όμως το ιερατείο ήταν ο μοναδικός γνώστης της γραφής και ο φύλακας όλης της ως τα τότε πείρας, η δύναμη του ήταν ακλόνητη. Μα οι κοινωνίες δεν μένουν στάσιμες. ʼμα αλλάξουν οι παραγωγικές συνθήκες και κυρίως άμα εξελιχθούν, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις ισχύουσες παραγωγικές συνθήκες. Έτσι έγινε και στα παράλια της Μικρασίας από τα μέσα του Η' αιώνα και ύστερα. Το εμπόριο και η ναυτιλία έφεραν μεγάλες αλλαγές και γέννησαν το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους και προκάλεσαν μεγάλες πολιτικοκοινωνικές αναστατώσεις. Η μεγαλύτερη όμως μεταβολή ήταν η εισαγωγή της δημοτικής γραφής. Το πρώτο αποφασιστικό χτύπημα κατά του ιερατείου ήταν η δημοτική γραφή. Την πρόοδο που έφερε στα νεώτερα χρόνια η τυπογραφία, έφερε και στα παλιά εκείνα χρόνια η δημοτική γραφή.

Ως τα χρόνια που το μεν ιερατείο αποτελούσε την ανώτερη «τάξη» της κοινωνίας, ο δε λαός δεν είχε καμμιάν απολύτως εξουσία, βαστούσε η αρχαϊκή παράδοση και η γραφή ήταν γνωστή μόνο στα προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού. ʼμα όμως άλλαξαν οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, το ιερατείο δεν μπορούσε πια να παίζη τον ηγετικό πνευματικό ρόλο που έπαιζε πρίν. Μαζί με τόσους άλλους θεσμούς που αχρηστεύθηκαν και άλλαξαν ήταν και ο θεσμός που κρατούσε καστοποιημένη την ιερατική οργάνωση.

Επειδή όμως το ζήτημα είναι πολύ σπουδαίο και η νέα θεωρία μας, που ανοίγει άλλο δρόμο στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος, έχει για αφετηρία της την πτώση του ελληνικού ιερατείου, πρέπει να αναλύσωμε πιο πλατιά τους όρους και τις συνθήκες της τοτινής εποχής που έφεραν αυτές τις σημαντικές αλλαγές. Πρώτα πρώτα πρέπει να ρίξουμε πάλι μιά βιαστική ματιά στην παλιά ελληνική ιστορία, γιά να δούμε ποια ήταν η θέση του ιερατείου στην προκρατική εποχή και ποιά ήταν στα ύστερα χρόνια. Όπως είπαμε και πιο μπροστά, γύρω στους άνακτες, βασιλείς, αρχηγούς, υπήρχε μιά ομάδα από ειδικούς - σοφούς, που όχι μόνο φρόντιζε για τις ιεροτελεστίες μα και για κάθε άλλο ζήτημα που είχε άμεση σχέση με την παραγωγή και τη συντήρηση της ομάδας. Οι ιερείς αυτοί ήταν, σα να πούμε, οι πνευματικοί ηγέτες του λαού σ' εκείνα τα χρόνια. Φυσικά από την τέτοια τους εξαιρετική θέση μέσα στην τότε κοινωνία δεν έκαμαν χειρωνακτικές δουλειές, σιτίζονταν δε από την κοινότητα. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν πρέπει να ξεχνούμε και τούτο, που έχει μεγάλη σημασία. Τον καιρό που βασικός οργανωτικός θεσμός της κοινωνίας ήταν το Γένος, επειδή κατ' ανάγκην ήταν καθιερωμένη η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δειπνούσαν όλα μαζί τα μέλη του Γένους 63. Τα δείπνα αυτά, μιά που η θρησκεία στα πιο παλιά χρόνια ήταν ο συνδετικός ιδεολογικός κρίκος των μελών του Γένους, θεωρούντανε ιερά. Όταν όμως με τον καιρό άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες και ο θεσμός του Γένους άρχισε να διαλύεται, τα δείπνα αυτά ήταν υποχρεωτικά μόνο για τα μέλη μιας μόνο γενιάς, επειδή η κοινοκτημοσύνη άρχισε να καταργήται και δημιουργήθηκε βασική μονάδα της τοτινής οικονομίας ο οίκος (γενιά). Κάθε γενιά - σόι είχε σε μιαν ωρισμένη περιοχή κοινή ιδιοκτησία. Μα και πάλι με το πέρασμα πολλών χρόνων, άλλαξαν οι τέτοιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και επικράτησε πια ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας. Τότε τα τέτοια κοινά δείπνα δεν μπορούσαν να υπάρχουν. Επέζησαν μόνο σαν μιά ωραία ανάμνηση και πήραν πια το χαρακτήρα ωρισμένης ιεροτελεστίας. Κάθε τόσο γίνονταν γιορτές και τις ήμερες αυτές οργανώνονταν από το Κράτος δημόσια φαγοπότια 64.

ʼμα λοιπόν διασπάσθηκε το γένος και δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη και στ' άλλα αγαθά, παράλληλα δε γεννήθηκε και ο θεσμός του κράτους, το ιερατείοεδώ μιλάμε για τις ελληνικές χώρες δεν μπορούσε πια να παραμένη στην παλιά του σύνθεση. Είπαμε και παραπάνω πως στην περιοχή του Αιγαίου το ιερατείο, άμα εμφανίσθηκε ο θεσμός του κράτους, έχασε την προνομιούχα θέση του. Ναι μεν χρειάζονταν οι ιερείς για τις ιεροτελεστίες, δεν χρειάζονταν όμως οι μάντεις, οι αοιδοί, οι κήρυκες. Από τη μια μεριά: οι «ειδικοί» αυτοί εξ αίτιας των γεωοικονομικων συνθηκών δεν πρόσφεραν πια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία και από την άλλη: δεν υπήρχαν τώρα τα μέσα για να συντηρήται ένα τόσο πολυάριθμο ιερατείο. Όσο υπήρχε ο θεσμός του γένους, έτρωγαν όπως είπαμε, όλοι μαζί και έτσι όλη η κοινότητα έδινε σα να πούμε τον οβολό της για την συντήρηση του ιερατείου. Τον καιρό όμως που δημιουργήθηκε ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας έπρεπε να μπη στα άτομα ειδική φορολογία για τη συντήρηση των ιερέων. Φυσικά ο,τι χρειάζονταν για τις ιεροτελεστίες το έδιναν οι πολίτες κι' απ' αυτό συντηρούντανε οι ιερείς που έργο τους είχαν να κάμουν τις θυσίες. Όσο για τους άλλους τους ειδικούς (==αοιδούς, μάντεις 65 κλπ.) αυτοί δέν ήταν δυνατόν να ζουν σε βάρος ούτε του Κράτους, ούτε των πολιτών. Τον καιρό μάλιστα που καθιερώθηκε το νόμισμα σαν μέσο των ανταλλαγών, ο καθένας κοίταξε να μαζέψη χρήμα, να πλουτίση. Η ατομιστική δε ψυχολογία που δημιουργήθηκε και η μανία του πλουτισμού, απεξένωσαν τους ευγενείς από κάθε τι που δεν έφερνε σ' αυτούς κάποια απολαβή.



Στην περίοδο λοιπόν που αρχίζει η ναυτιλία και το εμπόριο του Αιγαίου να περνάη στα χέρια των Ελλήνων, το ιερατείο αρχίζει να ξεπέφτη. Οι άρχοντες, οι αρχηγοί του στρατού και οι προϊστάμενοι των θυσιών ήταν πριν τα ίδια πρόσωπα. Τώρα όμως οι βασιλείς παύουν να είναι και αρχηγοί του στρατού και αρχηγοί της πολιτείας. Περιορίζονται μόνο στα ιερατικά τους καθήκοντα 66. Κι' αφού έγιναν τέτοιες μεταβολές μέσα στην ελληνική κοινωνία και οι άνακτες έμειναν με τον παλιό τίτλο του αρχιερέα 67, ήταν δυνατό να έχουν θέση οι αοιδοί, οι μάντεις και όσοι άλλοι «ειδικοί» είχαν γίνει παράσιτα της κοινωνίας, αφού πια δεν προσφέρανε καμιά ωφέλιμη εργασία;
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

17
Ο Όμηρος εivαι ιστορικό πρόσωπο;

Στην περίοδο αυτήπότε ακριβώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμεεμφανίστηκεν ο Όμηρος. Κατά τη γνώμη μας ο ποιητής αυτός ήταν αοιδός, ανήκε δηλαδή στην τάξη του ιερατείου. Πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε δεν ξέρομε. Ίσως σε κάποια πόλη της αντικρινής από τη Χίο περιοχής. Μα αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Κι' αν ξέραμε που γεννήθηκε και που έζησε, πάλι δεν θα μπορούσαμε από την πληροφορία και μόνο αυτή να λύσουμε το ομηρικό ζήτημα Σημασία έχει να καθορίσουμε ποια ήταν η θέση του Ομήρου μέσα στην κοινωνία του. Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπαμε ως εδώ είναι για μας απόλυτα βέβαιο πως ο Όμηρος ήταν αοιδός. Μα ήταν ένας αοιδός με πολύ μεγάλο ποιητικό ταλέντο. Όταν λοιπόν με την κοινωνική διαφοροποίηση που συντελέσθηκε στις ελληνικές (αιολοϊωνικές) πόλεις της Μικρασίας, οι αοιδοί έχασαν τα προνόμια τους και παράλληλα επινοήθηκε και καθιερώθηκε η νέα (δημοτική) γραφή, ο αοιδός αυτός κάθισε και μετέγραψε τους παλιούς ύμνους και ιστορίες 68 από τα ιερά βιβλία. Η τέτοια του πράξη στην αρχή δεν κατακρίθηκε από τους ευγενείς που είχαν στο αναμεταξύ συγκεντρώσει μεγάλη εξουσία στα χέρια τους. Μα άμα πέρασαν μερικά χρόνια και τα μεταγραμμένα στη νέα γραφή τραγούδια έκαναν μεγάλη εντύπωση στο λαό, όχι μόνο οι ιερείς άρχισαν να κατακρίνουν τον Όμηρο, μα και οι ευγενείς δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τέτοια προσπάθεια του και το νέο επάγγελμα του, γιατί έβρισκαν πως ο νεωτερισμός αυτός του Ομήρου μπορεί να βλάψη. ʼρχισε λοιπόν συστηματική καταδρομή εναντίον του και καθόλου απίθανο να χαρακτηρίσθηκε αποστάτης και ασεβής. Ίσως για το λόγο αυτό να τον ωνόμασαν Όμηρο, γιατί φαίνεται το οικογενειακό του όνομα ήταν άλλο. Η λέξη όμηρος είναι ξένη (φρυγική ή λυδική) και πιθανό να σήμαινε τον αποστάτη, τον υβριστή των θείων, τον ιερόσυλο ή κάτι τέτοιο. Βέβαια δεν έχομε γραπτές πηγές που να μας το επιβεβαιώνουν αυτό. Ωστόσο όμως όλοι οι αρχαίοι θρύλοι γύρω στη ζωή και τη δράση του Ομήρου, και όλες οι γραπτές μαρτυρίες, μόνο σ' ένα τέτοιο συμπέρασμα μας οδηγούν. Πρώτα πρώτα έχομε τη μαρτυρία του Ηροδότου που λέει πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος 69 έζησαν στην ίδια εποχή
και πως:

«Αυτοί είναι που έγραψαν τη θεογονία των Ελλήνων και πού έδωκαν στους θεούς ονόματα και που τους απέδωκαν τιμές και καθώρισαν το επάγγελμα τους και που περιγράψανε τις μορφές τους» (Β. 53).

Η πληροφορία αυτή, κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία, γιατί μας λέει καθαρά πως ως τα χρόνια του Ομήρου και του Ησιόδου η ελληνική «θεολογία» ήταν ένα είδος ταμπού· ήταν δηλαδή απαγορευμένο στο λαό όχι μόνο να καταπιάνεται με έργα τελετουργικά, μα και ούτε να προφέρη ονόματα θεών και γενικά να «συζητή» για θρησκευτικά ζητήματα 70. Όπως και στην Αίγυπτο, Βαβυλώνα, Παλαιστίνη κι' αλλού κάθε ζήτημα που σχετίζονταν με τη λατρεία ήταν αποκλειστικά έργο των ιερέων 71. Από όσα όμως γράφει ο Ηρόδοτος είναι φανερό πως στην Ελλάδα το ιερατείο στα χρόνια του Ομήρου και Ησιόδου έχασε την προνομιούχα θέση του και έπαυσε να είναι ο αποκλειστικός φύλακας των θρησκευτικών παραδόσεων, γιατί οι παραδόσεις αυτές έγιναν κτήμα όλου του λαού 72. Ο Όμηρος λοιπόν και ο Ησίοδος ήταν οι πρώτοι εκλαϊκευτές όλων των παλαιών ιερατικών παραδόσεων. Πού όμως βρήκαν τα κείμενα; Είπαμε παραπάνω πως υπήρχαν «αρχεία», δηλαδή ιερά βιβλία, και αυτά χρησιμοποίησαν. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης (κατά μαρτυρία του Πορφυρίωνος) έλεγε πως ο Όμηρος εποίει τα πράγματα «οἶα ἦν τότε», δηλαδή τα έγραφε όπως ήταν πρίν απ' αυτόν.

Ποια όμως διάλεκτο μεταχειρίστηκε; Να ένα άλλο ζήτημα πού έβαλε τους φιλολόγους και τους ομηριστάς σε μεγάλους μπελάδες. Σύμφωνα με όσα έχομε πει ως εδώ, είναι φανερό πως ο Όμηρος, μια που προέρχονταν από το αιολικό ιερατείο και επειδή μετέγραψε την αχαϊκή παράδοση, μεταχειρίστηκε μάλλον το αιολικό ιδίωμα73. Αυτό είναι το πιθανώτερο.

Όπως είπαμε όμως, ο Όμηρος με τον καιρό αντίκρυσε την καταδρομή των ιερέων και ίσως και των ευγενών. Γι' αυτό παντού έβρισκε την περιφρόνηση και το χλευασμό. Η τέτοια καταφορά βάσταξε και στους ύστερα από το θάνατο του αιώνες. Η αριστοκρατική παράδοση μιλούσε με περιφρόνηση για τους δύο ποιητές που εκλαΐκευσαν το πιο μεγάλο μέρος των θρησκευτικών παραδόσεων 74. Οι Ορφικοί πρώτα και ύστερα ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος και άλλοι καταφέρθηκαν και είπανε πολλά εναντίον του Ομήρου 75. Κι' αυτός ο Πλάτων που πολλές φορές ανάφερει τον Όμηρο 76, δεν είχε καλή ιδέα για τον ποιητή της Ιλιάδας και Οδύσσειας. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, λέει, φτιάχνουν ψεύτικους μύθους για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους (Πολιτ. 377e). Μα ο Πλάτων δεν σταματά ως εδώ. Λέει ακόμα πως ο Όμηρος και άλλοι ποιητές λένε πράγματα που κι' αν είναι σωστά δεν έπρεπε να γράφουνται και να κοινολογούνται και πως στον ποιητή της «Ιλιάδας» άρεσαν τα ψέμματα, γι' αυτό και ο Όμηρος δεν έχει θέση στην πλατωνική Πολιτεία 77.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

18
Ο Πλάτων επικρίνει τον Όμηρο.

Και σα να μη φτάνουν οι τέτοιοι του χαρακτηρισμοί, λέει ακόμα πως ο Όμηρος και ο Ησίοδος γύριζαν σαν αλήτες από χώρες σε χωριά απαγγέλλοντας τις ραψωδίες τους, δεν μπόρεσαν δε πουθενά ούτε την αρετή να διδάξουν κι' ούτε να αποκτήσουν πιστούς φίλους και υποστηρικτές. Κι' αυτός ο φίλος του Ομήρου, ο Κρεώφυλος. φέρθη πολύ πρόστυχα στον ποιητή. Τέτοια ήταν η επίδραση του Ομήρου! Ποιητής χωρίς φίλους, χωρίς κύρος, χωρίς οπαδούς! Γι' αυτό μιά που δεν ήταν σπουδαία προσωπικότητα, ούτε ωφέλησε καμμιά πόλη με τα έπη του, ούτε πέρασε για σπουδαίος νομοθέτης, διδάσκαλος ή σοφός, και ούτε καμμιά πολιτεία τόνε μνημονεύει για δικό της αρχηγό 78.

Αν δεν κάνω λάθος, τα όσα λέει εδώ ο Πλάτων όχι μόνο έχουν άμεση σχέση με την καταφορά της αριστοκρατικής παράταξης εναντίον του Ομήρου -και το γιατί το είπαμε παραπάνωμα και μας κατατοπίζουν στο ζήτημα: γιατί ήταν στην αρχαιότητα άγνωστη ή πατρίδα του. Μιά που ο ποιητής έγινε ο στόχος του κατατρεγμού των αριστοκρατικών «γύριζε σαν αλήτης από χώρες σε χωριά». Κι' όχι μοναχά ξεχάστηκε το παλιό πατρογονικό του όνομα, αφού επικράτησε το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ευγενείς, μα και καμμιά πολιτεία της Μικρασίας δεν παραδέχονταν πως ο ποιητής ήταν δικός της, ή πως την ωφέλησε με τα ποιήματα του και καμμιά δεν το θεωρούσε τιμή της να παραδεχθή πως γεννήθηκε στον τόπο της. Ήταν λοιπόν αποδιοπομπαίος τράγος 79. Η τέτοια όμως καταδρομή βάσταξε εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια. Γι' αυτό καμμιά ελληνική μικρασιατική πολιτεία δεν δέχονταν τον Όμηρο για πολίτη της. Πιο υστέρα από το τέλος του Ζ' αιώνα τα πράγματα άρχιζαν ν' αλλάζουν. Στις ελληνικές πολιτείες της Μικρασίας έγιναν επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές. Οι αριστοκρατικοί ήταν στα χρόνια αυτά από κάτω. Πιέζονταν, εξορίζονταν, σφάζονταν. Στην περίοδο λοιπόν αυτή η κάθε χώρα από όπου πέρασεν ο Όμηρος κολακεύονταν να πιστεύη πως ο ποιητής ήταν γέννημα και θρέμμα δικό της. Έτσι δημιουργήθηκεν ολόκληρος θρύλος και εφτά πολιτείες τσακώνονταν για την πατρίδα του Ομήρου, γιατί η κάθε μία από τις εφτά ισχυρίζονταν πως ο ποιητής γεννήθηκε στον τόπο της.



Ο Ησίοδος και οι αγρότες.

To ίδιο έπαθε και ο Ησίοδος. Και γι' αυτόν δεν ξέρομε καλά καλά πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσε. Φαίνεται δε πως στον καιρό που οι αγροτικές μάζες (οι διάκριοι) σε πολλές περιοχές πήραν την πολιτική εξουσία, άρχισαν να βρίζουν τους πρωτευουσιάνους και τους ευγενείςη γένεση της κωμωδίας αυτήν την αφορμή έχει - και να παρουσιάζουν τον Ησίοδο σαν διανοούμενο που ήταν ο πνευματικός ηγέτης των αγροτών. Οι αγρότες δηλαδή για να δείξουν πως κι' αυτοί είναι εκλεκτό γένος και πως έχουν πολιτισμό βάφτισαν τον Ησίοδο τσοπάνο. Κι' ακόμα έπλασαν την παράδοση, πως σ' αυτόν πρώτα τον τσοπάνο, που έβοσκε τα πρόβατά του στον άγιο Ελικώνα, οι θέαινες Μούσες έδωκαν το χάρισμα του έμμετρου λόγου (στίχ. 22-24). Απαντώντας όμως οι αριστοκράτες στην καυχησιολογία αυτή των αγροτών «έβαλαν» τις Μούσες να λένε: «Τσομπάνηδες χωριαταρέοι, θλιβερά ντροπιάσματα που μόνο για την κοιλιά σας ζήτε, ξέρομε ψέμματα πολλά να σας λέμε όμοια μ' αλήθειες (δηλαδή ξέρομε να να σας πατούμε κοροϊδίες), μα άμα θέλομε ξέρομε κι' αληθινά να μιλούμε». Και φυσικά, οι Μούσες «μιλούσαν αληθινά» μόνο στους ποιητές των αριστοκρατών. Θαρρώ πως μόνο αυτή η ερμηνεία στέκει στους στίχους 22-28 της «Θεογονίας». Το ότι το κείμενο είναι ταραγμένο και οι στίχοι 26 - 28 ξένη παρεμβολή το παρατήρησαν και άλλοι. Δεν βγαίνει όμως κανένα νόημα αν δεν χαρακτηρίσουμε σαν προσθήκη όλους τους στίχους 22-35, που δεν έχουν καμμιά θέση στο κείμενο έτσι που είναι βαλμένοι.

Ο Όμηρος τυφλώθηκε;

Σαν τελικό συμπέρασμα της άποψης που υποστηρίζομε βγαίνει πως τον ποιητή στα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής του να τον τύφλωσαν οι εχθροί του. Για να επιμένη η αρχαία παράδοση πως ήταν τυφλός θα πη πως κάτι είχε συμβή. Στη βιογραφία του Ομήρου που αποδίδεται στον Πλούταρχο (Α, 2) σημειώνεται πως ο ιστορικός Έφορος που ήταν από την Κύμη της Μικρασίας έγραψε πως ο ποιητής της «Ιλιάδας» «ἐπηρώθη τὰς ὄψεις». Δεν μας λέει όμως πως και πότε. Ωστόσο η μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να είναι από την αρχή ως το τέλος θρύλος. Έχει τη βάση της σε κάποιο ιστορικό γεγονός 80. Και δεν είναι καθόλου απίστευτο να τύφλωσαν τον ποιητή εκείνοι που τόνε χαρακτήρισαν για αποστάτη και επικίνδυνο νεωτεριστή. Εξ άλλου ο τέτοιος τρόπος της τιμωρίας δεν ήταν άγνωστος στα παλιά εκείνα τα χρόνια, μα ίσα-ίσα νόμιμος. Από την Ιλιάδα (Β, 594 και παρ.) μαθαίναμε πως κάποιος παλαιός ποιητής που τον έλεγαν Θάμυρι, επειδή τάβαλε με τις Μούσες (που θα πή πως ήρθε σε σύγκρουση με το ιερατείο) τυφλώθηκε81. Κάτω από το θρύλο αυτόν δεν είναι απίθανο κάποιος μεταγενέστερος ραψωδός να θέλησε να περιγράψη το πάθημα (==τιμωρία) του Ομήρου.

Εξόν απ' αυτά που είπαμε παραπάνω πρέπει να προσέξουμε πολύ και τα όσα γράφει ο Πλάτων στους «Νόμους» του. Ο φιλόσοφος συζητώντας πάνω στο ζήτημα πως πρέπει να μορφώνουνται (εκπαιδεύουνται) οι νέοι μαζί με άλλα λέει πως πρέπει να καθορισθούν από τα πριν και οι θρησκευτικοί ύμνοι που θα ψάλλωνται για τον κάθε θεό όταν γίνωνταιοι ιεροτελεστίες. Τονίζει όμως πως:

«Αν κανένας έξω από τα διαταγμένα προσφέρη σε κάποιο θεό άλλους ύμνους και χορούς, τότε να έχουν το δικαίωμα οι ιερείς και οι ιέρειες μαζί με τους νομοφύλακες να εμποδίζουν στην αρχή με καλόν τρόπο τους πολίτες αυτούς να παραβαίνουν τα διαταγμένα. Αν δε ο εμποδιζόμενος δεν θέλη να σταματήση, τότε σ' όλη του τη ζωή να καταγγέλλεται για την ασέβεια του από τον κάθε πολίτη και να δικάζεται γι' αυτό».
(Νόμοι 799b).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”