ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

1
ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ







1. Ο Όμηρος και το ομηρικό ζήτημα








Η αναμφισβήτητη παρακμή του πολιτισμού, που παρατηρήθηκε ύστερα από τον τρωικό πόλεμο, δεν ήταν το ίδιο έντονη σ΄ όλα τα μέρη του Μεσογειακού κόσμου. Περισσότερο απ΄ όλα τα μέρη υπόφερε η Βαλκανική χερσόνησος και κυρίως η Πελοπόννησος και μερικά νησιά του Αιγαίου, μαζί και η Κρήτη. Απόδειξη της πισωδρόμησης της βιοτεχνίας και της πτώσης της καλαισθησίας αποτελούν τα αγγεία του Διπύλου, που ανακαλύφθηκαν στα περίχωρα της Αθήνας. Τα αγγεία αυτά, μεγάλα στις διαστάσεις, είναι αρκετά χοντροφτιαγμένα από άποψη διακόσμησης και σχεδίου. Παρ΄ όλα αυτά όμως δεν παρουσιάστηκε ολοκληρωτική ρήξη ανάμεσα στην κρητο-μυκηναϊκή και την κατοπινή, τη λεγόμενη ομηρική περίοδο της αρχαίας ιστορίας, ακόμα και στο δυτικό τμήμα του ελληνικού κόσμου.

Πιο σταθερά διατηρήθηκαν οι κρητο-μυκηναϊκές παραδόσεις στο ανατολικό μέρος του ελληνικού κόσμου, στη Μικρά Ασία και τα γειτονικά νησιά, όπου κατέφευγε ο αχαϊκός πληθυσμός πιεζόμενος από τους βάρβαρους Δωριείς. Στη διάρκεια μερικών αιώνων το ανατολικό τμήμα ήταν το πιο πρωτοπόρο και πολιτισμένο μέρος του Μεσογειακού κόσμου. Δυστυχώς, οι πληροφορίες μας τόσο για τη Μικρά Ασία, όσο και γενικά για όλη την Ελλάδα για τα τετρακόσια χρόνια (12ος-8ος αιώνες π.Χ.), δηλαδή από τον καιρό του τρωικού πολέμου ως την (σύμφωνα με την παράδοση) αρχή της ιστορίας της Ελλάδας, είναι φτωχές κι αντιφατικές. Η μοναδική σχεδόν πηγή αυτής της εποχής είναι τα έπη του Ομήρου, η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια".

Γύρω από τα ομηρικά έπη και το πρόσωπο του δημιουργού τους σχηματίστηκε ολόκληρη φιλολογία και γεννήθηκε ένα ιδιαίτερο ζήτημα, το ομηρικό ζήτημα. Το ομηρικό ζήτημα πέρασε ένα μακρύ δρόμο ανάπτυξης. Ως τον 5ο αιώνα οι ίδιοι οι Έλληνες δεν αμφέβαλλαν για την ύπαρξη του Ομήρου, αποδίδοντας σ΄ αυτόν όλα τα επικά έργα που αναφέρονται στον τρωικό πόλεμο και τους ύμνους προς τιμή των θεών. Πρώτος ο Ηρόδοτος παίρνει κάπως κριτική στάση απέναντι στον Όμηρο. Ύστερα απ΄ αυτό ο αριθμός των έργων, που μέχρι τότε δημιουργό τους θεωρούσαν τον Όμηρο, άρχισε ολοένα και περισσότερο να λιγοστεύει. Πολύ μακριά στην κριτική των ποιημάτων που απόδιδαν στον Όμηρο και στη διαπίστωση σ΄ αυτά μιας σειράς αντιφάσεων, τράβηξε ο σοφιστής Ζωίλος (4ος αιώνας π.Χ.), που τον ονόμασαν "ομηρομάστιγα". Στην αλεξανδρινή εποχή είχαν δημιουργηθεί πάνω στην κριτική των ομηρικών κειμένων ολόκληρες σχολές.

Στη νεότερη εποχή το ομηρικό ζήτημα ξαναγεννήθηκε το 18ο αιώνα, τον αιώνα του διαφωτισμού, του ορθολογισμού και του κριτικισμού. Η αρχή έγινε από το γάλλο αββά ντ΄ Ομπινιάκ και τον ιταλό ιστορικό-κοινωνιολόγο Βίκο. Τις ιδέες του Ομπινιάκ και του Βίκο τις ανέπτυξε παραπέρα ο γερμανός καθηγητής της Χάλ, Φρίντριχ Αουγκουστ Βόλφ. Στα "Προλεγόμενα στον Ομηρο" (1795) ο Βόλφ προσπαθούσε ν΄ αποδείξει ότι η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια" δεν είναι έργα ενός ποιητή, αλλά αποτελούν προϊόν της συλλογικής δημιουργίας πολλών αοιδών-ποιητών. Την τελική όμως μορφή τα χωριστά μέρη του έπους την πήραν μονάχα ύστερα από μερικούς αιώνες από τη δημιουργία τους, τον καιρό του αθηναίου τύραννου Πεισίστρατου, τον 6ο αιώνα.

Με βάση τη θεωρία του Βόλφ ο Λάχμαν δημιούργησε τη "θεωρία των μικρών ασμάτων", σύμφωνα με την οποία η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια" δημιουργήθηκαν από χωριστά ποιητικά έργα της προφορικής λαϊκής δημιουργίας. Ετσι εξηγούσε ο Λάχμαν τις αντιφάσεις, που συναντιούνται συχνά στα ποιήματα. Ένας απ΄ τους συνεχιστές του Χάχμαν, ο Γκότφριδ Χέρμαν, εξηγούσε τις αντιφάσεις με το ότι στο κείμενο ενός ποιήματος προστέθηκε αργότερα ένα άλλο ποίημα (π.χ. στην "Οδύσσεια" συμπεριλήφθηκε και η "Τηλεπάχεια", δηλ. οι περιπέτειες του Τηλέμαχου, του γιού του Οδυσσέα). Ενάντια στους οπαδούς της "θεωρίας των μικρών ασμάτων" εκστράτευσαν "οι ενωτιστές", που υπεράσπιζαν την ενιαία λογοτεχνική σύνθεση του έπους και την άποψη ότι ο Όμηρος ήταν ιστορικό πρόσωπο. Ένας από τους πρώτους ενωτιστές ήταν ο Νίτς.

Ο ιστορικός Γκρότ παρουσίασε τη "θεωρία του βασικού πυρήνα". Σύμφωνα μ΄ αυτή, τη βάση της "Ιλιάδας" και της "Οδύσσειας" την αποτελούν μικρά έργα, που αργότερα πλάτυναν και αναπτύχθηκαν. Βάση της "Ιλιάδας" ήταν το ποίημα για την οργή του Αχιλλέα, που αργότερα μεγάλωσε με παρεμβολές και προσθήκες. Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που έριξαν καινούργιο φως στα γεγονότα στα οποία αναφέρονται τα ποιήματα, και η συγκριτική μελέτη της λαϊκής δημιουργίας των άλλων λαών, όλα αυτά προώθησαν αναμφισβήτητα τη μελέτη της "Ιλιάδας" και της "Οδύσσειας" σαν λογοτεχνικών μνημείων. Ωστόσο πολλά ζητήματα σχετικά με τη σύνθεση, τις εικόνες και τη χρονολογία του έργου παραμένουν ακόμα αξεκαθάριστα. Σήμερα επικρατούν θεωρίες θεωρίες που αμβλύνουν τις ακρότητες των δύο κατευθύνσεων. Πιστεύεται ότι το ελληνικό έπος αναπτύχθηκε από τα παλιά λαϊκά άσματα και τους μύθους για τους θεούς και τους ήρωες. Η προέλευσή τους δεν είναι η ίδια. Πιθανόν οι αρχαιότεροι από τους μύθους να δημιουργήθηκαν στη μυκηναϊκή ακόμα εποχή.

Ο τρωικός πόλεμος και τα γεγονότα που συνδέονταν μ΄ αυτόν έδωσαν αφορμή να γεννηθούν τα πιο πολλά ηρωικά ποιήματα. Στα ποιήματα αναφέρονται ίσως πραγματικά ονόματα μερικών ιστορικών προσώπων, όμως πλάι σ΄ αυτά κινούνται και μυθικές μορφές, που μερικές απ΄ αυτές έχουν θρησκευτική προέλευση. Πραγματικά γεγονότα, που τραγουδήθηκαν στα παλιά έργα, αντικαταστάθηκαν στην πορεία της μακρόχρονης ποιητικής δημιουργίας από μύθους και θρύλους. Στην αφήγηση για τους άθλους των ηρώων προσθέτανε περιγραφές μαχών, ταξιδιών και λογής-λογής περιπετειών, που συνδέονταν μ΄ αυτά. Το υλικό για τα περιπετειώδη θέματα το έδωσαν τα έργα των Φοινίκων και ιδιαίτερα οι οδηγοί.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

2
Στα παλιά χρόνια τους θρύλους σε στίχους τους φύλαγαν και τους μεταβίβαζαν από γενιά σε γενιά οι αοιδοί και οι ραψωδοί. Τους απάγγελναν στις αυλές, μπροστά στους στρατιωτικούς αρχηγούς και τους πολεμιστές τους, στα επίσημα συμπόσια και τις γιορτές. Αργότερα, τον 8ο-7ο αιώνα οι χωριστοί μύθοι και ύμνοι συγκεντρώθηκαν και ξαναδουλεύτηκαν σε λογοτεχνικά έργα-ποιήματα. Στην τελική τους μορφή τα ποιήματα του Ομήρου αποτελούν οργανικά ολοκληρωμένα και αρμονικά έργα, αληθινά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σχηματίστηκαν σαν έργα της προφορικής λαϊκής δημιουργίας και, κατά πάσαν πιθανότητα, γράφτηκαν στην Αθήνα τον 6ο αιώνα στην αυλή του τύραννου Πεισίστρατου. Μπορεί να συμφωνήσει κανείς με τη γνώμη των ερευνητών, που θεωρούν ότι τα ποιήματα του Ομήρου πήραν καλλιτεχνική μορφή στη Μικρά Ασία τον 8ο-7ο αιώνα, στο πλούσιο και πολιτισμένο περιβάλλον της μικροαστικής (αχαϊκής) αριστοκρατίας, που τα εξιστορούμενα στο έπος γεγονότα ήταν προσφιλή και, ιστορικά, κοντινά σ΄ αυτήν. Σαν ιστορική βάση για τα δύο ποιήματα χρησιμεύει ο τρωικός πόλεμος. Γύρω του ξετυλίγονται τα γεγονότα που περιγράφονται στην "Ιλιάδα" και στην "Οδύσσεια". Η μεγάλη ιστορική εποποιία γέννησε μεγάλο λογοτεχνικό έργο. Το θέμα της "Ιλιάδας" είναι η οργή του Αχιλλέα, που στο δέκατο χρόνο του τρωικού πολέμου μάλωσε με τον κυριότερο αρχηγό του στρατού των Αχαιών, τον Αγαμέμνονα. Γύρω απ΄ αυτό το θέμα ξετυλίγεται η περιγραφή της ζωής των Αχαιών και των Τρώων, των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα στους αρχηγούς και οι σκηνές των μαχών. Την τελευταία συγχορδία αποτελεί η περιγραφή του ενταφιασμού του Εκτορα, γιου του βασιλιά της ΤΡοίας, που σκοτώθηκε στη μάχη. Τους ήρωες τους παραστέκουν οι θεοί, που μερικοί απ΄ αυτούς προστατεύουν τους Αχαιούς κι άλλοι τους Τρώες.

Το θέμα της "Οδύσσειας" είναι η γεμάτη περιπέτειες επιστροφής από την Τροία του βασιλιά της Ιυάκης, Οδυσσέα. Και τα δυό ποιήματα συνδέονται όχι μόνο με την ενότητα του θέματος, μα και με την ενότητα της κοσμοθεωρίας και της κοσμοαντίληψης. Τα ποιήματα υμνούν τη ζωή, τις χαρές της, τον πόλεμο και την ειρηνική δράση με κάποια απόχρωση θλίψης και απαισιοδοξίας. Το ζήτημα πόσο κοντά ή μακριά βρίσκονται τα ποιήματα του Ομήρου από την αντικειμενική πραγματικότητα, είναι συζητήσιμο. Πολλοί επιστήμονες, όπως π.χ. ο Βίλχελμ Ντέρπφελντ, ένας από τους πλησιέστερους φίλους και συνεργάτες του Σλήμαν, προσπαθούν ν΄ αποδώσουν στο ομηρικό έπος σχεδόν ιστορική αυθεντικότητα, να καθορίσουν τους τόπους και τις χρονολογίες των διάφορων γεγονότων. Ταυτόχρονα ο Ντέρπφελντ έχει τη γνώμη ότι ο Όμηρος δεν περιγράφει το παρελθόν, αλλά τον σύγχρονο σ΄ αυτόν ελληνικό κόσμο του 8ου-7ου αιώνα.

Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια" είναι πρώτα-πρώτα ποιητικά έργα. Στα ποιήματα αυτά πολλοί αιώνες τοποθετούνται σε ένα επίπεδο και τα πραγματικά γεγονότα περιπλέκονται με τα φανταστικά σε μια καλλιτεχνική εποποιία. Στα ποιήματα τα γεγονότα δεν εκθέτονται με ιστορική, αλλά με λογοτεχνική διαδοχή. Για λόγους λογοτεχνικοαισθητικής τάξης μερικά γεγονότα μεγαλοποιήθηκαν και συγχρονίστηκαν με την τοτινή εποχή, άλλα πάλι για τους ίδιους λόγους μικρύνανε και παρουσιάζονται σαν πιο παλιά. Στη βάση τους τα ποιήματα του Ομήρου είναι προϊόντα της λαϊκής δημιουργίας, την τελική τους όμως μορφή την πήραν στην εποχή της κυριαρχίας των αριστοκρατικών γενών. Έτσι εξηγούνται οι συμπάθειες προς το αριστοκρατικό καθεστώς, που εκδηλώνονται στην "Ιλιάδα" και στην "Οδύσσεια". Όσα είπαμε για τις ιδιομορφίες του ομηρικού έπους, πρέπει να τα έχουμε υπόψη μας σύντροφοι του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ, όταν κρίνουμε τα ομηρικά ποιήματα σαν ιστορικό μνημείο.

Η αξία των ομηρικών ποιημάτων, σαν ιστορικής πηγής, βρίσκεται στο ότι μας δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε σε βασικές γραμμές την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, από το αρχαιότατο καθεστώς της κοινότητας των φυλών ως τη δημιουργία της δουλοκτητικής πόλης. Τα ποιήματα περιέχουν άφθονες ζωντανές περιγραφές, εικόνες και λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που μας επιτρέπουν να μπούμε στη ζωντανή πραγματικότητα.



Ραψωδία Α

Τραγούδα το θυμό, θεά, του γόνου του Πηλέα
τον ερημοκατάρατο, που μπήκε τ' Αχιλλέα,
που μύρια τσ' Αχαιούς κακά τους φόρτωσεν ομάδι
και που 'πεψε πολλές ψυχές λεβέντικες στον Άδη
ηρώων, και παράδωκεν αυτούς στους σκύλους λεία
κι όλων των όρνιων, κι ηβουλή τελέστηκε του Δία
ως τ' όρισεν ,απ την αρχή που μπήκε ο γιός τ' Ατρέα
σ' έχθρητα με τον ξακουστό το θείον Αχιλλέα.
Και σ΄έριδα ποιός των Θεών τσ' έριξε τούτους τάχα;
Του Δία και Λητώς ο γιός, κι η γι αφορμή μονάχα
που με το ρήγα εχόλιασε, λοιμό κακό σκορπίζει,
μες στο στρατό, και τους λαούς θανατικό θερίζει,
γιατι του καταφρόνεψε τον Ιερέα Χρύση.
Ατρείδης, που 'ρθεν εις αυτόν την κόρη του ν' αφήσει
μες στα γοργά των Αχαιών καράβια, και να δώσει
λύτρα πολλά που κουβαλεί και πλούσια να πλερώσει,
και τα στεφάνια μάλιστα τ΄Απόλλωνα κι εκράτει
επάνω στο χρυσόφτιαχτο ραβδί του, κι επερπάτει,
κι όλους εκεί τους Αχαιούς τους θερμοπαρακάλει,
τ' Ατρέα ξέχωρα τους γιούς τους δυό, σαν πλιά μεγάλοι.............
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

3
2. Η ελληνική ζωή στα ποιήματα του Ομήρου







Με βάση τα έπη συμπληρωμένα και με άλλα ιστορικά μνημεία, το αρχαιότατο κοινωνικό καθεστώς της ομηρικής Ελλάδας παρουσιάζεται με την παρακάτω μορφή: οι ελληνικές φυλές χωρίζονταν σε γένη, τα γένη σχημάτιζαν τις φατρίες και οι φατρίες τις φυλές. Περισσότερες φυλές αποτελούσαν ένα λαό (λαότητα). Τα κυριότερα διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού γένους ήταν τα εξής:

1) η καταγωγή υπολογιζόταν από τον πατέρα,

2) η απαγόρευση των γάμων μέσα στο γένος

3) το δικαίωμα του γένους να υιοθετεί,

4) το δικαίωμα της αμοιβαίας κληρονομιάς,

5) η κατοχή της περιουσίας απ΄ όλο το γένος,

6) το δικαίωμα της εκλογής και της αντικατάστασης των αρχηγών του γένους,

7) η παροχή αμοιβαίας βοήθειας και η αλληλοϋποστήριξη,

η συμμετοχή στις γενικές γιορτές του γένους και η ύπαρξη κοινού νεκροταφείου για όλο το γένος.

Οι αρχαιότερες ελληνικές φυλές ήταν στρατιωτικο-θρησκευτικές ενώσεις, στις οποίες συνενώνονταν τα γένη. Η κάθε φυλή είχε ορισμένο έδαφος, όπου βρισκόταν το θυσιαστήριο προς τιμήν των θεών και γίνονταν οι συνελεύσεις των μελών της φυλής. Οι φυλές ήταν κοινωνικές οργανώσεις πολύ γερές και κλειστές, αγιασμένες από τη μακραίωνη παράδοση και τη θρησκεία. Επικεφαλής τους βρισκόταν ο εκλεγμένος φυλοβασιλέας, ιερέας και αρχηγός μαζί. Στις φυλές έμπαιναν μονάχα τα μέλη ορισμένων γενών. Στο κοινοτικό σύστημα του γένους η ανώτατη εξουσία της κοινότητας ανήκε σ΄ όλο το λαό (δήμος), που συγκεντρωνόταν για να συζητήσει και να λύσει τα γενικά ζητήματα (κυρίως αυτά που αφορούσαν τον πόλεμο) σε συνέλευση (αγορά). Για όλα τα σοβαρά ζητήματα ο βασιλιάς συμβουλευόταν όλο το λαό και τους γέροντες του γένους, τους αρχηγούς των οικογενειών. Όπως φαίνεται από το ομηρικό έπος, ο βασιλιάς συγκαλούσε την αγορά τον καιρό που συνέβαιναν πολύ σπουδαία γεγονότα και προπάντων τον καιρό του πολέμου.

"Την εποχή εκείνη, όπου κάθε ελληνικό αρσενικό μέλος της φυλής ήταν μαχητής, δεν υπήρχε ακριβώς ακόμα καμιά χωρισμένη από το λαό δημόσια εξουσία, που θα μπορούσαν να την αντιτάξουν σ΄ αυτόν. Η πρωτόγονη δημοκρατία βρισκόταν ακόμα σε μεγάλη άνθιση και αυτό πρέπει να το έχουμε σαν αφετηρία όταν κρίνουμε την εξουσία και τη θέση τόσο του συμβουλίου, όσο και του βασιλιά". (σσ Φ. Ενγκελς, "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους". Δες Μάρξ-Ενγκελς, Διαλεχτά έργα, τομ., 2ος, σελ. 297, ελληνική έκδοση 1951). Στο έπος η αγορά παρουσιάζεται μ΄ όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας συνέλευσης του γένους.

Κι όπως παγαίνουν σύγνεφα πυκνώνε μελισσώνε,

που βγαίνουν κι όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα,

και στίβες-στίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε,

κι εδώθε τρέχει ένας σωρός και τρέχει: εκείθες άλλος.

Ετσι σωροί κι αυτών πολλοί κοπαδιαστοί απ΄ τα πλοία

κι απ΄ τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε

μπρος στ΄ ακρογιάλι τ΄ αψηλό. Κι η φήμη ανάμεσό τους

φούντωσε και να περπατάν τους κένταε, η μηνύτρα

του Δία, και μαζέβουνταν. Και βούιζε το μεϊντάνι,

βογγούσε κάτωθες κι η γής καθώς ποδοθετιούνταν,

κι ήταν αντάρα και φωνή. Κι εννιά διαλαλητάδες

τους κράζανε να κάτσουν πιά και τη φωνή να πάψουν,

ίσως ακούσουν τους τρανούς αρχόντους τι θα πούνε.

Με κόπο κάθησε ο λαός, μα στα καθίσματά τους

σύχασαν τέλος κι έμειναν. Και τότε ο Αγαμέμνος

σηκώθηκε με το ραβδί το γονικό στα χέρια".

(σσ Ομήρου, "Ιλιάδα", ραψωδία Β, στίχ. 87-102, μετάφραση Α. Πάλλη).

Την ίδια εικόνα βλέπουμε και σε άλλη αγορά, που τη συγκάλεσε ο Τηλέμαχος στο νησί Ιθάκη:

Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους αμέσως

τους μακρομάλληδες Αχαιούς σε συντυχιά να κράζουν.

Τους κράξανε, και γλήγορα συνάχτηκαν εκείνοι.

Και σα συνάχτηκαν, και μια παρέα όλοι γενήκαν,

κινάει εκεί με χάλκινο κοντάρι στην παλάμη,

μονάχος όχι, δυό σκυλιά γοργόποδ΄ ακλουθούσαν,

τονέ θαμάζανε όλοι τους, κι΄ οι γέροι δίνουν τόπο.

Τότες ο Αιγύπτιος ο ήρωας αρχίνησε το λόγο

σκυφτός από τα γηρατειά και με πολλά στο νού του.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Β, στίχ. 6-11, 13-16, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη).
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

4
Άλλος θεσμός στην Ελλάδα, εξίσου αρχαίος όπως και η αγορά, ήταν το συμβούλιο των γερόντων, η Βουλή. "Οι πολύπειροι γέροντες" παίρνουν δραστήριο μέρος σ΄ όλες τις σπουδαίες περιπτώσεις που συζητούνται υποθέσεις της κοινότητας. Οι "πολύπειροι γέροντες" ψηφίζουν πρώτοι στην αγορά, που συγκαλείται έξω από την Τροία από τον "άνακτα ανδρών" Αγαμέμνονα, σχετικά με το ζήτημα της διακοπής ή της συνέχισης της πολιορκίας της Τροίας.

Τον καιρό της εκστρατείας οι φυλές συγκεντρώνονταν και εκλέγανε τον ανώτατο αρχηγό (το βασιλιά) όλης της κοινότητας ή όλης της φυλής. "Όμως με τη σημερινή της σημασία η λέξη Konig (βασιλιάς) δεν αντιστοιχεί - γράφει ο Ενγκελς - με κανένα τρόπο στον αρχαίο έλληνα βασιλέα (Dasileus). Ο Θουκιδίδης ονομάζει ρητά την παλιά βασιλεία (Dasileia) πατρική (Patrike), δηλαδή περιορισμένη εξουσία. Κι ο Αριστοτέλης λέει ότι η βασιλεία της ηρωικής εποχής ήταν ηγεσία σε ελεύθερους και ο βασιλιάς ήταν στρατηγός, δικαστής και αρχιερέας. Δεν είχε λοιπόν κυβερνητική εξουσία με την κατοπινή έννοια". (σσ Φ. Ενγκελς, "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", βλ. Μάρξ-Ενγκελς, Διαλεκτά έργα, τομ. 2ος, σελ. 299, ελλην. έκδοση 1951).

Τον τύπο του ηγεμόνα-βασιλιά, που διατήρησε περισσότερο από κάθε άλλον τα γνωρίσματα του γενάρχη, τον αντιπροσωπεύει ο Νέστορας, βασιλιάς στην κοινότητα της Πύλου. Τα χαρακτηριστικά του στρατιωτικού αρχηγού και του γενάρχη, που συνδυάζονται στο πρόσωπο του Νέστορα, προβάλλουν ξεκάθαρα τον καιρό του επίσημου συμπόσιου της κοινότητας της Πύλου. Στο συμπόσιο αυτό ο βασιλιάς παρακάθεται με τους γιους του σε κοινό τραπέζι ανάμεσα στο λαό. "Η "βασιλεία" δηλαδή η λέξη που οι έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούσαν για τον καθορισμό της ομηρικής βασιλικής εξουσίας, (γιατί το κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα ήταν η στρατιωτική διοίκηση), στον καιρό που υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών (βουλή) και η λαϊκή συνέλευση (αγορά), είναι μόνο παραλλαγή της στρατιωτικής δημοκρατίας" (σσ Κ. Μάρξ, Περίληψη του μέρους του Λ. Μόργκαν, "Αρχαία κοινωνία", στο "Αρχείο Μάρξ-Ενγκελς")

Η πατριαρχική ζωή της κοινότητας της φυλής αποσυντέθηκε κάτω από την επίδραση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε σα συνέπεια τον παραπέρα καταμερισμό της εργασίας, τον ξεχωρισμό της στρατιωτικής ομάδας (βασιλέων) και το βαθμιαίο αποχωρισμό της από τον υπόλοιπο ειρηνικό πληθυσμό, τους γεωργούς, τους βοσκούς και τους ψαράδες. Τα ομηρικά έπη καθρεφτίζουν ακριβώς την εποχή της στρατιωτικής δημοκρατίας, όταν το ελληνικό γένος βρισκόταν στο στάδιο της αποσύνθεσής του. Στην αρχή οι βασιλιάδες, σαν στρατιωτικοί αρχηγοί και ιερείς, εκλέγονταν κι ήταν τα πιο δραστήρια μέλη της κοινότητας και εξυπηρετούσαν τα κοινά συμφέροντα. Έπαιρναν από την κοινοτική γη το τέμενος, έναν κλήρο καλλιεργήσιμης γης και γη για αμπέλια, δώρα, τιμές και την καλύτερη μερίδα στο κοινό τραπέζι.

Μερικοί από τους ομηρικούς ήρωες-βασιλιάδες έχουν πια μεγάλους κλήρους, μεγάλα χωράφια σπαρμένα με στάρι και αμπελώνες, κατέχουν την πρώτη θέση στην κοινότητα, πίνουν τα καλύτερα πιοτά, τρώνε τις καλύτερες μερίδες και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ασχολούνται με την ιπποτροφία. Το συνηθισμένο επίθετο που ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τους βασιλιάδες είναι "ιπποπόλοι" και "ιπποδαμαστές".

Κι εφτύς το Γλάφκο φώναξε και τούπε αυτά τα λόγια

"Γλαύκο, τι τάχα στη Λυκιά εμάς τιμούν πιό πρώτα

με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλα ως απάνου

ποτήρια, κι όλοι σα θεούς στα μάτια μας θωρούνε;

Εκεί τρανό χαιρόμαστε μετόχι απά στου ξάνθου

τις άκρες, πλούσιο σε φυτιά και κάμπο σταροδότη.

Τώρα γι΄ αυτό να στέκουμε μας πρέπει με τους πρώτους

και με τους πρώτους στη φωτιά να μπαίνουμε της μάχης...

Οχι! εκεί πέρα στη Λυκιά ανάξια δεν ορίζουν

οι βασιλιάδες μας εμάς, και τρων παχιά θρεφτάρια

ή διαλεχτό τραβούν κρασί γλυκόπιοτο, μον έχουν

κι αντριά λαμπρή, τι πολεμούν μες στη σειρά των πρώτων".

(σσ Ομήρου, "Ιλιάδα", ραψωδία Μ, στίχ. 309-316, 318-321, μετάφραση Α. Πάλλη)
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

5
Έτσι άρχισε να εμφανίζεται η στρατιωτικο-αγροτική αριστοκρατία. Αυτή η αριστοκρατία κατέχει μεγάλους κλήρους και κοπάδια ζώα, πράγμα που δείχνει ότι στην ομηρική κοινωνία υπήρχε ατομική ιδιοκτησία πάνω στη γή και στα ζώα. Οι οίκοι των ομηρικών βασιλιάδων ξεχώριζαν για τον πλούτο και την αφθονία. Η οικονομία ήταν φυσική, όμως πολύ πλούσια, χάρη στη χρησιμοποίηση της δουλειάς των ελεύθερων και των δούλων. Σαν παράδειγμα μεγάλου οίκου της ομηρικής εποχής μπορεί να χρησιμεύσει ο οίκος που απεικονίζει στην ασπίδα του Αχιλλέα. Η εικόνα αποτελείται από τρία μέρη: 1) χωράφι με δημητριακά, 2) βοσκές και 3) αμπέλια. Κάθε κλάδος του νοικοκυριού περιγράφεται με ιδιαίτερα επίθετα. Το χωράφι λέγεται παχύ, απέραντο μ΄ αφράτο χώμα, τρεις φορές οργωμένο, το αμπέλι είναι υπέροχο, μεγάλο, φορτωμένο με γλυκό καρπό, στα λιβάδια βόσκουν ταύροι στεφανοκέρατοι, βόδια, κοπάδια άλογα, πρόβατα, γουρούνια και γίδια.

Κι έφτιασε μέσα λιγδερό χωράφι, πλούσιο κάμπο

φαρδύ και τριπλογύριστο, κι εκεί πολλοί οργωτάδες

ζεβγάρια στριφογύριζαν λαλώντας πέρα δώθες,

κι οργώνοντας σαν έφταναν στου χωραφιού την άκρη, πήγαινε νιός κι ένα καφκί τους έβαζε στα χέρια

κρασί γλυκό, και δώσ΄ του αυτοί όλο όργωναν τ΄ αυλάκια,

κι όλο να φτάσουν σπούδαζαν στου χωραφιού την άκρη.

Και μαύριζε από πίσω η γής, λες έμοιαζε οργωμένη

κιάς ήταν χρυσοσκάλιστη, αφτό δα αν ήταν θάμα!

Κι εκεί ένα βαθυγράσιδο μέσα έφτιαχνε μετόχι,

που θεριστάδες, τροχιστά στα χέρια τους δρεπάνια

βαστώντας δώσ΄ του θέριζαν, κι απ΄ τις χουφτιές λές άλλες

έπεφταν χάμω επανωτές στη γής αράδα-αράδα,

άλλες πάλε έπαιρναν γοργοί δετάδες ναν τις δέσουν.

Τρείς οι δετάδες π΄ όριζαν, και τα παιδιά από πίσω

δίχως να στέκουν αγκαλιές το χόρτο κουβαλούσαν

κι΄ έδιναν πάντα. Κι ήσυχος παρέκει ο νοικοκύρης

ραβδί κρατώντας έστεκε χαρούμενος στον όχτο.

Και κράχτες χώρια τοίμαζαν κάτου από λεύκα δείπνο,

κι έψηναν βόδι πούσφαξαν μεγάλο, κι οι γυναίκες

πολλά άσπρα αλέβρια ζύμωναν, ταγή των δουλευτάδων".

(σσ Ομήρου,"Ιλιάδα", ραψωδία Σ, στίχ. 541-560, μετάφ. Α. Πάλλη)

Στον κλήρο δουλεύουν πολλοί ζευγολάτες, που οδηγούν τα βόδια, ζεμένα στο ξυλάλετρο. Ύστερα από κάθε αυλακιά τους κερνούν από ένα κύπελλο κρασί. Πίσω από τη μαύρη οργωμένη γη φαίνεται το χωράφι του νοικοκυριού, όπου θερίζουν πολλοί θεριστάδες με κοφτερά δρεπάνια. Στη γη πέφτουν πυκνά τα στάχυα. Πίσω από τους θεριστάδες έρχονται οι δετάδες που δένουν σφιχτά τα δεμάτια με τα δεματικά. Τα παιδιά μαζεύουν τα στάχυα. Επικεφαλής της δουλειάς βρίσκεται ο ίδιος ο νοικοκύρης του χωραφιού (ο βασιλιάς) με ραβδί στο χέρι. Αυτός διευθύνει τη δουλειά και η χαρά (για την πλούσια σοδιά) πλημμυρίζει την καρδιά του.

Οι αγροτικές δουλειές ήταν δύσκολες. Ο ζευγολάτης γυρνώντας από το χωράφι φαίνεται κουρασμένος, λαχταράει να φάει και να ξεκουραστεί και στο μέτωπο των ταύρων που τραβούσαν το αλέτρι τρέχει ο ιδρώτας. Πλάι στα βόδια χρησιμοποιούσαν σα δύναμη έλξης και τα μουλάρια. Τα χωράφια οργώνονταν σε μακριές αυλακιές ("μακριές αυλακιές χάραξε τ΄ αλέτρι μου"). Για να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, το χωράφι οργωνόταν κάμποσες φορές, δυο, τρεις ακόμα και τέσσερις. Σχετικά με τους υπολογισμούς του γάλλου οικονομολόγου Ντιρό ντέ Λαμάλ, ένα αλέτρι ζεμένο σε δυό βόδια όργωνε σε μια μέρα το ένα τρίτο του εκταριού σε βάθος αυλακιάς 25 εκατοστά. Έτσι ένα χωράφι από 12 εκτάρια (120 στρέμματα) μπορούσε να καλλιεργηθεί με τρία ζευγάρια βόδια σε δώδεκα μέρες.

Εκτός από τ΄ αλέτρι για γεωργικά εργαλεία χρησιμοποιούσαν και τον κασμά, τον ξύλινο σβολοκόπο και το φτυάρι, που μ΄ αυτά έκαναν αφράτα τα χώματα για να φυτέψουν τα κηπουρικά φυτά. Πλάι στην αγρανάπαυση χρησιμοποιούσαν κοπριά για λίπασμα των χωραφιών και άνοιγαν ποτιστικά κανάλια. Η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια" μιλούν πολλές φορές για πότισμα. Ο Αχιλλέας παραβάλλεται με γοργό χείμαρρο, που αρδευτικά έργα κατευθύνουν τα νερά του σε πλούσια ανθισμένο κήπο. Σ΄ ένα άλλο σημείο λέγεται ότι κανένας υδατοφράχτης, κανένα φράγμα στημένο γύρω από τους "ανθισμένους κάμπους" δε μπορούν να σταματήσουν και να συγκρατήσουν το ακράτητο ποτάμι. Στη ραψωδία Ν της "Ιλιάδας" αναφέρεται ελαιοκαλλιεργητής που φυτεύει νεαρά φυντάνια καρποφόρου λιόδεντρου σε τόπους που έχουν άφθονο νερό.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

6
Όλα αυτά μαρτυρούν για μια σχετικά προχωρημένη γεωργική τεχνική και αναπτυγμένη οργάνωση της δουλειάς. Για το σπουδαίο ρόλο της γεωργίας στην οικονομική ζωή της ομηρικής Ελλάδας μαρτυρεί η αφθονία των λογής λογής μεταφορών, που χρησιμοποιούνται στην "Ιλιάδα" και στην "Οδύσσεια" και που πάρθηκαν από την καθημερινή γεωργική πράξη. Στην ομηρική Ελλάδα τη δουλειά δεν τη θεωρούσαν ταπεινωτική απασχόληση, όπως στην κατοπινή, στην κλασική εποχή, όταν αναπτύχθηκε η δουλοχτησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Οδυσσέας, ο κύριος ήρωας της "Οδύσσειας", επιθυμώντας να λάμψει μπροστά στο βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο με τη σωματική δύναμη και την επιδεξιότητά του, προτείνει στους Φαίακες να μετρηθεί μαζί τους στο όργωμα, στο κόψιμο του χόρτου και στο θερισμό. Λογοτεχνικά ολοκληρωμένος και συνάμα εξιδανικευμένος τύπος βασιλιά, που ζει μέσα στις συνθήκες της φυσικής οικονομίας, τύπος αγαθού και φιλόξενου νοικοκύρη, είναι ο βασιλιάς Αλκίνοος - ο βασιλιάς των "ξακουστών Φαιάκων", που ζουν κάπου μακριά στη Δύση, στο νησί Σχερία (πιθανόν να πρόκειται για τη σημερινή Κέρκυρα). Ο Αλκίνοος ζει μέσα σε υπέροχα ανάκτορα, όπου όλα λαμποκοπούνε, "όπως ο ήλιος και το φωτεινό φεγγάρι στον ουρανό".

Ηρθε στου Αλκίνου τακουστά παλάτια κι ο Οδυσσέας,

κι ο νους του σάστιζε πριν πάει στα χαλκωτά κατώφλια,

τι σα φώς ήλιου ή φεγγαριού στα μάτια του φαινόταν

του Αλκίνου του τρανόκαρδου θεόρατο παλάτι.

Χαλκένιοι τοίχοι στέκονταν απ΄ το κατώφλι ως μέσα

στα βάθια, και ζωνόντανε με λαζουρί στεφάνι,

Θύρες χρυσές σφαλνούσανε το στεριωμένο κτίριο,

με παραστάτες αργυρούς στο χαλκωτό κατώφλι,

με ανώφλι, ολάργυρο κι αυτό, και με χρυσή κρικέλα.

Είχε και δυό αργυρόχρυσους απ΄ τα δυό πλάγια σκύλους,

που ο Ηφαιστος τους έφτιαξε με τη σοφή του τέχνη,

τον Πύργο να φυλάγουνε τ΄ Αλκίνου του μεγάλου,

αθάνατοι κι αγέραστοι για πάντα και για πάντα.

Θρονιά στον τοίχο αραδιαστά κι από τα δυό τα πλάγια,

απ΄ το κατώφλι ως τα βαθιά, με ντύματα αποπάνω,

έργα ψιλά καλόγνεστα των γυναικών, βαλμένα".

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Η, στίχ. 83-97, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)

Γύρω από το παλάτι απλωνόταν δεντρόκηπος και λαχανόκηπος, όπου σ΄ όλες τις εποχές του χρόνου μεγάλωναν και ωρίμαζαν οι πιό διαφορετικοί καρποί και τα πιο διαφορετικά λαχανικά.

Παρόξω απ΄ την αυλή σιμά στη θύρα, είχε περβόλι,

τεσσάρω ζευγαριών παντού καλοφραγμένο γύρω,

που δέντρα πλήθος φαίνονται αψηλά και φουντωμένα,

εκεί απιδιές, ροδιές, μηλιές με τα λαμπρά τα μήλα,

συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές γερές και φουντωμένες.

Δε λείπει ολοχρονίς καρπός, χειμώνα καλοκαίρι,

τι άλλα τ΄ αγέρι το γλυκό γεννάει κι άλλα ωριμάζει.

Μεστώνει απίδι, κι άλλο ανθεί, και μήλο πά στο μήλο,

πα στο σταφύλι άλλο τσαμπί, και σύκο πα στο σύκο.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Η, στίχ. 112-121, μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)

Παρακάτω ακολουθεί η περιγραφή του αμπελιού:

Βρίσκεται φυτεμένο εκεί και πλούσιο αμπελοκήπι,

με αλώνι μέσα λιακωτό σε γής καλοστρωμένη,

που από τον ήλιο δέρνεται, σταφύλια αλλού τρυγιούνται,

αλλού πατιούνται, παρακεί να βάφουν αρχινάνε.

Εχει κι ωριόπλουμες βραγιές στου περιβολιού τις άκρες,

κάθε λογής, που ολοχρονίς φαντάζουνε στο μάτι.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Η, στίχ. 43-45, μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)

Τα απαραίτητα για το σπίτι αντικείμενα της χειροτεχνίας κατασκευάζονταν σε οικιακά εργαστήρια, που υπήρχαν σε κάθε οίκο. Οι χειροτεχνικές δουλειές γίνονταν κυρίως από τις δούλες. Οι δούλες δούλευαν στο χερόμυλο: "Άλεθαν το χρυσό στάρι". Άλλες έκλωθαν νήματα και τα ύφαιναν στους αργαλειούς. Κάθονταν η μια δίπλα στην άλλη "σαν τα τρεμάμενα φύλλα της λεύκας". Οι τεχνίτριες του Αλκίνοου, οι κλώστρες και οι υφάντρες ξεχώριζαν για τη μεγάλη τέχνη στη δουλειά τους. Τα υφάσματα που ύφαιναν ήταν τόσο πυκνά, που, σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή, ακόμα και το λάδι δεν περνούσε απ΄ αυτά. Όλες τις δουλειές του σπιτιού τις διεύθυνε η οικοδέσποινα Αρήτη, η γυναίκα του Αλκίνοου. Ζώντας κοντά στη θάλασσα, οι Φαίακες αγαπούσαν τα θαλασσινά ταξίδια. Απόχτησαν μάλιστα και τη φήμη ξακουστών θαλασσοπόρων, που είχαν καλά καράβια και καλά λιμάνια. Ο Οδυσσέας, λέει ο ποιητής, κοίταζε:

Και το λιμάνι θάμαζε με τα καράβια εκείνος,

τις αγορές που κάθονταν οι ηρώοι, και τα μεγάλα

τα ξυλοσκέπαστα τειχιά, που θάμα ήταν μονάχο

(σσ Ομήρου "Οδύσσεια", ραψωδία Η, στίχ. 43-45, μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

7
Το μεγαλύτερο μέρος από τα προϊόντα που έβγαζαν από τη γη ή αποχτούσαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ξοδεύονταν στο σπίτι του βασιλιά. Η φυσική οικονομία και οι σχέσεις της φυσικής οικονομίας διατηρούνται ακόμα ολοκληρωτικά στο βασίλειο των Φαιάκων, που ήταν "ξακουστοί στη θάλασσα και φίλοι των κουπιών". Στο έπος οι Φαίακες παρουσιάζονται σαν ξέγνοιαστοι άνθρωποι που "αγαπούν τις γιορτές, τους χορούς και το τραγούδι". Αυτά ισχύουν για όλους τους Φαίακες γενικά, μα ξεχωριστά για τους "ευγενείς άνδρες", που κάθονταν στα καθίσματα με ιεραρχική σειρά και ανάλογα με την ηλικία και απολάβαιναν τα πιοτά και τα φαγητά. Η φυσική οικονομία και η αφθονία των προϊόντων έδιναν στους βασιλιάδες τη δυνατότητα να ζουν πλουσιοπάροχα, με την πατριαρχική έννοια της λέξης, να κάνουν συχνά και πλούσια συμπόσια και να δέχονται φιλόξενα τους ξένους. Προς τιμήν του άγνωστου (Οδυσσέα) που έφτασε στο νησί του, ο Αλκίνοος οργανώνει μεγαλόπρεπο συμπόσιο, που σ΄ αυτό κάλεσε όλους τους συγγενείς και τους συμπεθέρους του, ευγενείς άνδρες και "πολλούς από τον απλό λαό".

Γέμισαν όλες οι αίθουσες, οι αυλές και τα χαγιάτια

από άντρες που μαζώχτηκαν, γέροι και νιοί περίσσοι,

Δώδεκ΄ αρνιά τους έσφαξε ο Αλκίνος, οχτώ χοίρους

ασπρόδοντους και βόδια δυό λοξόποδα τους κόβει,

που τάγδαραν και τάσφαξαν και στρώσανε τραπέζια.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Θ΄, στίχ. 57-61. Μετάφ. Αργύρη Εφταλιώτη)

Ανάμεσα στους καλεσμένους είναι και ο ξακουστός τυφλός τραγουδιστής (αοιδός), Δημόδοκος, που στο πρόσωπό του ο Όμηρος απεικόνισε τον εαυτό του.

Φέρνει κι ο κράχτης τον καλό τραγουδιστή μαζί του,

που η Μούσα τον αγάπησε, και τούδοσε σμιγμένο

καλό μαζί με το κακό. Το φώς του αυτή του πήρε

μα τούφερε γλυκειά φωνή. Θρονί αργυροδεμένο

στους καλεστούς ανάμεσα του στήνει ο κράχτης, δίπλα

στήλου αψηλού... (σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Θ΄, στίχ. 72-73, Μετ. Εφταλιώτη)

Κι από πιοτό κι από φαί σα φράνθηκε η καρδιά τους,

τον ψάλτη η Μούσα κίνησε να ψάλει αντρώνε δόξες

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Θ΄, στίχ. 72-73, Μετ. Εφταλιώτη)

Ύστερα από το συμπόσιο ακολουθούν αγώνες δρόμου, πάλη, δισκοβολία, πυγμαχία και στο τέλος χοροί της νεολαίας των Φαιάκων. Στους χορούς πήραν μέρος και οι δώδεκα γιοι του Αλκίνοου.

Στεκότανε ιδρομούστακοι, τεχνίτες χορευτάδες,

κι αρχίσαν θεϊκό χορό και κοίταγε ο Οδυσσέας τα πόδια τ΄ αστραφτόγοργα, και θάμαζε η ψυχή του.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Θ΄, στίχ. 263-265, Μετ. Εφταλιώτη)

Στο συμπόσιο πήρε μέρος και η "πανέμορφη κόρη" του Αλκίννοου η Ναυσικά, που θάμπωσε τον ξένο με την ομορφιά της. Οταν ο ξένος φεύγει, ο σπιτονοικοκύρης και η οικογένειά του του προσφέρουν πλούσια δώρα. Καθένας από τους δώδεκα γιους του Αλκίνοου δίνει στον ξένο, που φεύγει, χρυσάφι και ρούχα. Ο ίδιος ο Αλκίνοος του χαρίζει το χρυσό κύπελλο του, η Αρήτη υφάσματα, κλωστές και ένα θαυμάσιο κιβώτιο, όπου τοποθετούν τα δώρα. Ύστερα από αυτό στέλνουν τον συγκινημένο από την ξεχωριστή φιλοξενία και την καλοσύνη του σπιτονοικοκύρη ξένο με μαγικό καράβι στην πατρίδα του Ιθάκη.

Στα παλάτια των πλούσιων βασιλιάδων συνωστιζόταν πάντα η πολυάριθμη συνοδεία τους, (οι σύντροφοι και οι συνοδοί), πλήθος συγγενείς, συμπέθεροι, φίλοι και φιλοξενούμενοι. Όλοι αυτοί ξόδευαν τεράστιες ποσότητες τρόφιμα που ετοιμάζονταν στον οίκο. Ο Οδυσσέας είχε δώδεκα κοπάδια ταύρους με μεγάλα κέρατα, άλλα τόσα κοπάδια πρόβατα, γίδια και γουρούνια. Όλες οι φροντίδες για το νοικοκυριό και τα χωράφια τις είχε ο επιστάτης του οίκου, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πρώην δούλος. Στον Οδυσσέα το ρόλο του πρώτου επιστάτη εκτελούσε ο "θείος βοσκός", ο δούλος Εύμαιος, "αρχηγός ανθρώπων". Στις αποθήκες του Οδυσσέα βρίσκονταν αμέτρητα αποθέματα χρυσού και χαλκού. Ακόμα φυλάγονταν στις αποθήκες και πολλά ρούχα και αρωματικά έλαια. Στο μάκρος των τοίχων βρίσκονταν οι πήλινοι αμφορείς γεμάτοι με παλιό κρασί που σπιθοβολούσε.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

8
3. To oικονομικό καθεστώς της ομηρικής κοινωνίας







Όσο πατριαρχική και αυτάρκης κι αν φαίνεται η ζωή του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου, όμως κι αυτός δεν τα βγάζει πέρα χωρίς αντικείμενα που να έρχονται απ΄ έξω. Οι Φαίακες φημίζονταν σαν ξακουστοί θαλασσοπόροι. Την ίδια φήμη είχαν και μερικοί άλλοι βασιλιάδες. Ήρθε καιρός που τα προϊόντα από τα δικά τους χωράφια, τα κοπάδια, τους δεντρόκηπους και τους λαχανόκηπους δεν ικανοποιούσαν πια τους πλούσιους βασιλιάδες. Το δικό τους νοικοκυριό και η ζωή τους γίνονταν όλο και στενότερα και γι΄ αυτό αναγκάζονταν να καλύψουν τις ελλείψεις με αντικείμενα φερμένα απ΄ έξω. Η ελληνική αριστοκρατία αγόραζε με ευχαρίστηση από τους Φοίνικες που ύστερα από την παρακμή των κοινωνιών του Αιγαίου έπαιζαν το ρόλο του εμπορικού μεσάζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση - αντικείμενα πολυτέλειας, με τέχνη κατασκευασμένα από τους τεχνίτες της Ανατολής.

Η υπόθεση όμως δε σταμάτησε σ΄ αυτό. Οι βασιλιάδες που διακρίνονταν για την τόλμη και το επιχειρηματικό τους μυαλό, κάνοντας μακρινά ταξίδια, γνώριζαν τη ζωή των άλλων βασιλιάδων και λαών, τους πήγαιναν δώρα (κρασιά, όπλα, δούλες κλπ.) και σ΄ αντάλλαγμα έπαιρναν άλλα δώρα.

Βλάμη μου σ΄ έχω πατρικό απ΄ τα παλιά τα χρόνια.

Γιατί ο Οινέας μια φορά στο σπίτι το λεβέντη

Βελλερεφόντη ως είκοσι φιλοξενούσε μέρες.

Μάλιστα οι δυό τους κι άλλαξαν πανώρια θυμητάρια.

Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο,

κι ο γιός του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι,

π΄ ακόμα σπίτι βρίσκουνταν για δώ σαν ξεκινούσα.

(σσ Ομήρου, "Ιλιάδα", ραψωδία Ζ΄, στίχ. 215-221. Μετ. Α. Πάλλη)

Ιδιαίτερα φημίστηκε για τα ταξίδια του ο αδελφός του Αγαμέμνονα Μενέλαος, που ήταν προικισμένος με γερό μυαλό. Ο Μενέλαος επισκέφτηκε πολλές χώρες, μαζί και την Αίγυπτο.

Πολύ εκεί βιός συνάζοντας και μάλαμα ο Μενέλαος,

με τα καράβια γύριζε σ΄ αλλόγλωσσους ανθρώπους.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Γ΄, στίχ. 301-302. Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη).

Γι΄ ανταλλαχτική μονάδα χρησιμοποιούσαν ζώα κι ιδιαίτερα τους ταύρους. Εκτός από τους ταύρους χρησιμοποιούνταν και άλλες αξίες, όπως λ.χ. κομμάτια ορείχαλκου και σίδερου με ορισμένο βάρος, τσεκούρια, τρίποδες και χρυσά τάλαντα. Για μέτρο μήκους χρησίμευε ο πήχυς, για τον όγκο ο φοίνικας (Χοίνιξ), που ήταν ίσος με την καθημερινή μερίδα σταριού, την απαραίτητη για έναν ενήλικο άνθρωπο. Μερικοί βασιλιάδες άρχισαν κιόλας να ενδιαφέρονται λιγότερο για το αγροτικό νοικοκυριό, για τη στρατιωτική και ιερατική δράση και να μετατρέπονται σε επαγγελματίες εμπόρους και επιχειρηματίες. Τέτιος ήταν λ.χ. ο Εύνηος, γιος του Ιάσωνα, που αναφέρεται στην "Οδύσσεια".

Κι ήρθαν καϊκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα

πολλά, που ο γιός τους τάστειλε του Ιάσου, ο Καλοκράσης, (σσ Καλοκράσης: Πρόκειται για τον Εύηνο, γιό του Ιάσωνα)

που γέννησε απ΄ το βασιλιά τον Ιάσο η Υψιπύλη.

Και χώρια για τ΄ Ατρέα τους γιούς, Μενέλα κι Αγαμέμνο,

του Ιάσου ο γιός κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα.

Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος,

ποιός με λεβέτια χάλκινα και πιός με σιδερένια

και ποιός μ΄ ασκιά βοϊδόπετσας, άλλοι με βόδια πάλι,

κι άλλοι με σκλάβους.

(σσ Ομήρου, "Ιλιάδα", ραψωδία Π΄, στίχ. 467-475. Μετ. Α. Πάλλη)

Και ο ίδιος, ο πολυμήχανος Οδυσσέας γνώριζε καλά τα τεχνάσματα των εμπόρων. Όταν κάπου διηγείται τη φανταστική βιογραφία του, ο Οδυσσέας παρουσιάζεται σαν γιος πλούσιου έμπορα της Κρήτης, γεννημένος από δούλα, όμως ¨πολύ τιμημένη στην οικογένεια".

...Η αντριωμένη

ψυχή μου τότες θάνατο δε λόγιαζε μπροστά της,

μόν΄ πρώτος πρώτος χούμιζα, κι όποιος εχτρός δε μπόρεσε

να με ξεφύγει, τούπαιρνα τη ζωή με το κοντάρι.

Τέτοιος εγώ στον πόλεμο, δε μ΄ άρεζαν χωράφια

και σπιτικά, που συνηθούν λαμπρά παιδιά να θρέφουν,

μόνε πλοία με κουπιά λαχτάραγε η καρδιά μου.

Πολέμους, και καλόξεστα κοντάρια και σαγίττες,

κακά, που φόβο σε αλλονούς κι ανατριχίλα δίνουν.

Μα πάλε, τα όσα μούβαζε ο Θεός στο νού αγαπούσα,

τι άλλα ο ένας κυνηγάει, κι άλλα ζητάει ο άλλος.

Και πρίν ακόμη οι Αχαιοί πατήσουνε στην Τροία,

εννιά φορές εγώ αρχηγός με τα καράβια βγήκα,

σε ξένους τόπους και πολλά μάζεβα τότε πλούτια.

Διάλεγα μέρος, και πολλά μου πέφταν και στον κλήρο.

Μεγάλωσε κι αρχόντηνε μεμιάς το σπιτικό μου,

κι όλοι στην Κρήτη μ΄ έβλεπαν με σεβασμό και φόβο...

Τι μόλις μήνα χάρηκα παιδιά, γυναίκα, πλούτια,

και πόθος μούρθε στην καρδιά καράβια ν΄ αρματώσω,

και με συντρόφους διαλεχτούς στην Αίγυπτο να σύρω.

Εννιά καράβια αρμάτωσα, και τρέξαν μέσα κόσμος.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Ξ΄, στίχ. 218-234 και 244-247 Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

9
Όταν έφτασαν στην Αίγυπτο οι σύντροφοι του Οδυσσέα άρχισαν να λεηλατούν τα γεμάτα καρποφόρα δέντρα χωράφια των κατοίκων της Αιγύπτου και αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Είναι αλήθεια, ότι αυτή τη φορά οι έμποροι-πειρατές έπεσαν έξω στους υπολογισμούς τους: ενώ ξεκίνησαν για λεία και δούλους, οι σύντροφοι του εμπόρου της Κρήτης πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από το εμπόριο, που δεν ήταν ακόμα χωρισμένο από την πειρατεία, μεγάλωναν τα πλούτη των βασιλιάδων κι άρχισε να αποσυντίθεται η φυσική οικονομία και η πατριαρχική ζωή.

Συγκρίνοντας την "Ιλιάδα" με την "Οδύσσεια" μπορούμε να διαπιστώσουμε πώς άλλαξε κι ο ίδιος ο τύπος του βασιλιά. Οι ήρωες της "Ιλιάδας" - ο Αχιλλέας κι ο Έκτορας - παρουσιάζονται στο έπος σαν στρατιωτικοί αρχηγοί-ήρωες, που διακρίνονται για τη σωματική τους ρώμη, την επιδεξιότητα αλλά και τη σκληρότητα. Ο Αχιλλέας παρομοιάζεται με χείμαρρο που κατεβαίνει γοργά και με θόρυβο από τα βουνά και καταστρέφει το καθετί που συναντά στο δρόμο του. Στη δύναμη και την επιδεξιότητα ο Αχιλλέας μοιάζει με τον αϊτό, το δυνατότερο και γρηγορότερο απ΄ όλα τα πουλιά, το μαυρόφτερο κυνηγό που πετάει στα ουράνια ύψη. Οπλισμένος με βαρύ ξίφος, και φορώντας αστραφτερή περικεφαλαία, ο Αχιλλέας φαίνεται τρομερός και φοβερός, σαν τη δυνατή φωτιά ή τον ήλιο που ανατέλλει.

Δεν είναι λιγότερο άγριος, τραχύς και σκληρός ο ήρωας της Τροίας Έκτορας, γιος του βασιλιά Πρίαμου. Ο Έκτορας πρώτος εξορμά ενάντια στο στρατό των Αχαιών, πρώτος ανεβαίνει στην πύλη, "σπάει την πυκνή παράταξη των αχαιών πολεμιστών και τους τρέπει σε φυγή". Εντελώς διαφορετική εικόνα μας παρουσιάζει η "Οδύσσεια". Ο κυριότερος ήρωας της "Οδύσσειας" είναι ο πολυμήχανος και πολύπειρος Οδυσσέας, το ίδιο επιδέξιος στον πόλεμο, στη γεωργία και στο εμπόριο. Οι βασιλιάδες και οι άρχοντες αποτελούσαν το πάνω, το λεπτό στρώμα της ομηρικής κοινωνίας. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του πληθυσμού ήταν ο "δήμος", ο λαός, που τον αποτελούσαν οι μεσαίοι και μικροί γαιοκτήμονες, οι χειροτέχνες και οι δούλοι. Η εμπορευματο-χρηματική οικονομία προκάλεσε την αγοραπωλησία της γης και τη συγκέντρωσή της στα χέρια της αριστοκρατίας. Τα κομμάτια της γης των μεσαίων και των μικρών γαιοχτημόνων, οι κλήροι, περνούσαν στα χέρια της αριστοκρατίας και οι κάτοχοί τους έχαναν τα χωράφια και φτώχαιναν. Η ομοιογενής μάζα του δήμου διαφοροποιείται και η αγροτική κοινότητα αποσυντίθεται. Ένα μέρος του δήμου μετατρεπόταν σε μεσαίους και μικρούς γαιοκτήμονες, το άλλο καταστρεφόταν, το τρίτο γινόταν χειροτέχνες και έμποροι.

Οι ελεύθεροι γεωργοί αναφέρονται αρκετά συχνά στο έπος. Είναι πολύ προσηλωμένοι στους κλήρους τους, φροντίζουν για το πότισμά τους, ρίχνουν κοπριά και τους καλλιεργούν με τις δυνάμεις της οικογένειάς τους και με τη βοήθεια λίγων δούλων. Στον τύπο αυτών των ανθρώπων ανήκει, λογουχάρη, ο "σεβάσμιος γέροντας" Λαέρτης, πατέρας του Οδυσσέα.

...Πήγαινε και ρώτηξε το γέρο

ήρωα Λαέρτη, λένε αυτός πια δεν πατάει στην πόλη,

παρά μακριά στην εξοχή μονάχος τυραννιέται,

και γέρικη σπιτοκυρά θροφή του παραθέτει,

η κούραση τα σκέλια του σαν πιάσει, που με κόπο

τα σέρνει στον ανήφορο του αμπελοχώραφού του.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Α΄, στίχ. 188-193. Μετ. Αργύρη Εφταλιώτη)

Ένα μέρος του ελεύθερου πληθυσμού, βαρυμένο με τις πολεμικές εκστρατείες και τους φόρους, φτώχαινε, καταστρεφόταν και περνούσε στην κατηγορία την θητών. Θήτες ονομάζονταν στην ομηρική Ελλάδα οι φτωχοί άνθρωποι που έχαναν το δεσμό τους με το γένος. Οι θήτες δεν είχαν δικές τους εστίες, δεν ανήκαν σε γένος και σε φατρία και γι΄ αυτό ήταν εντελώς απροστάτευτοι. Στην κατηγορία των θητών περνούσαν τα ξεπεσμένα μέλη του γένους, τα μέλη που εγκατέλειψαν το γένος ή διώχτηκαν απ΄ αυτό, οι απόγονοι του νικημένου πληθυσμού, οι ξένοι κλπ. Η χειροτέρευση της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης του ελεύθερου πληθυσμού φαινόταν ανάμεσα στ΄ άλλα και από την ανάπτυξη της ζητιανιάς, που ήταν πολύ διαδομένη στην εποχή της "Οδύσσειας". Η "Οδύσσεια" καθρεφτίζει τη ζωή εποχής πιο κατοπινής από την "Ιλιάδα". Κοκαλιάρηδες, κουρελήδες, με το ραβδί στο χέρι και το σακούλι στον ώμο οι ζητιάνοι γυρίζανε στα χωριά και στις πόλεις, από σπίτι σε σπίτι, ζητώντας ελεημοσύνη. Οι ζητιάνοι δεν είχαν που να γείρουν το κεφάλι τους. Το καλοκαίρι ζούσαν και ξενυχτούσαν κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, το χειμώνα τρύπωναν στο "χάλκινο σπίτι" (σιδεράδικο), που χρησίμευε ταυτόχρονα για πανδοχείο και τόπος συγκέντρωσης του απλού λαού.

"Καημένε ξένε, που θαρρώ ξεκουτιασμένος είσαι,

δεν πας μες σε χαλκιάδικο να κοιμηθείς ή χάνι

μόνε ήρθες και μωρολογάς εδώ με τόσο θάρρος

σ΄ αυτούς τους άντρες ομπροστά χωρίς να νοιώθεις φόβο;

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Σ΄, στίχ. 327-330. Μετ. Αρ. Εφταλιώτη)

Ένα μέρος από τους θήτες ξέπεσε ως το επίπεδο των αλητών, που ζούσαν στα σιδεράδικα ή κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Ένα άλλο μέρος γινόταν μεροκαματιάρηδες, που δούλευαν στους οίκους των βασιλιάδων και πληρώνονταν σε είδος.

"Θαρχόσουν τάχα εργάτης μου, α σε ζητούσα, ώ ξένε,

σε κάποια άκρη χωραφιών, με πλερωμή, να φέρνεις

λιθάρια για τους φράχτες μου, και δέντρα να φυτεύεις;

Εκεί θροφή θα σούδινα και με το παραπάνω,

και θάχες και φορέματα και τα ποδήματά σου.

(σσ Ομήρου, "Οδύσσεια", ραψωδία Σ΄, στίχ. 357-361, Μετ. Αρ. Εφταλιώτη)
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελλάδα”