Πλάτωνας : Πολιτικά συστήματα

1
Στο έργο του Πλάτωνος με τίτλο "Πολιτικός" γίνεται λόγος για τα πολιτικά συστήματα. Στη συζήτηση παίρνει το λόγο κάποιος Ξένος που συνομιλεί αρχικά με τον φίλο του Σωκράτη τον Θεαίτητο και στη συνέχεια με τον "Σωκράτη τον νεότερο" όπου και του αναλύει τα 7 πολιτικά συστήματα που στην ουσία είναι οι 3 "καλά", 3 "κακά" και 1 "θείο". Ανάλογα τους νόμους άλλοτε είναι καλύτερη η δημοκρατία, άλλοτε η αριστοκρατία, ενώ άλλοτε η βασιλεία. Όταν οι νόμοι παρεκτρέπονται τότε η δημοκρατία γίνεται οχλοκρατία, η βασιλεία γίνεται τυραννική, και η αριστοκρατία μετατρέπεται σε ολιγαρχία όπου οι λίγοι κάνουν κουμάντο τους πολλούς. Το έβδομο φυσικά - ανώτερο από όλα - είναι σαν "θείο" μπροστά στα άλλα, το επιστημονικό, αυτό δηλαδή που βασίζεται στην σοφία, στην επιστήμη και στο οποίο ο φιλόσοφος - και όχι ο πολιτικός - έχει την πρώτη θέση.
Εικόνα
Ας δούμε απόσπασμα από το έργο "Πολτικός" του Πλάτωνος

Ξένος.
Από αυτά λοιπόν τα σφαλερά πολιτεύματα, τα οποία είναι όλα επιζήμια, πρέπει ημείς να εξετάσωμεν ποίον είναι το ολιγώτερον κακόν εις τους πολίτας και ποίον το βαρύτερον. Αν και τούτο είναι πάρεργον συγκρινόμενον με αυτό που είπαμεν προηγουμένως. Οπωσδήποτε όμως γενικώς ίσως όλοι εκτελούμεν όλας τας πράξεις μας αναλόγως αυτού.

Νέος Σωκράτης.
Βεβαίως πρέπει. Διατί όχι;

Ξένος.
Από τα τρία λοιπόν, πολιτεύματα δέξου ότι το ίδιον είναι πολύ περισσότερον και ανυπόφορον και υποφερτόν.

Νέος Σωκράτης.
Πώς το εννοείς αυτό;

Ξένος.
Δεν λέγομεν τίποτε άλλο, παρά ότι η μοναρχία και η αρχή των ολίγων και του λαού, αυτά τα τρία είναι τα πολιτεύματα συμφώνως με την αρχήν του λόγου τον οποίον αναπτύσσομεν τώρα.

Νέος Σωκράτης.
Βεβαίως έτσι είπαμεν.
Ξένος.
Αυτά λοιπόν ας τα διχοτομήσωμεν το καθέν και ας τα κάμωμεν όλα έξ και ως έβδομον ας ξεχωρίσωμεν από όλα αυτά το ορθόν.
Νέος Σωκράτης.
Πώς;

Ξένος.
Από την βασιλείαν ας χωρίσωμεν την βασιλικήν και την τυραννικήν. Έπειτα πάλιν από την εξουσίαν των ολίγων, είπαμεν ότι η μία η καλή είναι η αριστοκρατία και η άλλη η ολιγαρχία. Την δε εξουσίαν του λαού τότε μεν την εθεωρήσαμεν ως απλήν και την ωνομάσαμεν δημοκρατίαν, τώρα όμως πρέπει να την θεωρήσωμεν ως διπλήν.

Νέος Σωκράτης.
Πώς λοιπόν; Και πώς να την διαιρέσωμεν;

Ξένος.
Διόλου διαφορετικά από τας άλλας δεν θα κάμωμεν, και αν τώρα θεωρήσωμεν ως διπλούν και το όνομα αυτής. Διότι και εις αυτήν, καθώς και εις τας άλλας, υπάρχει και η νόμιμος και η παράνομος διοίκησις.

Νέος Σωκράτης.
Βεβαίως υπάρχει.

Ξένος.
Λοιπόν, τότε που εζητούσαμεν την ορθήν, αυτό το τμήμα δεν μας εχρησίμευε δι' όσα απεδείξαμεν προηγουμένως. Αφού όμως τώρα εχωρίσαμεν εκείνην, τας δε άλλας τας εθεωρήσαμεν ως αναγκαίας, τώρα λοιπόν πάλιν αυτάς τας διχοτομεί η διαφορά της παρανομίας και της νομιμότητος.

Νέος Σωκράτης.
Τόρα που το εξήγησες έτσι μου φαίνεται ορθόν.

Ξένος.
Λοιπόν η μοναρχία, εάν συνενωθή με καλά γραπτά, τα οποία ονομάζομεν νόμους, είναι το καλλίτερον πολίτευμα από όλα. Εάν όμως είναι παράνομος, τότε είναι βαρύ και το πλέον ανυπόφορον.

Νέος Σωκράτης.
Σχεδόν.

Ξένος.
Την δε εξουσίαν των ολίγων, καθώς μεταξύ του ενός και των πολλών ο μέσος όρος είναι τα ολίγα, ομοίως και αυτήν ας την θεωρώμεν μέσον όρον και εις τα δύο αυτά. Η δε εξουσία πάλιν του λαού είναι εις όλα ανίσχυρος και δεν ημπορεί να κάμη ούτε κανέν μέγα καλόν ούτε κανέν μέγα κακόν σχετικώς με τας άλλας, διότι εις αυτήν η εξουσία μοιράζεται από ολίγη εις πολλούς. Δι' αυτό, εάν όλα αυτά τα πολιτεύματα αναδειχθούν νόμιμα, αυτή είναι η χειροτέρα, εάν όμως όλα γίνουν παράνομα, αυτή είναι η καλλίτερα. Και όταν όλαι εκτροχιασθούν, εις την δημοκρατίαν είναι προτιμοτέρα η ζωή, εάν όμως όλαι ευρίσκωνται εν τάξει, ολιγώτερον πρέπει να προτιμήσωμεν να ζήσωμεν εις αυτήν, και είναι πολύ προτιμότερον και καλλίτερον να ζήσωμεν εις την πρώτην, εκτός όμως της εβδόμης. Διότι εκείνην πρέπει να την προτιμήσωμεν από όλα τα άλλα πολιτεύματα, ωσάν θεόν μεταξύ των ανθρώπων.

Νέος Σωκράτης.
Φαίνεται ότι αυτό εκτελείται και συμβαίνει καθώς λέγεις, και πρέπει να κάμωμεν καθώς λέγεις.

Ξένος.
Λοιπόν και όσοι μετέχουν εις όλα αυτά τα πολιτεύματα, εκτός του επιστημονικού, πρέπει να τους αποχωρίσωμεν και να μη τους θεωρούμεν ότι είναι πολιτικοί, αλλά αναρχικοί και επιστάται μεγάλων ειδώλων και όμοιοι οι ίδιοι με αυτά, και επειδή είναι πολύ μεγάλοι ταχυδακτυλουργοί και λαοπλάνοι, γίνονται οι μεγαλίτεροι σοφισταί από όλους τους σοφιστάς.

Νέος Σωκράτης.
Σχεδόν αυτός ο χαρακτηρισμός εφαρμόζεται ορθότατα εις τους λεγομένους πολιτικούς.

Η σύνθεση του θέματος έγινε εδώ : http://laptonarchives.blogspot.gr/2013/ ... st_16.html
_________________________
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν :

"Πολιτικός" Πλάτωνος
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Πλάτωνας : Πολιτικά συστήματα

2
Ο Χαρακτήρας του Δημοκρατικού συστήματος και ο χαρακτήρας του πολίτη που παράγει.

Απόσπασμα από την Πολιτεία Πλάτωνος

Σωκράτης — Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσωμεν πώς σχηματίζεται και ποίος είναι ο
χαρακτήρ αυτής, ούτως ώστε, αφού γνωρίσωμεν και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που της
ομοιάζει, να υποβάλωμεν και αυτόν υπό την κρίσιν μας. — Θα ακολουθήσωμεν δηλαδή και εις
αυτό την ιδίαν μας μέθοδον. — Ιδού λοιπόν πώς γίνεται η μετάβασις από την ολιγαρχίαν εις την
δημοκρατίαν, ένεκα της απληστίας προς επαύξησιν της κεκτημένης περιουσίας, πράγμα το οποίον
θεωρείται ως το ανώτατον αγαθόν εν τη ολιγαρχική πολιτεία. — Πώς γίνεται; — Επειδή οι
άρχοντες εν αυτή οφείλουν το αξίωμά των εις τα μεγάλα των πλούτη, δεν τους συμφέρει να
περιορίσουν διά νόμου την ελευθερίαν των ασώτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να
σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τας περιουσίας των, διά να αγοράζουν αυτοί τα αγαθά των ή να
τους δανείζουν με βαρείς τόκους και τοιουτοτρόπως να αυξάνουν ακόμη περισσότερον τα πλούτη
των και την υπόληψίν των. — Αναμφιβόλως. — Είναι όμως ήδη φανερόν, ότι αδύνατον συγχρόνως
και να τιμούν τον πλούτον εις μίαν πόλιν, και να εξασκούν την εγκράτειαν και την σωφροσύνην,
αλλά κατ' ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο. — Εκτός πάσης αμφιβολίας. —
Παραμελούντες λοιπόν οι άρχοντες εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας και μη φροντίζοντες να
περιορίσουν την ακολασίαν, ηνάγκασαν πολλούς, ανθρώπους ίσως εκ φύσεως ευγενών
αισθημάτων, να καταντήσουν εις την εσχάτην ένδειαν. — Μάλιστα. — Κάθηνται λοιπόν αυτοί εις
την πόλιν με το κέντρον έτοιμον και ωπλισμένοι, άλλοι μεν κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα
πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δύο μαζί, με την καρδίαν γεμάτην έχθραν και επιβουλήν
εναντίον εκείνων, που επλούτησαν με τα λείψανα της περιουσίας των, και εναντίον όλων εν γένει
των πολιτών, τρέφοντες σχέδια γενικής ανατροπής των πραγμάτων. — Έτσι είναι. — Εν τω μεταξύ
οι χρηματισταί, πεσμένοι με τα μούτρα εις τη δουλειά των, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν
καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα έλθη τώρα η σειρά να πέση εις τα νύχια των, διά
να τον αφαιμάξουν, δανείζοντες εις αυτόν και λαμβάνοντες τόκους πολύ περισσοτέρους από το
αρχικόν κεφάλαιον και αυξάνοντες τοιουτοτρόπως τον αριθμόν των πτωχών και των κηφήνων εις
την {πόλιν}. — Πώς βέβαια να μην τον αυξάνουν; — Δεν εννοούν μολαταύτα ν' ανακόψουν την
πρόοδον του κακού, που υποβόσκει, είτε απαγορεύοντες εις τους ιδιώτας, να διαθέτουν όπως τους
φανή την περιουσίαν των, είτε και με ένα άλλο μέσον, διά του οποίου προλαμβάνονται όλα αυτά τα
κακά. — Και ποίον είναι αυτό το μέσον; — Ένας νόμος, ο οποίος, ελλείψει του πρώτου, θα
ηνάγκαζε τους πολίτας να είναι τίμιοι εις τας συναλλαγάς των· διότι αν ήθελέ τις ορίση τα τοιούτου
είδους συμβόλαια να γίνωνται επί κινδύνω των δανειστών, και η τοκογλυφία θα εξησκείτο
ολιγώτερον αναιδώς εις την πόλιν, και ολιγώτερα από αυτά τα κακά, που είπαμεν τώρα, θα
ανεφύοντο εν αυτή. — Πολύ σωστά. — Ενώ τώρα οι άρχοντες δι' όλους αυτούς τους λόγους
γίνονται αφορμή να περιέρχωνται εις αυτήν την κατάστασιν οι υπήκοοί των· αυτοί δε οι ίδιοι και τα
τέκνα των ζώντες βίον τρυφηλόν και μη γυμνάζοντες ούτε τα σώματα ούτε τας ψυχάς των,
καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι να αντισταθούν και εις τας ηδονάς και εις τας λύπας. —
Πράγματι. — Αλλ' αφού αυτοί οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτε άλλο, παρά πώς να αυξήσουν την
περιουσίαν των, είναι δυνατόν να φροντίζουν περί αρετής περισσότερον από την τάξιν των πτωχών;
— Όχι βέβαια.
— Λοιπόν, υπό τοιαύτας συνθήκας, όταν τύχη και ευρεθούν μαζί άρχοντες και υπήκοοι, είτε εις
καμμίαν πορείαν, ή αποστολήν, ή εκστρατείαν κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώται ή
συμπλωτήρες, ή εις οιανδήποτε άλλην περίστασιν και γνωρισθούν καλά μεταξύ των εις τους
κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγον οι πλούσιοι να περιφρονούν τους πτωχούς· αλλ' απεναντίας,
όταν ένας πτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμμένος, τύχη να έχη παραστάτην εις τον πόλεμον κανένα
πλούσιον, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδή να
λαχανιάζη και να μην ηξεύρη πώς να εξοικονομήση τον εαυτόν του, δεν νομίζεις πως θα σκεφθή
αμέσως, ότι από την ιδικήν των την ανανδρίαν είναι πλούσιοι οι τοιούτοι, και δεν θα λέγουν ο ένας
του άλλου, όταν συναντώνται ιδιαιτέρως, ότι «οι άνθρωποί μας δεν αξίζουν τίποτε»; — Πολύ καλά
το γνωρίζω, ότι αυτό πράγματι γίνεται.
— Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικόν δεν χρειάζεται παρά την ελαχίστην αφορμήν απέξω διά να
πέση κάτω, ενίοτε δε υφίσταται γενικήν διατάραξιν και χωρίς καμμίαν εξωτερικήν αιτίαν, το ίδιον
και μία πολιτεία, ευρισκομένη εις την αυτήν κατάστασιν, αρκεί μικρά αφορμή, διά να αναστατωθή
και παραδοθή εις τον εμφύλιον πόλεμον, όταν ή οι πτωχοί επικαλεσθούν την βοήθειαν μιας
δημοκρατουμένης πόλεως, ή οι πλούσιοι ολιγαρχουμένης, ενίοτε δε και χωρίς να γίνη και αυτό. —
Πολύ σωστά. — Και το πολίτευμα μεταβάλλεται εις δημοκρατικόν, όταν, μου φαίνεται,
υπερισχύσουν οι πτωχοί και άλλους μεν φονεύσουν, άλλους δε εξορίσουν, και μοιράσουν με τους
λοιπούς εξ ίσου τας αρχάς και τα αξιώματα της πολιτείας [εκλεγομένων ως επί το πλείστον των
αρχόντων διά του κλήρου]. — Κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον γίνεται η σύστασις της
δημοκρατίας, είτε αν νικήσουν διά των όπλων οι πτωχοί, είτε αν οι πλούσιοι από φόβον
αποφασίσουν να αποχωρήσουν μόνοι των εκ της πόλεως.
— Ποίος λοιπόν θα είναι τώρα ο τρόπος της διοικήσεως, και ποία τα ήθη της πολιτείας ταύτης;
διότι είναι φανερόν ότι εξ αυτής της εξετάσεως θα ευρεθή τοιούτος και ο δημοκρατικός άνθρωπος.
— Βεβαίως — Λοιπόν εν πρώτοις όλοι των είναι ελεύθεροι, και επικρατεί εις την πολιτείαν πλήρης
ελευθερία και παρρησία και εξουσία να κάμνη ο καθένας ό,τι θέλει. — Αυτό τουλάχιστον λέγεται.
— Όπου όμως υπάρχει αυτή η εξουσία, είναι φανερόν ότι έκαστος πολίτης θα διαθέτη και θα
κανονίζη τον βίον του κατ' αρέσκειαν. — Μάλιστα, φανερόν. — Επομένως θα υπάρχη εις αυτήν
την πολιτείαν μεγίστη ποικιλία ανθρωπίνων τύπων και χαρακτήρων. — Και πώς όχι; — Μα την
αλήθειαν κινδυνεύει να θεωρηθή η ωραιοτέρα από όλας τας πολιτείας αυτή, καθώς φόρεμα
κεντημένον με πολυποίκιλα άνθη, τοιουτοτρόπως στολισμένη και αυτή με παντοειδή ήθη και
χαρακτήρας· και δι' αυτό ίσως, όπως τα παιδιά και αι γυναίκες θαυμάζουν την ποικιλίαν του
στολισμού, να κρίνουν και οι πολλοί ωραιοτέραν αυτήν την πολιτείαν. — Δεν δυσκολεύομαι να το
πιστεύσω. — Και εις αυτήν την πολιτείαν είναι που ημπορεί κανείς να έλθη να διαλέξη το είδος του
πολιτεύματος που του έρχεται εις τον λογαριασμόν. — Πώς αυτό; — Διότι περικλείει όλα τα είδη
των πολιτευμάτων, χάρις εις την εξουσίαν που έχει ο καθένας να ζη όπως θέλει· και φαίνεται, πως
αν ήθελε κανείς να χαράξη το σχέδιον μιας πολιτείας, όπως δα εκάμναμεν και ημείς τώρα, δεν θα
έχη ανάγκην παρά να μεταβή εις μίαν δημοκρατουμένην πάλιν, όπως πηγαίνει κανείς εις την
αγοράν ή εις το παντοπωλείον, και να διαλέξη το είδος της αρεσκείας του, σύμφωνα με το οποίον
να εκτελέση το σχέδιόν του. — Ίσως πράγματι δεν θα του λείψουν πρότυπα.
— Δεν φαίνεται δε θαυμασία εκ πρώτης όψεως και πολύ χαριτωμένη η τοιαύτη διευθέτησις των
πραγμάτων, ώστε να μην έχης την υποχρέωσιν να αναλαμβάνης καμμίαν δημοσίαν λειτουργίαν,
όσην και αν έχης ικανότητα προς τούτο, ούτε πάλιν να υπόκεισαι εις καμμίαν εξουσίαν, εάν δεν
θέλης, ούτε να πηγαίνης εις τον πόλεμον, ενώ οι άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχης ειρήνην, όταν
έχουν οι άλλοι, εάν δεν το επιθυμής εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σου αποκλείη το δικαίωμα να γίνης
άρχων και δικαστής, εσύ μολαταύτα να γίνεσαι, εάν σου κατέβη εις το κεφάλι; — Ίσως πράγματι εκ
πρώτης όψεως. — Έπειτα, τι σου λέγει εκείνη ενίοτε η επιείκεια προς τους καταδικασμένους; ή δεν
έτυχε ποτέ να ιδής εις τοιαύτην πολιτείαν ανθρώπους καταδικασθέντας εις θάνατον ή εις εξορίαν,
να μένουν και να αναστρέφωνται εν μέσω των άλλων, και ως να μην τον επρόσεχε ή τον έβλεπε
κανείς, να περιφέρεται αρειμανίως εν μέση αγορά ως ήρως; — Και πολλούς μάλιστα είδα.
— Εκείνη δε η συγκαταβατικότης των, η απηλλαγμένη και του ελαχίστου ίχνους μικρολογίας;
εκείνη η καταφρόνησις προς όλας τας αρχάς, τας οποίας ημείς με τόσην σοβαρότητα και σεβασμόν
πραγματευόμεθα, όταν εσχεδιάζαμεν την πόλιν μας, λέγοντες ότι, ουδέποτε, εκτός αν έχη τις
τελείαν εκ φύσεως προδιάθεσιν, εκτός αν εκ παιδικής ηλικίας και εν μέσω των παιγνίων του ζη με
τα παραδείγματα του καλού και ακολούθως σπουδάση επιμελώς όλα αυτά, είναι δυνατόν να γίνη
κανείς ενάρετος και καλός άνθρωπος; με πόσην μεγαλοπρέπειαν ποδοπατή όλας αυτάς τας αρχάς
και χωρίς διόλου να ενδιαφέρεται να γνωρίση με ποίαν προπαρασκευήν κατήλθεν εις το πολιτικόν
στάδιον ο δείνα πολιτευόμενος, τον περιβάλλει με όλην του την εκτίμησιν και υποστήριξιν, αρκεί
μόνον να διακηρύττη εκείνος ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού! — Τι
γενναία πράγματι συγκατάβασις! — Αυτά έχει και άλλα πολλά, όμοια πλεονεκτήματα η
δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστον, με μεγάλην ποικιλίαν και με τελείαν
αναρχίαν, αφού διανέμει την ισότητα ομοίως μεταξύ ίσων και ανίσων. — Πράγματα πολύ γνωστά
μας λέγεις.
— Πρόσεξε τώρα και οποίος τις θα είναι ο χαρακτήρ του ατόμου εις μίαν δημοκρατίαν· ή θέλεις
πρώτα να εξετάσωμεν, όπως το εκάμαμεν και διά το πολίτευμα, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται;
— Μάλιστα. — Λοιπόν ως εξής κατά την ιδέαν μου· ο φιλοχρήματος εκείνος και ολιγαρχικός έχει
υιόν, ο οποίος ανατραφείς υπό του πατρός του έχει τα ίδια αισθήματα με αυτόν. — Πώς όχι; — Και
ούτος λοιπόν διά της βίας κατορθώνει και χαλιναγωγεί τας επιθυμίας του εκείνας, αι οποίαι χωρίς
να του φέρουν κανένα κέρδος, απεναντίας είναι δαπανηραί, και δι' αυτό και ονομάζονται όχι
αναγκαίαι. — Μάλιστα. — Θέλεις λοιπόν, διά να κάμωμεν σαφέστερα τα πράγματα, να ορίσωμεν
πρώτα ποίας λέγομεν αναγκαίας επιθυμίας και ποίας όχι; — Θέλω. Αναγκαίαι λοιπόν επιθυμίαι δεν
πρέπει να ονομασθούν δικαίως εκείναι, που δεν ημπορούμεν να τας αποφύγωμεν και των οποίων η
ικανοποίησις μας είναι ωφέλιμος; διότι είναι φανερόν ότι και τα δύο αυτά είναι ανάγκαι
επιβεβλημέναι υπό της φύσεως. — Και πολύ μάλιστα. — Ώστε έχομεν δίκαιον ν' αποδώσωμεν εις
αυτάς τον χαρακτηρισμόν του αναγκαίου. — Βεβαίως. — Τι δε; εκείνας, από τας οποίας θα
ημπορούσε κανείς να απαλλαχθή, αν το έκαμνε έργον του από νεαράς ηλικίας, και αι οποίαι κανένα
κα\ον δεν μας κάμνουν που υπάρχουν, αλλά το εναντίον, δεν θα ήτο ορθόν, αν ηθέλομεν τας
ονομάση όχι αναγκαίας; — Πολύ ορθόν. — Να λάβωμεν τώρα ένα παράδειγμα και διά τα δύο είδη,
διά να έχωμεν ένα τύπον αυτών; — Πρέπει βέβαια. — Λοιπόν, η επιθυμία του να φάγωμεν απλώς
όσον χρειάζεται διά την υγείαν μας και την ευεξίαν ή και η επιθυμία ηρτυμένου φαγητού, δεν είναι
αναγκαία; — Το νομίζω. — Και η μεν επιθυμία απλώς του να φάγωμεν είναι και διά τους δύο
λόγους, νομίζω, αναγκαία, και διότι είναι ωφέλιμος και διότι χωρίς αυτό δεν ημπορούμεν να
ζήσωμεν. — Ναι. — Του δε ηρτυμένου φαγητού, εφ' όσον παρέχει κάποιαν ωφέλειαν διά την
ευεξίαν μας. — Πολύ σωστά. — Πέραν όμως από αυτό η επιθυμία φαγητών ασυνηθίστων και
αλλοκότων παρασκευασμάτων, επιθυμία βλαβερά μεν διά το σώμα, επιβλαβής δε και διά την
σωφροσύνην και την νηφαλιότητα της ψυχής, και από της οποίας διά της καταλλήλου
εκπαιδεύσεως δύνανται οι περισσότεροι εκ νεαράς ηλικίας να απαλλαχθούν, η τοιαύτη επιθυμία δεν
δύναται δικαίως να ονομασθή όχι αναγκαία; — Και πολύ μάλιστα. — Ημπορούμεν λοιπόν ακόμη
αυτάς μεν να τας ονομάσωμεν και δαπανηράς, τας δε πρώτας επικερδείς, διότι χρησιμεύουν να μας
κάμνουν ικανούς να εργαζώμεθα — Πώς όχι; — Δεν συμβαίνει δε το ίδιον και με τας ερωτικάς και
με όλας τας άλλας επιθυμίας; — Το ίδιον. — Εκείνον λοιπόν που ωνομάσαμεν προηγουμένως
κηφήνα, δεν είναι αυτός που κυριαρχείται από τας τοιαύτας ηδονάς και επιθυμίας τας μη
αναγκαίας, ενώ απεναντίας ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός έχει μόνον τας αναγκαίας; — Πώς όχι;
— Ας το εξηγήσωμεν λοιπόν τώρα εξ αρχής πώς από τον ολιγαρχικόν γίνεται ο δημοκρατικός· κατ'
αυτόν τον τρόπον μου φαίνεται πως γίνεται το πράγμα ως επί το πλείστον. — Πώς; — Όταν ένας
νέος, ανατεθραμμένος, όπως ελέγαμεν, με την αγάπην του κέρδους και εν γένει αμελώς, γευθή
άπαξ από το μέλι των κηφήνων και τύχη να συναναστραφή με τα δεινά και φοβερά εκείνα θηρία,
που ημπορούν να του παρασκευάσουν ποικίλας και παντοειδείς ηδονάς, από αυτήν την στιγμήν,
γνώριζε, αρχίζει να μεταβάλλεται η εν αυτώ ολιγαρχική φύσις εις δημοκρατικήν. — Κατ' ανάγκην.
— Και όπως η ολιγαρχική πολιτεία μεταβάλλει μορφήν, όταν την δημοκρατικήν μερίδα την
βοηθήσουν έξωθεν σύμμαχοι των αυτών φρονημάτων, δεν μεταβάλλεται επίσης και ο νέος, όταν
έξωθεν όμοιαι και συγγενείς επιθυμίαι, βοηθήσουν το έτερον είδος των εν αυτώ επιθυμιών; —
Βεβαιότατα. — Και εάν μεν σπεύση αφ' ετέρου προς βοήθειαν της εν αυτώ ολιγαρχικής μερίδος
των επιθυμιών καμμία άλλη συμμαχία, ο πατέρας του δηλαδή και οι άλλοι οικείοι του με τας
νουθεσίας των και τας επιπλήξεις των, τότε, νομίζω, συνάπτεται μέσα του πόλεμος σωστός μεταξύ
των δύο μερίδων. — Πώς όχι; — Και άλλοτε μεν συμβαίνει να ηττηθή η δημοκρατική μερίς υπό
της ολιγαρχικής, και τότε αι κακαί επιθυμίαι εν μέρει μεν τελείως εξαφανίζονται, εν μέρει δε
εκδιώκονται εκ της ψυχής του νέου, μέσα εις την οποίαν γεννάται το αίσθημα της εντροπής, και
επανέρχεται τοιουτοτρόπως εις την ευθείαν οδόν. — Πράγματι συμβαίνει αυτό ενίοτε. — Πάλιν
όμως μετ' ολίγον, εξ αιτίας της κακής ανατροφής, που έλαβε από τον πατέρα του, άλλαι επιθυμίαι
ισχυρότεραι και περισσότεραι διαδέχονται εκείνας που κατώρθωσε να εξορίση. — Πράγματι και
αυτό γίνεται συνήθως. — Τον παρασύρουν λοιπόν προς τας αυτάς κακάς συναναστροφάς, και από
την λαθραίαν αυτήν επιμιξίαν γεννώνται πλήθος νέων επιθυμιών μέσα του. Πώς όχι; Εις το τέλος
όμως καταλαμβάνουν την ακρόπολιν της ψυχής νέου αντιληφθείσαι, ότι είναι κενή μαθήσεως και
καλών έξεων και αληθινών αρχών, που χρησιμεύουν ως οι καλύτεροι φρουροί και φύλακες διά την
διάνοιαν των θεοφιλών ανθρώπων. — Αναμφιβόλως. — Κρίσεις δε ψευδείς και δοξασίαι
επιπόλαιαι και αλλαζονικαί αναβαίνουν και πιάνουν την θέσιν, που έπρεπε να κατέχουν εκείναι. —
Αυτό γίνεται. Τότε λοιπόν δεν επιστρέφει και μένει διά παντός πλέον φανερά μαζί με τους
λωτοφάγους εκείνους και αν τύχη να έλθη εκ μέρους των οικείων του καμμία ενίσχυσις εις την
αντίθετον, την φειδωλήν μερίδα της ψυχής του, αι αλαζονικαί δοξασίαι δεν κλείουν τας πύλας του
εν αυτώ βασιλικού τείχους και ούτε εις αυτήν την επικουρίαν επιτρέπουν την είσοδον, ούτε θέλουν
να ακούσουν τους λόγους, που φέρει πρεσβεία ανθρώπων πρεσβυτέρων και συνετών; αλλ' αφού
εξησφάλισαν υπέρ εαυτών την νίκην με την βοήθειαν πλήθους ανωφελών επιθυμιών, εκδιώκουν
μεν ατίμως την εντροπήν ονομάζοντες αυτήν ηλιθιότητα, κυνηγούν με πολλούς προπηλακισμούς
την σωφροσύνην, την οποίαν αποκαλούν ανανδρίαν, και στέλλουν εις εξορίαν την μετριότητα και
ολιγάρκειαν, τας οποίας χαρακτηρίζουν ως χωριατοσύνην και προστυχιάν. — Αληθινά. — Αφού
λοιπόν τοιουτοτρόπως απαλλάξουν από αυτάς και καθαρίσουν την ψυχήν του νέου, που επήραν εις
την κατοχήν των και τον μυούν εις τα μεγάλα μυστήρια, τότε δα πλέον εισάγουν εις αυτήν, μετά
μεγάλης και λαμπράς ακολουθίας και με στεφάνους εις την κεφαλήν, την αυθαιρεσίαν και την
αναρχίαν και την ακολασίαν και την αναίδειαν, τας οποίας στολίζουν με εγκώμια και χαϊδευτικά
ονόματα, αποκαλούντες την μεν αυθαιρεσίαν τρόπον του φέρεσθαι καθώς πρέπει, την αναρχίαν
ελευθερίαν, την ακολασίαν μεγαλοπρέπειαν, και την αναίδειαν ανδρείαν. Δεν είναι πράγματι κατ'
αυτόν τον τρόπον, που ένας νέος συνηθισμένος εκ παιδικής ηλικίας να ικανοποιή τας αναγκαίας
μόνον επιθυμίας του, μεταβάλλει κατάστασιν και παραδίδεται με όλην την ελευθερίαν και την
άδειαν εις τας μη αναγκαίας και ωφελίμους ηδονάς; — Με μεγάλην πράγματι ακρίβειαν και
ζωηρότητα εζωγράφισες την μεταβολήν του.
— Ζη δε πλέον απ' εδώ κ' εμπρός ο τοιούτος χωρίς να κάμνη καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των
αναγκαίων και περιττών ηδονών, διά την ικανοποίησιν των οποίων δεν φείδεται ούτε χρημάτων,
ούτε κόπου, ούτε χρόνου· αλλ' εάν έχη τύχην και δεν παρασυρθή υπ' αυτών μέχρι παροξυσμού, με
τον καιρόν δε και με την ηλικίαν, αφού κατευνασθή οπωσδήποτε η τρικυμία των παθών,
ανακαλέση εκ της εξορίας μερικούς εκ των φυγάδων και δεν παραδώση μέχρι τέλους και
ανεπιφυλάκτως τον εαυτόν του εις τους επεισελθόντας, αποκαθιστά τότε κάποιαν ισορροπίαν
μεταξύ των επιθυμιών του και παραδίδει εκάστοτε την διοίκησιν της ψυχής του εις την μερίδα την
οποίαν ήθελεν, ούτως ειπείν, ευνοήση ο κλήρος και πάλιν εις την άλλην, αφού κορεσθή με την
πρώτην, χωρίς να κάμνη διάκρισιν, αλλά την αυτήν εύνοιαν τρέφων και διά τας δύο. — Πολύ
σωστά. — Και δεν δέχεται, εννοείται, να ακούση ουδ' επιτρέπει την είσοδον εις το φρούριον, εάν
έλθη ο ορθός λόγος να του είπη, ότι υπάρχουν δύο ειδών ηδοναί, αι μεν αποτέλεσμα των καλών και
χρηστών επιθυμιών, αι δε των πονηρών και φαύλων, και ότι τας μεν πρώτας οφείλει να επιζητή και
να εκτιμά, τας δε άλλας να καταστέλλη και να δαμάζη· αποκρούει κάθε τοιαύτην εισήγησιν και
λέγει ότι πρέπει όλας εξ ίσου να εκτιμά. — Αυτό βέβαια πρέπει να κάμνη εις την κατάστασιν, που
ευρίσκεται.
— Περνά λοιπόν την ζωήν του ημέραν με την ημέραν κατ' αυτόν τον τρόπον χαριζόμενος εις την
πρώτην, που θα του παρουσιασθή επιθυμίαν του· σήμερον παραδίδεται εις την μέθην και την
διασκέδασιν, αύριον εις την υδροποσίαν και την αυστηροτέραν δίαιταν, άλλοτε εις την αργίαν και
την τελείαν αμεριμνησίαν των πάντων, και άλλοτε τάχα εγκύπτει εις την φιλοσοφίαν· το
συχνότερον πολιτεύεται, ανέρχεται επί του βήματος και ό,τι φθάση λέγει και κάμνει· και άν ποτε
ζηλώση την πολεμικήν δόξαν, επιδίδεται εις τα πολεμικά, άλλοτε πάλιν ζηλεύει τους
επιχειρηματίας, και ιδού αυτός τοιούτος· και εν γένει καμμίαν τάξιν δεν έχει εις την ζωήν του, ούτε
εννοεί να στενοχωρηθή από τίποτε, και αυτόν τον βίον εξακολουθεί μέχρι τέλους, τον οποίον
ονομάζει ευχάριστον, ελεύθερον και μακάριον. Θαυμάσια εξεικόνισες τον χαρακτήρα του φίλου
της ισονομίας. — Χαρακτήρα πολυσύνθετον, ο οποίος ενώνει εν εαυτώ ποικιλίαν ηθών και
χαρακτήρων, όπως και εκείνη η δημοκρατική πολιτεία· και δεν είναι παράδοξον να τον ευρίσκουν
πολλοί και πολλαί αξιοζήλευτον, αφού περιέχει όλα τα είδη των πολιτευμάτων και των
χαρακτήρων. — Έτσι είναι. — Δεν αντιστοιχεί λοιπόν προς την δημοκρατικήν πολιτείαν ο τοιούτος
άνθρωπος, ώστε να τον ονομάσωμεν ορθώς δημοκρατικόν; — Αντιστοιχεί βέβαια.
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Πλάτωνας : Πολιτικά συστήματα

3
Ο Χαρακτήρας του Τιμοκρατικού συστήματος και ο χαρακτήρας του πολίτη που παράγει.

Απόσπασμα από την Πολιτεία Πλάτωνος

Σωκράτης — Ποίος λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που αντιστοιχεί προς αυτό το πολίτευμα; πώς μορφούται και
ποίος είναι ο χαρακτήρ του; — Τον φαντάζομαι, διέκοψεν ο Αδείμαντος, να παρομοιάζη κάπως με
τον Γλαύκωνα αυτόν, όσον αφορά τουλάχιστον την φιλοδοξίαν. — Ίσως κατά τούτο μόνον· μου
φαίνεται όμως ότι διαφέρει κατά πολλά άλλα. — Ποία; — Εν πρώτοις πρέπει να είναι εκείνος
αυθαδέστερος και κάπως αμουσότερος, αν και θα αγαπά την μουσικήν· θα αγαπά επίσης τους
λόγους και τα ακροάματα, δεν θα έχη όμως ο ίδιος καμμίαν ρητορικήν ιδιοφυίαν· προς τους
δούλους θα είναι σκληρός, αντί να τους περιφρονή, όπως εκείνοι που έλαβαν την τελείαν
ανατροφήν, προς τους ελευθέρους ήμερος και προς τους άρχοντας ευπειθέστατος· φίλαρχος δε και
φιλόδοξος επί πάσι, θα επιζητή τα αξιώματα όχι χάρις εις την ρητορικήν του ικανότητα, αλλά χάρις
εις την πολεμικήν του αξίαν και τα πολεμικά του κατορθώματα, και θα είναι επομένως μανιώδης
διά τας σωματικάς ασκήσεις και το κυνήγιον. — Αυτά αλήθεια θα είναι τα ήθη του ανθρώπου
εκείνης της πολιτείας. — Αλλά ακόμη ο τοιούτος, εφ' όσον μεν είναι νέος, ίσως να περιφρονή τα
χρήματα, όσον όμως προχωρή η ηλικία, θα του αναπτύσσεται επί μάλλον και μάλλον και το πάθος
αυτό, διότι και εκ φύσεως μετέχει της φιλοχρηματίας και διότι και η αρετή του δεν είναι καθαρά
και ακεραία, επειδή εξ αρχής εστερήθη του αρίστου αυτής φύλακος. — Τίνος; ηρώτησεν ο
Αδείμαντος. — Της διαλεκτικής, συνδυασμένης με την μουσικήν διότι μόνον αυτή ημπορεί να
διασώση την αρετήν καθ' όλον τον βίον εις την καρδίαν εκείνου, που την κατέχει. — Καλά λέγεις.
— Τοιούτος λοιπόν είναι και ο χαρακτήρ του νέου, ο οποίος ομοιάζει με το τιμοκρατικόν
πολίτευμα. — Πράγματι.
— Ιδού δε τώρα κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται· συμβαίνει ο νέος μας να έχη πατέρα
κατοικούντα εις πόλιν κακώς κυβερνωμένην, ο οποίος αποφεύγει τας τιμάς και τα αξιώματα και
όλας τας ενοχλήσεις που συνεπάγουν και προτιμά να μην έχη καμμίαν θέσιν εις την πόλιν, φθάνει
να έχη εξησφαλισμένην την ησυχίαν του. — Λοιπόν πώς διαπλάσσεται ο χαρακτήρ του υιού; —
Ακούει εν πρώτοις την μητέρα του να δυσανασχετή και να παραπονήται διαρκώς, διότι ο σύζυγός
της δεν είναι από τους επισήμους και δι' αυτό δεν έχει και αυτή καμμίαν κοινωνικήν σειράν μεταξύ
των άλλων γυναικών, διότι τον βλέπει να μη φροντίζη καθόλου να αυξήση την περιουσίαν του και
να προτιμά να υφίσταται ανάνδρως κάθε ζημίαν των συμφερόντων του, παρά να έχη ανακατώματα
και διαφοράς εις τα δικαστήρια, να ενασχολήται μόνον περί του εαυτού του, να δεικνύη δε τελείαν
αδιαφορίαν περί αυτής· καθημερινώς λοιπόν την ακούει να επαναλαμβάνη και να λέγη, ότι ο
πατέρας του δεν είναι άνδρας, ότι δεν είναι καμμιά προκοπή από αυτόν, και όλα τα τέτοια που
συνηθίζουν να ψάλλουν αι γυναίκες εις αυτάς τας περιστάσεις. — Αυτό το έχουν πραγματικώς αι
γυναίκες, είπεν ο Αδείμαντος. — Γνωρίζεις δε ακόμη ότι και οι υπηρέται της οικίας, θέλοντες να
δείξουν ζήλον και ενδιαφέρον διά τον υιόν του κυρίου των, του ομιλούν ενίοτε κρυφίως με την
ιδίαν γλώσσαν, και όταν παραδείγματος χάριν βλέπουν, ότι ο πατέρας του δεν έρχεται εις βοήθειάν
του, ή διά να πληρώση κανένα του χρέος, ή διά να ξεμπλέξη από καμμιά βρωμοδουλειά, τον
συμβουλεύουν και τον παρακινούν, όταν μεγαλώση, να κυνηγά τους εχθρούς του και να μην αφήνη
να του πατούν το δίκιο και να είναι περισσότερον άνδρας από τον πατέρα του· και όταν εξέρχεται
έξω όλο τα ίδια ακούει, και βλέπει ότι, όσοι περιορίζονται εις το έργον των, θεωρούνται ηλίθιοι και
παραγκωνίζονται, ενώ όσοι κάθε άλλο κυττάζουν παρά την δουλειάν των, τιμώνται και δοξάζονται.
Τότε λοιπόν ο νέος, όσον από το ένα μέρος βλέπει και ακούει αυτά, από το άλλο όμως πάλιν ακούει
τους λόγους του πατέρα του και βλέπει πόσον η διαγωγή του και ο τρόπος του διαφέρει από τους
άλλους, αισθάνεται τον εαυτόν του να τον τραβούν και από τα δύο μέρη, διότι ενώ ο πατέρας του
καλλιεργεί και ενισχύει το λογιστικόν μέρος της ψυχής του, οι άλλοι απεναντίας του εξάπτουν το
επιθυμητικόν και το θυμοειδές· και επειδή το φυσικόν του δεν είναι κακόν, αλλά απλώς έχει
παρασυρθή από κακάς συναναστροφάς, ελκόμενος και από τα δύο μέρη, καταντά να πάρη τον
μέσον δρόμον και να παραδώση πάσαν επί του εαυτού του εξουσίαν εις το θυμοειδές και
φιλόνεικον μέρος της ψυχής του, το οποίον επίσης είναι το μέσον μεταξύ του λογιστικού και του
επιθυμητικού· και τοιουτοτρόπως έγινεν άνθρωπος φιλόδοξος και υψηλόφρων. — Μου φαίνεται ότι
πολύ καλά εξήγησες την γένεσιν αυτού του χαρακτήρος. — Έχομεν λοιπόν το δεύτερον είδος του
πολιτεύματος και του ανθρώπου;
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Πλάτωνας : Πολιτικά συστήματα

4
Ο Χαρακτήρας του Τυραννικού συστήματος και ο χαρακτήρας του πολίτη που παράγει.

Απόσπασμα από την Πολιτεία Πλάτωνος

— Μας υπολείπεται λοιπόν τώρα πλέον να διεξέλθωμεν το κάλλιστον είδος του πολιτεύματος και
τον άριστον ανθρώπινον χαρακτήρα, την τυραννίδα και τον τύραννον. — Μάλιστα. — Ας ίδωμεν
λοιπόν, αγαπητέ φίλε, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται η τυραννίς· και ότι μεν την αρχήν της έχει
από την δημοκρατίαν είναι σχεδόν φανερόν. — Βεβαίως. — Και άραγε κατά τον ίδιον τρόπον, που
γίνεται από την ολιγαρχίαν η δημοκρατία, κατά τον ίδιον γίνεται και από την δημοκρατίαν η
τυραννίς; — Πώς; — Εκείνο το οποίον εν τη ολιγαρχία εθεωρήθη το ανώτατον αγαθόν, και εις το
οποίον εχρεώστει, είπαμεν, την γέννησίν της αύτη — ήτο δε τούτο ο πλούτος· ή όχι; — Ναι. — Η
απληστία λοιπόν του πλούτου και η παραμέλησις όλων των άλλων προς απόκτησιν αυτού, είναι
εκείνο που επέφερε την καταστροφήν της. — Αλήθεια. — Κατά τον ίδιον λοιπόν λόγον και η
απληστία εκείνου, που θεωρείται εν τη δημοκρατία το ανώτατον αγαθόν, δεν επιφέρει και αυτής
την καταστροφήν; — Και ποίον είναι αυτό το αγαθόν; — Η ελευθερία· διότι αυτό θα ακούσης να
λέγουν εις μίαν δημοκρατουμένην πολιτείαν, ότι είναι το καλύτερον πράγμα που υπάρχει, και δι'
αυτό εις τοιαύτην μόνον πολιτείαν αξίζει να ζη ένας, που είναι εκ φύσεως ελεύθερος. —
Πραγματικώς λέγεται και πολύ μάλιστα αυτός ο λόγος. — Δεν είναι λοιπόν, και αυτό ακριβώς
επρόκειτο να είπω τώρα, η απληστία της ελευθερίας και η αδιαφορία δι' όλα τα άλλα, που επιφέρει
την κατάπτωσιν και αυτού του πολιτεύματος και παρασκευάζει την ανάγκην της τυραννίδος; —
Πώς δηλαδή;
— Όταν μία δημοκρατουμένη πολιτεία, που έχει άσβεστον δίψαν ελευθερίας, τύχη να κυβερνάται
από κακούς οινοχόους, και μεθύση, διότι της κερνούν παρά πάνω απ' ό,τι πρέπει άκρατον, τότε
λοιπόν, αν δεν είναι παραπολύ καλόβολοι οι άρχοντες και δεν εξακολουθούν να της δίνουν
ελευθερίαν όσην θέλη, τους κατηγορεί και τους τιμωρεί με την πρόφασιν ότι είναι καταχθόνιοι και
αποβλέπουν εις την ολιγαρχίαν. — Το κάμνουν πραγματικώς αυτό. — Και όσοι μεν των πολιτών
εξακολουθούν να υπακούουν εις τους άρχοντας, τους προπηλακίζει, ότι είναι δούλοι εκούσιοι και
δεν αξίζουν τίποτε, τους δε άρχοντας που είναι όμοιοι με τους υπηκόους, και τους υπηκόους που
είναι όμοιοι με τους άρχοντας, επαινεί και τιμά και ιδία και δημοσία· κατ' ανάγκην λοιπόν δεν θα
εξαπλωθή παντού η ελευθερία εις μίαν τοιαύτην πόλιν; — Πώς όχι; — Θα εισδύση μάλιστα, φίλε
μου, και εις τους κόλπους της οικογενείας, και εις το τέλος τέλος θα μεταδοθή το μίασμα της
αναρχίας και εις αυτά τα κατοικίδια ζώα. — Τι εννοείς με τούτο; — Θέλω να είπω ότι οι πατέρες θα
συνηθίσουν να θεωρούν τα τέκνα ως ίσους και ομοίους των και να φοβούνται τους υιούς των, το
ίδιον πάλιν οι υιοί τους πατέρας και ούτε θα τους σέβωνται, ούτε θα τους φοβούνται, διά να είναι
βέβαια ελεύθεροι· οι μέτοικοι θα εξισωθούν με τους πολίτας, οι πολίται με τους μετοίκους,
ωσαύτως δε και οι ξένοι. — Αυτό ακριβώς και συμβαίνει.
— Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα μικρότερα τοιαύτα, εις αυτήν την πολιτείαν· ο διδάσκαλος
φοβείται και περιποιείται τους μαθητάς του, οι μαθηταί καμμίαν σημασίαν δεν δίδουν διά τους
διδασκάλους και τους παιδαγωγούς των· και εν γένει οι νέοι εννοούν να περνούν το ένα με τους
γεροντοτέρους και να συνερίζωνται με αυτούς και εις τους λόγους και τα έργα, οι δε γέροντες πάλιν
συγκατερχόμενοι μέχρι των νέων σπουδάζουν να μιμούνται τους τρόπους των και να κάμνουν τον
χαρίεντα και τον ευτράπελον, διά να μη θεωρούνται φορτικοί και δεσποτικοί. — Αυτό είναι
αλήθεια. — Αλλ' η πλέον ανυπόφορος κατάχρησις της ελευθερίας που συμβαίνει εις την τοιαύτην
πολιτείαν, είναι να βλέπης τους δούλους τους αγορασμένους και τας δούλας, να απολαμβάνουν όχι
μικροτέραν ελευθερίαν από εκείνους που τους ηγόρασαν· ελησμόνησα δε σχεδόν να είπω, πόση
ισονομία και ελευθερία επικρατεί εις τας μεταξύ ανδρών και γυναικών σχέσεις. — Ας μη
λησμονώμεν τίποτε και, κατά τον Αισχύλον, ας λέγωμεν ό,τι μας έρχεται εις το στόμα. — Πολύ
καλά· και εγώ αυτό θα κάμω. Θα εδυσκολεύετο κανείς να το πιστεύση, αν τουλάχιστον δεν το
έβλεπε, πόσον και αυτά τα ζώα τα εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων απολαμβάνουν εδώ
μεγαλυτέραν ελευθερίαν ή παντού αλλού· διότι πραγματικώς, όπως λέγει και η παροιμία, κατά τον
αφέντη και το σκυλί, οι δε ίπποι και οι όνοι, συνηθισμένοι να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλην των
την μεγαλοπρέπειαν εις τους δρόμους, πίπτουν επάνω εις όσους τύχη να συναντήσουν, εάν δεν
παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα απολαμβάνουν απόλυτον ελευθερίαν. — Μου διηγείσαι
το ιδικόν μου το όνειρον συχνά μου συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνω εις την εξοχήν.
— Εννοείς λοιπόν, ποίον είναι το κεφάλαιον όλων αυτών αν τα προσθέσωμεν· η ψυχή των πολιτών
γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και εις την ελαχίστην υποψίαν καταναγκασμού, που θα ήθελέ τις να
τους επιβάλη, αγανακτούν και εξεγείρονται· γνωρίζεις δε βέβαια ότι εις το τέλος καταντούν να μη
λαμβάνουν καθόλου υπ' όψιν των και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους αγράφους, διά να
μην έχουν κανένα απολύτως κύριον. — Το γνωρίζω και πολύ καλά.
— Αυτή λοιπόν, φίλε μου, είναι η τόσον καλή και χαριτωμένη μορφή του πολιτεύματος, εκ της
οποίας, κατά την ιδέαν μου, λαμβάνει την αρχήν η τυραννίς. — Πραγματικώς χαριτωμένη· αλλά τι
συμβαίνει κατόπιν; — Το ίδιον νόσημα, το οποίον ανεφάνη εις την ολιγαρχίαν και επέφερε την
καταστροφήν της, το ίδιον παρουσιάζεται και εις αυτήν αλλά υπό μορφήν βαρυτέραν, ένεκα της
γενικής αμεριμνησίας, και επιφέρει την υποδούλωσιν της δημοκρατίας· διότι τωόντι η υπερβολή εις
κάθε πράγμα επιφέρει συνήθως την μετάπτωσιν εις την εναντίαν υπερβολήν, όπως παρατηρείται εις
τας εποχάς του έτους, εις τα φυτά, εις τα σώματά μας και μάλιστα και εις τας πολιτείας προπάντων.
— Είναι πολύ φυσικόν να γίνεται. — Και λοιπόν και η υπερβολική ελευθερία, είτε εις τους ιδιώτας
είτε και εις τα κράτη, εις τίποτε άλλο, φαίνεται, δεν οδηγεί παρά εις την ασυλείαν. — Έτσι είναι. —
Είναι λοιπόν φυσικόν να μη προέρχεται εξ άλλης πολιτείας η τυραννίς παρά εκ της δημοκρατίας, εκ
της ακροτάτης δηλαδή ελευθερίας η μεγαλύτερα και αγριωτέρα δουλεία. — Το πράγμα έχει τον
λόγον του. — Δεν είναι όμως αυτό που με ερωτούσες, αλλά ποίον νόσημα παρουσιάζεται εις την
δημοκρατίαν, το ίδιον απαράλλακτα όπως κανείς την ολιγαρχίαν, και επιφέρει την υποδούλωσιν
αυτής. — Έχεις δίκαιον.
— Εννοώ λοιπόν εκείνο το είδος των αργών και πολυδαπάνων ανθρώπων, εκ των οποίων οι μεν
γενναιότεροι τίθενται επί κεφαλής, οι δε άλλοι, οι ανανδρότεροι, τους ακολουθούν τους πρώτους,
ενθυμείσαι, τους παρεβάλαμεν με τους κηφήνας, που έχουν κέντρα, και τους άλλους με τους
κηφήνας, που δεν έχουν. — Και πολύ ορθώς. — Αυτά λοιπόν τα δύο είδη των ανθρώπων επιφέρουν
γενικήν διατάραξιν εις πάσαν πολιτείαν, που εμφανίζονται, απαράλλακτα όπως συμβαίνει με το
φλέγμα και την χολήν εις το ανθρώπινον σώμα· πρέπει λοιπόν ο καλός ιατρός και νομοθέτης της
πολιτείας να λάβη εξ αρχής όλα τα μέτρα του, όπως ένας έμπειρος μελισσουργός, προπάντων μεν
διά να μη εισχωρήσουν καθόλου εις την κυψέλην, αν δε τύχη και εισχωρήσουν, να τους πετάξη έξω
μίαν ώραν αρχύτερα μαζί με τας βεβλαμμένας κηρήθρας. — Δεν έχει, μα την αλήθειαν, καλύτερον
να κάμη. — Ας λάβωμεν όμως το πράγμα ως εξής, διά να εννοήσωμεν σαφέστερα αυτό που
θέλομεν. — Πώς; — Ας διαιρέσωμεν την δημοκρατουμένην πολιτείαν εις τρεις τάξεις, πράγμα το
οποίον άλλως τε είναι και αληθές· η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς ακριβώς που ελέγαμεν τώρα, και
οι οποίοι από την γενικήν ελευθερίαν, πολλαπλασιάζονται όχι ολιγώτερον παρά εις την ολιγαρχικήν
πολιτείαν. — Έτσι είναι — Είναι δε, εννοείται, και πολύ βλαβερώτεροι εις την δημοκρατικήν παρά
εις εκείνην. — Πώς; — Εκεί μεν, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων, δεν έχει καμμίαν υπόληψιν
και το απομακρύνουν από κάθε αρχήν, μένει ούτως ειπείν αγύμναστον και ατροφικόν· ενώ
απεναντίας εις μίαν δημοκρατίαν αυτό διαχειρίζεται, ως γνωστόν, την ανωτάτην εξουσίαν, εκτός
ολίγων εξαιρέσεων και οι μεν επιτηδειότεροι εξ αυτών λέγουν και πράττουν, οι δε άλλοι
περιβομβούν προσκολλημένοι γύρω εις το βήμα και δεν επιτρέπουν εις κανένα να έχη την
αντίθετον γνώμην, ώστε τα πάντα διεξάγονται εις αυτήν την πολιτείαν υπό των τοιούτων, εκτός
ενός πολύ μικρόν αριθμού. — Είναι αληθές. — Είναι τώρα μία δευτέρα τάξις, η οποία μένει πάντα
χωρισμένη από το πλήθος. — Ποία είναι αυτή; — Επειδή όλοι εις αυτήν την πολιτείαν εργάζονται
διά να πλουτήσουν, οι φρονιμώτεροι και πλέον μετρημένοι εκ φύσεως μεταξύ των γίνονται και
πλουσιώτεροι. — Φυσικά. — Και από αυτούς είναι, νομίζω, που τραυούν το περισσότερον μέλι και
προχειρότερα οι κηφήνες. — Και τι να τραυήξουν βέβαια από εκείνους, που δεν έχουν τίποτε; —
Αυτοί λοιπόν οι πλούσιοι είναι, που τους λέγουν: το βοτάνι των κηφήνων. — Επάνω κάτω. — Η δε
τρίτη τάξις είναι ο μικρός λαός, όσοι είναι τεχνίται και δεν πολυανακατώνονται εις τα πράγματα και
που μόλις επαρκούν να ζήσουν με τα ολίγα που έχουν· και είναι μολαταύτα εις μίαν δημοκρατίαν η
πολυπληθεστέρα και κυριωτέρα τάξις αύτη, όταν συσσωματωθή.
Έτσι είναι· αλλά δεν συνηθίζει να το κάμνη αυτό συχνά, εάν δεν πάρη και αυτός το μερίδιόν του
από το μέλι. — Και το παίρνει πραγματικώς, καθόσον οι προεστώτες κάμνουν ό,τι ημπορούν δι'
αυτό· αφαιρούν τας περιουσίας των πλουσίων και τας μοιράζουν εις τον λαόν, αφού, εννοείται,
κρατήσουν αυτοί το μεγαλύτερον μέρος. — Κατ' αυτόν τον τρόπον πραγματικώς λαμβάνει και
αυτός το μερίδιόν του. — Αναγκάζονται λοιπόν και οι πλούσιοι, των οποίων τας περιουσίας
παίρνουν, να υπερασπίζωνται, λαμβάνοντες τον λόγον εις τας συναθροίσεις του δήμου ή
ενεργούντες όπως άλλως δύνανται. — Πώς όχι; — Κατηγορούνται λοιπόν υπό των άλλων, και
χωρίς να επιδιώκουν καμμίαν καινοτομίαν πολιτικήν, ότι τάχα σχεδιάζουν την ανατροπήν του
δημοκρατικού πολιτεύματος και είναι ολιγαρχικοί. — Βεβαίως. — Και αυτοί λοιπόν εις το τέλος,
αφού βλέπουν ότι ο δήμος, όχι ίσως τόσον από κακήν θέλησιν, αλλά εξ αγνοίας και απατώμενος
από τους συκοφάντας, θέλει όλο να τους αδική, τότε πλέον, είτε το θέλουν είτε όχι, γίνονται
πραγματικώς ολιγαρχικοί· και δεν πταίουν αυτοί, αλλ' αφορμή πάλιν του κακού είναι εκείνος ο ίδιος
ο κηφήν, που τους καταδιώκει με το κέντρον του. — Αναμφιβόλως. — Αρχίζουν λοιπόν
καταγγελίαι και κρίσεις και δικαστικοί αγώνες μεταξύ των. — Βέβαια. — Δεν έχει δε την
συνήθειαν ο δήμος να αναδεικνύη εκάστοτε ένα κατ' εξοχήν προστάτην του, και να τον περιβάλλη
με πάσαν ισχύν και εξουσίαν; — Μάλιστα. — Είναι λοιπόν φανερόν, ότι από αυτήν την ρίζαν των
προστατών του δήμου ξεφυτρώνει ο τύραννος και από πουθενά άλλου. — Και πολύ μάλιστα
φανερόν.
— Ποία λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από του προστάτου εις τον τύραννον; δεν είναι
προφανώς, όταν αρχίση ο προστάτης να κάμνη το ίδιον μ' εκείνο, που συμβαίνει, κατά τον μύθον,
εις το εν Αρκαδία ιερόν του Λυκαίου Διός; — Τι δηλαδή; — Ότι τάχα εκείνος, που γευθή από το
ένα ανθρώπινον σπλάγχνον, που είναι κομμένον μέσα εις τα πολλά άλλα σπλάγχνα των άλλων
θυμάτων, κατ' αναπόδραστον ανάγκην μεταβάλλεται εις λύκον· ή δεν έχεις ποτέ σου ακούση αυτόν
τον μύθον; — Μάλιστα. — Μήπως λοιπόν τοιουτοτρόπως και ο προστάτης του δήμου, όταν εύρη
όχλον πρόθυμον να τον υπακούη και δεν κρατήση τας χείρας του καθαράς από το αίμα συμπολιτών
του, αλλά με αδίκους κατηγορίας, όπως γίνεται πολύ συνήθως, ενώπιον των δικαστηρίων γίνη
αφορμή να αδικοθανατήση άνθρωπος και γευθή τοιουτοτρόπως με γλώσσαν και στόμα ανόσιον
συγγενικό αίμα και εξορίζει και φονεύει και υπόσχεται απόσβεσιν χρεών και αναδασμόν γης,
μήπως, λέγω, κατ' ανάγκην τότε, ύστερ' απ' όλ' αυτά, είναι πεπρωμένον ο τοιούτος ή να πέση και
αυτός θύμα των εχθρών του, ή να γίνη τύραννος και να μεταβληθή από άνθρωπος εις λύκον; Κατ'
ανάγκην αυτό θα συμβή. — Αυτός λοιπόν είναι που στήνει πόλεμον με εκείνους που έχουν τας
μεγάλας περιουσίας. — Αυτός. — Και εάν, αφού μίαν φοράν εξορισθή, επανέλθη παρ' όλην την
αντίστασιν των εχθρών του, δεν επανέρχεται τέλειος πλέον τύραννος; — Αναμφιβόλως. — Αλλ'
εάν δεν ημπορέσουν να τον εξορίσουν ή να τον φονεύσουν, κατηγορούντες αυτόν ενώπιον του
δήμου, δεν συνωμοτούν να τον δολοφονήσουν κρυφίως; — Αυτό τουλάχιστον γίνεται συνήθως. —
Και τότε συμβαίνει το πολυθρύλητον εκείνο τέχνασμα των τυράννων, εις το οποίον καταφεύγουν,
όταν τα πράγματα καταντήσουν εις αυτό το σημείον, να ζητούν δηλαδή από τον δήμον
σωματοφύλακας, διά να μην τους πάθη τίποτε ο υπερασπιστής του δήμου. — Μάλιστα. — Και του
δίδουν πράγματι, επειδή φοβούνται μεν δι' εκείνον, δεν φοβούνται δε τίποτε διά τον εαυτόν τους.
— Και βέβαια.
— Όταν λοιπόν το πράγμα φθάση εις αυτό το σημείον, κάθε άνθρωπος με μεγάλην περιουσίαν,
και ο οποίος δι' αυτόν τον λόγον θεωρείται ως εχθρός του δήμου, εφαρμόζει τον χρησμόν, που
εδόθη εις τον Κροίσον, και
στο χαλικοστρωμένον Έρμον
φεύγει, δε μένει, και δειλός δε ντρέπεται να γίνη.
— Διότι βέβαια δεν θα του δοθή περίστασις να εντραπή άλλην φοράν πλέον. — Πραγματικώς,
διότι αν συλληφθή, θα λάβη άφευκτον θάνατον. — Κατ' ανάγκην. — Όσον δε αφορά τον
προστάτην του δήμου, εκείνος πλέον τότε φαρδύς πλατύς, όχι πέφτει καταγής (όπως λέγει ο στίχος)
αλλά, αφού καταρρίψη και άλλους πολλούς, ενθρονίζεται εις το άρμα της πόλεως και
παρουσιάζεται πλέον τέλειος τύραννος αντί προστάτου. — Και ποίος θα τον ημπόδιζε;
— Ας ίδωμεν τώρα την ευδαιμονίαν αυτού του ανθρώπου και της πόλεως, η οποία θα έχη την
ευτυχίαν να τον αποκτήση. — Ας ίδωμεν. — Και εις μεν τας πρώτας ημέρας της αρχής του, δεν
φέρεται φιλομειδέστατα και καταδεκτικώτατα εις όλους που συναντά, και δεν αποστέργει και αυτό
το όνομα του τυράννου; δεν σκορπίζει αφειδώς υποσχέσεις και ιδία και δημοσία και αναστέλλει
πράγματι τα χρέη και μοιράζει γαίας εις τον δήμον και εις τους ανθρώπους του και εν γένει
υποκρίνεται προς όλους τον πράον και ήμερον; — Είναι ηναγκασμένος να το κάμνη. Όταν όμως
ησυχάση άπαξ με τους εξωτερικούς του εχθρούς, και με άλλους μεν εξ αυτών συμφιλιωθή, άλλους
δε τους εξοντώση, πρώτον μεν αρχίζει να υποκινή κάθε φοράν και κάποιον πόλεμον, διά να έχη
πάντοτε ο δήμος ανάγκην αρχηγού. — Είναι φυσικόν. — Αλλά προ πάντων δεν το κάμνει, διά να
συνεισφέρουν εις τας ανάγκας δήθεν του πολέμου και τοιουτοτρόπως, μόλις επαρκούντες πλέον εις
τας καθημερινάς των ανάγκας, να μην είναι εις θέσιν να τον επιβουλεύωνται; — Φανερόν. — Και
διά να έχη ακόμη το μέσον να απαλλάσσεται με εύσχημον πρόφασιν από εκείνους, που υποπτεύεται
ότι έχουν αρκετά φιλελεύθερον το φρόνημα, διά να μην υποκύψουν υπό τον ζυγόν του, εκθέτων
αυτούς εις τους κινδύνους του πολέμου; δι' όλους αυτούς τους λόγους δεν έχει ανάγκην πάντοτε ο
τύραννος να προκαλή κάποιον πόλεμον; — Μάλιστα. — Όλα όμως αυτά δεν τον κάμνουν να
γίνεται επί μάλλον και μάλλον μισητός εις τους πολίτας; — Πώς όχι; — Μερικοί δε από εκείνους
που συνετέλεσαν εις την ανύψωσίν του και έχουν διά τούτο κάποιαν δύναμιν πλησίον του, δεν θα
αρχίσουν να κάμνουν λόγον μετά παρρησίας διά τας πράξεις του μεταξύ των, οι δε τολμηρότεροι
και προς αυτόν τον ίδιον να τας κατακρίνουν; — Φυσικώτατα. — Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να
τους βγάλη ο τύραννος από την μέσην, εάν θέλη να διατηρήση την εξουσίαν, έως ότου δεν αφίση
κανένα, ούτε φίλον ούτε εχθρόν, που να έχη κάποιαν αξίαν. — Αυτό είναι φανερόν. — Πρέπει
λοιπόν με άκραν οξύτητα να διακρίνη και να βλέπη ποίος είναι ανδρείος, ποίος μεγαλόφρων, ποίος
φρόνιμος, ποίος πλούσιος· και τόσον ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, εκών άκων, να τους θεωρή όλους
αυτούς εχθρούς του και να επιζητή την καταστροφήν των, έως ότου καθαρίση τελείως την πόλιν
από αυτούς. — Ωραίος καθαρισμός! — Ωραίος πράγματι, αλλ' αντίθετος από εκείνον που κάμνουν
εις τα σώματα οι ιατροί· εκείνοι δηλαδή αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα· αυτός δε
το εναντίον. — Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάμνη αυτό, αν εννοή να διατηρήση την αρχήν.
— Με αξιολάτρευτον, μα την αλήθειαν, ανάγκην είναι δεσμευμένος, η οποία του επιβάλλει, ή να
ζη με τους πολλούς τους φαύλους και μάλιστα μισούμενος υπ' αυτών, ή να αποθάνη. — Αυτή είναι
η θέσις του. — Αλλά όσον μισητότερος γίνεται εις τους πολίτας με αυτάς τας πράξεις του, δεν θα
έχη ανάγκην και τόσον περισσοτέρων και πιστοτέρων δορυφόρων; — Πώς όχι; — Αλλά πού θα
εύρη αυτούς τους πιστούς και από πού θα τους προσκαλέση; — Μόνοι των θα έλθουν πολλοί
πετώντας, αρκεί να τους πληρώνη κανείς καλά. — Μου φαίνεται, μα τον κύνα, πως εννοείς
κάποιους κηφήνας πάλιν, ξενικούς και κάθε λογής. — Σωστά το ηύρες. — Τι τάχα; δεν θα
ημπορούσεν άραγε να είχεν εντοπίους; — Πώς; — Να πάρη τους δούλους από τους κυρίους των,
να τους απελευθερώση και να αποτελέση από αυτούς την σωματοφυλακήν του. — Καλά το
εσκέφθης, διότι αυτοί πραγματικώς θα του είναι και τελείως αφωσιωμένοι. — Τι αξιοζήλευτον
πράγμα, αλήθεια, που μας παριστάνεις τον τύραννον, αφού θα έχη τέτοιους φίλους και πιστούς
ανθρώπους, διά να αντικαταστήση εκείνους τους άλλους που εξέκαμε πριν! — Και όμως αυτούς
έχει. — Και τον θαυμάζουν βέβαια αυτοί οι νέοι του σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του οι
νέοι αυτοί πολίται, ενώ οι χρηστοί τον μισούν και τον αποφεύγουν. — Πώς να μη γίνεται αυτό;
— Έχουν λοιπόν δίκαιον να θεωρούν την τραγωδίαν εν γένει ταμείον πάσης σοφίας, και ιδιαιτέρως
εν αυτή τον Ευριπίδην. — Διατί το λέγεις αυτό; — Διότι είπε μεταξύ των άλλων και αυτήν την
βαθυστόχαστον ρήσιν ότι «γίνονται σοφοί οι τύραννοι με την συναναστροφήν των σοφών»· και
έλεγε βέβαια σοφούς, αυτούς που ζουν με οικειότητα μαζί των. — Και ως ισόθεον ακόμη
εγκωμιάζει την τυραννίδα και αυτός και οι άλλοι ποιηταί. — Πιστεύω όμως μολαταύτα, ότι, καθώς
είναι σοφοί οι ποιηταί της τραγωδίας, θα μας συμπαθήσουν και ημάς και όλους, όσοι πολιτεύονται
σύμφωνα με τας ιδικάς μας αρχάς, που δεν θα τους παραδεχθούμεν εις την πολιτείαν μας, επειδή
εξυμνούν τους τυράννους. — Θα μας συμπαθήσουν, πιστεύω και εγώ, τουλάχιστον οι λεπτότεροι
μεταξύ των. — Ημπορούν όμως, εννοείται, αξιόλογα να περιοδεύουν εις τας άλλας πολιτείας, να
συναθροίζουν τους όχλους και μισθώνοντες τας ωραιοτέρας και ισχυροτέρας και πειστικωτέρας
φωνάς, να προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων και των δημοκρατιών. Βεβαίως. — Δι' όλα
αυτά μάλιστα λαμβάνουν και πλουσίας αμοιβάς και τιμάς, προπάντων μεν από τους τυράννους,
κατά δεύτερον δε λόγον από τας δημοκρατίας· αλλ' όσον, εννοείται, παίρνουν τον ανήφορον προς
τα τελειότερα πολιτεύματα, τόσον αποκάμνει και η υπόληψίς των, ως να την έπιασεν άσθμα και δεν
ημπορεί να τους παρακολουθήση. — Έχεις δίκαιον.
— Αλλ' ας επανέλθωμεν από αυτήν την παρέκβασιν, που εκάμαμεν, και ας ιδούμεν τώρα πώς ο
τύραννος θα διαθρέψη το ωραίον και πολυάριθμον και πολυποίκιλον και πάντοτε ανανεούμενον
στρατόπεδόν του εκείνο. — Είναι φανερόν, ότι θα θέση χείρα βέβηλον εις τους ναούς και τους
ιερούς θησαυρούς της πόλεως, και εφόσον το εκ της πωλήσεως αυτών χρήμα τον εξαρκεί, δεν θα
επιβάλλη εις τον λαόν πολύ μεγάλας καταναγκαστικάς εισφοράς. — Αλλά τι θα γίνη όταν
τελειώσουν αυτά; — Τότε βέβαια θαρχίση να τρέφεται και αυτός και οι καλεσμένοι του και οι φίλοι
του και αι φίλαι του από τα πατρικά του. — Ενόησα· ότι ο λαός δηλαδή, που εγέννησε τον
τύραννον, θα θρέψη και αυτόν και τους συντρόφους του. — Έχει βέβαια αυτήν την υποχρέωσιν. —
Πώς το λέγεις αυτό; αλλ' αν ο λαός αγανακτήση επί τέλους και του είπη, ότι δεν είναι δίκαιον να
τρέφεται από τον πατέρα του ένας υιός εις αυτήν την ηλικίαν πλέον, αλλά το εναντίον ο πατέρας
επί τον υιόν, και ούτε τον εγέννησε και τον ανάστησε διά να του γίνη, όταν μεγαλώση, δούλος των
δούλων του και να τον τρέφη και αυτόν και τους δούλους και όλον τον άλλον συρφετόν της
ακολουθίας του, αλλά διά να απελευθερωθή με την βοήθειαν και την προστασίαν του από τους
πλουσίους και τους ονομαζομένους επιφανείς, και τώρα τον προστάζει να φύγη από την πόλιν, και
αυτός και οι φίλοι του, όπως ένας πατέρας που εκδιώκει από την οικίαν του τον υιόν του μαζί με
τους οχληρούς συντρόφους του; — Τότε, μα τον θεόν, θα γνωρίση πλέον ο δήμος ποίον θρέμμα
εγέννησε και εθέρμανε εις τον κόλπον του και εμεγάλωσε και ότι εκείνοι, που θέλει να εκδιώξη,
είναι πολύ ισχυρότεροι του. — Τι κάθεσαι και λέγεις; θα τολμήση να επιβάλη βίαν εις τον πατέρα
του ο τύραννος, και αν δεν υποχωρήση, να τον κτυπήση ακόμη; — Μάλιστα, αφού πρώτα τον
αφοπλίση. — Μα εσύ μας τον παριστάνης τον τύραννον σωστόν πατροφάγον και διεστραμμένον
γηροτρόφον και, καθώς φαίνεται, αυτό πραγματικώς είναι που ονομάζει όλος ο κόσμος τυραννίδα·
ο λαός, κατά το λεγόμενον, διά να αποφύγη τον καπνόν της δουλείας ανθρώπων ελευθέρων, έπεσε
μέσα εις τη φωτιά δεσποτείας δούλων και ήλλαξε το φόρεμα της μεγάλης εκείνης και αναρμόστου
ελευθερίας με το φόρεμα της σκληροτάτης και πικροτάτης δουλείας των δούλων. — Έτσι γίνονται
αυτά τα πράγματα. — Και λοιπόν, θα είχαμεν τώρα άδικον να ισχυρισθώμεν, ότι αρκετά καλά
ανεπτύξαμεν πώς γίνεται η μετάβασις από την δημοκρατίαν εις την τυραννίδα, και ποίος είναι ο
χαρακτήρ αυτής; — Και πολύ καλά μάλιστα.

— Μας μένει λοιπόν να εξετάσωμεν τον τυραννικόν άνθρωπον, π;vς σχηματίζεται από τον
δημοκρατικόν, ποία είναι τα ήθη του και αν ο τρόπος της ζωής του είναι άθλιος ή μακαριστός. —
Αυτό πράγματι μας μένει να εξετάσωμεν. — Γνωρίζεις όμως τι επιθυμώ εγώ ακόμη; — Τι; — Μου
φαίνεται, ότι δεν φτάσαμεν αρκετά ακριβώς το περί των επιθυμιών κεφάλαιον, ποία είναι η φύσις
και τα διάφορα είδη αυτών· και εφ' όσον δεν γίνη τούτο, θα είναι πάντοτε ασαφεστέρα η εξέτασις
εκείνου, που ζητούμεν. — Και δεν είναι ακόμη καιρός να το κάμωμεν; — Είναι βέβαια· και
πρόσεξε τι κυρίως θέλω να γνωρίσωμεν περί αυτών· μεταξύ των επιθυμιών και των ηδονών, τας
οποίας εχαρακτηρίσαμεν ως μη αναγκαίας, υπάρχουν μερικαί, που τας θεωρώ παρανόμους· αυταί
ενυπάρχουν γενικώς εις όλους σχεδόν τους ανθρώπους, αλλά εις μερικούς μεν περιστέλλονται υπό
των νόμων και υπό άλλων καλυτέρων επιθυμιών, ούτως ώστε ή φεύγουν καθ' ολοκληρίαν ή, όσαι
μένουν, είναι ολίγαι και ασθενέστεραι, εις άλλους όμως είναι πολλαί και ισχυρότεραι. — Και ποίαι
είναι αυταί αι επιθυμίαι, που λέγεις; — Εκείναι αι οποίαι εξεγείρονται κατά την διάρκειαν του
ύπνου, όταν κοιμάται μεν το άλλο μέρος της ψυχής, που είναι λογικόν, ήμερον και αρχικόν, το δε
κτηνώδες και άγριον, υπό την επίδρασιν ή πολυφαγίας ή μέθης, αρχίζει να σκιρτά και, αφού τέλος
αποδιώξη τον ύπνον, ζητή να διαφύγη και να ικανοποιήση τας ορέξεις του· και γνωρίζεις, ότι δεν
είναι τίποτε που να μη τολμά να το κάμη τότε, ως να είχεν απαλλαχθή και αποτινάξη πάντα χαλινόν
εντροπής και φρονήσεως· διότι δεν διστάζει να επιχειρήση, καθώς φαντάζεται, οιανδήποτε
βδελυρίαν, χωρίς να κάμνη διάκρισιν ή μητρός, ή άλλου οποιουδήποτε ανθρώπου, ή θεού, ή ζώου,
κάθε μιαιοφονίαν ημπορεί να διαπράξη και καμμίαν ακαθαρσίαν δεν αποτροπιάζεται, και μ' ένα
λόγον δεν υπάρχει παραφροσύνη και αναισχυντία, που να την αφήση. — Είναι αληθέστατα αυτά
που λέγεις.
— Όταν όμως ένας άνθρωπος έχη ρυθμίση την δίαιτάν του με τους κανόνας της υγιεινής και της
σωφροσύνης· όταν, πριν παραδοθή εις τον ύπνον, εξεγείρη το λογιστικόν του και το θρέψη με
καλούς διαλογισμούς και σκέψεις και συγκεντρώνη εις αυτάς όλην του την διάνοιαν· όταν, χωρίς
να παραφορτώση το επιθυμητικόν, του παραχωρή όσον του χρειάζεται απολύτως, διά να
αποκοιμηθή και να μην έρχεται να ταράσση την καλυτέραν μερίδα της ψυχής με την χαράν του ή
την λύπην του, αλλά την αφήση μόνην της και ανεπηρέαστον να αναζητή και να λαχταρά να μάθη,
ό,τι δεν γνωρίζει, ή από τα παρελθόντα, ή από τα ενεστώτα, ή από τα μέλλοντα· όταν επίσης αυτός
ο άνθρωπος κατευνάση το θυμοειδές μέρος της ψυχής του και κοιμηθή χωρίς να έχη την καρδίαν
του ταραγμένην από θυμόν εναντίον τινός· όταν τέλος καθησυχάση αυτά τα δύο μέρη της ψυχής,
κρατήση δε εν εξεγέρσει το τρίτον μόνον μέρος, εις το οποίον εδράζει η φρόνησις, και
τοιουτοτρόπως αναπαυθή, γνωρίζεις βέβαια ότι προσεγγίζει τότε το πνεύμα του πλησιέστερα εις
την αλήθειαν, και κάθε άλλο παρά φαντασίαι παράνομοι του παρουσιάζονται εις τα όνειρά του. —
Και εγώ παραδέχομαι ότι τοιουτοτρόπως γίνονται τα πράγματα. — Και ίσως μεν να εξετείναμεν
πέραν του δέοντος αυτήν την παρέκβασιν· εκείνο οπωσδήποτε, που μας ενδιαφέρει να γνωρίζωμεν,
είναι, ότι έχει μέσα του ο καθένας μας, και εκείνοι ακόμη που θεωρούνται περισσότερον κύριοι των
παθών των, ένα είδος επιθυμιών κτηνωδών, αγρίων και παρανόμων· αυτό δε προπάντων
αποδεικνύεται από τα όνειρα· σκέψου λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται πως έχω δίκαιον και συμφωνής
μαζί μου. — Αλλά συμφωνώ βέβαια.
— Λοιπόν ενθυμήσου τώρα την εικόνα που εκάμαμεν του δημοκρατικού ανθρώπου· ελέγαμεν, ότι
ανετράφη εκ νεότητος υπό πατρός φειδωλού, όστις μόνον τας επικερδείς επιθυμίας εξετίμα, τελείως
δε περιεφρόνει τας μη αναγκαίας, που αποβλέπουν μόνον εις την διασκέδασιν και τον
καλλωπισμόν· ή όχι; — Ναι. — Αλλά σχετισθείς με ανθρώπους παραλυμένους και εκδότους εις
όλας τας επιθυμίας και ηδονάς, που ανεφέραμεν προ ολίγου, παραδίδεται και αυτός εις πάσαν
διαφθοράν και εις παν είδος των επιθυμιών εκείνων, από μίσος προς την φιλαργυρίαν του πατέρα
του· επειδή όμως είχε καλυτέραν φύσιν από τους διαφθορείς του, ελκόμενος κατά δύο αντιθέτους
διευθύνσεις, διέπλασεν ένα μέσον μεταξύ των δύο χαρακτήρα και απολαμβάνων με το μέτρον,
καθώς φαντάζεται, τα καλά του ενός και του άλλου, ζη βίον ούτε ανελεύθερον ούτε παράνομον,
μεταβληθείς τοιουτοτρόπως από δημοκρατικού εις ολιγαρχικόν. — Αυτήν πραγματικώς την ιδέαν
εσχηματίσαμεν και έχομεν περί του τοιούτου.
— Τώρα φαντάσου πάλιν αυτόν τον άνθρωπον, προχωρημένον πλέον εις την ηλικίαν, να έχη υιόν
νέον, ο οποίος βέβαια θα ανετράφη με τας ιδίας αρχάς του πατρός του. — Πολύ καλά. —
Φαντάσου κατόπιν ότι συμβαίνουν και με αυτόν τα ίδια, που συνέβησαν και με τον πατέρα του, ότι
δηλαδή παραδίδεται εις πάσαν παραλυσίαν, την οποίαν ονομάζουν ελευθερίαν εκείνοι που τον
παρέσυραν εις αυτήν και ότι ο πατέρας του και οι άλλοι οι οικείοι του έρχονται εις βοήθειαν των
διαμέσων εκείνων επιθυμιών του, επεμβαίνουν δε συγχρόνως και οι άλλοι υπέρ της ιδικής των
μερίδος· όταν όμως οι τελευταίοι ούτοι, μάγοι φοβεροί και επιτηδειότατοι να δημιουργούν
τυράννους, απελπισθούν, ότι θα ημπορέσουν να κρατήσουν τον νέον προς το μέρος των με κάθε
άλλον τρόπον, μηχανώνται το κάθε τι διά να γεννηθή εις την καρδίαν του ο έρως εκείνος, όστις
προΐσταται των αργών και σπατάλων επιθυμιών, και ο οποίος είναι, κατά την ιδέαν μου, ένας
μεγάλος και πτερωτός κηφήν· ή νομίζεις εσύ ότι είναι τίποτε άλλο αυτός ο έρως; — Αυτό και
τίποτε άλλο. — Όταν λοιπόν αι άλλαι επιθυμίαι έλθουν και περιβομβούν γύρω του, στεφανωμέναι
με άνθη, μυρωμέναι, μεθυσμέναι με οίνους και θυμιάματα, συνοδευόμεναι με όλας τας
αχαλινώτους ηδονάς και αρχίσουν να τον τρέφουν με το παραπάνω και να τον μεγαλώνουν έως
ότου του αναπτυχθή το κέντρον του πόθου και της φιλοδοξίας, τότε πλέον δορυφορούμενος υπό
της μανίας και οιστρηλατούμενος ο προστάτης αυτός της ψυχής, εάν εύρη ακόμη μέσα του μερικά
αισθήματα και επιθυμίας χρηστάς και ίχνη εντροπής, τα αποτελειώνει και τα εκδιώκει κακήν κακώς
έξω από την ψυχήν του, την οποίαν αφού τοιουτοτρόπως καθαρίση από κάθε σωφροσύνην, γεμίζει
με την απέξω φερμένην παραφροσύνην του. — Είναι πιστοτάτη εικών του τρόπου, κατά τον οποίον
γεννάται ο τυραννικός άνθρωπος. — Δεν είναι άραγε δι' αυτόν τον λόγον που ωνομάσθη παλαιόθεν
τύραννος και ο Έρως; — Έτσι φαίνεται. — Και ένας άνθρωπος επίσης μεθυσμένος δεν παρουσιάζει
κάπως τυραννικάς διαθέσεις; — Μάλιστα. — Αλλά και ένας παράφρων και με σαλευμένας τας
φρένας δεν φαντάζεται ότι είναι ικανός να κυβερνήση όχι μόνον τους ανθρώπους αλλά και τους
θεούς; — Αναμφιβόλως. — Λοιπόν, καλέ μου, τυραννικός γίνεται ένας άνθρωπος, όταν, ή εκ
φύσεως ή εξ ανατροφής, ή και εκ των δύο, καταστή επιρρεπής εις την μέθην και εις τον έρωτα και
εις την παραφροσύνην. — Πολύ σωστά.
— Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον γίνεται και τοιούτος είναι ο χαρακτήρ του· ποία δε είναι η ζωή
του; — Όπως λέγουν παίζοντες «αυτό θα μου το πης εσύ κ' εμένα». — Θα σου το ειπώ· ύστερ' απ'
αυτό, ρίπτονται πλέον κατακέφαλα εις τας εορτάς, εις τους κώμους, εις τα συμπόσια, εις τας
εταίρας και όλα τα τοιαύτα εκείνοι, εις τας ψυχάς των οποίων ενθρονισθείς ο Έρως τύραννος, τους
κυβερνά καθ' ολοκληρίαν. — Κατ' ανάγκην. — Εκάστην δε νύκτα και ημέραν δεν θα ξεφυτρώνουν
και όλο νέαι και φοβεραί επιθυμίαι, με ένα σωρόν απαιτήσεις διά να ικανοποιηθούν; —
Βεβαιότατα. — Εάν υπάρχουν λοιπόν τίποτε πρόσοδοι, δεν θ' αργήσουν να εξαντληθούν. — Πώς
όχι; — Κατόπιν λοιπόν θα αρχίσουν τα δάνεια και ο τμηματικός εξαφανισμός της περιουσίας. —
Εννοείται. — Όταν δε τελειώσουν όλα, δεν θ' αρχίσουν κατ' ανάγκην να φωνάζουν θορυβωδώς αι
πολλαί και σφοδραί επιθυμίαι, που εμφωλεύουν μέσα των; αυτοί δε κεντρούμενοι και από τας
άλλας επιθυμίας, προ πάντων όμως υπό του Έρωτος, ο οποίος ως αρχηγός ούτως ειπείν, έχει όλας
τας άλλας δορυφόρους του, δεν θα καταληφθούν υπό μανίας και θα τρέχουν δεξιά και αριστερά να
κυττάξουν, ποίος έχει τίποτε, που να ημπορούν να το αφαιρέσουν διά της απάτης ή και διά της βίας;
— Βεβαιότατα. — Είναι λοιπόν αναγκασμένοι να μαζεύουν από παντού και ό,τι λάχη, ειδεμή να
υποφέρουν τας σκληροτέρας βασάνους και πόνους. — Δίχως άλλο. — Καθώς δε τα πάθη, που
εισήλθον κατόπιν εις την ψυχήν του, εξετόπισαν τας παλαιάς επιθυμίας και τας απεγύμνωσαν από
τα υπάρχοντά των, τοιουτοτρόπως άραγε και αυτός θα ζητήση, αν και νεώτερος, να δείξη την
πλεονεξίαν του εις βάρος του πατρός του και της μητρός του και να τους στερήση και το μερίδιόν
των, αφού εσπατάλησε το ιδικόν του; — Πώς όχι; — Και αν δεν του το επιτρέψουν, δεν θα
τολμήση να κλέψη και να εξαπατήση τους γονείς του; — Χωρίς αμφιβολίαν. — Και αν δεν το
κατορθώση, δεν θα καταφύγη εις την βίαν και την αρπαγήν; — Το πιστεύω. — Και αν αντιτάξουν
εις την βίαν του αντίστασιν, θα σεβασθή άραγε τα γηρατειά των και θα τον εμποδίση τίποτε, να
τους μεταχειρισθή με τρόπον τυραννικόν; — Δεν σου τους εξασφαλίζω πάρα πολύ τους γονείς
τοιούτου ανθρώπου.
— Αλλά χάριν μιας φίλης χθεσινής, χάριν μιας εταίρας με την οποίαν δεν τον συνδέει κανείς ιερός
δεσμός, ή χάριν ενός νεαρού φίλου, ο οποίος χθες ακόμη του ήτο αδιάφορος, πιστεύεις, Αδείμαντε,
ότι θα ετόλμα να σηκώση χείρα εναντίον της παλαιάς φίλης, της μητρός του, με την οποίαν τον
συνδέουν οι ιερώτατοι δεσμοί, ή του αρχαιοτέρου φίλου του, του παρήλικος πλέον και γέροντος
πατρός του, και να τους υποδουλώση εις τους έρωτάς του εκείνους, εάν έφθανε και μέχρι του να
τους εισαγάγη εις την αυτήν οικίαν; — Ναι, μα την αλήθειαν, το πιστεύω. — Πολύ αξιομακάριστον
λοιπόν πράγμα φαίνεται πως είναι, να γεννήση κανείς υιόν τοιούτου χαρακτήρος. — Πολύ βέβαια.
— Τι δε; όταν τέλος τελειώσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν οι γονείς του, πολλαπλασιασθή δε και
αυξηθή μέσα εις την καρδίαν του το σμήνος των ηδονών, τότε δεν θα τολμήση εις τας αρχάς να
τρυπήση τον τοίχον καμμιάς οικίας, ή να προβή εις την λωποδυσίαν κανενός νυκτερινού διαβάτου,
μετά ταύτα δε να απογυμνώση και κανένα ναόν; Όλα τότε πλέον τα αισθήματα της τιμής και της
σωφροσύνης, που είχε μάθη από την παιδικήν του ηλικίαν να διακρίνη, θα υποταχθούν νικημένα
εις τα πάθη του, τα οποία νεωστί απελευθερώσας ο έρως από την δουλείαν έχει κάμει δορυφόρους
του· και τα πάθη αυτά, τα οποία πρότερον, ότε ακόμη ήτο εις την εξουσίαν του πατρός του και των
δημοκρατικών νόμων, μόλις καθ' ύπνους εις τα όνειρά του ετόλμων να απολυθούν, τώρα, που ο
έρως έγινε τύραννός του, τον κάμνουν πλέον διά παντός τοιούτον, οποίος πριν εγίνετο ενίοτε εις
τον ύπνον του· τώρα ούτε ο δεινότερος φόνος, ούτε το βδελυρώτερον βρώμα, ούτε το χειρότερον
κακούργημα θα τον σταματήση· αλλά ο έρως, ο οποίος τυραννικώς ζη και βασιλεύει μέσα του εν
πάση ανομία και αναρχία, ως απόλυτος μονάρχης εις μίαν πόλιν, θα τον αναγκάση τα πάντα να
αποτολμήση, διά να διαθρέψη και τον εαυτόν του και την πολυθόρυβον εκείνην ακολουθίαν των
παθών, τα οποία, άλλα μεν εισήλθον έξωθεν από τας κακάς συναναστροφάς, άλλα δε
ανεπτύχθησαν μόνα των μέσα του από την ελευθερίαν και την χειραφέτησιν που τους παρεχώρησεν
ο ίδιος· ή δεν είναι αυτός ο βίος που διάγει ο τοιούτος άνθρωπος; — Αυτός και όχι άλλος.
— Και αν μεν ευρίσκωνται ολίγοι τοιούτοι εις μίαν πολιτείαν, οι δε λοιποί πολίται είναι συνετοί,
τότε αναγκάζονται να αναχωρήσουν, διά να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις κανένα άλλον
ξένον τύραννον, ή διά να καταταχθούν ως μισθοφόροι, εάν υπάρχη πουθενά πόλεμος· και αν η
πόλις διατελή εν ειρήνη και ησυχία, διαπράττουν τότε εν αυτή πολλά μικρά κακά. — Τι είδους
δηλαδή; — Παραδείγματος χάριν κλοπάς, διαρρήξεις, λωποδυσίας, ιεροσυλίας, σωματεμπορίας·
ενίοτε δε, αν έχουν κάποιαν ευγλωττίαν, μετέρχονται και το επάγγελμα του συκοφάντου, και
ψευδομαρτυρούν ή πωλούν την συνείδησίν των. — Πραγματικώς μικρά κακά, εάν είναι ολίγοι οι
τοιούτοι. — Διότι βέβαια τα μικρά είναι μικρά εν συγκρίσει προς τα μεγάλα· και όλα αυτά
παραβαλλόμενα προς όσα υποφέρει μία πόλις, όταν από την ιδίαν της αθλιότητα και διαφθοράν
αποκτήση τύραννον, είναι μηδαμινά και καμμίαν αίσθησιν δεν κάμνουν· όταν όμως εις μίαν πόλιν
αυξηθή ο αριθμός των τοιούτων και προστεθούν και άλλοι εις αυτούς και αισθανθούν την υπεροχήν
των, τότε ούτοι, συνεργούσης και της μωρίας του μικρού λαού, προμηθεύουν εις την πόλιν τον
τύραννον, και μάλιστα εκείνον μεταξύ αυτών, όστις έχει μέσα εις την ψυχήν του τον μεγαλύτερον
και ισχυρότερον τύραννον. — Πολύ φυσικά, διότι αυτός θα ήτο και ο τυραννικώτερος.
— Και λοιπόν, εάν μεν η πόλις το πάρη απόφασιν και κλίνη την κεφαλήν, χωρίς να φέρη καμμίαν
αντίστασιν, καλώς έχει· ειδεμή, εάν θελήση να εναντιωθή, όπως μετεχειρίσθη τότε την μητέρα του
και τον πατέρα του, τα ίδια θα κάμη τώρα και με την πατρίδα του, εάν ημπορέση· θα την πιέση, θα
την βασανίση και θα την αναγκάση αυτήν, την παλαιάν του φίλην, την μητρίδα, καθώς την λέγουν
οι Κρήτες, και την πατρίδα, να κάμνη τον δούλον εις τους νέους του φίλους, που έφερεν απ' έξω,
και να τους διατρέφη· και εις αυτό το τέλος θα καταλήξουν αι επιθυμίαι του τοιούτου ανθρώπου. —
Εις αυτό μάλιστα.
— Άλλως τε τοιαύτη είναι η διαγωγή των και εις τον ιδιωτικόν των βίον και πριν ακόμη
καταλάβουν την εξουσίαν· πρώτον μεν, όσοι τους περιστοιχίζουν, ή θα είναι κόλακες πρόθυμοι να
τους εξυπηρετούν εις κάθε περίστασιν, ή και αυτοί οι ίδιοι, όταν έχουν την ανάγκην των, δεν θα
διστάζουν να ταπεινώνωνται και να έρπουν εμπρός των και να λαμβάνουν όλα τα σχήματα, διά να
τους αποδείξουν τάχα την αγάπην των, μόλις όμως κατορθώσουν τον σκοπόν των, ούτε θέλουν
πλέον να τους γνωρίζουν. — Πολύ σωστά. — Τοιουτοτρόπως λοιπόν περνούν όλην την ζωήν των,
χωρίς ποτέ να είναι φίλοι με κανένα, αλλά πάντοτε ή δεσπόται των άλλων ή δούλοι, και το
χαρακτηριστικόν ακριβώς της τυραννικής φύσεως είναι να μη γνωρίση ποτέ ούτε την αληθινήν
ελευθερίαν, ούτε την αληθινήν φιλίαν. — Βεβαιότατα. — Δεν θα είχαμεν λοιπόν δίκαιον να τους
ονομάσωμεν τους τοιούτους απίστους; — Πώς όχι; Ακόμη δε και αδίκους εις τον υπέρτατον
βαθμόν, εάν τουλάχιστον ήσαν σωστά, όσα προηγουμένως παρεδέχθημεν περί της δικαιοσύνης; —
Αλλά ήσαν βέβαια σωστά.
— Ας συγκεφαλαιώσωμεν λοιπόν τώρα τον χείριστον των ανθρώπων· και θα είναι βέβαια
χείριστος εκείνος, που εις την πραγματικότητα θα είναι ίδιος με αυτόν, του οποίου αμυδράν εικόνα
εδώσαμεν ημείς. — Βεβαίως. — Θα είναι λοιπόν ο άνθρωπος, ο οποίος έχων εκ φύσεως τον
τυραννικώτατον χαρακτήρα, γίνη και απόλυτος μονάρχης· και όσον περισσότερον διατηρήση αυτήν
την εξουσίαν, τόσον μάλλον και χειρότερος γίνεται. — Κατ' ανάγκην, είπε λαβών τον λόγον ο
Γλαύκων. — Αλλ' εάν είναι ο χειρότερος των ανθρώπων, είπα εγώ, δεν θα είναι και ο αθλιώτερος;
και δεν θα είναι τόσον αθλιώτερος, όσον περισσότερον χρόνον και με τον μάλλον απόλυτον τρόπον
εξασκήση την τυραννικήν εξουσίαν; αδιάφορον τι φρονούν περί του πράγματος οι πολλοί. — Κατ'
ανάγκην είναι όπως τα λέγεις. — Ο τυραννικός λοιπόν άνθρωπος, που τυραννείται από τα πάθη
του, δεν αντιστοιχεί κατά την ομοιότητα προς την τυραννουμένην πόλιν, όπως ο δημοκρατικός
προς την δημοκρατουμένην, και οι άλλοι ομοίως; — Χωρίς αμφιβολίαν. — Οποίαν επομένως
σχέσιν έχει μία πόλις προς μίαν άλλην, ως προς την αρετήν και την ευδαιμονίαν, την αυτήν δεν έχει
και ένας άνθρωπος προς ένα άλλον; — Πώς όχι; — Αλλά ποίαν σχέσιν έχει, ως προς την αρετήν,
μία πόλις τυραννουμένη προς την βασιλευομένην εκείνην πόλιν, όπως πρώτην την περιεγράψαμεν;
— Είναι όλως διόλου αντίθετοι· διότι η μία είναι η καλυτέρα και η άλλη η χειροτέρα. — Δεν θα σε
ερωτήσω ποίαν λέγεις καλυτέραν και ποίαν χειροτέραν· διότι είναι φανερόν· αλλά την αυτήν άραγε
ιδέαν έχεις και περί της ευδαιμονίας και αθλιότητος αυτών ή διαφορετικήν; και ας μη συγχύσωμεν
τα πράγματα λαμβάνοντες υπ' όψει μας τον τύραννον μόνον, που είναι ένας, ούτε τον μικρόν
αριθμόν των ευνοουμένων του, αλλά να εισέλθωμεν και να εξετάσωμεν, καθώς πρέπει, ολόκληρον
την πόλιν, να διεισδύσωμεν παντού και τοιουτοτρόπως ν' αποφανθώμεν δι' όσα ίδωμεν. — Είναι
πολύ δίκαιον αυτό που ζητείς· και είναι φανερόν διά τον καθένα, ότι δεν υπάρχει πολιτεία
αθλιωτέρα από την τυραννουμένην, ούτε ευτυχεστέρα από την βασιλευομένην. — Και δεν θα είχα
άραγε δίκαιον, να ζητήσω το ίδιον και προκειμένου περί των ανθρώπων, και να θέλω να στηριχθώ
εις την περί αυτών κρίσιν εκείνου μόνον, όστις δύναται να διεισδύση διά της διανοίας και εννοήση
κατά βάθος τον εσωτερικόν αυτών χαρακτήρα, χωρίς να θαμβώνεται, σαν να ήταν παιδί, από την
εξωτερικήν παράστασιν και τα προσχήματα, που υποδύονται οι τύραννοι εμπρός εις τον κόσμον;
εάν λοιπόν ισχυριζόμην ότι δεν πρέπει να ακούσωμεν, επί του προκειμένου ζητήματος, παρά μόνον
εκείνον, όστις, εκτός της περί το κρίνειν ικανότητός του, έχει ακόμη συζήση και μετά των
τυράννων, και τους παρηκολούθησεν εις όλας τας κατ' ιδίαν πράξεις των και εις τας προς τους
οικείους αυτών σχέσεις των, όπου παρουσιάζονται χωρίς την θεατρικήν εκείνην διασκευήν και
πομπήν, και τους είδεν ακόμη και πώς φέρονται κατά τους δημοσίους κινδύνους, και τον
παρακαλέσωμεν αυτόν να μας ειπή και ημάς, αφού τα εγνώρισε όλα κατά βάθος, ποίαν ιδέαν έχει
περί της ευτυχίας ή αθλιότητος του τυράννου εν σχέσει προς τους άλλους ανθρώπους; . . . — Δεν
θα ημπορούσες να εξέλεγες καλύτερον κριτήν. — Θέλεις λοιπόν να υποθέσωμεν προς στιγμήν, ότι
ημείς είμεθα οι ικανοί να κρίνωμεν, και ότι εκτός τούτου συνεζήσαμεν ήδη με τυράννους, ώστε να
έχωμεν κάποιον να μας απαντά εις τας ερωτήσεις μας; — Θέλω μάλιστα.
— Εμπρός λοιπόν τώρα κύτταξε όπως σου λέγω· ενθυμούμενος την ομοιότητα, που υπάρχει
μεταξύ της πόλεως και του ατόμου, εξέτασε την μίαν και τον άλλον με την σειράν, και ειπέ μου την
κατάστασιν και των δύο. — Ποίαν κατάστασιν; — Πρώτον μεν, διά να αρχίσωμεν από την πόλιν,
θα ονομάσης ελευθέραν ή δούλην μίαν πόλιν τυραννουμένην; — Δούλην και εις τον ανώτατον
μάλιστα βαθμόν. — Και όμως ευρίσκεις και εις αυτήν δεσπότας και ελευθέρους. — Ναι, αλλά εις
ελάχιστον αριθμόν· ενώ, αληθώς ειπείν, το μεγαλύτερον και υγιέστερον εν αυτή μέρος υπόκειται εις
την αθλιωτέραν και ατιμωτέραν δουλείαν. — Αφού λοιπόν συμβαίνει το ίδιον και με το άτομον,
ό,τι και με την πόλιν, δεν θα υπάρχη και εις αυτόν η ιδία κατάστασις πραγμάτων, δεν θα είναι η
ψυχή του γεμάτη από την μεγαλυτέραν δουλείαν και ανελευθερίαν, και θα δουλεύη μεν το
υγιέστερον και καλύτερον αυτής μέρος, θα δεσπόζη δε το μικρότερον, το και ελεεινότερον και
μανιωδέστερον; — Κατ' ανάγκην. — Τι λοιπόν; δούλην θα ονομάσης αυτήν την ψυχήν ή
ελευθέραν; — Δούλην αναμφιβόλως. — Η πόλις πάλιν η τυραννουμένη και επομένως δούλη
ημπορεί ποτέ να κάμνη ό,τι θέλη; — Κάθε άλλο. — Και η τυραννουμένη ψυχή κατά συνέπειαν
κάθε άλλο, παρά να κάμνη ό,τι θέλη ημπορεί· και ομιλώ δι' ολόκληρον την ψυχήν· αλλά
παρασυρομένη βιαίως υπό του οίστρου των παθών της, θα είναι πάντα γεμάτη από ταραχήν και
μεταμέλειαν. — Πώς όχι; — Και τι ημπορεί να είναι μία πόλις τυραννουμένη, πλουσία ή πτωχή; —
Πτωχή. — Και η τυραννική επομένως ψυχή θα είναι τοιαύτη και, ως εκ της πτωχείας της, και
άπληστος συγχρόνως κατ' ανάγκην. — Έτσι είναι. — Ακόμη δε κατ' ανάγκην δεν θα διατελή υπό το
κράτος παντοτινού φόβου και η τοιαύτη πόλις και ο τοιούτος άνθρωπος; — Μάλιστα. — Οδυρμούς
δε και στεναγμούς και θρήνους και πόνους, πιστεύεις ότι ημπορείς να εύρης περισσοτέρους εις
καμμίαν άλλην πόλιν; — Καθόλου. — Ή και εις κανένα άλλον άνθρωπον περισσοτέρους παρά εις
τον τυραννικόν αυτόν, που τον κάμνουν έξω φρενών ο έρως και τα άλλα του πάθη; — Πώς είναι
δυνατόν; — Ώστε όλα αυτά, νομίζω, και άλλα τοιαύτα ακόμη, έλαβες υπ' όψιν σου, διά να κρίνης,
ότι αυτή η πόλις είναι η αθλιεστέρα απ' όλας τας πόλεις. Και δεν έχω τάχα δίκαιον; — Πολύ
μεγάλον μάλιστα· αλλά τι λέγεις και διά τον τυραννικόν άνδρα, αν λάβης υπ' όψιν σου όλα αυτά τα
ίδια; — Ότι είναι κατά πολύ αθλιώτερος απ' όλους τους ανθρώπους. — Α, εις αυτό όμως δεν έχεις
επίσης δίκαιον. — Πώς; — Δεν είναι ακόμη εις τόσον βαθμόν άθλιος ο τοιούτος. — Και ποίος
λοιπόν είναι; — Θα παραδεχθής, πιστεύω, ότι είναι αυτός, που θα σου ειπώ. — Ποίος; — Εκείνος
όστις, ενώ είναι και εκ φύσεως τυραννικός, δεν διέλθη την ζωήν του ως απλούς ιδιώτης, αλλά η
κακή του τύχη, προς μεγάλην του συμφοράν, του παρουσιάση την ευκαιρίαν να γίνη τύραννος. —
Συμπεραίνω, εξ όσων είπαμεν προηγουμένως, ότι έχεις δίκαιον. — Πολύ καλά· αλλά εις ζητήματα
τοιαύτης σπουδαιότητος, όπου πρόκειται να εύρωμεν, ποίος βίος είναι ο ευτυχέστερος και ποίος ο
δυστυχέστερος, δεν πρέπει να περιοριζώμεθα εις εικασίας μόνον, αλλά να τα υποβάλωμεν εις τον
αυστηρότερον έλεγχον του ορθού λόγου. — Έχεις μέγα δίκαιον.
— Πρόσεξε λοιπόν να ιδής· διά να κρίνωμεν καλώς περί του τυράννου, ιδού, μου φαίνεται, πώς
πρέπει να τον εξετάσωμεν. — Πώς; — Να τον συγκρίνωμεν προς ένα έκαστον των άλλων
πλουσίων ιδιωτών, οι οποίοι έχουν πολλούς δούλους· διότι αυτοί έχουν τούτο τουλάχιστον το
κοινόν προς τους τυράννους, ότι έχουν πολλούς εις την εξουσίαν των· η διαφορά έγκειται μόνον εις
τον αριθμόν. — Πράγματι. — Γνωρίζεις δε βέβαια ότι οι ιδιώται ούτοι ζουν ήσυχα και δεν έχουν
κανένα φόβον από τους δούλους των. — Και τι θα είχαν να φοβηθούν; — Τίποτε· αλλά γνωρίζεις
τον λόγον; Βεβαίως· διότι ολόκληρος η πόλις προστατεύει έκαστον ιδιώτην. — Πολύ σωστά· αλλά
αν κανείς από τους θεούς σηκώση από μέσα από την πόλιν ένα από αυτούς τους πλουσίους, που να
έχη πεντήκοντα δούλους ή και περισσοτέρους και τον μεταφέρη με την γυναίκα του και τα τέκνα
και με όλην του την περιουσίαν και τους δούλους του εις μίαν ερημίαν, όπου να μην υπάρχη κανείς
άλλος άνθρωπος ελεύθερος να τον βοηθήση εν ανάγκη, εις ποίον διηνεκή φόβον φαντάζεσαι ότι θα
ευρίσκετο, μη σηκωθούν οι δούλοι και τον σκοτώσουν και αυτόν και την γυναίκα του και τα τέκνα
του; — Δεν είναι δύσκολον να το φαντασθή κανείς. — Δεν θα ηναγκάζετο λοιπόν τότε να
περιποιήται και να θωπεύη μερικούς από τους δούλους του και να τους δίδη ένα σωρόν υποσχέσεις
και να τους απελευθερώση ακόμη, χωρίς να το αξίζουν, και ενί λόγω να καταντήση αυτός κόλαξ
των ιδίων του δούλων; — Κατ' ανάγκην, διότι άλλως θα διέτρεχε κίνδυνον η ζωή του. — Αλλά και
τι ακόμη θα συνέβαινεν, εάν ο ίδιος ο θεός έβαζε γύρω εις την κατοικίαν αυτού του πλουσίου και
πολλούς άλλους γείτονας, που να μην υποφέρουν, ένας άνθρωπος να έχη υπό την εξουσίαν του
άλλους ομοίους του, αλλ' όπου εύρουν κανένα τοιούτον, να του επιβάλλουν τας εσχάτας τιμωρίας;
— Η θέσις του θα ήτο ακόμη περισσότερον χειροτέρα, αφού θα περιεστοιχίζετο πανταχόθεν από
ανθρώπους όλους εχθρούς του.
— Εις μίαν λοιπόν τοιαύτην ειρκτήν δεν ευρίσκεται φυλακισμένος και αλυσοδεμένος ο τύραννος;
έχων εκ φύσεως τοιούτον χαρακτήρα, όπως τον εζωγραφίσαμεν, δεν θα διατελή διαρκώς υπό το
κράτος φόβων και επιθυμιών παντοειδών; με όλην δε την απληστίαν της ψυχής του, δεν θα είναι ο
μόνος εκ των πολιτών, που ούτε να ταξειδεύση θα ημπορή πουθενά, ούτε να ιδή τίποτε από εκείνα,
που έχουν οι άλλοι την περιέργειαν να βλέπουν, αλλά κατάκλειστος ως επί το πολύ μέσα εις την
οικίαν του, σαν γυναίκα, ζηλεύει τους άλλους, που ημπορούν να ταξειδεύουν και να βλέπουν τόσον
ωραία πράγματα; — Πολύ σωστά τα λέγεις.
Ο άνθρωπος λοιπόν ο τυραννικός, ο δούλος των παθών και των επιθυμιών του, τον οποίον ήδη συ
εχαρακτήρισες ως τον αθλιώτατον των ανθρώπων, καρπούται πολύ περισσότερα ακόμη κακά, όταν
δεν διέλθη την ζωήν του ως απλούς ιδιώτης, αλλ' αναγκασθή από κάποιαν κακήν του τύχην να γίνη
τύραννος, και ενώ δεν είναι ικανός να κυβερνήση τον εαυτόν του, αναλάβη να κυβερνά τους
άλλους· απαράλλακτα δηλαδή όπως ένας άνθρωπος ασθενικός, που δεν ημπορεί καλά καλά να
επαρκέση εις τον εαυτόν του, αντί να περιορισθή να φροντίζη διά την υγείαν του, ήθελε αναγκασθή
να περάση την ζωήν του αγωνιζόμενος προς άλλους αθλητάς και μαχόμενος. Η παρομοίωσίς σου
είναι ακριβεστάτη και αληθεστάτη. — Ώστε η κατάστασις αυτή δεν είναι υφ' όλας τας επόψεις η
χειροτέρα, και από εκείνον τον οποίον συ έκρινες αθλιώτερον, δεν ζη πολύ αθλιώτερα ακόμη ο
τύραννος; — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν.
— Είναι λοιπόν τη αληθεία, και αν κανείς δεν ήθελε να το παραδεχθή, ο πραγματικός τύραννος
πραγματικός δούλος, υποκείμενος εις την μεγίστην δουλείαν και εξευτελισμόν, και κόλαξ των
ταπεινοτάτων ανθρώπων· ποτέ δεν ημπορεί να ικανοποιήση και να χορτάση και τας κοινοτέρας του
επιθυμίας, αλλά στερείται των πάντων και παρουσιάζεται πράγματι πτωχός εις εκείνον, που
γνωρίζει να εξετάση όλον το βάθος της ψυχής του, και διατελεί καθ' όλον τον βίον του υπό το
κράτος φόβων και σφαδασμών και οδυνών, εάν είναι αληθές ότι ομοιάζει με την πόλιν της οποίας
είναι ο κύριος· και ομοιάζει πράγματι· δεν είναι έτσι; — Βεβαιότατα. — Ακόμη δε ας προσθέσωμεν
εις τας τόσας αθλιότητας και εκείνα, που είπαμεν προηγουμένως, ότι από ημέρας εις ημέραν γίνεται
αναγκαίως, χάρις εις την αρχήν την οποίαν κατέχει, ακόμη περισσότερον από πριν φθονερός,
άπιστος, άδικος, άφιλος, ανόσιος, πάσης κακίας πανδοχείον και οικοτροφείον, και δι' όλους αυτούς
τους λόγους δυστυχής μεν ο ίδιος, αφορμή δε της δυστυχίας και όλων των άλλων, που τον
πλησιάζουν. — Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα έχη την παραμικροτέραν αντίρρησιν εις όλα αυτά.
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Πλάτωνας : Πολιτικά συστήματα

6
Στη σύγχρονη δημοκρατία η πολιτική ασκείται προς όφελός της κοινωνίας των πολιτών. Η ενότητα αυτή ξεκινώντας από την ιστορία και τις βασικές αρχές των πολιτευμάτων καταδεικνύει πως η εθνική και ευρωπαϊκή πολιτική επηρεάζει την ζωή των πολιτών αλλά και πως οι πολίτες μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική.
Τι είναι ένα πολιτικό σύστημα

Η συγκέντρωση των ανθρώπων σε ομάδες και αργότερα σε οικιστικές περιοχές (χωριά-πόλεις) οδήγησε στην ανάγκη καθορισμού και αποδοχής κοινών κανόνων συμβίωσης και επιβίωσης. Οι κανόνες αυτοί, είτε διαμορφώνονταν και μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά μέσα από την παράδοση ή τη θρησκεία, είτε επιβάλλονταν από εξουσιαστές (βασιλείς, αριστοκράτες ή δυνάστες).

Η οργάνωση των ανθρώπων σε μεγαλύτερες πόλεις-πολιτείες επέβαλε την δημιουργία ενός πιο σύνθετου συστήματος κανόνων (νόμων) και θεσμών, το οποίο λόγω του ότι απευθυνόταν στην πόλη και στους κατοίκους της (τους πολίτες) ονομάσθηκε πολιτικό σύστημα.

Το πολιτικό σύστημα είναι το σύνολο των κανόνων που ορίζει:

Τη σχέση (δικαιώματα και υποχρεώσεις) των πολιτών, απέναντι στους συμπολίτες τους, το κοινωνικό σύνολο και τους θεσμούς

επιπλέον ορίζει

πως καθορίζονται αυτοί οι κανόνες,
πως επιβάλλονται ή διεκδικούνται,
πως αντιμετωπίζονται οι διενέξεις και διαφορές
πως επιλέγονται αυτοί που θα επιτελέσουν τις διαδικασίες αυτές
πως δομείται το σύστημα που υλοποιήσει τα παραπάνω.


Με άλλα λόγια πολιτικό σύστημα είναι το σύνολο των κανόνων και θεσμών που ορίζουν πως λειτουργεί μια πολιτεία (με την ευρεία έννοια της επικράτειας - κράτους).

Ο Αριστοτέλης πρώτος όρισε το πολίτευμα ως [...την τάξιν ταις πόλεσι την περί τας αρχάς, τίνα τρόπον νενέμηνται και τι το κύριον της πολιτείας, και τι το τέλος της εκάστης κοινωνίας εστί..] (με ποιόν τρόπο διανέμεται η εξουσία στις πόλεις, τι είναι σημαντικό στην πολιτεία και ποιος είναι ο στόχος της κάθε κοινωνίας) , (Πολιτικ. Γ' 5) ορισμός που ισχύει ακόμα και σήμερα


Τα πολιτικά συστήματα διακρίνονται σε διάφορα ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά που ονομάζονται πολιτεύματα. Για παράδειγμα το δημοκρατικό πολίτευμα μπορεί να έχει τη μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βασιλευόμενης δημοκρατίας, άμεσης δημοκρατίας κ.ο.κ.

Το πολιτικό σύστημα στα σύγχρονα πολιτεύματα καθορίζεται συνήθως από το σύνταγμα και το συνταγματικό δίκαιο.

http://agp.archeio.gr/purple_polsys.php
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”

cron