Re: ΑΙΣΧΥΛΟΣ

10
ΙΩ

Με θεά ή με θνητή; δε μου το λες, αν κάνη;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τί μ' όποια; αυτό άπ' το στόμα μου δεν πάει νάβγη.

ΙΩ

Καί θα ξεθρονιστή λοιπόν από γυναίκα;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Παιδί, απ' τον ίδιο πιο τρανό, θα του γέννηση.

ΙΩ

Καί ν' αποφύγη το κακό δεν είναι τρόπος;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κανείς, έξω αν εγώ λυθώ από τα δεσμά μου.

ΙΩ

Ποιος να σε λύση, δίχως να το θέλη ο Δίας;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Είναι γραμμένο κάποιος νάναι από δικούς σου.

ΙΩ

Πώς είπες; γυιός μου τάχα λες να σε λύτρωση;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Από τρείς κι άλλες δέκα σου γενιές κατόπι.

ΙΩ

Αυτούς σου τώρα τους χρησμούς πια δεν τους νοιώθω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τότε μη θες και τάλλα σου να μάθης πάθη.

ΙΩ

Τη χάρη μια πού μόταξες μην πάρης πίσω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Το ένα απ' τα δυο πού είχα να πω θα σου χαρίσω.

ΙΩ

Πέ μου ποια 'ναι τα δυο κι άφις με να διαλέξω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Σ' αφήνω, διάλεξε· ή τα επίλοιπα σου πάθη
καθαρά να σου πω, ή ποιος θα λύση εμένα.

ΧΟΡΟΣ

Απ' τίς δυο χάρες θέλησε τη μια να κάμης
εμένα και την άλλη αυτής· μη μου λες όχι.
μα πέ σ' αυτήν τους δρόμους πόχει ακόμα πίσω,

και μένα αυτό πού επιθυμώ, ποιος θα σε λύση.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Στην τόση σας επιθυμία δεν είναι τρόπος
ν' αντισταθώ, κι όλα θα σας τα πω πού ακόμα
λαχταράτε ν' ακούσετε· και πρώτα εσένα
τους πολυπλάνητούς σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους,
και γράφ' τους στα θυμητικά του νου δεφτέρια.

Αφού θέ να διαβής το ρέμμα πού χωρίζει
τη μια άπ' την άλλην ήπειρο, θα στρέψης κάτω
στην πυρωμένη ανατολή πού δέρνει ο ήλιος,
και του πελάου το σάλαγο περνόντας θάρθης
κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης,
πού οι τρείς παμπάλαιες κατοικούν Φορκίδες κόρες

κυκνόμορφες, μονόδοντες, μ' ένα μονάχα
μάτι και για τίς τρείς των, πούδε του ήλιου αχτίδες
ποτέ τίς βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς φεγγάρι.
Κ' οι ανθρωπομίσητες κοντά τρείς αδερφές των
οι φτερωτές και φιδοπλόκαμες Γοργόνες,

πού άνθρωπος να τίς δη, δεν έχει πια να ζήση·
και σου το λέω αυτό τα μέτρα σου να λάβης.
Μ' άκουσε κι άλλο φοβερό θέαμ' ακόμη·
γιατί και τους ακρόχολους του Δία τους σκύλους
τους Γρύπες, με το σουβλερό μουσούνι, πρέπει
να φυλαχτής κι απ' το στρατό τον καβαλλάρη

των μονοφθάλμων Αριμάσπων, πού στίς όχθες
του χρυσορρόα του Πλούτωνα κάθουνται γύρω.
αυτούς μην τους ζυγώνης συ· και θέ να φτάσης
σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα
κατά του Ήλιου τίς πηγές, πού τους ποτίζει
ο Αιθίοπας ποταμός· αυτού τίς όχθες πάρε

και τράβα ως πού να βρής τον καταρράχτην, όπου
τ άγια καλόπιοτα νερά του κατεβάζει
ο Νείλος ποταμός από τα Βύβλινα όρη·
κι αυτός στην τρίγωνη θα σε στρατέψη χώρα,
την Αίγυπτο, όπου την τρανή την αποικία

εσύ κ' οι γυιοί σου είναι γραφτό να θεμελιώσης.
Αν τίποτ' απ' αυτά ψευδό και δεν το νοιώθεις,
ρώτα με πάλι ξάστερα να σου εξηγήσω·
γιατ' άδειαν έχω πιότερη κι απ' όση θέλω.

ΧΟΡΟΣ

Αν μένη απ' τους πολύφθορους αυτής τους δρόμους,

ή έχεις αφήσει τίποτε να πής ακόμη,
λέγε· μ' αν όλα τάχης πή, κάμε τη χάρη
και μας πού σου ζητήσαμε· βέβαια θυμάσαι.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όλη ως το τέλος την πορεία της έχει ακούσει
αυτή· μα για να δη πως δε μιλώ του βρόντου,

θα πω κι όσα πρίν έρθη εδώ είχε περάσει,
δίνοντας τούτο απόδειξη για τάλλα πού είπα·
και για ναφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια
ευτύς στον τελευταίο σου θαρθώ το δρόμο.
Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα

και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου
του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι
και, θάμ' άπίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε
και πού σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι
μ' αινίγματα "τή σεβαστή του Δία γυναίκα"

- σού αγγίζει την καρδιά τίποτ' απ' όλα τούτα;
από κεί ο οίστρος σ' έσφιξε κ' έδωσες δρόμο
κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο,
απ' όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος

Ιόνιος θα ονομαστή, σου λέω να ξέρης,
για να θυμάει το δρόμο σου σ' όλο τον κόσμο.
Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι
πιότερο κι απ' το φανερό εμένα ο νους μου.
Τώρα για σας κι αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν

γυρνόντας πίσω στα παλιά των λόγων χνάρια.

Στην άκρη άκρη της γης του Νείλου είναι μια πόλη,
ο Κάνωβος, στίς ίδιες εκβολές του επάνω·
εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου
μ' άσφαλτο χέρι αγγίζοντας - μ' επαφή μόνο.

κ' έτσι απ' το Δία μαύρο γυιό θέ να γεννήσης,
τον Έπαφο με τόνομα, πού όση ποτίζει
χώραν ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάση.
Κι απ' αυτόν πέμπτη γενεά οι πενήντα κόρες
στο Άργος θαρθούνε πίσω, δίχως να το θέλουν,

για ν' αποφύγουν το συγγενικό το γάμο
με τους ξαδέρφους των, πού ποθοπλανταγμένοι,
σαν τα γεράκια απόκοντα στίς περιστέρες,
κυνηγόντας θαρθούν ακυνήγητους γάμους.
Μα ο Θεός δε θα τους αξίωση να χαρούνε

τα σώματα τους· κι από θηλυκειάν αντρεία
και νυχτοφύλαχτην αποκοτιά πεσμένους
θα δεχτή η γη του Πελασγού, και καθενός των
θα πάρη η καθεμιά γυναίκα τη ζωή τους,
μπήχνοντας δίστομο σπαθί μες στίς σφαγές των.
Τέτοιος να πέφτη o Έρωτας και στους εχθρούς μου!

Μόνο μιαν άπ' τίς κόρες θα γητέψη η αγάπη,
να μη σφάξη το ταίρι της και με τη γνώμη
στομωμένη, κάλλιο άπ' τα δυο θα προτίμηση
άναντρη ν ακουστή η μιαρή αντροφόνα.
Αυτή γενεά βασιλική θέ να γεννήση

στο Άργος· μα θάθελε πολλά λόγια όλα τούτα
να λέω καταλεπτώς· μα όπως και νάναι, θάβγη
τοξότης απ' το σπέρμα αυτό ξακουστός ήρως,
πού απ' τα βάσαν' αυτά και μένα θα λύτρωση.
Τέτοιο κρατώ χρησμό απ' την πανάρχαια Θέμη
την Τιτανίδα τη μητέρα μου, μα θέλει

πολύν καιρό, το πώς και τί να σου ιστορήσω
και συ δε θάχες διάφορο να μου τ' ακούσης.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΙΣΧΥΛΟΣ

11
ΙΩ

Άχ! αλλοί κι απ' αλλοί!
Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός
να πυρώνη το νου μου, και τρέλλας κεντρί

με φωτιά δίχως φλόγα μ' ανάφτει.
Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ' η καρδιά,
τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο
κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου
η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ

πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ' άντ' άλλα θολά
με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς
μιαν έρχονται, μια πάνε.


Σημειώσεις:
(1) οίστρος· η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα



Γ' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο

ΧΟΡΟΣ

Σοφός αλήθεια ήταν σοφός,
που πρώτος τόζυασε στο νου του
και τόβαλε σε μύθο: πως

πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς
μ' όμοιους του να συμπεθεριάζη
κι άνθρωπος χεροδουλευτής
μ' όσους τα πλούτη τα μεγάλα χαίρουνται,
μ' όσους στην αρχοντογενιά τους 'παίρουνται
γάμους αταίριαστους να μην ταιριάζη.

Μη μ' αξιώσετε ποτέ,

σεβάσμιες Μοίρες, να με δούνε
νύφη στην κλίνη του Διός·
μηδ' απ' τον ουρανό θεός
πως μ' εζευγάρωσε γαμπρός να πούνε.
Τρομάζω την αμάλαγη πού βλέπω της Ιώς
κι άστεργη παρθενιά
να φτείρεται μ' όσους τραβά παραδαρμούς
και κακοπλάνητους διωγμούς

απ' τη σκληρή της Ήρας απονιά.

Σύμφωνος γάμος ταιριαστός - τέτοιον εγώ τιμώ
και τέτοιος φόβο δε μου φέρνει·
κι ας μήν τ' αξιωθώ κανείς απ' τους μεγάλους τους θεούς
μ' ερωτικιά άφευχτη ματιά πάνω σε με να γέρνη.
Μαζί τους απολέμητος ο πόλεμος αυτός

κ' είναι κακού προξενητής
κι ουδέ έχω τί θα γίνω·
γιατί δε βλέπω τη βουλή του παντοδύναμου θεού

πως θάταν ν' αποφύγω.











Πέμπτο μέρος

Ε Ξ Ο Δ Ο Σ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κι όμως μ' όλη την έπαρση του νου του ο Δίας
θα γίνει ακόμα ταπεινός· γιατί έναν τέτοιο
γάμο ετοιμάζεται να κάμει, που απ' το θρόνο

κι απ' την αρχή του ολοάφαντο θενά τον ρίξει-
κι έτσι θα πιάσει ολότελα τότε η κατάρα
που του 'δίνε ο πατέρας του ο Κρόνος, όταν
γκρεμνίζονταν απ' τους πανάρχαιους του θρόνους.
Μα πώς να στρέψει τέτοια συμφορά, κανένας

δε θα είχε άλλος θεός άσφαλτο να του δείξει
έξω από με· μόν' εγώ ξέρω πώς και πότε.
Μα τώρα ας κάθεται άγνοιαστος και θαρρεμένος
στους ψηλόβροντους χτύπους του και μες στα χέρια
τινάζοντας τα πύρινα τ' αστροπελέκια·

όμως καθόλου αυτά δε θενά τον γλιτώσουν
απ' το άτιμο το πέσιμο στην καταφρόνια

γιατί ετοιμάζει τώρα ο ίδιος του εαυτού του
αντίπαλο απολέμητο, τέρας αντρείας,
που πιο καλή απ' τον κεραυνό θενά 'βρει φλόγα,
κι ανώτερο από τη βροντή τρομερό χτύπο,
και που στάχτη θα κάμει και του Ποσειδώνα

την κοσμοσείστρα τρίαινα, σύνεργο ολέθρου.
Μα όταν πέσει σ' αυτή τη συμφορά, θα μάθει
πως άλλο να 'ν' κανείς αφέντης κι άλλο δούλος.

Κι όμως μ' όλη την έπαρση του νου του ο Δίας
θα γίνει ακόμα ταπεινός· γιατί έναν τέτοιο
γάμο ετοιμάζεται να κάμει, που απ' το θρόνο

ΧΟΡΟΣ

Τι σε συμφέρει κακομελετάς του Δία.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όσα θα γίνουν κι όσα επιθυμώ προλέγω.

ΧΟΡΟΣ

Κι είναι να ελπίζεις πως ποτέ θα πέσει ο Δίας;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κι άλλα πιο αβάσταχτ' απ' αυτά κακά θα πάθει.

ΧΟΡΟΣ

Και δε φοβάσαι εσύ να πετάς τέτοια λόγια;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τι να φοβούμαι, αφού δεν μπορεί να πεθάνω;

ΧΟΡΟΣ

Μα ίσως και σ' άλλους πιο σκληρούς σε ρίξει μόχτους.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ό,τι έχει ας κάμει, κι όλα εγώ τα περιμένω.

ΧΟΡΟΣ

Είναι σοφοί, μπρος στην Αδράστεια όσοι σκύβουν.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Σέβου, προσκυνά, χάιδευε πάντα σου εκείνον
που κρατά την αρχή· μα εγώ το Δία πιο λίγο
ψηφώ κι απ' το μηδέν· ας κυβερνά κι ας κάνει
της κεφαλής του, όσος καιρός του μένει ακόμα·

γιατί δε θα 'ναι των θεών κύριος για πάντα.
Μα βλέπω τώρα αυτό του Δία τον ταχυδρόμο,
του νέου του βασιλιά τον πρόθυμο υπηρέτη,
που κάποιο βέβαια μήνυμα θα 'ρθε να φέρει.

ΕΡΜΗΣ

Σε σένα το σοφό, που 'σαι γιομάτος πίκρα,

που στους θεούς αμάρτησες και πήες να δώσεις
στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη,
στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις
αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν
τάχ' αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος·
κι αυτά, όχι μ' αινίγματα και στριφτά λόγια

μα ένα προς ένα ξάστερα, μηδέ με βάλεις
να κάμω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις
πως δε μαλάζεται εύκολα ο Δίας με τέτοια.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΙΣΧΥΛΟΣ

12
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μεγαλόστομα λόγια κι έπαρση γιομάτα
καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη.

Νέοι, με χθεσινή εξουσία και θαρρείτε
πως πύργους έχετ' άπαρτους· μα εγώ δεν είδα
δυο βασιλιάδες απ' αυτούς να γκρεμνιστούνε;
και τρίτο αυτόν θα δω, που βασιλεύει τώρα,
πολύ γρήγορα και άτιμα· μήπως σου μοιάζω

πως δείλιασα και σκιάχτηκα τους νέους θεούς σου;
μακριά από μένα αυτή η ντροπή· μα εσύ το δρόμο
που πήρες να 'ρθεις, βιάσου να γυρίσεις πάλι
κι απ' όσα με ρωτάς τίποτα δε θα μάθεις.

ΕΡΜΗΣ

Μα με τις τέτοιες σου και πριν τις κομποφάνειες(1)

σ' αυτές τις συμφορές καλό λιμάνι βρήκες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μ' αυτή σου, ξέρε το καλά, τη λάτρα που 'χεις
εγώ ποτέ δε θ' άλλαζα τη συμφορά μου·
και βέβαια πιο καλά σ' αυτό το βράχο σκλάβος
παρά να ' μαι άγγελος πιστός του Δία πατέρα.

Έτσι δίκιο να βρίζονται κείνοι που βρίζουν.

ΕΡΜΗΣ

Τα 'χεις καμάρι φαίνεται τα βάσανα σου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Καμάρι; έτσι άμποτε να δω να καμαρώνουν
οι εχθροί οι δικοί μου· και μ' αυτούς και σένα βάζω.

ΕΡΜΗΣ
Μη ρίχνεις τάχα φταίξιμο γι' αυτά και μένα;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μ' ένα λόγο, μισώ τους θεούς όλους, όσοι
είδαν καλό κι έτσι άδικα μου το πληρώνουν.

EΡΜΗΣ

Βλάβη έχει ο νους σου όχι μικρή μ' αυτά π' ακούω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ίσως, αν να μισείς εχθρούς του νου είναι βλάβη.

ΕΡΜΗΣ

Θενά 'σουν όχι υποφερτός, αν ευτυχούσες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αλίμονο!

ΕΡΜΗΣ

Αλίμονο, το λόγο αυτό δεν ξέρει ο Δίας.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει.

ΕΡΜΗΣ

Κι όμως εσύ δεν έμαθες ακόμα γνώση.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αλήθεια, αλλιώς με δούλο εσέ δε θα μιλούσα.

ΕΡΜΗΣ

Φαίνεται δε θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μα βέβαια, χάρη που χρωστώ να του πληρώσω!

ΕΡΜΗΣ

Σαν να 'μουν δηλαδή παιδί με περιπαίζεις.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Παιδί κι ακόμα πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα,
αν περιμένεις τίποτ' από με να μάθεις;
μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη

που ο Δίας θα με κατάφερνε το μυστικό μου
να πω, πριν τ' άτιμα μου αυτά δεσμά λυθούνε.
Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα,
με τουλούπες(2) λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους
ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει,

μα εμένα τίποτ' απ' αυτά δε θα λυγίσει,
που να του πω από ποιον το θρόνο του θα χάσει.

ΕΡΜΗΣ

Βλέπε αν σου φαίνονται όλα αυτά πως σ' ωφελούνε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τώρ' από μιας και τα 'χω ιδεί κι αποφασίσει.

ΕΡΜΗΣ

Τόλμησε, μάταιε, τόλμησε, μια φορά τέλος

να βάλεις γνώση μες σ' αυτές τις συμφορές σου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Χάνεις τα λόγια σου άδικα, κι ως κουφό κύμα
τις γαλιφιές σου τις γρικώ· βγάλτ' το απ' το νου σου
που εγώ το Δία θα φοβηθώ και θα ζαρώσω
μπρος του σα θηλυκό και με γυναίκειους τρόπους
δεητικά τα χέρια μου θενά τα υψώσω

στον πολυμισημένο μου, για να με λύσει
απ' τα δεσμά μου αυτά· κάθε άλλο παρά τούτο
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΑΙΣΧΥΛΟΣ

13
ΕΡΜΗΣ

Όσα κι αν πω, μου φαίνεται πως θα 'ν' του κάκου
κι είναι η καρδιά σου αμάλαχτη και δε λυγίζει
με παρακάλια· μα το χαλινό δαγκώντας

σα νιόστρωτο άτι πας και δε γρικάς τα γκέμια.
Όμως θρασύς, σε σάπιο 'παίρεσαι αντιστύλι(3)·
γιατί του νου η αποκοτιά, σα λείπει η γνώση,
μονάχη κι απ' το τίποτα πιο λίγο αξίζει.
Μάθε λοιπόν, τα λόγια μου αν δε θες ν' ακούσεις,

ποιες συμφορές φουρτουνιασμένες και ποιες μπόρες
άφευκτα σε προσμένουνε· πρώτα την άγρια
φάραγγα ετούτη με βροντές κι αστροπελέκια
θα σπαράξει ο πατέρας μου και το κορμί σου
βαθιά μέσα στα ρέπια(4) θα καταχωνιάσει·

κι αφού καιρό πολύ τελειώσεις, θα ξανάβγεις
πίσω στο φως· μα ο φτερωτός του Δία ο σκύλος
με στόμα λαίμαργο, ο αϊτός, στο αίμα βαμμένο
τρανά ξεσκλίδια(5) το κορμί θα σου λιανίσει(6),
ακάλεστος ολημερίς στο γιόμα ερχόντας

και θενά τρώει σου το σαπιόμαυρο συκώτι.
Και μην προσμένεις στο μαρτύριο αυτό σου τέλος,
πρι να βρεθεί κανείς θεός, που να θελήσει
να πάρει επάνω του τα πάθια σου και πάει
στου άφεγγου τ' Άδη τ' άραχλα βαθιά σκοτάδια.

Παίρνε λοιπόν απόφαση, γιατί δεν είναι
πλασμένα παχιά λόγια αυτά, μα η πάσ' αλήθεια,
μια που δεν ξέρει από ψευτιές του Δία το στόμα
και δίνει τέλος σ' ό,τι πει· μα εσύ ένα γύρο
κοιτάξου και μελέτησε, μηδέ πως είναι

ποτέ σου πεις το πείσμα πιο καλό απ' τη γνώση.

ΧΟΡΟΣ

Σε μας δε φαίνεται άδικο σ' αυτά που λέει
να 'χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις
το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη·
πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τα περίμενα τούτα που μου έσκουξε αυτός
τα μηνύματα· κι είναι πολύ φυσικό
από εχθρό του κακό να παθαίνει ο εχθρός.
Και λοιπόν καταπάνω μου ας πάει να σκα
της φωτιάς ο στριφτός πλοκαμός,

με βροντές και μ' αγρίων ανέμων σπασμούς
ας μανιάζει ο αιθέρας· της μπόρας η οργή
τα θεμέλια ας τραντάζει ως τις ρίζες της γης
και το κύμα του πόντου μ' αψύ βρουχισμό
τους ουράνιους των άστρων τους δρόμους ψηλά

εν' ας κάμει κι ας πνίξει· κι αυτό το κορμί
μες στα μαύρα τα τάρταρ' ας ρίξει βαθιά
στης ανάγκης τ' αφεύγατο ρέμα συρτό·
Μα ό,τι κάμει, εμένα ποτέ του ποτέ
δε θα με θανατώσει!

ΕΡΜΗΣ

Τέτοια ξώφρενα λόγια δεν είναι ν' ακούς

μόνο ενός που του σάλεψε σίγουρα ο νους;
Γιατ' αλήθεια τι λείπει να μην είν' αυτή
του νου βλάβη η ευχή του και τρέλα σωστή;
Μα εσείς τώρα που κάθεστε κι έτσι αυτουνού
συμπονάτε τα πάθη, βιαστείτε απ' εδώ

να τραβήξετε γρήγορ' αλλού πουθενά,
για να μη της βροντής το φριχτό μουγγητό
σας ζαλώσει(7) τα φρένα.

ΧΟΡΟΣ

Άλλο τίποτ' αν έχεις να λες που μπορεί
να με πείσεις· γιατί, όσο βέβαια για αυτά,

που ξεστόμισες τώρα, δε στέκουν για με.
Πώς με βάζεις να κάνω μια πράξη κακή;
κάλλιο ό,τι 'ναι μαζί του να πάθω κι εγώ,
που έχω μάθει από πάντα σαν τι να μισώ
τον προδότη, και που άλλη καμιά σαν αυτή

δε φοβούμαι χειρότερη αρρώστια.

ΕΡΜΗΣ

Λοιπόν ό,τι προλέγω θυμάστε καλά,
κι όταν η άδικη ώρα θ' αδράξει και σας,
με την τύχη μην έχετε τότε αφορμή,
μηδέ πείτε σ' απρόβλεπτα ο Δίας κακά

πως σας έριξε μέσα· μα μόνο σε σας
θα 'ν' το φταίξιμο, μια που το ξέρατε πριν
κι όχι ανύποπτα κι άξαφνα μες του χαμού
θα μπλεχτείτε τ' απέραντα βρόχια.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όχι πια με τα λόγια, μα ιδού αληθινά
που τραντάζεται η γης
και μαζί μουκανιέται βαρύ της βροντής
τ' αντιλάλημ' απόγεια και γλώσσες στριφτές
οι αστραπές σαϊτεύουν φωτιάς.

Άγριος σίφουνας στρίβει ψηλά κορνιαχτό,
όλοι οι άνεμοι σκιρτούν, και μ' αντίπνοη οργή
στήνουν πόλεμο ο ένας στον άλλο αντικρύ,
και ταράχτηκε ο αιθέρας με τον πόντο μαζί.
Βέβαια τέτοια απ' τον Δία χιμάει φανερά

κατά πάνω μου αντάρα, που τρόμο γεννά.
Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω που συ
μες στο φως τυλίγεις, αιθέρα, το παν,
πόσον άδικα, δείτε με, πάσχω!

ΤΕΛΟΣ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαία Ελληνική Γραμματεία”