Η αρετή της Δικαιοσύνης στην αρχαία Ελλάδα

1
XIII Η αριστοτελική διδασκαλία για τη δικαιοσύνη

1. Η δικαιοσύνη ως μεσότητα

Με πιθανή αφετηρία το υπόδειγμα του Πυθαγόρα, για τον οποίο ο Ιάμβλιχος αναφέρει

ασκήσαι (...) και τας μετριοπαθείας και τας μεσότητας και το σύντινι προηγουμένω των αγαθών έκαστον ευδαίμονα ποιείν τον βίον, και συλλήβδην προσευρείν την αίρεσιν των ημετέρων αγαθών και προσηκόντων έργων [1].

ο Αριστοτέλης επισήμανε

το δίκαιον μέσον τί αν είη [2].

η δικαιοσύνη μεσότης τις άν είη υπεροχής και ελλείψεως και πολλού και ολίγου. ό τε γαρ άδικος τω αδικείν πλείον έχει, και ο αδικούμενος δε τω αδικείσθαι έλαττον · το δέ γε μέσον τούτων δίκαιον εστί [3].

και μέσον το δίκαιο τούτ' εστίν του παρά το ανάλογον · το γαρ ανάλογον μέσον, το δε δίκαιον ανάλογον [4].

μέσον άρα τι το δίκαιον, είπερ και ο δικαστής [5].

αφού

το δ' επι τον δικαστήν ιέναι, ιέναι εστίν επι το δίκαιον · ο γαρ δικαστής βούλεται είναι οίον δίκαιον έμψυχον · και ζητούσι δικαστήν μέσον [6].

2. Η διανεμητική και η διορθωτική λειτουργία της δικαιοσύνης

2.1. Είναι αλήθεια οτι και ο Αριστοτέλης, κάτω απο την επίδραση της σωκρατικής διδασκαλίας για τη δικαιοσύνη, ως προσωπική αρετή, εντάσσει τη δικαιοσύνη στο σύστημα των ηθικών αξιών που έχουν όλες κοινό παρονομαστή την αρχή της μεσότητας και συνθέτουν το σωρείτη των αρετών, κορυφαία απο τις οποίες είναι η δικαιοσύνη:

Αύτη μεν ουν η δικαιοσύνη αρετή μέν εστιν τελεία, αλλ' ουχ απλώς αλλά προς έτερον. Και δια τούτο πολλάκις κρατίστη των αρετών είναι δοκεί η δικαιοσύνη, και ούθ' έσπερος ούτε εώος ούτω θαυμαστός · και παροιμιαζόμενοί φαμεν "εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ' αρετή 'στιν". Και τελεία μάλιστα αρετή, οτι της τελείας αρετής χρήσις εστίν, τελεία δ' εστίν, οτι ο έχων αυτήν και προς έτερον δύναται τη αρετή χρήσθαι [7].

Αύτη μεν ούν η δικαιοσύνη ου μέρος αρετής, αλλ' όλη αρετή εστιν [8].

Και ακριβώς επειδή η δικαιοσύνη είναι αρετή, σπεύδει ο Αριστοτέλης να διευκρινίσει οτι η αρετή της διανεμητικής δικαιοσύνης δέ συνίσταται στην ικανότητα, αλλά στη θέληση του προσώπου να διανείμει τα αγαθά με ισότητα:

δίκαιος γαρ μάλλον ο προαιρούμενος το ίσον διανείμαι του δυναμένου, ώστ' ούκ αν είη η δικαιοσύνη δύναμις του ίσου διανεμητική · και γαρ δίκαιος είη αν μάλιστα ο δυνάμενος μάλιστα το ίσον διανείμαι [9].

2.2. Μολοντούτο ο Αριστοτέλης διακρίνει κατα το είναι (κατα την ουσία τους) ανάμεσα στην (υποκειμενική) αρετή της δικαιοσύνης και στην (αντικειμενική) ιδέα της δικαιοσύνης:

τί δε διαφέρει η αρετή και η δικαιοσύνη αύτη, δήλον εκ των ειρημένων · έστι μεν γαρ η αυτή, το δ' είναι ου το αυτό, αλλ' η μέν προς έτερον, δικαιοσύνη, ή δε τοιάδε έξις, απλώς αρετή [10].

Με αφετηρία λοιπόν αυτήν τη θεμελιακή διάκριση της ουσίας της (αντικειμενικής) ιδέας της δικαιοσύνης, ώς μεσότητας προς έτερον, και της (υποκειμενικής) αρετής της δικαιοσύνης, ως έξης εσωτερικών επιλογών της βούλησης με μέτρο την αρχή της μεσότητας, η αναλυτική διείσδυση που επεχείρησε ο Αριστοτέλης ανέδειξε σε αιώνιο παγκόσμιο κτήμα της γνώσης τη διάκριση μεταξύ της διανεμητικής και της διορθωτικής λειτουργίας της δικαιοσύνης:

Το μεν γαρ διανεμητικόν δίκαιον των κοινών αεί κατα την αναλογίαν εστί την ειρημένην [11] ·

Συνηθίζεται απο τους ερμηνευτές να περιορίζεται η διανεμητική λειτουργία της δικαιοσύνης στην κατανομή των δημόσιων αξιωμάτων. Ίσως αυτό να ήταν το ερέθισμα που παρακίνησε τον Αριστοτέλη να εντοπίσει αυτήν τη λειτουργία της αντικειμενικής ιδέας της δικαιοσύνης. Όμως ήδη ο ίδιος ο Αριστοτέλης κατα την επεξεργασία της ουσίας της επιείκειας είχε επισημάνει οτι κατα την εξειδίκευση αόριστων (νομικών) εννοιών ο δικαστής δέν πρέπει να προσβλέπει στη γραμματική διατύπωση του νόμου, αλλά προς το πνεύμα του:

μή προς τον λόγον αλλά προς την διάνοιαν του νομοθέτου σκοπείν [12].

Προσβλέποντες λοιπόν στη διάνοια της επισήμανσης του Αριστοτέλη για τη διανεμητική λειτουργία της δικαιοσύνης, με τα σύγχρονα μέσα εξειδίκευσης που έχουμε στη διάθεσή μας, οι ορίζοντες διανοίγονται, έτσι ώστε στη λειτουργία της να εντάσσεται η κατανομή όχι μόνο των αξιωμάτων, αλλά γενικώς των δικαιωμάτων, με τα οποία η έννομη τάξη εξοπλίζει τα πρόσωπα κατα τις δικαιικές τους σχέσεις.

2.3. Δίπλα και παράλληλα με τη διανεμητική της λειτουργία, η (αντικειμενική) ιδέα της δικαιοσύνης, ως μεσότητα κατα το ανάλογο, εκδηλώνεται κατα τον Αριστοτέλη και η διορθωτική της διάσταση:

το μεν ούν έν είδος του δικαίου τούτο εστίν, το δε λοιπόν έν το διορθωτικόν, ό γίγνεται εν τοις συναλλάγμασιν και τοις εκουσίοις και τοις ακουσίοις [13].

Και πάλι το ερέθισμα που παρακίνησε τον Αριστοτέλη να επισημάνει τη διορθωτική λειτουργία της προς έτερον δικαιοσύνης, με τους σύγχρονους προσανατολισμούς εξειδίκευσης, είναι περιορισμένο: αναφέρεται στην περιουσιακή βλάβη που υφίσταται κάποιος απο αδικοπραξία ή απο εκμετάλλευση που υπέστη απο τον αντισυμβαλλόμενο, με το να συρθεί να συνομολογήσει σύμβαση με εμφανή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής. Στη σύγχρονη εποχή είναι φανερό οτι η διορθωτική λειτουργία της δικαιοσύνης, έτσι όπως τη συνέλαβε η ευστροφία του Αριστοτέλη έχει πολύ ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, εκτεινόμενη σε κάθε περίπτωση δυσανάλογης (αστικής, ποινικής ή διοικητικής) κύρωσης, όπως σε κάθε περίπτωση εκμεταλλευτικής άντλησης ωφελημάτων, που προσβάλλουν την ιδέα της δικαιοσύνης, όπως λχ εξαιτίας δόλιας ανατροπής της κατάστασης εμπιστοσύνης (venire cotra factum proprium) ή εξαιτίας προσποιητής συμμόρφωσης προς το γράμμα του νόμου σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, ή ακόμη εξαιτίας προσποιητής συμμόρφωσης προς το γράμμα του νόμου σε αντίθεση προς το πνεύμα και το σκοπό του.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αποστολή της δικαιοσύνης και του δικαστή που την ασκεί είναι κατα τον Αριστοτέλη η αποκατάσταση της ισορροπίας που διαταράχθηκε με την αδικία:

το τοίνυν δίκαιόν εστιν το προς έτερον ως απλώς ειπείν το ίσον. το γαρ άδικον το άνισον εστίν (...) ώστε το ίσον άν πλείονος και ελάττονος είη δίκαιον, και δίκαιος δε ο το ίσον βουλόμενος έχειν. το δέ γε ίσον εν ελαχίστοις δυσίν εγγίνεται · το άρα προς έτερον ίσον είναι δίκαιον εστί, και δίκαιος ο τοιούτος αν είη [14].

το άδικον τούτο άνισον όν ισάζειν πειράται ο δικαστής [15].

Και προς τις δυό λοιπόν κατευθύνσεις, τόσο τη διανεμητική όσο και τη διορθωτική, η δικαιοσύνη εκφράζει την αρχή της αναλογικότητας [16], ως θεμέλιο της ιδανικής και ολοκληρωμένης έννομης τάξης. Έτσι απο την αρχή της μεσότητας, ως θεμέλιο της αρετής, συνακόλουθα και της αρετής της δικαιοσύνης, ο Αριστοτέλης διέπλασε τις αρχές της μεσότητας, της ισότητας και της αναλογικότητας ως θεμέλια της έννομης τάξης:

Επεί ούν εστι το δίκαιον ίσον, και το τω ανάλογον ίσον δίκαιον άν είη (...) έοικε δε και Πλάτων τη αναλογία ταύτη του δικαίου χρήσθαι εν τη πολιτεία (...) ώστε το δίκαιον έοικεν είναι το ανάλογον (...) το αυτό δ' εστί το δίκαιον και το ανάλογον [17].

έστιν άρα το δίκαιον ανάλογόν τι (...) η γαρ αναλογία ισότης εστί λόγων [18].

Και μέσον το δίκαιον τούτ' εστίν του παρά το ανάλογον. το γαρ ανάλογον μέσον, το δε δίκαιον ανάλογον [19].

Μέσον άρα τι το δίκαιον, είπερ και ο δικαστής. Ο δε δικαστής επανισοί (...) Όταν δε δίχα διαιρεθή το όλον, τότε φασίν έχει το αυτών όταν λάβωσι το ίσον (...) Δια τούτο και ονομάζεται δίκαιον, οτι δίχα εστίν, ώσπερ αν εί τις είποι δίχαιον, και ο δικαστής διχαστής [20].

Σημειώθηκε ήδη οτι τη σύλληψη της δικαιοσύνης ως μεσότητας είχε πρωτοκάνει ο Πυθαγόρας. Και εκείνος τη μεσότητα αντιλαμβανόταν ως διατάραξη των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας:

περι δε δικαιοσύνης (...) άριστα άν καταμάθοιμεν, ει απο της πρώτης αρχής κατανοήσαιμεν αυτήν και αφ' ών πρώτων αιτίων φύεται (...) αρχή τοίνυν εστί δικαιοσύνης μέν το κοινόν και ίσον [21] (...) Και τον της δικαιοσύνης λόγον εφύλαττεν, οτι μάλιστα την αξίαν εκάστοις αποδιδούς [22].

Οπωσδήποτε με αυτήν τη διπλή λειτουργία της, τη διανεμητική και τη διορθωτική, η δικαιοσύνη δέν είναι βέβαια κανόνας δικαίου. Και τούτο, γιατι μόνη της, δίχως δηλαδή τις ειδικότερες ρυθμίσεις του νόμου, δέν είναι σε θέση να δώσει πρακτικές λύσεις στην εκάστοτε αναφυόμενη δικαιική διαφορά. Με αφετηρία αυτήν τη διαπίστωση, προσδιορίστηκε σε πρώτη προσέγγιση ως ιδέα [23], που εκφράζει ηθικές αξίες [24].

Τη μιά μόνον απο τις προαναφερόμενες δύο θεμελιακές λειτουργίες της (αντικειμενικής) ιδέας της δικαιοσύνης, δηλαδή τη διανεμητική, υιοθέτησε (φυσικά δίχως αναφορά στις πηγές της, κατα τη ρωμαϊκή συνήθεια λαφυραγώγησης της διδασκαλίας των Ελλήνων) ο Ουλπιανός:

Iustitia est constans et perpetua voluntas ius suum cuique tribuendi [25].

και διαμέσου αυτού κατέληξε στα Βασιλικά:

δικαιοσύνη είναι σταθηρά βούλησις και διηνεκής εκάστω το ίδιον απονέμουσα δίκαιον [26].

3. Η σχετικότητα των μέτρων για την εξειδίκευση της διανεμητικής

λειτουργίας της δικαιοσύνης

Η διδασκαλία του Αριστοτέλη για το διανεμητικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης δέν είναι απαλλαγμένη απο σοβαρότατα αδύνατα σημεία, τα οποία είχε επισημάνει εξ αρχής ο ίδιος. Ενώ δηλαδή όλοι παραδέχονται πως είναι δίκαιο να συμμετέχει καθένας στις απολαβές του βίου, με βάση κάποιο αξιολογικό μέτρο, απο εκεί και μετά διαφωνούν, αναφορικά με το ερώτημα, ποιό πρέπει να είναι αυτό το μέτρο [27]:

το γαρ δίκαιον εν ταις νομαίς ομολογούσι πάντες κατ' αξίαν τινά δείν είναι, την μέντοι αξίαν ου την αυτήν λέγουσι πάντες, αλλ' οι μεν δημοκρατικοί ελευθερίαν, οι δ' ολιγαρχικοί πλούτον, οί δ' ευγένειαν, οί δ' αριστοκρατικοί αρετήν [28].

Αυτή η παρατήρηση δείχνει αμέσως οτι δέν προσβλέπουν όλοι στην ιδέα της δικαιοσύνης, ως έκφραση μιάς σταθερής και απόλυτης ηθικής αξίας.

Έχει διατυπωθεί η θέση οτι η ιδέα της δικαιοσύνης είναι απλώς φραστικός τύπος ή, με άλλα λόγια, καθαρώς τυπικιστική αρχή [29], κενή συγκεκριμμένου εννοιολογικού περιεχομένου [30], με τη δραματική επωδό: η απάντηση στο ερώτημα, πότε και ποιοί νόμοι είναι άδικοι, ποιός και πώς το διαπιστώνει, εξαρτάται, πρακτικά, όχι τόσο απο την καταμέτρηση της αδικίας, όσο απο την αναμέτρηση της δύναμης.... Συνακόλουθα οτι είναι ανοιχτή να δεχτεί οποιοδήποτε εννοιολογικό περιεχόμενο, με το οποίο καθένας παραγεμίζει το σχετικό -οπωσδήποτε κενό- φραστικό τύπο [31]: δικαιοσύνη είναι

- είτε ό,τι ορίζει εκάστοτε και εκασταχού το θετικό δίκαιο,

- είτε ό,τι επιτρέπουν οι κοινωνικές συνθήκες σε ορισμένη χρονική και τοπική συγκυρία,

- είτε ό,τι προδιαγράφει το φυσικό δίκαιο [32].

Αυτή η αντίληψη, οτι η ιδέα της δικαιοσύνης δέν έχει σταθερό εννοιολογικό περιεχόμενο, αποκρούεται [33], δίχως όμως να έχει επιτευχθεί ομόφωνη παραδοχή μιάς σταθερής και απόλυτης ηθικής αξίας, που να εκφράζει τον πυρήνα της.

Στο σύγχρονο φιλοσοφικό στοχασμό, και με αφετηρία την παραδοχή οτι η ουσία της ιδέας της δικαιοσύνης επικεντρώνεται στην αρχή να αποδίδεται σε καθέναν το δικό του, υποστηρίζεται μια πληθώρα απο πρόσφορα αξιολογικά μέτρα, με τα οποία δέον να γίνεται η κατανομή των αγαθών, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας [34]. Αξιολογικά μέτρα που, όχι σπάνια, αλληλοσυγρούονται και οδηγούν σε διαφορετικές πρακτικές λύσεις.

Τα κυριότερα από αυτά τα ενδεχομένως αντιφατικά αξιολογικά μέτρα εξειδίκευσης της ιδέας της δικαιοσύνης είναι τα ακόλουθα[35].

Υποστηρίζεται δηλαδή οτι δέον ν' αποδίδεται σε καθέναν:

- εκείνο που ο νόμος του παρέχει, ή

- ίσο για όλους μερίδιο[36], ή

- εκείνο που καθένας αποκερδαίνει, ή

- εκείνο που αντιστοιχεί στη συνεισφορά καθενός μέσα στην παραγωγική διαδικασία, ή

-εκείνο που αντιστοιχεί στις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες καθενός, ή

- εκείνο που συγκεντρώνει πλατιά συναίνεση του κοινωνικού συνόλου.

Μπροστά σ' αυτήν την πληθώρα αλληλοαναιρούμενων αξιολογικών μέτρων για την εξειδίκευση της ιδέας της δικαιοσύνης, παρατηρείται οτι τα μέτρα τούτα βρίσκονται και ταξινομούνται έξω απο τα δικά της όρια, έτσι που να μήν υπόκεινται στην αξιολογική εκτίμηση του δικαίου και αδίκου [37]. Με την πικρή επωδό, οτι στην πραγματικότητα δέν υπάρχουν μέτρα για την εξειδίκευση της ιδέας της δικαιοσύνης. Απλά και μόνο το κοινό περι δικαίου συναίσθημα δέν είναι πρόθυμο ν' αποδεχθεί αυτήν την ολοκάθαρη, όσο και οδυνηρή, αλήθεια [38], οτι δηλαδή η ιδέα της δικαιοσύνης είναι μια λέξη, κενή ουσιαστικού και σταθερού περιεχομένου. Όμως άν και σε ποιά έκταση αυτή η παρατήρηση είναι βάσιμη εξετάζεται [39], αφού προηγουμένως έχει ολοκληρωθεί η παρακολούθηση της ιστορικής πορείας του ανθρώπινου πνεύματος, κατα την αναζήτηση της ουσίας της δικαιοσύνης.

4. Η δικαιοσύνη και το αντιπεπονθός

Καθώς έχει ήδη σημειωθεί [40], είχε απασχολήσει τον Αριστοτέλη το ερώτημα άν η λεγόμενη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης συνιστά όντως έκφραση της δικαιοσύνης. Αφετηρία του προβληματισμού του ήταν η καταφατική απάντηση που έδιναν στο ερώτημα τούτο οι πυθαγόρειοι:

δοκεί δέ τισι και το αντιπεπονθός είναι απλώς δίκαιον, ώσπερ οι πυθαγόρειοι έφασαν · ωρίζοντο γαρ απλώς το δίκαιον το αντιπεπονθός άλλω [41].

Ο Αριστοτέλης απέκρουσε πειστικά τη βάση αυτής της αντίληψης:

το δ' αντιπεπονθός ουκ εφαρμόττει ούτ' επι το διανεμητικόν δίκαιον ούτ' επι το διορθωτικόν (καίτοι βούλονταί γε τούτο λέγειν και το Ραδαμάνθυος δίκαιον · ει δε πάθοι τά τ' έρεξε, δίκη κ' ιθεία γένοιτο) · πολλαχού γαρ διαφωνεί [42].

Η ίδια λοιπόν η ανταπόδοση δέν ενέχει έκφραση απονομής δικαιοσύνης. Ασφαλώς ο ποινικός κολασμός είναι απαραίτητος για τους σκοπούς του ορθού θετικού δικαίου, και τη συντήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Όμως με την ιδέα της δικαιοσύνης ο ποινικός κολασμός είναι ξένος.

Μόνο σε σχέση με την αναλογικότητα της ποινής μπορεί ο ποινικός κολασμός να ενταχθεί μερικώς μέσα στην αριστοτελική διδασκαλία για την ουσία της δικαιοσύνης. Προς αυτήν την κατεύθυνση όντως ο Αριστοτέλης έγραψε οτι

Έστιν δε δίκαιον και το αντιπεπονθός, ου μέντοι γε ως οι πυθαγόρειοι έλεγον. εκείνοι μεν γαρ ώοντο δίκαιον είναι, ά τις εποίησεν, ταυτ' αντιπαθείν (...) και το αντιπεπονθός δε δίκαιόν εστιν εν τω ανάλογον [43].

Η ειδική ή γενική πρόληψη μελλοντικών εγκλημάτων, που επιδιώκεται με την απειλή των ποινικών κυρώσεων, έχει βέβαια αξιόλογη παιδαγωγική αξία, και απο αυτήν την οπτική γωνία ασφαλώς εντάσσεται στους σκοπούς του ορθού δικαίου [44]. Αλλ' η ποινική κύρωση, καθ' αυτήν, και ανεξαρτήτως της απαιτούμενης αναλογικότητας προς το αδίκημα που διαπράχθηκε, είναι άσχετη με την ουσία της δικαιοσύνης.

[1] Ιάμβλιχος, ο.π., 131, 2015-2020:

οτι άσκησε προς κάθε κατεύθυνση τη μετριοπάθεια και τη μεσότητα, έτσι που με αυτά τα αγαθά να βοηθήσει καθένα να έχει ευτυχισμένη ζωή, και γενικώς να μπορεί να επιλέξει όσα εμείς θεωρούμε καλά και πρέποντα έργα.

[2] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131α 15-16:

η δικαιοσύνη είναι κάτι που βρίσκεται στο μέσο.

[3] Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά, 1193b 25-29:

η δικαιοσύνη εντοπίζεται στη μεσότητα, ανάμεσα στην υπεροχή και στην έλλειψη, όπως επίσης ανάμεσα στο πολύ και στο λίγο. Επειδή και ο άδικος διαμέσου της αδικίας κατέχει περισσότερα, αλλά και ο αδικούμενος διαμέσου της αδικίας κατέχει λιγότερα · και το μέσο αυτών είναι το δίκαιο.

[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131b 13-15:

κι αυτό είναι η δικαιοσύνη, δηλαδή η μεσότητα, έτσι που το δίκαιο να εντοπίζεται στην ανάλογη [πρόσβαση].

[5] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131α 28-29:

η δικαιοσύνη λοιπόν είναι κάτι [που εντοπίζεται στο] μέσο, άν βεβαίως [έτσι σκέφτεται και ενεργεί και] ο δικαστής.

[6] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131a 24-27:

η προσφυγή στο δικαστή λοιπόν έχει το νόημα προσφυγής στη δικαιοσύνη · γιατι αυτό που θέλει ο δικαστής είναι να λειτουργεί περίπου ως έμψυχη δικαιοσύνη · γι' αυτό αναζητούν δικαστή [που να πιστεύει στη] μεσότητα.

[7] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1129b 31-40:

Η δικαιοσύνη λοιπόν είναι τέλεια αρετή, κι όχι καθ' αυτήν, αλλά σε αναφορά προς άλλους. Γι' αυτόν το λόγο πολλές φορές θεωρείται η δικαιοσύνη ως η ύψιστη αρετή, έτσι που να μή θαυμάζονται τόσο πολύ ούτε το δειληνό ούτε η αυγή · και για να μιλήσουμε επιγραμματικά, θα πούμε οτι στη δικαιοσύνη συσσωρεύεται όλη η αρετή.

[8] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1130b 11-12:

μ' αυτήν την εννοια η δικαιοσύνη δέν είναι απλώς τμήμα της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή.

[9] Αριστοτέλης, Τοπικών, Ζ' 146b 36-146a 3:

δίκαιος είναι μάλλον εκείνος που έχει τη θέληση να διανείμει με ισότητα παρά εκείνος που μπορεί να το κάνει · συνεπώς η δικαιοσύνη δέν είναι δύναμη [ικανότητα] διανομής κατ' ισότητα · γιατι διαφορετικά θα έπρεπε να θεωρείται δίκαιος απλά και μόνον αυτός που έχει τη δυνατότητα διανομών κατ' ισότητα.

[10] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1130b 13-16:

απο όσα αναφέρθηκαν έγινε φανερό, ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην αρετή και στη δικαιοσύνη · γιατι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ τους, αλλά και διαφορά, αφού η δικαιοσύνη συνιστά αρετή στις σχέσεις μας με τους άλλους, ενώ άν πρόκειται για συνήθεια καθ' αυτήν, τότε πρόκειται γι' απλή αρετή.

[11] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ε' 1131b34-35:

γιατι η δικαιοσύνη, στην έκταση που αφορά τη διανομή των δημόσιων αγαθών, λειτουργεί πάντοτε κατα την αναλογία που ήδη αναφέρθηκε.


[12] Ρητορική, 1374b, 10-12.

[13] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131b 30 - 32:

Αυτή λοιπόν είναι η μία μορφή της δικαιοσύνης. Η άλλη είναι η διορθωτική, που εκδηλώνεται στις εκούσιες συναλλαγές και στις υποχρεώσεις προς αποζημίωση ύστερα απο αδικοπραξίες.

[14] Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά, 1193b 19-33:

το δίκαιο λοιπόν, κατα τη ρύθμιση των σχέσεων [του προσώπου] προς άλλον εκφράζει απλά την ισότητα. Γιατι η αδικία εντοπίζεται στην ανισότητα (...) ώστε η ισότητα, [καθώς βρίσκεται ανάμεσα σ' εκείνους που έχουν] πολλά και λίγα, εκφράζει το δίκαιο, ενώ εξ άλλου ως δίκαιος [πρέπει να χαρακτηριστεί] εκείνος που θέλει να έχει ίσα [με τους άλλους]. Η ισότητα πάλι [προϋποθέτει] τουλάχιστον δύο [πρόσωπα] · συνακόλουθα η ισότητα προς άλλον εκφράζει το δίκαιο, κι όποιος έτσι συμπεριφέρεται, αυτός είναι δίκαιος.

[15] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ε' 1132a 8-9:

ο δικαστής έχει αποστολή να αποκαθιστά την ισορροπία που διαταράσσεται απο την αδικία.

[16] Henkel, ο.π. σελ. 395 - 396:

Seit alters her werden dem Gerechtigkeitsprinzip zwei Maximen zugeschrieben: "jedem das Seine gewδhren" (...) und "wesentlich Gleiches gleich, wesentlich Ungleiches im Verhδltnis der Ungleichheit ungleich behandeln" (Gleichheitssatz):

απο την αρχαιότητα συνάπτονται στην αρχή της δικαιοσύνης δύο αξιώματα: "σε καθέναν να παρέχεται το δικό του" (...) και "τα ουσιωδώς όμοια να μεταχειρίζεται κανεις ομοίως, τα ουσιωδώς ανόμοια, με μέτρο την έλλειψη ομοιότητας, ανομοίως (αρχή της αναλογικότητας.

[17] Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά, 1193b 39-40 - 1194a 17-19:

επειδή λοιπόν το δίκαιο είναι το ίσο, και το κατ' αναλογία ίσο είναι δίκαιο (...) ενώ εξ άλλου φαίνεται πως και ο Πλάτων στην Πολιτεία του προσέβλεψε στην αναλογικότητα ώς έκφραση του δικαίου (...) είναι ταυτόσημα το δίκαιο και το ανάλογο.

[18] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131a 33 και 35-36:

Η δικαιοσύνη λοιπόν είναι έκφραση της αρχής της αναλογικότητας (...) γιατι η αναλογία είναι ισότητα των σταθμιζόμενων φαινομένων.

[19] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131b 13-15:

Η δικαιοσύνη είναι ο μέσος όρος, όταν έχει διαταραχθεί η αναλογία · γιατι η αναλογία βρίσκεται στη μέση, ενώ εξ άλλου η δικαιοσύνη είναι έκφραση της αναλογίας.

[20] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1132a 28-30, 32-34 και 36-38:

Η δικαιοσύνη λοιπόν εντοπίζεται κάπου στη μέση, όμοια όπως και ο δικαστής. Ο δικαστής ξαναϊσιώνει (...) Κι όταν ολόκληρο διαιρεθεί σε δύο κομμάτια, τότε λένε οτι όντως έλαβε καθένας το δικό του, άν πάρει ίσο κομμάτι με τον άλλον (...) Έτσι ετυμολογείται και ο όρος δίκαιο, γιατι χωρίζει σε δυό ίσα κομμάτια, σαν να λέγαμε δίχαιο, και για το δικαστή, διχαστή.

Σε νεότερους χρόνους αντιπαρατηρείται οτι ετυμολογικώς ο Αριστοτέλης πλανήθηκε. Και τούτο, γιατι η λέξη δίκη δέν προέρχεται απο τη ρίζα δίχα, αλλά είτε απο το δεικ (όπως δείκνυμι · έτσι και Μάνεσης, ο.π. σελ. 365 σημ. 1. Τριανταφυλλόπουλος, Ελληνικά δίκαια, σελ. 24), είτε απο το δικείν (= ρίπτειν). Οπωσδήποτε όμως αναγνωρίζεται οτι το λεκτικό τούτο εύρημα συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της θεωρίας του Αριστοτέλη για την ουσία της δικαιοσύνης (Del Vecchio, Die Gerechtigkeit, 2. deutsche Auflage όbersetzt von F. Darmstaedter, 1950 § 13 σημ. 13 σελ. 169).

[21] Ιάμβλιχος, ο.π. 167, 2585-2592:

θα μάθουμε για τη δικαιοσύνη άν εξ αρχής κατανοήσουμε κι αυτήν και τις αρχικές αιτίες, απο τις οποίες πηγάζει (...) αρχή λοιπόν της δικαιοσύνης είναι η κοινή [δυνατότητα πρόσβασης] και η ισότητα.

[22] Ιάμβλιχος, ο.π. 80, 1194-1196:

και έμενε πιστός στην ουσία της δικαιοσύνης, αποδίδοντας σε καθέναν κατα την αξία του.

[23] Brόlisauer, Die Idee der Gerechtigkeit; Studia Philosophica, 38/1979 σελ. 207 επ.

[24] Henkel, ο.π. σελ. 395:

die Gerechtigkeit tritt uns zunδchst als Wertidee entgegen (...) Demzufolge ist die Gerechtigkeit zugleich ein ethisches Verhaltensprinzip:

η δικαιοσύνη εμφανίζεται ενώπιον μας κατα πρώτο ως ιδέα που ενσωματώνει αξία (...) Γι' αυτό η δικαιοσύνη είναι παράλληλα ηθική αρχή συμπεριφοράς).

Όμοια Μάνεσης, Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου · αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, 1980 σελ. 388 σημ. 24, 400 και 402. Μιχαηλίδης/Νουάρος, Η τριλογία των αξιών (δικαιοσύνη - τάξις - πρόοδος) και το ιδιωτικόν δίκαιον, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 50 (1975), 134 και 136 · ο ίδιος, Ζωντανό δίκαιο και φυσικό δίκαιο, 1982 σελ 437.

[25] Ulpianus, libro primo regularum = digesta, I. 1,1 princ.:

δικαιοσύνη είναι σταθερή και αδιάλειπτη βούληση προς απονομή σε καθέναν του δικού του δικαιώματος.

[26] 2.1.10:

δικαιοσύνη είναι η σταθερή και διαρκής θέληση να απονέμεται σε καθέναν το δικό του δικαίωμα.

Βλ. σχετικώς Μιχαηλίδη/Νουάρο, Η τριλογία των αξιών, ο.π. σελ. 124.

[27] Βλ. εγγύτερα Kriele, Kriterien der Gerechtigkeit; zum Problem des rechtsphilosophi

schen und politischen Relativismus, 1963 ιδίως §§ 23 επ. σελ. 61 επ. Μάνεση, ο.π. σελ. 392.

[28] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1131a 15 επ.:

όλοι παραδέχονται οτι είναι δίκαιο να μετέχουν στις διανομές των δημόσιων αγαθών με μέτρο κάποια αξία. Αλλά δέ συμφωνούν όλοι, ποιό πρέπει να είναι αυτό το αξιολογικό μέτρο. Οι δημοκρατικοί θέλουν ισότιμη συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών · οι ολιγαρχικοί απαιτούν συμμετοχή κατα το μέγεθος του πλούτου ή τη βαρύτητα της ευγενικής καταγωγής · και οι αριστοκρατικοί προβάλλουν την υπεροχή του κύρους της δικής τους αρετής.

[29] Rein formales Prinzip.

[30] "Inhaltslose Formel". Βλ. σχετικώς Kelsen, Reine Rechtslehre, σελ. 50, και Μάνεση, ο.π. σελ. 387, 390 επ.

[31] Mayer, Rechtsphilosophie, 1922 σελ. 78. Graf zu Dohna, Kernprobleme der Rechtsphilosophie, 1940 σελ. 71. Kelsen, Was ist Gerechtigkeit? σελ. 33.

[32] Βλ. τις σχετικές αναλύσεις των Henkel (ο.π. σελ. 398) και Μιχαηλίδη/Νουάρου (Η τριλογία των αξιών, ο.π. σελ. 126).

[33] Βλ. Μιχαηλίδη/Νουάρο, Ζωντανό δίκαιο και φυσικό δίκαιο, σελ. 437.

[34] Brόlisauer, ο.π. σελ. 207 και 215.

[35] Brόlisauer, ο.π. σελ. 216 - 218 και 222.

[36] Πλάτων, Γοργίας, 489 a:

ου νόμω άρα μόνον (...) δίκαιον το ίσον έχειν, αλλά και φύσει.

[37] Brόlisauer, ο.π. σελ. 224.

[38] Kriele, ο.π. § 35 σελ. 100.

[39] Πιο κάτω, XVII 5 (Σχετικότητα ή απολυτότητα των ηθικών αξιών και των αξιών που εκφράζονται με κανόνες δικαίου).

[40] Πιο πάνω, XI 2.10.1.

[41] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1132b 24-26:

μερικοί έχουν τη γνώμη οτι και η αντεκδίκηση συνιστά επίσης έκφραση της δικαιοσύνης, καθώς έλεγαν οι πυθαγόρειοι · γιατι εκείνοι έτσι προσδιόριζαν τη δικαιοσύνη, δηλαδή ως την αντεκδίκηση στον άλλον.

[42] Ηθικά Νικομάχεια, 1132b, 27-32:

η αντεκδίκηση δέν εναρμονίζεται ούτε με τη διανεμητική, ούτε με τη διορθωτική λειτουργία της δικαιοσύνης (άν και κάποιοι επιμένουν πως εναρμονίζεται με το δίκαιο του Ραδάμανθη · με την έννοια οτι άν υποστεί κάποιος τις συνέπειες του αδίκου που διέπραξε, αυτό συνιστά απονομή καθαρής δικαιοσύνης · αλλ' αυτή η αντίληψη αντιστρατεύεται την ιδέα της δικαιοσύνης με πολλούς και διάφορους τρόπους.

[43] Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά, 1194a 30-36:

[έκφραση] της δικαιοσύνης συνιστά και η αντεκδίκηση, όχι βέβαια έτσι όπως δίδασκαν οι πυθαγόρειοι. Γιατι εκείνοι νόμιζαν πως είναι δίκαιο, όσα έκανε κάποιος, τα ίδια και να υποστεί (...) η αντεκδίκηση λοιπόν [συνιστά έκφραση της] δικαιοσύνης διαμέσου της αναλογίας [αδικήματος και ποινής].

[44] Βλ. πιο κάτω, XVI.

http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s ... =1&id=1181
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”

cron